Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 398/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός      398/2023

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Κουντούρη, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, …………….

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Βασιλείου Ρεγκούτα.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28-12-2020 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …./30-12-2020 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 872/2022 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η εναγόμενη με την από 1-7-2022 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …/4-7-2022 έφεσή της, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η υπό κρίση από 1-7-2022 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./4-7-2022 έφεση κατά της με αριθ. 872/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 28-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/30-12-2020 αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 8-9-2022 (βλ. τη σχετική από 8-9-2022 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της με αριθ. 872/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), η δε κρινόμενη από 1-7-2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/4-7-2022 της γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της  (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, αφού σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της άσκησής της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίζεται ότι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2019 και 2020, ναυτολογήθηκε, σε εκτέλεση αντίστοιχων συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου,  στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Θ.», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, με την ειδικότητα του ναύτη, αντί μηνιαίων αποδοχών σύμφωνων με την οικεία κάθε φορά Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και σε περίπτωση έλλειψης ισχύουσας τέτοιας ΣΣΕ, από την τελευταία ισχύσασα μέχρι να συναφθεί νέα, απασχολούμενος καθημερινά επί δεκατρείς ώρες. Ζητεί δε, μετά τον παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295 παρ. 1 εδ. β, 297 Κ.Πολ.Δ), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.309,56 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές και Κυριακές και για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020 και να αναγνωριστεί ότι αυτή υποχρεούται ακόμη να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 9.857,24 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών, για διαφορά δώρου Πάσχα έτους 2019 και για πρόσθετη αμοιβή 48,25 δρομολογίων εξπρές που  αναγνώρισε ότι του οφείλει με τους αναφερόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που εξέδωσε, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 28-9-2020, ημερομηνία της τελευταίας απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικαλούμενος κύρια τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του, άλλως «ειθισμένο» μισθό του, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού για την περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς το αναγνωριστικό σκέλος της, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της από σύμβαση, κρίνοντας ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του ο ενάγων απασχολούνταν κατά μέσον όρο επί δώδεκα ώρες ημερησίως, δηλαδή ότι εργαζόταν υπερωριακά κατά μέσον όρο επί τέσσερις ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και επί δώδεκα ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, πλην των ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέστηκε μέρος των δρομολογίων, οπότε δεν υπήρχε ανάγκη να εργαστεί πέραν του οκταώρου και α) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020 και αναλογία δώρων εορτών Πάσχα 2020 το συνολικό ποσό των 11.337,22 ευρώ, με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 5.000,00 ευρώ και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (28-9-2020) έως την εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των 642,43 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από 1-1-2021 και β) αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, δώρο Πάσχα 2019 και πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές υπόλοιπο ποσό 4.573,05 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της 28-9-2020 έως την εξόφληση, ενώ καταδίκασε την εναγόμενη και στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 550,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια της εκκαλουμένης, να απορριφθεί στο σύνολό της.

4. Από την υπ’ αριθ. …/15-11-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος . ……….. ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά . ……, η οποία δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγόμενης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …./9-11-2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και την υπ’ αριθ. …../15-11-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …../10-11-2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………..), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσης του κάθε μάρτυρα, καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα εάν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Θ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κ.ο.χ. 4945,95 και του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κάτοχου του υπό στοιχεία …………… ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 7-1-2019 έως 29-10-2019, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης, από 12-12-2019 έως 3-5-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας «λόγω αδείας έως 31-5-2020» και από 1-6-2020 έως 28-9-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας «αμοιβαία συναινέσει».

5. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019), οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορά ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για την μέχρι οκτώ ωρών εργασία την ημέρα αυτή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του υπηρεσίας, με την έννοια ότι  εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή (αμειβόμενη ως υπερωριακή εργασία των καθημερινών) είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής. Εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται επίσης και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ήτοι την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, τη 15η Αυγούστου, τη 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από τα σχετικά άρθρα της οικείας ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 της ίδιας ΣΣΝΕ, προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5), η δε  υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται, ομοίως, κατ’ άρθρο 13 παρ. 1, προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 παρ. 2). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος ναυτικού οι μηνιαίες αποδοχές του καθορίζονταν από την άνω ΣΣΝΕ και επομένως ανέρχονταν σε 1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας, πλέον 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, πλέον 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, πλέον 599,40 αντίτιμο τροφής {19,98 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) Χ 30= 599,40 ευρώ}, πλέον 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (μισθός ενέργειας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ Χ 22 / 30 Χ 5 ημέρες (άρθρο 15). Στις τακτικές αποδοχές αυτές, συνολικού ύψους 2.539,81 ευρώ, πρέπει να συνυπολογιστεί και η αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, για την οποία το προβλεπόμενο ωρομίσθιο διαμορφώνεται αντίστοιχα στα ποσά των 8,70 ευρώ για τις καθημερινές και Κυριακές και των 10,44 ευρώ για τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρο 13) και με βάση τις τακτικές αποδοχές αυτές πρέπει να υπολογιστεί και η αιτούμενη πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές.

6. Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960, Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.8.1960), που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων και στον οποίο καθορίζονται τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν_των καθηκόντων των», κατά δε το άρθρο 63, «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητας του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 137 του ως άνω Κανονισμού: «1. Το προσωπικόν Καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολιάν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος. Εις ην περίπτωσιν υπηρετούν πλείονες του ενός, τα καθήκοντα αυτών ορίζονται υπό του Πλοιάρχου, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. -Κατά τον κατάπλουν και_την αγκυροβολιάν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολιάν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. 3. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ».

7. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο της εναγόμενης εκτελούσε τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους απ’ αυτήν πίνακες δρομολογίων και την από 31-10-2018 ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης του άνω πλοίου κατά τις περιόδους των ετών 2018 – 2019, στην (δρομολογιακή) γραμμή Ραφήνας – Κυκλάδων, με λιμάνι αφετηρίας, σύμφωνα με τους άνω πίνακες, το λιμάνι της Μυκόνου, αφού τα καθημερινά  δρομολόγια τα οποία εκτελούσε, κατά κύριο, λόγο άρχιζαν ώρα 07.35,  με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι της Μυκόνου ως λιμάνι αφετηρίας προς  τα λιμάνια Τήνου, Άνδρου και Ραφήνας και επιστροφή από τα ίδια λιμάνια, έληγαν δε, μετά την εκτέλεση του δρομολογίου με τον κατάπλου του πλοίου περί ώρα 22.10 στο λιμάνι αφετηρίας της Μυκόνου (άρθρο 1 του π.δ. 814/1974), όπου και διανυκτέρευε και αναπαυόταν το πλήρωμα από την ώρα κατάπλου (22.10) έως την έναρξη της προετοιμασίας για τον απόπλου (ώρα 7.20), ήτοι για πλέον των οκτώ ωρών, ενώ αντίστοιχα η παραμονή του πλοίου στο λιμάνι προορισμού (Ραφήνας) δεν ξεπερνούσε τις έξι ώρες. Μάλιστα η έναρξη ορισμένων δρομολογίων από το λιμάνι της Ραφήνας, σε όσες περιπτώσεις συνέβη, οφειλόταν στην επέκταση του δρομολογίου με την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι της Μυκόνου προς τη Ραφήνα και σε συχνότητα τέτοια που δεν μπορεί να προσδώσει στο τελευταίο λιμάνι τον χαρακτήρα του λιμανιού αφετηρίας για τα δρομολόγια του πλοίου της εναγόμενης κατά τον επίδικο χρόνο, αφού, σύμφωνα με τους άνω πίνακες, υπήρξαν χρονικοί περίοδοι όπου είτε δεν υπήρξε καθόλου  η ως άνω επέκταση,  είτε είχε προγραμματιστεί για μια φορά την εβδομάδα, είτε συνέπιπταν σε εορταστικές περιόδους προς εξυπηρέτηση της αυξημένης κίνησης επιβατών από το λιμάνι της Ραφήνας. Συγκεκριμένα, το πλοίο, κατά τη χειμερινή περίοδο (από Ιανουάριο μέχρι Μάιο και από Οκτώβριο μέχρι Δεκέμβριο κάθε έτους), απέπλεε καθημερινά (από Δευτέρα έως και Παρασκευή), από το λιμάνι της Μυκόνου στις 07.35 π.μ. και κατέπλεε στη Ραφήνα στις 12.15 μ.μ., έχοντας προσεγγίσει ενδιάμεσα τα λιμάνια της Τήνου και της Άνδρου. Ακολούθως, απέπλεε από τη Ραφήνα στις 17.30 μ.μ. για την επιστροφή του στη Μύκονο, όπου κατέπλεε στις 22.10 μ.μ, έχοντας προσεγγίσει ενδιάμεσα, αντίστροφα, τα ανωτέρω λιμάνια της Άνδρου και της Τήνου. Τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής ξεκινούσε τα δρομολόγια του από τη Μύκονο στις 12.00 μ. και στις 12.45, αντίστοιχα και επέστρεφε στη Μύκονο στις 22.10 μ.μ. και 22.40 μ.μ., αντίστοιχα, εκτελώντας το δρομολόγιο που αναφέρεται και ανωτέρω. Κατά τη θερινή περίοδο (και κάποιες μεμονωμένες ημέρες κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους), από Δευτέρα έως και Πέμπτη το άνω πλοίο εκτελούσε ακριβώς τα ίδια δρομολόγιά με τη χειμερινή περίοδο. Τις Παρασκευές, όμως, που έκανε και πάλι το ίδιο ως άνω δρομολόγιο, με τις ίδιες ως άνω ενδιάμεσες προσεγγίσεις (αναχ. 07.30 από Μύκονο, άφ. 12.15 Ραφήνα, αναχ. 17.30 από Ραφήνα, άφ. 22.10 στη Μύκονο), το πλοίο μετά τον τελικό κατάπλου του στη Μύκονο, απέπλεε εκ νέου στις 22.30 για Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 02.30, χωρίς ενδιάμεση προσέγγιση, ώστε το πρωί του Σαββάτου να φορτώσει επιβάτες και οχήματα από το λιμάνι αυτό με προορισμό τα νησιά. Έτσι, την καλοκαιρινή περίοδο, τις ημέρες του Σαββάτου απέπλεε από Ραφήνα στις 07.00 π.μ. για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, εν συνεχεία απέπλεε από Μύκονο στις 12.00 μ. για Τήνο, Άνδρο, Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 16.40 μ.μ. και πάλι απέπλεε από Ραφήνα στις 17.30 μ.μ. και επέστρεφε στη Μύκονο στις 22.10 το βράδυ. Τέλος, τις ημέρες της Κυριακής απέπλεε από Μύκονο στις 12.00 μ.μ. για Τήνο, Άνδρο, Ραφήνα όπου κατέπλεε στις 16.40 μ.μ, ακολούθως απέπλεε από Ραφήνα στις 17.30 μ.μ. για Άνδρο και επιστροφή Ραφήνα και στη συνέχεια απέπλεε από τη Ραφήνα στις 22.45 μ.μ. για την επιστροφή του στη Μύκονο στις 02.30, με ενδιάμεση προσέγγιση μόνο στο λιμάνι της Τήνου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το άνω πλοίο ξεκίνησε τα άνω δρομολόγιά του στις 11-1-2019 (και όχι στις 7-1-2019, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων), ενώ μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν εκτέλεσε κανένα δρομολόγιο. Δεν εκτέλεσε καθόλου δρομολόγια τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές 15.1.2019, 25.1.2019, 05.02.2019, 13.2.2019, 14.2.2019, 15.2.2019, 24.2.2019, 25.2.2019, 29.3.2019, 24.09.2019, 22.12.2019, 29.12.2019, 30.12.2019, 2.1.2020, 6.1.2020 (αργία), 7.1.2020, 8.1.2020, 18.2.2020, 16.3.2020, 25.3.2020 (αργία), 29.3.2020, 5.4.2020, 12.4.2020, 15.04.2020, 20.4.2020 (αργία), 26.4.2020, 1.5.2020 (αργία), 3.5.2020, 6.7.2020, 7.7.2020, 8.7.2020 και 9.7.2020, ενώ τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές 3.1.2020, 30.3.2020, 1.4.2020, 3.4.2020. 6.4.2020, 10.4.2020, 13.4.2020, 16.4.2020, 21.4.2020, 23.4.2020 (αργία), 27.4.2020, 29.4.2020 και 10.7.2020 δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιό του τις πρωινές ώρες. Επίσης, τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές 21.3.2019, 15.3.2020, 31.3.2020, 2.4.2020, 7.4.2020, 9.4.2020, 14.4.2020, 17.4.2020 (αργία), 22.4.2020, 28.4.2020 και 5.7.2020, δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιό του τις απογευματινές ώρες. Τα Σάββατα 23.2.2019, 30.3.2019, 14.9.2019 (αργία), 14.12.2019, 28.3.2020 και 18.4.2020 δεν εκτέλεσε τα προγραμματισμένα του δρομολόγια. Το δε Σάββατο 13.6.2020, δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τις πρωινές ώρες, ενώ τα Σάββατα 4.4.2020, 11.4.2020, 25.4.2020, 2.5.2020 δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τις απογευματινές ώρες.

8. Με βάση όλα τα παραπάνω και ιδίως τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο άνω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, οι οποίες δεν μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, την ειδικότητα και τα συνυφασμένα με αυτήν καθήκοντα του ενάγοντος ναυτικού, ο οποίος εκτελούσε μόνιμα καθήκοντα ναύτη «ντεημάνη», δηλαδή ναύτη ημέρας, που συμμετείχε στη φόρτωση των γκαράζ του πλοίου, καθοδηγώντας τα οχήματα που φορτώνονταν τόσο κατά τον απόπλου, όσο και στα ενδιάμεσα λιμάνια και στο λιμάνι προορισμού, ευρισκόταν σε ετοιμότητα (stand by) πριν τον κατάπλου και τη φόρτωση σε κάθε λιμάνι, η οποία ξεκινούσε από το λιμάνι της Μυκόνου μια ώρα πριν τον απόπλου και από το λιμάνι της Ραφήνας δύο ώρες πριν τον απόπλου και συμμετείχε στις εργασίες καθαριότητας του γκαράζ και των καταστρωμάτων του πλοίου, καθώς και σε έκτακτες εργασίες συντήρησης που απαιτούνταν κατά τη διάρκεια των δρομολογίων και μετά την άφιξη στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, έχοντας ενδιάμεσα στη διάθεσή του δίωρη περίπου διακοπή για ανάπαυση και φαγητό, κρίνεται ότι ο ενάγων, για να ανταποκριθεί στα ως άνω καθήκοντά του, των οποίων η καθημερινή διάρκεια δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και της εξυπηρέτησης της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής, εργαζόταν, κατ’ εντολή των προϊσταμένων του και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του και συγκεκριμένα κατά μέσον όρο επί δώδεκα ώρες ημερησίως καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, πλην των ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέστηκε μέρος των δρομολογίων, οπότε δεν υπήρχε ανάγκη να εργαστεί πέραν του οκταώρου του και επομένως παρείχε κατά τις καθημερινές και Κυριακές αντίστοιχα τέσσερις ώρες υπερωριακή εργασία, τα δε Σάββατα και τις αργίες δώδεκα ώρες,  κρινόμενου, ενόψει των προεκτεθέντων, του αγωγικού ισχυρισμού περί ημερήσιας εργασίας δεκατριών ωρών ως υπερβολικού και αβάσιμου για το πέραν των ως άνω ωρών επί πλέον της καθημερινής απασχόλησης σκέλος του, όπως αντίστοιχα και του ισχυρισμού της εναγόμενης  που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά κανόνα το οκτάωρό του. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου περί των ωρών απασχόλησης του ενάγοντος ναυτικού στηρίζεται στην  προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος συνυπηρέτησε μαζί του στο πλοίο της εναγόμενης με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, χωρίς το γεγονός αυτό και η από μέρους του διεκδίκηση όμοιων αξιώσεων να τον καθιστά αναξιόπιστο (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Εφ.Πατρ. 698/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνεκτιμημένου προς τούτο και ότι οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας, πλην των συναδέλφων του ενάγοντος που συνυπηρέτησαν στο ίδιο πλοίο με αυτόν, θα στερείτο της δυνατότητας να έχει προσωπική και άμεση αντίληψη για όσα καταθέτει σχετικά, εξάλλου και η εναγόμενη προσκομίζει προς αντίκρουση της αγωγής ένορκη βεβαίωση ναυτικού που υπηρετεί κατά το χρόνο που καταθέτει στο πλοίο και έχει επομένως εργασιακή σχέση με την πλοιοκτήτρια εταιρία, χωρίς αυτό να τον καθιστά λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστο από το μάρτυρα του ενάγοντος. Προκειμένου να  σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση περί των ανωτέρω το Δικαστήριο συνεκτιμά και την προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ανταπόδειξης (ναυκλήρου, ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο), σταθμίζοντας αυτήν κατά το βαθμό γνώσης και αξιοπιστίας του άνω μάρτυρος που τελεί σε σχέση εργασιακής εξάρτησης από την εναγόμενη, σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος καταστρώματος, σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ανταπόδειξης, κατά την οποία στο πλοίο υπηρετούσαν συνολικά οκτώ ναύτες, εκ των οποίων οι έξι εργάζονταν σε βάρδιες και οι δυο ήταν ημερήσιοι ναύτες – ντεημάνιδες (η οργανική σύνθεση πληρώματος του πλοίου δεν προσκομίζεται από την εναγόμενη) δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 328/2023, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), ενώ και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω αποδείξεων ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 Α.Κ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο άνω πλοίο καθ’ όλα τα επίδικα χρονικά διαστήματα, πλην των ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελέσθηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέσθηκε μέρος των δρομολογίων, κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή ότι εργαζόταν υπερωριακά κατά μέσον όρο κατά 4 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και κατά 12 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.),  ορθά  το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και θα πρέπει ο περί του αντιθέτου ως άνω, πρώτος  λόγος της κρινόμενης έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Να σημειωθεί εδώ ότι, εκτός από τις ώρες υπερωριακής εργασίας, η εναγόμενη δεν αμφισβητεί και δεν προσβάλλει με λόγο έφεσης το μαθηματικό υπολογισμό της υπερωριακής εργασίας από την εκκαλουμένη, τον αριθμό των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, κατά τις οποίες εκτελέστηκαν δρομολόγια από το πλοίο, το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε ώρα υπερωρίας και τα ποσά που έγινε δεκτό ότι έλαβε έναντι ο ενάγων. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, για την υπερωριακή εργασία του επί 82 Σάββατα και αργίες των επίδικων περιόδων ναυτολόγησής του (από 7-1-2019 έως 29-10-2019, από 12-12-2019 έως 3-5-2020 και από 1-6-2020 έως 28-9-2020) δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των (82 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες = 984 ώρες Χ 10,44 ευρώ / ώρα) 10.272,96 ευρώ και για την υπερωριακή εργασία του επί 406 καθημερινές και Κυριακές των ιδίων χρονικών περιόδων δικαιούται το ποσό των (406 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες = 1.624 ώρες Χ 8,7 ευρώ / ώρα) 14.128,80 ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε 8.720,91 και 5.141,70 ευρώ αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη λογαριασμούς μισθοδοσίας του και συνεπώς απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο (1.552,05 + 8.987,10) 10.539,15 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε το ίδιο ποσό ως οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

9. Περαιτέρω, με βάση τις ανωτέρω ώρες υπερωριακής εργασίας και την αντίστοιχη ανωτέρω αμοιβή που δικαιούται ο ενάγων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά υπολόγισε τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τις άνω μη αμφισβητούμενες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καθώς και το μέσο όρο της αμοιβής του για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες, ο οποίος ανέρχεται στο ποσό των 1.500,00 ευρώ (10.272,96 ευρώ + 14.128,80 ευρώ συνολική αμοιβή υπερωριακής εργασίας : 488 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά τα έτη 2019 και 2020 Χ 30), χωρίς να συνυπολογίσει την αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, μη καταβαλλόμενη σταθερά και μόνιμα, όπως προκύπτει από τους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 57/2015, Εφ.Πειρ. 673/2015, Εφ.Πειρ. 630/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Όπως, δε, η εκκαλουμένη απόφαση ορθά υπολόγισε (και δεν εκκαλείται ως προς το μαθηματικό υπολογισμό αυτό), ο ενάγων δικαιούταν  αντίστοιχα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2019, τα ποσά των 11.918,90 ευρώ και 3.435,45 ευρώ  αντίστοιχα και για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2020, τα ποσά των 2.019,90 και 2.091,00 ευρώ αντίστοιχα και μετ’ αφαίρεση των ποσών των 1.237,20, 2.524,64, 1.223,02 και 1.448,57 ευρώ που έλαβε αντίστοιχα για τις άνω αιτίες, δικαιούται υπόλοιπο 681,70 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2019, 910,81 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2019, 796,88 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2020 και 642,43 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2020. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της.

10. Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού «περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων», ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες.

11. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων επικαλέστηκε με την αγωγή του ότι το άνω πλοίο (Θ), κατά το χρονικό διάστημα των άνω ναυτολογήσεών του με αφετηρία το λιμάνι της Μυκόνου και στις αναφερόμενες ειδικότερα ημερομηνίες, εκτελούσε άνω των πέντε προγραμματισμένων κυκλικών δρομολογίων ανά εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες έκαστο και ζήτησε να του επιδικαστεί πρόσθετη αμοιβή για 48,25 εξπρές δρομολόγια, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 της άνω ΣΣΝΕ, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παρ. 4 και 7α του ιδίου άρθρου. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε (χωρίς να αμφισβητείται από την εναγόμενη) ότι, κατά τα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο εκτέλεσε τα άνω επικαλούμενα από τον ενάγοντα εξπρές δρομολόγια, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή συνολικού ποσού 6.497,34 ευρώ και ότι, μετ’ αφαίρεση του ποσού των 4.158,04 ευρώ που έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει υπόλοιπο 2.339,30 ευρώ. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αυτής αμοιβής και συγκεκριμένα για εσφαλμένο συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος του μέσου όρου αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ποσού 1.500,00 ευρώ, την οποία αυτός δεν δικαιούται. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά (σκέψεις 6, 7, 8), αποδεικνύεται η βασιμότητα του άνω ποσού μέσου όρου αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που δέχθηκε η εκκαλουμένη για τις επίδικες χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του. Επομένως, οι πάγια και σταθερά καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται σε 4.039,81 ευρώ, ήτοι 1204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 επίδομα  Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 433,95 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας + 1.500,00 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας. Συνολικά, ο ενάγων δικαιούται για την άνω αιτία (4.039,81 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές / 30 = 134,66 ευρώ ανά δρομολόγιο εξπρές Χ 48,25 εξπρές δρομολόγια) 6.497,34 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 4.158,04 ευρώ (όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους), απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 339,30 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε το ίδιο ποσό ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, ορθά το νόμο (άρθρο 33 παρ. 7 της άνω ΣΣΝΕ) ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

12. Κατόπιν όλων αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 1-7-2022 και με ΓΑΚ … και Ε.Α.Κ. …../4-7-2022 έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 106, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 1-7-2022 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/4-7-2022 έφεση κατά της με αριθ. 872/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών – ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών). Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ