Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 358/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός       358/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, ο οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα …………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στην ………… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης (Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Ιωαννίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Ιωαννίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “………”, που εδρεύει στον …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ο νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν απών κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…………”, η οποία εδρεύει στην ………… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, ………., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 18.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../22.12.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης, η δεύτερη κρινόμενη έφεση, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “……….” και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 3117/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό δεύτερη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, με την από 24.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/24-6-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../24-6-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων ………., με την από 27.12.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/29-12-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………/29-12-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας η πρώτη κρινόμενη έφεση εταιρείας και δεύτερης εφεσίβλητης η δεύτερη κρινόμενη έφεση, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου – ενάγοντος δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του, η δε πρώτη των εφεσιβλήτων η δεύτερη κρινόμενη έφεση εταιρεία, δεν παραστάθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 24.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδ. μέσου …………./24-6-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/24-6-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό δεύτερης εναγομένης της από 18.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./22.12.2020 αγωγής και β) η από 27.12.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδ. μέσου ………./29-12-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./29-12-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’ αριθμ. 3117/2021  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Οι κρινόμενες (α) από 24.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../24-6-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………../24-6-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό (δεύτερης) εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “……………….”, της από 18.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………../22.12.2020 αγωγής κατά του ενάγοντος αυτής και (β) η από 27.12.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../29-12-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………/29-12-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του ηττηθέντος εν μέρει ενάγοντος η ανωτέρω αγωγή κατά της εκκαλούσας η πρώτη κρινόμενη έφεση εταιρείας με την επωνυμία “……….”, έφεση και της ερήμην δικασθείσας σε πρώτο βαθμό και εδώ απολιπομένης εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμ. 3117/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της εναγόμενης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “…………….” και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ανωτέρω [από 18.12.2020] αγωγής του εφεσιβλήτου η πρώτη κρινόμενη έφεση και εκκαλούντος η δεύτερη κρινόμενη έφεση, …………., έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 24-6-2022 και 29-12-2022, αντίστοιχα, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 28.12.2021 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις, οι οποίες αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτές και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών  – εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ). Η συζήτηση, ωστόσο, της δεύτερης κρινόμενης έφεσης, θα χωρήσει ερήμην της απολιπόμενης (πρώτης) εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “……………..”, η οποία  δεν εμφανίστηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου και  δεν συμμετείχε στη συζήτηση, παρά το ότι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατ’ αυτήν, αφού σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα με αριθμό …../16-2-2023 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών . ……, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη κατάθεσης και  προσδιορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση για συζήτησή της, κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εν λόγω εφεσίβλητη (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 129 § 1 και 130  § 1 ΚΠολΔ) και  πρέπει, κατά συνέπεια, η πρώτη εφεσίβλητη της δεύτερης κρινόμενης έφεσης εταιρία να δικασθεί σαν να ήταν παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδ.α ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Με την αγωγή του, ο ενάγων …………, ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “……………”, η οποία διέθετε τον εφοπλισμό και δη την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση του κάτωθι αναφερομένου πλοίου, ναυτολογήθηκε διαδοχικά τέσσερις (4) φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από  2-2-2019 έως 26-11-2020 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο “BG”, ολικής χωρητικότητας 15.150,53 κόρων, κυριότητος της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «………», αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των  Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, εφαρμοζομένης μέχρι την αντικατάστασή της από νεώτερη. Κατά τα συμφωνηθέντα, οι επίδικες συμβάσεις εργασίας, διήποντο κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2019 έως 11-8-2019 από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας {ΣΣΕ} Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων 2018 και κατά το χρονικό διάστημα από 12.8.2019 έως 26-11-2020 από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας {ΣΣΕ} Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων 2019, οι δε προβλεπόμενες με αυτές (ανωτέρω ΣΣΝΕ) αμοιβές για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αποτελούσαν κατά την ένδικη περίοδο και ειθισμένο μισθό. Κατά την ίδια αγωγή, ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ των ελληνικών λιμένων Πειραιώς και Χανίων και στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως (α) καθό χρονικό διάστημα το ένδικο πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, ως ειδικότερα αναλύεται στην ένδικη αγωγή, επί 11 ώρες, (β) καθό χρονικό διάστημα αυτό εκτελούσε ένα επιπλέον πρόσθετο (ημερήσιο) δρομολόγιο, όπως αναλύεται στην ένδικη αγωγή, επί 14,5 ώρες κατά το έτος 2019 και επί 14 ώρες κατά το έτος 2020 και (γ) καθόλο το χρονικό διάστημα, επιπλέον της ανωτέρω εργασίας του επί 4 ώρες, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, εκτελώντας υπηρεσία πυρασφάλειας. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020, τα οποία δικαιούται, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση των εργασιακών του συμβάσεων και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των 23.687,04 και, συγκεκριμένα, αφενός μεν αναγνωριστικώς, το ποσό των ευρώ 4.310,18 για διαφορές εορταστικών επιδομάτων Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020 και, αφετέρου καταψηφιστικώς, το ποσό των ευρώ 19.373,86 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και για διαφορές εορταστικών επιδομάτων Πάσχα ετών 2019 και 2020, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης και ήδη απολιπομένης πρώτης εφεσίβλητης η δεύτερη κρινόμενη έφεση, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “……………..” και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3117/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε δεκτή ως νόμιμη η ένδικη αγωγή, πλην της αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το αναγνωριστικό της αίτημα, το οποίο απερρίφθη ως μη νόμιμο, ακολούθως έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη ως κυρία του πλοίου, τον εφοπλισμό του οποίου είχε παραχωρήσει στη δεύτερη εναγομένη, δια και έως της αξίας αυτού (α) υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον ενάγοντα ως αμοιβή του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία το ποσό των ευρώ 3.924,90, αφού έγινε δεκτό, από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι, (i) ο ενάγων απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, επί δέκα [10] ώρες ημερησίως, πλην των ημερομηνιών κατά τις οποίες το ένδικο πλοίο πραγματοποιούσε επιπλέον ημερήσιους πλόες, οπότε έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο επί δεκατρείς [13] ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των ωρών της γνήσιας ετοιμότητας αυτού προς εργασία – βάρδιες πυρασφάλειες, κατά τις ειδικότερα κατ’ αριθμό προσδιοριζόμενες στην απόφαση καθημερινές ημέρες, καθώς επίσης και ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, επιπλέον δε ότι (ii) οι ένδικες για την ανωτέρω αιτία απαίτησης του ενάγοντος, αποσβέσθηκαν εξωδίκως συμψηφιστικά, κατά το ποσό των ευρώ  2.328,36, το οποίο η (δεύτερη) εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, πλέον των νομίμων αποδοχών του, ως «επιμίσθιο» δυνάμει σχετικού όρου περί συμβατικού συμψηφισμού, που περιείχετο στις ένδικες  συμβάσεις ναυτικής εργασίας κατόπιν ερμηνείας αυτών, κατά παραδοχή ως βάσιμης στην ουσία της σχετικής ένστασης μερικής καταβολής της ιδίας (δεύτερης εναγομένης), (β) υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον ενάγοντα ως διαφορά δώρου Πάσχα 2019 και 2020, τα ποσό των ευρώ 468,33 και 169,95 αντίστοιχα και επιπλέον, αναγνωρίσθηκε ότι οφείλουν να καταβάλουν σε αυτόν, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2019 και 2020, το ποσό των ευρώ 986,66 και 1006,53, αντίστοιχα, αφού έγινε δεκτή ως βάσιμη σχετική ένσταση της δεύτερης εναγομένης περί μερικής καταβολής του ποσού των 1.563,10 ευρώ όσον αφορά το Δώρο Χριστουγέννων 2020. Με την ίδια ως άνω οριστική απόφαση, αναγνωρίσθηκε και υποχρεώθηκαν κατά περίπτωση οι εναγόμενες, ως ενεχόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το σύνολο των επιμέρους ποσών, που έγινε δεκτό ότι του οφείλονται, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του (26.11.2020) μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 3.000 ευρώ, επεβλήθη δε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίσθηκε στο ποσό των ευρώ εκατόν πενήντα (150) σε βάρος των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται και ο ενάγων και η δεύτερη των εναγομένων, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω υπό στοιχείο Β  έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του: α) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα (i) με τον πρώτο λόγο έφεσης όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του, κατά το ένδικο διάστημα. σύμφωνα με τα οποία αυτός εργαζόταν καθημερινά επί δέκα (10) ώρες, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγια και επί δεκατρείς (13) ώρες, καθόν χρόνο αυτό εκτελούσε ένα πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, συμπεριλαμβανομένων των βαρδιών πυρασφάλειας και όχι επί ένδεκα (11) ώρες, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, επί δεκατέσσερις και μισή (14,5) ώρες κατά το έτος 2019 όταν το πλοίο εκτέλεσε πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, επί δεκατέσσερις (14) ώρες κατά το έτος 2020 όταν το πλοίο εκτέλεσε πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, καθώς επίσης επιπλέον αυτών τέσσερις (4) ώρες εκτελώντας βάρδιες πυρασφάλειας, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, επιπροσθέτως δε των ανωτέρω, προσάπτεται σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση (ii) με τον τρίτο λόγο έφεσης, όσον αφορά τη διάταξή της με την οποία έγινε δεκτό ότι, οι ένδικες απαιτήσεις για αμοιβή από υπερωριακή απασχόληση αποσβέσθηκαν συμψηφιστικά, κατά το ποσό των ευρώ 3.062,06, το οποίο η (δεύτερη) εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, πλέον των νομίμων αποδοχών του, ως «επιμίσθιο», δυνάμει σχετικού όρου περί συμβατικού συμψηφισμού, που περιείχετο στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, κατόπιν ερμηνείας αυτών, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμης στην ουσία της σχετικής ένστασης μερικής καταβολής της ιδίας (δεύτερης εναγομένης, β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων δώρων εορτών ετών 2019 και 2020, όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού αυτών, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επί των οποίων (κονδυλίων) οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., διότι στον υπολογισμό αυτών δεν συμπεριελήφθη και το επίδομα ιματισμού, αν και ετύγχανε τακτική παροχή, και (γ) επί του αγωγικού αιτήματος περί επιβολής των δικαστικών εξόδων του σε βάρος των εναγομένων, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, διότι επεβλήθη μέρος αυτών και δη το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, σε βάρος των εναγομένων ενώ, κατά τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης, έπρεπε το εν λόγω αίτημα να γίνει δεκτό  στο σύνολό του. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. 2) Η δεύτερη εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Α έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται (i) σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της αμοιβής του ενάγοντος λόγω  υπερωριακής του απασχόλησης, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που παραθέτει στην έφεση της, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, άλλως και σε κάθε περίπτωση ότι, για την όποια τυχόν υπερωριακή του απασχόληση για την αντιμετώπιση εξαιρετικών και έκτακτων αναγκών εκ της λειτουργίας του πλοίου, έχει πλήρως εξοφληθεί διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα, όπως συνάγεται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, β) επί του κονδυλίου της αμοιβής για δώρα εορτών της ενδίκου περιόδου, διότι υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση, επί των οποίων (κονδυλίων) οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., διότι στον υπολογισμό αυτών εσφαλμένως συνυπολογίσθηκε και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας ενώ αυτό δεν εντάσσεται στις τακτικές αποδοχές, και (ii) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθό μέρος απερρίφθη με διάταξή της ως μη νόμιμη η ασκηθείσα υπ’ αυτής ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ζητά δε με την έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος της ασκηθείσα, ανωτέρω αγωγή. Επιπλέον, η εκκαλούσα της Α έφεσης, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00 ευρώ), το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά, το οποίο ζητά νομιμοτόκως από της καταβολής, ήτοι από την 17-2-2022. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων. απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των, περιεχομένων στις ληφθείσες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς υπ’ αριθ. …./16.11.2021 και ……./16.11.2021 ένορκες βεβαιώσεις, ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……. και . ….., αντίστοιχα, οι οποίοι απασχολήθηκαν στο κατωτέρω αναφερόμενο πλοίο υπό της δεύτερης εναγομένης με την ειδικότητα του αρχιθαλαμηπόλου, ο πρώτος κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου έως μηνός Μαρτίου και από μηνός Ιουνίου έως μηνός Νοεμβρίου του έτους 2019 και κατά τον μήνα Μάρτιο 2020 και ο δεύτερος από μηνός Ιουλίου έως μηνός Νοεμβρίου 2020 και οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) ελήφθησαν με την επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./11.11.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………., κλητεύσεως του ενάγοντος, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στoν υπογράφοντα την ένδικη αγωγή (σχετικά άρθρο 96, 100 και 143 παρ.1  του ΚΠολΔ) Δικηγόρο, . ….., έστω κι αν η επίδοση έλαβε χώρα προ της συζητήσεως αυτής, εφόσον ο ανωτέρω υπογράφων την αγωγή δικηγόρος, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, θεωρείται, μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο πληρεξούσιος και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση των εναγομένων, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1330/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), της με αριθμό …../17-11-2021 όμοιας, ληφθείσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σουφλίου . …., επιμελεία του ενάγοντος, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος,  ………….., ο οποίος απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στο πλοίο που υπηρέτησε και ο ενάγων, κατά τα χρονικά διαστήματα από 2-2-2019 έως 13-5-2019, από 28-5-2019 έως 6-8-2019 και από 3-9-2019 έως 7-1-2020 και η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, κλητεύσεως των εναγομένων (σχετικά υπ’ αριθμ. … Δ και ….. Δ από 12.11.2021 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………….), οι οποίες άπασες (οι ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο ενόρκως υπέρ του ενάγοντος βεβαιών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, αδημ.), όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι ενόρκως βεβαιούντες μάρτυρες της δεύτερης των εναγομένων τυγχάνουν εργαζόμενοι σε αυτήν, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. ………../06.10.2022 ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …………., αρχιθαλαμηπόλου στο ένδικο πλοίο «BG» από 01.02.2021 έως 6-10-2022, η οποία δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., στα πλαίσια άλλης δίκης και δη στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής του ………. κατά της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει τεσσάρων συμβάσεων ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος, …………, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ………… ναυτικού φυλλαδίου της ΜΓ ναυτικής περιφέρειας και των νομίμων εκπροσώπων της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία “………………….”, ο ενάγων ναυτολογήθηκε την 2.2.2019, 1.7.2019, 2.2.2020 και 1.6.2020, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο “BG”, αριθ. νηολογίου β’ κλάσεως Πειραιά …., κοχ 15150,53, κκχ 9391,25 και ΔΔΣ …, κυριότητος της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, τον εφοπλισμό του οποίου, κατά το ένδικο διάστημα, διέθετε η ανωτέρω δεύτερη εναγομένη εταιρεία. Ο ενάγων υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο από 2.2.2019 έως 13.5.2019, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως αυτού, από 1.7.2019 έως 15.12.2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 2-2-2020 έως 3-3-2020, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως αυτού και από 1.6.2020 έως 26.11.2020, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από 1-7-2019, 2-2-2020 και 2-6-2020 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που αφορούν τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη, αντίστοιχα των ενδίκων ναυτολογήσεων, μεταξύ των συμβαλλομένων, είχε συμφωνηθεί ότι ο ενάγων θα αμείβεται με «κλειστό μισθό», ανερχόμενο στο ποσό των ευρώ 2.831,79, όσον αφορά στη δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεων και στο ποσό των ευρώ 2.831,80 όσον αφορά στην τρίτη και τέταρτη αυτών (ενδίκων ναυτολογήσεων), στον οποίο (κλειστό μισθό) συμφωνήθηκε ότι θα περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, αδείας και τροφοδοσίας, υπερωριών και τυχόν επίδομα της εταιρείας, καθώς επίσης και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, ρητώς συνομολογηθείσας ως τέτοιας, της εκάστοτε ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας της κατηγορίας στην οποία υπήγετο το ανωτέρω πλοίο. Εξάλλου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, οι ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας διήποντο, κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2019 έως 12-8-2019, από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.5/80350/2018- Φ.Ε.Κ.Β’ 5084/14-11-2018) και από την 13-8-2019 και εντεύθεν, έως της οριστικής αποναυτολογήσεως του ενάγοντος την 26-11-2020, από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019- Φ.Ε.Κ.Β’ 3170/12-8-2019). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των ως άνω εφαρμοζομένων εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ, υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια εκατόν ογδόντα ένα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (1.181,15 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (259,86 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,59 € Χ 30 ημέρες = 587,70 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €) και οι αποδοχές της άδειας του ως έχοντα συμπληρώσει διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά {[(1.181,15 € + 259,86 € : 22) = 65,50 € + 19,59 € =] 85,09 € Χ 5 ημέρες =} 425,45 €, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (6,83 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (8,54 €) και σε δέκα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (10,25 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολογήσεώς του από 2-2-2019 έως 13-5-2019 και όσον αφορά στην δεύτερη των ανωτέρω ναυτολογήσεών του κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2019 έως 12-8-2019, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και επτά λεπτά (2.490,07 €). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019, που εφαρμόζεται κατά τα άνω από την 13-8-2019 και έως της οριστικής αποναυτολογήσεως του ενάγοντος την 26-11-2020, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίστηκε στο ποσό των χιλίων διακοσίων τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσαρα λεπτά (36,64 €) και οι αποδοχές της άδειας του ως έχοντα συμπληρώσει διετή τουλάχιστον θαλάσσια υπηρεσία μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά [(μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών  265,05  ευρώ: 22) =  66,81 +19,98 ευρώ =) 86,79 Χ 5 ημέρες =] 433,95 €, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος από 13-8-2019 και εντεύθεν, έως της οριστικής αποναυτολογήσεώς του, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτών (2.539,81 €). Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας, η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του, σταθερή κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 467,62 κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Ιούλιο και Αύγουστο 2019 και στο ποσό των ευρώ 476,96, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο 2019, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020. Κατά τους υπόλοιπους μήνες ναυτολογήσεως του ενάγοντος, του καταβάλλονταν αμοιβή για την ανωτέρω αιτία, αλλά αναλογούσα στις ημέρες απασχόλησής του καθ’ έκαστο μήνα και συγκεκριμένα για την ίδια αιτία του κατεβλήθη τον μήνα Φεβρουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 420,85, τον μήνα Μάιο 2019 το ποσό των ευρώ 202,63, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 238,48, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 445,17, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 47,70 και τον μήνα Νοέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 413,37, ενώ την 20-10-2019 του κατεβλήθη το ποσό των ευρώ 49,83 ως αναδρομικά για την εν λόγω αιτία από 2.2.2019 έως 31.8.2019.

Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος, αποδεικνύεται ότι, η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα παγίως, χρηματικά ποσά, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές. Συγκεκριμένα, στον ενάγοντα καταβλήθηκε για την αιτία αυτή το ποσό των ευρώ 145,08 τον μήνα Μάρτιο, Απρίλιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 2019, το ποσό των ευρώ 147,99 τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο 2019, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020, επιπλέον δε το ποσό των ευρώ 130,58 τον μήνα Φεβρουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 65,87 τον μήνα Μάιο 2019, το ποσό των ευρώ 73,99 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 15,51 ως αναδρομικά μηνών Φεβρουαρίου έως και Αυγούστου 2019 την 20-10-2019, το ποσό των ευρώ 138,12 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 14,90 τον μήνα Μάρτιο 2020 και το ποσό των ευρώ 128,25 τον μήνα Νοέμβριο 2020. Εξάλλου τα καθήκοντα του ενάγοντος, ήταν αυτά που καθορίζονται ως γενικά και ειδικά καθήκοντα και λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των θαλαμηπόλων, στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία, όπως αυτά προβλέπονται από το Β.Δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960). Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 116, 117 και 118 του οποίου: «Άρθρο 116: Θαλαμηπόλοι: Καθήκοντα εν γένει: Οι θαλαμηπόλοι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του  Αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως εις ην ανήκουσι και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του», «Άρθρο 117: Ειδικά καθήκοντα:  Ειδικώτερον οι θαλαμηπόλοι: α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος, καλής συντηρήσεως και ευπρεπείας των ανατιθεμένων αυτοίς ενδιαιτημάτων των θέσεων. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί, ευπρεπείς εν γένει την εμφάνισιν και ευγενείς την συμπεριφοράν, να φέρωσι δε ένδον διαρκώς και ευπρεπώς την εκάστοτε κατά τας περιστάσεις οριζομένην στολήν. γ) καταβάλλουσι ιδιαιτέραν μέριμναν όπως εξυπηρετώσι αδιαλείπως τους επιβάτας και παρέχωσιν εις αυτούς πάσαν δυνατήν περιποίησιν και άνεσιν μετά προθυμίας και ταχύτητος και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. δ) εκτελούσι φυλακάς αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελουμένου δρομολογίου. ε) αναφέρουσι αμέσως εις τον Αρχιθαλαμηπόλον πάσαν ανωμαλίαν ή οιονδήποτε έκτακτον γεγονός» και «Άρθρο 118: 1. Οι θαλαμηπόλοι, αναλόγως της εκτελουμένης παρ’ αυτών ειδικής εργασίας, διακρίνονται εις θαλαμηπόλους α) ενδιαιτημάτων β)  εστιατορίων και γ) κυλικείων. 2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό Επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων  βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο, καθόλη τη διάρκεια ναυτολόγησης του ενάγοντος εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και δη στη γραμμή Πειραιάς – Χανιά. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά ώρα 21.00 και κατέπλεε ώρα 06.15, της επόμενης ημέρας, στο λιμάνι των Χανίων, από το οποίο απέπλεε με προορισμό τον Πειραιά ώρα 22.00, όπου κατέφθανε ώρα 06.00, της επόμενης ημέρας. Επιπλέον, κατά τη θερινή περίοδο, ορισμένες ημέρες, πραγματοποιούσε και δεύτερο ημερήσιο δρομολόγιο. Κατά την ένδικη περίοδο, αποδείχθηκε ότι πραγματοποίησε πρόσθετο – ημερήσιο δρομολόγιο κατά το έτος 2019 τις καθημερινές 5, 8, 12, 19, 24, 25, 26, 31/7, 1, 2, 7, 8, 9, 13, 16, 21, 22, 23, 28, 29/8, 4 και 24/9, τις Κυριακές 7, 14, 21, 28/7,  4, 11, 18, 25/8 και 1/9, τα Σάββατα 6, 13, 20, 27/7, 3, 10, 17, 24, 31/8 και 7/9 και κατά το έτος 2020 τις καθημερινές 28, 30/7, 7, 11, 14, 19, 20, 21, 26 και 27/8, τις Κυριακές 26/7, 2, 9, 16, 23 και 30/8 και τα Σάββατα 25/7, 1, 8, 22 και 29/8, για την εκτέλεση των οποίων αναχωρούσε από τον Πειραιά ώρα 10.00 με άφιξη στα Χανιά ώρα 19.00 και αντίστροφα, αναχωρούσε από τα Χανιά στις 10.00 και κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 19.00.  Κατά την επίδικη περίοδο, στο ανωτέρω πλοίο υπηρετούσαν ένας (1) Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, ένας (1) Αρχιθαλαμηπόλος, είκοσι επτά (27) θαλαμηπόλοι και δεκαεννέα (19) επίκουροι θαλαμηπόλοι, ενώ κατά την περίοδο 1-4 έως 30-9 εκάστου έτους, ναυτολογούντο δύο επιπλέον θαλαμηπόλοι. Το ανωτέρω πλοίο έχει μήκος 192,00 μ., πλάτος 27,00 μ., ικανότητα μεταφοράς 1.740 ατόμων και 780 οχημάτων, διαθέτει 176 καμπίνες, εσωτερικό μπαρ και μπαρ καταστρώματος, εστιατόριο A la Carte και εστιατόριο self – service, όπως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της δεύτερης εναγομένης. Κατά την ένδικη έφεση της τελευταίας (δεύτερης εναγομένης), οι θαλαμηπόλοι οι οποίοι υπηρετούσαν στο εν λόγω πλοίο, κατανέμονταν στα διάφορα «πόστα», σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασιών που κατήρτιζαν ο Αρχιθαλαμηπόλος και ο Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος, προκειμένου να καλυφθούν οι εργασίες της ειδικότητας στην υποδοχή του πλοίου, στα μπαρ του πλοίου, στο εστιατόριο επιβατών, στο εστιατόριο «σελφ σερβις», στο χώρο έξω από το εστιατόριο «σελφ σερβις» ή «alacarte», στην τραπεζαρία του πληρώματος και στα διαμερίσματα. Ως προς τις συνθήκες απασχόλησης του ενάγοντος και την ημερήσια διάρκεια της εργασίας του, για την οποία η δεύτερη εναγομένη αναφέρει ότι δεν ξεπερνούσε τα νόμιμα χρονικά όρια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως εκάστου και συνεκτιμώνται ελευθέρως, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Ο μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, ο οποίος κατά την κατάθεσή του εργάσθηκε με την αυτή ειδικότητα του ενάγοντος στο ίδιο πλοίο, κατά τα χρονικά διαστήματα από 2-2-2019 έως 13-5-2019, από 28-5-2019 έως 6-8-2019 και από 3-9-2019 έως 7-1-2019, προσεπιβεβαίωσε τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες εργασίας και την αναφερομένη σε αυτή χρονική διάρκεια. Ο μάρτυρας, που εξετάσθηκε με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης, ……………, ναυτολογημένος στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του Αρχιθαλαμηπόλου από τον μήνα Ιανουάριο μέχρι τον μήνα Μάρτιο και από τον μήνα Ιούνιο μέχρι τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2019, καθώς και τον μήνα Μάρτιο του 2020, κατέθεσε ότι, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του καθημερινά λίγο προ του κατάπλου του πλοίου στον λιμένα του Πειραιά ή των Χανίων, αντίστοιχα ήτοι περί ώρας 06.00 και έως ώρας 10:00 το αργότερο, συνεπικουρούμενος από έναν επίκουρο θαλαμηπόλο, απασχολείτο με την τακτοποίηση των καμπινών των επιβατών και την καθαριότητα του εστιατορίου self-service. Με το πέρας των ανωτέρω εργασιών αναπαύονταν, ακολούθως δε συνέχιζε την υπηρεσία του περί ώρας 18:30, όταν το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά, ή περί ώρας 19:00, όταν το πλοίο αναχωρούσε από τα Χανιά (από προφανή παραδρομή ανέφερε στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση Πειραιά), οπότε εργαζόταν αρχικά στην υποδοχή κατά την επιβίβαση, ακολούθως δε στο εστιατόριο self-service, είτε στο ταμείο είτε στην καθαριότητα των τραπεζιών έως ώρας 22:30, το αργότερο έως ώρας 23:00, οπότε έληγε το ωράριο λειτουργίας του εν λόγω εστιατορίου. Κατά την ίδια μαρτυρική κατάθεση, κατά τις ημέρες κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του καθημερινά με τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά ή των Χανίων περί ώρας 06:00 και έως ώρας 10:00, οπότε το πλοίο αναχωρούσε προς εκτέλεση του εν λόγω προσθέτου δρομολογίου, απασχολείτο με την τακτοποίηση των καμπινών των επιβατών και στην υποδοχή αυτών. Ακολούθως αναπαύονταν, συνέχιζε δε την εργασία του από ώρας 12:00 και έως περίπου ώρας 14:00, εργαζόμενος στο self-service του πλοίου. Αφού ακολούθως αναπαύονταν αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία ώρα 18:30 ή ώρα 19:00 και έως τον απόπλου του πλοίου, απασχολούνταν στις καμπίνες και στην υποδοχή των επιβατών. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, η βάρδια πυρασφάλειας διαρκούσε μόλις μια ώρα και εκτελείτο πέραν του νομίμoυ ωραρίου, δεδομένου ότι ο εν λόγω μάρτυρας αναφέρει στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του «…Υπερωρία γινόταν μόνον κατ’ εξαίρεση σε περιόδους αυξημένης κίνησης που το πλοίο εκτελούσε εξπρές δρομολόγια ή όταν οι θαλαμηπόλοι συμμετείχαν στην πυρασφάλεια, η οποία στην ουσία είναι βάρδια στη ρεσεψιόν…». Ο μάρτυρας ……………, ο οποίος εξετάσθηκε με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης και ο οποίος εργάσθηκε με την ειδικότητα του Αρχιθαλαμηπόλου στο ανωτέρω πλοίο από τον μήνα Ιούλιο έως τον μήνα Νοέμβριο του 2020, κατέθεσε ότι ο ενάγων, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2020 ξεκινούσε την εργασία του περί ώρας 06:00, δηλαδή λίγο προ της αφίξεως του πλοίου στον Πειραιά ή στα Χανιά και μέχρι ώρας 10:00 τακτοποιούσε τις καμπίνες των επιβατών, συνεπικουρούμενος από επίκουρο θαλαμηπόλο. Ακολούθως, αναπαύονταν και συνέχιζε την εργασία του περί ώρας 18:30 ή 19:00 πριν τον απόπλου του πλοίου από τον Πειραιά ή τα Χανιά, αντίστοιχα, οπότε εργαζόταν αρχικά στην υποδοχή ασχολούμενος με την επιβίβαση των επιβατών και ακολούθως στο εστιατόριο self-service ως ταμίας, η δε εργασία του ολοκληρωνόταν έως ώρας 22:30 ή 23:00. Κατά τους μήνες Ιούλιο έως Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, κατά την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, ο ενάγων όμοια ξεκινούσε την εργασία του ώρα 06:00 και έως ώρας 10:00 απασχολείτο με την αποβίβαση των επιβατών και με την καθαριότητα του εστιατορίου self-service. Ακολούθως, αναπαύονταν και συνέχιζε την εργασία του περί ώρας 18:30 ή 19:00 στο εστιατόριο, απασχολούμενος με την τακτοποίηση του ψυγείου και το ταμείο του self-service έως ώρας 22:30 ή 23:00, αντίστοιχα. Όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εξπρές έχοντας πλήρη σύνθεση, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του περί ώρας 06:00, δηλαδή όταν το πλοίο έφτανε στον Πειραιά ή στα Χανιά και έως ώρας 10:00 οπότε το πλοίο αναχωρούσε για το πρόσθετο δρομολόγιο, απασχολείτο με την καθαριότητα των αεροπορικών καθισμάτων και την υποδοχή των επιβατών. Ακολούθως αναπαύονταν και συνέχιζε την εργασία του περί ώρας 12:00 και έως ώρας περίπου 14:00, εργαζόμενος στο self-service του πλοίου. Ο ενάγων συνέχιζε την εργασία του την 18:30 ή 19:00 και έως της αναχωρήσεως του πλοίου απασχολούνταν στην καθαριότητα των αεροπορικών καθισμάτων και στην υποδοχή των επιβατών και ακολούθως απαλλασσόταν από κάθε υπηρεσία. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, ανάγκη για υπερωρία υπήρχε μόνον σε περιόδους αυξημένης κίνησης, οπότε το πλοίο εκτελούσε εξπρές δρομολόγια ή όταν οι θαλαμηπόλοι συμμετείχαν στην βάρδια στη ρεσεψιόν, δηλαδή στη λεγόμενη πυρασφάλεια, η οποία πραγματοποιείτο μόνο όταν το πλοίο ήταν δεμένο στο λιμάνι του Πειραιά ή των Χανιών και όχι όταν το πλοίο ήταν εν πλω, διαρκούσε δε μία ώρα. Η δεύτερη εναγομένη προσκομίζει και την προμνημονευθείσα με αριθμό ……./6-10-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……………., εργαζομένου σε πλοία του ομίλου της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος απασχολήθηκε και στο ανωτέρω πλοίο ανά διαστήματα από 1-2-2021 έως και της δόσεως της εν λόγω ενόρκου βεβαιώσεως, η οποία (ένορκη βεβαίωση) ελήφθη στα πλαίσια αγωγής του ………….. σε βάρος των εναγομένων, επίσης θαλαμηπόλου στο εν λόγω πλοίο. Κατά την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, ως προς τα ενδιαφέροντα εν προκειμένω σημεία, οι εργασίες αποβίβασης των επιβατών ολοκληρώνονταν περί τα 30 λεπτά μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι, κάθε ζευγάρι θαλαμηπόλου – επικούρου αναλάμβανε τον καθαρισμό 10-15 καμπινών και ο χρόνος καθαρισμού εκάστης καμπίνας δεν υπερέβαινε τα 10-15 λεπτά. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, το ίδιο ζευγάρι θαλαμηπόλου – επικούρου αναλάμβανε τον καθαρισμό και κάποιου κοινόχρηστου χώρου, είτε διαδρόμου, είτε του χώρου του εστιατορίου, με αποτέλεσμα ο χρόνος καθαρισμού των καμπινών και του κοινόχρηστου χώρου να διαρκεί 2 – 2,5 ώρες, οι δε εργασίες αποβίβασης και καθαρισμού, διαρκούσαν συνολικά 3 ώρες. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, ο ανωτέρω θαλαμηπόλος στον οποίο αφορούσε η ένορκη κατάθεση, ξεκινούσε την εργασία του και κατά το έτος 2020 λίγο προ της αφίξεως του πλοίου στον λιμένα των Χανίων ή του Πειραιά περί ώρας 6.00 – 6.30 και απασχολείτο με την αποβίβαση των επιβατών, η οποία διαρκούσε κατά κανόνα μισή ώρα. Κατά την ίδια κατάθεση, ο ανωτέρω θαλαμηπόλος ακολούθως απασχολείτο στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών και στην καθαριότητα του κοινόχρηστου χώρου που του είχε ανατεθεί, εργασία που ολοκληρωνόταν περί ώρας 09.00 ή 09.30, ανάλογα με την ώρα αφίξεως στον λιμένα, ακολούθως δε αναπαύονταν και αναλάμβανε υπηρεσία ώρα 18.00, αν το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά ή ώρα 18.30, αν το πλοίο αναχωρούσε από τα Χανιά, οπότε αρχικά επί μισή ώρα ήλεγχε τις καμπίνες και ακολούθως απασχολείτο στην υποδοχή κατά την επιβίβαση των επιβατών, από της ολοκληρώσεως της οποίας απασχολείτο στο εστιατόριο self service του εν λόγω πλοίου, το οποίο κατά τον ίδιο μάρτυρα, λειτουργούσε έως ώρας 23.00 και σε έκτακτες περιπτώσεις, λόγω αλλαγής δρομολογίων, έως ώρας 23.30. Τέλος, όσον αφορά στις βάρδιες πυρασφάλειας, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι, οι εν λόγω βάρδιες πραγματοποιούντο όταν το πλοίο εκτελούσε ένα μόνο δρομολόγιο, ήταν στην ουσία βάρδια ρεσεψιόν και οι θαλαμηπόλοι κατά την εκτέλεση της εν λόγω βάρδιας παρέμεναν εντός του πλοίου και αναπαύονταν, με εξαίρεση τρεις ώρες οπότε όφειλαν να ευρίσκονται στη ρεσεψιόν του πλοίου, η διάρκεια της οποίας ορισμένες φορές εκτείνονταν επί μία ώρα μετά το νόμιμο ωράριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εναγομένη προσκομίζει απόσπασμα από το βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερης αμοιβής, πλην όμως σε αυτό δεν είναι καταγεγραμμένες σε καθημερινή βάση οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, ως προς τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και το ωράριο αυτής κατά τις ένδικες περιόδου, απεδείχθη ότι, αυτός (ενάγων), κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, όταν το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο καθημερινά, αναλάμβανε υπηρεσία περίπου μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι προορισμού και αφού παραλάμβανε τα κλειδιά των καμπινών από τους επιβάτες ακολούθως, συνεπικουρούμενος από έναν επίκουρο θαλαμηπόλο, απασχολείτο έως ώρας 09.30, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του (σχετ. σελ. 8, 9 και 11), με την καθαριότητα, τακτοποίηση και ευπρεπισμό συγκεκριμένου κάθε φορά αριθμού καμπινών επιβατών και δη το ελάχιστο δέκα (10) και το μέγιστο δεκαπέντε (15). Ακολούθως δε, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από 2-2-2019 έως και μηνός Μαΐου 2019, οπότε απασχολείτο επιπλέον επί μία ώρα στον καθαρισμό του εστιατορίου “self service” του εν λόγω πλοίου, αναπαύονταν. Ο ενάγων αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία περί ώρας 18:00, όταν το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά (ώρα αναχώρησης 21.00), ή περί ώρας 18:30, όταν το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι των Χανίων (ώρα αναχώρησης 22.00) και αφού ήλεγχε τις καμπίνες των επιβατών, εργασία που διαρκούσε περίπου μισή ώρα, απασχολείτο με την υποδοχή των επιβιβαζομένων στο πλοίο. Με την ολοκλήρωση της επιβίβασης, αναλάμβανε υπηρεσία στο εστιατόριο self-service του πλοίου, εργαζόμενος ως ταμίας, πλην των μηνών Ιουλίου έως και Δεκεμβρίου του έτους 2019 οπότε εργάσθηκε στην αίθουσα αυτού, απασχολούμενος με την καθαριότητα της αίθουσας (καθαρισμός τραπεζιών) κατά τη λειτουργία του, έως πέρατος του ωραρίου λειτουργίας του εν λόγω εστιατορίου, κατά κανόνα έως ώρας 23:00 και κατ΄ εξαίρεση έως ώρας 23.30. Όταν εκτελούσε χρέη ταμία στο εν λόγω εστιατόριο, μετά το πέρας του ωραρίου λειτουργίας αυτού, παρέδιδε το ταμείο στον Διευθυντή του εστιατορίου. Ειδικώς κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2020, ο ενάγων ξεκινούσε την υπηρεσία του, προφανώς όχι από ώρας 06.00, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας …………. διότι, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς τούτο δε πλήττεται από τους διαδίκους, το πλοίο, όταν κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά αφικνείτο ώρα 6.15 και όταν κατέπλεε στο λιμάνι των Χανίων αφικνείτο ώρα 06.00, αλλά κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής τουλάχιστον μισή ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι, απασχολούμενος με την αποβίβαση των επιβατών, μετά την ολοκλήρωση της οποίας απασχολείτο έως ώρας 10.00, στην καθαριότητα του εστιατορίου self- service. Ακολούθως αναπαύονταν και αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία, περί ώρας 18:30, στο ανωτέρω εστιατόριο, τακτοποιώντας αρχικά το ψυγείο και εργαζόμενος ακολούθως ως ταμίας σε αυτό, έως πέρατος της λειτουργίας του εν λόγω εστιατορίου κατά κανόνα ώρα 23:00 και κατ’ εξαίρεση έως ώρας 23.30 και παρέδιδε το ταμείο στον Διευθυντή αυτού. Καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο, εντός του έτους 2019, εκτελούσε επιπλέον του νυχτερινού δρομολογίου και ένα ημερήσιο δρομολόγιο με ώρα αναχωρήσεως 10.00, ο ενάγων αναλάμβανε υπηρεσία μισή ώρα προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι, συλλέγοντας τα κλειδιά των καμπινών του εν λόγω πλοίου από τους επιβάτες και έως ώρας 8.00 περίπου ασχολείτο με την καθαριότητα, τακτοποίηση και ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών επιβατών, συνεπικουρούμενος από επίκουρο θαλαμηπόλο και ακολούθως απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση. Από ώρας 12:00 έως ώρας 14:00, απασχολείτο στο ανωτέρω εστιατόριο self-service του πλοίου, εργαζόμενος στην καθαριότητα των τραπεζιών και ακολούθως αναπαύονταν έως ώρας 19:00 περίπου οπότε, αρχικά ασχολείτο με την καθαριότητα, τακτοποίηση και ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών επιβατών, συνεπικουρούμενος από επίκουρο θαλαμηπόλο για διάστημα περίπου 2,5 ωρών, ακολούθως δε απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών. Με την ολοκλήρωση της επιβίβασης, αναλάμβανε υπηρεσία στο εστιατόριο self-service του πλοίου, απασχολούμενος με την καθαριότητα των τραπεζιών, έως πέρατος της λειτουργίας του εν λόγω εστιατορίου και δη κατά κανόνα έως ώρας 23:00 και κατ’ εξαίρεση έως ώρας 23.30. Κατά τις ημέρες κατά τις οποίες, εντός του έτους 2020, το πλοίο εκτελούσε επιπλέον ένα δεύτερο  ημερήσιο  δρομολόγιο με ώρα αναχωρήσεως 10.00, ο ενάγων αναλάμβανε υπηρεσία περί ώρας 06:00, δηλαδή με τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά ή στα Χανιά, κατά περίπτωση και έως ώρας 10:00, οπότε το πλοίο απέπλεε προς εκτέλεση του εν λόγω προσθέτου ημερησίου δρομολογίου, απασχολείτο με την καθαριότητα, τακτοποίηση και ευπρεπισμό των αεροπορικών καθισμάτων του πλοίου και ακολούθως με την υποδοχή των επιβατών. Με την ολοκλήρωση της επιβίβασης, αναπαύονταν έως ώρας 12.00, οπότε αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία ως ταμίας στο ανωτέρω εστιατόριο και εργαζόταν έως ώρας 14:00. Ακολούθως αναπαύονταν και αναλάμβανε εκ νέου υπηρεσία περί ώρας 18:30 ή 19:00, οπότε μέχρι την αναχώρηση του πλοίου (21.30-22.00) προς εκτέλεση του ανωτέρω δρομολογίου του, απασχολείτο με την καθαριότητα των αεροπορικών καθισμάτων και την υποδοχή των επιβατών. Με την ολοκλήρωση της επιβίβασης, όπως ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και όπως περί τούτου κατέθεσε και ο μάρτυράς του απασχολείτο στο ανωτέρω εστιατόριο, εργαζόμενος ως ταμίας έως πέρατος της λειτουργίας του εστιατορίου ήτοι κατά κανόνα έως ώρας 23:00 και κατ’ εξαίρεση έως ώρας 23.30 και παρέδιδε το ταμείο στον Διευθυντή του εστιατορίου. Επιπλέον των ανωτέρω, απεδείχθη ότι ο ενάγων, πλην των χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία το πλοίο πραγματοποιούσε και δεύτερο (ημερήσιο) δρομολόγιο, εκτελούσε και τετράωρες βάρδιες πυρασφάλειας, πάντα ημέρες καθημερινές, κατά τη διάρκεια των οποίων όφειλε τις τρεις ώρες να ευρίσκεται στη ρεσεψιόν του πλοίου. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης εκτελούσε την εν λόγω υπηρεσία μία φορά την εβδομάδα και συνολικά εκτέλεσε αυτήν τέσσερις φορές έκαστο των μηνών Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2019 και δύο φορές κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2013 έως 13.5.2013. Στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης, δεν απεδείχθη ότι εκτέλεσε τοιούτου είδους βάρδια κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2019, διότι το ανωτέρω πλοίο κάθε εβδομάδα πραγματοποιούσε διπλά δρομολόγια, απεδείχθη δε ότι εκτέλεσε δύο τετράωρες βάρδιες κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, ενόψει του ότι το εν λόγω πλοίο την πρώτη και τέταρτη εβδομάδα πραγματοποίησε διπλά δρομολόγια, τέσσερις φορές τον μήνα Οκτώβριο 2019, έξι φορές το μήνα Νοέμβριο 2019 και τρεις φορές κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.2019 έως 15.12.2019. Στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης ο ενάγων εκτέλεσε την εν λόγω υπηρεσία έξι φορές κατά τον μήνα Φεβρουάριο, στα πλαίσια τέλος, της τέταρτης ναυτολόγησης εκτέλεσε την εν λόγω υπηρεσία τέσσερις φορές έκαστο των μηνών Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2020, τέσσερις φορές τον μήνα Ιούλιο και δη προ της ενάρξεως τον διπλών δρομολογών, τον μήνα Αύγουστο δεν εκτέλεσε τοιούτου είδους βάρδιες ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2020 έως 26-11-2020 εκτέλεσε την εν λόγω υπηρεσία πέντε φορές. Στις ανωτέρω κρίσεις του το Δικαστήριο κατέληξε από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, ειδικώς δε οι κρίσεις περί του ότι (α) ο ενάγων απασχολείτο, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, προ της επιβίβασης των επιβατών για την εκτέλεση του νυχτερινού δρομολογίου, επί μισή ώρα με τον έλεγχο των καμπινών και (β) η λειτουργία του ανωτέρω εστιατορίου κατά κανόνα διαρκούσε έως ώρας 23.00 και κατ’ εξαίρεση έως ώρας 23.30, αποδεικνύεται και από την ανωτέρω ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης ………….. ., ο οποίος απασχολήθηκε μεν στο επίδικό πλοίο από 01.02.2021 έως 6-10-2022, πλην όμως προσκομίζεται από την εναγομένη προς απόδειξη των συνθηκών εργασίας, προφανώς διότι οι συνθήκες εργασίας καθόν χρόνο υπηρετούσε στο εν λόγω πλοίο ο ανωτέρω μάρτυρας ήταν όμοιες με αυτές του επιδίκου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, από την ένορκη κατάθεση του ιδίου μάρτυρα …………………, κατά την οποία «…Συγκεκριμένα, την ημέρα που είχαν βάρδια πυρασφάλειας, μένανε εντός του πλοίου και ξεκουράζονταν, με εξαίρεση ένα τρίωρο που έπρεπε να είναι στη ρεσεψιόν του πλοίου…», ενισχύεται η μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ότι η βάρδια πυρασφάλειας διαρκούσε τέσσερις ώρες. Τέλος, ειδικώς καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο, κατά το έτος 2020, εκτελούσε ένα πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, κρίνεται αληθής ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του ενάγοντος και μετά την ολοκλήρωση της επιβίβασης προς εκτέλεση του νυχτερινού δρομολογίου, εργαζόμενος ως ταμίας στο ανωτέρω εστιατόριο, όπως κατέθεσε και ο ανωτέρω μάρτυρας του ενάγοντος, δοθέντος ότι, όπως απεδείχθη και από την ανωτέρω ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης ……….., οι απασχολούμενοι στο πλοίο θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ξεκινούσαν την ημερήσια εργασία τους από το πρωί όπως και ο ενάγων, συνέχιζαν να εργάζονται και μετά την επιβίβαση των επιβατών στα εστιατόρια και μπαρ του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι μόνον ο ενάγων και μάλιστα σε όλα τα ημερήσια δρομολόγια του έτους 2020 δεν εργάζονταν μετά την ολοκλήρωση της επιβίβασης. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο ημερησίως, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών, πέραν του νομίμου ωραρίου που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ήτοι πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, αφού αυτή δεν επαρκούσε, απορριπτομένων του περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης ως αβασίμων στην ουσία τους, ενόψει της συνάρτησης των καθηκόντων του ενάγοντος με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη διαρκή εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η δεύτερη εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα υπ’ αυτής (δεύτερης εναγομένης), ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου υπ’ αυτής (εναγομένης) της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε τα συγκεκριμένα δρομολόγια που αναφέρθηκαν, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου, των χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου, της σταθερής καταβολής σ’ αυτόν από τη δεύτερη εναγόμενη, εργοδότριά του, παγίως κάθε μήνα χρηματικών ποσών, ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και των ποσών που του κατέβαλε για εκτέλεση υπερωριών κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή (δεύτερη εναγομένη) αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης για την εύρυθμη λειτουργία του πλοίου, της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιεγράφηκαν ανωτέρω και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα, ο ενάγων εργαζόταν επί εννέα (9) ώρες καθημερινά εκ των οποίων, η μία (1) ώρα είναι υπερωριακή εργασία τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, ενώ το σύνολό αυτών είναι υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες. Κατά την περίοδο, κατά την οποία εκτελέσθηκαν επιπλέον ημερήσιοι πλόες με αυξημένη επιβατική κίνηση, ο ενάγων προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του απασχολήθηκε επί ένδεκα (11) ώρες καθημερινά, εκ των οποίων, οι τρεις (3) ώρες αποτελούσαν  υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ και οι  ένδεκα (11) ώρες ήταν  υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες. Τέλος, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, το Δικαστήριο οδηγείται σε κρίση ότι ο ενάγων εκτελούσε πέραν του νομίμου ωραρίου και τις ανωτέρω τετράωρες βάρδιες πυρασφάλειας. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία εδέχθη ότι, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ο ενάγων εργαζόταν ημερησίως, συμπεριλαμβανομένης και της βάρδιας πυρασφάλειας επί 10 ώρες ημερησίως και καθόν χρόνο το ίδιο πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο, επί 13 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένης και της βάρδιας πυρασφάλειας, όπως βάσιμα εν μέρει υποστηρίζει η δεύτερη εναγομένη με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, πλην των ημερών που ο ενάγων εκτελούσε και βάρδια πυρασφάλειας, όπως αναλύεται ανωτέρω, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργαζόταν επιπλέον του νομίμου ωραρίου επί τέσσερις ώρες πλέον της ανωτέρω υπερωριακής του απασχόλησης, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, γενομένων εν μέρει δεκτών ως βασίμων στην ουσία τους των πρώτων λόγων αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων. απορριπτομένων κατά τα λοιπά, των ιδίων λόγων ως αβασίμων στην ουσία τους. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων εδικαιούτο ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, τα ακόλουθα ποσά: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2019 έως 13-5-2019: (i)  Κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2019 έως 30-4-2019: α) Για 58 ημέρες καθημερινές και 13 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 606,34 (71 καθημερινές και Κυριακές  Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 71 Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο με βάση τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 για τις καθημερινές και τις Κυριακές), β) για 13 Σάββατα και 4 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 9 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.568,25 ευρώ (17 Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα = 153 ώρες Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες), και (γ) για 12 ημέρες καθημερινές κατά τις οποίες εκτέλεσε βάρδια πυρασφάλειας το ποσό των ευρώ 409,92  (12 Χ 4 ώρες εργασίας υπερωριακά κατά τη βάρδια = 48 ώρες Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής). Και συνολικά κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των ευρώ (606,34 + 1.568,25 + 409,92=) 2.584,51. (ii)  Κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 έως 13-5-2019: α) Για 8 ημέρες καθημερινές και 2 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 85,40 (10 καθημερινές και Κυριακές  Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 10 Χ 8,54 ευρώ=), β) για 2 Σάββατα και 1 αργία, το ποσό των 276,75 ευρώ (3 Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα = 27 ώρες Χ 10,25 ευρώ=), και (γ) για 2 ημέρες καθημερινές που εκτέλεσε βάρδια πυρασφάλειας το ποσό των ευρώ 68,32  (2 Χ 4 ώρες εργασίας υπερωριακά κατά τη βάρδια = 8 ώρες Χ 8,54 ευρώ). Και συνολικά κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των ευρώ (85,40 + 276,75 + 68,32 =) 430,47. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2019 έως 15-12-2019: (i) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2019 έως 12-8-2019: α) Για 17 ημέρες καθημερινές κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο, το ποσό των ευρώ 145,18 (17 καθημερινές  Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 17 Χ 8,54 ευρώ =), β) για 13 ημέρες καθημερινές και 6 ημέρες Κυριακής, κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο, το ποσό των ευρώ 486,78 (19 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρα εργασίας του ημερησίως = 57 Χ 8,54 ευρώ=), γ) για 6 Σάββατα, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 676,50 ευρώ (6 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 66 ώρες Χ 10,25 ευρώ), και συνολικά κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των ευρώ (145,18 + 486,78 + 676,50=) 1.308,46. (ii)  Κατά το χρονικό διάστημα από 13-8-2019 έως 15-12-2019: α) Για 78 ημέρες καθημερινές και 15 Κυριακές, κατά τις οποίες το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε ένα μόνο δρομολόγιο την ημέρα, το ποσό των ευρώ 809,10 (93 καθημερινές και Κυριακές  Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 93 Χ 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο με βάση τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές), β) για 9 ημέρες καθημερινές και 3 Κυριακές, κατά τις οποίες το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε δεύτερο δρομολόγιο την ημέρα, το ποσό των ευρώ 313,20 (12 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρα εργασίας του ημερησίως = 36 Χ 8,70 ευρώ), γ) για 15 ημέρες καθημερινές, κατά τις οποίες, επιπλέον των ανωτέρω ωρών ο ενάγων παρείχε υπηρεσίες βάρδιας πυρασφάλειας, το ποσό των ευρώ 522,00 (15 καθημερινές Χ 4 ώρες ημερησίως= 60 επί 8,70 ευρώ=), δ) για 13 Σάββατα και 4 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι το πλοίο εκτέλεσε μονά δρομολόγια και ο ενάγων εργάσθηκε επί 9 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.597,32 ευρώ (17 Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα = 153 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ 2019 για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες), ε) για 4 Σάββατα του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι το πλοίο εκτέλεσε διπλό δρομολόγιο και ο ενάγων εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως  εκάστη, το ποσό των 459,36 ευρώ (4 Σάββατα Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 44 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες), και συνολικά κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των ευρώ (809,10 + 313,20 + 522,00 + 1.597,32 + 459,36=) 3.700,98, (Γ)  Κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2020 έως 3-3-2020: α) Για 21 ημέρες καθημερινές και 5 ημέρες Κυριακής κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο, το ποσό των ευρώ 226,20 (26 καθημερινές και Κυριακές  Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 26 Χ 8,70  ευρώ), β) Για 6 ημέρες καθημερινές κατά τις οποίες ο ενάγων πέραν της ανωτέρω υπερωριακής του εργασίας εργάστηκε πέραν του νομίμου ωραρίου επί 4 ώρες ημερησίως σε βάρδια πυρασφάλειας, το ποσό των ευρώ 208,80 (6 καθημερινές Χ 4 ώρα εργασίας του ημερησίως = 24 Χ 8,70  ευρώ), γ) για 4 Σάββατα και μία αργία, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 9 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 469,80 ευρώ (5 Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα = 45 ώρες Χ 10,44 ευρώ), και συνολικά κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των ευρώ (226,20 + 208,80 + 469,80 =) 904,80. (Δ)  Κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2020 έως 26-11-2020: α) Για 117 ημέρες καθημερινές και 19 ημέρες Κυριακής κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο, το ποσό των ευρώ 1.183,20 (136 καθημερινές και Κυριακές  Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 136 Χ 8,70  ευρώ), β) για 11 ημέρες καθημερινές και 6 Κυριακές κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε δεύτερο δρομολόγιο, το ποσό των ευρώ 443,70 (17 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρα εργασίας του ημερησίως = 51 Χ 8,70 =), γ) 19 ημέρες καθημερινές, κατά τις οποίες ο ενάγων πέραν της ανωτέρω υπερωριακής του εργασίας εργάστηκε πέραν του νομίμου ωραρίου επί 4 ώρες ημερησίως σε βάρδια πυρασφάλειας, το ποσό των ευρώ 661,20 (19 καθημερινές Χ 4 ώρα εργασίας του ημερησίως = 76 Χ 8,70  ευρώ), δ) για 19 Σάββατα και 3 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 9 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 2.067,12 ευρώ (22 Σάββατα και αργίες Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα = 198 ώρες Χ 10,44 ευρώ), ε) για 5 Σάββατα, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 574,20 ευρώ (5 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 55 ώρες Χ 10,44 ευρώ) και συνολικά κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα το ποσό των ευρώ (1.183,20 + 443,70 + 661,20 + 2.067,12 +  574,20 =) 4.929,42. Συνολικά, για υπερωριακή εργασία καθόλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολογήσεως του ενάγοντος, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των (2.584,51 + 430,47 + 1.308,46 + 3.700,98 + 904,80 + 4.929,42=) 13.858,64. Έναντι του εν λόγω ποσού, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις, η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (7.504,19 + 2.328,36=) 9.832,55 και ως εκ τούτου, ο ενάγων για την εν λόγω αιτία δικαιούται το ποσό των ευρώ (13.858,64 – 9.832,55=) 4.026,09. Το ότι ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή χωρίς κάποια παρατήρηση στις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και στις εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών  του –περί υπερωριακής εργασίας – (ΕΠ 716/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους  σχέση. Εξάλλου, όπως  έχει παγίως νομολογηθεί, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,  χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών, η μη αμφισβήτηση των εγγραφών επ’ αυτών, η μη αμφισβήτηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών και η μη έκφραση παραπόνων από το 2001 για τις αμοιβές που του κατέβαλε η δεύτερη εναγομένη, ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014, Δνη 2015/504, ΕΠ 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία υποστήριξε ότι, στις από 01.07.2019, 02.02.2020 και 02.06.2020 ήτοι στις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ενδίκων εγγράφων συμβάσεων εργασίας που κατήρτισε με τον ενάγοντα, περιελήφθη υπό τον τίτλο «Συμπληρωματικοί όροι» όρος, κατά την ακριβή διατύπωση του οποίου «Κάθε ποσό που καταβάλει Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Η ίδια περαιτέρω υποστήριξε ότι με τον όρο αυτό, συμπεριελήφθη στις ανωτέρω συμβάσεις, ρητή και σαφής συμφωνία ότι, κάθε ποσό που θα καταβάλει η ίδια (δεύτερη εναγόμενη εταιρία) στον ενάγοντα, υπέρτερο των ελαχίστων νομίμων (κατά την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ)  αποδοχών του, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα ναυτικό υπερωρίες. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η ίδια κατέβαλε στον ενάγοντα τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ, νόμιμες αποδοχές και δη κατέβαλλε α) το μισθό ενεργείας, β) το επίδομα Κυριακών 22%, γ) το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, δ) το επίδομα τροφής, (ε) την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές, (στ) την αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες και (ζ) την αμοιβή του για τα διπλά δρομολόγια (εξπρές). Επιπλέον δε των νομίμων αποδοχών του, ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε στον ενάγοντα, χωρίς να έχει υποχρέωση, ως «έκτακτες αμοιβές», τα ποσά των ευρώ 132,03 τον μήνα Φεβρουάριο 2019, 185,99 τον μήνα Μάρτιο 2019, 158,75 τον μήνα Απρίλιο του 2019 58,50 τον μήνα Μάιο 2019, 336,91 τον μήνα Ιούλιο 2019, 482,83 τον μήνα Αύγουστο 2019, 220,72 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019,  216,66 τον μήνα Οκτώβριο 2019, 281.88 τον μήνα Νοέμβριο 2019, 109,43 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, 169,26 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, 10,65 τον μήνα Μάρτιο 2020, 78,46 τον μήνα Ιούνιο 2020, 143,29 τον μήνα Ιούλιο 2020,  235,59 τον μήνα Αύγουστο 2020, 81,02 τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, 88,18 τον μήνα Οκτώβριο 2020 και 71,94 τον μήνα Νοέμβριο 3030 και συνολικά το ποσό των ευρώ 3.062,06, ποσό το οποίο πρέπει, κατά τον ανωτέρω όρο, να συμψηφισθεί με τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος περί καταβολής υπερωριακής αμοιβής. Με την εκκαλουμένη απόφαση, κατόπιν ερμηνείας του ανωτέρω όρου των επίδικων συμβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αφού έγινε δεκτό ότι, τα συμβληθέντα μέρη πράγματι με τον ανωτέρω όρο συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, ακολούθως έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο ανωτέρω ισχυρισμό της δεύτερης εναγομένης και περαιτέρω κρίθηκε ότι, εκ του λόγου τούτου, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό αυτό από την ένδικη αξίωση του ενάγοντος προς καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση. Ήδη ο ενάγων, με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεώς του, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως ερμηνεύτηκε ο ανωτέρω όρος υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και έλαβε χώρα συμψηφισμός των ανωτέρω ποσών με την ένδικη απαίτησή του. Επί του λόγου αυτού εφέσεως θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων, συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Από τις προσκομιζόμενες από 01.07.2019, 02.02.2020 και 02.06.2020, ήτοι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ενδίκων εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης, αποδεικνύεται ότι, όσον αφορά στην δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, συμπεριελήφθη όρος κατά τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Αντίθετα, τέτοιος όρος δεν συμπεριελήφθη στην πρώτη σύμβαση ναυτολόγησης, αφού ούτε η ίδια η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται τούτο. Περαιτέρω, σύμφωνα προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα, δεχόμενο ως βάσιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό της δεύτερης των εναγομένων, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης περί συμβατικού συμψηφισμού της ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος περί καταβολής σε αυτόν του ποσού των ευρώ 4.026,09 για αμοιβή του από την υπερωριακή του απασχόληση, ως ανωτέρω αναλύεται, δυνάμει του αμέσως  ανωτέρω αναφερομένου όρου της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως, με το ποσό των ευρώ 3.062,06, το οποίο αυτή (δεύτερη εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με τον τίτλο, στις αποδείξεις μισθοδοσίας, «έκτακτες αμοιβές», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ 603/2015, ΜονΕφΠειρ 86/2014, ΜονΕφΠειρ 23/2014 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, ως κρίσιμα δε χρονικά διαστήματα για μεν τον υπολογισμό του Δώρου Χριστουγέννων λαμβάνεται το χρονικό διάστημα απασχόληση από 1.5 έως 31.12 για δε του Δώρου Πάσχα λαμβάνεται υπόψη για το χρονικό διάστημα από 1.1 έως 30.4 και όχι ο μέσος όρος των ανά έτος υπερωριών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981 (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Αυτονοήτως δε λαμβάνεται υπόψη, σε περίπτωση περισσότερων συμβάσεων εργασίας, για την εξεύρεση των αναλογούντων σε εκάστη δώρων, εκάστη εξ αυτών. γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 861/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογιστέα δε, είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 164/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων, αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης Α έφεσης, κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο. Επιπλέον, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, δεν συνυπολόγισε το επίδομα ιματισμού, διότι αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387), απορριπτομένου, κατά το σκέλος αυτό του δευτέρου λόγου της υπό στοιχείο Β έφεσης του ενάγοντος. Ενόψει της αποδειχθείσας κατά τα άνω, στα πλαίσια διερεύνησης του πρώτου λόγου των ενδίκων εφέσεων, υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά τον επίδικο χρόνο,  κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμων των σχετικών λόγων αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων, ως αναλύεται ανωτέρω, εσφαλμένος κρίνεται και ο προσδιορισμός του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που αρκεί για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, ο ενάγων εδικαιούτο: (α) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 {[μισθός ενεργείας 1.181,15 €+ επίδομα Κυριακών 259,85 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 587,70 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 425,45 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης (2.584,51 ευρώ υπερωριακή απασχόληση κατά λόγω διάστημα από 2.2.2019 έως 13.5.2019/88 ημέρες απασχόλησης επί 30=) 881,08 =] 3.371,15 δια 2 επί 1/15  επί (88 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 11 οκταήμερα=} 1.236,09 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ, έναντι του οποίου, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 757,85 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (1.236,09 μείον 757,85 =) 478,24 ευρώ. Εν τούτοις, όπως και η εκκαλουμένη απόφαση εδέχθη, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του αξιώνει  για την αιτία αυτή, το ποσό των ευρώ 264,76, το οποίο και ορθώς του επιδικάσθηκε, απορριπτομένων ως αβασίμων των όσων περιέχονται στον δεύτερο λόγο της πρώτης κρινόμενης έφεσης, κατά τον οποίο εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης απόφασης έγινε δεκτό ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ανωτέρω ποσό. (β) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019: (i) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων από 1-5-2019 έως 13-5-2019 οπότε έληξε η πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος: {[μισθός ενεργείας 1.181,15 € + επίδομα Κυριακών 259,85 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 587,70 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 425,45 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 430,47 για υπερωριακή απασχόληση από 1-5-2019 έως 13-5-2019/13 ημέρες εργασίας επί 30=) 993,39=] 3.483,46 επί 2/25 επί (13 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 0,68 δεκαεννιαήμερα=} 189,50, (ii) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων για δεύτερη ναυτολόγηση από 1-7-2019 έως 15-12-2019: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 5.009,44 για υπερωριακή απασχόληση από 1-7-2019 έως 15-12-2019/168 ημέρες εργασίας επί 30=) 894,54=] 3.434,35 επί 2/25 επί (168 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 8,84 δεκαεννιαήμερα=} 2.428,77. Συνολικά, για δώρο Χριστουγέννων 2019, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (2.428,77 + 189,50=) 2.618,27, έναντι του οποίου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη υπό των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.607,52 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (2.618,27 μείον 1.607,52=) 1.010,75 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 986,66 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (γ) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης (904,80 ευρώ υπερωριακή απασχόληση κατά τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησης/31 ημέρες απασχόλησης επί 30=) 875,61=] 3.415,42 δια 2 επί 1/15  επί (31 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 3,87 οκταήμερα=} 440,59 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), έναντι του οποίου, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 269,91 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (440,59 μείον 269,91=) 170,68 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 169,95 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. (δ) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 4.929,42 για υπερωριακή απασχόληση από 1-6-2020 έως 26-11-2020 /179  ημέρες εργασίας επί 30=) 826,16 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 3.365,97 επί 2/25  επί (179 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 9,42 δεκαεννιαήμερα=} 2.536,59 και όχι το ποσό των ευρώ 2.569,63 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, έναντι του οποίου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται υπό των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.563,10 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (2.536,59 μείον 1.563,10=) 973,49. Επομένως, συνολικά για Δώρα Εορτών της επίδικης περιόδου ο ενάγων δικαιούται το ποσό των ευρώ (264,76 + 1.010,75 + 170,68 + 973,49 =) 2.419,68. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του εδέχθη ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 το ποσό των ευρώ 264,76, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κεφάλαιο αυτό, με σκοπό εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης αποφάσεως, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του ενάγοντος κατά το κεφάλαιο τού στο σύνολό της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος λόγος της δεύτερης κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος – εργαζομένου κατά τούτο, ήτοι καθό μέρος ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έπρεπε για την εν λόγω αιτία να του επιδικάσει το ποσό των ευρώ 264,76, πρέπει να απορριφθεί ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι η εκκαλουμένη απόφαση, πράγματι για την εν λόγω αιτία, όπως προελέχθη, δέχθηκε ως οφειλόμενο το ανωτέρω ποσό των ευρώ 264,76. Εν τούτοις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τα λοιπά, διότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των ευρώ 986,66, αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού ευρώ 1.010,75 και για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 το ποσό των ευρώ 169,95, αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού 170,68 ευρώ, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του ιδίου (δευτέρου) λόγου έφεσης, κατά τα λοιπά ως αβασίμου στην ουσία του. Ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κεφάλαιο αυτό, με σκοπό εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης αποφάσεως, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του ενάγοντος κατά το κεφάλαιο αυτό στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 το ποσό των ευρώ 1.006,53, αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού ευρώ 973,49, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κεφάλαιο αυτό, απορριπτομένου του ιδίου (δευτέρου) λόγου έφεσης, κατά τα λοιπά, ως αβασίμου στην ουσία του. Ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κεφάλαιο αυτό, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του και να του επιδικασθεί για την εν λόγω αιτία, ήτοι ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 το ποσό των ευρώ 1.383,24, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Κατόπιν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εναγομένη, ως εργοδότρια του ενάγοντος οφείλει σε αυτόν από τις ένδικες συμβάσεις εργασίας το ποσό των ευρώ 4.026,09 ως διαφορά υπερωριακής απασχόλησης και για αναλογία δώρων εορτών το ποσό των ευρώ 264,76 για Δώρο Πάσχα 2019, το ποσό των ευρώ 170,68 για Δώρο Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 1.010,75 για Δώρο Χριστουγέννων 2019 και το ποσό των ευρώ 973,49 για Δώρο Χριστουγέννων 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ 6.445,77. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής, με την οποία επιδιώκεται υπό του ενάγοντος η ικανοποίηση υπέρογκων αξιώσεων που της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 23), υπό τον τίτλο «Επικουρικά – ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος» αφού ισχυρίσθηκε, παραθέτοντας και σχετική νομολογία, ότι η άσκηση αξίωσης από εκτέλεση εργασίας πάνω από τα νόμιμα όρια, ελέγχεται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και περαιτέρω, επικαλούμενη και νομολογία των Δικαστηρίων κατά την οποία καταχρηστική δύναται να χαρακτηριστεί η εργασία που εκτελέσθηκε, πέραν των νομίμων ορίων, υπό του εργαζομένου παρά τη ρητή προηγούμενη απαγόρευση του εργοδότη, ακολούθως ισχυρίσθηκε ότι με βάση ρητές εντολές της ιδίας (δεύτερης εναγομένης) η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας επί του εν λόγω πλοίου, τελούσε υπό απαρεγκλίτως τηρουμένη διαδικασία που δεν αμφισβητήθηκε υπό του ενάγοντος. Ακολούθως ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του, δημιούργησε σε αυτήν την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες απαιτήσεις του και δη (1) ουδέποτε την όχλησε προς εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, αντίθετα ελάμβανε τις οικειοθελείς παροχές που του κατέβαλε, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα έτερων αξιώσεων, (2) ο ίδιος (ενάγων) παρέλαβε και υπέγραψε ανεπιφύλακτα τις αναλυτικές αποδείξεις του, προφανώς εννοώντας τις αποδείξεις μισθοδοσίας, χωρίς να εκφράσει αντιρρήσεις ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών, οι οποίες του κατετίθεντο σε τραπεζικό του λογαριασμό, υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, με τη σύνταξη δε και υπογραφή υπ’ αυτού των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε αυτήν (δεύτερη εναγομένη) ότι δεν υπάρχουν ώρες εργασίας του που δεν περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, (4) ο ίδιος, ουδέποτε κατά την πολυετή εργασιακή σχέση τους, προέβαλε οιαδήποτε αξίωση, παρά οψίμως, αφού αποχώρησε από την εργασία του άσκησε τις ένδικες αξιώσεις του, ως προς τις οποίες υπήρχε η ανά μισθολογική περίοδος άμεση και ρητή διαβεβαίωση αυτής υπό του ενάγοντος ότι δεν υφίστανται αξιώσεις σε βάρος της και (5) η ίδια καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, του κατέβαλε αποδοχές ανώτερες των νομίμων. Τέλος, ισχυρίσθηκε ότι, το ύψος των ενδίκων απαιτήσεων είναι υψηλό, με αποτέλεσμα να της προκαλείται τεράστιο βάρος, σε μια περίοδο οικονομικά δυσχερή, τυχόν δε καταβολή τους θα έχει δυσβάσταχτες συνέπειες για την ίδια και τους εργαζομένους της. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της δεύτερης εναγομένης, απερρίφθησαν υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως μη νόμιμοι, προεχόντως διότι, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως έκρινε ότι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου, απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως, και με επάλληλη αιτιολογία ότι, αν γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται, κατά νόμο, να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, διότι όπως έκρινε, ο ενάγων, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματος του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του και έτι περαιτέρω ότι η περιγραφόμενη από τη δεύτερη εναγομένη, στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού, στάση του ενάγοντος, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία σε αυτήν της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν εναντίον της αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Με τον υπό κρίση λόγο της πρώτης κρινόμενης έφεσης, η δεύτερη εναγομένη διατείνεται ότι, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή, ο ανωτέρω ισχυρισμός της κρίθηκε ως μη νόμιμος. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος ήδη από τον τίτλο αυτού, κρίνεται ότι ασκήθηκε υπ’ αυτής επικουρικώς και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι θα γίνου δεκτοί οι αγωγικοί ισχυρισμοί, τυγχάνει μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο σκέλος του, ήτοι καθό μέρος η δεύτερη εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι, με βάση ρητές εντολές της η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας, κατά τα ιστορούμενα στις προτάσεις της, τελούσε υπό ορισμένη διαδικασία η οποία ετηρείτο απαρέγκλιτα και δεν αμφισβητήθηκε υπό του ενάγοντος, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει μη νόμιμος διότι, πέραν του γεγονότος ότι δεν παρατίθεται η ορισμένη αυτή διαδικασία η οποία έπρεπε να τηρηθεί προκειμένου να πραγματοποιηθεί υπερωριακή εργασία υπό του ενάγοντος, η δεύτερη εναγομένη δεν αναφέρει ότι, εν προκειμένω, ρητώς απαγόρευσε στον ενάγοντα, προ της παροχής υπ’ αυτού υπερωριακής εργασίας, την παροχή αυτής. Τέτοια αναφορά, υπό της δεύτερης εναγομένης, δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι περιέχεται από την παράθεση υπό της ιδίας, νομολογίας των Δικαστηρίων [κατά την οποία, τυγχάνει καταχρηστική η αξίωση καταβολής αμοιβής για υπερωριακή εργασία που πραγματοποιήθηκε από εργαζόμενο παρά την προηγούμενη ρητή απαγόρευση από τον εργοδότη του], εφόσον εν προκειμένω δεν αναφέρει, ως προεκτέθηκε, ότι αυτή ρητώς απαγόρευσε στον ενάγοντα, προ της παροχής υπ’ αυτού της αποδειχθείσας ανωτέρω υπερωριακής εργασίας, την παροχή της εν λόγω εργασίας και παρά ταύτα ο ενάγων αυτοβούλως παρείχε εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου. Κατά τα λοιπά, τα επικαλούμενα υπό της εναγομένης περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, διότι και υπό την εκδοχή ότι ο ενάγων ρητά διαβεβαίωνε την δεύτερη εναγομένη ανά μισθολογική περίοδο ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος της, όπως η δεύτερη εναγομένη διατείνεται, αυτός (ενάγων), δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του, έστω και αν υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας και τις καταστάσεις υπερωριών, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο ελάχιστα όρια των αποδοχών του (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ.670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος και δη η μη όχληση υπ’ αυτού της δεύτερης εναγομένης ως προς την εξόφληση των ενδίκων απαιτήσεών του, η μη διαμαρτυρία του για τη μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, η υπ’ αυτού (ενάγοντος) λήψη των οικειοθελών παροχών που του κατέβαλε η δεύτερη εναγομένη, καθώς και της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, η υπό του ιδίου (ενάγοντος) παραλαβή και ανεπιφύλακτη υπογραφή των αποδείξεων μισθοδοσίας, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των αμοιβών του, που κατετίθοντο σε τραπεζικό του λογαριασμό, η ανεπιφύλακτη υπ’ αυτού υπογραφή των μηνιαίων καταστάσεων της υπερωριακής του απασχόλησης, η άσκηση των ενδίκων αξιώσεών του με τη λήξη της συνεργασίας του με την δεύτερη εναγομένη, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς οι αιτιάσεις της εναγομένης ότι κατέβαλε στον ενάγοντα υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, άνευ άλλου τινός, δεν οδηγεί σε καταχρηστική εκ μέρους του αξίωση αμοιβής για υπερωριακή του εργασία. Τέλος, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της δεύτερης εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα πρέπει απορριφθεί. Η εναγομένη δια του τρίτου λόγου της ένδικης εφέσεως ισχυρίζεται πέραν των ανωτέρω ότι, η συμπεριφορά του ενάγοντος και δη η από μέρους του διεκδίκηση των ενδίκων απαιτήσεών του, τυγχάνει καταχρηστική και εκ του λόγου ότι, προέβη σε θετικές ενέργειες, οι οποίες της δημιούργησαν την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν υφίστανται και δεν θα ασκήσει απαιτήσεις όπως οι ένδικες, διότι, όπως και ο ίδιος συνομολόγησε, απασχολήθηκε από την δεύτερη εναγομένη επί πολλά έτη, όπερ δεν θα έπραττε, αν υπήρχε το παραμικρό παράπονο. Ο ισχυρισμός, εν τούτοις, αυτός πέραν του γεγονότος ότι προβάλλεται απαραδέκτως κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, εφόσον ως περιστατικό δεν αναφέρθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η δε επικαλούμενη ομολογία του ενάγοντος, κατά τον ίδιο ισχυρισμό καλύπτει μόνον το γεγονός ότι εργάσθηκε στην εναγομένη επί πολλά έτη, κατά το δεύτερο δε σκέλος του ότι δηλαδή δεν θα έπραττε τούτο ο ενάγων αν είχε οιοδήποτε παράπονο σε βάρος της, αποτελεί εκτίμηση της εναγομένης, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσει το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, διότι το γεγονός ότι ο ενάγων, ο οποίος εγείρει αξιώσεις από τη συνεργασία του με την δεύτερη εναγομένη από 2-2-2019 και εφεξής, συνέχισε να ναυτολογείται στο ανωτέρω πλοίο έως την 26-11-2020, δεν είναι ικανό να δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση στην εναγομένη ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τις τυχόν αξιώσεις του από προηγούμενη σύμβαση συνεργασίας, σε κάθε δε περίπτωση η περιγραφόμενη με τον ισχυρισμό αυτό συμπεριφορά του ενάγοντος – εργαζομένου, και αληθής υποτιθέμενη, δεν κρίνεται ότι υπερβαίνει και δη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος του ενάγοντος να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της (επίδομα Δώρου Πάσχα 2019), για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές μείζονες σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 54, 60 εδ. α, 84 παρ. 1, 105, 106 ΚΙΝΔ, 361, 648, 649, 655, 340, 341, 345 Α.Κ., πλην του αιτήματος περί καταβολής της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την επομένη της 31-12-2020, καθόσον κατά το χρόνο λήξεως της τελευταίας των ενδίκων ναυτολογήσεων την 26-11-2020, οπότε από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α Α.Κ., τόκους υπερημερίας (Ολ.Α.Π.39 και 40/2002), δεν είχε καταστεί απαιτητό, πρέπει  να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι  η δεύτερη εναγομένη – εργοδότρια του ενάγοντος και εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου ως έχουσα την επιχειρηματική και οικονομική εκμετάλλευση αυτού κατά το ένδικο διάστημα, οφείλει στον ενάγοντα για διαφορά αναλογίας δώρων Χριστουγέννων των ετών 2019 και 2020, το ποσό των ευρώ 1.010,75 και 973,49, αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των ευρώ (1.010,75 + 973,49=) 1.984,24, εκ των οποίων νομιμοτόκως το ποσό των ευρώ 1.010,75 από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, ήτοι από την 27-11-2020 και το ποσό των ευρώ 973,49, το οποίο αφορά αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από την 1η-01-2021. Περαιτέρω, η ίδια δεύτερη εναγομένη – εργοδότρια του ενάγοντος και εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου κατά το ένδικο διάστημα, πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 4.026,09 για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας που πραγματοποίησε κατά το επίδικο διάστημα, το ποσό των ευρώ 264,76 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2019 και το ποσό των ευρώ 170,68 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 και συνολικά το ποσό των (4.026,09 + 264,76 + 170,68=) 4.461,53 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της λήξεως της τελευταίας των, στο σκεπτικό της παρούσας αναφερομένων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, ήτοι από την 27-11-2020. Περαιτέρω, ενόψει του ότι: (α) από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, οπότε, (β) κατά νομική κυριολεξία, δεν υπάρχει παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται, εκ του νόμου, για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού, δίχως (γ) να υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, (δ) μπορεί ο δανειστής του εφοπλιστή να στραφεί και κατά του κυρίου του πλοίου, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού, (ε) ο κύριος του πλοίου είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των, εκ του εφοπλισμού, απαιτήσεων, με αποτέλεσμα να ενάγεται και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνον για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436), πρέπει, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, χωρίς εν προκειμένω να τίθεται ζήτημα χειροτέρευσης της θέσεως του εκκαλούντος – ενάγοντος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 536 παρ.1 ΚΠολΔ ειδικώς όσον αφορά το Δώρο Χριστουγέννων 2020 που αποδείχθηκε κατά τα άνω ότι οφείλεται στον ενάγοντα, να αναγνωρισθεί ότι δια του ενδίκου πλοίου και έως της αξίας του, υπόχρεη προς την καταβολή του ανωτέρω ποσού των ευρώ  1.984,24, εκ των οποίων νομιμοτόκως το ποσό των ευρώ 1.010,75 από την 27-11-2020 και το ποσό των ευρώ 973,49 που αφορά αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από την 1η-01-2021, τυγχάνει και η πρώτη εναγομένη κυρία του εν λόγω πλοίου. Παράλληλα, η πρώτη εναγομένη – κυρία του ανωτέρω πλοίου, πρέπει να υποχρεωθεί δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.461,53 ευρώ, νομιμοτόκως από την 27-11-2020. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του, υποβληθέντος με το δικόγραφο της πρώτης κρινόμενης έφεσης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, αιτήματος αυτής για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Επιπλέον, ενόψει του ότι με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής με την οποία καθορίσθηκαν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, παρέλκει η εξέταση και του τετάρτου λόγου της δεύτερης κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως προσδιορίσθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως το ύψος της επιδικασθείσας δικαστικής του δαπάνης. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο άσκησηςς ανακοπής ερημοδικίας για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη πρώτη εφεσίβλητη της ανωτέρω δεύτερης εφέσεως ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 501, 502 και 505 παρ.2 εδ. γ του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, ερήμην της πρώτης των εφεσιβλήτων της δεύτερης κρινόμενης έφεσης και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, τις ένδικες εφέσεις.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως, εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης της δεύτερης κρινόμενης έφεσης, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τις ένδικες εφέσεις τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 3117/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή κατά τα λοιπά.

Αναγνωρίζει ότι, αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων εννιακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (ευρώ 1.984,24), εκ των οποίων νομιμοτόκως το ποσό των χιλίων δέκα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (ευρώ 1.010,75) από την 27-11-2020 και το ποσό των εννιακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (ευρώ 973,49) από την 1η-01-2021.

Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων την πρώτη εναγομένη κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (4.461,53 ευρώ), νομιμοτόκως από την 27-11-2020.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων(400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 28 Ιουνίου 2023

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ