ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 528/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α] ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στην …., επί της ………….. και νομίμως εκπροσωπούμενης μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Παπακωνσταντίνου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 §2 ΚΠολΔ κατά
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γίτσα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ,
Β] ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Λαγούρος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ κατά
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γίτσα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ,
Γ] ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Λαγούρος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ κατά
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της …………… και νομίμως εκπροσωπούμενης μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Παπακωνσταντίνου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 §2 ΚΠολΔ και
Δ] ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………. ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γίτσα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ κατά
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Λαγούρος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και 2] εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της ……….. και νομίμως εκπροσωπούμενης μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Παπακωνσταντίνου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 §2 ΚΠολΔ.
Ο υπό στοιχ. Δ ανωτέρω εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.3.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./9.3.2021) αγωγή, την οποία έστρεψε κατά της υπό στοιχ. Β και Γ ανωτέρω εκκαλούσας, η οποία άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 23.4.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………./23.4.2021) προσεπίκληση της υπό στοιχ. Α ανωτέρω εκκαλούσας μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον αυτής, η οποία ακολούθως άσκησε ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου την από 17.5.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………../17.5.2021) πρόσθετη υπέρ της προσεπικαλεσάσης αυτήν και παρεμπιπτόντως ενάγουσας παρέμβασή της. Επ’ αυτών των αιτήσεων δικαστικής προστασίας εκδόθηκε η με αριθμό 2599/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία, αφού τις συνεκδίκασε, δέχθηκε εν μέρει την από 9.3.2021 (κύρια) αγωγή και την από 23.4.2021 παρεμπίπτουσα αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Α] ο ενάγων – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση και ήδη υπό στοιχ. Δ ανωτέρω εκκαλών με την από 17.12.2021 έφεσή του (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/17.12.2021), Β] η εναγόμενη – προσεπικαλέσασα σε παρέμβαση – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και ήδη υπό στοιχ. Β και Γ ανωτέρω εκκαλούσα με τις 1] από 16.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../17.12.2021) και 2] από 21.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/21.12.2021) εφέσεις της και Γ] η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναχθείσας και προσθέτως υπέρ της προσεπικαλεσάσης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας υπό στοιχ. Α ανωτέρω εκκαλούσα με την από 16.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/17.12.2021) έφεσής της, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων απασών ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά εκάστης στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 516 § 1 ΚΠολΔ δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, μεταξύ άλλων, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση και οι προσεπικληθέντες, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 517 του ιδίου Κώδικα η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν στον πρώτο βαθμό ως αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759, ΕφΑθ. 3136/2007, ΕφΑΔ 2008/694). Εάν δε οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη ήταν περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΕφΛαρ. 146/2004, Δικογραφία 2004/466, ΕφΘεσ. 386/1999, Αρμ. 2000/1218, ΕφΑθ. 2921/1998, ΕΣυγκΔ 2003/272), εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (ΕφΑθ. 1595/2007, ΑρχΝ 2007/294). Πλειονότητα των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη δημιουργείται και στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους αρχικούς διαδίκους προσεπικαλέσει τρίτους να μετάσχουν σ’ αυτήν ή όταν τρίτος παρέμβει στη δίκη είτε εκουσίως είτε κατόπιν ανακοινώσεώς της σ’ αυτόν είτε κατόπιν προσεπικλήσεώς του. Ειδικότερα, όπως από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αρ. 4 ΚΠολΔ προκύπτει, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το χρηματικό ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα, το δικαίωμα του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή να ασκήσει έφεση εξαρτάται από τη συμμετοχή του ή μη στην πρωτοβάθμια δίκη και τούτο ανεξαρτήτως του αν στην προσεπίκληση είχε ενωθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως. Ειδικότερα, αν ο προσεπικληθείς δεν μετάσχει στη δίκη ή προσερχόμενος δεν παρέμβει σ’ αυτήν, περιοριζόμενος μόνο στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και στην άρνηση της υποχρεώσεώς του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν διαδίκου (ΑΠ 268/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2416/2010, Δνη 2011/850), με αποτέλεσμα, επί (μερικής ή ολικής) απορρίψεως της αγωγής και ως εκ τούτου αντιστοίχως και της προσεπίκλησης, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης, να μην δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν εμφανίστηκε ούτε παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη (ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1430/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1318/1980, ΝοΒ 1981/665, ΕφΑθ. 1512/2011, Δνη 2012/534, ΕφΛαρ. 55/2007, Δικογραφία 2007/110, ΕφΑθ. 2902/2001, Δνη 2002/191, ΕφΑθ. 2179/1998, Δνη 1998/1681), γεγονός που συνεπάγεται, αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή, την απόρριψή της ως προς αυτόν, ως απαράδεκτης, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος ή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εφεσιβλήτου (ΕφΑνΚρητ. 224/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 768/2014, Δνη 2014/796, ΕφΠειρ. 501/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 703/2006, ΑχΝομ. 2007/364, ΕφΔωδ. 49/2002, ΔωδΝομ. 2003/146, ΕφΘεσ. 755/1987, Αρμ. 1988/980, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, § 36, αρ. 35, σελ. 905), εφόσον, βεβαίως, ο προσεπικληθείς έχει κληθεί στη συζήτηση της εφέσεως, δεδομένου ότι με την απεύθυνση της εφέσεως εναντίον του απέκτησε την ιδιότητα του εφεσιβλήτου (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, § 112, αρ. 41, σελ. 144, σημ. 202). Αν πάλι ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής προσέλθει στην πρωτοβάθμια δίκη και ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, ο ενάγων της κύριας δίκης δεν είναι ασφαλώς υποχρεωμένος να απευθύνει την έφεσή του και εναντίον του, αφού η παρέμβαση του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή είναι πάντοτε απλή πρόσθετη (ΕφΔυτΜακ. 17/2011, Αρμ. 2013/1115, ΕφΠατρ. 66/2005, ΑχΝομ. 2006/291, ΕφΘεσ. 809/2000, Αρμ. 2000/825, Ν. Νίκας, ο.π., Ι, § 29, αρ. 10, σελ. 382 και § 31, αρ. 18 επομ., σελ. 402 επομ., Π. Γιαννόπουλος, Η ενέργεια της παρέμβασης κατά τον ΚΠολΔ, 2010, σελ. 84, σημ. 223, contra Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η αυτοτελής πρόσθετος παρέμβασις, 1981, σελ. 578), που δεν τον καθιστά κύριο διάδικο (ΑΠ 18/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι αυτοτελής, κατά την έννοια του άρθρου 83 ΚΠολΔ, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργούμενης σχέσεως αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβάντος (ΑΠ 1552/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 499/1981, ΝοΒ 30/55, ΕΑ 6004/2006, Δνη 2007/569). Όμως, η απεύθυνση της εφέσεως και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος όχι μόνον δεν προκαλεί ακυρότητα του εφετηρίου αλλά ισοδυναμεί κατά τη νομολογία (ΕφΠειρ. 521/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 1/2017, Δνη 2017/858, ΤριμΕφΠειρ. 262/2014, Δνη 2015/765, ΕφΛαρ. 26/2005, Δικογραφία 2006/296, ΕφΑθ. 1548/1985, Δνη 26/710) με κλήση του στη συζήτηση της εφέσεως (έτσι και Στ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές (Πολιτική Δικονομία ΙΙ), 2020, σελ. 56), εφόσον το αντίγραφό της του επιδοθεί. Η κλήση του αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη, διότι ο προσθέτως παρεμβάς πρωτοδίκως είτε τυγχάνει εφεσίβλητος είτε όχι, δηλαδή είτε η έφεση έχει απευθυνθεί και εναντίον του είτε όχι, εφόσον η παρέμβασή του θεωρήθηκε στον πρώτο βαθμό παραδεκτή και δεν απορρίφθηκε (ΕφΘεσ. 3236/1987, Αρμ. 1988/657) πρέπει να καλείται να μετάσχει στη διαδικασία που ανοίγεται με την άσκηση της εφέσεως (ΕφΠειρ. 905/2001, ΠειρΝομ. 2002/20), όπως αυτό με σαφήνεια προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 81 § 3 εδαφ. α, 82 εδαφ. γ, 110 § 2 και 111 § 2 ΚΠολΔ, από τις οποίες οι μεν δύο πρώτες ορίζουν ότι «ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη» και ότι «αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση» αντίστοιχα, οι δε λοιπές καθιερώνουν στην πολιτική δίκη τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της προδικασίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως. Εξάλλου, ο προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής του εναγομένου, που άσκησε πρόσθετη υπέρ αυτού παρέμβαση στον πρώτο βαθμό, δικαιούται να ασκήσει αυτοτελή έφεση, προσβάλλοντας τόσο τις διατάξεις της εκκαλουμένης που αφορούν το παραδεκτό της προσεπικλήσεως, όσον και εκείνες που βλάπτουν τον διάδικο υπέρ του οποίου παρενέβη (ΑΠ 1961/1986, Δνη 1988/282 = ΕΕμπΔ 1988/649 = ΕΣυγκΔ 1988/371, ΑΠ 332/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Πανταζοπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον ΚΠολΔ, 1995, σελ. 185 επομ., Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 516, αρ. 18, σελ. 77 επομ., Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 564, σελ. 156, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 516, αρ. 4, σελ. 909). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο εναγόμενος μπορεί να προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το ποσόν που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και, συγχρόνως, να ενώσει στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως. Οι δίκες, που δημιουργούνται παράλληλα με την άσκηση της κύριας και της παρεμπίπτουσας αγωγής αντίστοιχα, είναι μεν συναφείς, πλην όμως διακριτές. Επομένως, σε περίπτωση που απορριφθεί (ολικά ή κατά ένα μέρος της) η κύρια αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη στον πρώτο βαθμό και ο ενάγων ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η προσεπίκληση με την ενωμένη σ’ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως. Προς τούτο απαιτείται να προσβάλει ο προσεπικαλών και παρεμπιπτόντως ενάγων την πρωτοβάθμια απόφαση με έφεση για την περίπτωση παραδοχής της έφεσης και της κύριας αγωγής του ενάγοντος αυτής και όχι να προσεπικαλέσει τον ήδη προσεπικληθέντα και παρεμπιπτόντως εναγόμενο ενώπιον του εφετείου (ΑΠ 1037/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 823/1985, ΝοΒ 1986/679, ΕφΑιγ. 42/2014, Δνη 2014/1721, ΕφΠατρ. 816/2009, ΑχΝομ 2010/403, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 1021). Η τελευταία αυτή έφεση θα είναι κατά νομική αναγκαιότητα επικουρική, θα τελεί δηλαδή υπό την αίρεση της ευδοκιμήσεως της εφέσεως του ενάγοντος της κύριας αγωγής, διότι διαφορετικά δεν έχει ο προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση (ΕφΠειρ. 145/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2416/2010, Δνη 2011/850). Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της εφέσεως του ενάγοντος, ανατρέχει όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αιρέσεως υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγομένου, στο χρόνο ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου (ΑΠ 1315/1993, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Τούτο δε λόγω του ότι η προσεπίκληση και η ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή έχουν εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα (ΑΠ 693/2020, ΤριμΕφΑθ. 2063/2022, ΜονΕφΘεσ. 642/2021, ΜονΕφΠατρ. 261/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού εξετάζονται μόνον σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, ενώ εάν αυτή απορριφθεί, το δικόγραφο της προσεπικλήσεως και της ενωμένης με αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται ως άνευ αντικειμένου (ΑΠ 1357/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο διαδίκτυο, ΑΠ 1010/2017, ΑΠ 1601/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1353/2008, ΝοΒ 2009/554, ΑΠ 1289/1989, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο εφετείο και κατά το μέρος αυτό (όσον αφορά δηλαδή την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή) πρέπει να ασκήσει επικουρική έφεση και ο ηττημένος πρωτοδίκως προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής με αίτημα την επανεξέτασή της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΕφΑθ. 6841/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προσθήκη εν προκειμένω αιρέσεως δεν δημιουργεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα της διαδικασίας, γιατί η αίρεση συνδέεται με ενδοδιαδικαστικά γεγονότα, δηλαδή με την παραδοχή της αντίθετης αυτοτελούς έφεσης. Για το λόγο αυτό, αν το εφετείο απορρίψει την έφεση αυτή δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με την επικουρική έφεση (Αθ. Κρητικός, ο.π., § 36, αρ. 18, σελ. 900 επομ., Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δικη, 1989, σελ. 61 επομ., 82 επομ., 141 επομ.).
ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς συνεκδικάστηκαν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 εδαφ. α΄ και 621 επομ. ΚΠολΔ και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α] η από 9.3.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/9.3.2021 αγωγή του ………. …….., κατοίκου Αθηνών, κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……..», με έδρα στον Πειραιά, με την οποία ζητήθηκε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο παθών – ενάγων, υπέστη συνεπεία εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς του στην υπηρεσία της εναγομένης, με την οποία είχε καταρτίσει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, β] η από 23.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./23.4.2021 προσεπίκληση της εναγομένης, την οποία έστρεψε κατά της εδρεύουσας στην Αθήνα μονοπρόσωπης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», στο δικόγραφο της οποίας ενώθηκε και παρεμπίπτουσα αγωγή της προσεπικαλούσας, με την οποία ζητήθηκε να της καταβληθεί από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη, η οποία είχε αναλάβει με σύμβαση την κάλυψη της ασφαλιστικής ευθύνης της πρώτης έναντι του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού της, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υποχρεωθεί εκείνη να καταβάλει στον ενάγοντα και γ] η από 17.5.2021 πρόσθετη υπέρ της προσεπικαλεσάσης και παρεμπιπτόντως ενάγουσας παρέμβαση της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, με την οποία ζητήθηκε η απόρριψη της κύριας αγωγής. Επί των αιτήσεων αυτών δικαστικής προστασίας εκδόθηκε η με αριθμό 2599/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές τόσον η κύρια όσον και η παρεμπίπτουσα αγωγές. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν και εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α] η από 16.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/17.12.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/17.12.2021) έφεση της προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναχθείσας και προσθέτως υπέρ της κυρίως εναγομένης παρεμβάσας ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, που ηττήθηκε εν μέρει, η οποία στράφηκε εναντίον του κυρίως ενάγοντος (Α΄ έφεση), Β] η από 16.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/17.12.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../22.12.2021) έφεση της κυρίως εναγομένης, που ηττήθηκε εν μέρει, η οποία απευθύνθηκε κατά του κυρίως ενάγοντος (Β΄ έφεση), Γ] η από 17.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου …/17.12.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Αθηνών …../23.12.2021) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως κυρίως ενάγοντος κατά της κυρίως εναγομένης και της υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάσας (Γ΄ έφεση) και Δ] η από 21.12.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./21.12.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../22.12.2021) έφεση της κυρίως εναγομένης, μερικώς πρωτοδίκως ηττηθείσας, η οποία στράφηκε κατά της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης και προσθέτως παρεμβάσας ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας (Δ΄ έφεση).
Οι εφέσεις αυτές ασκήθηκαν από πρόσωπα που έχουν δικαίωμα προσβολής της εκκαλουμένης (άρθρο 516 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ) και στρέφονται κατά νομιμοποιούμενων προς τούτο (άρθρο 517 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η Α΄ από αυτές ασκείται από τον προσεπικληθέντα δικονομικό εγγυητή της κυρίως εναγομένης, η Δ΄ ασκείται ρητώς επικουρικά, για την περίπτωση παραδοχής της προηγούμενης, της δε Γ΄ η απεύθυνση και κατά της προσθέτως υπέρ της εναγομένης πρωτοδίκως παρεμβάσας δεν πάσχει ακυρότητα, σύμφωνα με όσα αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν. Οι ίδιες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχουν ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄ και 520 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου εκάστης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), με την εξαίρεση της Α΄ έφεσης, η οποία συνοδεύτηκε, ως εκ περισσού βέβαια και επειδή, προδήλως, θεωρήθηκε ότι αφορά σε διαφορά από ασφαλιστική σύμβαση, από το με αριθμό ……………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, του οποίου η αξία καταβλήθηκε στις 16.12.2021, όπως προκύπτει από την επισυναφθείσα στο εφετήριο έγγραφη απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος στις εκκαλούσες των Α΄, Β΄ και Δ΄ εφέσεων στις 23.11.2021 (βλ. τις με αριθμούς ………./23.11.2021 και ………./23.11.2021 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……. και …………….., αντίστοιχα, ενώ για το ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του ενάγοντος που την επέδωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349), οι δε ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της νόμιμης γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, οι εφέσεις αυτές, που είναι συναφείς, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων και, στη συνέχεια, να γίνουν τυπικά δεκτές, ώστε να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδαφ. α΄ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, περιλαμβανομένου και του θανάτου, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986, ΝοΒ 1987/1605). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του Ν. 551/1915, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου) οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας (ΑΠ 231/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 16 § 1 του ως άνω κωδικοποιηθέντος Ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα δικαιούμενα αντ’ αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο (και ούτε θα μπορούσε να υπάρχει, καθώς κατά το χρόνο της εισαγωγής του στην έννομη τάξη ήταν άγνωστος ο θεσμός της ικανοποιήσεως μη περιουσιακής ζημίας [ΜονΕφΠειρ. 230/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]), οπότε εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΑΠ 723/2022, ΠειρΝ 2022/334, ΑΠ 255/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 § 1 του Ν. 551/1915 (ΑΠ 246/2022, ΑΠ 160/2021, ΑΠ 910/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη γέννηση της αξιώσεως προϋποτίθεται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης (της αδικοπραξίας) και της ζημίας και τέτοια καταφάσκεται όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (η πράξη ή η παράλειψη) του δράστη, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και πράγματι την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
IV. Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων, λιμενεργάτης με την ειδικότητα του οδηγού αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων και απασχολούμενος από το έτος 2009 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εναγόμενη, αναφέρθηκε σε εργατικό ατύχημα που υπέστη στις 20.5.2018 στη χερσαία ζώνη του λιμένος Πειραιώς, η κατοχή, χρήση, διαχείριση, εκμετάλλευση και συντήρηση της οποίας έχει ανατεθεί δια νόμου στην ……………., όταν κινούμενος εντός αυτής και εποχούμενος σε δίκυκλο της ιδιοκτησίας της εργοδότριάς του, τραυματίστηκε σοβαρά λόγω πτώσης του από αυτό, που προκλήθηκε εξαιτίας ανωμαλίας του οδοστρώματος, που εμφάνιζε υψομετρική διαφορά μεταξύ των λωρίδων κυκλοφορίας και, αποδίδοντας τον τραυματισμό του αυτόν σε υπαιτιότητα της εναγόμενης, η οποία δεν τον είχε τοποθετήσει στο ενδεδειγμένο για τις δεξιότητές του τμήμα αλλά σε άλλο, δεν του είχε διαθέσει ασφαλές δίκυκλο για την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και δεν είχε προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη συντήρηση των δικύκλων και του οδοστρώματος, ζήτησε να του επιδικαστεί καταψηφιστικώς το χρηματικό ποσόν των διακοσίων είκοσι χιλιάδων ευρώ (220.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Η εναγόμενη αρνήθηκε την ευθύνη της, απέδωσε τον τραυματισμό του ενάγοντος σε αποκλειστική του υπαιτιότητα άλλως σε συνυπαιτιότητά του κατά ποσοστό 95% και προσεπικάλεσε στη δίκη την δικονομική της εγγυήτρια – εκκαλούσα της Α΄ έφεσης, η οποία προσήλθε, συνομολόγησε την ουσιαστική βασιμότητα της προσεπικλήσεως και την ιδιότητα με την οποία προσεπικλήθηκε και επικαλούμενη έννομο συμφέρον της να αποβεί η κύρια δίκη υπέρ της εναγομένης, άσκησε πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση, με την οποία προέβαλε τους ίδιους κατά βάση αμυντικούς ισχυρισμούς, τους οποίους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους και, με την παραδοχή ότι αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, το οποίο χαρακτήρισε ως εργατικό, υπήρξε η κυρίως εναγόμενη, η οποία παρέλειψε τη συντήρηση του οδοστρώματος και τη δημιουργία ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος, δέχθηκε την κύρια και την παρεμπίπτουσα αγωγή εν μέρει και με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε αναγνωριστικώς στον ενάγοντα, οποίος είχε τρέψει το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά του σε «έντοκο αναγνωριστικό», το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το οποίο θεώρησε εύλογο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες, οι οποίοι επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της υποθέσεως και την καθολική παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής.
V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ………., συναδέλφου του ενάγοντος για την απόδειξη και ………….., διευθυντή του Τμήματος Έργων της εναγομένης, που δεν υπήρξαν αυτόπτες του ενδίκου συμβάντος και οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι μαρτυρίες τους περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, του συνόλου των ενόρκων βεβαιώσεων που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς στις 2.6.2021, τις οποίες προσκομίζει ο ενάγων και ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του, όπως δεν αμφισβητείται, προκύπτει άλλωστε και από τις με αριθμούς …………./27.5.2021 και ……./27.5.2021 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στις περιφέρειες του Εφετείου Αθηνών ……… και του Εφετείου Πειραιώς …………, αντίστοιχα, και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, πρώτον, οι εκατέρωθεν προσκομιζόμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και, δεύτερον, τα έγγραφα της ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε με εισαγγελική παραγγελία από το Α΄ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, της οποίας το αποτέλεσμα δεν προκύπτει από τη δικογραφία, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930, που της προσέδωσε τη νομική μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και αναμορφώθηκε με τον ΑΝ 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα. Με την § 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «………….» μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και με το διακριτικό τίτλο «………….» και δη σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφελείας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Ακολούθως, με το Ν. 4404/2016 (ΦΕΚ Α 126/8.7.2016) κυρώθηκε η από 24.6.2016 «Σύμβαση Παραχώρησης σχετικά με τη Χρήση και την Εκμετάλλευση Ορισμένων Χώρων και Περιουσιακών Στοιχείων εντός του Λιμένος Πειραιώς», η οποία συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «…………» και εγκρίθηκε η ανάληψη του μετοχικού ελέγχου της ………… από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης με σύμβαση που κρίθηκε ως συμφέρουσα και επωφελής για το Δημόσιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή στην ………… έχει παραχωρηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο το αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής, χρήσης, διαχείρισης, συντήρησης, βελτίωσης και εκμετάλλευσης των «στοιχείων παραχώρησης» (άρθρο 4), μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η χερσαία λιμενική ζώνη (ΧΛΖ), που απαρτίζεται από το σύνολο των στεγασμένων και υπαίθριων περιοχών που εκτείνονται από το παραλιακό μέτωπο έως το όριο αυτής και συμπεριλαμβάνει τον αιγιαλό, τους αναγκαίους παρακείμενους χώρους, τις αποβάθρες, τους κρηπιδότοιχους αλλά και τους δρόμους που χρησιμοποιούνται για γενική πρόσβαση και κυκλοφορία (άρθρο 3.2 και 3.3). Ο ενάγων προσελήφθη από την ……… στις 27.6.2008, προκειμένου να της παρέχει υπηρεσίες λιμενεργάτη στο πλαίσιο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου με έναρξη την 23.3.2009. Με αίτησή του στις 7.9.2017 ζήτησε τη μετάταξή του στον κλάδο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) Τεχνικών – Οδηγών και το αίτημά του ικανοποιήθηκε με απόφαση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης, με αποτέλεσμα από 6.3.2018 να μεταταγεί από την κατηγορία του λιμενεργατικού προσωπικού στην κατηγορία του προσωπικού Τεχνικών Υπηρεσιών ΔΕ, με ειδικότητα οδηγού αυτοκινήτων και άλλων οχημάτων, να τοποθετηθεί στο Τμήμα Έργων και να ενταχθεί στο προσωπικό του Τομέα Υδροδότησης, γεγονός για το οποίο εξέφρασε παράπονα θεωρώντας ότι θα έπρεπε να τοποθετηθεί στον Τομέα Οδηγών, σύμφωνα με την ειδικότητά του. Τούτο δε συνέβη και ο ενάγων παρέμεινε στον Τομέα Υδροδότησης, όπου απασχολήθηκε μαζί με άλλους, περίπου δέκα [10] τον αριθμό, συναδέλφους του, που ήσαν επιφορτισμένοι με την τροφοδοσία των ακτοπλοϊκών πλοίων στο λιμένα με πόσιμο νερό και εργάζονταν σε δύο [2] κυλιόμενες βάρδιες, την πρωινή, που διαρκούσε από 06:00 έως 14:00 και την απογευματινή, που διαρκούσε από τη λήξη της πρώτης και μέχρι τις 22:00. Στα ειδικότερα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβάνονταν ο έλεγχος της καλής λειτουργίας των μετρητών, η υδροδότηση των πλοίων, η υδρομέτρηση και η παράδοση των νόμιμων παραστατικών στον πλοίαρχο κάθε εφοδιαζόμενου πλοίου. Συγκεκριμένα, έπρεπε να ανοίγει το φρεάτιο της παροχής του ύδατος, να συνδέει με αυτό το στόμιο ενός σωλήνα μεταφοράς στο πλοίο, να ανοίγει το διακόπτη της παροχής (βάνα) και να καταμετρά την ποσότητα του ύδατος που λάμβανε το πλοίο. Για τη μετάβασή τους στους υδρομετρητές, που βρίσκονται στο κρηπίδωμα του προβλήτα, κοντά στις δέστρες των πλοίων, οι εργαζόμενοι στον εν λόγω Τομέα χρησιμοποιούσαν δίκυκλα οχήματα, που ανήκαν στην ιδιοκτησία της εργοδότριάς τους εναγομένης. Τις απογευματινές ώρες της 20ης.5.2018 ο ενάγων έλαβε παραγγελία να μεταβεί στους υδρομετρητές 307, 308 και 309, που βρίσκονται εντός της ΧΛΖ στην περιοχή «…..» έμπροσθεν του Λιμεναρχείου Πειραιώς και ακριβώς απέναντι από τον Σταθμό του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου στον Πειραιά, προκειμένου να υδροδοτήσει επιβατηγό πλοίο που θα κατέπλεε εκεί. Προς το σημείο που του υποδείχθηκε μετέβη οδηγώντας το υπό στοιχεία κυκλοφορίας . …. δίκυκλο μοτοποδήλατο εργοστασίου κατασκευής «DAYTONA», που του παραχωρήθηκε από την εναγόμενη και κινούμενος στον οδικό άξονα εντός της ΧΛΖ, που βαίνει παράλληλα προς την οδό της Ακτής Καλλιμασιώτη εκτός της ΧΛΖ, με κατεύθυνση από την Πύλη Ε4 προς την Πύλη Ε7. Ο άξονας αυτός έχει δύο [2] ρεύματα κυκλοφορίας, με μία [1] λωρίδα ανά κατεύθυνση και ασφάλτινο οδόστρωμα, που οριοθετείται από επ’ αυτού διαγραμμίσεις και, συγκεκριμένα, από συνεχόμενες γραμμές κίτρινου χρώματος σε καθένα άκρο του, δεξιά και αριστερά της πορείας εκάστου οδηγού και από ίδιου χρώματος συνεχόμενη γραμμή διαχωριστική των λωρίδων κυκλοφορίας. Το οδόστρωμα, δηλαδή η ασφάλτινη επιφάνεια της οδού μεταξύ των διακριτών κίτρινων γραμμών που το οριοθετούσαν, ήταν σε καλή κατάσταση, χωρίς ανωμαλίες και εμπόδια, το δε δίκυκλο που οδηγούσε ο ενάγων ήταν επαρκώς συντηρημένο, δεδομένου ότι στις 8.11.2017 είχε υποβληθεί σε εμπρόθεσμο τεχνικό έλεγχο, κατά τον οποίο δεν είχε σημειωθεί καμία έλλειψη και για το λόγο αυτό εκδόθηκε, χωρίς παρατηρήσεις, το υπ’ αριθμ. …./8.11.2017 δελτίο τεχνικού ελέγχου από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………», που είχε ισχύ έως τις 8.11.2019. Εποχούμενος του δικύκλου αυτού ο ενάγων είχε στα αριστερά του τη λωρίδα κυκλοφορίας προς την Πύλη Ε4 και δεξιά του τη συνεχή κίτρινη γραμμή που οριοθετούσε το πλάτος της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας και δεξιότερα αυτής τσιμεντένιο κράσπεδο πλάτους είκοσι [20] περίπου μέτρων, που εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα και χρησιμεύει για την κίνηση των πεζών που αποεπιβιβάζονται στα πλοία που προσεγγίζουν στον προβλήτα. Η επιφάνεια του κράσπεδου έφερε ειδική σήμανση και, συγκεκριμένα, διαγράμμιση αποτελούμενη από παράλληλες λοξές λωρίδες κίτρινου χρώματος, που κατά το άρθρο 5 § 5 στοιχ. α΄ του Ν. 2696/1999 «Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας» [ΚΟΚ] (ΦΕΚ Α’ 57/ 23.3.1999), που κατά τα άρθρα 1 και 2 αυτού εφαρμόζεται και στη ΧΛΖ, έχει την έννοια της απαγόρευσης ή του περιορισμού της εισόδου οχημάτων στη διαγραμμισμένη περιοχή. Το ίδιο κράσπεδο εδράζεται σε σταθερά «μπλόκια» οπλισμένου σκυροδέματος, ενώ το πέραν αυτού προς την ξηρά οδόστρωμα εδράζεται επί υλικών επιχωματώσεως, ελάσσονος σκληρότητας και αντοχής, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται συχνά καθιζήσεις, που προκαλούνται από τη διαρκή διέλευση και σύντομη στάθμευση εκεί οχημάτων μεγάλου βάρους που αποεπιβιβάζονται στα πλοία μέσω του προβλήτα του λιμένος, τμήμα του οποίου αποτελεί το τσιμεντένιο κράσπεδο. Οι ανωμαλίες αυτές του εδάφους τελούσαν οπωσδήποτε σε γνώση του ενάγοντος λόγω της καθημερινής εργασιακής του απασχόλησης στο χώρο του λιμένα. Τέτοια καθίζηση της ασφάλτινης επιφάνειας ακριβώς στο σημείο επαφής της ασφάλτου με το κράσπεδο υπήρχε στις 20.5.2018 σε μήκος διακοσίων [200] περίπου μέτρων, ανάμεσα στις δέστρες με αριθμούς 147 – 152 της Πύλης Ε7, όπου ο ενάγων έπρεπε να μεταβεί. Η υποχώρηση της ασφάλτου είχε προκαλέσει υψομετρική διαφορά μεταξύ του οδοστρώματος και του κράσπεδου, στα δεξιά της πορείας του ενάγοντος, το οποίο ήταν κατά τρία εκατοστά του μέτρου (3 cm) ψηλότερο, όπως πιστοποιείται από το υπ’ αριθμ. ………../1.6.2018 έντυπο σήμα του Α΄ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς. Κινούμενος ο ενάγων στο οδόστρωμα στις 20.5.2018 και περί ώρα 18:50 είχε μπροστά του, όπως δεν αμφισβητείται αποδεικνύεται άλλωστε και από τις ενέργειές του, πληθώρα οχημάτων, που εμπόδιζαν την γρήγορη άφιξή του στους ως άνω υδρομετρητές. Για το λόγο αυτό λίγα μέτρα πριν προσεγγίσει στους υδρομετρητές εξήλθε της λωρίδας κυκλοφορίας του προς τα δεξιά του και επιχείρησε να ανέλθει στο τσιμεντένιο κράσπεδο, όπου δεν κυκλοφορούσαν οχήματα, που θα εμπόδιζαν την πορεία του. Ο λόγος της έλλειψης κυκλοφορίας οχημάτων στο κράσπεδο ήταν, βέβαια, η οριζόντια ειδική διαγράμμισή του, που την απαγόρευε. Η απαγόρευση αυτή ίσχυε φυσικά και για τον εποχούμενο ενάγοντα, ο οποίος όφειλε να κινηθεί με το δίκυκλό του επί του οδοστρώματος μέχρι το ύψος της οδού παραπλεύρως των υδρομετρητών και εκεί να σταθμεύσει το όχημά του στο έρεισμα του οδοστρώματος, δηλαδή στην άσφαλτο εκτός της κίτρινης οριοθετικής γραμμής στο δεξιό άκρο του και να μεταβεί πεζός στο σημείο της εργασίας του, το οποίο απείχε ελάχιστα μέτρα από το σημείο όπου θα έπρεπε να είχε σταθμεύσει. Η μετάβασή του εκεί πεζή δεν ήταν δυσχερής, καθόσον δεν έφερε μαζί του εργαλεία ή άλλα βαριά αντικείμενα, χρήσιμα για την εκτέλεση της εργασίας του. Αντ’ αυτών των ενεργειών ο ενάγων επιχείρησε να ανέλθει στο κράσπεδο με διαγώνια ως προς αυτό πορεία, με αποτέλεσμα τα ελαστικά του δικύκλου να προσκρούσουν στο υψηλότερο έναντι του οδοστρώματος άκρο του κράσπεδου και το όχημά του να λάβει κλίση και να κινδυνεύει με πτώση. Αποπειρώμενος ανεπιτυχώς να την αποφύγει ο ενάγων κατέβασε ενστικτωδώς το δεξί του κάτω άκρο στο έδαφος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, υποστάς, συγκεκριμένα, συντριπτικό κάταγμα κνημιαίων κονδύλων platau δεξιού γόνατος, όπως διαπιστώθηκε στο θεραπευτήριο METROPOLITAN του Νέου Φαλήρου Αττικής, στο οποίο διακομίστηκε αμέσως με ασθενοφόρο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ανοικτής ανάταξης και εσωτερικής οστεοσύνθεσης με σύστημα πλακός – κοχλίων. Η βαρύτητα του τραυματισμού του υποδηλώνει ταχύτητα κινήσεώς του κατά τη στιγμή της επαφής του δικύκλου που οδηγούσε με το τσιμεντένιο κράσπεδο, καθώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο μοτοσικλετιστής που χρησιμοποιεί το πόδι του για να αποκτήσει πρόσθετο στήριγμα στο έδαφος και να διατηρήσει την ισορροπία του δικύκλου του δεν τραυματίζεται τόσο σοβαρά, αν το όχημά του κινείται με ελάχιστη ταχύτητα. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος υποστηρίζει έπεσε τελικά στο έδαφος. Υπό τα δεδομένα αυτά αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση αλλά και για την έκταση της σωματικής του βλάβης κρίνεται ο ενάγων, ο οποίος οδηγώντας χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, εξήλθε της λωρίδας κυκλοφορίας του και επιχείρησε να εισέλθει σε χώρο (κράσπεδο) στον οποίο ήταν απαγορευμένη η κυκλοφορία όλων των οχημάτων, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5, 12, 16 και 19 του ΚΟΚ, που επιβάλλουν στον οδηγό κάθε οχήματος να κινείται αποκλειστικά μέσα στις λωρίδες κυκλοφορίας του οδοστρώματος, να διατηρεί τον έλεγχό του, προκειμένου να μπορεί κάθε στιγμή να εκτελεί τους κατάλληλους χειρισμούς και να ρυθμίζει την ταχύτητά του λαμβάνοντας υπόψη [και] τη διαμόρφωση του εδάφους, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του δικύκλου που οδηγούσε, όταν αυτό προσέκρουσε στο (ευρισκόμενο πέραν των ορίων του οδοστρώματος και δεξιότερα της οριοθετικής αυτού συνεχούς κίτρινης γραμμής της οδοσήμανσης) κράσπεδο, που λόγω υποχώρησης της ασφάλτου κείτο σε ύψος μεγαλύτερο αυτής κατά τρία εκατοστόμετρα, γεγονός το οποίο γνώριζε. Συνεπώς, όφειλε και μπορούσε να αποφύγει τις ενέργειες αυτές, που επέφεραν αιτιωδώς τον τραυματισμό του. Βέβαια, η ανωμαλία του εδάφους στο σημείο του ατυχήματος και, συγκεκριμένα, η υψομετρική διαφορά μεταξύ ασφάλτου και κρασπέδου, υπήρξε ασφαλώς αίτιο του επίμαχου συμβάντος, αφού περιλαμβάνεται στους όρους που προκάλεσαν αιτιωδώς τον τραυματισμό του ενάγοντος. Ο όρος αυτός, όμως, ενεργοποιήθηκε μόνο μετά την αντικανονική και παράνομη ενέργεια του ενάγοντος να εξέλθει του ομαλού οδοστρώματος, η κατάσταση του οποίου δεν εγκυμονούσε κανένα κίνδυνο για τη σωματική του ακεραιότητα και να εισέλθει σε περιοχή στην οποία όχι μόνον ήταν απαγορευμένη αλλά και επικίνδυνη η κίνηση του οχήματός του. Κατά συνέπεια, ο ίδιος όρος δεν είχε την τάση να προκαλεί ατυχήματα όπως το ένδικο, με τον τρόπο και υπό τις συνθήκες που αυτό συνέβη. Αντιθέτως, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων η παράλειψη της εναγόμενης να επισκευάσει την εδαφική ανωμαλία εντός της ΧΛΖ, για τη συντήρηση της οποίας είχε πράγματι νόμιμη υποχρέωση, δεν θα επέφερε τη ζημία του ενάγοντος, η οποία τελικά επήλθε μόνο λόγω της δικής του επιπόλαιης και αμελούς συμπεριφοράς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το ένδικο ατύχημα, το οποίο ορθώς χαρακτήρισε ως εργατικό, αφού έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος, οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα των προστηθέντων της ……., οι οποίοι παρέλειψαν να συντηρήσουν «το οδόστρωμα ώστε να μην υπάρχει ανισοϋψία» και να εξασφαλίσουν ασφαλές για τους εργαζομένους περιβάλλον, όπως είχαν υποχρέωση από τα άρθρα 3 και 5 της Σύμβασης Παραχώρησης, να λάβουν προληπτικά μέτρα ασφάλειας, με τη χρήση προειδοποιητικών σημάτων, να μεριμνήσουν για τον εφοδιασμό τους με κατάλληλα (μη ανατρεπόμενα) δίκυκλα (με δύο [2] εμπρόσθιες ρόδες) και να ενημερώσουν τους εργαζομένους για τους κινδύνους πτώσης τους από δίκυκλα κατά την εκτέλεση της εργασίας τους. Μολονότι δε, δέχθηκε ότι ο ενάγων «εξήλθε της λωρίδας κυκλοφορίας του», εντούτοις απέρριψε ως αναπόδεικτο τον ισχυρισμών της εναγομένης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάσας ότι επί του τσιμεντένιου κράσπεδου ανάμεσα στο ασφάλτινο οδόστρωμα και στη θάλασσα απαγορευόταν η κυκλοφορία των οχημάτων, τη δε ευθύνη της κυρίως εναγομένης συνήγαγε [και] ως τεκμήριο από το γεγονός «…αφενός ότι στο ίδιο σημείο εξαιτίας της κακής κατάστασης του οδοστρώματος συνέβησαν δύο παρόμοια ατυχήματα στις 25.5.2018 και στις 30.5.2018, αφετέρου από το ότι αμέσως μετά το ατύχημα του ενάγοντος και προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια ατυχήματα, οι υπεύθυνοι της εναγομένης τοποθέτησαν αρχικά στο σημείο του ατυχήματος μεγάλους κώνους που επισημαίνουν το πρόβλημα στο οδόστρωμα και αποτρέπουν τους οδηγούς να διέλθουν από το σημείο και στη συνέχεια επισκεύασαν το οδόστρωμα ώστε σήμερα εμφανίζεται απλά κατηφορικό, αγόρασαν νέα δίκυκλα οχήματα που διαθέτουν δύο ρόδες μπροστά, ώστε να αποφεύγονται πτώσεις στους αναβάτες…». Οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης είναι όλες εσφαλμένες, όπως και το συμπέρασμα που στηρίχθηκε σ’ αυτές. Καταρχάς, όπως και η ίδια επισήμανε, το ένδικο ατύχημα συνέβη εκτός του οδοστρώματος, του τμήματος δηλαδή της οδού που προορίζεται για την κυκλοφορία των οχημάτων (άρθρο 2 ΚΟΚ), το οποίο άλλωστε ήταν συντηρημένο και βρισκόταν σε κατάσταση τέτοια, που επέτρεπε την ασφαλή κίνηση των οδηγών και των οχημάτων επ’ αυτού. Επομένως, η διαπίστωση ότι η έλλειψη συντήρησής του είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος δεν δικαιολογεί την απόδοση ευθύνης στην εναγόμενη, αφού το οδόστρωμα δεν είχε ελάττωμα και το ατύχημα συνέβη σε χώρο όπου ο ενάγων δεν είχε δικαίωμα να κινείται με το όχημα που οδηγούσε. Ούτε είναι αληθές ότι δεν είχε προειδοποιηθεί για τους κινδύνους πτώσης του, αφού στο οδόστρωμα υπήρχε ειδική σήμανση, που τον προειδοποιούσε να μην εξέλθει από τη λωρίδα κυκλοφορίας του και του υποδείκνυε τους χώρους στους οποίους μπορούσε να κινηθεί με ασφάλεια. Η πρόσθετη σήμανση (με κώνους), που έγινε μετά το ατύχημα, αποτελεί μέτρο πρόνοιας της εναγόμενης, χωρίς να συνιστά ένδειξη του ότι μέχρι τότε το εργασιακό περιβάλλον δεν παρείχε ασφάλεια στους οδηγούς της, όπως ο ενάγων, οι οποίοι [προεχόντως λόγω της ειδικότητάς τους] ήταν σε θέση να διακρίνουν τους κινδύνους που απειλούσαν την σωματική τους ακεραιότητα λόγω των ανωμαλιών του εδάφους σε ορισμένα σημεία. Το γεγονός ότι τους είχε απαγορευθεί η κίνηση στα σημεία αυτά συνιστούσε από μόνο του μέτρο ασφάλειας υπέρ των εργαζομένων της εναγόμενης. Ούτε είναι απόδειξη της ευθύνης της για το ένδικο ατύχημα το γεγονός ότι επακολούθησαν στο ίδιο σημείο δύο [2] παρόμοια, όπως ισχυρίστηκε ο ενάγων και δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση χωρίς να έχουν διευκρινιστεί οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβησαν, καθώς σε ευθύνη της, λόγω προγενέστερης γνώσης της, θα μπορούσαν να αποδοθούν, ενδεχομένως, τα μεταγενέστερα ατυχήματα και όχι το επίμαχο προηγηθέν. Η δε παραδοχή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η ευθύνη της εναγόμενης «τεκμαίρεται» λόγω της προμήθειας μεταγενεστέρως άλλου τύπου δικύκλων, ασφαλέστερου για τους αναβάτες τους, αντιφάσκει προς την προηγούμενη διαπίστωσή του ότι το υπό στοιχεία κυκλοφορίας …… δίκυκλο ήταν και αυτό ασφαλές και σωστά συντηρημένο. Συμπερασματικά, η καλή κατάσταση τόσο του οδοστρώματος όσο και του δικύκλου που χορηγήθηκε στον παθόντα αρκούσαν για την αποφυγή του ενδίκου ατυχήματος, το οποίο επήλθε μόνο και μόνο επειδή αυτός ενήργησε κατά παράβαση του ΚΟΚ. Αντίθετο πόρισμα δε μπορεί να συναχθεί από την υπ’ αριθμ. …../18 έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήματος, που συνέταξε ο . ….., επιθεωρητής του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, ο οποίος αναφέρει ότι «…. κατά την γνώμη μου και σύμφωνα με όσα ανέφερε ο παθών το ατύχημα θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν το οδόστρωμα που ανήκει στη δικαιοδοσία του ….. θα ήταν συντηρημένο σύμφωνα με το ΠΔ 17/96 …», καθόσον ο επιθεωρητής, αφενός, υπολαμβάνει ότι το συμβάν έλαβε χώρα επί του οδοστρώματος και, αφετέρου, δεν συνυπολογίζει τις διαγραμμίσεις του. Άλλωστε και το, ουσιωδώς ελαττωμένο έναντι τόσον του αιτηθέντος όσον και της βαρύτητας της σωματικής του βλάβης, ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε στον ενάγοντα, υποδηλώνει συνυπαιτιότητά του, τουλάχιστον ως προς την έκταση της ζημίας του, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής απορρίψεως της σχετικής ενστάσεως. Για τους λόγους αυτούς πρέπει, κατά παραδοχή των δύο [2] πρώτων λόγων της Α΄ και του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και, αφού η υπόθεση κρατηθεί και αναδικαστεί από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
VΙ. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η Γ΄ έφεση, με το μοναδικό λόγο της οποίας ο εκκαλών – παθών παραπονείται για το χαμηλό ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που του επιδικάστηκε, ο οποίος καθίσταται πλέον ως άνευ αντικειμένου, ενώ παρέλκει πια η εξέταση α] των παρόμοιου περιεχομένου δεύτερου λόγου της Α΄ και τρίτου της Β΄ έφεσης, με τους οποίους προβλήθηκε η αντίθετη αιτίαση, β] της Δ΄ έφεσης, που ασκήθηκε για την περίπτωση παραδοχής της απορριφθείσας Α΄ και δ] του τέταρτου λόγου της Α΄ και της Β΄ έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούσες μέμφονται την εκκαλουμένη για την επιδίκαση νομίμων τόκων της ένδικης απαιτήσεως, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ζητηθεί με την αγωγή. Τέλος, αφού διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα της Α΄ έφεσης, θα επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτημα, σε βάρος του ηττώμενου ενάγοντος (άρθρα 176, 178 αρ. 1 και 2, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 16.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./17.12.2021 (Α΄ έφεση), από 16.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../17.12.2021 (Β΄ έφεση), από 17.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/17.12.2021 (Γ΄ έφεση) και από 21.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/21.12.2021 (Δ΄ έφεση) εφέσεις.
Δέχεται αυτές κατά τους τύπους.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την Γ΄ έφεση
Δέχεται κατ’ ουσίαν τις Α΄ και Β΄ εφέσεις.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα της Α΄ έφεσης.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 2599/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 9.3.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/9.3.2021) αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της κυρίως εναγομένης, για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ