ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 524/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1] …………….., 2] ……….., 3] ………, 4] …………. 6] …………., 7] ……………, 8] ……….., 9] ……….., 10] ……….., 11] …………. 12] ………., 13] …………. και 14] …………., από τους οποίους οι τρίτος, έκτος, έβδομος, όγδοος και δέκατος τρίτος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τη πληρεξούσια δικηγόρο τους Ακριβή – Ελένη Γκότση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ενώ οι λοιποί δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΗΜΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ», που εδρεύει στο ……….. Αττικής, επί της ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ευάγγελος Χατζηγιαννάκης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.1.2017 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../26.1.2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4691/2017 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες με την από 22.10.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./25.10.2019 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε μετ’ αναβολές η 3η.3.2022, οπότε και η συζήτηση ματαιώθηκε. Ήδη η έφεση αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 24.3.2022 κλήση των καλούντων – εκκαλούντων (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως 84/24.3.2022), για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθούν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την προηγουμένως ορισθείσα προς τούτο δικάσιμο της 3ης.3.2022 νομότυπα με την από 24.3.2022 κλήση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../24.3.2022) των καλούντων – εκκαλούντων επαναφέρεται προς συζήτηση η ένδικη από 22.10.2019 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/25.10.2019) έφεσή τους, με την οποία προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 4691/27.10.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και δέχθηκε εν μέρει την από 26.1.2017 αγωγή τους (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./26.1.2017), με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις προερχόμενες από τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου που καθένας από τους ενάγοντες είχε καταρτίσει με το εναγόμενο.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 § 1 και 297 ΚΠολΔ, οι οποίες κατά μεν το άρθρο 299 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται και επί ενδίκων μέσων γενικά, κατά δε την διάταξη του άρθρου 524 § 1 αυτού και στην έκκλητη δίκη, συνάγεται ότι επί περισσοτέρων εκκαλούντων που συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας, καθένας τους μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσής του χωρίς τη συναίνεση του εφεσίβλητου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, η δε παραίτηση γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον εφεσίβλητο και σε κάθε περίπτωση έχει ως αποτέλεσμα ότι η έφεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και καταργείται η δευτεροβάθμια δίκη ως προς τον παραιτούμενο απλό ομόδικο. Ως δικόγραφο που επιδίδεται θεωρείται και η εξώδικη δήλωση του παραιτούμενου, εφόσον φέρει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 4/2012, ΧρΙΔ 2012/440 = ΕΕμπΔ 2012/596 = Δνη 2012/652, ΑΠ 310/2023, ΑΠ 109/2013, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΥΝΠ] ΝΟΜΟΣ), η οποία μπορεί να υπογράφεται όχι από τον ίδιο αλλά από δικηγόρο που είναι εφοδιασμένος με γενική πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 97 ΚΠολΔ (ΑΠ 52/2020, ΑΠ 93/2020, ΑΠ 469/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από το δικηγόρο που υπογράφει το εφετήριο (ΑΠ 144/2018, Αρμ 2018/437, ΑΠ 834/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1317/2003, Δνη 2005/87).
Στην προκειμένη περίπτωση οι επισπεύδοντες μεν τη συζήτηση της ένδικης έφεσης πλην όμως ερημοδικήσαντες κατά τη συζήτησή της πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος, ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος και δέκατος τέταρτος των καλούντων – εκκαλούντων, που συνδέονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τους λοιπούς εκκαλούντες με το δεσμό της απλής ομοδικίας, με την από 26.4.2022 εξώδικη δήλωσή τους, που υπογράφεται από τη δικηγόρο Αθηνών ……… (ΑΜ ΔΣΑ ……….), που υπογράφει και το δικόγραφο της ένδικης έφεσης και επιδόθηκε στο εφεσίβλητο στις 27.4.2022, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ………/2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….., παραιτήθηκαν ρητά από το δικόγραφο της ένδικης έφεσής τους και από το δικόγραφο της κλήσης με την οποία επαναφέρεται αυτή προς συζήτηση. Συνεπώς, ως προς τους εκκαλούντες αυτούς θεωρείται ότι η έφεση δεν ασκήθηκε.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, η έφεση των λοιπών εκκαλούντων αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι το εφετήριο κατατέθηκε στις 25.10.2019, δηλαδή εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 27.10.2017 και δύο [2] ημέρες πριν από την κανονική λήξη της. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία.
IV. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι εκ των εναγόντων και καλούντων ήδη εκκαλούντες αναφέρθηκαν πρώτον, στην πρόσληψή τους στις 28.9.2015 από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προκειμένου να απασχοληθούν στην Υπηρεσία του καθαριότητας – πρασίνου – περιβάλλοντος με την ειδικότητα των εργατών καθαριότητας και αντί μηνιαίων μικτών αποδοχών ύψους εννιακοσίων τριάντα ευρώ (930 €) για καθέναν τους, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας δύο [2] μηνών και, συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από 28.9.2015 έως 27.11.2015, για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 206 του Ν. 3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), όπως τότε ίσχυε, δεύτερον, στη λύση των συμβάσεών τους κατά τον «τυπικό χρόνο λήξεώς τους (27.11.2015)», στην οποία ακύρως προέβη το εναγόμενο, δεδομένου ότι το άρθρο 49 του Ν. 4325/2015, που προέβλεπε δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) παράτασης έως την 31η.12.2015 των δίμηνων ατομικών συμβάσεων των απασχολούμενων στην καθαριότητα [και] των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του Ν. 4351/2015, «με ισχύ από 4.12.2015», το οποίο προέβλεψε αυτοδίκαιη παράταση των ατομικών αυτών συμβάσεων μέχρι τις 31.12.2016 και μάλιστα όχι μόνο των ισχυουσών κατά την έναρξη της εφαρμογής του (4.12.2015) αλλά και όσων είχαν λήξει μέχρι και τριάντα [30] ημέρες πριν από αυτήν, όπως οι επίδικες των εναγόντων «κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης», τρίτον, στην άρνηση του εναγομένου να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους κατά το χρονικό διάστημα από 28.11.2015 έως και 29.5.2016, οπότε με σχετική πράξη της διοικήσεώς του διαπίστωσε την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων των εναγόντων, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 50 του Ν. 4351/2015 και κατάρτισε μαζί τους «τυπικά» νέες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια έως τις 31.12.2016, χωρίς όμως να καταβάλει στους ενάγοντες τις δεδουλευμένες αποδοχές τους από 30.5.2016 έως και το χρόνο έγερσης της αγωγής τους και τέταρτον, στην επιβεβαίωση δια του άρθρου 76 του Ν. 4386/2016 της αυτοδίκαιης παράτασης των ατομικών τους συμβάσεων μέχρι τις 31.12.2016 και στην εκ νέου αυτοδίκαιη παράτασή τους μέχρι τις 31.12.2017 δια του άρθρου 16 του Ν. 4429/2016. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενοι περαιτέρω ότι η εργασία τους στην πραγματικότητα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και όχι πρόσκαιρες ή κατεπείγουσες εποχιακές, όπως αναφερόταν στις συμβάσεις τους, ζήτησαν οι ενάγοντες Α] να αναγνωριστεί ότι καθένας τους από τις 28.9.2015 συνδέεται με τον εργοδότη του με μία, ενιαία, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους στο μέλλον βάσει αυτής, Β] άλλως και επικουρικώς να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση εκάστου είναι κατά τη νομική της φύση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με διάρκεια έως (τουλάχιστον) την 31η.12.2017 και να υποχρεωθεί το εναγόμενο, αφενός, να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους βάσει αυτής έως τότε αλλά και έως οποιασδήποτε άλλης ημερομηνίας μέχρι την οποία ενδεχομένως παραταθεί δια νόμου η ισχύς τους στο μέλλον και, αφετέρου, να τους καταβάλει τις «συμφωνηθείσες» αποδοχές τους, τις ανάλογες προς την ειδικότητα, την οικογενειακή κατάσταση και τα χρόνια υπηρεσίας εκάστου, Γ] να αναγνωριστεί η ακυρότητα της «καταγγελίας» των συμβάσεών τους από το εναγόμενο στις 27.11.2015 και Δ] να υποχρεωθεί αυτό, με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης, να καταβάλει σε καθέναν τους το χρηματικό ποσόν των δεκατριών χιλιάδων είκοσι ευρώ (13.020 €) και, συγκεκριμένα των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ευρώ (5.580 €) ως μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από 28.11.2015 έως 29.5.2016 (930 €/μηνιαίως Χ 6 μήνες) και των επτά χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα ευρώ (7.440 €) ως ανεξόφλητες δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 30.5.2016 έως την άσκηση της αγωγής τους, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ειδικότερο κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής τους και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Για τη θεμελίωση του αιτήματός τους αυτού οι ενάγοντες επικαλέστηκαν κυρίως μεν τη σύμβαση εργασίας τους και επικουρικώς, για την περίπτωση που διαγνωστεί η ακυρότητά τους, τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις τους ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του θεώρησε την αγωγή ορισμένη, απέρριψε όμως αυτήν ως νομικά αβάσιμη τόσον κατά το κύριο (ανωτέρω υπό στοιχ. Α) αίτημά της επειδή «ουδεμία συμφωνία περί αόριστης διάρκειας της συμβάσεως [των εναγόντων] έχει περιληφθεί [ενν. στις από 28.9.2015 ατομικές τους συμφωνίες], καθόσον μάλιστα αυτοί προσελήφθησαν για δύο μήνες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 206 ν. 3584», όσον και κατά το επικουρικό αυτού (υπό στοιχ. Β ανωτέρω) αίτημά της, επειδή θεώρησε ότι αυτό επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 76 του Ν. 4386/2016, την οποία αρνήθηκε να εφαρμόσει ως αντισυνταγματική και, ειδικότερα, ως αντικείμενη στις διατάξεις των §§ 7 εδαφ. α΄ και 8 εδαφ. α΄ και β΄ του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγματος, επειδή έκρινε ότι η δι’ αυτής αυτοδίκαιη παράταση των δίμηνων συμβάσεων που είχαν συναφθεί από νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών τους αντέβαινε στις αρχές της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισότητας ενώπιον του νόμου, που διέπουν τις προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτές διασφαλίζονται στο πλαίσιο του οργανωτικού σχήματος που θεσπίζει το άρθρο 103 Σ. Η κρίση αυτή συμπαρέσυρε σε απόρριψη λόγω νομικής αβασιμότητάς του και του ανωτέρω υπό στοιχ. Δ αγωγικού αιτήματος κατά την κύρια βάση του (καταβολή μισθών υπερημερίας και δεδουλευμένων αποδοχών με βάση σύμβαση που θεωρήθηκε άκυρη). Πάντως, το ίδιο αίτημα έγινε δεκτό κατ’ ουσίαν κατά την επικουρική βάση του (άρθρα 904 επομ. ΑΚ) και επιδικάστηκε σε καθέναν από τους εκκαλούντες το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα ευρώ (2.790 €), νομιμοτόκως από 31.1.2017, που αντιστοιχούσε στη δαπάνη που εξοικονόμησε το εναγόμενο από την παροχή της εργασίας τους κατά το χρονικό διάστημα από 31.5.2016 έως 31.7.2017 (αφαιρουμένων όσων χρημάτων είχαν καταβληθεί στους ενάγοντες ενδιαμέσως κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεώς του περί μερικής εξοφλήσεως της οφειλής του), την οποία θα κατέβαλε αυτό σε εργάτες καθαριότητας που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά το υπό στοιχ. Γ ανωτέρω αίτημα, ως προδήλως νομικά αβάσιμο, επειδή θεώρησε ότι κατά το χρόνο της συμφωνημένης λήξης των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων (27.11.2015) το εναγόμενο δεν είχε υποχρέωση παρατάσεώς τους ή μη καταγγελίας τους, αφού κατά τον ίδιο χρόνο εξακολουθούσε, υπό τα εκτιθέμενα, να ισχύει το άρθρο 49 του Ν. 4325/2015 που δυνατότητα μόνον παρείχε στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου να παρατείνουν έως τις 31.12.2015 τις δίμηνες ατομικές συμβάσεις εργασίας των απασχολούμενων στον τομέα της καθαριότητας των κτιρίων και των εγκαταστάσεών τους, όπως και το αίτημα απειλής χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης του εναγομένου ως προς την εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών εκάστου ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες και επικαλούμενοι, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και, με το δεύτερο, πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την κατά παραδοχή της εφέσεώς τους εξαφάνισή της και την αναδίκαση της αγωγής προς το σκοπό της καθ’ ολοκληρίαν παραδοχής της.
V. Κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από τη διάταξη αυτή, που ρυθμίζει ειδικά σε σχέση με την έφεση την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ιδίου Κώδικα γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, συνάγεται ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης οριοθετείται από το αίτημα αυτής και τους λόγους που το στηρίζουν. Τούτο σημαίνει ότι το εφετείο δεν έχει την εξουσία να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση παρά μόνον ως προς εκείνες τις οριστικές της διατάξεις, των οποίων την εξαφάνιση ζήτησε ο εκκαλών και, κατ’ αρχήν, αν δηλαδή δεν πρόκειται για ζητήματα που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, μόνο για τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε το αίτημα του εκκαλούντος. Επομένως, σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή παραλείψεις του διαδίκου που δεν προσβλήθηκαν από αυτόν με λόγο έφεσης δε μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το εφετείο ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση (ΑΠ 567/2022, ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 1344/2015, ΑΠ 865/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 113, αρ. 9, σελ. 697, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 260). Η παράβαση δε του εφετείου σχετικά με την έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, με την παραδοχή ανύπαρκτου λόγου ή την επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης, έξω από τα όρια αυτής, ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1524/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 294, 295, 297, 299, 522 και 524 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση παραδεκτής εφέσεως αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την άσκηση της αγωγής, εντός βέβαια των ορίων που καθορίζονται με την έφεση (ΑΠ 1080/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο), η οποία διαρκεί μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης του εφετείου. Κατά το χρονικό διάστημα της εκκρεμοδικίας είναι, σύμφωνα με τα άρθρα 298 και 299 ΚΠολΔ, δυνατή η αποδοχή της έφεσης εκ μέρους του εφεσίβλητου, η οποία μετά το Ν. 4335/2015 γίνεται και με δήλωση του έχοντος ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα νομικού παραστάτη του εφεσίβλητου, που περιλαμβάνεται στις προτάσεις του (άρθρα 115 § 2, 242 § 2 και 297 ΚΠολΔ) και έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης του εφετείου σύμφωνη με την αποδοχή, υπό την έννοια της παραδοχής των εννόμων συνεπειών των οποίων ζητείται η διάγνωση με την έφεση (ΑΠ 1059/2001, Δνη 2003/414), δηλαδή της εξαφάνισης της εκκαλουμένης κατ’ αποδοχή του αιτήματος της έφεσης, όπως αυτό οριοθετείται από τους λόγους της, ανεξαρτήτως μάλιστα της βασιμότητας καθενός λόγου από νομική και ουσιαστική άποψη (ΕφΠειρ. 1203/199, Δνη 2000/825, ΕφΑθ. 3194/1996, ΝοΒ 1996/846, ΕφΠατρ. 926/1996, Δνη 1998/137, ΕφΑθ. 10181/1989, ΑρχΝ 1990/367, βλ. και ΜονΕφΛαρ. 412/2020, Δικογραφία 2021/209, ΕφΑθ. 2931/2000, Δνη 2002/173). Η επέλευση, όμως, των αποτελεσμάτων της αποδοχής, αφενός, προϋποθέτει το παραδεκτό τόσον της έφεσης όσον και καθενός από τους λόγους της, το οποίο ερευνά αυτεπαγγέλτως το εφετείο, αφού αφορά στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της έκκλητης δίκης, οι οποίες δε μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδοχής (ΜονΕφΑιγ. 60/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. όμως και ΕφΘεσ. 2387/2008, Αρμ. 2009/570 = Δ 2009/138, ΕφΑθ. 8232/2000, Δνη 2001/1357, πρβλ ΑΠ ΑΠ 1665/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ακυρωτικού στο διαδίκτυο, ΑΠ 1661/2013, ΑΠ 980/2003, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, αφετέρου, εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο αποδεχόμενος εφεσίβλητος έχει απεριόριστη εξουσία διαθέσεως του επίδικου αντικειμένου (ΜονΕφΑιγ. 60/2019, ο.π., ΕφΑθ. 573/2001, Δνη 2001/748). Ως τέτοιο δεν νοείται, βέβαια, το δικαίωμα προσβολής της εκκαλουμένης με έφεση, του οποίου φορέας αυτονόητα είναι ο εκκαλών και όχι ο αποδεχόμενος εφεσίβλητος αλλά ο εκκαλών, αλλά το αντικείμενο της δικονομικής αξίωσης που μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την άσκηση της έφεσης, δηλαδή η αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας όπως προσδιορίζεται από το αίτημα που υποβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την ιστορική βάση επί της οποίας θεμελιώθηκε. Και τούτο διότι η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικονομικής ως άνω αξιώσεως, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 696/2021, ΑΠ 1204/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 755/2012, ΕΠολΔ 2013/567, ΑΠ 41/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2010, Δνη 2011/784, Δ. Μπαμπινιώτης, ο.π., σελ. 249). Συνεπώς, αν εφεσίβλητος που, δια της αποδοχής της έφεσης, επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης είναι ο νικητής πρωτοδίκως ενάγων, πρέπει να έχει εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ενώ αν είναι ο νικητής πρωτοδίκως εναγόμενος, που πέτυχε την απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του, πρέπει να έχει εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος, του οποίου επιτυχώς στον πρώτο βαθμό είτε αρνήθηκε τη γέννηση είτε απέδειξε την κατάλυση. Επομένως, επί δικαιωμάτων εξηρημένων της ιδιωτικής εξουσίας διαθέσεως, όπως αυτά που ρυθμίζονται από αναγκαστικούς κανόνες δικαίου ή επί εννόμων σχέσεων που δεν αναγνωρίζονται από το δίκαιο ή είναι απαγορευμένες, η αποδοχή δεν είναι έγκυρη και δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της, δηλαδή την έκδοση απόφασης σύμφωνης με αυτήν (Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Β΄, 1994, άρθρο 298, αρ. 1 και 8, σελ. 361 και 363). Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται ιδίως στις περιπτώσεις στις οποίες η αποδοχή κατατείνει στη σύναψη έννομης σχέσης, την οποία οι ιδιώτες δε θα μπορούσαν να καταρτίσουν εγκύρως με βάση μόνη την ιδιωτική τους βούληση, όταν δηλαδή η ελευθερία της ιδιωτικής αυτονομίας περιορίζεται από το νόμο (ΑΚ 174, 365). Τα ίδια, σημειωτέον, ισχύουν και στην περίπτωση της αποδοχής της αγωγής, στην οποία δικαιούται καταρχήν να προβεί ο εναγόμενος και στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης, όταν μετέχει σ’ αυτήν με την ιδιότητα του εφεσίβλητου, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ασκηθεί παραδεκτή έφεση.
VI. Με την ένδικη έφεση επαναφέρεται προς κρίση αποκλειστικά και μόνον ο πρωτοδίκως απορριφθείς ισχυρισμός των εναγόντων ότι καθένας τους συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 28.9.2015, ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο του πρώτου (κύριου) αιτήματος της αγωγής τους, το οποίο, όπως και το συναφές αίτημα περί υποχρεώσεως του εναγομένου να αποδέχεται βάσει αυτής τις υπηρεσίες τους, απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη ως νομικά αβάσιμα. Λόγος έφεσης που να αποδίδει μομφή στην πρωτοβάθμια κρίση για σφάλμα ως προς τα λοιπά αιτήματα της αγωγής που αποδικάστηκαν δεν προβάλλεται, καθώς οι εκκαλούντες δεν πλήττουν ούτε την απόρριψη ούτε του αιτήματος αναγνώρισης α] της φύσης της εργασιακής σύμβασής τους ως ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και β] της ακυρότητας της «καταγγελίας» των συμβάσεών τους αυτών από το εφεσίβλητο στις 27.11.2015 ούτε του αιτήματος γ] περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 28.11.2015 έως 29.5.2016. Συνεπώς, τα εν λόγω κεφάλαια της αγωγής δεν έχουν μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό και ως προς αυτά η εκκαλουμένη έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 1543/2012, ΑΠ 1489/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 802/2005, Δνη 2005/1695 = ΕΕΔ 2006/349, ΑΠ 481/1993, Δνη 1994/1562, Δ. Μπαμπινιώτης, ο.π., σελ. 397). Αντιθέτως, η απορριπτική του κύριου αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής κρίση της εκκαλουμένης πλήττεται για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ο τελευταίος όμως αυτός λόγος της έφεσης είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού η αγωγή κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη, χωρίς το Δικαστήριο να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα (ΤριμΕφΔωδ. 43/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 119, αρ. 53, σελ. 453, βλ. και ΟλΑΠ 3/1997, Δνη 1997/539 = ΕΕΝ 1997/393 = ΝοΒ 1998/23). Να σημειωθεί και ότι στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά παραδοχή του λόγου αυτού δε θα μπορούσε να οδηγήσει ούτε η αποδοχή της έφεσης, περί της οποίας θα γίνει λόγος πιο κάτω, δεδομένου ότι δεν είναι νοητή η αποδοχή απαράδεκτου λόγου έφεσης, όχι μόνο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν αλλά και επειδή το αποτέλεσμα αυτό θα ισοδυναμούσε με κατάργηση του δεδικασμένου με βάση την ιδιωτική βούληση.
VII. Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, όπως προαναφέρθηκε, αιτιώνται οι εκκαλούντες εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματός τους να αναγνωριστεί η ιδιωτικού δικαίου εργασιακή σύμβαση που καθένας τους συνήψε με το εναγόμενο στις 28.9.2015, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του εργάτη καθαριότητας στις αναφερόμενες Υπηρεσίες του κατά το χρονικό διάστημα από 28.9.2015 έως 17.11.2015 για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών του εργοδότη, ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για τη θεμελίωση του οποίου πρωτοδίκως υποστήριξαν ότι η εργασία τους στην πραγματικότητα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσίβλητου και ότι οι συμβάσεις τους υπήχθησαν στο πεδίο εφαρμογής των Ν. 4325/2015 και 4351/2015, με τις οποίες νομοθετήθηκε δυνατότητα παρατάσεώς τους μέχρι τις 31.12.2015 και τις 31.12.2016 αντίστοιχα, καθώς και των Ν. 4386/2016 και 4429/2016, με τις οποίες θεσπίστηκε αυτοδίκαιη παράτασή τους μέχρι τις 31.12.2016 και τις 31.12.2017 αντίστοιχα. Κατ’ ουσίαν μέμφονται την εκκαλουμένη επειδή δεν εφάρμοσε το άρθρο 8 §§ 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και δεν δέχθηκε είτε ότι οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις είχαν, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εξαρχής το χαρακτήρα των συμβάσεων αορίστου χρόνου, λόγω της φύσης των αναγκών που καλύπτονταν με αυτές ως πάγιων και διαρκών και όχι πρόσκαιρων ή εποχιακών είτε ότι έπρεπε να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, προκειμένου να τους παρασχεθεί ισοδύναμη νομοθετική προστασία κατά την έννοια της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση, ενσωματώνοντάς την στην εθνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα αντίστοιχα). Όμως, όπως έχει νομολογηθεί (ΟλΑΠ 6/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 20/2007, ΝοΒ 2007/2096, ΟλΑΠ 7/2011, ΝοΒ 2011/961 = Δνη 2011/697, ΑΠ 330/2022 και 104/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 398/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 509/2016, Ε7 2017/143), υπό την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, όπως ισχύουν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001), στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που έχουν συναφθεί από 18.4.2001 και εφεξής, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 § 3 του Ν. 2112/1920 και, επομένως, δεν μπορούν αυτές να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν δι’ αυτών καλύπτονται ανάγκες πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες, ακόμα και αν αυτό προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των ιδίων συμβάσεων, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος (Ν. 2190/1994) για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού, διότι άλλως θα προσέβαλε τις αρχές της της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που έχουν συνταγματική περιωπή. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου και μετά την ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασμένου από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Επομένως, το κύριο αίτημα της αγωγής ήταν πράγματι νομικά αβάσιμο και ορθώς κατ’ αποτέλεσμα απορρίφθηκε για το λόγο αυτόν με την εκκαλουμένη, οι συναφείς (ανεπαρκείς) αιτιολογίες της οποίας αντικαθίστανται πλήρως με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), αφού με τον τρόπο αυτόν δεν διαφοροποιείται η εμβέλεια του δεδικασμένου. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από την επικαλούμενη από τους εκκαλούντες και έχουσα, για τα ελληνικά δικαστήρια, την δεσμευτική ισχύ που της προσδίδει το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΣΕΛΕ] (πρώην άρθρο 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [ΣΕΚ] και παλαιότερα άρθρο 177 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας [ΣΕΟΚ], βλ. σχετ. ΟλΑΠ 16/2013, ΧρΙΔ 2013/596 = ΕΕμπΔ 2013/578), από 11.2.2021 απόφαση του ΔΕΕ επί της υπ’ αριθμ. C – 760/18 υποθέσεως, η οποία κρίνοντας επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από πρωτοβάθμιο ελληνικό Δικαστήριο εξομοίωσε, ως προς το επίπεδο προστασίας του εργαζόμενου, τις περισσότερες παρατάσεις της ίδιας σύμβασης ορισμένου χρόνου που επήλθαν με τις ειδικότερες και αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των Ν. 4386/2016 και 4506/2017, με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου συναφθείσες με βάση την ιδιωτική βούληση, έστω και αν η (νομοθετική) ανανέωσή τους έλαβε χώρα κατά παρέκκλιση των γενικών εθνικών διατάξεων με ελάσσονα τυπική ισχύ (του ΠΔ 164/2004) και, ακολούθως, αποφάνθηκε ότι, κατ’ εφαρμογή της ρήτρας 5 σημείο 1 της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας, σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αποκλείεται «κατά το μέτρο του δυνατού» το ενδεχόμενο εφαρμογής του άρθρου 8 § 3 του Ν. 2112/1920, προκειμένου «να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης … μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα», καθώς η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό δίκαιο, για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα ελληνικά δικαστήρια, υπάρχει πράγματι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 § 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως, όμως, κατά τα προεκτεθέντα δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι στο εθνικό δίκαιο την πλήρη αποτελεσματικότητα της προστασίας του εργαζομένου, στην οποία απέβλεψε η ως άνω Κοινοτική Οδηγία εξασφαλίζουν ήδη οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του ΠΔ 164/2004 (με τα οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής), οι οποίες προβλέπουν την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος, την δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων) τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές και την δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα λάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (ΟλΑΠ 6/2002, ο.π.).
VIII. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται πρόδηλο ότι η δικονομική αξίωση των εκκαλούντων που μεταβιβάστηκε στο δεύτερο βαθμό με την προβολή του πρώτου λόγου της ασκηθείσας παραδεκτώς ένδικης έφεσης εκφεύγει της εξουσίας διαθέσεως του εφεσίβλητου, επειδή αφορά στις προϋποθέσεις των προσλήψεων εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που ρυθμίζονται από κανόνες δημοσίας τάξης και δεν επαφίενται στη βούληση του φορέα που, υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τους απασχολεί εκάστοτε. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του και συνταγματικά κατοχυρωμένου συστήματος προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΜονΕφΠειρ. 53/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και σε, δια της δικαστικής εξουσίας, την οποία υλοποιεί εντός της έννομης τάξης πρωτίστως ο θεσμός του δεδικασμένου, παράκαμψη της ως άνω συνταγματικής (και νομοθετικής) απαγόρευσης. Για το λόγο αυτό η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που περιελήφθη στις προτάσεις του, περί του ότι το εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν θα μπορούσε συννόμως να καταρτίσει ως αορίστου χρόνου τις ιδιωτικού δικαίου ατομικές εργασιακές συμβάσεις των οποίων ζητείται η αναγνώριση ως τέτοιων, ότι αποδέχεται την έφεση αλλά και την αγωγή (κατά το μη αποδεκτό από την έννομη τάξη κύριο αναγνωριστικό αίτημά της) δεν είναι έγκυρη και δεν παράγει τα από το άρθρο 298 ΚΠολΔ αποτελέσματα, μολονότι προσκομίστηκε στο Δικαστήριο τούτο η υπ’ αριθμ. 39/28.3.2022 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του εφεσίβλητου νομικού προσώπου, με την οποία, αφενός, διατυπώνεται σαφώς η βούλησή του περί αποδοχής ως προς τους εναπομείναντες εκκαλούντες τόσον της ένδικης έφεσής τους, όσον και της επανακρινόμενης αγωγής τους και, αφετέρου, παρέχεται ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο Αθηνών . ……. να προβεί στην αποδοχή αυτήν.
ΙΧ. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν και επειδή έτερος προς έρευνα λόγος προσβολής της εκκαλουμένης δεν υφίσταται πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί. Διάταξη, όμως, περί εκκαθαρίσεως και επιβολής δικαστικών εξόδων δεν θα περιλάβει η παρούσα, διότι το εφεσίβλητο δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, ζητώντας, αντιθέτως, το συμψηφισμό των εξόδων, για τον οποίο δεν συντρέχει νόμιμος λόγος (άρθρο 179 ΚΠολΔ), αφού η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν για την απόρριψη της έφεσης έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί νομολογιακά και δεν απαιτούσε ιδιάζουσα προσπάθεια.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι η έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4691/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν ασκήθηκε από τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο και δέκατο τέταρτο των εκκαλούντων
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την ίδια έφεση
Δέχεται αυτήν κατά τους τύπους και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ