Μενού Κλείσιμο

63/2023 ΒΟΥΛΕΥΜΑ

Κατά τη διενέργεια ανάκρισης για κακούργημα, δεν αρκεί μόνο η γνωστοποίηση στο διάδικο της διάταξης του ανακριτή που διόρισε τον πραγματογνώμονα, αλλά απαιτείται ταυτόχρονα για το έγκυρο αυτής και πρόσκληση προς αυτόν να διορίσει, αν το επιθυμεί, τεχνικό σύμβουλο εντός ορισμένης προθεσμίας, αι αυτό γιατί η γνωστοποίηση του ονοματεπωνύμου του πραγματογνώμονα, κατ’ άρθρο 192 Κ.Π.Δ. έχει αυτοτέλεια έναντι της πρόσκλησης που πρέπει να κατευθύνεται κατ’ άρθρο 204 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και η πρώτη δεν καθιστά περιττή τη δεύτερη. Ακυρώνει πραγματογνωμοσύνη. Διατάσσει περαιτέρω κυρία ανάκριση.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ
Αριθμός Βουλεύματος /2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Καβαλλάρη-Εισηγητή και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Εφέτες.
Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεών του, την 6 Απριλίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Καλλιόπης Δερμάτη, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για την κατωτέρω ποινική υπόθεση, επί της οποίας έχει υποβληθεί σε αυτό η υπ’ αριθμ. 18/2023 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, Αρετής Σκαφίδα, η οποία έχει ως εξής:
« Εισάγω, ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 316,317§1α, 318, 319 και 481 ΚΠΔ, τις υπ’ αριθ. α) 19/2021 έφεση του .………………………….., και β) 20/2021 έφεση του …………………………………., κατά του με αριθμό 353/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς,με το οποίο το εν λόγω Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι ανωτέρω εφεσιβάλλοντες κατηγορούμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικαστούν για το αδίκημα της δωροληψίας υπαλλήλου, για παράλειψη στα καθήκοντα του υπαιτίου, κατά συναυτουργία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2§1, 13 στοιχ. α΄, 14, 16, 17, 18, 26, 27, 45, 47, 51, 52, 57, 60, 79, 80 και 235§2 εδ. α΄, σε συνδ. με την παρ. 1 εδ. α΄του ΠΚ , πράξη που φέρεται τελεσθείσα στη Σαλαμίνα Αττικής στις 13-10-2014 και εκθέτω τα εξής:
Ι. Οι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων είναι εμπρόθεσμες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473§1εδ. α’, β΄ και γ’ ΚΠΔ, εφόσον αυτές ασκήθηκαν στις 14-6-2021 και το εκκαλούμενο βούλευμα επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 11-6-2021 στο δε πληρεξούσιο δικηγόρο του πρώτου στις 3-6-2021 και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του δευτέρου μετά την άσκηση της έφεσης, ήτοι την 15-6-2021.. Περαιτέρω, συντάχθηκαν για τις υπό κρίση εφέσεις οι υπ’ αριθ. 19/2021 και 20/2021 σχετικές εκθέσεις, που περιέχουν τους λόγους άσκησής τους και ως εκ τούτου τυγχάνουν νομότυπες αλλά και παραδεκτές καθώς προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 477ΚΠΔ.
ΙΙ.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 464 ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος, που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 478§1ΚΠΔ, το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο Δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476§1 εδ.α’ ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, εκτός αν η διατύπωση που δεν έχει τηρηθεί για την άσκησή του είναι τυπική και μπορεί να συμπληρωθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 478§1 ΚΠΔ, ορίζεται ότι ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, μόνο όταν αυτό τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α. της απόλυτης ακυρότητας και β. της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζουν και την έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, η οποία έχει καταρχήν χαρακτήρα μερικό, υπό την έννοια ότι το συμβούλιο εφετών επιλαμβανόμενο της έφεσης δεν μπορεί να επανεξετάσει καθ’ ολοκληρίαν την υπόθεση από πραγματικής και νομικής απόψεως, αλλά υποχρεούται να εξετάσει, ως οιονεί ακυρωτικόν όργανον [έτσι Λ. Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμ. 2ος, (Άρθρα 305-603), εκδ. 2012, Νομική Βιβλιοθήκη, υπ’ άρθρο 478, σελ. 2285, Π. Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2011, σελ. 217, Αδ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Ε΄ έκδ., 2011, σελ. 444], μόνο τους προβαλλόμενους δύο ως άνω λόγους. Δηλαδή έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του πρωτόδικου βουλεύματος, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι με την έφεση λόγοι. Έτσι, ο παραπεμπόμενος με το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών για κακούργημα κατηγορούμενος, μπορεί να προβάλλει ως λόγο έφεσης μόνον, είτε την τυχόν εμφιλοχωρήσασα απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρ. 171 παρ. 1, και οι οποίοι είναι συμβατοί με την προδικασία [έτσι και Π. Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2011, σελ. 217], είτε την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε [ΑΠ Ολ 3/2010 ΠοινΧρ Ξ΄456, ιδίως σελ. 464, ΑΠ 20/2011 ΠοινΧρ ΞΒ΄27, ΑΠ 207/2011 ΠοινΧρ ΞΒ΄42, ΑΠ 2045/2009 ΠοινΧρ Ξ΄666, ΑΠ 1692/2009 ΠοινΧρ Ξ΄575, ΑΠ 1389/2009 ΠοινΧρ Ξ΄472, ΑΠ 1289/2009 ΠοινΧρ Ξ΄329, ΑΠ 2325/2009 ΠοινΧρ Ξ΄271]. Στις περιπτώσεις αυτές, το συμβούλιο εφετών κρίνον επί προβαλλόμενου λόγου για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εφαρμόζει αναλογικά τη διάταξη του άρ. 518 παρ. 1 ΚΠΔ, και, υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το πρωτοβάθμιο συμβούλιο πραγματικά περιστατικά, αποφαίνεται αν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Σε θετική περίπτωση, ερμηνεύει σωστά την εφαρμοσθείσα ή εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη, και αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη αν συντρέχει τέτοια περίπτωση [ΑΠ 1168/2009 ΠοινΧρ Ξ΄311, ΑΠ 2205/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄759, βλ. και Α. Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, κατ’ άρθρον, έκδ. 2η, 1957, τόμ. Β΄, υπ’ άρθρο 518, σελ. 289]. Εκείνο, πάντως, που πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι το συμβούλιο εφετών στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει εξουσία να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, αλλά οφείλει να κρίνει τον λόγο της έφεσης υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά υπό του πρωτοβάθμιου συμβουλίου πραγματικά περιστατικά[έτσι, Λ. Μαργαρίτης, όπ.π., σελ. 2408, Π. Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2011, σελ. 219, Π. Μπρακουμάτσος, ΠοινΔικ 2011, σελ. 351].Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου ή κατά την έκθεση αυτών έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση [έτσι, Λ. Μαργαρίτης, όπ.π., σελ. 2343 και 2532].
Περαιτέρω, η απλή αναγραφή στην έκθεση εφέσεως ότι ασκείται το ένδικο αυτό μέσο για απόλυτη ακυρότητα ή εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, έκθεση ή αναφορά των προβαλλομένων αιτιάσεων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, καθιστά την έφεση απαράδεκτη (βλ. Π. Τσιρίδης, ό.π., σ.218-219), ενώ για να είναι σαφής και ορισμένος ο προβαλλόμενος λόγος της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης, σε σχέση προς τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας από την προσβαλλομένη απόφαση διατάξεως, άλλως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 434/2013 – ΑΠ 190/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το εκκαλούμενο βούλευμά του με αριθμό 353/2021 παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, τους ανωτέρω δύο εκκαλούντες για το αδίκημα της δωροληψίας υπαλλήλου για παράλειψη που αντίκειται στα καθήκοντα του υπαιτίου, κατά συναυτουργία, ενώ τον έτερο συγκατηγορούμενό τους …………. για συνέργεια στην ως άνω πράξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2§1, 13 στοιχ. α΄,14, 16, 17, 18, 26, 27, 45, 51, 52, 57, 60, 79, 80 και 235 §2 εδ. α΄, σε συνδ με την §1εδ. α΄του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ.
Ειδικότερα οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι παραπέμπονται στο ανωτέρω δικαστήριο για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι ο πρώτος (………………………….) και ο δεύτερος (…………………………………….), στη Σαλαμίνα Αττικής στις 13.10.2014, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο, όντας υπάλληλοι, στους οποίους νόμιμα είχε ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, ζήτησαν μέσω τρίτου για τον εαυτό τους και για άλλον, αθέμιτο ωφέλημα για μελλοντική παράλειψη που αντίκειται στα καθήκοντά τους. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, κατόπιν συναπόφασης και σε σύμπραξη, ο μεν πρώτος ως Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης και Γενικού Σχεδιασμού Πόλης του Δήμου Σαλαμίνας (ασκών ελλείψει προσωπικού παράλληλα καθήκοντα και στο Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών), ο δε δεύτερος ως υπάλληλος κλάδου ΔΕ Εργοδηγών με βαθμό Β’ του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της ιδίας ως άνω Υπηρεσίας, ζήτησαν μέσω του τρίτου κατηγορούμενου (……………) από τον ………………., ιδιοκτήτη κείμενης στη θέση Περάνι νεόδμητης οικοδομής, για τους εαυτούς τους, το ποσό των 30.000 ευρώ, προκειμένου κατά παράβαση των οριζόμενων στις διατάξεις των άρθρων 3§1 και 27§1 του ΓΟΚ του 1985 (Ν. 1577/1985) και 5§§§1,2 και 3 του Π.Δ. 267/1998 υπηρεσιακών τους καθηκόντων, τα οποία επιβάλλουν τη σύνταξη έκθεσης αυτοψίας σε περίπτωση παράβασης της πολεοδομικής νομοθεσίας, την καταμήνυση των παραβάσεων αυτής και την επιβολή των σχετικών προστίμων στους παραβάτες, να παραλείψουν να προβούν στη σύνταξη έκθεσης αυτοψίας της ανωτέρω οικοδομής και στη συνακόλουθη επιβολή προστίμου ύψους 63.000 ευρώ για αυθαίρετες υπερβάσεις της υπ’ αριθ. 27/2010 οικοδομικής άδειας και των υπ’ αριθ. 74/2012 και 12/2014 αναθεωρήσεων αυτής αναφορικά ιδίως με τη διαμόρφωση του αύλειου χώρου της, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος της και την απόστασή της από το όμορο ακίνητο.
IV. Σύμφωνα με το εκκαλούμενο βούλευμα ο πρώτος εκκαλών κατηγορούμενος ……………………….είναι ………………ενώ ο δεύτερος εκκαλών κατηγορούμενος (…………………) ………………. Ο τρίτος κατηγορούμενος ………. είναι …………………….. Ο μηνυτής, ………….με τη σύζυγό του ….τυγχάνει ιδιοκτήτης οικοδομής……………, η ανέγερση της οποίας ξεκίνησε κατά το έτος 2010 και ολοκληρώθηκε κατά τον μήνα Μάιο του έτους 2014 με επιβλέπουσα πολιτικό μηχανικό την………..Στο εν θέματι γεωτεμάχιο συνολικού εμβαδού 5.976,82 τ.μ. επρόκειτο αρχικώς να κατασκευασθεί κτίριο «Εστιατόριο-Αίθουσα αναψυχής-Παιδότοπος» σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 27/2010 οικοδομική άδεια (εκδοθείσα επ’ ονόματι …….), η οποία τελικώς, όμως, αναθεωρήθηκε με τις υπ’ αριθμ. 74/2012 και 12/2014 οικοδομικές άδειες [εκδοθείσες επ’ ονόματι …………………….. και ……. προκειμένου να κατασκευασθεί «Νέα διώροφη κατοικία (μεζονέτα) με υπόγειο και πισίνα». Σύμφωνα δε με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1414/2014 πιστοποιητικό ελέγχου κατασκευής, το επίδικο οικοδομικό έργο είχε αρχικώς ελεγχθεί την 13.8.2012 από την ελεγκτή δόμησης, ………….Αρχιτέκτονα Μηχανικό, και τελικώς κατά την αποπεράτωσή του την 26-5-2014 από την ελεγκτή δόμησης, ………………, Αρχιτέκτονα Μηχανικό, η οποία διαπίστωσε αποκλίσεις κατά το άρθρ. 6 παρ. 9 Ν. 4030/2011 στις διαστάσεις του λεβητοστασίου χωρίς αυτές να επηρεάζουν το διάγραμμα δόμησης αναφορικά με την κάλυψη, τη δόμηση ή τον όγκο του κτίσματος (σχετ. η υπ’ αριθ. πρωτ. 1435/2014 ενημέρωση φακέλου). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι σύμφωνα με το από 26-5-2014 πόρισμα ελεγκτών δόμησης το επίδικο οικοδομικό έργο ελεγχόμενο κατά την αποπεράτωσή του είχε βρεθεί σύμφωνο με τις υπ’ αριθ. 74/2012 και 12/2014 οικοδομικές άδειες ως προς την διαμόρφωση του εδάφους, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος και τις αποστάσεις από τα όμορα ακίνητα. Ωστόσο, ο μηνυτής προέβη μετά την κατά τα ανωτέρω αποπεράτωση του έργου ως ιδιοκτήτης και εντολέας στην εκτέλεση αυθαιρέτων οικοδομικών εργασιών στην επίδικη οικοδομή. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την από 17-1-2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενήργησε δυνάμει της υπ’ αριθ. 105/2019 συναφούς Διάταξης του Α’ Ανακριτή του Ν. 4022/2011 του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο πραγματογνώμονας, ………………., στην ανωτέρω οικοδομή υφίστανται αυθαίρετες υπερβάσεις της υπ’ αριθ. 27/2010 οικοδομικής άδειας και των υπ’ αριθ. 74/2012 και 12/2014 αναθεωρήσεων αυτής αναφορικά με τη διαμόρφωση του αύλειου χώρου της, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος της και την απόστασή της από το όμορο ακίνητο, γεγονός που συνομολογεί και ο ίδιος ο μηνυτής, ο οποίος, άλλωστε, ισχυρίζεται ότι αυτές είχαν ολοκληρωθεί και υφίσταντο ήδη την 9.10.2014 (σχετ. η από 24.10.2014 έκθεση ένορκης μαρτυρικής εξέτασής του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Ερευνών και Δίωξης της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ.). Ειδικότερα, κατά την επιτόπια εξωτερική αυτοψία και την μακροσκοπική προσέγγιση της οικοδομής που διενεργήθηκε στις 13.12.2019 από τον ανωτέρω διορισθέντα πραγματογνώμονα διαπιστώθηκε ότι 1) στην κατάληξη της ράμπας ανόδου που οδηγεί από τη Λεωφόρο Περάνι-Περιστερίων στην κύρια κατοικία και δυτικά αυτής έχει κατασκευαστεί όγκος κτιρίου που φαίνεται να είναι επέκταση του ισογείου της κύριας κατοικίας και δεν προβλέπεται από την προαναφερθείσα οικοδομική άδεια, 2) ανατολικά του κτιρίου της κύριας κατοικίας και σε επαφή με την περίφραξη στο ανατολικό όριό της υπάρχει όγκος κτιρίου που επίσης δεν προβλέπεται στην υπ’ αριθ. 12/2014 αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας, 3) η θέση του συγκεκριμένου κτιρίου είναι πέραν των πολεοδομικών διατάξεων που ορίζει το άρθρ. 1παρ. 5 του Προεδρικού Διατάγματος της 24/31 Μαΐου 1985 (ΦΕΚ Δ7270) «ΟΡΟΙ ΔΟΜΗΣΗ ΓΗΠΕΔΩΝ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΗΣ-ΕΚΤΟΣ ΟΡΙΩΝ ΠΡΟ ΤΟΥ 1923 ΟΙΚΙΣΜΩΝ, σύμφωνα με το οποίο δεν μπορεί το κτίριο να εφάπτεται του ορίου περίφραξης, 4) οι διαμορφώσεις του ευρύτερου αυλείου χώρου φαίνεται να μην έχουν τηρηθεί σύμφωνα με το διάγραμμα δόμησης, με αποτέλεσμα να προκύψει τοιχείο εσωτερικά του οικοπέδου και στην περιοχή πλησίον της κατοικίας με εκτιμώμενο ύψος περίπου 3.00 μ., οι δε ως άνω διαμορφώσεις έχουν οδηγήσει την κατασκευή τοιχείων εξωτερικής περίφραξης μεγάλου ύψους, 5) στην ανατολική όψη έχει κατασκευαστεί μεταλλική πέργκολα, η οποία δεν προβλέπεται στην οικοδομική άδεια, 6) στον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου και πλησίον της κύριας κατοικίας υπάρχει ημιτελής υπερυψωμένη κατασκευή με μεταλλικά φατνώματα, και 7) στη βόρεια όψη του κτιρίου (κύρια) έχει πραγματοποιηθεί ενοποίηση τριών παραθύρων σε ένα κατά παρέκκλιση των εγκεκριμένων σχεδίων της οικοδομικής αδείας.
Στις 9.10.2014 περί ώρα 9.00’ οι εκκαλούντες κατά τη μετάβασή τους μεΙ.Χ.Ε. όχημα χρώματος θαλασσί για διενέργεια αυτοψίας κατόπιν συναφών καταγγελιών στην κείμενη στην περιοχή ………………. επιχείρηση με την επωνυμία «……………» ιδιοκτησίας ………………….., παρατηρώντας ότι η επίδικη νεόδμητη οικοδομή ιδιοκτησίας του μηνυτή και της συζύγου του από τη δυτική όψη έδινε εντύπωση τριώροφου κτίσματος που απαγορεύεται σε εκτός σχεδίου πόλεως περιοχή και ότι εκτελούνταν εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο αυτής ελλείψει ανάρτησης σήμανσης του αριθμού οικοδομικής αδείας έκριναν σκόπιμο, παρά το γεγονός ότι δεν είχε περιέλθει σε γνώση τους συναφής καταγγελία, να σταματήσουν και να προβούν σε έλεγχο. Προσέγγισαν, λοιπόν, τον αύλειο χώρο της επίδικης οικοδομής και διαπίστωσαν ότι στο ισόγειο εκτελούσαν διάφορες εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο της επίδικης οικοδομής οι …………………. Ο μηνυτής γνωρίζοντας, ως προεκτέθηκε, ότι είχε προβεί σε αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες, παρότι τους αντιλήφθηκε, δεν εξήλθε της οικίας του, αλλά παρέμεινε στον πρώτο όροφο αυτής φοβούμενος ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι είχαν προσέλθει για τη διενέργεια ελέγχου και θα προχωρούσαν στην επιβολή προστίμου. Οι εκκαλούντες, αφού εξήλθαν του ανωτέρω οχήματος, προσέγγισαν τους ………………… και δηλώνοντας την ιδιότητά τους ζήτησαν να δουν τον μηνυτή. Ο ……………..τηλεφώνησε στον μηνυτή ενημερώνοντάς τον σχετικά και εκείνος κρυπτόμενος του υπέδειξε να τους απαντήσει ότι δεν βρισκόταν στο χώρο, πλην, όμως, εκείνοι επέμεναν να μιλήσουν με τον ίδιο ενημερώνοντάς τον ότι είναι υπάλληλοι της πολεοδομίας και ότι έχουν έρθει για να προβούν σε έλεγχο. Ο μηνυτής τους αντιπρότεινε τηλεφωνικώς να βρεθούν την επόμενη ημέρα στα γραφεία της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Σαλαμίνας, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν υποδεικνύοντάς του ότι θα αφήσουν ένα χαρτί με τα τηλέφωνά τους. Πράγματι άφησαν στον ……………… παρουσία και του …………………. ένα ιδιόχειρο σημείωμα διαστάσεων περίπου 10 έως 20 εκατοστών, στη μία πλευρά του οποίου αναγραφόταν με μολύβι «2132122709, 2132122710, …………………….», στη δε έτερη πλευρά αυτού δακτυλογραφημένο απόσπασμα εγγράφου σχετιζόμενο προφανώς με τη Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης και Γενικού Σχεδιασμού Πόλης του Δήμου Σαλαμίνας (σχετ. η από 24.10.2014 έκθεση εγχειρίσεως εγγράφων). Ακολούθως, ο μηνυτής επικοινώνησε με τον φίλο του ……………, ο οποίος του συνέστησε να συμβουλευτεί σχετικά τον πολιτικό μηχανικό και τρίτο κατηγορούμενο, ………………………. Βραδινές ώρες της 10.10.2014 ο μηνυτής συναντήθηκε στην οικία του με τον τρίτο κατηγορούμενο παρουσία του …………….. Σύμφωνα δε με όσα έχει καταθέσει ο μηνυτής στην από 24.10.2014 έκθεση ένορκης μαρτυρικής εξέτασής του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Ερευνών και Δίωξης της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ, ο τρίτος κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει αναζητώντας τους εκκαλούντες για να μάθει περαιτέρω λεπτομέρειες, ενώ, παράλληλα, του ανέφερε ότι είναι γνωστό στο χώρο ότι αυτοί οι δύο χρηματίζονται. Την 11.10.2014 ο μηνυτής συναντήθηκε εκ νέου με τον τρίτο κατηγορούμενο παρουσία του ………….., προκειμένου ο τρίτος κατηγορούμενος να ελέγξει επιτοπίως τις αυθαίρετες κατασκευές, στις οποίες είχε προβεί, και, αφού του επεσήμανε ότι το πρόστιμο που αναλογεί σε αυτές ανέρχεται κατά την εκτίμησή του στο ποσό των 63.000 ευρώ, ισχυρίστηκε ότι θα μπορέσει μεν να το μειώσει δια της δικαστικής οδού στο ποσό των 30.000 ευρώ, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα στο μηνυτή να δώσει κάποιο χρηματικό ποσό στους εκκαλούντες κατηγορουμένους «για να τον αφήσουν ήσυχο». Την 21.10.2014 ο τρίτος κατηγορούμενος ανέφερε στον μηνυτή ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι είναι ανένδοτοι και δεν μειώνουν τις απαιτήσεις τους κάτω από το ποσό των 25.000 ευρώ, ενώ δεν επιθυμούν να έχουν οιαδήποτε επαφή με τον μηνυτή και όποιες σχετικές συνομιλίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν θα πραγματοποιηθούν με τη μεσολάβηση του τρίτου κατηγορουμένου. Ο δε μηνυτής επέμεινε ότι επιθυμεί να τους συναντήσει και να μειωθεί το ποσό στα 15.000 ευρώ, ενώ ο τρίτος κατηγορούμενος δεσμεύτηκε να μεταφέρει στους εκκαλούντες κατηγορουμένους την επιθυμία του αυτή και να τον ενημερώσει τηλεφωνικώς. Την 22.10.2014 και περί ώρα 12.35’ ο τρίτος κατηγορούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον μηνυτή και τον ενημέρωσε ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι δεν αποδέχθηκαν την πρότασή του για μείωση του χρηματικού ποσού. Το βράδυ δε της ίδιας ημέρας ο μηνυτής συναντήθηκε εκ νέου με τον τρίτο κατηγορούμενο και όταν ο μηνυτής του αντιπρότεινε το ποσό των 20.000 ευρώ, ο τρίτος κατηγορούμενος του κατέστησε σαφές ότι οι εκκαλούντες είναι ανένδοτοι, αλλά ότι θα μπορούσε να δώσει το ποσό σε δύο δόσεις, ήτοι σε μία δόση των 15.000 ευρώ ως προκαταβολή και σε μία δεύτερη δόση των 10.000 ευρώ, την οποία θα μπορούσε εν συνεχεία να διαπραγματευτεί και να μειώσει το ποσό. Ακολούθως, την 27.10.2014 περί ώρα 11.30’ ο μηνυτής μετέβη στην Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου Σαλαμίνας, όπου συνάντησε τον δεύτερο εκκαλούντα κατηγορούμενο στο γραφείο του. Όταν του εξήγησε τον λόγο της επίσκεψής του, ο δεύτερος εκκαλών κατηγορούμενος κάλεσε τηλεφωνικώς τον τρίτο κατηγορούμενο να προσέλθει στο γραφείο του. Ο τρίτος κατηγορούμενος, αφού προσήλθε, πήρε πάνω από το γραφείο του δεύτερου εκκαλούντα κατηγορουμένου ένα φύλλο λευκό χαρτί και με τη χρήση κόκκινου στυλό σημείωσε πάνω σε αυτό τους αριθμούς «15» και «10» εξηγώντας ταυτόχρονα χαμηλόφωνα στον δεύτερο εκκαλούντα κατηγορούμενο ότι αυτά ήταν μεν τα ποσά που είχαν αρχικά συμφωνήσει, πλην όμως ο μηνυτής είχε άλλη πρόταση. Τότε ο μηνυτής έγραψε πάνω στο εν θέματι φύλλο χαρτιού τόσο δίπλα στη λέξη «αρχικά» όσο και δίπλα στη λέξη «τέλος» τον αριθμό «10». Ο δεύτερος εκκαλών κατηγορούμενος επιφυλάχθηκε να απαντήσει, και εν συνεχεία και ενώ ο μηνυτής είχε αποχωρήσει από το γραφείο του μαζί με τον τρίτο κατηγορούμενο, ο τελευταίος του τηλεφώνησε και του είπε ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι συμφωνούν να λάβουν το ποσό των 20.000 ευρώ σε 2 δόσεις των 10.000 ευρώ εκάστη. Στο μεταξύ και ήδη από την 16.10.2014 ο μηνυτής είχε καταγγείλει τηλεφωνικά στο 3° Τμήμα Ερευνών και Δίωξης της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία επιβεβαίωσε επανειλημμένως στις από 24.10.2014, 28.10.2014 και 3.11.2014 εκθέσεις ένορκης μαρτυρικής εξέτασής του ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της ιδίας ως άνω υπηρεσίας, δηλώνοντας ταυτόχρονα στην από 3.11.2014 έκθεση ένορκης μαρτυρικής εξέτασής του ότι δεν προτίθεται να υποκύψει στον εκβιασμό των εκκαλούντων κατηγορουμένων και να τους δώσει οιοδήποτε ποσό, επιφυλασσόμενος να προχωρήσει στις νόμιμες διαδικασίες, καθόσον φοβάται για την οικογένειά του. Ο μηνυτής με τις όλως αντιφατικές από 28.11.2015,7.3.2017, 11.10.2017 και 1.10.2019 ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του έχει εν μέρει ανακαλέσει τις αρχικές από 24.10.2014 και 28.10.2014 ισχυριζόμενος τελικώς την 11.10.2017 κατά την εξέτασή του ενώπιον του Α’Ανακριτή του Ν. 4022/2011 του Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατ’ εκτίμηση και σύμπτυξη του περιεχομένου της σχετικής έκθεσης ένορκης μαρτυρικής εξέτασης) ότι δεν είναι βέβαιος αν οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι ζήτησαν το επίδικο ποσό μέσω του τρίτου κατηγορουμένου και ότι ο τελευταίος του υπέδειξε ότι έτσι συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Προς διερεύνηση της βασιμότητας των ανωτέρω καταγγελλομένων το 3° Τμήμα Ερευνών και Δίωξης της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. αιτήθηκε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για την υπ’ αριθμ 6976893132 χρησιμοποιούμενη από τον τρίτο κατηγορούμενο (……………) τηλεφωνική σύνδεση, η οποία διατάχθηκε με το υπ’ αριθ. 1975/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Από την καταγραφή από τον υπ’ αριθ. ΙNFOSEC/OUT/AA/53813 ψηφιακό δίσκο της εταιρείας WIND, τον υπ’ αριθ. Α13438-3 ψηφιακό δίσκο της εταιρείας COSMOTE και τον υπ’ αριθ.CSRC/SR/AΦ01357KP ψηφιακό δίσκο της εταιρείας VODAFONEτων κλήσεων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2014 έως 27.10.2014 από και προς την προαναφερθείσα χρησιμοποιούμενη από τον τρίτο κατηγορούμενο (…………….) τηλεφωνική σύνδεση με τις υπ’ αριθ. 6977408601 και 6975530026 τηλεφωνικές συνδέσεις χρησιμοποιούμενες από τον δεύτερο εκκαλούντα κατηγορούμενο (……………..) και τον μηνυτή αντίστοιχα, προέκυψε ότι υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες του τρίτου κατηγορουμένου (……………..) με τον δεύτερο εκκαλούντα κατηγορούμενο και τον μηνυτή. Ωστόσο, από την διαταχθείσα δυνάμει του προαναφερθέντος βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών άρση του απορρήτου της υπ’ αριθ. 6976893132 χρησιμοποιούμενης από τον τρίτο κατηγορούμενο ………………. τηλεφωνικής σύνδεσης για το χρονικό διάστημα από την 17:43’: 16” ώρα της 6.11.2014 έως και την 21:20’:32” ώρα της 25.11.2014 δεν προέκυψαν στοιχεία που να σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την τέλεση των διερευνώμενων αξιόποινων πράξεων ή έτερων συναφών (σχετ. η από 11.12.2014 αρνητική έκθεση απομαγνητοφώνησης ψηφιακού δίσκου). Παράλληλα δε, ουδέν αξιόποινο προέκυψε και από τη διενεργηθείσα στο πλαίσιο της κυρίας ανακρίσεως άρση τραπεζικού απορρήτου.
Σύμφωνα με το εκκαλούμενο βούλευμα, αποδείχθηκαν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού με πληρότητα και σαφήνεια, τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν την νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων ι) της δωροληψίας υπαλλήλου, για παράλειψη που αντίκειται στα καθήκοντα του υπαιτίου, κατά συναυτουργία για τους εκκαλούντες κατηγορούμενους και ιι) της συνέργειας στην ανωτέρω πράξη για τον τρίτο κατηγορούμενο.
Τα θέματα που διερευνήθηκαν περαιτέρω στο εκκαλούμενο βούλευμα ένεκα των απολογιών των κατηγορουμένων ήταν α) αν οι εκκαλούντες επισκέφθηκαν την οικοδομή του μηνυτή μόνο λόγω της έλλειψης της ανάρτησης σήμανσης του αριθμού οικοδομικής αδείας του έργου, β) αν πράγματι διαπιστώθηκαν πολεοδομικές παραβάσεις κατά την από 9.10.2014 επιτόπια επίσκεψή τους στην εν θέματι οικοδομή, γ) αν οι διαπιστούμενες στην 17.1.2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αυθαίρετες κατασκευές δεν είχαν αποπερατωθεί την 9.10.2014, δ) αν είχαν αρμοδιότητα σύμφωνα με τους Ν. 4030/2011, Ν. 4067/2012 και Ν. 4178/2013 να συντάξουν έκθεση αυτοψίας και σχετική πράξη επιβολής προστίμου παρά μόνο να ελέγξουν εάν υπήρχε άδεια δόμησης και έκθεση ελέγχου από τους ελεγκτές δόμησης, και, ως εκ τούτου, αν συντρέχει ή όχι στο πρόσωπό τους η επιβαρυντική περίσταση της αντικείμενης στα καθήκοντά τους πράξης ή παράλειψης, ε) αν η επίσκεψη του μηνυτή στην Υ.ΔΟΜ. του Δήμου Σαλαμίνας δεν σχετιζόταν με νομιμοποίηση υφισταμένων κατά τον επίμαχο αυθαίρετων κατασκευών, αλλά κατασκευών που προτίθετο να υλοποιήσει στο μέλλον, και στ) αν ο μηνυτής απευθύνθηκε στον τρίτο κατηγορούμενο όχι για την νομιμοποίηση υφισταμένων κατά τον επίμαχο αυθαίρετων κατασκευών, για τις οποίες δεν υφίστατο δυνατότητα νομιμοποίησης, αλλά κατασκευών που προτίθετο να υλοποιήσει στο μέλλον. Τα παραπάνω ζητήματα ελέγχθηκαν όπως προαναφέρθηκε λόγω των ανάλογων ισχυρισμών των εκκαλούντων κατηγορουμένων, ωστόσο όμως δεν επιβεβαιώνονται, σύμφωνα με το βούλευμα, από το ενυπάρχον στη δικογραφία αποδεικτικό υλικό και την κείμενη πολεοδομική νομοθεσία, καθόσον από τις διατάξεις της τελευταίας σε συνδυασμό με την από 24-1-2020 έκθεση ένορκης μαρτυρικής εξέτασης του …………… ευχερώς συνάγεται ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι υπό τις προεκτεθείσες ιδιότητές τους ενήργησαν όπως διαπιστώθηκε, εξάλλου είχαν υπηρεσιακό καθήκον να προβαίνουν κατόπιν σχετικού επιτόπιου ελέγχου στη σύνταξη έκθεσης αυτοψίας και στην- επιβολή των οριζόμενων στις οικείες εκάστοτε διατάξεις προστίμων, όταν διαπιστώνονται πολεοδομικές παραβάσεις σε αποπερατωμένα οικοδομικά έργα.
V.Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι εκκαλούν το προσβαλλόμενο βούλευμα, ισχυριζόμενοι α) ότι συντρέχει απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας κατ΄ άρθρον 171§1 περ. δ΄ επειδή : ι) δεν τηρήθηκε η διαδικασία σύνταξης και παράδοσης της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε από τον κ. Ανακριτή του Α΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, και δη δεν συντάχθηκε έκθεση εγχείρισης προς τούτο, η οποία διασφαλίζει την ταυτότητα της σχετικής πραγματογνωμοσύνης, ιι) υφίσταται ουσιαστική παράλειψη ανακοίνωσης της διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης στους εκκαλούντες κατηγορούμενους -εννοώντας προφανώς ότι δεν αρκεί μόνο η γνωστοποίηση της διάταξης – έτσι ώστε οι τελευταίοι να ασκήσουν το δικαίωμα εξαιρέσεως του διορισθέντος πραγματογνώμονα και να διορίσουν τεχνικό σύμβουλο, επιφέρουσα η παράλειψη αυτή απόλυτη ακυρότητα, συνιστάμενη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ιιι) ο πραγματογνώμονας δεν απάντησε στα συγκεκριμένα ερωτήματα που του ετέθησαν με σαφήνεια και ακρίβεια, με αποτέλεσμα ο κ. Ανακριτής να διαπιστώσει την ανάγκη διασάφησης των πορισμάτων της, η οποία όμως δεν καλύφθηκε νομότυπα με διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης αλλά με την λήψη ένορκης κατάθεσης του πραγματογνώμονα που απαντούσε στα ερωτήματα που του είχαν ήδη τεθεί, τρόπος που ουσιαστικά παράγει απόλυτη ακυρότητα δια της μη νομότυπης λήψης αποδεικτικών μέσων που αποκλείουν την εκπροσώπηση των κατηγορουμένων, ιν) δεν αιτιολογήθηκε η απορριπτική κρίση του κ. Ανακριτή επί αιτήματος των εκκαλούντων για τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, όταν οι τελευταίοι διαπίστωσαν κατά τη γνώμη τους ουσιαστικά κενά στα πορίσματά της, β) ότι συντρέχει ευθεία εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ειδικότερα του άρθρου 235 ΠΚ επειδή ι) δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι υφίστανται αυθαίρετες κατασκευές έτσι ώστε να δημιουργείται υποχρέωση των εκκαλούντων ως υπαλλήλων για τη σύνταξη εκθέσεως αυτοψίας αυθαίρετων κατασκευών, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 235 ΠΚ , ιι) δεν προέκυψε η απαίτηση χρηματικού ποσού από τους εκκαλούντες, ούτε από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και ιιι) ότι η παράλειψη που περιγράφει το παραπεμπτικό βούλευμα δεν ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητας των εκκαλούντων.
VI.Σχετικά με τον πρώτο λόγο των εφέσεων και δη της ύπαρξης απολύτου ακυρότητας της προδικασίας αναφορικά με την πραγματογνωμοσύνη δέον όπως αναφερθούν τα εξής: 1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων 171 §1 περ. δ΄ και 192 ΚΠΔ , προκύπτει ότι όταν ενεργείται ανάκριση για κακούργημα, και δεν έχει προηγηθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση πραγματογνωμοσύνη, η ανακοίνωση προς τους διαδίκους του ονοματεπωνύμου των πραγματογνωμόνων, έτσι ώστε οι πρώτοι να μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης των δεύτερων, αλλά και η πρόσκληση των κατηγορουμένων εντός ορισμένης προθεσμίας, να διορίσουν εάν επιθυμούν τεχνικό σύμβουλο επί του θέματος της πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της εκδοθείσας διάταξης, η έλλειψη δε των ως άνω στοιχείων, έκαστο εκ των οποίων διατηρεί την αυτοτέλειά του, χωρίς να μπορεί να καλυφθεί από τη γνωστοποίηση του άλλου, παράγει απόλυτη ακυρότητα, καθιστώντας την διάταξη αλλά και την πραγματογνωμοσύνη απόλυτα άκυρη, παραβιάζοντας έτσι την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, μη δυνάμενης να καλυφθεί από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εξ ιδίας πρωτοβουλίας διόρισε τεχνικό σύμβουλο, ή ότι δεν επικαλέστηκε την ακυρότητα ή ακόμη και ότι την αποδέχθηκε (ΣυμβΕφΠειρ 301/2002 ΠονΔικ 2002,893, ΣυμβΕφΑθ 619/1971 ΠονΧρ ΚΑ,696, ΖησιάδηςΠοινΔικ τ’ Α΄1976, 278, Π. Καίσαρη αρθρ. 192, σελ. 2523, Α. Κονταξή άρθεο 192, σελ. 136, Χ. Μπάκα σελ. 122, Μπουρόπουλο άρθρο 192, σελ. 267. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ως άνω διάταξη κοινοποήθηκε στους εκκαλούντες και στον τρίτο κατηγορούμενο, ωστόσο σε κανένα σημείο του κειμένου της δεν προσκαλεί αυτούς να διορίσουν εντός ορισμένης προθεσμίας τεχνικό σύμβουλο, αλλά ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από έτερο έγγραφο, με αποτέλεσμα εκ της ελλείψεως αυτής να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας. Σχετικά με τους άλλες πλημμέλειες που επικαλούνται οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, ως προς την ύπαρξη απολύτου ακυρότητας ένεκα της μη νομοτύπου εγχειρήσεως της πραγματογνωμοσύνης αλλά και εκ της πλαγίου συμπλήρωσης αυτής με την ένορκη κατάθεση του πραγματογνώμονα που δόθηκε μετά την εγχείριση της πραγματογνωμοσύνης και προς διευκρίνιση αυτής, αλλά και ως προς την ύπαρξη ευθείας εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ειδικότερα του άρθρου 235 ΠΚ, συνιστάμενης στη μη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος και στη μη ύπαρξη επαρκών ενδείξεων τέλεσής του, αν και είναι λόγοι που είτε καλύπτονται είτε ουσιαστικά βάλλουν κατά της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων, παρέλκει ο έλεγχος αυτών λόγω της συνδρομής του ανωτέρω λόγου ακυρότητας της προδικασίας από τη μη έγγραφη αναγραφή πρόσκλησης και ταχθείσης προθεσμίας για το διορισμό τεχνικού συμβούλου στο κείμενο της διάταξης.
V. Από όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι συντρέχει ο σχετικός λόγος ακυρότητας εκ της μη γνωστοποίησης προθεσμίας για το διορισμό τεχνικού συμβούλου στη διάταξη του ανακριτή που όρισε τον πραγματογνώμονα και θα πρέπει για το λόγο αυτό το βούλευμα να ακυρωθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ:

Α)Να γίνουν δεκτές οι υπ’ αριθ. α) 19/2021 έφεση του ……………………………, και β) 20/2021 έφεση του ……………, κατά του με αριθμό 353/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς,με το οποίο το εν λόγω Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι ανωτέρω εφεσιβάλλοντες κατηγορούμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικαστούν για το αδίκημα της δωροληψίας υπαλλήλου, για παράλειψη στα καθήκοντα του υπαιτίου, κατά συναυτουργία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2§1, 13 στοιχ. α΄, 14, 16, 17, 18, 26, 27, 45, 47, 51, 52, 57, 60, 79, 80 και 235§2 εδ. α΄, σε συνδ. με την παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΚ , πράξη που φέρεται τελεσθείσα στη Σαλαμίνα Αττικής στις 13-10-2014.
Β) Να ακυρωθεί το με αριθμό 353/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά,
Γ)Να διαταχθεί περαιτέρω κυρία ανάκριση, προς διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με τα ερωτήματα που ετέθησαν στην ΒΟΥ 18-60 από 21-5-2019 παραγγελία του κ. Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, εκδοθείσας της σχετικής διάταξης διορισμού πραγματογνώμονα,με άπαντα τα στοιχεία αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην αιτιολογία της παρούσης και να επαναληφθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις μετά την έκδοση της διάταξης αυτής.

Πειραιάς 13-2-2023
[υπογραφή]
Αρετή Σκαφίδα
Αντεισαγγελέας Εφετών»

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται στο παρόν Συμβούλιο με τη με αρ. 18/2023 εισαγγελική πρόταση, οι εφέσεις με αρ. 19 και 20/14.6.2021 κατά του με αρ. 353/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, των κατηγορούμενων – εκκαλούντων : α) ……………………………, και β) …………………………………………….., κατά του με αριθμό 353/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Οι ανωτέρω με το προσβαλλόμενο βούλευμα έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικαστούν για το αδίκημα της δωροληψίας υπαλλήλου, για παράλειψη, η οποία αντίκειται στα καθήκοντά τους, κατά συναυτουργία, που προβλέπεται και τιμωρείται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2§1, 13 στοιχ. α΄, 14, 16, 17, 18, 26, 27, 45, 47, 51, 52, 57, 60, 79, 80 και 235 § 2 εδ. α΄, σε συνδ. με την παρ. 1 εδ. α΄του ΠΚ , πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στη Σαλαμίνα Αττικής στις 13-10-2014 . Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα με βάση τη διάταξη του άρθρου 473 § 1εδ. α’, β΄ και γ’ ΚΠΔ, δεδομένου ότι το εκκαλούμενο βούλευμα επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 11-6-2021, στον πληρεξούσιο δικηγόρο του πρώτου κατηγορούμενου στις 3-6-2021 και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του δευτέρου την 15-6-2021 οι δε εφέσεις ασκήθηκαν στις 14-6-2021. Πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.
Κατά την διάταξη του άρθρου 204 § 1 ΚΠΔ (και ήδη νέου ΚΠΔ), όταν γίνεται ανάκριση για κακούργημα, εκείνος που ορίζει πραγματογνώμονες (εν προκειμένω ο ανακριτής) γνωστοποιεί συγχρόνως το διορισμό τους στον κατηγορούμενο στον πολιτικώς ενάγοντα και στον αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 192 ΚΠΔ. Αυτό απαιτείται για να μπορέσει ο διάδικος να ασκήσει το δικαίωμα εξαίρεσης και του πραγματογνώμονα και επιπρόσθετα να προβεί στο διορισμό τεχνικού συμβούλου. Η υποχρέωση γνωστοποίησης αφορά μόνο εκείνα τα πρόσωπα που φέρουν αν ιδιότητα του διαδίκου κατά το χρόνο διορισμού του πραγματογνώμονα και όχι τους εκείνους που την απέκτησαν μεταγενέστερα, γιατί ως προς τους τελευταίους δεν ήταν εκ των πραγμάτων εφικτή η γνωστοποίηση του πραγματογνώμονα συγχρόνως με το διορισμό του ΑΠ 370/1966 ΠοινΧρ 1966,621, ΣυμβΠλημΠειρ 536/2016 ΠοινΧρ 17/231). Όταν διενεργείται ανάκριση για κακούργημα, γίνεται δεκτό ότι δεν αρκεί μόνο η γνωστοποίηση στον διάδικο της διάταξης του ανακριτή που διόρισε τους πραγματογνώμονες, αλλά απαιτείται ταυτόχρονα για το έγκυρο αυτής και πρόσκληση προς αυτούς τους να διορίσουν, αν το επιθυμούν, τεχνικό σύμβουλο εντός ορισμένης τασσόμενης Προθεσμίας και αυτό γιατί η γνωστοποίηση του ονοματεπωνύμου του πραγματογνώμονα κατ’ άρθρο 192 ΚΠΔ έχει αυτοτέλεια έναντι της πρόσκλησης που πρέπει να κατευθύνεται κατ’ άρθρο 204 §. 1 ΚΠΔ και η πρώτη δεν καθιστά περιττή τη δεύτερη (ΣυμβΕφΘεσ 187/2011 ΠοινΔικ 2011, 473, ΣυμβΕφΠειρ 301/2002 ΠοινΔικ 2002,893, Τη Μυτιλ 80/1974 ΠοινΧρ 1974,707, ΔιατΑνακρΠρΣπαρτ 8/2017 ΠοινΔικ 2018,325, Γνωμοδ. ΑΠ Φ. Μακρή 7/2008 ΠοινΔικ 2009,297 επ., Ν. Λαγού, Παρατηρήσεις σε ΣυμβΑΠ 2176/2007, ΠοινΔικ 2008,30, Α. Μπουρόπουλος, ΚΠΔ 192, σελ. 267, Χ. Σεβαστίδης ΚΠΔ σελ. 2484]. Η προθεσμία που τάσσει ο ανακριτής πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή επαρκής για την αναζήτηση και τον διορισμό τεχνικού συμβούλου, ώστε να μη φαλκιδεύεται το σχετικό δικαίωμα των διαδίκων (Χ. Δημόπουλος, Η Πραγματογνωμοσύνη, 2017, σελ. 138-139, Π. Καίσαρης, ΕρμΚΠΔ). Η προθεσμία αυτή που δεν είναι ανατρεπτική, επιδιώκει να εξασφαλίσει ότι το έργο των πραγματογνωμόνων δεν θα αρχίσει πριν από τον διορισμό των τεχνικών συμβούλων ή πριν την παρέλευση άπρακτης της ταχθείσας προθεσμίας. Η έλλειψη της ανωτέρω γνωστοποίησης και πρόσκλησης καθιστά την ανακριτική διάταξη, ως και τη διεξαχθείσα με βάση αυτή πραγματογνωμοσύνη, απόλυτα άκυρη διότι η ακυρότητα αυτή αφορά τη δημόσια τάξη(άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ), η οποία δεν καλύπτεται από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος από δική του πρωτοβουλία διόρισε τεχνικό σύμβουλο ή δεν επικαλέσθηκε αυτή (ακυρότητα) ή ακόμη και αποδέχθηκε αυτή (ΣυμβΕφΘεσ 187/2011, ΣυμβΕφΠειρ ο.π.). Η ανωτέρω ακυρότητα, εφόσον αφορά πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε και διενεργήθηκε κατά την προδικασία, μπορεί να ληφθεί αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί έως ότου αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ), όταν δε αυτή διαπιστωθεί, το δικαστικό συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση κατ’ άρθρο 312 ΚΠΔ, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη (ΣυμβΕφΘεσ 187/2011 ΣυμβΕφΠειρ 301/2002 ο.π., Λάμπρος Μαργαρίτης ΕρμΚΠΔ 2018 άρθρο 204 αρ.4). Εξάλλου, κατά το άρθρο 198 ΚΠΔ η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων εγχειρίζεται στο όργανο που τους διόρισε (ανακριτικό υπάλληλο, εισαγγελέα, ανακριτή, δικαστήριο), οπότε συντάσσεται η σχετική κατά τα άρθρα 148-158 ΚΠΔ έκθεση. Ειδικά στην περίπτωση που την πραγματογνωμοσύνη τη διέταξε το Δικαστήριο, δε συντάσσεται έκθεση, αλλά γίνεται σχετική μνεία στα πρακτικά της συνεδρίασης κατ’ άρθρο 141 ΚΠΔ. Η παράλειψη της σύνταξης έκθεσης εγχείρισης κατά την ορθότερη άποψη δεν επιφέρει απόλυτη, αλλά σχετική ακυρότητα (Λάμπρος Μαργαρίτης, ο.π. άρθρο 198 αρ.5).
Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούντες αιτιώνται στον πρώτο λόγο της έφεσής τους ότι έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα ως προς την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, εστιάζοντας αυτή κυρίως στο ότι : α) Δυνάμει της με αρ. 105/21.10.2019 διάταξης του Ανακριτή του Α’ τμήματος πλημμελειοδικών Πειραιώς διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη και σε εκτέλεση αυτής ο πραγματογνώμων κατέθεσε την από 17.1.2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, η οποία όμως ήταν αόριστη, καθώς δεν απάντησε στα τεθέντα ερωτήματα. Όμως αντί να συνταχθεί συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη, με τήρηση των προϋποθέσεων των διατάξεων των άρθρων 183 επ. ΚΠΔ (έκδοση διάταξης, κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, με προθεσμία διορισμού τεχνικού συμβούλου, εγχείριση αυτής), ο πραγματογνώμων έδωσε ένορκη κατάθεση, ενώπιον του Ανακριτή, ώστε να έχει δημιουργηθεί απόλυτη ακυρότητα. β) απορρίφθηκαν χωρίς αιτιολογία τα αιτήματα των κατηγορούμενων για συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης. Από την επισκόπηση της με αρ. 105/21.10.2019 διάταξης του Ανακριτή του Α’ τμήματος πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία ορίστηκε ως πραγματογνώμων ο πολιτικός μηχανικός ………….., προκύπτει ότι, παρόλο αυτή που κοινοποιήθηκε κανονικά στους κατηγορούμενους, (τους δύο εκκαλούντες και τον τρίτο κατηγορούμενο) σε κανένα σημείο της δεν έθεσε σ΄αυτούς προθεσμία να ορίσουν τεχνικό σύμβουλο, ούτε έγινε αυτό με χωριστό έγγραφο. Η παράλειψη αυτή όμως, όπως εκτέθηκε επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, καθώς θίγεται το δικαίωμά τους διορισμού τεχνικού συμβούλου πριν την έναρξη της πραγματογνωμοσύνης, που αυτό ακριβώς εξασφαλίζει η σχετική προθεσμία. Η απόλυτη ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης έχει ως αντανακλαστική συνέπεια και την ακυρότητα του εκκαλούμενου βουλεύματος, το οποίο για το σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσης συνεκτίμησε και την άνω πραγματογνωμοσύνη. Συνακόλουθα, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, αλλά και μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Συμβουλίου, το εκκαλούμενο βούλευμα πρέπει ν’ ακυρωθεί και εξαφανισθεί, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Συμβούλιο (άρθρο 482 ΚΠΔ) και να διαταχθεί περαιτέρω κύρια ανάκριση, (άρθρο 312, 478 αλλά και 481 παρ. 2 ΚΠΔ) απέχοντας να παράλληλα να αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, με νέα και έγκυρη σύμφωνα με τις ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις με αρ. 19 και 20/14.6.2021 εφέσεις των εκκαλούντων κατηγορούμενων κατά του με αρ. 353/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε σε εκτέλεση της με αρ. 105/21.10.2019 διάταξης του Ανακριτή του Α’ τμήματος πλημμελειοδικών Πειραιώς ο ορισθείς πραγματογνώμων πολιτικός μηχανικός …………., για την οποία συνετάγη η από 17.1.2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης.
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και απέχει να αποφανθεί επί της ουσίας αυτής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ περαιτέρω κύρια ανάκριση, ώστε να διεξαχθεί εκ νέου πραγματογνωμοσύνη, από άλλο πραγματογνώμονα, όπως ακριβώς ορίζεται στην με αρ. ΒΟΥ/18-60/21.5.2019 παραγγελία της Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς ιδίως για το ζήτημα αν έχουν διενεργηθεί αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες στην διώροφη οικοδομή του μηνυτή …………….. και της συζύγου του, κείμενη στη θέση Περάνη Σαλαμίνας, ορατές από τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο, για τις οποίες όφειλαν οι Υπάλληλοι της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Σαλαμίνας να προχωρήσουν σε κανονική αυτοψία και σύνταξη έκθεσης, να προσδιορισθεί το ύψος των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης και αν υπήρχε δυνατότητα νομιμοποίησης των αυθαιρέτων κατασκευών που τυχόν διαπιστωθούν, να προσδιορισθεί το νομοθετικό καθεστώς για την ενέργεια αυτή και το κόστος αυτής. Και να επαναληφθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις μετά την έκδοση της διάταξης αυτής.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6 Απριλίου 2023 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο την ….. Μαΐου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΦΕΒΡΩΝΙΑ ΤΣΕΡΚΕΖΟΓΛΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΕΡΜΑΤΗ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α΄ ΔΕ