Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 549/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   549/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρογιάννη Διονυσάτο (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της καθ’ ης η αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και πρώην επωνυμία «………» που εδρεύει στο …… Αττικής, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 18.06.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας, …….., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και πρώην επωνυμία «……….» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Νάκη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 14.09.2023 αίτησή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία έχει κατατεθεί με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …../2023 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε από 01.01.2016 και εφαρμόζεται επί ανακοπών κατά της εκτέλεσης και αιτήσεων αναστολής, εφόσον η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή διενεργείται μετά την προαναφερομένη ημερομηνία, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 3 εδ. α’ του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015», «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγουμένων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού». Από την ως άνω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, επισπευδομένης δυνάμει δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής, είναι: α) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά της οριστικής, απορριπτικής της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ απόφασης από τον αιτούντα (ΜονΕφΑθ 579/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 499/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 1014/2018 ΝΟΜΟΣ), β) ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης. «Ανεπανόρθωτη» είναι η βλάβη όταν με την αναγκαστική εκτέλεση δημιουργούνται οριστικές καταστάσεις, οι οποίες θα είναι αδύνατο ή εξαιρετικώς δυσχερές να ανατραπούν ή επανορθωθούν, έστω και εάν η πράξη ακυρωθεί (ΜονΕφΑθ 481/2019 ΝΟΜΟΣ). Το Δικαστήριο προβαίνει στην περίπτωση αυτή σε στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, ήτοι της ωφέλειας του δανειστή από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και της εξ αυτής ζημίας του οφειλέτη, αρκεί δε η πιθανολόγηση με ελεύθερη απόδειξη και γ) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης (ενός τουλάχιστον) λόγου έφεσης. Πρόσθετη προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης είναι, εάν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του αρμοδίου (δευτεροβαθμίου) Δικαστηρίου το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας του πλειστηριασμού. Η προϋπόθεση αυτή είναι αυτοτελής και δεν τελεί υπό τη δικονομική αίρεση της δημοσίευσης της εκκαλουμένης οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής) απόφασης σε χρόνο προ της ως άνω (προπαρασκευαστικής) προθεσμίας, δεδομένου ότι η ακριβής ημερομηνία διενεργείας του πλειστηριασμού είναι ήδη γνωστή στον καθ’ ου η εκτέλεση με την προς αυτόν επίδοση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και έχει αυτός πλέον το βάρος να μεριμνήσει για την έγκαιρη επίσπευση της συζήτησης της ανακοπής του, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 934 παρ. 1 περ. α’ και 933 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι τη θέση σε ισχύ από 01.01.2022 του Ν. 4842/2021 «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις». Με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 του Ν. 4842/2021, το Μέρος Α’ του οποίου υπό τον τίτλο «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» ισχύει από την 01.01.2022, κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 120 αυτού, τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 937 του ΚΠολΔ και προστέθηκε εκ νέου άρθρο 938 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 937 του ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 59 του ως άνω Νόμου ως εξής: «1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση: α) έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) δεν επιτρέπεται η ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, γ) η προθεσμία και η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης. 2. Στις δίκες αυτές η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 564 είναι εξήντα (60) ημέρες. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αναίρεσης δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 568, σε χρόνο που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Οι προθεσμίες της παραγράφου 4 του άρθρου 568 είναι τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες σε κάθε περίπτωση. Αναβολή της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 575, δεν μπορεί να είναι κάθε φορά μεγαλύτερη από σαράντα πέντε (45) ημέρες. 3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ του ως άνω Νόμου «Το άρθρο 937 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιείται με το άρθρο 59 του παρόντος, εφαρμόζεται για τις αποφάσεις που θα δημοσιευθούν μετά από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, δηλαδή την 01.01.2022». Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Νόμου αναφέρει σχετικά με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 937 του ΚΠολΔ τα εξής: «Οι τροποποιήσεις του άρθρου 937 του ΚΠολΔ είναι αποτέλεσμα των ερμηνευτικών, αλλά κυρίως των πρακτικών ζητημάτων που ανέκυψαν στην πράξη από τις προηγούμενες τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 με κυρίαρχη την οριζόντια και καθολική κατάργηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 938 του ΚΠολΔ σε κάθε περίπτωση έμμεσης εκτέλεσης. Επίσης, η κατάργηση της αίτησης αναίρεσης, όταν εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, στέρησε την ερμηνεία του αστικού δικονομικού δικαίου, σε θεμελιώδες ένδικο βοήθημα, από την ιδιαίτερα κρίσιμη νομολογία του Αρείου Πάγου, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου. Για τον λόγο αυτό επαναφέρεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης και αναίρεσης, ανεξάρτητα από τον εκτελεστό τίτλο, στον οποίο στηρίζεται η αναγκαστική εκτέλεση». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 60 του ως άνω Νόμου προστέθηκε εκ νέου άρθρο 938 του ΚΠολΔ, το οποίο έχει ως εξής: «1. Με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η παρ. 2, όπως επίσης με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ. 2. Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 3. Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου. 4. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. 5. Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής, ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου». Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του ως άνω Νόμου «Το άρθρο 938 του ΚΠολΔ, όπως προστίθεται με το άρθρο 60 του παρόντος, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δηλαδή την 01.01.2022». Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Νόμου αναφέρει σχετικώς με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 938 του ΚΠολΔ τα εξής: «Η καθολική κατάργηση του άρθρου 938 του ΚΠολΔ στην έμμεση εκτέλεση από το Ν. 4335/2015 αντισταθμίστηκε, εν μέρει, από την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933, σε χρόνο προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, συγχρόνως, όμως, δημιούργησε σημαντικά ερμηνευτικά και πρακτικά ζητήματα, ιδίως στην ανακοπή του άρθρου 936, αλλά και στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί διχογνωμία στη θεωρία και τη νομολογία, σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής της εκτέλεσης και στην αναζήτηση διεξόδου να υποστηρίζονται διάφορες θεωρητικές κατασκευές (όπως άρθρο 731). Ενόψει αυτών, με εξαίρεση την κατάσχεση ακινήτων στην έμμεση εκτέλεση και στα υποκείμενα σε φθορά κινητά, επαναφέρεται η δυνατότητα αναστολής σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Ειδικά στην έμμεση εκτέλεση σε ακίνητα η αναστολή είναι δυνατή μόνο από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, όπως προέβλεπε και ο Ν. 4335/2015 (εδάφιο τρίτο περ. β’ παρ. 1 άρθρου 937). Σε ό,τι αφορά στον προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου υιοθετείται η ορθότερη διατύπωση του εδαφίου τρίτου της παρ. 2 του άρθρου 1011Α, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υποβολή αίτησης αναστολής σε αναρμόδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι η προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 938 δεν εμπόδιζε την κατάθεση της αίτησης αναστολής σε αναρμόδιο δικαστήριο με αποτέλεσμα, στην περίπτωση, την επιμήκυνση της αναστολής». Ενόψει των ανωτέρω, αναφορικά με τη σχέση των ρυθμίσεων του Ν. 4335/2015 και του Ν. 4842/2021 επί του ζητήματος της αναστολής εκτέλεσης πλειστηριασμού ακινήτου μετά τη θέση σε ισχύ του τελευταίου, όταν η σχετική επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 01.01.2016 και έως την 31.12.2021, λεκτέα τα ακόλουθα: Η νέα ρύθμιση του άρθρου 938 του ΚΠολΔ αναμφίβολα δεν τυγχάνει εφαρμογής επί αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης πλειστηριασμού ακινήτου, εάν η σχετική επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μέχρι την 31.12.2021. Εφαρμογής τυγχάνει, ως προς το επιτρεπτό και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εν λόγω αίτησης, η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, σε αντίθετη δε κρίση δεν άγεται το παρόν Δικαστήριο από την προπαρατεθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. β’ του Ν. 4842/2021 αναφορικά με τη νέα διάταξη του άρθρου 937 του ΚΠολΔ, διότι η τελευταία αναφέρεται σε «αποφάσεις», ακριβώς επειδή ρητώς επιτρέπει την άσκηση όχι μόνο του τακτικού ενδίκου μέσου της έφεσης, όπως ίσχυε υπό το καθεστώς εφαρμογής του Ν. 4335/2015, κατά της οριστικής απορριπτικής της ανακοπής απόφασης, αλλά και του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναίρεσης, εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής και εάν η απόφαση αυτή δημοσιεύεται μετά την 01.01.2022, ουδόλως δε η ρύθμιση αυτή καταργεί τη δυνατότητα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη να ζητήσει την αναστολή εκτέλεσης του πλειστηριασμού ακινήτου, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω αναφερόμενες στο σκεπτικό προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε μέχρι την 31.12.2021. Επομένως, καθ’ όσον αφορά στο επιτρεπτό και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναστολής εκτέλεσης πλειστηριασμού ακινήτων, δεν υφίσταται νομικό κενό και εντεύθεν έλλειμμα προστασίας του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, δεδομένου ότι, εάν η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μέχρι την 31.12.2021, εφαρμόζεται πλήρως (ευθέως και όχι κατ’ αναλογία) η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠΔ, οπότε η αίτηση παραδεκτά υποβάλλεται και με αυτοτελές δικόγραφο, ενώ, εάν έχει επιδοθεί μετά την 01.01.2022, τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά η νέα διάταξη του άρθρου 938 του ΚΠολΔ, οπότε η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά μόνο με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού. Σημειωτέον ότι αμφότερες οι ως άνω διατάξεις θέτουν ταυτόσημες προϋποθέσεις του παραδεκτού της εν λόγω αίτησης, επομένως δε υπό αμφότερα τα νομοθετικά πλαίσια απαιτείται, μεταξύ άλλων, κατάθεση ή υποβολή της αίτησης το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες προ της ημέρας διενεργείας του ορισθέντος πλειστηριασμού. Η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται από τις ως άνω διατάξεις με το χρόνο δημοσίευσης της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτέλεσης οριστικής απόφασης ή με το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, εντεύθεν δε τα ως άνω χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκείμενης προθεσμίας (ΜονΕφΑιγ 93/2023 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 61/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 331/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 3041/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 1543/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 1790/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 488/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαμ 80/2022 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση ανακοπής, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διενεργούμενων αναγκαστικών κατασχέσεων έχει ως αντικείμενο ακίνητα, καθώς το άρθρο 938 παρ. 2 του ΚΠολΔ ορίζει, κατά τα προαναφερθέντα, ότι «Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1», ενώ κατά τα οριζόμενα στο ίδιο άρθρο 938 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας παρέχεται στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης ακίνητο, μόνο κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδίκαια, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο που υποβάλλεται στο δικαστήριο του ενδίκου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το δικαστήριο του ενδίκου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς την παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ενδίκου μέσου (άρθρο 938 παρ. 5 του ΚΠολΔ), δεδομένου, όμως, ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται αυτοτελώς, κατά τα προαναφερθέντα, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο, και συνεπώς θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αίτησης αναστολής και επί του ενδίκου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής της αίτησης αναστολής κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 3 του ΚΠολΔ η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (βλ. Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Β’, άρθρο 938, σελ. 3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών / πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ. 79). Εξάλλου, η πρακτική σημασία της διάταξης του άρθρου 938 παρ. 4 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται όταν ζητείται ειδικά η αναστολή του πλειστηριασμού και όχι εν γένει της εκτελεστικής διαδικασίας, περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η υποβολή αίτησης αναστολής με την κατάθεση της ανακοπής, ήτοι μόνο σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης κινητά εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου, καθώς στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν μεσολαβεί στάδιο πλειστηριασμού, και τούτο διότι σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης ακίνητα η υποβολή αίτησης αναστολής παρέχεται μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου και δεν μπορεί να υποβληθεί αυτοτελώς, αλλά μόνο είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού, με αποτέλεσμα αφενός μεν να είναι δυσεφάρμοστη στην περίπτωση αυτή η τήρηση της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών πριν τον πλειστηριασμό, αφετέρου δε να μην μπορεί να εφαρμοστεί η προθεσμία για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής στις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν τον πλειστηριασμό, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή εκδίδεται ενιαία απόφαση τόσο επί της αίτησης αναστολής, όσο και επί του ενδίκου μέσου (βλ. Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Β’, άρθρο 938, σελ. 3031 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών / πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ. 82).

Ο αιτών με την υπό κρίση αίτηση, επικαλούμενος ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης η αίτηση σε βάρος του, με την επίδοση της από 18.01.2023 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ’ αριθ. ..…/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της υπ’ αριθ. …../22.02.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………., με την οποία κατασχέθηκε και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό με ηλεκτρονικά μέσα, την 27.09.2023, το περιγραφόμενο στην αίτηση ακίνητό του (οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα), μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από 14.09.2023 έφεσής του, την οποία κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/14.09.2023 και ειδικό …./14.09.2023 και ενσωματώνει στο υπό κρίση δικόγραφο, και η οποία πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει και στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2658/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία απορρίφθηκε η από 05.04.2023 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 ανακοπή του, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύθηκε ανακοπή του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ κατά της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής, καθώς και ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της από 18.01.2023 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …/2011 διαταγής πληρωμής και δυνάμει της υπ’ αριθ. …./22.02.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………., επιπλέον δε ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης η αίτηση στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Η αίτηση αρμόδια εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η από 14.09.2023 έφεση του αιτούντος, για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι κατατέθηκε την 14.09.2023, ήτοι πλέον των πέντε (5) εργασίμων ημερών πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού (άρθρο 938 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Εντούτοις, καθόσον πρόκειται για αίτηση του άρθρου 938 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 4842/2021, το οποίο εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά από την έναρξη ισχύος του Ν. 4842/2021, δηλαδή μετά από την 01.01.2022 (άρθρο 116 παρ. 6γ’ του Ν. 4842/2021), όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής, η αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης θα έπρεπε να υποβληθεί με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 του ΚΠΔ, και όχι με αυτοτελές δικόγραφο, δυνατότητα που υπήρχε υπό την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αίτησης, στην οποία ενσωματώνεται το δικόγραφο της ασκηθείσας από τον αιτούντα από 14.09.2023 έφεσης που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.09.2023 και ειδικό ……/14.09.2023, προκύπτει ότι αυτή είναι αυτοτελής αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης. Για τον λόγο δε αυτό, ήτοι για τον λόγο ότι ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο και όχι με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις επ’ αυτής, η ένδικη αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (βλ. ΜονΕφΑθ 5722/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 322/2022 αδημ.), δεδομένου ότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, εφόσον η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στον αιτούντα μετά την 01.01.2022, το αίτημα αναστολής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υποβάλλεται παραδεκτά μόνο με το εφετήριο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, καθόσον δεν υπάρχει αυτοτελής στάση δίκης.

Σε κάθε δε περίπτωση, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η ένδικη αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτά με αυτοτελές δικόγραφο, και δοθέντος ότι η έφεση κατά της εκκαλούμενης υπ’ αριθ. 2658/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 14.09.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 14.09.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./14.09.2023 και ειδικό …/14.09.2023 που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 10.08.2023, δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα της αίτησης, αφού δεν πιθανολογήθηκε ότι θα ευδοκιμήσει η από 14.09.2023 έφεση του αιτούντος.

Ειδικότερα, από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. …./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε την 07.11.2011, κατόπιν της από 21.10.2011 αίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και πρώην επωνυμία «………..», ο αιτών και η μη διάδικος στην παρούσα δίκη ………. σύζυγος ………., υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 79.658,77 ευρώ, πλέον τόκων από την 29.01.2010 με το συμβατικό επιτόκιο και από την 23.08.2011 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, ανατοκιζόμενων των τόκων ανά εξάμηνο, και δικαστικών εξόδων ύψους 2.000,00 ευρώ, για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……../19.08.2002 σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, η οποία καταγγέλθηκε από την ανωτέρω Τράπεζα την 23.08.2011 και στην οποία ο αιτών είχε συμβληθεί ως πιστούχος και η …. σύζυγος ……… ως εγγυήτρια υπέρ του πιστούχου. Με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», αντίγραφο του απογράφου της υπ’ αριθ. ……./2011 διαταγής πληρωμής, με την από 10.11.2011 επιταγή προς εκτέλεση, επιδόθηκε στον αιτούντα για πρώτη φορά την 18.11.2011, ήτοι εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 630Α του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………../18.11.2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………, σύμφωνα με την οποία η δικαστική επιμελήτρια μετέβη στην κατοικία του αιτούντος στη ……… Αττικής επί της οδού …….., και αφού δεν βρήκε τον ίδιο, αλλά τη σύνοικο σύζυγό του ………., η οποία αρνήθηκε να παραλάβει το έγγραφο, επικόλλησε αυτό στην πόρτα της κατοικίας, με την παρουσία του μάρτυρα ………….. Συνεπώς, η προαναφερόμενη (πρώτη) επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία διενεργήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 123, 124 παρ. 1, 126 παρ. 1 περ. α’, 127 παρ. 1,128 παρ. 1-3, 130 παρ. 1 και 139 του ΚΠολΔ, ήταν καθόλα έγκυρη, και συνακόλουθα πιθανολογούνται απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτούντος που διαλαμβάνονται στον δέκατο λόγο της ανακοπής (υπό στοιχείο Δ.1 σε συνδυασμό με Γ.1 στο δικόγραφο) και επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ότι δηλαδή δεν ήταν έγκυρη η προαναφερόμενη επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αφού έγινε στην ανωτέρω διεύθυνση, και όχι στην δηλωθείσα από τον ίδιο με τη σύμβαση πίστωσης διεύθυνση, όπου βρισκόταν ο τόπος της εργασίας του, η έδρα της ατομικής του επιχείρησης, ………. Αττικής επί της οδού …….., και ως εκ τούτου ότι είναι άκυρες οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι διενεργήθηκαν με εκτελεστό τίτλο την υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγή πληρωμής, η οποία έχει απωλέσει την ισχύ της, λόγω παρόδου της οριζόμενης με το άρθρο 630Α του ΚΠολΔ δίμηνης προθεσμίας για την επίδοσή της, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι η αναγραφόμενη διεύθυνση στη δανειακή σύμβαση ή στο προς επίδοση έγγραφο του τόπου προς το οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να διαπιστώσει την ύπαρξη κατάλληλου τόπου επίδοσης, η δε έκθεση επίδοσης αποτελεί δημόσιο έγγραφο, που περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του, στα οποία περιλαμβάνονται – μεταξύ άλλων – ο χρόνος της επίδοσης, η προσέλευση στον τόπο της επίδοσης, η άρνηση παραλαβής του εγγράφου, η επικόλλησή του στην πόρτα της οικίας, με την παρουσία του μάρτυρα και η υπογραφή της έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή και τον μάρτυρα, και, συνεπώς, ανταπόδειξη ως προς αυτά θα χωρούσε μόνο εφόσον ο αιτών είχε προσβάλει ως πλαστή την ανωτέρω έκθεση επίδοσης (βλ. ΑΠ 1112/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 958/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 503/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4610/2021 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» και της εδρεύουσας στο ……….. Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………» καταρτίσθηκε η από 18.06.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …../18.06.2019 στον τόμο …. με αριθμό … του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του Ν. 2844/2002 που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών και με την οποία η Τράπεζα μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρία, λόγω τιτλοποίησης, απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν, περιλαμβάνεται και η απαίτηση σε βάρος του αιτούντος, η οποία επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …/2011 διαταγή πληρωμής και η οποία ταυτοποιείται πλήρως με αναφορά του αριθμού της σύμβασης πίστωσης (……) και των στοιχείων (ονοματεπώνυμα) του αιτούντος και της προαναφερόμενης εις ολόκληρον συνοφειλέτιδος, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ….. αντίγραφο του παραρτήματος της από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (σελίδα ………). Εξάλλου, δυνάμει της από 18.06.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της αποκτώσας αλλοδαπής εταιρίας και της καθ’ ης η αίτηση, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………. .» και πρώην επωνυμία «……………..», και δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου ……./18.06.2019 στον τόμο …. με αριθμό ……. του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, ανατέθηκε στην καθ’ ης η αίτηση η διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, και ειδικότερα αυτή ανέλαβε «όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις καταναλωτικών και άλλων δανείων, όπως ενδεικτικά: καθορισμός επιτοκίου, ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, κ.ά.» (βλ. συμβατικό όρο 2 δ’ περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων). Στη συνέχεια, η καθ’ ης η αίτηση αδειοδοτήθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015, ενεργώντας ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, για λογαριασμό της προαναφερόμενης αλλοδαπής εταιρίας, ειδικής διαδόχου της αρχικής πιστώτριας Τράπεζας. Την 24.01.2023, ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγής πληρωμής, με την συμπροσβαλλόμενη από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε για δεύτερη φορά στον αιτούντα, με επιμέλεια της καθ’ ης η αίτηση (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../24.01.2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ………..), και επιτάχθηκε αυτός να της καταβάλει, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, τα εξής ποσά: 1) Για επιδικασθείσα με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση, η οποία, μετά τις χρεοπιστώσεις που έγιναν από την έκδοσή της και των συμφωνιών που περιλαμβάνονται στο από 29.07.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης οφειλής, το οποίο είχε καταρτισθεί με την πιστώτρια Τράπεζα και καταγγέλθηκε την 05.04.2022, το ποσό των 94.390,32 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο (4,642%) κατά 2,5% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επίδοσης της επιταγής μέχρι την εξόφληση, 2) Για συμβατικούς τόκους υπερημερίας και τόκους από εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων του χρονικού διαστήματος από 06.04.2022 (επομένη της καταγγελίας του από 29.07.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού ρύθμισης οφειλής) μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής το ποσό των 4.402,14 ευρώ, 3) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 2.000 ευρώ, 4) Για λήψη απογράφου, αντιγράφου, σύνταξη της πρώτης από 10.11.2011 επιταγής προς πληρωμή, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση αυτής το ποσό των 150 ευρώ, 5) Για αμοιβή σύνταξης της επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 62 ευρώ, και 6) Για επίδοση της επιταγής προς πληρωμή το ποσό 43,40 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 101.047,86 ευρώ, από το οποίο: α) το επιμέρους ποσό των 94.390,32 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο (4,642%) κατά 2,5% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επίδοσης της επιταγής μέχρι την εξόφληση, β) το ποσό των 2.150 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της πρώτης επιταγής προς πληρωμή, ήτοι από 19.11.2011, μέχρι την εξόφληση, και γ) το υπόλοιπο ποσό των 105,40 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή μέχρι την εξόφληση. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 633 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στις ανακοπές που ασκούνται μετά την 01.01.2016 (άρθρο 1 άρθρου ένατου παρ. 2 και 4 του Ν. 4335/2015), η σωρευόμενη στο δικόγραφο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής έπρεπε να ασκηθεί, με κατάθεση και επίδοση δικογράφου, μέχρι και την 16.02.2023, με έναρξη υπολογισμού της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την 25.01.2023 (επομένη της δεύτερης επίδοσης στον αιτούντα αντιγράφου της διαταγής πληρωμής) και χωρίς συνυπολογισμό στην εν λόγω προθεσμία του χρονικού διαστήματος από την 06.02.2023 μέχρι και την 07.02.2023, κατά το οποίο είχε ανασταλεί η λειτουργία των δικαστηρίων της περιφέρειας Αττικής, λόγω αιφνίδιων και έντονων καιρικών φαινομένων (βλ. την υπ’ αριθ. 1411/05.02.2023 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 529/05.02.2023), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 της υπ’ αριθ. 1412/07.02.2023 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 598/07.02.2023), και ως εκ τούτου, εφόσον το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε την 05.04.2023 (βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης) και επιδόθηκε στην καθ’ ης η αίτηση την 06.04.2023 (βλ. τη σχετική από 06.04.2023 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της ανακοπής), η σωρευόμενη στο δικόγραφο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής πιθανολογείται απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης. Ακολούθως, οι λόγοι ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που καλύπτονται από το δεδικασμένο της υπ’ αριθ. ……./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγους ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και συνεπώς πιθανολογούνται απαράδεκτοι, καθόσον η υπ’ αριθ. ………./2011 διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ, η δι΄ αυτής βεβαιουμένη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελ. του ΚΠολΔ, δεδικασμένο, το οποίο, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 του ΚΠολΔ, καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής που είτε προτάθηκαν στη δίκη της ανακοπής και απορρίφθηκαν είτε, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν (βλ. ΑΠ 243/2018 ΝοΒ 2018. 1226, ΑΠ 856/2014 ΝοΒ 2014. 2141, ΕφΑθ 2700/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 488/2022 ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα, πιθανολογείται αβάσιμος ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο αιτών παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απέρριψε ως απαράδεκτο το τρίτο σκέλος του δέκατου λόγου της ανακοπής (υπό στοιχείο Δ.1 σε συνδυασμό με Γ.3 στο δικόγραφο), με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, λόγω αοριστίας, με αποτέλεσμα η σε βάρος του απαίτηση να μην είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ορισμένο ποσό κεφαλαίου και κεφαλαιοποιημένων τόκων, δηλαδή δεν επιδικάζονται ρητά κεφαλαιοποιημένοι τόκοι, με συνέπεια να μην προκύπτει το ύψος της απαίτησης, κρίνοντας ότι, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 330, 633 παρ. 2 εδ. γ’, 933 παρ. 4 του ΚΠολΔ, και κατόπιν απόρριψης ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, της σωρευόμενης με το δικόγραφο ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, με την 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή η καθ’ ης η αίτηση συγκοινοποίησε στον αιτούντα τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, έγγραφα: 1) Το υπ’ αριθ. 8195/03.08.2012 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γενικού Εμπορικού Μητρώου), από το οποίο προκύπτει η ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. με κωδικό αριθμό καταχώρισης …./02.08.2012 της υπ’ αριθ. Κ2-5558/02.08.2012 απόφασης της Διεύθυνσης Α.Ε. και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………..» και η αλλαγή της επωνυμίας της σε «…………», 2) Το υπ’ αριθ. 880/3/16.03.2017 ΦΕΚ, από το οποίο προκύπτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος η καθ’ ης η αίτηση αδειοδοτήθηκε ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, 3) Την με αριθμό πρωτοκόλλου …./18.06.2019 δημοσίευση στον τόμο … με αριθμό …. του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του Ν. 2844/2002 που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών της από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και της εδρεύουσας στο ……… Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», από την οποία προκύπτει ότι η πρώτη μεταβίβασε στην δεύτερη, λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, 4) Το υπ’ αριθ. …. απόσπασμα του παραρτήματος της προαναφερόμενης σύμβασης (σελίδα ………), από το οποίο προκύπτει ότι η απαίτηση σε βάρος του αιτούντος περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που μεταβιβάσθηκαν στην αλλοδαπή εταιρία, 5) Την με αριθμό πρωτοκόλλου …/18.06.2019 δημοσίευση στον τόμο …. με αριθμό ….. του δημόσιου βιβλίου του άρθρου 3 του Ν. 2844/2002 που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρίας και της καθ’ ης η αίτηση, από την οποία προκύπτει ότι η πρώτη ανέθεσε στην δεύτερη τη διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, 6) Την υπ’ αριθ. …../10.06.2020 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσίευσης στον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. στοιχείων της καθ’ ης η αίτηση, από την οποία προκύπτει ότι με την υπ’ αριθ. 6104/10.06.2020 απόφαση της Υπηρεσίας του Γ.Ε.ΜΗ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών εγκρίθηκε η τροποποίηση των άρθρων 1, 9 και 12 και η αναρίθμηση του καταστατικού της καθ’ ης η αίτηση, με το συνημμένο στην ανακοίνωση νέο κείμενο καταστατικού, από το οποίο προκύπτει η αλλαγή της επωνυμίας της. Κατόπιν τούτων, πιθανολογήθηκε ότι συγκοινοποιήθηκαν στον αιτούντα όλα τα αναγκαία έγγραφα, κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που αποδεικνύουν πλήρως την ιδιότητα της καθ’ ης η αίτηση ως διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης, ενώ, σε αντίθεση με όσα διατείνεται ο αιτών, δεν ήταν αναγκαία η συγκοινοποίηση  σε αυτόν ολόκληρου του κειμένου της από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μαζί με το  παράρτημα αυτής,  καθώς μία τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το υπόλοιπο μέρος του παραρτήματος δεν αφορά στην επίδικη απαίτηση (βλ. ΜονΕφΠειρ 268/2022 και ΜονΕφΠειρ 352/2022 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 177/2022 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο αιτών παραπονείται για την απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής (υπό στοιχεία Α.2 στο δικόγραφο), με τον οποίο αμφισβήτησε τη νομιμοποίηση της καθ’ ης η αίτηση να διενεργήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, ενεργώντας ως διαχειρίστρια απαιτήσεων για λογαριασμό της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, ισχυριζόμενος ότι από τα έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν με την προσβαλλόμενη από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή δεν προέκυπτε η διαχειριστική της εξουσία σε σχέση με την επίδικη απαίτηση. Επιπλέον η καθ’ ης η αίτηση νομιμοποιούνταν ενεργητικά να διενεργεί τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του αιτούντος, ενεργώντας ως διαχειρίστρια απαιτήσεων του Ν. 4354/2015, για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……………», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………», δεδομένου ότι η καθ’ ης η αίτηση ανέλαβε τη διαχείριση όλων των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν λόγω τιτλοποίησης στην αλλοδαπή εταιρία, μεταξύ των οποίων και η επίδικη απαίτηση σε βάρος του αιτούντος, καθόσον η από 18.06.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ως προς τις εξουσίες διαχείρισης της καθ’ ης η αίτηση, αφορά στο σύνολο των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία, αφού από την επισκόπηση του περιεχομένου της με αριθμό πρωτοκόλλου …./18.06.2019 δημοσίευσης δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό, ούτε, άλλωστε, κατά τους ορισμούς του Ν. 3156/2003 ήταν δυνατό να λαμβάνει χώρα ξεχωριστή ανάθεση διαχείρισης για κάθε απαίτηση που τιτλοποιήθηκε και μεταβιβάσθηκε, ενώ, επιπλέον, τέτοια ανάθεση γίνεται με μία πράξη για όλες τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις (άρθρο 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003). Εξάλλου, με την από 18.06.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταβιβάστηκαν οι ειδικότερα αναφερόμενες απαιτήσεις της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», μεταξύ των οποίων και η επίδικη, κατά  κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους και απαιτήσεις από έξοδα, μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών, παρεπόμενων ενοχικών και εμπραγμάτων, στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………..», και ως εκ τούτου η τελευταία απέκτησε ολόκληρη την επίδικη απαίτηση σε βάρος του αιτούντος οφειλέτη που απορρέει από την υπ’ αριθ. …………/19.08.2002 σύμβαση πίστωσης, τα δε ποσά των 21.041,44 ευρώ, των 50.393,00 ευρώ και των 11.902,00 ευρώ, που μνημονεύονται στο υπ’ αριθ. ….. απόσπασμα του παραρτήματος της προαναφερόμενης σύμβασης (σελίδα ………..), δεν αποτελούν το ανώτατο όριο της μεταβιβασθείσας απαίτησης, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο αιτών, αλλά το τρέχον υπόλοιπο της απαίτησης (βλ. ΜονΕφΠειρ 268/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΕφΠειρ, ΜΕφΘες 177/2022 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της έφεσης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και τη διενέργεια των προσβαλλόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, κατά το σκέλος του με το οποίο ο αιτών παραπονείται για την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής (υπό στοιχεία Α.1 στο δικόγραφο) κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή πάσχει ακυρότητας, διότι από το περιεχόμενό της δεν προκύπτει ποια είναι η εταιρία που τον επιτάσσει στην πληρωμή των αναφερόμενων ποσών, εάν δηλαδή επιτάσσουσα είναι η αλλοδαπή εταιρία ή η καθ’ ης η αίτηση, καθόσον πιθανολογήθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι επιτάσσουσα είναι η καθ’ ης η αίτηση, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας, και επιπλέον πιθανολογήθηκε ότι αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία αυτής (έδρα, αριθμός ΓΕΜΗ, ΑΦΜ), και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή εμφανίζει πληρότητα ως προς το πρόσωπο και τα στοιχεία του επιτάσσοντος. Ομοίως πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο ο αιτών παραπονείται για την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής (υπό στοιχεία Α.1 στο δικόγραφο) κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο ισχυρίσθηκε ότι ακόμη και εάν θεωρηθεί ως επιτάσσουσα η καθ’ ης η αίτηση, αυτή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να διενεργήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, καθόσον η από 18.06.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και συνεπώς η ανάθεση της διαχείρισης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων έγινε με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 νομιμοποιούνται, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, να ενεργούν κάθε αναγκαία διαδικαστική πράξη και να προβαίνουν σε πράξεις εκτέλεσης για την είσπραξη της υπό διαχείριση απαίτησης για λογαριασμό του δικαιούχου της απαίτησης – ειδικού διαδόχου, ανεξάρτητα από το νομικό πλαίσιο μεταβίβασης της απαίτησης προς τον ειδικό διάδοχο, δηλαδή ανεξάρτητα εάν η μεταβίβαση της απαίτησης και, ακολούθως, η ανάθεση της διαχείρισής της έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 ή με βάση το Ν. 4354/2015, αφού η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. α’ Ν. 4354/2015 εφαρμόζεται παράλληλα και συνδυαστικά και σε περίπτωση μεταβίβασης απαίτησης λόγω τιτλοποίησης και ανάθεσης της διαχείρισής της με βάση το Ν. 3156/2003 (βλ. ΟλΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο αιτών επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής (υπό στοιχείο Α.3 στο δικόγραφο) επικαλούμενος ακυρότητα της από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διότι καταρτίσθηκε πριν την κατάρτιση της από 18.06.2019 σύμβασης διαχείρισης, όπως τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι η σύμβαση πώλησης καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, πριν την καταχώριση της σύμβασης διαχείρισης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ’ του Ν. 4354/2015 ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση του ισχυρού και έγκυρου της σύμβασης πώλησης επιχειρηματικών απαιτήσεων την υπογραφή σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων, στην προκειμένη δε περίπτωση πιθανολογήθηκε ότι πληρούται η εν λόγω προυπόθεση για την κατάρτιση έγκυρης σύμβασης πώλησης, εφόσον αμφότερες οι συμβάσεις (πώλησης και διαχείρισης) καταρτίσθηκαν την ίδια ημέρα (18.06.2019) και ομοίως δημοσιεύθηκαν σε περίληψη την ίδια ημέρα με αριθμούς πρωτοκόλλου …./18.06.2019 και …../18.06.2019, αντίστοιχα, στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από τον αιτούντα (βλ. ΜονΕφΠειρ 268/2022 και ΜονΕφΠειρ 574/2020 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του ΕφΠειρ). Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ο έκτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο αιτών επαναφέρει τον ενδέκατο λόγο της ανακοπής (υπό στοιχείο Δ.2 στο δικόγραφο) ισχυριζόμενος ότι στο ποσό των 79.658,77 ευρώ, που επιδικάσθηκε ως κεφάλαιο με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιλαμβάνονται και τόκοι που έχουν υποκύψει σε παραγραφή, λόγω παρέλευσης πενταετίας από το τέλος του έτους 2011 μέχρι την επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, καθώς και ότι έχουν υποκύψει σε πενταετή παραγραφή και οι τόκοι του υπόλοιπου ποσού από την 23.11.2011 μέχρι την 31.12.2017, καθόσον ο αιτών δεν προσδιορίζει, για την πληρότητα του εν λόγω ισχυρισμού και προκειμένου να καθίσταται εφικτή η εξαγωγή των τόκων που έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, τον χρόνο γέννησης κάθε περιοδικής παροχής τόκων, το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής ανά έτος, ούτε τον χρόνο έναρξης της παραγραφής κάθε επί μέρους παροχής, ώστε να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές, και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του πιθανολογείται απαράδεκτος λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1419/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 535/2015 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, με βάση την από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή, η καθ’ ης η αίτηση επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος, κυριότητας του αιτούντος, που περιγράφεται στην συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../22.02.2023 κατασχετήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …………, με την οποία κατασχέθηκε το εν λόγω ακίνητο και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό με ηλεκτρονικά μέσα, την 27.09.2023. Ο αιτών με τον δέκατο τρίτο λόγο της ανακοπής (υπό στοιχείο Ε.2 στο δικόγραφο) ισχυρίζεται ότι η κατασχετήρια έκθεση πάσχει ακυρότητας, λόγω αοριστίας, διότι η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση για το ποσό των 40.000,00 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος του ποσού των 101.047,86 ευρώ που επιτάσσεται να καταβάλει με την προσβαλλόμενη από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή, χωρίς εξειδίκευση σε τι αφορά ο εν λόγω περιορισμός, δηλαδή για ποια από τα επιμέρους κονδύλια της επιταγής προς πληρωμή διενεργείται η κύρια εκτελεστική διαδικασία. Ο λόγος αυτός της ανακοπής που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ο περιορισμός του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση, είναι ορισμένος και δεν καθιστά την ως άνω απαίτηση, για την είσπραξη της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση, αβέβαιη και ανεκκαθάριστη, αφού από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (βλ. ΑΠ 1016/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1543/2014 ΧρΙΔ 2015. 203), ενόψει και του ότι ο αιτών δεν αμφισβητεί ότι η από 18.01.2023 επιταγή προς πληρωμή, με βάση την οποία διενεργείται η κύρια εκτελεστική διαδικασία, εμφανίζει πληρότητα. Άλλωστε, αφενός μεν είναι επιτρεπτός ο περιορισμός του ποσού της απαίτησης, για το οποίο επιβάλλεται αναγκαστική κατάσχεση, με σκοπό τον περιορισμό των εξόδων της εκτέλεσης και του πλειστηριασμού και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε αβέβαιη και ανεκκαθάριστη (βλ. σχ. AΠ 1773/2001 ΕλλΔ/νη 2002. 1386), αφετέρου δε, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 422 και 423 του ΑΚ και εφόσον δεν γίνεται επίκληση διαφορετικής σειράς καταλογισμού της παροχής με συμφωνία των μερών, ο καταλογισμός της παροχής γίνεται σύμφωνα με τη σειρά του νόμου και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της έκθεσης κατάσχεσης (βλ. ΕφΑθ 4901/2000 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαμ 124/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 3773/2021 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί και ο δέκατος τέταρτος λόγος της ανακοπής (υπό στοιχείο Ε.3 στο δικόγραφο) που επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο της έφεσης, με τον οποίο ο αιτών ισχυρίζεται ότι η αναγκαστική κατάσχεση πάσχει ακυρότητας, διότι από τον χρόνο περάτωσης της κατάσχεσης την 22.02.2023, μέχρι την ημερομηνία που ορίσθηκε για τη διενέργεια του πλειστηριασμού την 27.09.2023, χωρίς συνυπολογισμό του χρονικού διαστήματος από 1η έως 31η Αυγούστου, δεν μεσολαβεί το ελάχιστο χρονικό διάστημα των επτά μηνών που προβλέπεται από το νόμο, λαμβανομένου υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση το ελάχιστο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα των επτά μηνών από την περάτωση της κατάσχεσης μέχρι την ημερομηνία που ορίσθηκε για τη διενέργεια του πλειστηριασμού συμπληρώνεται την 23.09.2023 (άρθρα 144 παρ. 1, 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ), καθόσον το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου δεν αφαιρείται από εκείνο των επτά μηνών, αφού, όπως ρητώς ορίζεται πλέον στη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021, ο Αύγουστος δεν προσμετράται στην οριζόμενη ελάχιστη προθεσμία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση που αυτή συμπληρώνεται τον μήνα αυτό, οπότε η λήξη της προθεσμίας επέρχεται την αντίστοιχη ημερομηνία του επόμενου μήνα (βλ. ΜονΕφΑθ 6316/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 5174/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 832/2022 ΝΟΜΟΣ), και ως εκ τούτου ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της οριζόμενης με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναστολής να απορριφθεί, ενώ πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 22.09.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (για τη δημοσίευση)