Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 424/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αριθμός 424/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ………….. και 2] ………., κατοίκων αμφοτέρων ……. Αττικής, επί της οδού ……….., τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Γεωργία Τέλλου και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………κατοίκου …. Αττικής, επί της οδού ……………, ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Αντωνόπουλο.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος Βασίλειος Πάτσος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.8.2017 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../21.8.2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 4540/2018 (εν μέρει οριστική) και 334/2021 (οριστική) αποφάσεις του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τόσον ο ως άνω ενάγων με την από 22.2.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/23.2.2022 έφεσή του, όσον και οι εκ των εναγομένων ως άνω εκκαλούντες – εφεσίβλητοι με την από 14.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/14.7.2021 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με τις κρινόμενες αντίθετες α] από 14.7.2021 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../14.7.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../14.7.2021 [Α΄ έφεση] και β] από 22.2.2022 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/23.2.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./23.2.2022 [Β΄ έφεση] εφέσεις πλήττεται η με αριθμό 334/10.2.2021 οριστική και τελειωτική της δίκης στον πρώτο βαθμό απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η από 18.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../21.8.2017 αγωγή του εκκαλούντος της Β΄ έφεσης, περί αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας και ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη επειδή ως αναβάτης ιστιοσανίδας τραυματίστηκε σε θαλάσσιο ατύχημα, η οποία στράφηκε εναντίον, αφενός, των εκκαλούντων της Α΄ έφεσης, κατ’ ισομοιρία συνιδιοκτητών ταχύπλοου σκάφους, το οποίο οδηγούμενο από τον πρώτο από αυτούς προκάλεσε το ατύχημα και, αφετέρου, των εδρευουσών στη …. Αττικής και μη πλέον διαδίκων ανωνύμων εταιριών με τις επωνυμίες «…….» και «………..», αντίστοιχα, με την ιδιότητά τους ως ασφαλίστριας της αστικής ευθύνης του ζημιογόνου σκάφους η πρώτη και της ειδικής διαδόχου της και εγγυήτριας των υποχρεώσεων από την ασφαλιστική σύμβαση η δεύτερη, ως προς τις οποίες η (εν μέρει οριστική και μη πληττόμενη) υπ’ αριθμ. 4540/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής τους νομιμοποίησης και, εν συνεχεία, ανέβαλε τη συζήτησή της μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε εναντίον του πρώτου εκκαλούντος της Α΄ έφεσης για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια. Οι ένδικες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από κάθε επίδοση και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευση της ανωτέρω οριστικής (και τελειωτικής για τη δίκη στον πρώτο βαθμό) απόφασης (ΑΠ 7/2003, Δνη 44/482, ΤριμΕφΑθ. 566/2019, ΜονΕφΠειρ. 353/2021, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Κ. Μακρίδου, Έφεση κατά οριστικών και τελειωτικών αποφάσεων επί σωρεύσεως και συνεκδικάσεως αγωγών, σε Δνη 2006/979 επομ.). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. όσον αφορά την Α΄ έφεση το με αριθμό …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 13.7.2021 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» και όσον αφορά τη Β΄ έφεση το με αριθμό …………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 22.2.2022 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της αυτής ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, πρέπει, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α΄  ΚΠολΔ, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Για τον καθορισμό της έκτασης εφαρμογής των διατάξεών του ο [ισχύων κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης και μέχρι την 1η.5.2023, οπότε καταργήθηκε από το Ν. 5020/2023 «Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και άλλες επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής» (ΦΕΚ Α 29/15.2.2023, βλ. άρθρα 292 περ. α΄ και 293 § 1 αυτού] ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται στην υπόθεση που επανακρίνεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 2 ΚΠολΔ, ορίζει στο άρθρο 1 § 1 ότι πλοίο είναι κάθε σκάφος με καθαρή χωρητικότητα ανώτερη των δέκα κόρων, που προορίζεται να κινείται αυτοδυνάμως στη θάλασσα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη συγκρότηση της νομοθετικής έννοιας του πλοίου αναγκαία στοιχεία είναι η μορφή του ως κοίλου σώματος (σκάφους), το ορισμένο μέγεθός του, που καθορίζεται με βάση την καθαρή χωρητικότητά του, η δυνατότητα αυτοδύναμης κίνησής του, η οποία καταφάσκεται όταν διαθέτει μέσα που του την παρέχουν με την εκμετάλλευση είτε φυσικών (ανθρώπινων ή του ανέμου) είτε τεχνητών (μηχανικών) δυνάμεων (ΑΠ 11/1999, ΕΕΔ 2000/254 = ΕΑΕΔ/1999/949) και ο προορισμός του να κινείται στη θάλασσα και όχι σε εσωτερικά ύδατα, χωρίς, όμως, να είναι απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση πλόων και η αντιμετώπιση θαλασσίων κιν­δύνων (ΤριμΕφΠειρ. 209/2012, ΕΝαυτΔ 2012/174). Παρέπεται ότι δεν εμπίπτει στο νομοθετικό ορισμό της έννοιας του πλοίου α] κάθε επιπλέουσα ανθρώπινη κατασκευή που έχει επίπεδη επιφάνεια, όπως οι σχεδίες και τα διάφορα άλλα πλωτά κατασκευάσματα της σύγχρονης τεχνολογίας που βασίζονται στην ύπαρξη πλωτήρων και χρησιμοποιούνται για ναυταθλητισμό και γενικότερα για αναψυχή στον υδάτινο χώρο, όπως μεταξύ άλλων οι κυματοσανίδες (wave boards) και οι ιστιοσανίδες (sail boards), δηλαδή οι μακρόστενοι υδατοστεγείς πλωτήρες, επί των οποίων τοποθετείται μικρός ιστός με ιστίο και κινούνται με την πνοή του ανέμου και τους κατάλληλους χειρισμούς του ιστίου από τον επιβαίνοντα [άρθρο 2 αρ. 1 της υπ’ αριθμ. 3131.1/03/99 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Έγκριση του Γενικού Κανονισμού Λιμένα με αριθ. 20 “Ταχύπλοα (ταχυκίνητα)” σκάφη και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής» (ΦΕΚ Β 444/26.4.1999), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο του ενδίκου θαλάσσιου ατυχήματος, πριν τροποποιηθεί από την υπ’ αριθμ. 2133.1/39328/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 1929/30.5.2018), β] κάθε σκάφος που είτε δεν έχει ικανότητα αυτοδύναμης πλεύσης (ΕφΠειρ. 807/1992, ΕΕμπΔ 1993/615 = ΕΝαυτΔ 1993/16, ΕφΠειρ. 231/1980, ΕΝαυτΔ 1980/207) είτε είναι χωρητικότητας μικρότερης των δέκα κόρων (ΜονΕφΠειρ. 122/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει, μεταξύ άλλων και, με τα μικρά ιδιωτικά σκάφη αναψυχής [που φέρουν εξωλέμβιο κινητήρα και έχουν ολικό μήκος μέχρι τα επτά (7) μέτρα είτε είναι ιστιοφόρα είτε μηχανοκίνητα, διαθέτοντα δηλαδή μηχανή ως κύριο ή βοηθητικό μέσο πρόωσης] του άρθρου 1 § 1 περ. στ΄ του Ν. 4256/2014 «Τουριστικά πλοία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 92 14.4.2014), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν την κατάργησή του από το Ν. 4926/2022 «Εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για τη δραστηριοποίηση των πλοίων αναψυχής και των τουριστικών ημερόπλοιων, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου των επαγγελματικών πλοίων αναψυχής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ A 82/20.4.2022) και γ] τα μη θαλασσοπόρα πλοία, όπως τα ποταμόπλοια ή αυτά που χρησιμοποιούνται σε λίμνες (Α. Αντάπασης, Η νέα σύμβαση για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων, σε Μνήμη Μιχαήλ Μηνούδη, 2004, σελ. 93 – 147 [104]). Όλα τα ανωτέρω θαλάσσια μέσα μεταφοράς δεν έχουν μεν την ιδιότητα του πλοίου, εμπίπτουν όμως στην έννοια του πλωτού ναυπηγήματος του άρθρου 1 § 2 ΚΙΝΔ, εφόσον μπορούν να επιπλέουν (ΑΠ 1089/1998, Δνη 1999/329, ΑΠ 229/1982/ΝοΒ 1982/1268 = ΕΕΝ 1983/129, ΜονΕφΛαρ. 366/2019, Δικογραφία 2019/787, ΕφΑθ. 7998/2001, Δνη 2002/1474, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ανατύπωση τρίτης έκδοσης, 1993, § 8, σελ. 35, Β. Γράβαρης, Η έννοια του πλωτού ναυπηγήματος εις τον ΚΙΝΔ, σε ΕΕμπΔ 1975/22 επομ.) άλλως θεωρούνται απλώς κινητά πράγματα κατά το κοινό δίκαιο (άρθρο 948 εδαφ. β΄ ΑΚ). Η θεώρηση των συγκεκριμένων κατασκευών ως πλωτών ναυπηγημάτων έχει ως συνέπεια την επ’ αυτών ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των τρίτου, τέταρτου, έκτου, εβδόμου, δωδεκάτου, δεκάτου τρίτου και δεκάτου τετάρτου τίτλων του ΚΙΝΔ, όπως ρητά ορίζεται στην § 2 του άρθρου 1 αυτού, μεταξύ των οποίων και οι διατάξεις των άρθρων 235 επομ. ΚΙΝΔ (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 1704, σελ. 895), στις οποίες θεμελιώνεται ευθύνη από τη σύγκρουση, όχι μόνο πλοίων αλλά και, πλωτών ναυπηγημάτων μεταξύ τους (ΜονΕφΠειρ. 525/2016, ΕΕμπΔ 2017/635, ΕφΠειρ. 1003/2003, ΕπισκΕΔ 2004/128, με παρατηρήσεις Α. Κιάντου – Παμπούκη, ΕφΠειρ. 592/1999, ΕΝαυτΔ 1999/393 = ΕπισκΕΔ 1999/175, με παρατηρήσεις της ιδίας, παρατηρήσεις της αυτής συγγραφέως κάτω από την ΕφΔωδ. 136/2001, σε ΕπισκΕΔ 2002/488 επομ. [494], ΕφΠειρ. 1387/1997, ΕΝαυτΔ 1998/126, ΕφΠειρ. 226/1995, ΕΝαυτΔ 1996/148, Κ. Οικονόμου, Η ευθύνη και η αξίωση αποζημιώσεως εκ συγκρούσεως πλοίων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, σε Θαλάσσια Ασφάλεια – Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση Νομικής Βιβλιοθήκης 2017, σελ. 183 – 218 [192], Α. Αργυριάδης, παρατηρήσεις κάτω από την ΠρωτΠειρ. 3597/1963, σε ΕΕμπΔ 1964/415 επομ. [417]), όπως συμβαίνει και όταν ένα εκ των συγκρουσθέντων ναυπηγημάτων είναι ιστιοσανίδα (Τ. Σταυρακίδης, Η σύγκρουση πλοίων, 2020, αρ. 112, σελ. 73). Η ευθύνη αυτή είναι ειδική (ΤριμΕφΠειρ. 390/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρωτογενής αδικοπρακτική (εξωσυμβατική), υποκειμενική (δηλαδή πταισματική, στηριζόμενη στην υπαιτιότητα) και αποκλειστική ως προς τους ευθυνόμενους (ΜονΕφΠειρ. 88/2019, ΝοΒ 2020/1250), η οποία βαρύνει αυτόν που εκμεταλλεύεται το ζημιογόνο πλοίο και έχει τη ναυτική του διεύθυνση, χωρίς να αποκλείει την ευθύνη των λοιπών υπαίτιων προσώπων (πλοιάρχου και μελών του πληρώματος), για την οποία γίνεται παραπομπή στις κοινές (αδικοπρακτικές) διατάξεις των άρθρων 330 και 914 ΑΚ (ΜονΕφΠειρ. 507/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΤριμΕφΠειρ. 102/2014, Δνη 2015/528, ΕφΠειρ. 682/2004, ΕΕμπΔ 2006/120). Κατά την έννοια των άρθρων 235 επομ. ΚΙΝΔ, πέραν της επενέργειας αντικειμενικών συνθηκών, μη υποκείμενων στον ανθρώπινο έλεγχο, η υπαίτια σύγκρουση μπορεί να οφείλεται είτε στη ναυτική ακαταλληλότητα του πλοίου, οπότε πρόκειται για ευθύνη από ίδιες πράξεις εκείνου που το εκμεταλλεύεται, αφού αυτός υπέχει ατομικό καθήκον να διασφαλίζει την αξιοπλοΐα του είτε στην παραβίαση των κανόνων ασφαλούς ναυσιπλοΐας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι ΔΚΑΣ και τα ναυτικά έθιμα, οπότε πρόκειται περί ευθύνης για αλλότριες πράξεις, όταν η διακυβέρνηση του πλοίου έχει ανατεθεί από αυτόν που το εκμεταλλεύεται σε άλλο πρόσωπο. Οι ΔΚΑΣ (Διεθνείς Κανόνες για την Αποφυγή Συγκρούσεων στη Θάλασσα), που έχουν κυρωθεί νομοθετικά και αποτελούν ισχύον δίκαιο (ΑΠ 58/2003, ΕΝαυτΔ 2003/43 = ΝοΒ 2003/1627 = Δνη 2003/1355), περιέχουν ρυθμίσεις σχετικές, μεταξύ άλλων και, με τη ασφαλή ταχύτητα πλεύσεως και τη διαγωγή των πλοίων έναντι αλλήλων, συγκροτούν δε σώμα προστατευτικών διατάξεων που επιβάλλουν συγκεκριμένους τρόπους ενέργειας, η παρέκκλιση από τις οποίες θεμελιώνει την παρανομία και ταυτόχρονα αξιολογεί την υπαιτιότητα. Η αποκλειστικότητα της ειδικής ρυθμίσεως του ΚΙΝΔ έχει την έννοια του παραμερισμού και της μη εφαρμογής των κοινών διατάξεων, των οποίων αποκρούεται η συρροή για τη θεμελίωση της ευθύνης αυτού που εκμεταλλεύεται το πλοίο όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η σύγκρουση αποδίδεται σε ναυτική ακαταλληλότητα του πλοίου ή σε παραβίαση των ΔΚΑΣ εκ μέρους του πλοιάρχου αλλά και όταν οφείλεται σε πλοηγικό σφάλμα του ιδίου κυρίου του πλοίου, που έχει ταυτόχρονα και την ιδιότητα του κυβερνήτη του (ΤριμΕφΠειρ. 145/2014, Δνη 2015/528, ΤριμΕφΠατρ. 656/2011, ΑχΝομ 2012/351, ΕφΔωδ. 269/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1022/2006, ΕΝαυτΔ 2007/115, Τ. Σταυρακίδης, ο.π., αρ. 276, σελ. 195, contra Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ζητήματα ευθύνης από ναυτικό ατύχημα, σε ΕπισκΕΔ 1998/869 επομ. [875]), όπως συνήθως συμβαίνει στην περίπτωση των ιδιωτικών σκαφών αναψυχής (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 1713, σελ. 899). Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι το βιοτικό πραγματικό της πρόκλησης σωματικής βλάβης και υλικών ζημιών στη θάλασσα λόγω βίαιης επαφής ταχύπλοου ιδιωτικού σκάφους αναψυχής και ιστιοσανίδας εξαιτίας πλοηγικού σφάλματος οποιουδήποτε εμπλεκόμενου χαρακτηρίζεται νομικά ως σύγκρουση πλωτών ναυπηγημάτων, με συνέπεια η μεν ευθύνη προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης να διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 235 επομ. ΚΙΝΔ και όχι από τις κοινές διατάξεις, που εφαρμόζονται μόνον συμπληρωματικά για την αντιμετώπιση αρρύθμιστων ζητημάτων, η δε υπαιτιότητα να κρίνεται κατά τους ΔΚΑΣ, που εφαρμόζονται σε κάθε πλωτό μέσο και, συνεπώς, και στα σκάφη αναψυχής (Α. Καραγκουνίδης, Σύγκρουση πλοίων. Αστική ευθύνη του πλοιάρχου και του πλοιοκτήτη. Ιδίως ευθύνη από την παραβίαση κανονισμών αποφυγής συγκρούσεων, σε ΕπισκΕΔ 1998/929 επομ. [936]). Επιπλέον, στην ίδια περίπτωση εφαρμόζονται οι ειδικές περί παραγραφής διατάξεις του ΚΙΝΔ (άρθρα 289 – 292), καθόσον το άρθρο 1 § 2, το οποίο δεν παραπέμπει ευθέως σ’ αυτές, πρέπει, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, να ερμηνευθεί διασταλτικά, ώστε οι σύντομες προθεσμίες παραγραφής του ΚΙΝΔ, μολονότι αποτελούν περιεχόμενο εξαιρετικών διατάξεων, να καταλάβουν κάθε αξίωση που πηγάζει από έννομες σχέσεις ρυθμιζόμενες από το ναυτικό δίκαιο. Τούτο υπαγορεύουν δογματικοί, τελολογικοί και ουσιαστικοί λόγοι, αναγόμενοι στον χαρακτήρα των περί παραγραφής διατάξεων που είναι παρεπόμενες των διατάξεων που θεμελιώνουν τις αξιώσεις, οι οποίοι δεν αναιρούνται από το γραμματικό και τελολογικό επιχείρημα (ΑΠ 161/1968, ΕΕμπΔ 1968/422, ΜονΕφΠειρ. 122/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 591/1995, ΕΝΔ 1996/149 = ΕπισκΕΔ 1996/112, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2021, αρ. 123, σελ. 67, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 1731, σελ. 906, Τ. Σταυρακίδης, ο.π., αρ. 656, σελ. 477, Δ. Χριστοδούλου, Παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία στο ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, σε Π. Παπανικολάου [επιμ.] Ζητήματα του Δικαίου της Παραγραφής, 2015, σελ. 865 – 931 [909], Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρα 289 – 292, § 3, σελ. 754), Κ. Αρβανίτης, Παραγραφαί και αποσβεστικαί προθεσμίαι εις το ιδιωτικόν ναυτικόν δίκαιον, ΕΕμπΔ 1968/481 επομ. [507 επομ. και 517 επομ.]). Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιταχθεί ότι οι σύντομες παραγραφές του ΚΙΝΔ εξυπηρετούν σκοπιμότητες σχετικές με την ταχεία εκκαθάριση των συναλλακτικών σχέσεων που δημιουργούνται από την άσκηση εμπορικής ναυτιλιακής δραστηριότητας και ότι η εφαρμογή τους δεν προσήκει σε έννομες σχέσεις του κοινού δικαίου, όπως η σύγκρουση πλωτών ναυπηγημάτων, που χρησιμοποιούνται για αναψυχή και κινούνται στο υδάτινο μεν στοιχείο σε εγγύτητα όμως προς τις ακτές και όχι στην ανοικτή θάλασσα. Η άποψη αυτή, όμως, θα παρέβλεπε ότι και τα ταχύπλοα σκάφη αναψυχής, όπως και οι ιστιοσανίδες είναι δυνατό να εκμισθωθούν και να καταστούν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης (άρθρα 22 και 23 των ως άνω Υπουργικών Αποφάσεων), με αποτέλεσμα η προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων από σύγκρουση πλωτών ναυπηγημάτων να μην είναι τότε εξαρχής καθορισμένη αλλά αβέβαιη και να εξαρτάται, για τις αυτές έννομες σχέσεις, από το τυχαίο γεγονός της εμπορικής ή ιδιωτικής εκμετάλλευσης των εν λόγω πλωτών ναυπηγημάτων, με περαιτέρω συνέπεια την πρόκληση ανασφάλειας δικαίου. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, ο περί παραγραφής της αγωγικής αξιώσεως ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος συνιστά γνήσια αυτοτελή ένσταση, καταλυτική της αγωγής (ΑΠ 1234/2003, Δνη 2005/438 = ΕΕΔ 2004/210, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 23, σελ. 459, Γ. Νικολόπουλος, Η Έννοια και η Λειτουργία της Ενστάσεως στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1987, σελ. 79), παραδεκτώς προτείνεται στο δεύτερο βαθμό με λόγο έφεσης, ακόμα και αν πρωτοδίκως δεν προτάθηκε καθόλου ή προτάθηκε απαραδέκτως, εφόσον αποδεικνύεται εγγράφως Πάντως, αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός προβληθείς το πρώτον στην κατ’ επανάληψη συζήτησή της, μετά από αναβολή της κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, δεν είναι πρωτοδίκως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η συζήτηση αυτή είναι συνέχεια της πρώτης, μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη (ΕφΑθ. 38/2011, ΕΠολΔ 2011/240, με σημ. Π. Γιαννόπουλου, ΕφΘεσ. 6778/1985, Δνη 1985/998, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, § 71, αρ. 10, 14, σελ. 313 – 315).

ΙΙΙ. Με την αγωγή που επανακρίνεται ο εκκαλών της Β΄ έφεσης κατέστησε επίδικες αξιώσεις του που γεννήθηκαν από ατύχημα που υπέστη στις 21.8.2015 στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Αναβύσσου όταν στην ιστιοσανίδα που χειριζόταν επέπεσε το ταχύπλοο σκάφος Ι, που ανήκε στη συγκυριότητα των εναγομένων από υπαιτιότητα του πρώτου από αυτούς, που ήταν και ο κυβερνήτης του, συνιστάμενη κυρίως σε παραβίαση των ΔΚΑΣ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, με την οποία αξιώθηκε αποζημίωση για περιουσιακές ζημίες και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης, ύψους εκατόν εξήντα μιας χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα λεπτών (161.815,60 €) συνολικά. Υπό τα εκτιθέμενα από το συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν παράγονται αξιώσεις από σύγκρουση πλωτών ναυπηγημάτων διεπόμενες από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 235 επομ. ΚΙΝΔ και τις γενικές των άρθρων 297, 298, 299, 932 ΑΚ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αγωγή στηριζόταν στις κοινές (αδικοπρακτικές) διατάξεις των άρθρων 330 και 914 ΑΚ και κατ’ εφαρμογή τους επιδίκασε εν τέλει στον ενάγοντα αναγνωριστικώς το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριάντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (38.853,53 €) για τις ένδικες αιτίες με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής σε καθέναν από τους εκκαλούντες της Α΄ έφεσης, που κρίθηκαν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον. Κατά της κρίσης του αυτής διαμαρτύρονται αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και με την έφεσή της καθεμία ζητεί την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της αγωγής προς το σκοπό της συνολικής απόρριψης και παραδοχής της αντιστοίχως.

IV. Με τον έκτο λόγο της Α΄ έφεσής τους οι εναγόμενοι επαναφέρουν τον, όπως βεβαιώνεται στην εκκαλουμένη αλλά και συνομολογείται, προταθέντα κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμό τους περί εφαρμογής εν προκειμένω της διατάξεως του άρθρου 289 αρ. 6 ΚΙΝΔ και, συνεπώς, περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων ήδη πριν την άσκηση της αγωγής, τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση «πέραν του παραδεκτού ή μη της προβολής του» απέρριψε ως νομικά αβάσιμο με την αιτιολογία ότι «αναφέρεται σε αξιώσεις που απορρέουν από τη σύγκρουση πλοίων, προϋπόθεση που εν προκειμένω δεν πληρούται». Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, δεδομένου ότι επί συγκρούσεως πλωτών ναυπηγημάτων, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι σύντομες παραγραφές του ΚΙΝΔ, παραδεκτώς δε προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται στην έκκλητη δίκη, αφού, σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται εγγράφως. Πράγματι, από τις υπ’ αριθμ. …… και …./2017 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. προκύπτει ότι η ένδικη από 18.82017 αγωγή επιδόθηκε στους εκκαλούντες της Α΄ έφεσης στις 21.8.2017, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της ενιαύσιας παραγραφής του άρθρου 289 αρ. 6 ΚΙΝΔ, που άρχισε να διαδράμει την 1η.1.2016 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2016 (άρθρο 291 § 1 ΚΙΝΔ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή της Α΄ έφεσης, να εξαφανιστεί χωρίς να ερευνηθεί άλλος λόγος της. Αντιστοίχως πρέπει μετά ταύτα να απορριφθεί χωρίς έλεγχο των λόγων της η Β΄ έφεση. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων της Α΄ έφεσης, αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος του ενάγοντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, μετά την παραδοχή της Α΄ και την απόρριψη της Β΄ έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες της Α΄ έφεσης και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου της Β΄ έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις από 14.7.2021 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./14.7.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./14.7.2021 και από 22.2.2022 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./23.2.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/23.2.2022 εφέσεις.

Απορρίπτει την από 22.2.2022 έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Δέχεται την από 14.7.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 334/2021 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους  εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 18.8.2017 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./21.8.2017) αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ