Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 342/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   342/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Αλεξοπούλου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) ………. και 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» που εδρεύει στην ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύστασης της πρώτης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, από τους οποίους ο πρώτος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κοντέλλα (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και η δεύτερη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Κουτσουλέλο (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2017 και ειδικό …./2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3926/2018 απόφασή του κήρυξε αυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 1248/2020 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 22.07.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/23.07.2020 και ειδικό …./23.07.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/21.09.2020 και ειδικό …./21.09.2020, για τη δικάσιμο της 13.01.2022 και μετά αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1248/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα την 23.06.2020 (βλ. τη σχετική από 23.06.2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 1248/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ η κρινόμενη από 22.07.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 23.07.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../23.07.2020 και ειδικό …./23.07.2020 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 150,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων στην από 24.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …/2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι είναι συνταξιούχος ελεύθερος επαγγελματίας, αφού διατηρούσε ατομική επιχείρηση πλυντηρίων ρούχων, ότι με τον πρώτο εναγόμενο που είναι συνταξιούχος στρατιωτικός, τον συνέδεε συγγενική σχέση εξ αγχιστείας, αφού από το έτος 2009 έως το έτος 2015 ο υιός του ………… είχε τελέσει γάμο με τη θυγατέρα του πρώτου εναγόμενου ……………, που λύθηκε κατόπιν έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, ότι την 01.08.2013 του επιδόθηκε μία αίτηση εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στο κείμενο της οποίας δεν αναγραφόταν το όνομά του και με την οποία ο πρώτος εναγόμενος αιτήθηκε την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, ότι ακολούθως απευθύνθηκε σε δικηγόρο και αφού απάντησε αρνητικά σε σχετική ερώτησή του εάν είχε υπογράψει δανειακή σύμβαση ως εγγυητής υπέρ του πρώτου εναγόμενου, αυτός τον συμβούλευσε να μην ανησυχεί, καθόσον δεν εμφανιζόταν πουθενά ως εγγυητής σε δανειακή σύμβαση, ενώ του εξήγησε ότι δεν δικαιούταν να λάβει αντίγραφα των δανειακών συμβάσεων του πρώτου εναγόμενου με τα πιστωτικά ιδρύματα, ότι κατά τη δικάσιμο της 08.11.2013 που είχε προσδιορισθεί η συζήτηση της προσωρινής διαταγής επί της ανωτέρω αίτησης εκουσίας δικαιοδοσίας, μετέβη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό να επικοινωνήσει με τον πρώτο εναγόμενο και να λάβει εξηγήσεις, διότι αυτός τον απέφυγε, ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2016 έλαβε συστημένη επιστολή – εξώδικη όχληση της δεύτερης εναγόμενης, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι έχει χαρακτηρισθεί ως μη συνεργάσιμος δανειολήπτης κατά τα οριζόμενα στο Ν. 4224/2013 αναφορικά με την υπ’ αριθ. …….. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυητής και τον καλούσε να εξοφλήσει άμεσα την απορρέουσα από τη σύμβαση οφειλή ύψους 25.000,00 ευρώ, ότι υπέβαλε την από 28.09.2016 αίτησή του προς την δεύτερη εναγόμενη περί χορήγησης αντιγράφου της ανωτέρω υπ’ αριθ.. ……. από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, το οποίο η δεύτερη εναγόμενη του απέστειλε ταχυδρομικώς τον Δεκέμβριο του έτους 2016, ότι ακολούθως διαπίστωσε ότι η εν λόγω σύμβαση έφερε υπογραφές παρεμφερείς με τις δικές του, οι οποίες όμως δεν ήταν γνήσιες, αφού δεν είχαν τεθεί από τον ίδιο, και ότι περιείχε φωτοτυπίες του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας και των εκκαθαριστικών του σημειωμάτων φορολογίας εισοδήματος των ετών 2008 και 2009, τις οποίες ο πρώτος εναγόμενος είχε αφαιρέσει, εν αγνοία του, από την οικία του, κατά τις συχνές του επισκέψεις σε αυτή και την παραμονή του στο γραφείο της οικίας, την οποία ο ίδιος δήλωνε ως επαγγελματική του στέγη από το έτος 1991 έως το έτος 2010 και στην οποία διατηρούσε πλήρες φορολογικό αρχείο, ότι διαπίστωσε επιπλέον ότι στην εν λόγω σύμβαση δεν φαινόταν ολόκληρο το επίθετο της υπογράφουσας υπαλλήλου της δεύτερης εναγόμενης, παρά μόνο η κατάληξη αυτού, ότι πέραν της υπογραφής του, δεν εμφανίζονταν σε άλλο σημείο τα γράμματά του, αφού δεν είχε τεθεί ολογράφως το ονοματεπώνυμό του στη θέση του εγγυητή στις σελίδες 5, 18 και 19 της σύμβασης, ότι η συμπλήρωση της περιλαμβανόμενης στη σύμβαση υπεύθυνης δήλωσης, δεν έγινε με δικά του γράμματα, ότι στα προσωπικά, επαγγελματικά και περιουσιακά του στοιχεία υπήρχαν ψεύδη και ανακρίβειες, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, αφού αναγραφόταν ως αριθμός τέκνων μηδενικός, ενώ έχει δύο τέκνα, αναφορικά με τον χρόνο παραμονής του στην ίδια διεύθυνση κατοικίας, αφού αναγραφόταν ως 20 έτη, ενώ διέμενε επί 29 έτη, αναφορικά με τα έτη εργασίας του, αφού αναγραφόταν 13, ενώ εργαζόταν επί 23 έτη, και τα αναφορικά με την περιουσία του, αφού αναγραφόταν ότι δεν έχει στην ιδιοκτησία του αυτοκίνητο, ενώ έχει το ίδιο αυτοκίνητο από το έτος 2006 και ότι δεν έχει ακίνητη περιουσία, ενώ έχει, ότι ήλθε σε επικοινωνία με δικαστικό γραφολόγο, ο οποίος ζήτησε το πρωτότυπο έγγραφο της υπ’ αριθ. ……. από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, προκειμένου να διενεργήσει γραφολογική εξέταση, πλην όμως η δεύτερη εναγόμενη αρνήθηκε τη χορήγησή του, ότι ακολούθως υπέβαλε την υπό στοιχεία ΑΒΜ ………. από 09.02.2017 έγκλησή του ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς σε βάρος του πρώτου εναγόμενου για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, άλλως της χρήσης πλαστού εγγράφου, η οποία βρισκόταν στο στάδιο της προανάκρισης, ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου πληρεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης και ταυτόχρονα συνιστά αδικοπραξία, αφού ο πρώτος εναγόμενος πλαστογράφησε την υπογραφή του στην υπ’ αριθ. …………. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, ποσού 25.000,00 ευρώ, μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη η δεύτερη εναγόμενη, και του πρώτου εναγόμενου ως δανειολήπτη – οφειλέτη, υπέρ του οποίου φέρεται να εγγυήθηκε ο ενάγων, προσκομίζοντας συγχρόνως και τα φορολογικά του στοιχεία, καθώς και φωτοτυπία του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας, προκειμένου να χορηγηθεί στον πρώτο εναγόμενο το ανωτέρω ποσό του δανείου, το οποίο πράγματι εκταμιεύθηκε την 24.12.2009, ότι στην τελεσθείσα σε βάρος του αδικοπραξία εμπλέκεται ως συνεργός και η προστηθείσα υπάλληλος της δεύτερης εναγόμενης που υπέγραψε για λογαριασμό της την υπ’ αριθ. …….. από 24.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, ότι εξαιτίας της τελεσθείσας σε βάρος του αδικοπραξίας υπέστη ηθική βλάβη, αφού δοκίμασε μεγάλη στεναχώρια και κλονίσθηκε η υγεία του, με αποτέλεσμα να επανεμφανίσει αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό, κατ’ άρθρα 223, 295, 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, (α) να αναγνωρισθεί η πλαστότητα των υπογραφών που φέρονται ως δικές του στη θέση του εγγυητή στην υπ’ αριθ. ……… από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, προς απόδειξη δε αυτού του αιτήματος να διορισθεί από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας – δικαστικός γραφολόγος, (β) να αναγνωρισθεί ότι ουδέποτε υπέγραψε ως εγγυητής στην υπ’ αριθ. …….. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, (γ) να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία απαίτησης της δεύτερης εναγόμενης σε βάρος του, (δ) να διαταχθεί η δεύτερη εναγόμενη να τον διαγράψει από εγγυητή στην υπ’ αριθ. ………. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, (ε) να διαταχθεί η δεύτερη εναγόμενη να αναγνωρίσει και να πιστοποιήσει ρητώς και εγγράφως ότι δεν διατηρεί απαίτηση σε βάρος του και (στ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης το ποσό των 30.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3926/2018 απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτή προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 1248/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 932, 299, 481 του ΑΚ, 216 παρ. 1-2 του ΠΚ και 70, 461 του ΚΠολΔ, πλην των υπό στοιχεία (β), (δ) και (ε) αιτημάτων που κρίθηκαν μη νόμιμα, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την από 22.07.2020 έφεσή του, για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 του Συντ. και 14 του ΠΚ). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι, το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Αθωωτική δε ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. του ΑΚ), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδικάσεως αποζημιώσεως είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Επομένως, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem. To πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο. Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 263/2022 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την έγερση αναγνωστικής αγωγής είναι να έχει ο ενάγων έννομο προς τούτο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα, δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση. Κατά δε το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 461 του ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463 του ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και της παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης. Όταν πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή πλαστότητας που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση του άρθρου 463 του ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες των άρθρων 216, 270, 341 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 23/1999 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2016 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο και σ’ αυτή την περίπτωση το άρθρο 98 (β) του ΚΠολΔ απαιτεί για την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού να είναι εφοδιασμένος με αντίστοιχη ειδική πληρεξουσιότητα ο δικηγόρος του διαδίκου, που προσβάλλει το έγγραφο ως πλαστό (ΑΠ 914/2014 ΕΦΑΔ 2014. 922, ΑΠ 2018/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1085/2000 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια ειδική πληρεξουσιότητα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχει πάντοτε, αν για την πλαστογραφία έχει ήδη υποβληθεί έγκληση, αφού κατά ρητή παραπομπή με το άρθρο 461 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ στις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠΔ, εξισώνεται η προβολή του ισχυρισμού πλαστότητας στην πολιτική δίκη με καταμήνυση. Με το εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή και στην πολιτική δίκη άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠΔ ορίζεται ότι η μήνυση γίνεται είτε από τον ίδιο τον μηνυτή, είτε από ειδικό πληρεξούσιο, έχοντα τέτοια πληρεξουσιότητα δια ιδιωτικού εγγράφου με βεβαίωση της υπογραφής από αρμόδια αρχή και προσαρτώμενου στην έκθεση καταθέσεως της μηνύσεως (ΑΠ 291/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 7/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου έχει εκείνος που το επικαλείται, στην περίπτωση, όμως, που προβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός περί πλαστότητας ιδιωτικού εγγράφου, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός, που τον προβάλλει (ΕφΠειρ 226/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3183/2006 ΕλλΔνη 2006. 1500). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – ενάγων με τον πρώτο λόγο της από 22.07.2020 έφεσής του παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 321 του ΚΠολΔ και των άρθρων 47 και 57 του ΚΠΔ, καθόσον εναρμόνισε πλήρως τις ουσιαστικές παραδοχές του με τις παραδοχές της υπ’ αριθ. …../2017 Διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε, κατ’ άρθρο 47 του ΚΠΔ, η υπό στοιχεία ΑΒΜ ……….. από 09.02.2017 έγκληση του ενάγοντος σε βάρος του πρώτου εναγόμενου για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, άλλως της χρήσης πλαστού εγγράφου, πρωτίστως ως μη στηριζόμενη στο νόμο και δευτερευόντως ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, παρά το γεγονός ότι το οιονεί δεδικασμένο που παράγεται από την υπ’ αριθ. …../2017 Διάταξη δεν δεσμεύει τα πολιτικά Δικαστήρια, ούτε θεμελιώνεται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του εγκαλούμενου. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερευνώντας τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα πλαίσια αγωγής αδικοπραξίας που στηρίζεται στην επικαλούμενη τέλεση εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου των αδικημάτων της απάτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, άλλως της χρήσης πλαστού εγγράφου, κατέληξε μεν σε όμοια κρίση με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. …./2017 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε, κατ’ άρθρο 47 του ΚΠΔ, η υπό στοιχεία ΑΒΜ ……… από 09.02.2017 έγκληση του ενάγοντος σε βάρος του πρώτου εναγόμενου για τις ίδιες ως άνω αξιόποινες πράξεις, πρωτίστως ως μη στηριζόμενη στο νόμο και δευτερευόντως ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, λόγω ανεπάρκειας ενδείξεων ενοχής, πλην όμως δεν στήριξε την κρίση του αυτή περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της κρινόμενης αγωγής στο οιονεί δεδικασμένο που παράγεται από την υπ’ αριθ. ……/2017 Διάταξη, ούτε έκρινε ότι δεσμεύεται από αυτήν, αντιθέτως δε έκρινε ότι από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα, στα πλαίσια της αστικής δίκης, δεν μπορούσε να καταλήξει αιτιολογημένα σε αντίθετη κρίση. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η απαλλαγή του πρώτου εναγόμενου από την ποινική ευθύνη, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2017 Διάταξης, συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή του από την αστική ευθύνη, αλλά απλώς έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας που χρησιμοποιήθηκαν στην ενώπιον του αστική δίκη, δοθέντος ότι η βάση της ερευνώμενης αστικής αξίωσης του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ήταν τα συστατικά στοιχεία των ανωτέρω ποινικών αδικημάτων. Εξάλλου, ο εκκαλών – ενάγων με τον δεύτερο λόγο της από 22.07.2020 έφεσής του παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 460, 461, 338, 432, 447, 450 και 457 του ΚΠολΔ, καθόσον, αν και η δεύτερη εναγόμενη έφερε το δικονομικό βάρος της απόδειξης της γνησιότητας της προσκομιζόμενης από την ίδια υπ’ αριθ. …… από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, ενόψει του ότι ο ενάγων αρνήθηκε τη γνησιότητα αυτής, αξίωσε από τον ενάγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί πλαστότητας των υπογραφών του στην επίδικη δανειακή σύμβαση. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον στην υπό κρίση περίπτωση που προβλήθηκε εκ μέρους του ενάγοντος αυτοτελής ισχυρισμός περί πλαστότητας των υπογραφών του ως εγγυητή στην υπ’ αριθ. …… από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, αυτός όφειλε να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον εν λόγω ισχυρισμό του, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Σημειωτέον δε ότι αν και η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν είχε ειδική πληρεξουσιότητα για την προσβολή του ανωτέρω εγγράφου ως πλαστού (βλ. την προσκομιζόμενη από 24.05.2017 εξουσιοδότηση του ενάγοντος προς την πληρεξούσια δικηγόρο του ………..), η ειδική αυτή πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται, καθόσον είχε ήδη υποβληθεί η υπό στοιχεία ΑΒΜ ……………. από 09.02.2017 έγκληση του ενάγοντος σε βάρος του πρώτου εναγόμενου για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, άλλως της χρήσης πλαστού εγγράφου.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ’ ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 του ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ’ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ’ αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ’ έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι’ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 139/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 131/2005 ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013. 453). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 368 του ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης». Από τη διάταξη αυτή  συνάγεται ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελεύθερα εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 594/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 162/2011 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 2106/2022 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 902, 903 του ΑΚ, 450 παρ. 2, 451 παρ. 1 και 452 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου ή και τρίτου προσώπου, το οποίο δεν μετέχει στη δίκη και να απαιτήσει την επίδειξη αυτού αν το έγγραφο συνετάγη προς το συμφέρον του αιτούντος ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν που μπορεί να χρησιμεύσει για αποδείξεις, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξή του (ΕφΑθ 7121/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6357/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4845/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 567/2016 ΕπισκΕμπΔ 2016. 422). Η αίτηση του διαδίκου για την επίδειξη εγγράφων από τον αντίδικό του για να είναι ορισμένη (ΑΠ 99/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 409/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1093/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1844/2011 ΝΟΜΟΣ) πρέπει: α) να αναφέρει ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 782/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 209/1994 Ε.Ε.Ν. 1995. 195) κατά το χρόνο της δίκης, β) να προσδιορίζει το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του (ΑΠ 782/2017 ό.π., Α.Π. 209/1994 ό.π.) ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της αποδείξεως που αφορά την υπό κρίση υπόθεση και γ) να εκθέτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη (ΑΠ 1180/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 168/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48. 162). Η επίδειξη εγγράφων διατάσσεται για την απόδειξη κρίσιμων για τη έκβαση της δίκης ισχυρισμών (ΕφΑθ 7121/2020 ό.π., ΕφΑθ 129/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 50/2013 ΝΟΜΟΣ) και όχι για την ενίσχυση επιχειρημάτων ή περιστατικών που δεν αμφισβητούνται (ΕφΑθ 6357/2019 ό.π., ΕφΑθ 4845/2019 ό.π.), καθόσον τα προς επίδειξη έγγραφα πρέπει να είναι ικανά να δημιουργήσουν στο δικαστήριο δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των ισχυρισμών του αιτούντος, δηλαδή να είναι πρόσφορα για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη που αναφέρεται σε τέτοιο ισχυρισμό (ΑΠ 99/2020 ό.π., ΑΠ 43/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1070/2010 ΧρΙΔ 2011. 467). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – ενάγων παραδεκτώς με την κρινόμενη έφεσή του, καθόσον το αίτημα περί επίδειξης εγγράφων δύναται να υποβληθεί σε κάθε στάση της δίκης και μάλιστα το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 782/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7121/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 29/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012. 445, ΕφΔωδ 12/2011 ΝΟΜΟΣ), αιτείται να προσκομίσει η δεύτερη εναγόμενη το πρωτότυπο έγγραφο της υπ’ αριθ. ……. από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου. Το αίτημα αυτό, για την πληρότητα του οποίου εκτίθεται ότι η δεύτερη εναγόμενη κατέχει το προς επίδειξη έγγραφο, και μάλιστα κατά το χρόνο της δίκης, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη – ενάγοντος, δηλαδή ότι το προς επίδειξη έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του, πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο και κατ’ ουσίαν, καθόσον κρίνεται ότι το έγγραφο, του οποίου ζητείται η επίδειξη, τυγχάνει πρόσφορο προς απόδειξη ισχυρισμού που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην παρούσα δίκη, και συγκεκριμένα του ισχυρισμού περί πλαστότητας ή μη των υπογραφών του ενάγοντος στη θέση του εγγυητή στην υπ’ αριθ. ………. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου. Περαιτέρω, το ζήτημα αυτό της πλαστότητας ή μη των υπογραφών του ενάγοντος, για το οποίο αποφάνθηκε αρνητικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι δηλαδή είναι γνήσιες οι υπογραφές του ενάγοντος, και αναφορικά με το οποίο παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων ως σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης, με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσης, αποτελεί ζήτημα ουσιώδες που ασκεί επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης και συντελεί στη διάγνωση της βασιμότητας των λοιπών λόγων της κρινόμενης έφεσης, ήτοι κρίσιμο ζήτημα για την αναγνώριση ή μη της ανυπαρξίας απαίτησης της δεύτερης εναγόμενης σε βάρος του ενάγοντος απορρέουσας από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, αλλά και για την θεμελίωση ή μη της αξίωσης του ενάγοντος για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε εσφαλμένα ότι είναι γνήσιες οι υπογραφές του στη θέση του εγγυητή στην υπ’ αριθ. ……… από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, ενώ αιτήθηκε τόσο με την αγωγή του και με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και με την υπό κρίση έφεσή του και με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, να διορισθεί από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας – δικαστικός γραφολόγος προκειμένου να αποφανθεί για το ζήτημα της πλαστότητας ή μη των υπογραφών του ενάγοντος. Από την άλλη πλευρά οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι είναι γνήσιες οι υπογραφές του ενάγοντος. Το Δικαστήριο τούτο μόνο από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία δεν περιλαμβάνονται γραφολογικές γνωμοδοτήσεις, και συνεκτιμώντας τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος …………. και ………., στις υπ’ αριθ. …/14.06.2017 και …../14.06.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς (οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρες), δεν μπορεί να αχθεί σε ασφαλή δικανική κρίση για το αμφισβητούμενο ως άνω γεγονός. Για τον λόγο δε αυτό κρίνει ότι το ως άνω κρίσιμο ζήτημα για την επίλυση της επίδικης διαφοράς, ήτοι η πλαστότητα ή μη των υπογραφών του ενάγοντος στη θέση του εγγυητή στην υπ’ αριθ. ……. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, αποτελεί ζήτημα για το οποίο απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης. Συνεπώς, σύμφωνα και με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι, προς ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της κρινόμενης έφεσης, και για την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, είναι αναγκαίο, κατά παραδοχή και των σχετικών αιτημάτων του εκκαλούντος – ενάγοντος, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, να αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης, να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία είναι περαιωμένη, προκειμένου περαιτέρω κατ’ αυτήν να προσκομισθεί από την δεύτερη εναγόμενη το πρωτότυπο έγγραφο της υπ’ αριθ. ……. από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου και να διατάξει την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από δικαστικό γραφολόγο πραγματογνώμονα, όπως ορίζεται το διατακτικό (άρθρα 254, 368 και 369 του ΚΠολΔ). Τέλος, σημειώνεται ότι τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας συζήτησης. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (βλ. ΕφΠειρ 226/2021 ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 22.07.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1248/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί από την δεύτερη εναγόμενη το πρωτότυπο έγγραφο της υπ’ αριθ. …. από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου, καθώς και να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα την γραφολόγο …………, δικαστική γραφολόγο, δικηγόρο, κάτοικο …, οδός …………., τηλ. … και …., email  ……….., το όνομα  της οποίας  περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου,

Η ανωτέρω, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσης του επιμελέστερου των διαδίκων, και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, και όσα άλλα έγγραφα της προσκομίσουν οι διάδικοι (ιδίως αυτά που περιλαμβάνουν τη γνήσια γραφή του ενάγοντος καθώς και το πρωτότυπο έγγραφο της υπ’ αριθ. ….. από 14.12.2009 σύμβασης προσωπικού – καταναλωτικού δανείου), καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής, γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή της εάν είναι γνήσιες ή μη οι υπογραφές του ενάγοντος που τέθηκαν στη θέση του εγγυητή στην υπ’ αριθ. ……. από 14.12.2009 σύμβαση προσωπικού – καταναλωτικού δανείου. Την γνωμοδότησή της οφείλει να καταθέσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών, από την ημέρα, που η ανωτέρω πραγματογνώμονας θα ορκισθεί, συντασσομένης σχετικής έκθεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25.5.2023   και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 19.6.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ