Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 431/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 431/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής: της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, που έχει τεθεί σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει της υπ’ αριθ. 46/1/27.07.2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. φύλλου 2208/27.07.2012 ΦΕΚ Τεύχος Β’ και εκπροσωπείται νόμιμα δυνάμει της υπ’ αριθ. 182/1/04.04.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. φύλλου 925/05.04.2016 ΦΕΚ Τεύχος Β, από τον ειδικό εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο ….. Αττικής, οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Έλλη Κωνσταντέλια (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Γιαννατσή (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …../2021 ανακοπή του, καθώς και οι από 07.09.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό …./2021 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 25/2022 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής. Η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 30.03.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../01.04.2022 και ειδικό …./01.04.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../14.04.2022 και ειδικό …../14.04.2022 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 25/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε δεκτή η από 15.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό …/2021 ανακοπή, καθώς και οι από 07.09.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό ……/2021 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 30.03.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 01.04.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./01.04.2022 και ειδικό …../01.04.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 05.01.2022. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής, και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, και ήδη εκκαλούσας, την από 15.04.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό …./2021 ανακοπή, κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθώς και τους από 07.09.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2021 και ειδικό ……/2021 πρόσθετους λόγους ανακοπής, κατ’ άρθρο 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά της υπ’ αριθ. …../2020 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα λόγους, να γίνει δεκτή η ανακοπή καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε βάσει της υπ’ αριθ. ……/17.03.2008 σύμβασης δανείου για προσωπικές ανάγκες ποσού 52.000,00 ευρώ, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού ως οφειλέτη και της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ως δανείστριας, και δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην τελευταία το ποσό των 81.651,56 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 25/2022 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. και 632 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ), αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής και αφού έκρινε ότι η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 632 παρ. 1, 2 και 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 83 περ. 1α του Ν. 4790/2021, έκανε δεκτό ως νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του που επαναλήφθηκε στον πρώτο και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής, και στη συνέχεια έκανε δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής και ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2020 διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, και ήδη εκκαλούσα, για τους λόγους που αναφέρονται στην κρινόμενη έφεσή της και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, κατά τα εκκληθέντα αυτής κεφάλαια, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

Από τις διατάξεις των άρθρων 185, 186, 187, 191 και 192 του ΑΚ προκύπτει ότι η πρόταση για τη σύναψη σύμβασης δεσμεύει αυτόν που την έκανε για το χρονικό διάστημα που μπορεί να γίνει η αποδοχή της και αποσβήνεται αν αποκρουστεί ή δεν γίνει αποδεκτή έγκαιρα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 189 έως 194 του ΑΚ, δεδομένου ότι η καθυστερημένη αποδοχή θεωρείται σαν νέα πρόταση. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης και ορισμένη περιέχουσα όλα τα στοιχεία της σύμβασης προς κατάρτιση και να γίνεται προς το σκοπό αυτό, δηλαδή με βούληση δέσμευσης και όχι ως απλή επιθυμία, διαφορετικά είναι ανίσχυρη ως πρόταση και μπορεί να αποτελέσει πρόσκληση για υποβολή πρότασης ή έναρξης διαπραγματεύσεων. Το ίδιο συμβαίνει, και συνεπώς δεν υφίσταται ισχύουσα πρόταση, και αν αποκλείεται από τη φύση της σύμβασης και τις ειδικές περιστάσεις κάθε δέσμευση, ήτοι και μετά την αποδοχή της πρότασης ή συνάγεται τούτο από το νόμο (ΕφΑθ 5700/2000 ΕΔΠΟΛ 2001. 357). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1225/2017 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ 507/2019 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του AΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1504/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/201 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 523/2015 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 736/2012 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτουμένων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των Τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (άρθρα 178, 200, 288 του ΑΚ) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, διότι τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 327/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013, θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) με την με αριθ. 116/1/25.08.2014 (ΦΕΚ Β’ 2289/27.08.2014) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 31.12.2014 και τροποποιήθηκε δυο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της άνω Επιτροπής με αριθμούς 129/2/16.02.2015 (ΦΕΚ Β’ 486/31.03.2015) και 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2219/15.10.2015). Εν τέλει αναθεωρήθηκε, δηλαδή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με την απόφαση 195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β’ 2376/02.08.2016) της ΕΠΑΘ, η οποία τελικώς καταργήθηκε με την απόφαση 392/1/31.5.2021 της ΕΠΑΘ  (ΦΕΚ Β’ 2411/07.06.2021). Ο Κώδικας αυτός θέτει ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βασική υποχρέωση, που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας αυτός πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εποπτεύεται από αυτήν, ακόμα κι αν βρίσκεται σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών, έναντι κάθε ιδρύματος που υποχρεούται να τον εφαρμόζει. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’ 94/27.05.2016) “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί για λογαριασμό του εντός 15 εργασίμων ημερών, (γ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς τον δανειστή αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τον δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, (δ) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και (ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας. Η θεσπισθείσα και καταγραφείσα από τον Κώδικα Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, το ίδρυμα επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων τριάντα (δεκαπέντε πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών από τη συμπλήρωση εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης στην καταβολή δόσης της οφειλής, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ., λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της Δ.Ε.Κ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν ειδικότερα ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα σε όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη (λύση βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ρύθμισης ή λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη σε κάθε περίπτωση η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ) από 30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για τον σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, ιδίως ενόψει του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Αναφορικά με τη νομική φύση του εν λόγω Κώδικα, αυτός βάσει του οργάνου που τον θέσπισε και του περιεχομένου του, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, που θέτει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (τραπεζικού ή αστικού), δηλαδή κανόνες θετικού αυστηρού δικαίου, ενόψει και της απειλής κυρώσεων εποπτικής ή ελεγκτικής φύσης ως προς την εφαρμογή του Κώδικα από την ΤτΕ. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, σε απαγορευτική διάταξη νόμου, είναι αληθές ότι από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του Κώδικα είναι η επιλογή της “καταλληλότερης” κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωσή τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος (“ΤτΕ”). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων. Δεν δύναται, όμως, να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.07.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσης συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των ανωτέρω, από το σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των πέντε (5) σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (άρθρο 281 του ΑΚ), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενών οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού, είτε με άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, είτε αμυντικά κατ’ ένσταση, είτε με άσκηση ανακοπής κατά εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 323/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 342/2023 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 1/2022 ΝΟΜΟΣ, Χασάπη, «Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013», ΕφΑΔ 2017. 511, Φλάμπουρα, «Η καταγγελία των πιστώσεων ενόψει του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος», ΧρΙΔ 2016. 307, Σπυράκο, «Συνεργάσιμος δανειολήπτης: Η αποκατάσταση του περιεχομένου μίας παρείσακτης στο Ν. 3869/2010 έννοιας», ΧρΙΔ 2016. 405, 408). Τέλος, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ και των διατάξεων των άρθρων 237, 262 παρ. 1, 259 και 527 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της προβολής της από άποψη τρόπου, πρέπει, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 269 του ΚΠολΔ, να προβάλλονται κατά σαφή τρόπο κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα, για την αιτία αυτή και όχι για ανυπαρξία του δικαιώματος (ΟλΑΠ 472/1983 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η χωρίς δικαιολογημένη αιτία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται στην απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 του ΑΚ ως απαράδεκτης σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 691/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2102/2007 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης ………… που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την υπ’ αριθ. …./16.09.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς του μάρτυρα ….. … ………., την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής και η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής (βλ. την υπ’ αριθ. …../13.09.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ως δανείστριας, και του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής, ως οφειλέτη, καταρτίσθηκε η υπ’ αριθ. ……/17.03.2008 σύμβαση δανείου για την κάλυψη προσωπικών αναγκών ποσού 52.000,00 ευρώ, εξοφλητέο σε 180 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται σε αυτήν. Η δανειακή σύμβαση τροποποιήθηκε δυνάμει των από 01.12.2009 και 30.09.2010 πρόσθετων πράξεων, με τις οποίες παρατάθηκε η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου και ανεστάλη η πληρωμή των δόσεων αυτού, ενώ δυνάμει της από 18.08.2011 πρόσθετης πράξης χορηγήθηκε νέο δάνειο ποσού 3.341,24 ευρώ και δυνάμει της από 19.08.2011 πρόσθετης πράξης αναγνωρίσθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο του δανείου ύψους 48.073,84 ευρώ και διαχωρίσθηκε σε δύο ισόποσα τμήματα, ύψους 24.036,92 ευρώ το καθένα, εξοφλητέα σε 140 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις το πρώτο τμήμα και σε 152 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις το δεύτερο τμήμα. Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης δανείου τηρήθηκαν οι υπ’ αριθ. …., …., …. και ….. λογαριασμοί, οι οποίοι έκλεισαν την 30.07.2012, λόγω υπερημερίας του δανειολήπτη ως προς την εκπλήρωση των απορρεουσών από τη σύμβαση υποχρεώσεών του, και μεταφέρθηκαν τα χρεωστικά τους υπόλοιπα, ύψους 25.563,49 και 22.789,17 ευρώ, στους υπ’ αριθ. …. και ……. λογαριασμούς. Αποδείχθηκε επίσης ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 46/1/27.07.2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. φύλλου 2208/27.07.2012 ΦΕΚ Τεύχος Β’, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση, ενώ διορίσθηκε ειδικός εκκαθαριστής ο ……………, στον οποίο επιτράπηκε η διενέργεια μόνο των πράξεων που υπηρετούσαν τον σκοπό της εκκαθάρισης. Επιπλέον δυνάμει της ανωτέρω υπ’ αριθ. 46/1/27.07.2012 απόφασης, μεταβιβάσθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», ενώ οι έννομες σχέσεις από την επίδικη σύμβαση δανείου παρέμειναν περιουσιακά στοιχεία της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. 182/1/04.04.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. φύλλου 925/05.04.2016 ΦΕΚ Τεύχος Β, διορίσθηκε ως ειδικός εκκαθαριστής η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία αντικατέστησε σε όλες τις αρμοδιότητες του ειδικού εκκαθαριστή τον ανωτέρω διορισμένο ειδικό εκκαθαριστή. Έκτοτε ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής, μην έχοντας πληροφόρηση για την εξέλιξη της δανειακής του σύμβασης μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και τη θέση αυτής σε ειδική εκκαθάριση, προέβαινε σε άτακτες καταβολές, και συγκεκριμένα κατέβαλε την 25.02.2014 το ποσό των 283,00 ευρώ, την 26.02.2014 το ποσό των 133,66 ευρώ, την 28.03.2014 το ποσό των 21,71 ευρώ, το ποσό των 128,29 ευρώ και το ποσό των 13,24 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα της κίνησης του υπ’ αριθ. ………… λογαριασμού. Επίσης κατέβαλε την 25.02.2014 το ποσό των 74,04 ευρώ, το ποσό των 12,28 ευρώ και το ποσό των 194,96 ευρώ, την 26.02.2014 το ποσό των 119,16 ευρώ, την 28.03.2014 το ποσό των 89,75 ευρώ, το ποσό των 60,25 ευρώ και το ποσό των 11,93 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα της κίνησης του υπ’ αριθ. …………. λογαριασμού. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1953 και είναι συνταξιούχος, έχοντας δραστηριοποιηθεί στον τομέα της εστίασης διατηρώντας επιχείρηση ψητοπωλείου, επιθυμούσε να ρυθμίσει την οφειλή του από την ένδικη δανειακή σύμβαση και για τον λόγο αυτό εξουσιοδότησε την θυγατέρα του ……….., προκειμένου να έρθει σε επικοινωνία με την ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, εταιρεία με την επωνυμία «……………», και να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για τη ρύθμιση της οφειλής του, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 13.11.2018 υπεύθυνη δήλωση κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, επί της οποίας θεωρήθηκε και βεβαιώθηκε η γνησιότητα της υπογραφής του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα Αίγινας. Ακολούθως, η θυγατέρα του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής επικοινώνησε τηλεφωνικώς και μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την εξουσιοδοτηθείσα από την ειδική εκκαθαρίστρια υπάλληλο της εταιρείας “…………” ….. …, η οποία αιτήθηκε την προσκόμιση των σχετικών δικαιολογητικών και την καταβολή του συνολικού ποσού των 5.400,00 ευρώ σε τρεις λογαριασμούς όψεως της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής που τηρούνταν στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», προκειμένου να αποσταλεί και να υπογραφεί από τον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής πρόσθετη πράξη ρύθμισης της οφειλής του από την ένδικη δανειακή σύμβαση (βλ. το προσκομιζόμενο από 22.11.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής ανταποκριθείς άμεσα στις υποδείξεις της ανωτέρω υπαλλήλου της εταιρείας “………….”, απέστειλε την 27.11.2018 τα απαιτούμενα δικαιολογητικά (βλ. το προσκομιζόμενο από 27.11.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) και κατέβαλε την 28.11.2018 τα ποσά των 1.900,00 ευρώ, των 1.800,00 ευρώ και των 1.700,00 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 5.400,00 ευρώ, στους υποδειχθέντες και τηρούμενους στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» λογαριασμούς όψεως της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής (βλ. τα προσκομιζόμενα από 28.11.2018 αποδεικτικά κατάθεσης στους εν λόγω τραπεζικούς λογαριασμούς). Ακολούθως η ανωτέρω υπάλληλος της εταιρείας “…………..”, απέστειλε στον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής την προσκομιζόμενη (χωρίς ημερομηνία) πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, την οποία αυτός επέστρεψε υπογεγραμμένη, με θεώρηση και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του από το αρμόδιο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών του Δήμου Αίγινας την 07.12.2018. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη (χωρίς ημερομηνία) πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, αναγνωρίσθηκε η οφειλή του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής ύψους 78.663,24 ευρώ την 16.11.2018, ενώ συμφωνήθηκε η εξόφληση του ποσού των 57.116,00 ευρώ σε 96 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και η διαγραφή σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής του υπόλοιπου ποσού που αντιστοιχούσε σε τόκους υπερημερίας, μετά την εκτέλεση της σύμβασης ρύθμισης της οφειλής και υπό τον όρο της τήρησης όλων των όρων αυτής και της πλήρους και προσήκουσας εξόφλησης των τόκων και των δόσεων κατά τα συμφωνηθέντα. Η υποβληθείσα, κατόπιν υπόδειξης της εξουσιοδοτηθείσας από την ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής υπαλλήλου της εταιρείας “…………” …………., αίτηση ρύθμισης της οφειλής του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής από την ένδικη δανειακή σύμβαση, τελούσε υπό την αίρεση της έγγραφης έγκρισης των αρμοδίων οργάνων της ειδικής εκκαθαρίστριας, η οποία, όμως, ουδέποτε έλαβε χώρα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ενώ ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής απέστειλε άμεσα υπογεγραμμένη την (χωρίς ημερομηνία) πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης της οφειλής του και ανέμενε την αποστολή του πίνακα των τοκοχρεολυτικών δόσεων προκειμένου να εκκινήσει την καταβολή αυτών, τα αρμόδια όργανα της ειδικής εκκαθαρίστριας δεν προέβησαν σε έγγραφη έγκριση της πρόσθετης πράξης ρύθμισης, ώστε να συντελεσθεί η σύναψη της εν λόγω σύμβασης. Κατόπιν τούτων, η ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, με την αποστολή του ως άνω σχεδίου πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης της οφειλής, προέβη σε πρόσκληση του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής για την υποβολή πρότασης με βάση το υποβληθέν σχέδιο, ώστε να επακολουθήσει αρμοδίως η έγκριση και η αποδοχή αυτού και όχι σε δεσμευτική γι’ αυτήν πρόταση, με σκοπό κατάρτισης της σύμβασης ρύθμισης, αφού, ενόψει και της φύσης της δικαιοπραξίας που συνεπαγόταν την διαγραφή σε βάρος της ειδικής εκκαθαρίστριας της ανωτέρω απαίτησής της από τόκους υπερημερίας, αποκλειόταν κάθε δέσμευσή της πριν από την ως άνω έγκριση. Επομένως, κρίνονται απορριπτέα ως στηριζόμενα στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε σχετική πρόταση προς ρύθμιση εκ μέρους της ειδικής εκκαθαρίστριας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, όσα διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του που επαναλαμβάνονται στον πρώτο και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής, ότι δηλαδή τυγχάνει ακυρωτέα η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής λόγω έλλειψης των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της, διότι δεν είχε προσκομισθεί, ούτε επισυναφθεί στην αίτηση για την έκδοσή της η από Δεκεμβρίου 2018 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλής, την οποία υπέγραψε ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής, κατόπιν δεσμευτικής υποβολής πρότασης προς ρύθμιση εκ μέρους της ειδικής εκκαθαρίστριας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, την οποία αυτός αποδέχθηκε, γνωστοποιώντας την αποδοχή του, με αποτέλεσμα να μη δύναται να ανακληθεί από την ειδική εκκαθαρίστρια, μετά τη γνωστοποίηση της αποδοχής του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του που επαναλήφθηκε στον πρώτο και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2019 η θυγατέρα του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής επεδίωκε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς και μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την ανωτέρω εξουσιοδοτηθείσα από την ειδική εκκαθαρίστρια υπάλληλο της εταιρείας “………….”, πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό, εξαιτίας διακοπής της λειτουργίας της τελευταίας (βλ. τα προσκομιζόμενα από 13.03.2019 και 14.03.2019 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα οποία απέστειλε η θυγατέρα του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής προς την υπάλληλο της εταιρείας “…………” ……. . και σύμφωνα με τα οποία δεν λειτουργούσαν πλέον τα τηλέφωνα της εταιρείας). Ακολούθως, κατόπιν πρωτοβουλίας της θυγατέρας του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής και επίμονων προσπαθειών αυτής, κατέστη δυνατή η επικοινωνία της με τους αρμοδίους υπαλλήλους της νέας εξουσιοδοτηθείσας προς τούτο από την ειδική εκκαθαρίστρια, δικηγορικής εταιρείας «……………», και κατόπιν υπόδειξής τους, απέστειλε σ’ αυτούς τα προαναφερόμενα από 28.11.2018 αποδεικτικά κατάθεσης του συνολικού ποσού των 5.400,00 ευρώ στους τηρούμενους στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….» λογαριασμούς της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής (βλ. το προσκομιζόμενο από 17.07.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επικοινωνίας της θυγατέρας του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής με τους υπαλλήλους της εξουσιοδοτηθείσας από την ειδική εκκαθαρίστρια ως άνω δικηγορικής εταιρείας και παρά την εκπεφρασμένη επιθυμία του να εξεύρει λύση ώστε να ρυθμιστεί η οφειλή του από την ένδικη δανειακή σύμβαση, επιδόθηκε σ’ αυτόν την 19.08.2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/19.08.2019 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών . …., η προσκομιζόμενη από 29.07.2019 εξώδικη καταγγελία, η οποία υπογράφεται από την δικηγόρο ………. της δικηγορικής εταιρείας «……………….» ως πληρεξούσια της ειδικής εκκαθαρίστριας, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../2019 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, και με την οποία του γνωστοποίησε την από 12.07.2019 καταγγελία της υπ’ αριθ. …./17.03.2008 σύμβασης δανείου και το οριστικό κλείσιμο των ανωτέρω υπ’ αριθ. … και ……. λογαριασμών και τον κάλεσε να καταβάλει το οφειλόμενο οριστικό κατάλοιπο συνολικού ποσού 79.265,25 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από την επόμενη της ημερομηνίας κλεισίματος των λογαριασμών. Αποδείχθηκε επίσης ότι ακόμη και μετά την επίδοση στον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής της από 12.07.2019 καταγγελίας της ένδικης δανειακής σύμβασης, που έλαβε χώρα την 19.08.2019, κατά τα προαναφερθέντα, αυτός ενέμεινε στο αίτημά του για ρύθμιση της οφειλής του, και συμμορφωθείς προς τις υποδείξεις των υπαλλήλων της εξουσιοδοτηθείσας από την ειδική εκκαθαρίστρια δικηγορικής εταιρείας «…………», αφενός κατέβαλε την 29.08.2019 τα ποσά των 790,00 ευρώ, των 830,00 ευρώ και των 750,00 ευρώ στους τηρούμενους στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» λογαριασμούς της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής (βλ. τα προσκομιζόμενα από 29.08.2019 αποδεικτικά είσπραξης οφειλών υπέρ ΑΤΕ ΥΕΕ), αφετέρου απέστειλε όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προκειμένου να εξετασθεί εκ νέου το αίτημά του για ρύθμιση της ένδικης οφειλής του (βλ. τα προσκομιζόμενα από 03.09.2019, 05.09.2019 και 11.09.2019 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Ακολούθως, την 13.09.2019, οι υπάλληλοι της εξουσιοδοτηθείσας από την ειδική εκκαθαρίστρια δικηγορικής εταιρείας «………………..» απέστειλαν, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, στον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής το προσκομιζόμενο από 13.09.2019 έντυπο, το οποίο συνιστούσε πρόσκληση για την υποβολή πρότασης εκ μέρους του με βάση το υποβληθέν σχέδιο και στο οποίο περιέχονταν δυσμενέστεροι όροι ρύθμισης της οφειλής του σε σχέση με την προαναφερόμενη από Δεκεμβρίου 2018 πρόσκληση για την υποβολή πρότασης, καθόσον γινόταν αναγνώριση του χρεωστικού κατάλοιπου των ανωτέρω υπ’ αριθ. …….. και ……. λογαριασμών, ανερχόμενου στα ποσά των 38.670,00 ευρώ και των 36.561,00 ευρώ, αντίστοιχα, και συμφωνία για την καταβολή αυτού σε 120 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ποσού 394,00 ευρώ και 372,00 ευρώ, αντίστοιχα, ενώ ορίσθηκαν και τα ποσά της προκαταβολής ύψους 830,00 ευρώ και 790,00 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία, όμως, είχαν ήδη εξοφληθεί από τον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής την 29.08.2019, κατά τα προαναφερθέντα. Ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής υπέγραψε το από 13.09.2019 έντυπο ρύθμισης της οφειλής του και το απέστειλε αυθημερόν στους εξουσιοδοτηθέντες από την ειδική εκκαθαρίστρια υπαλλήλους, υποβάλλοντας νέα πρόταση, την οποία έπρεπε να αποδεχθεί η τελευταία ώστε να συντελεσθεί η σύναψη σύμβασης ρύθμισης της οφειλής του (βλ. το προσκομιζόμενο από 13.09.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), υποβάλλοντας ταυτόχρονα και την προσκομιζόμενη από 13.09.2019 υπεύθυνη δήλωση κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986, στην οποία δήλωνε ότι θα ενισχυθεί οικονομικά από τη θυγατέρα του προκειμένου να ανταπεξέλθει στην καταβολή των προτεινόμενων ως άνω μηνιαίων δόσεων για τη ρύθμιση της οφειλής του. Ωστόσο, παρά την άμεση υπογραφή από τον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής του από 13.09.2019 εντύπου και την υποβολή εκ μέρους του πρότασης με βάση το υποβληθέν σχέδιο ρύθμισης, η ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ουδέν απάντησε, μη αποδεχόμενη την πρότασή του, ώστε να συντελεσθεί η σύναψη σύμβασης ρύθμισης της οφειλής του. Αντιθέτως δε κατέθεσε ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την προσκομιζόμενη από 04.11.2020 αίτησή της, η οποία έγινε δεκτή και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……./2020 διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής να της καταβάλει το ποσό των 81.651,56 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από την 29.01.2020 και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 1.600,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής τήρησε την Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων, κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας που εφαρμόζεται και στα πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 221/2/17.03.2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. φύλλου 971/22.03.2017 ΦΕΚ Τεύχος Β, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με την υπ’ αριθ. 396/23.07.2021 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. φύλλου 3425/28.07.2021 ΦΕΚ Τεύχος Β, πριν προβεί στην από 12.07.2019 καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης, δεδομένου ότι δεν προσκομίσθηκαν επιστολές αυτής προς τον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής με το οριζόμενο στον Κώδικα Δεοντολογίας περιεχόμενο. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, το γεγονός αυτό δεν καθιστά την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, σε απαγορευτική διάταξη νόμου, πλην όμως συντρέχουν εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις που καθιστούν την ως άνω καταγγελία καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, λόγω της αντίθεσής της προς την αντικειμενική, συναλλακτική, καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας, όπως το περιεχόμενο αυτής διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενών οφειλών. Ειδικότερα, από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής είχε υποχρέωση να επιδιώξει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής την οριστική διευθέτηση της οφειλής του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας, που ρυθμίζει την Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων, δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί δύο δικές του προτάσεις για τη σύναψη σύμβασης ρύθμισης της οφειλής του, κατόπιν προσκλήσεων της ιδίας προς υποβολή προτάσεων με την αποστολή των ως άνω σχεδίων πρόσθετων πράξεων αναγνώρισης και ρύθμισης της οφειλής που υπογράφηκαν άμεσα από τον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής, ενώ η ίδια απέφυγε αδικαιολόγητα να ανταποκριθεί στα αιτήματά του και να απαντήσει στις προτάσεις του, και εν τέλει αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτές, με αποτέλεσμα να μη συναφθούν συμβάσεις ρύθμισης της οφειλής του, κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον προέκυψε ότι ο ανακόπτων – ασκών πρόσθετους λόγους ανακοπής ενεργώντας συνεχώς με δική του πρωτοβουλία και με ειλικρινή πρόθεση να ρυθμίσει την οφειλή του, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να συνάψει σύμβαση ρύθμισης της οφειλής, αναζητώντας τους εκάστοτε εξουσιοδοτηθέντες προς τούτο υπαλλήλους της ειδικής εκκαθαρίστριας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αυτής και η θέση της σε ειδική εκκαθάριση δυσχέραινε ιδιαίτερα τις εν λόγω προσπάθειες του. Επίσης αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της δανείστριας ειδικής εκκαθαρίστριας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας της ένδικης δανειακής σύμβασης, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της στο χρόνο που το άσκησε, δοθέντος ότι η ίδια αιτήθηκε την καταβολή των ανωτέρω ποσών ως προκαταβολών για την επικείμενη ρύθμιση της οφειλής του, καθώς και την αποστολή των σχετικών δικαιολογητικών, αυτός δε συμμορφώθηκε άμεσα καταβάλλοντας τα σχετικά ποσά και συγκεντρώνοντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκηση του δικαιώματός της να προκαλεί σ’ αυτόν επαχθείς συνέπειες και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ενεργώντας σε πλήρη αντίθεση με την εντύπωση που είχε προκαλέσει στον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής με την ανωτέρω συμπεριφορά της, ο οποίος ευλόγως ανέμενε την αποδοχή της από Δεκεμβρίου 2018 πρότασής του και τη σύναψη σύμβασης ρύθμισης της οφειλής του, επέδωσε σ’ αυτόν την από 12.07.2019 καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης, πριν την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων. Αυτή δε η αντιφατική συμπεριφορά της ειδικής εκκαθαρίστριας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός της, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησε στον ανακόπτοντα – ασκούντα πρόσθετους λόγους ανακοπής την εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα προέβαινε στην από 12.07.2019 καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης πριν την ολοκλήρωση των σταδίων της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων, λόγω σύγκλησης των απόψεων των μερών για τη ρύθμιση της οφειλής του, με αποτέλεσμα η πρόωρη εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της ένδικης σύμβασης δανείου να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον δανειολήπτη και να καθιστά μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως για όλα τα ανωτέρω, και στη συνέχεια έκανε δεκτό ως νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του που επαναλήφθηκε στον πρώτο και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο τυγχάνει ακυρωτέα η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής λόγω έλλειψης των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της, και δη του ληξιπρόθεσμου της οφειλής, διότι η από 12.07.2019 καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης είναι καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, λόγω μη τήρησης εκ μέρους της ειδικής εκκαθαρίστριας της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων που προβλέπεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013, και ακολούθως έκανε δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής και ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2020 διαταγή πληρωμής, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντιθέτως έκρινε ορθά. Συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη έκρινε ως καταχρηστική την καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, ενώ έπρεπε να κάνει δεκτό τον ισχυρισμό της περί καταχρηστικής συμπεριφοράς του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής σε βάρος των δικών της συμφερόντων και να απορρίψει την ανακοπή του και τους πρόσθετους λόγους αυτής, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση ότι ουδεμία σύμβαση ρύθμισης της οφειλής του είχε συναφθεί με την ειδική εκκαθαρίστρια της καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, είτε κατά το χρόνο επίδοσης σ’ αυτόν της από 12.07.2019 καταγγελίας της ένδικης δανειακής σύμβασης, είτε κατά το χρόνο επίδοσης σ’ αυτόν της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ο ισχυρισμός αυτός αξιολογείται δικονομικά ως ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, πλην όμως η ένσταση αυτή δεν προτάθηκε νομότυπα και παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των έγγραφων προτάσεων της εκκαλούσας, στις οποίες ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που φέρεται ότι θεμελιώνουν την ένσταση και μνημονεύονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης, ούτε διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων ανακοπής για την αιτία αυτή. Ειδικότερα, στη σελίδα 35 του δικογράφου των από 17.09.2021 προτάσεων επί της ανακοπής και στη σελίδα 22 του δικογράφου των από 17.09.2021 προτάσεων επί των πρόσθετων λόγων ανακοπής, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η εκκαλούσα ως καθ’ ης η ανακοπή – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής αρνήθηκε τον πρώτο λόγο ανακοπής κατ’ αμφότερα τα σκέλη του που επαναλήφθηκε στον πρώτο και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής, και ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η Τράπεζα ουδόλως ενήργησε καταχρηστικώς, αντιθέτως δε ότι ήταν παράνομη, αντισυμβατική, καταχρηστική και αντίθετη στα συναλλακτικά ήθη η συμπεριφορά του ανακόπτοντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους ανακοπής σε βάρος των δικών της συμφερόντων, ήτοι συνέδεσε την επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση δικαιώματος με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης. Επομένως, η πρόταση της ένστασης αυτής, υπό τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν, για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μέσω του δεύτερου λόγου της έφεσης, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις κατ’ εξαίρεση παραδεκτής προβολής ισχυρισμού στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο οποίος δεν προτάθηκε στον πρώτο βαθμό, κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, δεδομένου ότι η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η ένσταση αυτή α) δεν προτείνεται από τον εφεσίβλητο, β) δεν γεννήθηκε μετά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, γ) δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ούτε μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, δ) δεν προβλήθηκε έγκαιρα, ενώ η μη έγκαιρη προβολή της στον πρώτο βαθμό με τις έγγραφες προτάσεις των εκκαλούντων δεν οφείλεται σε δικαιολογημένη αιτία, ε) δεν προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα και στ) δεν αποδεικνύεται με δημόσια ή με ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία να παρέχουν πλήρη απόδειξη και όχι απλώς να συνάγονται δικαστικά τεκμήρια από αυτά, ούτε με δικαστική ομολογία του εφεσίβλητου, ο οποίος με τις έγγραφες προτάσεις του δεν συνομολογεί τα πραγματικά περιστατικά που προτείνει η εκκαλούσα προς θεμελίωση της προαναφερόμενης ένστασης, προϋποθέσεις, άλλωστε, της κατ’ εξαίρεση παραδεκτής προβολής του ισχυρισμού για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, των οποίων τη συνδρομή, είναι απαραίτητο να επισημανθεί, ότι δεν επικαλείται ούτε η εκκαλούσα (βλ. ΑΠ 447/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 3258/2021 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που ασκείται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τούτο με τον λόγο αυτό της έφεσης, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 30.03.2022 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της και κατόπιν σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 30.03.2022 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 25/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις        4.8.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ