Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 407/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     407/2023

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Κουντούρη, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «……….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …..

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Βασιλείου Ρεγκούτα.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28-12-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. ……/30-12-2020 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 870/2022 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η εναγόμενη με την από 1-7-2022 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …./4-7-2022 έφεσή της, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η υπό κρίση από 1-7-2022 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./4-7-2022 έφεση κατά της με αριθ. 870/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 28-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/30-12-2020 αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη την 8-9-2022 (βλ. τη σχετική από 8-9-2022 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της με αριθ. 870/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), η δε κρινόμενη από 1-7-2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./4-7-2022 της γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της  (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, αφού σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της άσκησής της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίζεται ότι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2019 και 2020, ναυτολογήθηκε στη Ραφήνα, σε εκτέλεση αντίστοιχων συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν στον Πειραιά,  στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Θ.», πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρίας, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί μηνιαίων αποδοχών σύμφωνων με την οικεία κάθε φορά Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και σε περίπτωση έλλειψης ισχύουσας τέτοιας ΣΣΕ, από την τελευταία ισχύσασα μέχρι να συναφθεί νέα, απασχολούμενος καθημερινά επί δεκατέσσερις ώρες. Ζητεί δε, μετά τον παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό ως προς όλα τα αγωγικά κονδύλια κατά ποσοστό 2/5 (παραμένοντος καταψηφιστικού του υπολοίπου ποσοστού των 3/5 εκάστου κονδυλίου) με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 295 παρ. 1 εδ. β, 297 Κ.Πολ.Δ), να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει, με βάση τη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που αναγνωρίζει ως  εφαρμοστέα από 1-1-2019, καταβάλλοντάς του έκτοτε διαφορές αναδρομικών σε σχέση με τις τιμές της αντίστοιχης ΣΣΝΕ έτους 2018, το συνολικό ποσό των 18.939,51 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020 και για πρόσθετη αμοιβή 52,25 δρομολογίων εξπρές που αναγνωρίζει ότι του οφείλει στους αναφερόμενους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται ακόμη να του καταβάλει για τις ίδιες αιτίες υπόλοιπο ποσό 12.626,34 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 12-10-2020, ημερομηνία της τελευταίας απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικαλούμενος κύρια τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του, άλλως «ειθισμένο» μισθό του, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού για την περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης ναυτικής εργασίας του.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς το αναγνωριστικό σκέλος της, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της από σύμβαση, κρίνοντας ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του ο ενάγων απασχολούνταν κατά μέσον όρο επί δώδεκα ώρες ημερησίως, δηλαδή ότι εργαζόταν υπερωριακά κατά μέσον όρο επί τέσσερις ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και επί δώδεκα ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, πλην των ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέστηκε μέρος των δρομολογίων, οπότε δεν υπήρχε ανάγκη να εργαστεί πέραν του οκταώρου και α) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, με βάση τις προβλεπόμενες αμοιβές από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019, για υπερωρίες καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020 και για πρόσθετη αμοιβή 52,25 δρομολογίων εξπρές το συνολικό ποσό των 14.997,10 ευρώ, με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 7.000,00 ευρώ και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (12-10-2020) έως την εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των 819,24 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από 1-1-2021 και β) αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2020 και για πρόσθετη αμοιβή των άνω δρομολογίων εξπρές υπόλοιπο ποσό 912,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της 12-10-2020 έως την εξόφληση και καταδίκασε την εναγόμενη και στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 550,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια της εκκαλουμένης, να απορριφθεί στο σύνολό της.

4. Από την υπ’ αριθ. …./15-10-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Λευκίμης Κέρκυρας ……., η οποία δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγόμενης κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …../9-11-2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ….), των υπ’ αριθ. … και …./15-11-2021 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……./10-11-2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσης του κάθε μάρτυρα, καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα εάν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Θ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κ.ο.χ. 4945,95 και του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κάτοχου του υπό στοιχεία ……. ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 21-2-2019 έως 29-10-2019, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης, από 20-2-2020 έως 3-8-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας «λόγω αδείας έως 23-8-2020» και από 24-8-2020 έως 12-10-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας «λόγω ετήσιας επιθεώρησης», τα οποία συνομολογούνται.

5. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019), οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορά ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για την μέχρι οκτώ ωρών εργασία την ημέρα αυτή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους του υπηρεσίας, με την έννοια ότι  εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή (αμειβόμενη ως υπερωριακή εργασία των καθημερινών) είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής. Εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται επίσης και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ήτοι την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, τη 15η Αυγούστου, τη 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από τα σχετικά άρθρα της οικείας ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 της ίδιας ΣΣΝΕ, προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5), η δε  υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό εξευρίσκεται, ομοίως, κατ’ άρθρο 13 παρ. 1, προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 παρ. 2). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνομολογείται από την εναγόμενη, καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος ναυτικού οι μηνιαίες αποδοχές του καθορίζονταν από την άνω ΣΣΝΕ και επομένως ανέρχονταν σε 1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας, πλέον 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, πλέον 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, πλέον 599,40 αντίτιμο τροφής {19,98 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) Χ 30= 599,40 ευρώ}, πλέον 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (μισθός ενέργειας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ Χ 22 / 30 Χ 5 ημέρες (άρθρο 15). Στις τακτικές αποδοχές αυτές, συνολικού ύψους 2.539,81 ευρώ, πρέπει να συνυπολογιστεί και η αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης, για την οποία το προβλεπόμενο ωρομίσθιο διαμορφώνεται αντίστοιχα στα ποσά των 8,70 ευρώ για τις καθημερινές και Κυριακές και των 10,44 ευρώ για τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρο 13). Με βάση δε τις τακτικές αποδοχές αυτές πρέπει να υπολογιστεί και η αιτούμενη πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές.

6. Σύμφωνα με τα άρθρα 116, 117 και 118 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960, Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.8.1960), που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων και στα οποία καθορίζονται τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των θαλαμηπόλων «Άρθρο 116. Οι θαλαμηπόλοι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως εις ην ανήκουσι και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του», «άρθρο 117. Ειδικά καθήκοντα. Ειδικώτερον οι θαλαμηπόλοι: α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος, καλής συντηρήσεως και ευπρεπείας των ανατιθεμένων αυτοίς ενδιαιτημάτων των θέσεων. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί, ευπρεπείς εν γένει την εμφάνισιν και ευγενείς την συμπεριφοράν, να φέρωσι δε ένδον διαρκώς και ευπρεπώς την εκάστοτε κατά τας περιστάσεις οριζομένην στολήν. γ) καταβάλλουσι ιδιαιτέραν μέριμναν, όπως εξυπηρετώσι αδιαλείπως τους επιβάτας και παρέχωσιν εις αυτούς πάσαν δυνατήν περιποίησιν και άνεσιν μετά προθυμίας και ταχύτητος και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. δ) εκτελούσι φυλακάς αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελουμένου δρομολογίου. ε) αναφέρουσι αμέσως εις τον Αρχιθαλαμηπόλον πάσαν ανωμαλίαν ή οιονδήποτε έκτακτον γεγονός» και «άρθρο 118. 1. Οι θαλαμηπόλοι, αναλόγως της εκτελουμένης παρ’ αυτών ειδικής εργασίας, διακρίνονται εις θαλαμηπόλους α) ενδιαιτημάτων β) εστιατορίων και γ) κυλικείων. 2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό Επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό Επικούρων, επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου, εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των».

7. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο της εναγόμενης εκτελούσε τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους πίνακες δρομολογίων και την από 31-10-2018 και με αριθ. πρωτ. ……………/2018 ανακοίνωση δήλωσης τακτικής δρομολόγησης του άνω πλοίου περιόδου 2018 – 2019, στην (δρομολογιακή) γραμμή Ραφήνας – Κυκλάδων, με λιμάνι αφετηρίας, σύμφωνα με τους άνω πίνακες, το λιμάνι της Μυκόνου, αφού τα καθημερινά  δρομολόγια τα οποία εκτελούσε, κατά κύριο, λόγο άρχιζαν ώρα 07.35,  με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι της Μυκόνου ως λιμάνι αφετηρίας προς  τα λιμάνια Τήνου, Άνδρου και Ραφήνας και επιστροφή από τα ίδια λιμάνια, έληγαν δε, μετά την εκτέλεση του δρομολογίου με τον κατάπλου του πλοίου περί ώρα 22.10 στο λιμάνι αφετηρίας της Μυκόνου (άρθρο 1 του π.δ. 814/1974), όπου και διανυκτέρευε και αναπαυόταν το πλήρωμα από την ώρα κατάπλου (22.10) έως την έναρξη της προετοιμασίας για τον απόπλου (ώρα 7.20), ήτοι για πλέον των οκτώ ωρών, ενώ αντίστοιχα η παραμονή του πλοίου στο λιμάνι προορισμού (Ραφήνας) δεν ξεπερνούσε τις έξι ώρες. Μάλιστα η έναρξη ορισμένων δρομολογίων από το λιμάνι της Ραφήνας, σε όσες περιπτώσεις συνέβη, οφειλόταν στην επέκταση του δρομολογίου με την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι της Μυκόνου προς τη Ραφήνα και σε συχνότητα τέτοια που δεν μπορεί να προσδώσει στο τελευταίο λιμάνι τον χαρακτήρα του λιμανιού αφετηρίας για τα δρομολόγια του πλοίου της εναγόμενης κατά τον επίδικο χρόνο, αφού, σύμφωνα με τους άνω πίνακες, υπήρξαν χρονικοί περίοδοι όπου είτε δεν υπήρξε καθόλου  η ως άνω επέκταση,  είτε είχε προγραμματιστεί για μια φορά την εβδομάδα, είτε συνέπιπταν σε εορταστικές περιόδους προς εξυπηρέτηση της αυξημένης κίνησης επιβατών από το λιμάνι της Ραφήνας. Συγκεκριμένα, το πλοίο, κατά τη χειμερινή περίοδο (από Ιανουάριο μέχρι Μάιο και από Οκτώβριο μέχρι Δεκέμβριο κάθε έτους), απέπλεε καθημερινά (από Δευτέρα έως και Παρασκευή), από το λιμάνι της Μυκόνου στις 07.35 π.μ. και κατέπλεε στη Ραφήνα στις 12.10 μ.μ., έχοντας προσεγγίσει ενδιάμεσα τα λιμάνια της Τήνου και της Άνδρου. Ακολούθως, απέπλεε από τη Ραφήνα στις 17.30 μ.μ. για την επιστροφή του στη Μύκονο, όπου κατέπλεε στις 22.10 μ.μ, έχοντας προσεγγίσει ενδιάμεσα, αντίστροφα, τα ανωτέρω λιμάνια της Άνδρου και της Τήνου. Τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής ξεκινούσε τα δρομολόγια του από τη Μύκονο στις 12.00 μμ και στις 12.45 μμ, αντίστοιχα και επέστρεφε στη Μύκονο στις 22.10 μ.μ. και 22.40 μ.μ., αντίστοιχα, εκτελώντας το δρομολόγιο που αναφέρεται και ανωτέρω. Κατά τη θερινή περίοδο (και κάποιες μεμονωμένες ημέρες κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους), από Δευτέρα έως και Πέμπτη το άνω πλοίο εκτελούσε ακριβώς τα ίδια δρομολόγιά με τη χειμερινή περίοδο. Τις Παρασκευές, όμως, που έκανε και πάλι το ίδιο ως άνω δρομολόγιο, με τις ίδιες ως άνω ενδιάμεσες προσεγγίσεις (αναχ. 07.30 από Μύκονο, άφ. 12.15 Ραφήνα, αναχ. 17.30 από Ραφήνα, άφ. 22.10 στη Μύκονο), το πλοίο μετά τον τελικό κατάπλου του στη Μύκονο, απέπλεε εκ νέου στις 22.30 για Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 02.30, χωρίς ενδιάμεση προσέγγιση, ώστε το πρωί του Σαββάτου να φορτώσει επιβάτες και οχήματα από το λιμάνι αυτό με προορισμό τα νησιά. Έτσι, την καλοκαιρινή περίοδο, τις ημέρες του Σαββάτου απέπλεε από Ραφήνα στις 07.00 π.μ. για Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, εν συνεχεία απέπλεε από Μύκονο στις 12.00 μμ για Τήνο, Άνδρο, Ραφήνα, όπου κατέπλεε στις 16.40 μ.μ. και πάλι απέπλεε από Ραφήνα στις 17.30 μ.μ. και επέστρεφε στη Μύκονο στις 22.10 το βράδυ. Τέλος, τις ημέρες της Κυριακής απέπλεε από Μύκονο στις 12.00 μ.μ. για Τήνο, Άνδρο, Ραφήνα όπου κατέπλεε στις 16.40 μ.μ, ακολούθως απέπλεε από Ραφήνα στις 17.30 μ.μ. για Άνδρο και επιστροφή Ραφήνα και στη συνέχεια απέπλεε από τη Ραφήνα στις 22.45 μ.μ. για την επιστροφή του στη Μύκονο στις 02.30, με ενδιάμεση προσέγγιση μόνο στο λιμάνι της Τήνου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το άνω πλοίο δεν εκτέλεσε καθόλου δρομολόγια τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές 24.2.2019, 25.2.2019, 29.3.2019, 24.09.2019, 22.12.2019, 29.12.2019, 30.12.2019, 2.1.2020, 6.1.2020 (αργία), 7.1.2020, 8.1.2020, 18.2.2020, 16.3.2020, 25.3.2020 (αργία), 29.3.2020, 5.4.2020, 12.4.2020, 15.04.2020, 20.4.2020 (αργία), 26.4.2020, 1.5.2020 (αργία), 3.5.2020, 6.7.2020, 7.7.2020, 8.7.2020 και 9.7.2020, ενώ τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές 3.1.2020, 30.3.2020, 1.4.2020, 3.4.2020. 6.4.2020, 10.4.2020, 13.4.2020, 16.4.2020, 21.4.2020, 23.4.2020 (αργία), 27.4.2020, 29.4.2020 και 10.7.2020 δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιό του τις πρωινές ώρες. Επίσης, τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές 21.3.2019, 15.3.2020, 31.3.2020, 2.4.2020, 7.4.2020, 9.4.2020, 14.4.2020, 17.4.2020 (αργία), 22.4.2020, 28.4.2020 και 5.7.2020, δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιό του τις απογευματινές ώρες. Τα Σάββατα 23.2.2019, 30.3.2019, 14.9.2019 (αργία), 14.12.2019, 28.3.2020 και 18.4.2020 δεν εκτέλεσε τα προγραμματισμένα του δρομολόγια. Το δε Σάββατο 13.6.2020, δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τις πρωινές ώρες, ενώ τα Σάββατα 4.4.2020, 11.4.2020, 25.4.2020, 2.5.2020 δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο του τις απογευματινές ώρες.

8. Με βάση όλα τα παραπάνω και ιδίως τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο άνω πλοίο, ικανότητας μεταφοράς 1.154 επιβατών και 300 ΙΧΕ οχημάτων ή 70 φορτηγών οχημάτων, το οποίο δεν διέθετε καμπίνες επιβατών και εστιατόρια και ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, οι οποίες δεν μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, την ειδικότητα και τα συνυφασμένα με αυτήν καθήκοντα του ενάγοντος ναυτικού, ο οποίος, κατ’ εντολή του προϊσταμένου του αρχιθαλαμηπόλου, απασχολούνταν καθημερινά σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του και συγκεκριμένα ήταν θαλαμηπόλος γενικών καθηκόντων, επιφορτισμένος με την υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους στο πλοίο σε όλα τα λιμάνια προσέγγισης, την αναπλήρωση των υπηρετούντων στα μπαρ θαλαμηπόλων και την καθαριότητα (σκούπισμα, σφουγγάρισμα, περισυλλογή σκουπιδιών, κλπ) και τακτοποίηση και επίβλεψη των σαλονιών και διαδρόμων του πλοίου και παρουσία των επιβατών, ώστε να είναι πάντοτε οι χώροι αυτοί σε άψογη κατάσταση και να δημιουργούνται δικαίως στους επιβάτες καλές εντυπώσεις, κρίνεται ότι ο ενάγων, για να ανταποκριθεί στα ως άνω καθήκοντά του [που ξεκινούσαν μια περίπου ώρα πριν τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας, σταματούσαν μια περίπου ώρα μετά τη λήξη του εκάστοτε δρομολογίου και την αποβίβαση των επιβατών, πλην των Σαββάτων της θερινής περιόδου που σταματούσαν μιάμιση περίπου ώρα μετά τον απόπλου από Ραφήνα και των Κυριακών της ίδιας περιόδου που σταματούσαν μετά το πέρας του νόμιμου οκταώρου του ενάγοντος, χωρίς να έχουν ακριβώς καθορισμένη εκ των προτέρων καθημερινή διάρκεια, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και της εξυπηρέτησης της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής], εργαζόταν, κατ’ εντολή των προϊσταμένων του και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Συγκεκριμένα εργαζόταν κατά μέσον όρο επί δώδεκα ώρες ημερησίως καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, πλην των ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέστηκε μέρος των δρομολογίων, οπότε δεν υπήρχε ανάγκη να εργαστεί πέραν του οκταώρου του και επομένως παρείχε κατά τις καθημερινές και Κυριακές αντίστοιχα τέσσερις ώρες υπερωριακή εργασία, τα δε Σάββατα και τις αργίες δώδεκα ώρες,  κρινόμενου, ενόψει των προεκτεθέντων, του αγωγικού ισχυρισμού περί μέσης ημερήσιας εργασίας του δεκατεσσάρων ωρών ως υπερβολικού και αβάσιμου για το πέραν των ως άνω ωρών επί πλέον της καθημερινής απασχόλησης μέρος του, όπως αντίστοιχα και του ισχυρισμού της εναγόμενης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά κανόνα το οκτάωρό του. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου περί των ωρών απασχόλησης του ενάγοντος ναυτικού στηρίζεται ιδίως στην  προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος απόδειξης  …………., ο οποίος συνυπηρέτησε μαζί του στο πλοίο της εναγόμενης με την ειδικότητα του ναύτη κατά το μεγαλύτερο μέρος των επίδικων διαστημάτων ναυτολόγησής του, η οποία επιρρωνύεται από τη σταθερή καταβολή extra αμοιβών και αμοιβών υπερωριακής εργασίας του που προκύπτει από τους μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, χωρίς η διαφορετική ειδικότητά του και η από μέρους του διεκδίκηση όμοιων αξιώσεων να τον καθιστά αναξιόπιστο (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Εφ.Πατρ. 698/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνεκτιμημένου προς τούτο και ότι οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας, πλην των συναδέλφων του ενάγοντος που συνυπηρέτησαν επί μακρόν στο ίδιο πλοίο με αυτόν, θα στερείτο της δυνατότητας να έχει προσωπική και άμεση αντίληψη για όσα καταθέτει σχετικά. Εξάλλου και η εναγόμενη προσκομίζει προς αντίκρουση της αγωγής ένορκες βεβαιώσεις ναυτικών που υπηρετούν κατά το χρόνο που καταθέτουν στο πλοίο και έχουν επομένως εργασιακή σχέση με την πλοιοκτήτρια εταιρία, χωρίς αυτό να τους καθιστά λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστους από το μάρτυρα του ενάγοντος. Προκειμένου να  σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση περί των ανωτέρω το Δικαστήριο συνεκτιμά και τις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης ………………… (Προϊστάμενου Αρχιθαλαμηπόλου και Προϊστάμενου Οικονομικού Αξιωματικού αντίστοιχα στο άνω πλοίο, οι οποίοι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα κατά το μεγαλύτερο μέρος των επίδικων διαστημάτων ναυτολόγησής του), σταθμίζοντας αυτές κατά το βαθμό γνώσης και αξιοπιστίας των άνω μαρτύρων που τελούν σε σχέση εργασιακής εξάρτησης από την εναγόμενη, σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο, κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα, φέρεται να ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με τις ένορκες βεβαιώσεις των άνω μαρτύρων ανταπόδειξης [η οργανική σύνθεση πληρώματος του πλοίου δεν προσκομίζεται από την εναγόμενη προς επίρρωση των ένορκων αυτών βεβαιώσεων, βάσει των οποίων στο πλοίο υπηρετούσαν πάντοτε ως προσωπικό ενδιαιτημάτων ένας Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος και δυο επίκουροι, κατά τους θερινούς μήνες υπηρετούσαν οκτώ θαλαμηπόλοι και κατά τους θερινούς μήνες πέντε έως έξι θαλαμηπόλοι, από τους οποίους πέντε απασχολούνταν αποκλειστικά στα μπαρ του πλοίου (απ’ αυτούς ο ένας εκτελούσε και καθήκοντα σερβιτόρου στην πρώτη θέση), ένας απασχολούνταν στην εξυπηρέτηση των αξιωματικών του πλοίου και στον καθαρισμό των σαλονιών μετά το πέρας των δρομολογίων στο λιμάνι της Μυκόνου από τις 22:00 έως τις 22:30 – 23:00 και δυο (από τους οποίους ο ένας ήταν ο ενάγων) ήταν γενικών καθηκόντων και απασχολούνταν εναλλάξ στην επιβίβαση των επιβατών και στην αναπλήρωση των υπηρετούντων στα μπαρ θαλαμηπόλων κατά τη διάρκεια των βραδινών δρομολογίων] δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλειά του κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 328/2023, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), ενώ και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω αποδείξεων ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 Α.Κ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με παρόμοια αιτιολογία  δέχθηκε και αυτό ότι ο ενάγων εργαζόταν στο άνω πλοίο καθ’ όλα τα επίδικα χρονικά διαστήματα, πλην των ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελέσθηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέσθηκε μέρος των δρομολογίων, κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή ότι εργαζόταν υπερωριακά κατά μέσον όρο κατά 4 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και κατά 12 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες,  ορθά  το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και θα πρέπει ο περί του αντιθέτου ως άνω, πρώτος  λόγος της κρινόμενης έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, για την υπερωριακή εργασία του επί 62 Σάββατα και αργίες των επίδικων περιόδων ναυτολόγησής του (από 21-2-2019 έως 29-10-2019, από 20-2-2020 έως 3-8-2020 και από 24-8-2020 έως 12-10-2020) δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των (62 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες = 744 ώρες Χ 10,44 ευρώ / ώρα) 7.767,36 ευρώ και για την υπερωριακή εργασία του επί 298 καθημερινές και Κυριακές των ιδίων χρονικών περιόδων δικαιούται το ποσό των (298 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες = 1.192 ώρες Χ 8,7 ευρώ / ώρα) 10.370,40 ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε 7.248,62 και 2.061,90 ευρώ αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη λογαριασμούς μισθοδοσίας του και συνεπώς απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο (518,74 + 8.308,50) 8.827,24 ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, επιδικάζοντας το άνω ποσό των 518,74 ευρώ ως οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία Σαββάτων και αργιών, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Αντίθετα, επιδικάζοντας το ποσό των 9.456,90 ευρώ ως οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία 331 καθημερινών και Κυριακών, ενώ θα έπρεπε να υπολογίσει τη σχετική αμοιβή για υπερωριακή εργασία 298 καθημερινών και Κυριακών [ενόψει του ότι ο συνολικός αριθμός καθημερινών και Κυριακών εργασίας του ενάγοντος κατά τα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ανήλθε σε 352 ημέρες (7 το Φεβρουάριο 2019, 24 το Μάρτιο 2019, 24 τον Απρίλιο 2019, 26 το Μάιο 2019, 19 τον Ιούνιο 2019, 23 τον Ιούλιο 2019, 21 τον Αύγουστο 2019, 21 το Σεπτέμβριο 2019, 24 τον Οκτώβριο 2019, 8 το Φεβρουάριο 2020, 25 το Μάρτιο 2020, 23 τον Απρίλιο 2020, 24 το Μάιο 2020, 22 τον Ιούνιο 2020, 23  τον Ιούλιο 2020, 7 τον Αύγουστο 2020, 21 το Σεπτέμβριο 2020 και 10 τον Οκτώβριο 2020) και μετ’ αφαίρεση των 54 καθημερινών και Κυριακών κατά τις οποίες κρίθηκε ανωτέρω ότι δεν εκτελέστηκαν καθόλου δρομολόγια ή εκτελέστηκε μέρος των δρομολογίων οπότε δεν υπήρχε ανάγκη να εργαστεί ο ενάγων πέραν του οκταώρου του (ήτοι στις 24.2.2019, 25.2.2019, 29.3.2019, 24.09.2019, 16.3.2020, 29.3.2020, 5.4.2020, 12.4.2020, 15.4.2020, 26.4.2020, 3.5.2020, 10.5.2020, 11.5.2020, 17.5.2020, 18.5.2020, 24.5.2020, 25.5.2020, 27.5.2020, 6.7.2020, 7.7.2020, 8.7.2020 και 9.7.2020 κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε καθόλου δρομολόγια, στις 30.3.2020, 1.4.2020, 3.4.2020, 6.4.2020, 10.4.2020, 13.4.2020, 16.4.2020, 21.4.2020, 27.4.2020, 29.4.2020, 5.5.2020, 7.5.2020, 12.5.2020, 14.5.2020, 19.5.2020, 21.5.2020, 26.5.2020, 28.5.2020, 31.5.2020 και 10.7.2020 κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιό του τις πρωινές ώρες και στις 21.3.2019, 15.3.2020, 31.3.2020, 2.4.2020, 7.4.2020, 9.4.2020, 14.4.2020, 22.4.2020, 28.4.2020, 13.5.2020, 20.5.2020 και 5.7.2020 κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε το προγραμματισμένο δρομολόγιό του τις απογευματινές ώρες), απομένουν 298 καθημερινές και Κυριακές], έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και δη του αριθμού καθημερινών και Κυριακών επί του οποίου έπρεπε να υπολογίσει την αιτούμενη διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας, δεκτού γενομένου ως βάσιμου κατ’ ουσία του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγόμενης, κατά το σχετικό μέρος του.

9. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η άνω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, δεν συνυπολογίζονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά).

10. Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα συνυπολογιστούν το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας και, ο μέσος όρος της αμοιβής για υπερωριακή εργασία, ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη – εκκαλούσα. Δεν θα συνυπολογιστούν όμως στις τακτικές αποδοχές του, τα ποσά που του καταβλήθηκαν ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, καθώς από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του προκύπτει ότι δεν τα λάμβανε σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα και τα δρομολόγια εξπρές δεν πραγματοποιούνταν τακτικά, όπως δεν θα συνυπολογιστούν και τα ποσά που του καταβλήθηκαν ως δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αφού αυτά του καταβάλλονταν επ’ ευκαιρία των άνω εορτών και όχι τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσέφερε. Κατόπιν τούτων, οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε 3.924,31 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 επίδομα  Κυριακών + 599,40 ευρώ αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας {19,98 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) Χ 30= 599,40 ευρώ} + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ / 22 Χ 5 ημέρες + 99,90 ευρώ αντίτιμο τροφής 5 ημερών αδείας) + 1.384,50 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας {10.370,40 + 7.767,36=) 18.137,76 ευρώ / 393 ημέρες ναυτολόγησης = 46,15 ευρώ Χ 30 ημέρες = 1.384,50 ευρώ]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, δεδομένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος για 69 ημέρες (21-2-2019 έως 30-4-2019) : 3.924,31 ευρώ / 2 / 15 = 130,81 ευρώ Χ 8,62 οκταήμερα (69 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά το διάστημα από 1-1-2019 έως 30-4-2019 : 8) = 1.127,58 ευρώ και μετ’  αφαίρεση του συνολικού ποσού 756,10 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 371,48 ευρώ. Β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, δεδομένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος για 182 ημέρες (1-5-2019 έως 29-10-2019):  3.924,31 ευρώ / 25 Χ 2 = 313,94 ευρώ Χ 9,57 δεκαεννεαήμερα  (182 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2019 έως 29-10-2019 / 19) = 3.004,45 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 2.237,49 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 766,96 ευρώ. Γ) για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, δεδομένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος για 71 ημέρες (20-2-2020 έως 30-4-2020) : 3.924,31 ευρώ / 2 / 15 = 130,81 ευρώ Χ 8,87 οκταήμερα (71 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά το διάστημα από 1-1-2020 έως 30-4-2019 : 8) = 1.160,28 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 691,36 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 468,92 ευρώ. Και Δ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, δεδομένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιμου χρονικού διαστήματος για 145 ημέρες (1-5-2020 έως 3-8-2020):  3.924,31 ευρώ / 25 Χ 2 = 313,94 ευρώ Χ 7,63 δεκαεννεαήμερα  (145 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2020 έως 3-8-2020 / 19) = 2.395,36 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.532,82 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 862,54 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε μεγαλύτερα ποσά για αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2019 και 2020, συνυπολογίζοντας μεγαλύτερο ποσό μέσου όρου μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης της εναγόμενης (δεύτερος) να γίνει, εν μέρει, δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.

11. Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού «περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων», ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες.

12. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων επικαλέστηκε με την αγωγή του ότι το άνω πλοίο (Θ), κατά το χρονικό διάστημα των άνω ναυτολογήσεών του με αφετηρία το λιμάνι της Μυκόνου και στις αναφερόμενες ειδικότερα ημερομηνίες, εκτελούσε άνω των πέντε προγραμματισμένων κυκλικών δρομολογίων ανά εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες έκαστο και ζήτησε να του επιδικαστεί πρόσθετη αμοιβή για 52,25 εξπρές δρομολόγια, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 της άνω ΣΣΝΕ, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παρ. 4 και 7α του ιδίου άρθρου. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε (χωρίς να αμφισβητείται από την εναγόμενη) ότι, κατά τα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο εκτέλεσε τα άνω επικαλούμενα από τον ενάγοντα 52,25 εξπρές δρομολόγια. Ακόμα, κρίθηκε ότι για τα εξπρές δρομολόγια αυτά ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή συνολικού ποσού 6.987,39 ευρώ και ότι, μετ’ αφαίρεση του ποσού των 3.694,64 ευρώ που έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει υπόλοιπο 3.292,75 ευρώ. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αυτής αμοιβής, επειδή συνυπολογίστηκε εσφαλμένα στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του, ως μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας του, το ποσό των 1.472,10 ευρώ, το οποίο αυτός δεν δικαιούται. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσία, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά (σκέψεις 8, 9, 10, 11), αποδεικνύεται ότι ο μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε 1.384,50 ευρώ και όχι σε 1.472,10 ευρώ. Μετά ταύτα ο ενάγων δικαιούται για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές (3.924,31 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές / 30 = 130,81 ευρώ ανά δρομολόγιο εξπρές Χ 52,25 δρομολόγια εξπρές) 6.834,82 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 3.694,64 ευρώ (όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους), απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 140,18 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των (6.987,39 – 3.694,64) 3.292,75 ευρώ αντί του άνω ποσού των (6.834,82 – 3.694,64) 3.140,18 ευρώ που πράγματι του οφείλεται, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) τρίτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης.

13. Κατόπιν τούτων, το συνολικό ποσό που δικαιούται να αξιώσει ο ενάγων από την εναγόμενη με βάση την ένδικη αγωγή του ανέρχεται σε (518,74 + 8.308,50 + 371,48 + 766,96 + 468,92 + 862,54 + 3.140,18) 14.437,32 ευρώ. Ακολούθως, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της εναγόμενης ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι λόγοι της έφεσής της, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), στο οποίο αρμόδια (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 3Α’ Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958), η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655 Α.Κ, 53, 60, 64, 84 παρ. 1 ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της ΥΑ 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14-12-1981 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, και της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, χωρίς να είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, μετά τον προαναφερθέντα παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής πρωτοδίκως, καθόσον το καταψηφιστικό αίτημά της δεν υπερβαίνει πλέον το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με το άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αντικ. από το άρθρο 2 Ν. 3994/2011). Στη συνέχεια πρέπει να δικασθεί κατ’ ουσία η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία και Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.756,41 ευρώ (ήτοι, 518,74 ευρώ ως αμοιβή υπερωριών κατά τα Σάββατα και τις αργίες + 8.308,50 ευρώ ως αμοιβή υπερωριών τις καθημερινές και Κυριακές + 371,48 ευρώ ως αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2019 + 766,96 ευρώ ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 + 427,49  ευρώ ως αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2020  + 819,24 ευρώ ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 + 2.544,00 ευρώ ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές) και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον ποσό 680,91  ευρώ (ήτοι, 41,43 ευρώ ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Πάσχα έτους 2020 + 43,30 ευρώ ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Χριστουγέννων έτους 2020 + 596,18 ευρώ ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο (όπως κρίθηκε πρωτόδικα, χωρίς η κρίση αυτή να αμφισβητείται από τους διαδίκους) από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από την 13-10-2020, πλην της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων έτους 2020, συνολικού ποσού (819,24 ευρώ καταψηφιστικό + 43,30 ευρώ αναγνωριστικό) 862,54 ευρώ, που οφείλεται με το νόμιμο τόκο από την 1-1-2021. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικά προς αυτήν, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 870/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσία την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 28-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./30-12-2020 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (13.756,41). Και

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον ποσό χιλίων εκατό σαράντα πέντε ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (1.145,63 ευρώ), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από 13-10-2020, πλην της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων έτους 2020, συνολικού ποσού οκτακοσίων εξήντα δυο ευρώ και πενήντα τεσσάρων ευρώ (862,54), που οφείλεται με το νόμιμο τόκο από 1-1-2021.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ