Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 383/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     383/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………….για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.    ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην ……… Αττικής, οδός ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην ……… Αττικής, οδός ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……., ο . οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «……………….», που εδρεύει στον Πειραιά, Κ. Παλαιολόγου αριθ. 11.           

Β. TΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ., ο . οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «…………….», που εδρεύει στον Πειραιά, Κ. Παλαιολόγου αριθ. 11.           

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:          1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην …………. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Σταμούλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 24-12-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ ……/28-12-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά του εφεσίβλητου στην Α έφεση – εκκαλούντος στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την παραπάνω διαδικασία, η με αριθ. 3115/2021 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της τελευταίας ως άνω απόφασης παραπονούνται: α) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες με την κρινόμενη από 5-7-2022 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …/5-7-2022 έφεσή τους (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 26-10-2022 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./29-11-2022 έφεσή του (υπό στοιχείο Β), οι οποίες, με τις υπ’ αριθ. …./403/6-7-2022 και …./685/29-11-2022 πράξεις, αντιστοίχως, ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 5-7-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../5-7-2022 έφεση των ανώνυμων εταιριών 1) «………..» και 2) «…………», κατά του ………… και β) από 26-10-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/29-11-2022 έφεση του ανωτέρω εφεσίβλητου κατά των ανωτέρω εκκαλουσών, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3115/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 24-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …/28-12-2020 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση), είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στη Β έφεση / εφεσίβλητος στην Α’ έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, την οποία κατήρτισε με την πρώτη εναγόμενη, ναυτολογήθηκε την 1η-9-2018 στο λιμάνι του Πειραιά με την ειδικότητα του Υποναύκληρου στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΜΣΔ» (αριθ. νηολογίου Πειραιά ……), χωρητικότητας 10.755,60 κόρων και εργάσθηκε συνεχώς στο πλοίο αυτό (εξαιρουμένων των χρονικών διαστημάτων από 8-3-2019 έως 8-4-2019 και από 8-9-2019 έως 7-10-2019 που του χορηγήθηκαν άδειες μηνιαίας διάρκειας) μέχρι την 24η-2-2020, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Ότι κάθε φορά κατά την πρόσληψή του συμφωνείτο ότι ως προς την αμοιβή του και τους λοιπούς όρους παροχής της εργασίας του η σύμβασή του θα διέπεται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, όπως θα ισχύει κατ’ έτος. Ότι κατά την πρόσληψή του την 1-9-2018 την πλοιοκτησία του πλοίου είχε η πρώτη εναγόμενη, ενώ από την 30η-7-2019, λόγω μεταβίβασης του πλοίου από την πρώτη εναγόμενη στη δεύτερη εναγόμενη ως ομάδα περιουσίας και επιχειρήσεως, την πλοιοκτησία του είχε η τελευταία. Ότι από την προσφορά των υπηρεσιών του στο ως άνω πλοίο κατά την επίδικη περίοδο πλοιοκτησίας του από την πρώτη εναγόμενη (1-1-2019 έως 29-7-2019), διατηρεί απαιτήσεις κατά της τελευταίας, συνολικού ύψους 10.381,78 ευρώ (για αμοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, επιδόματα εορτών, αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις),  για τις οποίες ευθύνεται εις ολόκληρον και η δεύτερη εναγόμενη μέχρι την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασής του σ’ αυτήν, διότι γνώριζε τότε ότι το πλοίο αποτελούσε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας και αναδέχθηκε έτσι εκ του νόμου το άνω χρέος της τελευταίας. Ότι, ακόμη, από την προσφορά των υπηρεσιών του στο άνω πλοίο κατά την επίδικη περίοδο πλοιοκτησίας του από τη δεύτερη εναγόμενη, διατηρεί ανάλογες απαιτήσεις κατά της τελευταίας συνολικού ύψους 11.196,88 ευρώ, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσό στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 10.381,78 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 24η-2-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.196,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 24η-2-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρο εκάστη, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.825,94 ευρώ (η δεύτερη μέχρι την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης) και επιπλέον, τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.803,16 ευρώ, τα δε άνω ποσά εντόκως από την επομένη της λήξης της επίδικης εργασιακής σχέσης (24-2-2020) και ειδικότερα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα μέχρι την επίδοση της αγωγής και έκτοτε με το νόμιμο τόκο επιδικίας. Επίσης, καταδίκασε τις εναγόμενες, εις ολόκληρο εκάστη, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 150,00 ευρώ και τη δεύτερη εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 300,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως.

4. Οι διατάξεις του Α.Ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, κυρωθείς  με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με συνέπεια, όπως συνάγεται έμμεσα, να εξακολουθεί αυτός να ισχύει (Εφ.Πειρ. 739/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διέπουν τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του άνω  νόμου ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 περί «Ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του νόμου, παρά το ότι  ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως, αντίθετα, περιείχε ο  προϊσχύων νόμος  3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (Φ.Ε.Κ. Α’ 125/18.5.1955), ο οποίος, στο άρθρο 42 παρ. 3, όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (Α.Π. 87/2000, ΕλλΔνη 2000, 967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 50). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άνω νόμου (1876/1990) για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της  και έτσι  οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς να τίθεται νόμιμος περιορισμός ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας,  σύμφωνα με το  άρθρο 12 του ν 1876/1990. Ωστόσο ανέκυψε διαφωνία και διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις  ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη ΣΣΝΕ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του Α.Ν. 3276/1944, που όριζε ότι  «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της καθώς  και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των άνω οργανώσεων και δεσμεύει πλέον  εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική  σύμβαση (Α.Π. 1702/1991, ΕλλΔνη 1992, 1606, Α.Π. 1905/1987, ΕλλΔνη 1988, 1387,  Α.Π. 1263/1987, Ε.Ε.Ν. 1988, 669, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 120/2019, Εφ.Πειρ. 205/2019, Εφ.Πειρ. 755/2019, δημοσιευμένες όλες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά). Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας με απόφασή του, η οποία αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και κατά συνέπεια δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν δε από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους με τους  όρους της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς  κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 Α.Κ, μόνο για το μέλλον (Εφ.Πειρ. 376/2017, Εφ.Πειρ. 177/2016, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επί αυτού, ωστόσο, πρέπει να λεχθεί ότι  η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (Εφ.Πειρ. 498/2008, Ε.Ν.Δ. 2008, 281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, από την οποία, ακριβώς, απορρέει, αυτοτελώς, η δέσμευση των συμβληθέντων μερών, ήδη από το χρόνο κατάρτισής της, το οποίο συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, που καθορίζεται επιτρεπτά και χωρίς κρατική παρέμβαση, από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικά προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας, χωρίς μάλιστα να υφίσταται αντίθεση  στη ρύθμιση του άρθρου 2 Α.Κ, αυτό διότι η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα, δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα σύμφωνα με το  άρθρο 361 Α.Κ, τα μέρη. Παρόμοια εξάλλου νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας περιέχει το άρθρο 9  του ν. 1876/1990 (Α.Π. 43/2017, 1107/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 453/1995, ΕλλΔνη 1996, 652).  Έτσι  η παρεχόμενη με  το άρθρο 5 παρ. 1 του Α.Ν.  3276/1944 στον αρμόδιο Υπουργό (ΥΕΝ) νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ,  αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν  συμπράξει  στη  σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να αρχίζει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την άνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση επέκτασης αναδρομικά των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίστηκε, απλά, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από  την επέκτασή της και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του άνω Α.Ν., επιτρέποντας τον, μη ετεροκαθοριζόμενο, ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον  δίνεται έγκυρα στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους, αρκεί να μην είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 376/2016, Εφ.Πειρ. 285/2015, Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 591/2014, Εφ.Πειρ. 842/2014, Εφ.Πειρ. 719/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Μάλιστα, ο ίδιος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω  ζήτημα της χρονικής ισχύος των ΣΣΝΕ, ως προς το οποίο προέκυψε, όπως προελέχθη, διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 3276/1944 (Α’ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή / και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη  διάταξη αυτή  διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α’ του Α.Ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη  εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (Ολ.Α.Π. 1/2014, 22/1997 και 10/1990). Κατά συνέπεια, με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ,  παύει άμεσα  αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της.  Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ,  το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι μπορούν  οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν και να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης ΣΣΝΕ, ακόμα και μέλλουσας  (Α.Π. 692/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα  και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό διότι  είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ.  το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (Α.Π. 1109/2017, Α.Π. 1150/2017, Α.Π. 51/2017 Α.Π. 251/2012, Α.Π. 1494/2010, Α.Π. 637/2004, Εφ.Πειρ. 720/2015, Εφ.Θεσ. 262/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΝΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (Α.Π. 773/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση, σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (Α.Π. 256/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αριθ. 124, σ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει και αυτό διότι,  στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει τα μέρη η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (Α.Π. 874/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 567/2004, Ε.Ε.Δ. 2005, 589, Εφ.Αθ. 6808/1994, Δ.Ε.Ν. 1995, 665). Ωστόσο, για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι τότε θα ισχύει, είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (Α.Π. 277/2009, Ε.Ε.Δ. 2010, 1353, Α.Π. 860/2010, Δ.Ε.Ν. 2010, 1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ, εωσότου συναφθεί νέα (ΣΣΝΕ), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Είναι, επομένως, πραγματικό ζήτημα το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (Α.Π. 515/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο θα κρίνει επί αυτού κατά πρώτον με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως  το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (Εφ.Πειρ. 234/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 160/2015, Εφ.Πειρ. 740/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

5. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή στο σημείο αυτό επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο ενάγων κατάρτισε με την πρώτη εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία σύμβαση ναυτικής εργασίας στις 1-9-2018, δυνάμει της οποίας ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα  του Υποναύκληρου στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο της «ΜΣΔ» και παρέμεινε ναυτολογημένος έως 7-3-2019 οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας έως 7-4-2019», ναυτολογήθηκε ξανά στις 9-4-2019 και παρέμεινε ναυτολογημένος έως 7-9-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας έως 7-10-2019, ναυτολογήθηκε ξανά στις 8-10-2019 και παρέμεινε ναυτολογημένος έως 24-2-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Για τις άνω ναυτολογήσεις του τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται από τις εναγόμενες, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε «κλειστός», ενώ περιλήφθηκαν σ’ αυτές όροι κατά τους οποίους «ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας» και «εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων». Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά, τα οποία προκύπτουν εξ εγγράφων και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, λαμβανομένων υπόψη και όσων εκτέθηκαν στην υπ’ αριθ. 4 άνω νομική σκέψη, η από 9-4-2019 σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος διέπεται από την κυρωθείσα με την απόφαση Υ.Ε.Ν. 2242.5-1.5/56040/2019 (Φ.Ε.Κ. 3170/12-8-2019) ΣΣΝΕ 2019, η οποία καταρτίστηκε στις 8-7-2019, αφενός λόγω της αναδρομικής υποχρεωτικής ισχύος της άνω ΣΣΝΕ από της κυρώσεώς της, ακόμα και στους τρίτους μη συμβληθέντες  και αφετέρου λόγω της συμβατικής πρόβλεψης ισχύος της, αφού από το κείμενο της ατομικής σύμβασης του ενάγοντος προκύπτει σαφώς  η παραπομπή αυτών στην εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Εξάλλου, κατά το έτος 2019 ο ενάγων και οι εναγόμενες ανήκαν στα συμβληθέντα στη σύναψη της άνω ΣΣΝΕ μέρη, ο μεν ενάγων ως μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Ε.Ν. που ανήκει στην συμβληθείσα Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία, υπέρ της οποίας οι εναγόμενες παρακρατούσαν κάθε μήνα από τις αποδοχές του την εισφορά αυτού, οι δε εναγόμενες ως μέλη  του συμβληθέντος  Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας. Ζήτημα ανακύπτει για την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ στις περιόδους ναυτολόγησής του από 1-1-2019 έως 7-3-2019 και από 9-4-2019 έως 12-8-2019 (όταν δημοσιεύτηκε η ΣΣΝΕ έτους 2019), καθώς και στην περίοδο ναυτολόγησής του από 1-1-2020 έως 24-2-2020, οπότε η ΣΣΝΕ έτους 2019 είχε λήξει. Από την εκτίμηση των προσκομισθέντων από τους διαδίκους  έγγραφων αποδεικτικών μέσων (οι ενόρκως βεβαιούντες ουδέν περί των ισχυουσών ΣΣΝΕ  αναφέρουν), συγκεκριμένα τα έντυπα των σχετικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, τις αποδείξεις πληρωμής των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος σε συνδυασμό με το με αριθμό Ε13713 ναυτικό φυλλάδιο αυτού, αποδεικνύεται ότι τα συμβληθέντα μέρη είχαν σαφώς παραπέμψει ως προς την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ  στην ισχύουσα κατά το έτος 2019 ΣΣΝΕ η οποία είχε προβλεφθείσα λήξη στις  31-12-2019.  Αυτό διότι στις εγγράφως καταρτισθείσες άνω ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του  υπήρχε ρητή αναφορά ως προς το ύψος του μισθού στη Συλλογική Σύμβαση, ενώ και στις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος,  δίπλα από τον μισθό αναγραφόταν «Συλλογική Σύμβαση». Μάλιστα για το έτος 2019 η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε αναδρομικά στον ενάγοντα την αύξηση των αποδοχών του βάσει της ΣΣΝΕ του έτους 2019, αναπροσαρμόζοντας αυτές, ενώ και μετά την 31-12-2019, οπότε έληξε η ισχύς της ως άνω ΣΣΝΕ, εξακολούθησε να καταβάλει το σύνολο των αποδοχών του που του κατέβαλε και πριν τη λήξη της ισχύος της ΣΣΝΕ αυτής, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζει. Επομένως  ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος με τη ΣΣΝΕ 2019 για τα επίμαχα άνω χρονικά διαστήματα, για τα οποία, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, η άνω ΣΣΝΕ κατέστη περιεχόμενο της ατομικής του σύμβασης και όχι η ατομική σύμβαση αυτή καθαυτή, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους.

6. Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. ………/31-5-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος απόδειξης ………… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ….., που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. τις υπ’ αριθ. …/25-5-2021 και …../25-5-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……. και την από 25-5-2021 γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων και πρόσκληση του ενάγοντος κατά των εναγόμενων) και της υπ’ αριθ. …./4-11-2021  ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος ανταπόδειξης ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……………….., που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. …./27-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …………… και την από 27-10-2021 κλήση εξέτασης μαρτύρων των εναγόμενων κατά του ενάγοντος), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρος, χωρίς από μόνο του το γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος τυγχάνει αντίδικος της εναγόμενης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Εφ.Πατρ. 698/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: H πρώτη εναγόμενη είναι ναυτιλιακή εταιρία, στην πλοιοκτησία της οποίας ανήκε το υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΜΣΔ», αριθ. νηολογίου Πειραιά …., ολικής χωρητικότητας 10.755,60 κόρων, ΔΔΣ ….., μήκους 145,90μ, πλάτους 23,2 μ, έτους ναυπήγησης 2011, μεταφορικής ικανότητας 2.400 επιβατών και 430 οχημάτων, το οποίο αυτή  μεταβίβασε λόγω πώλησης, στις 30-7-2019, στη δεύτερη εναγόμενη. Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την 1η-9-2018 στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα του υποναύκληρου και εργάσθηκε συνεχώς σ’ αυτό μέχρι την 7η-3-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Ακολούθως, δυνάμει νεότερης σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του ιδίου και της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ίδια ειδικότητα και όρους και παρείχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστημα από 9-4-2019 έως 7-9-2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Τέλος, δυνάμει νεότερης σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ του ιδίου και της δεύτερης εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ίδια ειδικότητα και όρους και παρείχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστημα από 8-10-2019 έως 24-2-2020, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου. Οι μηνιαίες αποδοχές του συμφωνήθηκαν οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε, ενώ ορίσθηκε ότι στο μηνιαίο μικτό αυτού μισθό συμπεριλαμβάνονταν μισθός ενεργείας, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτου και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και κάθε επίδομα που προβλεπόταν από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Σύμφωνα με τα από 26-10-2018 και με αρ. πρωτ. ……………./2018 και από 29-7-2019 και με αρ. πρωτ. ………/2019 έγγραφα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δυνάμει των αναλυτικά αναφερόμενων σε αυτό συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, το επίδικο πλοίο εκτελούσε τακτικά δρομολόγια στις γραμμές: α) Πειραιά – Πάρο – Νάξο – Θήρα και β) Πειραιά – Πάρο – Νάξο – Ίο – Θήρα για τις χρονικές περιόδους από 1-1-2018 έως και την 31-10-2019 και από 1-1-2019 έως και 31-10-2020. Ειδικότερα, τη Δευτέρα και το Σάββατο το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά στις 7.25 για Πάρο (όπου έφτανε στις 11.40 και τους καλοκαιρινούς μήνες στις 11.25), Νάξο (που έφτανε στις 12.40 και τους καλοκαιρινούς μήνες στις 12.30) και Σαντορίνη (όπου έφτανε στις 14.55 και τους καλοκαιρινούς μήνες στις 14.50). Από Σαντορίνη αναχωρούσε στις 15.30 για Νάξο (άφιξη στις 18.00), Πάρο (άφιξη στις 19.15) και Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 23.25 και τους καλοκαιρινούς μήνες στις 23.15. Το καλοκαιρινό δρομολόγιο ίσχυε από 9-6-2019 ως 15-9-2019 και ήταν το προαναφερθέν για όλες τις ημέρες τις εβδομάδας και όχι μόνο της Δευτέρας και του Σαββάτου. Την περίοδο 1- 1-2019 ως 8-6-2019 και 7-10-2019 ως 31-10-2019 το πλοίο προσέγγιζε και στην Ίο κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή. Την Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Κυριακή οι ώρες άφιξης και αναχώρησης από τους υπόλοιπους λιμένες παρέμεναν ίδιες, το πλοίο προσέγγιζε την Ίο στις 14.05 και τη Σαντορίνη στις 15.10, από όπου αναχωρούσε στις 15.30. Την Παρασκευή το πλοίο ακολουθούσε ακριβώς το ίδιο δρομολόγιο με εκείνο της Δευτέρας και του Σαββάτου, ενώ προσέγγιζε την Ίο στην επιστροφή στις 16.25, με αναχώρηση στις 16.40. Από 1-11-2019 ως 24-2-2019 τα δρομολόγια ήταν τα ίδια, εκτός ότι το πλοίο προσέγγιζε την Ίο Τετάρτες και Παρασκευές στο δρομολόγιο της επιστροφής (16.40). Ανεκτέλεστα παρέμειναν τα δρομολόγια των ακόλουθων ημερών ναυτολόγησης του ενάγοντος 1-1-2019, 10-1-2019 (απαγορευτικό), 15-1-2019 (απαγορευτικό), 25-1-2019 (απαγορευτικό), 05-2-2019 (απαγορευτικό), 14-2-2019 (απαγορευτικό), 24-2-2019 (απαγορευτικό), 25-2-2019 (απαγορευτικό), 28-4-2019 (Πάσχα), 1-5-2019 (απεργία Π.Ν.Ο.), 3-7-2019 (απεργία Π.Ν.Ο.), 14-12-2019 (απαγορευτικό), 22-12-2019 (απαγορευτικό), 25-12-2019 (Χριστούγεννα), 29-12-2019 (απαγορευτικό), 30-12-2019 (απαγορευτικό), 1-1-2020 (Πρωτοχρονιά), 2-1-2020 (απαγορευτικό), 6-1-2020 (απαγορευτικό), 7-1-2020 (απαγορευτικό), 8-1-2020 (απαγορευτικό), 18-2-2020 (απεργία Π.Ν.Ο.), ήτοι 22 ημέρες. Επιπλέον, από 26-5-2019 έως 1-6-2019 και από 31-1-2020 έως 1-2-2020, ήτοι συνολικά επί 9 ημέρες, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, καθώς εκτελούνταν σ’ αυτό εργασίες επισκευής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα άνω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του ως υποναύκληρου, προκειμένου αφενός να βοηθάει το ναύκληρο στην άσκηση των καθηκόντων του και αφετέρου να επιβλέπει την ορθή εκτέλεση των εργασιών των ναυτών, εργαζόταν μαζί με τους τελευταίους στις εργασίες απόπλου, κατάπλου και φορτοεκφόρτωσης οχημάτων στο γκαράζ, σε όλα τα δρομολόγια κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, ενώ επέβλεπε και τις εργασίες καθημερινής καθαριότητας και συντήρησης των χώρων του πλοίου. Την εργασία του ξεκινούσε κατά την πρωινή φόρτωση του γκαράζ του πλοίου, κατά τη διάρκεια της ημέρας συνέχιζε με επίβλεψη των εργασιών καθαριότητας και συντήρησης των καταστρωμάτων και γκαράζ, ενώ κατά τους χρόνους άφιξης στα λιμάνια, συμμετείχε στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης και στην προετοιμασία κατάπλου. Η θέση του κατά τον απόπλου και τον κατάπλου ήταν στην πλώρη, στα χειριστήρια των αγκυρών, ενώ το stand by αυτού κατά την άφιξη σε όλα τα νησιά των δρομολογίων ήταν περίπου μισή ώρα. Εργαζόταν σε όλα τα λιμάνια των δρομολογίων και επιπλέον στα λιμάνια Πάρου, Νάξου, Ίου και Θήρας, όπου μετά τη φόρτωση και αφού τελείωνε από την πλώρη και τις άγκυρες, πήγαινε στο επάνω γκαράζ Ι.Χ. οχημάτων για εκφόρτωση και λίγο πριν την απόδεση του πλοίου επέστρεφε στην πλώρη για τις άγκυρες, μέχρι και την ασφαλή απομάκρυνση από το λιμάνι. Μετά τον κατάπλου, αφού ολοκληρωνόταν η εκφόρτωση, επέβλεπε το πλύσιμο του πλοίου και την καθαριότητα των εξωτερικών χώρων αυτού, καθώς και τυχόν εργασίες συντήρησης και επισκευής. Κατά τις περιόδους που το πλοίο ήταν σε ακινησία λόγω εργασιών συντήρησης ή επισκευής, επέβλεπε και βοηθούσε τα συνεργεία που δούλευαν. Επιπλέον, κάθε δεύτερη ημέρα έκανε βάρδια πυρασφάλειας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε τη δυνατότητα παραμονής στην καμπίνα του. Τα άνω καθήκοντά του εκτείνονταν και πέραν της προβλεπόμενης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων που διενεργούσε το πλοίο και της συνάρτησης της εργασίας του με την ιδιαιτερότητα εξωτερικών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Στην επιστασία καταστρώματος του άνω πλοίου, σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος των εναγόμενων ….. (η οργανική σύνθεση του πληρώματος δεν προσκομίζεται απ’ αυτές), υπηρετούσαν ο πλοίαρχος, ο ύπαρχος, ο υποπλοίαρχος, δυο ανθυποπλοίαρχοι, ένας ναύκληρος, δυο υποναύκληροι (συμπεριλαμβανομένου του ενάγοντος), δώδεκα ναύτες, δυο ναυτόπαιδες και ένας δόκιμος πλοίαρχος. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται ακόμη και εάν στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος καταστρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβάσιμα υπολαμβάνουν οι εναγόμενες, γεγονός άλλωστε που συνομολογείται από τις εναγόμενες (άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ.) και ενισχύεται ιδιαίτερα από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, από τους οποίους προκύπτει ότι του καταβάλλονταν κάθε μήνα χρηματικά ποσά για «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόληση «Σάββατα και αργίες», αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Αμφισβήτηση όμως εγείρεται εκ μέρους των εναγόμενων ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησης αυτής και το ύψος της αξιούμενης, για την αιτία αυτή, απαίτησης και υποστηρίζεται ότι τα ποσά που κατέβαλε σ’ αυτόν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, καλύπτουν πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση. Για την εργασία του ενάγοντος βεβαίωσε ο μάρτυρας απόδειξης ……………. (ναύτης στο άνω πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος, ο οποίος βρίσκεται σε αντιδικία με τις εναγόμενες), όσο και ο μάρτυρας ανταπόδειξης …….. (ναύτης στο άνω πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ο οποίος εξαρτάται εργασιακά από τη δεύτερη εναγόμενη), διαφοροποιούνται όμως ως προς τη χρονική διάρκεια της εργασίας του και τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα. Ειδικότερα, ο άνω μάρτυρας απόδειξης καταθέτει, μεταξύ άλλων α) αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, ότι ο ενάγων, κάθε μέρα, δύο ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου από τον Πειραιά, δηλαδή από τις 5.30’ το πρωί, βρισκόταν στο γκαράζ του πλοίου για να φορτώνει και παράλληλα να δίνει οδηγίες και να επιβλέπει την όλη διαδικασία, ότι αμέσως μετά πήγαινε στην πλώρη του πλοίου για τον απόπλου μέχρι και την ασφαλή απομάκρυνσή του από το λιμάνι, ότι από τις 8.00’ π.μ. περίπου και μέχρι τις 11.00’ π.μ, δηλαδή μισή ώρα πριν φτάσει το πλοίο στο πρώτο λιμάνι του δρομολογίου, ο ενάγων συνήθως ξεκουραζόταν, ενώ από τις 11.00 το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ δούλευε συνεχόμενα, γιατί κάθε τρία τέταρτα με μία ώρα έπιαναν λιμάνι, ότι μισή ώρα πριν την άφιξη σε κάθε λιμάνι ο ενάγων έπρεπε να βρίσκεται στην πλώρη του πλοίου για το χειρισμό της άγκυρας, ότι μετά κατέβαινε στο γκαράζ για τη φορτοεκφόρτωση και μετά ξαναπήγαινε στην πλώρη για τον απόπλου, μέχρι και την ασφαλή απομάκρυνση του πλοίου από το κάθε λιμάνι, ότι στα ενδιάμεσα λιμάνια του δρομολογίου το πλοίο παρέμενε πολύ λίγο, από ένα τέταρτο μέχρι μισή ώρα και όλη αυτή την ώρα ο ενάγων, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα, ήταν “στο πόδι” για την εκφόρτωση και τη φόρτωση του πλοίου, ότι, έτσι, από τις έντεκα το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ, η εργασία του ενάγοντος ήταν συνεχόμενη, γιατί μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες απόπλου από το ένα λιμάνι ξεκινούσε η ετοιμότητα για τον κατάπλου στο επόμενο, ότι παράλληλα και πάνω στο ταξίδι, κυρίως από τη Νάξο μέχρι τη Σαντορίνη, οι ημερήσιοι ναύτες (“ντεϊμάνηδες”) μαζί με τους υποναυκλήρους και το ναύκληρο, έκαναν και εργασίες συντήρησης όπου υπήρχε ανάγκη, ότι στο ταξίδι της επιστροφής, όταν τελείωνε η ετοιμότητα απόπλου από το τελευταίο λιμάνι, δηλαδή την Πάρο, ο ενάγων πήγαινε για ξεκούραση μέχρι μία ώρα πριν την άφιξη στον Πειραιά, δηλαδή από τις οκτώ μέχρι τις δέκα και μισή το βράδυ, ότι στις δέκα και μισή ξεκινούσε η ετοιμότητα κατάπλου στον Πειραιά και ο ενάγων πήγαινε στην πλώρη για το χειρισμό της άγκυρας, ότι αμέσως μετά τον κατάπλου και το δέσιμο του πλοίου στον Πειραιά, κατέβαινε στο γκαράζ για την εκφόρτωση και αμέσως μετά ξεκινούσε τις εργασίες καθαριότητας με τους ναύτες, ότι το πλοίο είχε τέσσερα γκαράζ και ένα πατάρι που όλα αυτά τα σκούπιζαν και τα έπλεναν, ότι, ακόμη, έπλεναν όλο το πλοίο εξωτερικά, τους διαδρόμους, τα εξωτερικά καταστρώματα, (καθίσματα, τζάμια, κουπαστές κλπ) τις σκάλες, μάζευαν και πετούσαν τα σκουπίδια κλπ, ότι τις εργασίες καθαριότητας τις τελείωναν γύρω στις 02.00’ το πρωί, οπότε μετά είχαν λίγο χρόνο για ξεκούραση μέχρι τις 05.30’ που ξεκινούσε και πάλι η φόρτωση, ότι κάθε δεύτερη ημέρα ο ενάγων ήταν και ασφάλεια του πλοίου, και παράλληλα έκανε και μικροσυντηρήσεις, όπου υπήρχε ανάγκη, με αποτέλεσμα, το λιγότερο που δούλευε κάθε ημέρα, ήταν 15 ώρες και β) αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα περί τα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου 2019 που το πλοίο σταμάτησε τα δρομολόγια για να κάνει επισκευή, ότι ο ενάγων δούλευε επί 10 ώρες κάθε μέρα, δηλαδή από τις 8.00’ το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα. Από την άλλη, ο άνω μάρτυρας ανταπόδειξης καταθέτει, μεταξύ άλλων α) αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, ότι ο ενάγων έπιανε δουλειά στις 06:00 που ξεκινούσε η φόρτωση οχημάτων στο πλοίο μέχρι 07:25 που αυτό είχε αναχώρηση, ότι στις 11 ο ενάγων έπιανε πάλι δουλειά στην πλώρη, στις άγκυρες, ότι το stand by αυτού σε όλα τα νησιά των δρομολογίων ήταν περίπου μισή ώρα, ότι από 12:00 έως 12:40 ο ενάγων είχε κενό και έπαιρνε το μεσημεριανό του, ότι στις 12:40 που είχαν άφιξη στη Νάξο ο ενάγων έπαιρνε τη θέση του στην πλώρη στις άγκυρες για μισή ώρα, ότι από Νάξο μέχρι Ίο έκαναν εργασίες συντήρησης στο πλοίο (καθαριότητα, βαψίματα τοπικά, κλπ.), ότι εάν δεν έπιανε Ίο το πλοίο η εργασία του ενάγοντος σταματούσε μισή ώρα πριν φθάσουν στη Σαντορίνη, όπου είχε το χειρισμό των αγκυρών στον κατάπλου – απόπλου για μισή ώρα, ότι στην επιστροφή ο ενάγων είχε το stand by της Νάξου για μισή ώρα και το stand by της Πάρου για μισή ώρα και πάλι στις άγκυρες, ότι κατά τη διάρκεια παραμονής του πλοίου στα λιμάνια Πάρου, Νάξου, Ίου και Θήρας μετά την πρόσδεση, ο ενάγων, αφού τελείωνε από την πλώρη και τις άγκυρες, πήγαινε στο επάνω γκαράζ IX οχημάτων για εκφόρτωση και λίγο πριν την απόδεση του πλοίου επέστρεφε στην πλώρη για τις άγκυρες, ότι φθάνοντας Πειραιά έπαιρνε μέρος στην εκφόρτωση μέχρι τις 12.00 το αργότερο και έπειτα πήγαινε για ξεκούραση, ότι δεν έκανε καθαριότητα στο γκαράζ με τους ναύτες και ότι όταν είχε βάρδια πυρασφάλειας, κοιμόταν στο πλοίο. Και β) αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα από 26-5-2019 έως 1-6-2019 και από 31-1-2020 ως 1-2-2020 που το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο λόγω επισκευών, ότι ο ενάγων, όπως όλο το πλήρωμα, παρέμενε στην επισκευή με ωράριο ντεϊμάνη, από 08.00 ως 18.00 με δύο ώρες διάλειμμα για φαγητό και καφέ, καθόσον η κουζίνα έμεινε ανοιχτή κατά τη διάρκεια της επισκευής για τις ανάγκες του πληρώματος. Με βάση τα προεκτεθέντα και ιδίως: α) τις συνθήκες και τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις σε ενδιάμεσα λιμάνια, β) τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και τα Σάββατα και τις αργίες και γ) τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησης του ενάγοντος, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούνταν κατά μέσον όρο, κατά τα επίδικα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, επί δώδεκα ώρες ημερησίως όταν το άνω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και επί δέκα ώρες ημερησίως όταν αυτό ήταν ακινητοποιημένο και όχι δεκαπέντε ώρες όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται, ούτε οκτώ ώρες όταν το πλοίο ήταν σε ακινησία, όπως οι εναγόμενες αβάσιμα ισχυρίζονται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ε, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια ο ενάγων παρείχε τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ, όταν το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο, δυο ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές και Κυριακές και δέκα ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Εξάλλου α) το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσαν οι εναγόμενες, δια του προεστημένου οργάνου τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (Εφ.Πειρ. 54/2022, 34/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 452/2010, Εφ.Πειρ. 768/2003, αδημ.). β) Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από τις εναγόμενες και επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του, ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, ο τελευταίος ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του, λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά πέραν των υπερωριών που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, ενώ η ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 Α.Κ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), γ) Οι ώρες απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης προς εργασία του ναυτικού στο πλοίο, όπως σε περίπτωση απονομής σ’ αυτόν επιμέρους καθηκόντων εφόσον εκδηλωθεί πυρκαγιά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160, π.ρ.βλ. και Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π. 230/2016, Εφ.Λαμ. 12/2017, Τ.Ν.Π.). Κατόπιν όλων αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο άνω πλοίο καθημερινά κατά μέσο όρο, επί έντεκα ώρες όταν αυτό πραγματοποιούσε δρομολόγια και επί δέκα ώρες κατά μέσον όρο όταν αυτό ήταν σε ακινησία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το μέρος που δέχθηκε κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του άνω πλοίου μια λιγότερη ώρα μέσης υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, ήτοι συνολικά 3 ώρες υπερωριακής εργασίας του τις καθημερινές και Κυριακές και 11 ώρες υπερωριακής εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες. Επομένως, πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, κατά το σχετικό μέρος του, να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένου αντίστοιχα του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόμενων, κατά το μέρος του με το οποίο αυτές ισχυρίζονται ότι ο ενάγων εργαζόταν ημερησίως επί οκτώ ώρες κατά μέσον όρο, είτε το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια είτε ήταν σε ακινησία λόγω επισκευών ή άλλου λόγου. Μετά ταύτα ο ενάγων δικαιούται: α) ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2019 έως 7-3-2019, από 9-4-2019 έως 29-5-2019 και από 8-6-2019 έως 29-7-2019: 1) για τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε πλόες: i) για 24 Σάββατα και 3 αργίες του ως άνω χρονικού διαστήματος, χωρίς να υπολογισθεί η αργία της 1-5-2019 που δεν εκτελέσθηκε το δρομολόγιο λόγω απεργίας της Π.Ν.Ο, το ποσό των (27 ημέρες X 12 ώρες υπερωριακής εργασίας X 10,80 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 3.499,20 ευρώ, ii) για 138 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω χρονικού διαστήματος, χωρίς να υπολογισθεί η 3-7-2019 που δεν εκτελέσθηκε το δρομολόγιο λόγω απεργίας της Π.Ν.Ο, το ποσό των (138 ημέρες X 4 ώρες X 9 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 4.968,00 ευρώ, 2) για τις ημέρες που το πλοίο δεν εκτέλεσε πλόες: i) για το Σάββατο 1-6-2019 και την αργία 6-6-2019 το ποσό των (2 ημέρες X 10 ώρες υπερωριακής εργασίας X 10,80 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 216,00 ευρώ, ii) για 6 καθημερινές και μία Κυριακή, του ως άνω χρονικού διαστήματος, το ποσό των (7 ημέρες X 2 ώρες X 9,00 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 126,00 ευρώ και συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ποσό των 8.809,20 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών το ποσό των 3.455,40 ευρώ και για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 2.909,98 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.365,38 και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού (8.809,20 – 6.365,38) 2.443,82 ευρώ, β) ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση κατά τα χρονικά διαστήματα από 30-7-2019 έως 7-9-2019 και από 8-10-2019 έως 24-2-2020: 1) για 26 Σάββατα και 5 αργίες του ως άνω χρονικού διαστήματος, το ποσό των (31 ημέρες X 12 ώρες υπερωριακής εργασίας X 10,80 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 4.017,60 ευρώ, 2) για 145 καθημερινές και Κυριακές, του ως άνω χρονικού διαστήματος, χωρίς να υπολογισθεί η 18-2-2020 που δεν εκτελέσθηκε το δρομολόγιο λόγω απεργίας της Π.Ν.), το ποσό των (145 ημέρες X 4 ώρες X 9 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%) 5.220,00 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 9.237,60 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών το ποσό των 3.505,21 ευρώ και για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 2.893,54 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.398,75 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού (9.237,60 – 6.398,75) 2.838,85 ευρώ. Σημειωτέον ότι και κατά τις προαναφερθείσες δεκαεννέα μη συνεχόμενες ημέρες προσωρινής ακινησίας του πλοίου εξαιτίας απαγορευτικού λόγω καιρού ο ενάγων εργάσθηκε επί 10ωρο ημερησίως και δη από ώρα 08:00 έως ώρα 18:00, δεδομένου ότι κατά τις ημέρες αυτές δεν σταματούσε η λειτουργία του πλοίου, καθόσον τόσο το πλήρωμα όσο και πολλοί επιβάτες που είχαν οχήματα στο γκαράζ παρέμεναν εντός του πλοίου αναμένοντας την άρση του απαγορευτικού, ενώ πραγματοποιούνται από το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος και εργασίες συντήρησης και απολύμανσης που δεν ήταν δυνατό να γίνουν κατά τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε πλόες, εργασίες των οποίων η επίβλεψη ανήκε στα καθήκοντα του ενάγοντος υποναύκληρου, όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες (βλ. σελ. 12, στιχ. 21 της έφεσής τους) και ενισχύεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας και απ’ όσα κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης   ………, μη αποδεικνυόμενου ότι μεσολαβούσαν δυο ώρες διάλειμμα αυτού για φαγητό και καφέ, κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν προσδιορίστηκε χρονικά. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.            

7. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νόμιμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (Α.Π. 516/2017, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 361/2013, Εφ.Πειρ. 391/2009, Εφ.Πειρ. 429/2008, Εφ.Πειρ. 30/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, παρ. 9, σ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (Εφ.Πειρ. 369/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο αυτό ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές  μόνο στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 234-2022, Εφ.Πειρ. 743/2022, Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 185/2012, Εφ.Πειρ. 471/2011, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Εξάλλου, εάν υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

8. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεών του, οι εναγόμενες, κατά το σχετικό ισχυρισμό τους (ένσταση), κατέβαλαν σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 865,42 ευρώ έως και 29-7-2019 και έκτοτε και έως 24-2-2020 συνολικού ύψους 178,59 ευρώ. Ειδικότερα, του κατέβαλαν: η πρώτη εναγόμενη 30,21 ευρώ τον Ιανουάριο 2019, 27,28 ευρώ το Φεβρουάριο, 9,01 ευρώ το Μάρτιο, 40,48 ευρώ τον Απρίλιο, 41,42 ευρώ το Μάιο, 36,65 ευρώ τον Ιούνιο και 680,37 ευρώ τον Ιούλιο και η δεύτερη εναγόμενη 2,02 ευρώ τον Ιούλιο 2019, 38,88 ευρώ τον Αύγουστο 2019, 6,18 ευρώ το Σεπτέμβριο 2019, 23,99 ευρώ τον Οκτώβριο 2019, 34,25 ευρώ το Νοέμβριο 2019, 29,64 ευρώ το Δεκέμβριο 2019, 23,10 ευρώ τον Ιανουάριο 2020 και 20,53 ευρώ το Φεβρουάριο 2020. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου της από 18-3-2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ, δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσαν οι εναγόμενες εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις των εναγόμενων προς τον ενάγοντα. Άλλως, βέβαια, θα τίθετο το ζήτημα εάν στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος προβλεπόταν ρητά ότι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες των νόμιμων, θα καλύπτουν την υπερωριακή αμοιβή, οπότε, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, οι εργοδότριες εναγόμενες θα είχαν τη δυνατότητα να προβούν στο συμψηφισμό αυτών με τις υπόλοιπες αμοιβές του, περιορίζοντας μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση) της εναγόμενης, ως παραδεκτά προβληθέντα και ακολούθως δέχθηκε αυτόν ως ουσιαστικά βάσιμο, με το σκεπτικό ότι προέκυψε ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά (έκτακτες αμοιβές) με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (άρθρα 361 και 440 Α.Κ. και 262 Κ.Πολ.Δ.) και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις (συμβάσεις ναυτικής εργασίας ενάγοντος), κατά το βάσιμο σχετικό πρώτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του.             9. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά (Εφ.Πειρ. 213/2023, Εφ.Πειρ. 315.2023, Εφ.Πειρ. 149/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 284/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα έχμασης (άρθρο 30 της άνω ΣΣΝΕ, Εφ.Πειρ. 73/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το ειδικό επίδομα υποναυκλήρου (άρθρο 8 αριθ. 6 της άνω ΣΣΝΕ).

10. Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν ο μισθός ενεργείας, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το ειδικό επίδομα υποναυκλήρου, το μηναίο αντίτιμο τροφής, το μηνιαίο επίδομα αδείας και οι μέσοι όροι αμοιβής του για υπερωριακή εργασία και για έχμασης οχημάτων, ενόψει και του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, που δεν αμφισβητείται άλλωστε από τις εναγόμενες – εκκαλούσες. Υπό τα άνω δεδομένα, οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονται σε 4.636,18 ευρώ [1.245,82  ευρώ μισθός ενεργείας + 274,08 ευρώ επίδομα  Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 15,00 ευρώ ειδικό επίδομα υποναυκλήρου + 445,33 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας (ως κρίθηκε πρωτόδικα και το ύψος των αποδοχών αυτών δεν αμφισβητείται) + 565,51 ευρώ μέσος όρος επιδόματος έχμασης (ως κρίθηκε πρωτόδικα και το ύψος του μέσου όρου του επιδόματος αυτού δεν αμφισβητείται ορισμένα ως προς τον τρόπο υπολογισμού του) + 1.454,40 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (4 ώρες πέραν του νόμιμου οκταώρου τακτικώς παρεχόμενη υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές Χ 9 ευρώ / ώρα Χ 26 ημέρες μηνιαίως) 936,00 ευρώ + (12 ώρες τακτικώς παρεχόμενη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα Χ 10,80 ευρώ / ώρα Χ 4 Σάββατα μηνιαίως) 518,40 ευρώ = 4.636,18 ευρώ]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, δεδομένου ότι εργάστηκε από 1-1-2019 έως 7-3-2019 και από 9-4-2019 έως 30-4-2019: 4.636,18 ευρώ / 2 Χ 1/ 15 για κάθε οκταήμερο εργασίας = 154,54 ευρώ Χ 11 οκταήμερα (88 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά τα άνω χρονικά διαστήματα : 8) = 1.699,94 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 959,62 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 740,32 ευρώ. Β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, δεδομένου ότι εργάστηκε από 1-5-2019 έως 29-7-2019 : 4.636,18 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας = 370,89 ευρώ Χ 4,73 δεκαεννιαήμερα  (90 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2019 έως 29-7-2019 / 19) = 1.754,31 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 998,94 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 755,37 ευρώ. Γ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, δεδομένου ότι εργάστηκε από 30-7-2019 έως 7-9-2019 και από 8-10-2019 έως 31-12-2019: 4.636,18 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας = 370,89 ευρώ Χ 6,57 δεκαεννιαήμερα  (125 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 30-7-2019 έως 7-9-2019 και από 8-10-2019 έως 31-12-2019 / 19) = 2.436,75 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.358,17 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.078,58 ευρώ. Και Δ) για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, δεδομένου ότι εργάστηκε από 1-1-2020 έως 24-2-2020: 4.636,18 ευρώ / 2 Χ 1/ 15 για κάθε οκταήμερο εργασίας = 154,54 ευρώ Χ 7 οκταήμερα (56 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά το άνω χρονικό διάστημα : 8) = 1.081,78 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 959,62 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 122,16 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε μικρότερα ποσά στον ενάγοντα για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020, υπολογίζοντας μικρότερο όγκο υπερωριακής εργασίας, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του. Όμως ο λόγος αυτός έφεσης, κατά το μέρος με το οποίο ο ενάγων παραπονείται για εσφαλμένη μη επιδίκαση μεγαλύτερου μέσου όρου αμοιβής για έχμαση οχημάτων, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι ο ενάγων δεν διευκρινίζει πως προκύπτει το αιτούμενο μεγαλύτερο ποσό μέσου όρου σχετικής αμοιβής του. Ακόμη, με βάση όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο παραπονούνται ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί ο μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας και ο μέσος όρος επιδόματος έχμασης.

10. Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας ΣΣΝΕ «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή».             11. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες παραπονούνται επειδή η εκκαλουμένη δέχθηκε τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι του οφείλουν τη νόμιμη αποζημίωση για 10,99 διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε εντός των ενδίκων χρονικών διαστημάτων από 1-1-2019 έως 7-3-2019 και από 9-4-2019 έως 29-7-2019 και για 10,54 διανυκτερεύσεις τις οποίες στερήθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-8-2019 έως 7-9-2019 και από 8-10-2019 έως 24-2-2020 και ακολούθως για την επιδίκαση σ’ αυτόν ως σχετική αποζημίωση του συνολικού χρηματικού ποσού των (509,08 + 426,91) 935,99 ευρώ, μετ’ αφαίρεση α) για το χρόνο ναυτολόγησής του μέχρι 29-7-2019 των δυο διανυκτερεύσεων που κρίθηκε ότι πράγματι του χορηγήθηκαν στις 14-1-2019 και στις 17-7-2019 και β) για το χρόνο ναυτολόγησής του από 29-7-2019 των τριών διανυκτερεύσεων που κρίθηκε ότι πράγματι του χορηγήθηκαν στις 19-11-2019, στις 12-12-2019 και στις 12-2-2020.  Ειδικότερα, ισχυρίζονται α) ότι ο ενάγων διανυκτέρευε σπίτι του κάθε δεύτερο βράδυ, καθώς είχε βάρδια πυρασφάλειας κάθε δεύτερη μέρα κατά τη διάρκεια της νύχτας, οπότε η παρουσία του στο πλοίο κατά τη διάρκεια της νύχτας απαιτείτο μόνο τις 15 από τις 30 περίπου ημέρες του μήνα και τις υπόλοιπες 15 ήταν ελεύθερος να πάει σπίτι του, όπως και πράγματι έκανε, όπως βεβαίωσε ένορκα και ο μάρτυρας ανταπόδειξης …….., β) ότι η πρώτη εξ αυτών δεν όφειλε άδεια διανυκτέρευσης στον ενάγοντα για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2019, κατά τους οποίους αυτός έλαβε άδεια, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην αγωγή του και γ) ότι για το διάστημα από 29-7-2019 έως 24-2-2020 η δεύτερη εξ αυτών στην πραγματικότητα όφειλε στον ενάγοντα 7 άδειες διανυκτέρευσης (1 για τον Αύγουστο και από 2 για Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το δικόγραφο της αγωγής και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος προκύπτει ότι πράγματι στις 7-3-2019 ο τελευταίος έλαβε άδεια ενός μηνός και επομένως ορθά έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη ότι του οφείλονται 8,99 άδειες διανυκτέρευσης για το διάστημα μέχρι 29-7-2019. Επίσης, στις 7-9-2019 και στις 24-2-2020 ο ενάγων έλαβε άδεια ενός μηνός και επομένως ορθά έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη ότι του οφείλονται 7,54 άδειες διανυκτέρευσης για το διάστημα από 29-7-2019 και εντεύθεν. Έναντι των άνω αδειών που δικαιούταν για το χρόνο ναυτολόγησής του μέχρι 29-7-2019 ο ενάγων έλαβε δυο άδειες (στις 14-1-2019 και στις 17-7-2019) και για το χρόνο ναυτολόγησής του από 29-7-2019 έλαβε τρεις άδειες (στις 19-11-2019, 12-12-2019 και 12-2-2020). Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι ο ενάγων έλαβε όλες τις νόμιμες διανυκτερεύσεις, καθώς διανυκτέρευε στο σπίτι του στη Νίκαια Πειραιά κάθε δεύτερο βράδυ που δεν είχε βάρδια πυρασφάλειας, πλην όμως ο ισχυρισμός τους αυτός δεν επιβεβαιώνεται από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, του οποίου αυτές δεν προσκόμισαν πλήρη αντίγραφα για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, με τις συνημμένες αιτήσεις του ενάγοντος για διανυκτέρευση και τις σχετικές εγγραφές από τον πλοίαρχο, ούτε προσδιόρισαν τις ημερομηνίες κατά τις οποίες ισχυρίζονται ότι χορηγήθηκαν οι διανυκτερεύσεις. Όμως, εάν πράγματι είχαν χορηγηθεί οι νόμιμες διανυκτερεύσεις στον ενάγοντα, θα ήταν αναμενόμενο να είχε καταχωρηθεί τούτο στο ημερολόγιο του πλοίου και να είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως επιτάσσει άλλωστε η παρ. 3 του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης άνω ΣΣΝΕ, προς κατοχύρωση των εναγόμενων εργοδοτών ότι έλαβαν χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση οι επικαλούμενες διανυκτερεύσεις (Εφ.Πειρ. 403/2021, ό.α., Εφ.Πειρ. 50/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αλλά και για λόγους ασφάλειας των πλόων του πλοίου, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, καθώς και για αποδεικτικούς λόγους (Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Το γεγονός ότι το πλοίο διανυκτέρευε στο λιμάνι του Πειραιά δεν αρκεί για την απόδειξη ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα κατέστη δυνατή και η διανυκτέρευση του ενάγοντος στο λιμάνι αυτό (Εφ.Πειρ. 50/2016, Εφ.Πειρ. 213/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πολύ περισσότερο αν συνεκτιμηθεί και ο περιορισμένος χρόνος που μεσολαβούσε από το πέρας των καθηκόντων του μετά τον κατάπλου στον Πειραιά και την ολοκλήρωση των διαδικασιών πρόσδεσης, της εκφόρτωσης και των εργασιών καθαριότητας που επακολουθούσαν, μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του νωρίς το επόμενο πρωί για την προετοιμασία της φόρτωσης και του απόπλου. Ενόψει αυτών, οφείλεται στον ενάγοντα η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε), για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και για δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες της ναυτολόγησής του. Έτσι, για την πρώτη άνω περίοδο της ναυτολόγησής του (επί της άνω περιόδου πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης) ο ενάγων δικαιούται για την άνω αιτία το ποσό των [(1.245,82 : 22) 56,62 Χ 8,99] 509,08 ευρώ και για τη δεύτερη άνω περίοδο της ναυτολόγησής του (επί της άνω περιόδου πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης) δικαιούται το ποσό των  [(1.245,82 : 22) 56,62 Χ 7,54] 426,91 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, οφείλονται στον ενάγοντα τα ίδια άνω ποσά, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ο πέμπτος λόγος της έφεσης των εναγόμενων – εκκαλουσών, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

12. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ, στην οποία ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.…», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος, οφείλει, για την πληρότητα του δικογράφου, σύμφωνα με τα άρθρα 111, 117, 118 και 216 Κ.Πολ.Δ, να αναφέρει (και αν αμφισβητηθούν να αποδείξει), τα εξής στοιχεία: α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κ.λπ, β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής και ότι το γεγονός τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος (Εφ.Πειρ. 699/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν αποτελεί όμως στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου που απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (Α.Π. 318/2008, ΕλλΔνη 2009, 482, Α.Π. 684/1993, ΕλλΔνη 1994, 1306, 610, Εφ.Αθ. 9083/1990, ΕλλΔνη 31,1519). Για τη δημιουργία της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ’ αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π. 1179/2020, Α.Π. 1995/2014, Α.Π. 451/2012, Α.Π. 909 και 910/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π. 829/2003, Α.Π. 91/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 699/2020, efeteio-peir.gr). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π. 1129/1983, Νο.Β. 32, 667, Α.Π. 424/1995, Εφ.Πειρ. 207/2011, Εφ.Πειρ. 372/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 403/2021, Εφ.Πειρ. 699/2020, Εφ.Πειρ. 596/2018, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρία (Εφ.Πειρ. 699/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 596/2018, ό.α, 726/2010, Ε.Ν.Δ. 2010, 435, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης,  με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικά σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης (Α.Π. 409/2020, Α.Π. 1987/2014, Α.Π. 909/2010, Α.Π. 1948/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γέννησής τους να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π. 1154/1998, ΕλλΔνη 1998, 1572, Εφ.Πειρ. 545/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, υπ’ άρθρο 479, αριθ. 21, 22). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 Α.Κ. (Α.Π. 161/2010, Εφ.Πειρ.207/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 776/2003, ΕλλΔνη 2005, 163, Εφ.Πειρ. 668/2019, Εφ.Πειρ. 596/2018, www.efeteio-peir.gr). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ. 403/2021, Εφ.Πειρ. 699/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 668/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 596/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 582/2014, Εφ.Θεσ. 424/2008, Εφ.Αθ. 6812/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

13. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος από τις άνω αιτίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (2.443,82 + 740,32 + 755,37 + 509,08) 4.448,59 ευρώ για τις επίδικες περιόδους από 1-1-2019 έως 7-3-2019, από 9-4-2019 έως 29-5-2019 και από 8-6-2019 έως 29-7-2019 κατά τις οποίες πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου ήταν η πρώτη εναγόμενη και στο συνολικό ποσό των (2.838,85 + 1.078,58 + 122,16 + 426,91) 4.466,50 ευρώ για τις επίδικες περιόδους από 30-7-2019 έως 7-9-2019 και από 8-10-2019 έως 24-2-2020 κατά τις οποίες πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου ήταν η δεύτερη εναγόμενη, εκ των οποίων το δεύτερο ποσό υποχρεούται να του καταβάλει η δεύτερη εναγόμενη ως πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου από 30-7-2019 και εντεύθεν, ενώ το πρώτο υποχρεούνται να του καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρον έκαστη και δη η πρώτη υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου έως 30-7-2019 και η δεύτερη μέχρι την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης, επειδή κατά την άνω ημερομηνία το αγόρασε από την πρώτη εναγόμενη, εν γνώσει της ότι αυτό αποτελούσε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας (αφού το έτερο Ο/Γ πλοίο «BC1», Ν.Π. ……., πλ. 23,20μ, μήκ. 142,5μ, έτους ναυπήγησης 2000 που ανήκε στην πλοιοκτησία της ήταν μικρότερης εμπορικής αξίας) και αναδέχθηκε έτσι σωρευτικά εκ του νόμου το χρέος της τελευταίας, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, όπως κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγόμενης με τον έκτο λόγο της έφεσής της. Τα άνω ποσά υποχρεούνται να καταβάλουν εντόκως οι εναγόμενες στον ενάγοντα από την επομένη της λήξης της εργασιακής σχέσης του (24-2-2020), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας όσον αφορά το χρονικό διάστημα μέχρι την επίδοση της αγωγής και έκτοτε με το νόμιμο τόκο επιδικίας, όπως ορθά κρίθηκε πρωτόδικα, καθώς δεν συντρέχει περίπτωση εύλογης αντιδικίας για την εφαρμογή της αιτηθείσας εξαίρεσης του άρθρου 346 εδ. δ’ και ε’ Α.Κ. ως προς τον τόκο επιδικίας για το τελευταίο αυτό διάστημα (Α.Π. 175/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τον όγδοο λόγο της έφεσής τους.

14.  Με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες επαναφέρουν τον ισχυρισμό που πρόβαλαν πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του τους προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι παράλογες, υπερβολικές και διογκωμένες. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο ενάγων παρέμεινε επί 16 συναπτά έτη ναυτολογημένος στο άνω πλοίο τους – που ως επί τω πλείστον εκτελούσε ένα από τα πιο εύκολα ημερινά δρομολόγια της ακτοπλοΐας (Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Ίος – Σαντορίνη), διάρκειας περί τις 16 ώρες – χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές τους ως εργοδοτών, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τις διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενες–εκκαλούσες, παρότι επικαλούνται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητούν ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχουν εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος των εναγόμενων, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στις εργοδότριές του εναγόμενες, οι οποίες θα τις ενέκριναν και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση των εναγόμενων κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έβδομος λόγος της έφεσής τους, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

15. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Α έφεση των εναγόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος τους, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Β έφεση του ενάγοντος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πειρ. 178/2023, Εφ.Πειρ. 139/2023, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή η από 24-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚ ……/28-12-2020 αγωγή [η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στις υπ’ αριθ. 4, 7, 9, 10, 12 νομικές σκέψεις στην αρχή της παρούσας, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 648 επ, 653, 655, 481 επ, 479, 340, 341, 345, 346 Α.Κ, 53, 54, 60, 84 Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958), 176, 180 Κ.Πολ.Δ.] και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 4.448,59 ευρώ [η δεύτερη μέχρι την αξία του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΜΣΔ» κατά τον άνω χρόνο της μεταβίβασής του (30-7-2019)] και η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.466,50 ευρώ, τα δε άνω ποσά εντόκως, από την επομένη της λήξης της εργασιακής σχέσης του (24-2-2020) και δη με το νόμιμο τόκο υπερημερίας όσον αφορά το χρονικό διάστημα μέχρι την επίδοση της αγωγής και έκτοτε με το νόμιμο τόκο επιδικίας. Επίσης, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία την Α έφεση.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 3115/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 24-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ ……../28-12-2020 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει α) τις εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (4.448,59), τη δεύτερη μέχρι την αξία του πλοίου «ΜΣΔ» κατά το χρόνο της μεταβίβασης (30-7-2019) και β) τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων, τετρακοσίων εξήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (4.466,50), τα δε άνω ποσά εντόκως, από την επομένη της λήξης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος (24-2-2020), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας όσον αφορά το χρονικό διάστημα μέχρι την επίδοση της αγωγής και έκτοτε με το νόμιμο τόκο επιδικίας.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ, εκ των οποίων τριακόσια (300,00) ευρώ υποχρεούνται να καταβάλουν οι εναγόμενες εις ολόκληρο και τριακόσια (300,00) υποχρεούται να καταβάλει αποκλειστικά η δεύτερη εναγόμενη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ