Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 347/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης   347/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(2Ο Τμήμα)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και  Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη-Εισηγήτρια, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ………. που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του  πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Ι. Δούλφη  (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ….. που προσκόμισε το με αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ με την από 19-10-2022 δήλωση.

Των εφεσιβλήτων: 1) Αλλοδαπής δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «……», με έδρα το …………, που έχει εγκαταστήσει παράρτημα στο …….. και υποπαράρτημα επί της ……….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) ………., που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρου τους Γεώργιο Π. Ζούρο (Δ.Σ. Πειραιώς με Α.Μ. …. που προσκόμισε το με αριθμ. Α …… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).

Ο εκκαλών  άσκησε την από 16-6-2021 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2021, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 3757/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τακτικής διαδικασίας (με την οποία αναγκαστικά συμπροσβάλλεται η με αριθμ. 4984/2018 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), η οποία έφεση εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ. 3757/2020  οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (με την οποία αναγκαστικά συμπροσβάλλεται η με αριθμ. 4984/2018 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) που εκδόθηκε αντιμωλίαν κατά την τακτική διαδικασία ,ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθότι η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-6-2021, ενώ δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1, περ β, 516 παρ.1 και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό πενήντα ευρώ (150,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. …………… ηλεκτρονικό παράβολο και το από 17-6-2021 έγγραφο για την επιτυχή εκτέλεση πληρωμής του).

IΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, δικηγόρος κατ’ επάγγελμα, με την από 26-4-2015  (με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2015) αγωγή τακτικής διαδικασίας την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επικαλούμενος την παράνομη και χωρίς σπουδαίο λόγο αποβολή του ως εταίρος από την πρώτη εναγομένη, ήδη πρώτη εφεσίβλητη δικηγορική εταιρία που εδρεύει στο ……… που διατηρεί παράρτημα στην Ελλάδα, του οποίου παραρτήματος εκπρόσωπος και διαχειριστής εταίρος είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη δεύτερος εφεσίβλητος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, ζήτησε, όπως παραδεκτώς περιόρισε τα αιτήματα της αγωγής από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 5.463.556,77 ευρώ, άλλως το ποσό των 5.063.556,77 ευρώ και επικουρικώς το ποσό των 519.920 ευρώ, όπως τα εν λόγω κονδύλια λεπτομερώς εκτίθενται. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 4984/2018 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να προσκομιστεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το περιεχόμενο του ισχύοντος αγγλικού δικαίου, ή γνωμοδότηση νομομαθούς αναφορικά με τα τεθέντα στην ως άνω απόφαση ζητήματα. Ακολούθως, μετά από κλήση του εκκαλούντος η υπόθεση εκ νέου εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του αφού ανακάλεσε τη μη οριστική με αριθμ. 4984/2018 απόφαση παρέπεμψε την υπόθεση σε διαιτησία στο Λονδίνο. Ήδη με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για λόγους που ειδικότερα εκτίθενται, συνιστάμενοι σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η ασκηθείσα με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2015 αγωγή και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 309 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντά σε πρόταση για ανάκληση και όταν ακόμη αυτή υποβάλλεται με τρόπο παραδεκτό. Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, αλλά δεν αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για τη βασιμότητα του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού. Τούτο συμβαίνει, και όταν η απόφαση στο σκεπτικό της ρητώς απορρίπτει μια από τις περισσότερες βάσεις της αγωγής, ως μη νόμιμη, και εξαιτίας αυτού δεν θέτει θέματα απόδειξης για την βάση αυτή, ενώ για τις υπόλοιπες, που έκρινε παραδεκτές και νόμιμες, θέτει θέματα απόδειξης για τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν, αναβάλλοντας την έκδοση της  οριστικής απόφασης, μέχρι η υπόθεση να καταστεί ώριμη για  οριστική κρίση. Και στην περίπτωση αυτή, που η απόφαση αποφαίνεται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση, δε μπορεί να ανακληθεί μετά τη δημοσίευσή της από το δικαστήριο που την εξέδωσε, ενώ κατά το μέρος που δεν κρίνει οριστικά, μπορεί, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθεί σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που την εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση (Α.Π. 1344/2021, ο.π. ΑΠ 964/2020, ΑΠ 687/2019 δημ σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Ειδικότερα, δεν είναι οριστική απόφαση εκείνη η οποία έκρινε την αγωγή ή κάποια ένσταση νόμιμη και διέταξε αποδείξεις, οπότε μπορεί να ανακληθεί μετά από το Δικαστήριο που την εξέδωσε, όταν επιλαμβάνεται της υπόθεσης κατά κάποιο νόμιμο τρόπο, πράγμα που συμβαίνει και στην περίπτωση που εισάγεται κλήση για να συζητηθεί στην ουσία η υπόθεση, αν αυτό (το Δικαστήριο) κρίνει, ότι η αγωγή ή η ένσταση πάσχει νομικά και έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη ή νομικά αβάσιμη. Aντίθετα είναι οριστική και συνακόλουθα μη υποκείμενη σε ανάκληση, εκείνη η απόφαση που σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων αγωγικών αιτημάτων ή περισσότερων σωρευομένων (κυρίως ή επικουρικώς) αγωγικών βάσεων, ή σε περίπτωση προβολής εκ μέρους των εναγομένων ενστάσεων, κρίνει και απορρίπτει (έστω και εσφαλμένα) κάποιο από τα σωρευόμενα αιτήματα ή τις σωρευόμενες αγωγικές βάσεις ή τις ενστάσεις (ΕφΑθ 659/2012, Δνη 2013, σελ. 1059).

IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο εκκαλών προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και δη, των διατάξεων των άρθρων 308 και 309 του ΚΠολΔ, εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι παρά το γεγονός ότι με τη με αριθμ. 4984/2018 μη οριστική απόφασή του, απορρίφθηκε η προτεινόμενη από τους εφεσίβλητους ένσταση υπαγωγής της διαφοράς στην διαιτησία ως ουσιαστικά αβάσιμη και αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να προσκομιστεί από την επιμελέστερο των διαδίκων νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθούς αναφορικά με το ισχύον αγγλικό δίκαιο για τα ειδικότερα οριζόμενα ζητήματα, εντούτοις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά την εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιόν του με τη με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2019 κλήση, δέχθηκε το υποβληθέν από τους εφεσίβλητους αίτημα για την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης και την σχετική ανωτέρω ένσταση και παρέπεμψε την υπόθεση σε διαιτησία στο Λονδίνο. Από την παραδεκτή, εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της  δίκης και όσα ανωτέρω αναφέρονται, πράγματι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 4984/2018 μη οριστική απόφασή του, είχε ερευνήσει και είχε απορρίψει στην ουσία της την προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησίας, ήτοι είχε εκδώσει απορριπτική απόφαση επί προβληθείσας ένστασης, η οποία παρά το γεγονός ότι δε διατυπώνεται στο διατακτικό, περιέχεται ρητά και με σαφήνεια στο σκεπτικό αυτής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμ. 3757/2020 οριστική του απόφαση, το οποίο ανακάλεσε την ως άνω απόφασή του και παρά την αρχική απόρριψη της ένστασης, τη δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη παραπέμποντας την υπόθεση σε διαιτησία, ανακάλεσε οριστική απορριπτική απόφαση που εκδόθηκε επί ένστασης και ως εκ τούτου σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ΚΠολΔ και επομένως, τα όσα υποστηρίζονται με τον δεύτερο λόγο έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτά ως κατ’ ουσίαν βάσιμα, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της υπό κρίση έφεσης. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο, αφού εξαφανίσει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση με αριθ. 3757/2020  και την υποχρεωτικώς συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. 4984/2018 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (άρθρα 513 και  535 του ΚΠολΔ) θα κρατήσει και θα δικάσει τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2015 αγωγή.

V. Ο ενάγων, δικηγόρος, ο οποίος είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με την κρινόμενη αγωγή, όπως ειδικότερα εκτίθεται, επικαλούμενος την παράνομη και χωρίς σπουδαίο λόγο αποβολή του ως εταίρος από την πρώτη εναγομένη εδρεύουσα στο …………., η οποία διατηρεί παράρτημα στην Ελλάδα, του οποίου εκπρόσωπος και διαχειριστής εταίρος είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ζητεί όπως παραδεκτώς περιορίζει τα αιτήματα της αγωγής από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 5.463.556,77 ευρώ, άλλως το ποσό των 5.063.556,77 ευρώ, ήτοι: α) Το ποσό των 2.063.556,77 ευρώ, ως η μη καταβληθείσα σε αυτόν, αξία της εταιρικής του συμμετοχής, αιτούμενος το ποσό αυτό  επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, β) το ποσό των 500.000 ευρώ ως η αξία της εισφοράς του στην πρώτη εναγομένη, γ) το ποσό των 2.800.000 ευρώ άλλως το ποσό των 2.240.000 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη λόγω απώλειας εισοδημάτων, δ) το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της ειδικώς περιγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος του. Επικουρικά δε, ζητεί το συνολικό ποσό των 519.920 ευρώ, ήτοι: α) Το ποσό των 200.000 ευρώ (σε περίπτωση απόρριψης του αιτούμενου κονδυλίου περί διαφυγόντων κερδών) ως αποζημίωση λόγω παράνομου αποκλεισμού του από την αγορά εργασίας για το χρονικό  διάστημα μετά την αποβολή του και β) το ποσό των 319.920 ως αποζημίωση, για την περίπτωση που κριθεί ότι συνδέεται με την πρώτη εναγομένη όχι υπό το καθεστώς της εταιρικής σχέσης, αλλά αυτού του έμμισθου δικηγόρου (άρθρο 46 του Ν. 4194/2013), να απαγγελθεί η προσωρινή κράτηση του δεύτερου εναγομένου διάρκειας έξι μηνών λόγω της αδικοπραξίας και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

VI. (α) Η διαιτησία αποτελεί εναλλακτικό τρόπο επίλυσης των διαφορών αντί των τακτικών δικαστηρίων, με διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν έννομες συνέπειες αντίστοιχες με εκείνες που έχουν οι δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή δεδικασμένο και εκτελεστότητα. Επομένως, κύριο χαρακτηριστικό της διαιτησίας είναι ο αποκλεισμός κατ’ άρθρο 8 του Συντάγματος των πολιτειακών δικαστηρίων για την επίλυση συγκεκριμένων διαφορών που έχουν υπαχθεί σε έγκυρη συμφωνία διαιτησίας. Η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, υπό την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία για την τήρηση όμως των στοιχειωδών δικαιοδοτικών εγγυήσεων εκ μέρους των διαιτητών και τη συμμόρφωση τους προς τη βασική αυτή επιταγή, θεματοφύλακας παραμένει το κράτος μέσω των πολιτειακών (τακτικών) δικαστηρίων. Η ενεργός ανάμειξη των τελευταίων εκδηλώνεται με τον έλεγχο της διαιτητικής απόφασης, μέσω κυρίως της αγωγής ακύρωσης κατ’ άρθρο 897 επ. ΚΠολΔ επί εσωτερικής διαιτησίας και κατ’ άρθρο 34 Ν. 2735/1999 επί διεθνούς διαιτησίας (Α.Π. 285/2022, δημ. σε Τρ Νομ. Πληρ «Νόμος»). Η συμφωνία διαιτησίας είναι έγκυρη ακόμη και αν έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως στην περίπτωση που υπάγεται μ’ αυτή στη διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκύψει από τη βασική σύμβαση, οπότε επί συρροής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης υπάγονται κατά κανόνα στη διαιτησία, κατά τη βούληση των μερών, όχι μόνον οι διαφορές από την ερμηνεία και την εφαρμογή της ίδιας της βασικής σύμβασης, αλλά και οι αξιώσεις από την αδικοπραξία, αφού και αυτές σχετίζονται με τη βασική σύμβαση. Κατά την ίδια έννοια δεν είναι αναγκαίο για το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας, που αφορά μελλοντικές διαφορές, αυτές να εξειδικεύονται, αλλά αρκεί να αναφέρεται η βασική έννομη σχέση από την οποία θα προκύψουν (ΑΠ 506/2010, Α.Π. 1737/2009, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). (β) Περαιτέρω, σε περίπτωση ασάφειας ή κενού της δικαιοπραξίας, αυτή ερμηνεύεται ή συμπληρώνεται κατά τα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 173-200 Α.Κ. συντρέχει όταν κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, αυτό διαπιστώνει την ύπαρξη κενού ή την ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 574/2010, ΑΠ. 832/2009, δημ σε  Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Προσφυγή πάντως στις διατάξεις αυτές υπάρχει έστω και αν αυτές δεν κατονομάζονται ρητά στην απόφαση, εφόσον από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προσέφυγε τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ’ αυτή, όπως συμβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους. Ιδίως αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της σύμβασης, στη λήψη υπόψη στοιχείων εκτός της σύμβασης ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 541/2002, 80/2004, 557/2004, 1258/2004). (γ) Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 11 Α.Κ., η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη, είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της, είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται, είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών, ενώ κατά το άρθρο 25 Α.Κ., οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη. Αν δεν υπάρχει, τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Με βάση, έτσι, την, απορρέουσα από αμφοτέρους τους ως άνω κανόνες, αρχή της αυτονομίας της βούλησης, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι ρητή, τούτο, δε, συμβαίνει αν οι συμβαλλόμενοι ορίσουν το δίκαιο που θέλουν να διέπει τη συγκεκριμένη σύμβαση που έχουν καταρτίσει, ή σιωπηρή, όπως όταν οι συμβαλλόμενοι αναφέρονται στις διατάξεις ενός δικαίου, έτσι ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούλησή τους στο να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό εφαρμοστέο στη σύμβασή τους.  Επίσης, η επιλογή μπορεί να αναφέρεται σε ορισμένο κλάδο ή τμήμα του εν λόγω δικαίου, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί ηθελημένο περιεχόμενο της σύμβασης. Εξάλλου, η ύπαρξη ή μη συμφωνίας περί του εφαρμοστέου δικαίου είναι πραγματικό, και όχι νομικό, ζήτημα. Αν δεν έχει επιλεγεί το εφαρμοστέο δίκαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, αναζητείται, κατά το άρθρο 25 εδ. β` ΑΚ, το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση με βάση όλες τις ειδικές συνθήκες. Ειδικότερα, ο τύπος της διαιτητικής συμφωνία κρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 11 Α.Κ., ενώ το κύρος και η δεσμευτικότητα της ρήτρας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 25 Α.Κ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Αγγλικού Νόμου περί διαιτησίας (Arbitration Act 1996), oι διατάξεις του παρόντος Μέρους ισχύουν όταν η έδρα της (κατά το άρθρο 3 ως «νομική έδρα» της διαιτησίας) είναι στην Αγγλία και την Ουαλία ή τη Βόρεια Ιρλανδία. Στο ίδιο άρθρο καθιερώνεται η κατ’ εξαίρεση εφαρμογή του νόμου αυτού σε περίπτωση που η έδρα της διαιτησίας είναι εκτός Αγγλίας, Ουαλίας ή Βόρειας Ιρλανδίας. Στο άρθρο 5 της Arbitration Act, προβλέπεται ρητά ο έγγραφος τύπος της συμφωνίας διαιτησίας, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 αυτής, ως « συμφωνία διαιτησίας » σημαίνει μια συμφωνία που υποβάλλεται σε διαιτησία παρουσών ή μελλοντικών διαφορών (είτε είναι συμβατικές, είτε όχι). Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η αναφορά σε μια συμφωνία σε γραπτή μορφή ρήτρας διαιτησίας ή σε έγγραφο που περιέχει ρήτρα διαιτησίας συνιστά συμφωνία διαιτησίας εάν η παραπομπή είναι τέτοια ώστε να γίνει αυτή η ρήτρα μέρος της συμφωνίας. Επίσης, κατά το άρθρο 7 της Arbitration Act, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τα μέρη, μια συμφωνία διαιτησίας που αποτελεί ή προορίζεται να συμβεί ως μέρος άλλης συμφωνίας (γραπτή ή όχι) δεν θα θεωρείται ως άκυρη, ανύπαρκτη ή αναποτελεσματική επειδή αυτή η άλλη συμφωνία είναι άκυρη ή δεν δημιουργήθηκε ή έχει καταστεί αναποτελεσματική, και για το σκοπό αυτό θα αντιμετωπίζεται ως χωριστή συμφωνία. Ειδικότερα, με την εν λόγω διάταξη θεσπίζεται και, κατά το Αγγλικό δίκαιο, η αυτοτέλεια της συμφωνίας περί διαιτησίας από την σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας αυτή (συμφωνία διαιτησίας) συνήφθη. Ρύθμιση περί  έγγραφου τύπου της διαιτησίας προβλέπεται και στο άρθρο 2 παρ. 2 της «Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων» (Ν.Δ. 4220/1961), η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ και στην οποία έχει προσχωρήσει το έτος 1975 και το Ηνωμένο Βασίλειο ώστε να αποτελεί εσωτερικό δίκαιο αυτού. Το τακτικό (πολιτειακό) δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί υπόθεση για την οποία έχει συμφωνηθεί διαιτησία και προτείνεται σ` αυτό η σχετική ένσταση, οφείλει να εξετάσει παρεμπιπτόντως, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αντένσταση, το κύρος της σχετικής συμφωνίας και να αρνηθεί την παραπομπή της υπόθεσης στη διαιτησία, αν η διαιτητική συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεπίδεκτη εφαρμογής, αφού τότε δεν είναι επιτρεπτό, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 8 παρ. 1, 20 παρ. 1, 87 παρ. 1, 94 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του ΚΠολΔ, να στερηθεί της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 1219/2014, ΕφΑθ 3186/2021, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).  (δ) Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Π.Δ. 152/2000 με το οποίο μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη  οδηγία  98/5/ΕΚ «για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος «Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου στην Ελλάδα με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του έμμισθου και ο οποίος έχει ήδη αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα σε άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε Κράτος Μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος” που δημοσιεύθηκε στην ελληνική γλώσσα στην επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ι 77/14.3.1998, σελ. 36)». Περαιτέρω κατά το άρθρο 2 του ίδιου διατάγματος νοούνται «…(β) “Κράτος Μέλος καταγωγής”, το Κράτος Μέλος της Ε.Ε. στο οποίο ο δικηγόρος απέκτησε το δικαίωμα να φέρει έναν από τους επαγγελματικούς τίτλους που αναφέρονται στο εδάφιο α, πριν ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα ή σε άλλο Κράτος Μέλος. γ) “Επαγγελματικός τίτλος καταγωγής”, ο επαγγελματικός τίτλος του Κράτους Μέλους στο οποίο ο δικηγόρος απέκτησε το δικαίωμα να φέρει αυτόν τον τίτλο πριν ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα δ) “Ομάδα”, κάθε ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Κράτους Μέλους, στο πλαίσιο της οποίας οι δικηγόροι ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες συλλογικά και με κοινή επωνυμία». Επίσης, κατά το άρθρο 12 «1. `Ενας ή περισσότεροι δικηγόροι οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα στην Ελλάδα με τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής και είναι μέλη – εταίροι μιας ομάδας στο κράτος – καταγωγής, δύνανται να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες συλλογικά με παράρτημα ή γραφείο της ομάδας τους στην Ελλάδα» Προς τούτο, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου  του Π.Δ. 152/2000, τηρούνται οι οριζόμενες στο εν λόγω άρθρο προϋποθέσεις ενώ κατά την παρ. 9 του εν λόγω άρθρου «Για τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας στην Ελλάδα, που αφορούν τις υποχρεώσεις των εταίρων, του νομικού προσώπου της ομάδας, τη διοίκηση – εκπροσώπηση – διαχείριση, την είσοδο,  αποχώρηση -αποβολή μελών , τη λήψη αποφάσεων, τη διανομή των κερδών και των ζημιών, τις σχέσεις με τους εντολείς, τη λύση και την εκκαθάριση, καθώς και την τήρηση βιβλίων εσόδων – εξόδων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Π.Δ. 518/1989 για τις δικηγορικές εταιρείες, όπως ισχύουν». Ωστόσο με το π.δ. 81/2005 καταργήθηκε το π.δ. 518/1989 πλην του άρθρου 45 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α΄ του ως άνω διατάγματος, το οποίο διατηρείται σε ισχύ. Ειδικότερα στο άρθρο 23 του π.δ. 81/2005 ορίζεται «1….. 2. Η αποχώρηση εταίρου επιτρέπεται μετά προηγούμενη έγγραφη γνωστοποίηση στην εταιρεία που γίνεται οποτεδήποτε, υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρέλθει εξάμηνο από τη γνωστοποίηση. Το καταστατικό επιτρέπεται να ορίζει αλλιώς. 3. Η αποβολή εταίρου επιτρέπεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Η αποβολή γίνεται με ομόφωνη απόφαση όλων των λοιπών εταίρων που εκπροσωπούν τουλάχιστον τα ¾ του όλου αριθμού των μερίδων, εκτός εάν υπάρχει άλλη συμφωνία στο καταστατικό. Σπουδαίος λόγος θεωρείται ιδίως η βαριά παράβαση καθηκόντων, η ανικανότητα για την εκτέλεση τους, καθώς και η αντιδεοντολογική συμπεριφορά του εταίρου που συνιστά βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα και που μπορεί να μειώσει το κύρος και τη φήμη της εταιρείας απέναντι στους τρίτους. 4. Η είσοδος, η αποχώρηση καθώς και η αποβολή εταίρου συνιστούν τροποποιήσεις του καταστατικού της εταιρείας και συνεπάγονται υποχρεωτικά μεταβολή στα ποσοστά συμμετοχής στα κέρδη και στις ζημίες των εταίρων». (δ)  Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Ν. 4194/2013  «1. Αστική Επαγγελματική Δικηγορική εταιρεία (στο εξής η «Δικηγορική Εταιρεία» ή η «Εταιρεία») επιτρέπεται να συσταθεί μόνο μεταξύ εν ενεργεία δικηγόρων (στο εξής οι «Εταίροι») με αποκλειστικό σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών (οπουδήποτε, εντός ή εκτός Ελλάδος) και τη διανομή αποκλειστικά μεταξύ των Εταίρων (κατά τη μέθοδο, που θα συμφωνούν κατά την αδέσμευτη κρίση τους) των συνολικών κερδών, που θα προκύπτουν από τη δραστηριότητα της εταιρείας. 2. … 3. ………4. Η Δικηγορική Εταιρεία δύναται να ιδρύει υποκαταστήματα στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα και στο εξωτερικό σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ε.Ε. και της νομοθεσίας του εκάστοτε κράτους υποδοχής. Προϋπόθεση για τη σύννομη λειτουργία του υποκαταστήματος είναι ο διορισμός υπεύθυνου εκπροσώπου για το υποκατάστημα της Εταιρείας, ο οποίος δύναται να είναι είτε Εταίρος της Εταιρείας είτε συνεργάτης της δικηγόρος που συνδέεται με την Εταιρεία με σταθερή σχέση. Η απόφαση της Δικηγορικής Εταιρείας για ίδρυση υποκαταστήματος γνωστοποιείται εντός δέκα (10) ημερών στο Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της Εταιρείας και του Υποκαταστήματος και καταχωρείται στα βιβλία εταιρειών αυτών των Δικηγορικών Συλλόγων 5.. ……6. Η Δικηγορική Εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα από την εγγραφή της στο Μητρώο Εταιρειών του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας της ή από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 50…7….8…». Επιπλέον κατά το  άρθρο 54 παρ.7  του Ν. 4194/2013  « Κάθε διαφορά που προκύπτει από την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ή του Καταστατικού της Εταιρείας είτε μεταξύ των Εταίρων είτε μεταξύ αυτών και της Εταιρείας, επιλύεται από τη διαιτησία του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου μετά από προσφυγή εκείνου ή εκείνων που έχουν έννομο συμφέρον, μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών (3) μηνών από τη γέννηση της διαφοράς. Οι διαιτητές ορίζονται για τρία (3) χρόνια από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Συνεχίζουν πάντως την άσκηση των καθηκόντων τους για όσες υποθέσεις έχουν αναλάβει κατά τη διάρκεια της θητείας τους». Τέλος, στα άρθρα 131 και 132 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται η δυνατότητα οργάνωσης μόνιμων διαιτησιών στους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας μετά από γνωμοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε συλλόγου, στις οποίες δύνανται να υπαχθούν όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

VII. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι με τις παραδεκτώς κατατεθείσες προτάσεις τους επαναφέρουν στο παρόν Δικαστήριο, την ένσταση περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, αιτούμενοι την παραπομπή της υπόθεσης στη μονομελή διαιτησία του Λονδίνου, ενόψει του ότι τόσον στο όρο 4.1 της Πράξης Προσχώρησης σε  συνδυασμό με τον όρο 13 της Εταιρικής Σύμβασης, όσο και τους νέους όρους 13.1-13.3. της Εταιρικής Σύμβασης με ημερομηνία 1-5-2012 έχει συμφωνηθεί έγκυρη ρήτρα διαιτησίας που ισχύει και τον ενάγοντα καθότι Ανώτερος Εταίρος της πρώτης εναγομένης και αφορά τόσον τις διαφορές που προκύπτουν από την εκτέλεση και εφαρμογή της εταιρικής σύμβασης, όσο και τις λοιπές ένδικες αξιώσεις του από την συμμετοχή του ενάγοντα ως εταίρος στο ευρισκόμενο στην Ελλάδα γραφείο της πρώτης εναγομένης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 263 περ. β  και 264 του ΚολΔ, των διατάξεων της «Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων», και των προαναφερόμενων διατάξεων του Αγγλικού Νόμου «περί διαιτησίας» (Arbitration Act 1996) και πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν.

VII. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και των ανωμοτί καταθέσεων του ενάγοντος και του δεύτερου εναγομένου που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των νομίμως προσκομιζόμενων με επίκληση από τους διαδίκους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εγγράφων, είτε αυτά συνιστούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τα οποία παραδεκτώς επαναπροσκομίζονται από τους διαδίκους με επίκληση στο παρόν Δικαστήριο (μεταξύ των οποίων και των ξενόγλωσσων εγγράφων που προσκομίζονται με επίσημη νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική γλώσσα), λαμβάνοντας υπόψη και έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καθότι κρίνεται ότι δεν συντρέχει πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια αυτών και από την εκτίμηση των νομίμως προσκομιζόμενων με επίκληση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με αριθμ. …/21-4-2016, …/21-4-2016, … /21-4-2016 και …./2016 ένορκων βεβαιώσεων που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……… και ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. σχετ. τις με αριθμ. …./18-4-2016 και …./19-4-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..), της με αριθμ. …/2016 ένορκης βεβαίωσης συνταχθείσας ενώπιον του Πρόξενου της Ελληνικής Δημοκρατίας στο Λονδίνο και των με αριθμ. ………../2016 και ………/2017 ένορκων βεβαιώσεων που συντάχθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….. που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. τη με αριθμ. …. β/12-4-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, ……… και τη με αριθμ. …./18-4-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……………), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με αριθμό μητρώου ……… Η πρώτη εναγομένη, είναι αγγλική εταιρεία υπό τη νομική  μορφή της «General Partnership», με έδρα το Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου και με κύρια δραστηριότητα την παροχή νομικών υπηρεσιών. Η πρώτη εναγομένη συνεστήθη το έτος 1997, η δε Εταιρική Σύμβαση αναθεωρήθηκε με την από 1-5-2005 Εταιρική Σύμβαση και ακολούθως με την από 1-5-2012 Εταιρική Σύμβαση. Το έτος 2001, η πρώτη εναγομένη εγκατέστησε παράρτημα στην Ελλάδα επί της οδού …………… (Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς …..) του οποίου επικεφαλής είναι ο δεύτερος εναγόμενος, δικηγόρος κατ’ επάγγελμα. Ο ενάγων, δυνάμει της από 1-9-2006 πράξης εισδοχής εντάχθηκε ως νέος εταίρος στην Εταιρική σύμβαση που φέρει ημερομηνία 1-5-2005 με αποτέλεσμα να θεωρείται μέλος της εταιρικής σύμβασης και Ανώτερος εταίρος της πρώτης εναγομένης, με ποσοστό 7% επί των εταιρικών μεριδίων αυτής (βλ. σχετ. Παράτημα 1-Κατάλογο Εταίρων στη σχετική εταιρική σύμβαση) σύμφωνα με τους όρους που παρατίθενται στη ανωτέρω εταιρική σύμβαση και στην από 28-6-2006 επιστολή (υπογεγραμμένη από τον Διευθύνοντα Εταίρο …………). Η από 1-5-2005 εταιρική σύμβαση τροποποιήθηκε με την από 1-5-2012 εταιρική σύμβαση, η οποία είχε παρόμοιο περιεχόμενο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το περιεχόμενο της από 1-5-2012 εταιρικής σύμβασης, όπως αυτή προσκομίζεται σε μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα: α) Δόθηκαν ορισμοί, ήτοι μεταξύ άλλων, i) ο ορισμός «Εταίρος» (“Partner») ως «τα πρόσωπα, το όνομα των οποίων αναφέρεται στο Παράρτημα 1 και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ορίζεται Εταίρος σύμφωνα με τον όρο 6 κατά την Ημερομηνία Θέσης σε ισχύ ή μετά από αυτήν αλλά εξαιρουμένων οποιωνδήποτε από τα ανωτέρω πρόσωπα καθίστανται Αποχωρούντες Εταίροι σε οποιαδήποτε στιγμή» (στο  αγγλικό κείμενο «at any relevant time»). ii) Ο ορισμός «Ανώτερος Εταίρος» («Senior Partner») ως «έκαστος των εταίρων που κατέχει τουλάχιστον ποσοστό 6% Εταιρικού Μεριδίου στην Εταιρία και κάθε άλλο πρόσωπο που αποκτά ποσοστό τουλάχιστον 6% Εταιρικού Μεριδίου κατά την Ημερομηνία Θέσης σε ισχύ ή αργότερα, εξαιρουμένου όμως οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω προσώπων που θεωρείται Αποχωρών Εταίρος κατά το σχετικό χρονικό σημείο (στο αγγλικό κείμενο «at any relevant time»). iii) Ο ορισμός «Αποχωρών Εταίρος» («Outgoing Partner») ως το «πρόσωπο που έπαψε να είναι Εταίρος είτε λόγω θανάτου, συνταξιοδότησης, αποπομπής ή άλλως (συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων του, του συνδίκου πτώχευσης ή του μεσεγγυούχου αυτού)». Επίσης, σύμφωνα με τον όρο 4 της από 1-5-2006 πράξης εισδοχής που υπογράφηκε από την πρώτη εναγομένη και τον ενάγοντα «η παρούσα Σύμβαση Εισδοχής διέπεται από το δίκαιο της Αγγλίας και Ουαλίας και τυχόν διαφορές που απορρέουν από αυτή θα επιλύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του όρου 13». Επιπλέον κατά τον όρο υπό στοιχ. «Α» της εισαγωγής της από 1-5-2005 Εταιρικής Σύμβασης, τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στο Παράρτημα 1, ήτοι μεταξύ άλλων και ο ενάγων, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της Σύμβασης και εφεξής, ως Εταίροι ασκούν δικηγορία ως Άγγλοι δικηγόροι και δικηγόροι εγγεγραμμένοι και νόμιμα ασκούντες Ελληνικό ή και αλλοδαπό δίκαιο στα και από τα γραφεία στην Ελλάδα με την επωνυμία «………..» (ή κατά την από 1-5-2012 Εταιρική σύμβαση ως «……………»). Παρόμοιες ρυθμίσεις με τις ανωτέρω αναφερόμενες περιλαμβάνονται και στην από 1-5-2012 Εταιρική Σύμβαση, σύμφωνα με τον όρο 2.3 της οποίας, οι όροι αυτής από την ημερομηνία έναρξης ισχύος θα θεωρείται ότι βρίσκονται σε ισχύ, αντικαθιστώντας και αποκλείοντας όλες τις προηγούμενες εταιρικές συμβάσεις και συμφωνίες (εκτός αν προβλέπεται άλλως στη Σύμβαση) και υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των Εταίρων και των προσώπων που ήταν πρώην εταίροι στην Παλαιά Εταιρία και απορρέουν από την Παλαιά Εταιρία. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 13.1 της από 1-5-2012 Εταιρικής Σύμβασης, «Υπό την επιφύλαξη της διάταξη της ρήτρας 13.3, οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ οποιουδήποτε των Εταίρων, ή μεταξύ οποιουδήποτε εξ αυτών και των προσωπικών αντιπροσώπων οποιουδήποτε άλλου Εταίρου, ή μεταξύ των προσωπικών αντιπροσώπων αυτών οπωσδήποτε σχετιζόμενη με την Εταιρία ή τις Εργασίες ή οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις της Εταιρίας ή τα δικαιώματα, υποχρεώσεις (καθήκοντα), ή ευθύνες κάθε Εταίρου σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση θα παραπέμπονται σε έναν ανεξάρτητο μόνο διαιτητή που θα συμφωνείται από τα μέρη της διαφοράς ή σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας σε ένα δικηγόρο (Solicitor), ο οποίος έχει δεκαετή παρουσία και πρακτική ως solicitor στο Λονδίνο και σε απόσταση 2 μιλίων από την Τράπεζα της Αγγλίας, ο οποίος θα ορίζεται μετά από αίτηση οποιουδήποτε μέρους της διαφοράς από τον εκάστοτε Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αγγλίας και Ουαλίας (Law Society of England & Wales) νοούμενου πάντως ότι τίποτε δεν θα εμποδίζει την Εταιρία προκειμένου να κινήσει δικαστικό αγώνα κατά κάποιου Εταίρου (ή Αποχωρούντος Εταίρου) ενώπιον των Δικαστηρίων της δικαιοδοσίας της κατοικίας του (Εταίρου ή του Αποχωρούντος Εταίρου) κατά περίπτωση προς τον σκοπό της ικανοποιήσεως των δικαιωμάτων της». Σύμφωνα με τον όρο 13.2 της Εταιρικής Σύμβασης «Η τοιαύτη Διαιτησία θα λάβει χώρα στο Λονδίνο σύμφωνα με το Νόμο περί Διαιτησίας του 1996 (και οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία σχετική με τη Διαιτησία που εκάστοτε ισχύει στην Αγγλία). Οποιαδήποτε διαιτησία δυνάμει της παρούσας Σύμβασης μπορεί κατά την κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου να ενοποιηθεί με οποιαδήποτε άλλη διαιτησία (είτε άρχισε υπό την παρούσα Σύμβαση ή υπό οποιαδήποτε άλλη Σύμβαση) η οποία αφορά το ίδιο ή σχετικό θέμα. Επίσης σύμφωνα με τον όρο 13.3 της Σύμβασης, «Κάθε Εταίρος που δεν είναι Ανώτερος Εταίρος μπορεί, εφόσον το προτιμά, να κινηθεί δικαστικά εναντίον της Εταιρίας ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, οπότε στην περίπτωση αυτή οι Ρήτρες 13.1 και 13.2 δεν θα εφαρμόζονται». Επίσης, σύμφωνα με τον όρο 13.5 «Η παρούσα Σύμβαση διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτό». Σύμφωνα δε, με το Παράρτημα 1 της από 1-5-2012 Εταιρικής Σύμβασης, ο ενάγων εκ νέου, αναφέρεται στον κατάλογο εταίρων ως εταίρος που κατέχει ποσοστό 7%, ενώ σύμφωνα με το Παράρτημα 2 –Σύμβαση εισδοχής αναφέρεται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στην σύμβαση εισδοχής το δίκαιο της Αγγλίας και Ουαλίας και τυχόν διαφορές που απορρέουν από αυτή θα επιλύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του όρου 13 της Εταιρικής Σύμβασης. Η συμφωνηθείσα στον όρο 13.1 συμφωνία διαιτησίας, σύμφωνα με τους ορισμούς της Σύμβασης της Νέας Υόρκης του 1958 «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών αποφάσεων», αλλά και κατά τις διατάξεις της Arbitration Act (εφαρμοζόμενη κατά τα άρθρα 11 και 25 του Α.Κ.), όπως ως άνω αναφέρεται, είναι έγκυρη και ισχυρή, τόσον ως προς τον τύπο, καθότι είναι έγγραφη, όσο και ως προς το περιεχόμενό της, εφαρμοζόμενου του Αγγλικού δικαίου, σύμφωνα με τους ανωτέρω όρους της από 1-5-2012 (αλλά και της από 1-5-2005) Εταιρικής Σύμβασης, αλλά και της σύμβασης εισδοχής. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στον όρο 13.1 αναφέρεται ο ορισμός «Εταίρος» και όχι «Αποχωρών Εταίρος», σύμφωνα και με τους προαναφερόμενους δοθέντες στη Σύμβαση αρχικούς ορισμούς στους οποίους γίνονται οι σχετικές διακρίσεις, ήτοι διατύπωση του όρου που προκαλεί ασάφεια ως προς την ερμηνεία του δηλαδή αναφορικά με το εάν στη σχετική συμφωνία καταλαμβάνεται και ο Αποχωρών Εταίρος, όπως εν προκειμένω, εντούτοις από την εκτίμηση του συνολικού περιεχομένου των όρων των ως άνω Εταιρικών Συμβάσων, προκύπτει ότι η βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ήταν ότι, και στην περίπτωση που πρόκειται για Αποχωρούντα Εταίρο, το σύνολο των διαφορών που θα ανακύψουν από τη εφαρμογή της σύμβασης και τη λύση αυτής, αλλά και των πάσης φύσεως αξιώσεων που σχετίζονται με αυτήν να υπάγονται στη ρήτρα διαιτησίας, δηλαδή η εφαρμογή ή μη, της σχετικής ρήτρας διαιτησίας να εξαρτάται από τη φύση της διαφοράς και να μην εξαρτάται από την οποία ιδιότητα έχουν τα μέρη κατά το χρόνο που θα ανακύψει η διαφορά (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη απόφαση ……… High Court Of Justice « ……………..»). Στην προκείμενη περίπτωση, η φύση της διαφοράς (και ως εκ τούτου γενεσιουργός αιτία και των συναφών αξιώσεων) σχετίζεται και έχει ως αφορμή το παράνομο ή μη, του τρόπου αποβολής του ενάγοντα, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του τελευταίου ως εταίρου στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την πρώτη εναγομένη. Επίσης, δέον να αναφερθεί ότι, όπως προεκτίθεται, στον όρο 13.1 αναφέρεται ρητά η δυνατότητα της εταιρείας «να κινήσει δικαστικό αγώνα κατά κάποιου Εταίρου (ή Αποχωρούντος Εταίρου) ενώπιον των Δικαστηρίων της δικαιοδοσίας της κατοικίας του (Εταίρου ή του Αποχωρούντος Εταίρου) κατά περίπτωση προς τον σκοπό της ικανοποιήσεως των δικαιωμάτων της», χωρίς αντίθετα στον όρο αυτό, να προβλέπεται παρόμοια δυνατότητα και για τον Αποχωρούντα Εταίρο, όπως και στον όρο 13.3, παρόμοια δυνατότητα για τον μη Ανώτερο Εταίρο (και όχι για τον Ανώτερο ή και Αποχωρούντα Ανώτερο Εταίρο, όπως εν προκειμένω), εφόσον το προτιμά, να κινηθεί δικαστικά εναντίον της Εταιρίας ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, ώστε να μην εφαρμόζονται οι Ρήτρες 13.1 και 13.2 δεν θα εφαρμόζονται. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι  η μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης εταιρίας διαφορά που αφορά αξιώσεις συνεπεία παράνομης αποβολής, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς , έχει ως αφορμή την αποβολή του πρώτου από αυτήν κατά το έτος 2014,συνάγεται ότι ο ενάγων ως Αποχωρών Εταίρος («οποιαδήποτε χρονική στιγμή» σύμφωνα με τους ορισμούς της Εταιρικής Σύμβασης), καταλαμβάνεται από τους όρους 13.1 και 13.2 της Εταιρικής Σύμβασης, η δε, αναφυόμενη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, εμπίπτει στη συμφωνηθείσα ρήτρα διαιτησίας, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικής βάσιμη της σχετικής ένστασης των εναγομένων. Σημειώνεται δε, ότι από το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι  ο ενάγων δεν ζητεί την επιδίκαση ηθικής βλάβης λόγω προσβολής προσωπικότητας, αλλά λόγω τέλεσης αδικοπραξίας εκ μέρους των εναγομένων (βλ. Α.Π. 506/2020 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος») και ως εκ τούτου δύναται η εν λόγω διαφορά να αποτελέσει αντικείμενο διαιτησίας, αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,2 και 3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης προκύπτει ότι  με συμφωνία των μερών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία όλες τις υφιστάμενες και μελλοντικές τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες θα προκύψουν από ορισμένη έννομη σχέση εάν έχουν την εξουσία ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου, όπως είναι μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας, που συρρέουν με απαιτήσεις από τη σύμβαση καθόσον αυτές συνάπτονται και συνδέονται με τη σύμβαση, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης (ΕφΠειρ 463/2020 δημ σε ιστοσελίδα ΕφΠειραιώς). Οι δε, αξιώσεις του ενάγοντος απορρέουν από την επικαλούμενη από αυτόν μη νόμιμη αποβολή του ως εταίρος από την πρώτη εναγομένη, ήτοι διαφορά σχετιζόμενη με τον τρόπο, το κύρος και  πέρας της εταιρικής του ιδιότητας και τις αξιώσεις του με αφορμή το γεγονός αυτό και όχι από την «εν στενή εννοία» άσκηση του δικηγορικού του λειτουργήματος, σε κάθε δε, περίπτωση σε διατάξεις του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), όπως προαναφέρεται, υπάρχουν ρυθμίσεις αναφορικά με τη δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η έννοια του δικηγορικού λειτουργήματος δεν είναι ασύμβατη με την έννοια της διαιτησίας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος. Επιπλέον, η διαιτησία ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, είναι ιδιαίτερη μορφή διαδικασίας, η δε, σχέση της προς την τακτική δικαιοσύνη διαμορφώνεται ως παράλληλη προς την τελευταία, χωρίς να παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 8 και 20 του Συντάγματος, παραμένοντας όμως τα τακτικά δικαστήρια αρμόδια για τον έλεγχο της τήρησης των απαιτούμενων εγγυήσεων  εκ μέρους των διαιτητών (ήτοι λ.χ. δια της ακύρωσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 7 του Ν. 4194/2013 αποτελεί ουσιαστικά  επανάληψη του άρθρου 49 του π.δ. 81/2005, αναφορικά με τις δικηγορικές εταιρίες, στο οποίο οριζόταν « Κάθε διαφορά που γεννιέται από την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος διατάγματος ή του καταστατικού της εταιρείας μεταξύ των εταίρων ή αυτών και της εταιρείας, δύναται να επιλύεται από τη Διαιτησία του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά από προσφυγή των εχόντων έννομο συμφέρον μέσα σε αποσβεστική προθεσμία 3 μηνών από τη γέννηση της διαφοράς. Οι διαιτητές ορίζονται για τρία χρόνια από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, συνεχίζουν, όμως, μέχρι πέρατος τις υποθέσεις που ανέλαβαν εντός του χρόνου της θητείας τους», πλην όμως έχει απαλείφει η λέξη «δύναται». Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 7, δεν μπορεί να αποτελεί και ερμηνεύεται ως ένα είδος «αναγκαστικής» ημεδαπής διαιτησίας, καθότι τούτο δεν είναι επιτρεπτό (βλ. σχετ. ΕφΑθ 4167/1982, ΔΙΑΙΤ 1992, σελ. 305). Κατά συνέπεια, βάσει των ανωτέρω, η κρινόμενη υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί σε διαιτησία στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου. Επίσης, λόγω του ότι η έφεση έγινε δεκτή (ανεξαρτήτως της τελικής κρίσης του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης, Α.Π. 532/2016, ΕλΔνη 2017, σελ. 1426), πρέπει να αποδοθεί στον εκκαλούντα, το καταβληθέν ……… ηλεκτρονικό παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ. Τέλος δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων-εναγομένων που παραστάθηκαν με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ύστερα από σχετικό αίτημα πρέπει να  επιβληθούν στον εκκαλούντα-ενάγοντα λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμ. 3757/2020 οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη συμπροσβαλλόμενη με αριθμ 4984/2018 μη οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας του ίδιου Δικαστηρίου.

Κρατεί και δικάζει τη με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2005 αγωγή.

Παραπέμπει την υπόθεση σε διαιτησία στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του καταβληθέντος ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού εκατό πενήντα (150,00) ευρώ  με αριθ. . ….. . και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα- ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων-εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 25 Μαΐου 2023  και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις  20  Ιουνίου 2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ