Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 525/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός        525/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ηλίας Παυλάκης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] αεροπορικής εταιρίας με την επωνυμία ………. που εδρεύει στη ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2] ……….. διευθυντή της πρώτης εφεσίβλητης, ………….και, κατά μεν την αγωγή προσωρινά διαμένοντος στην …… και, κατά το εφετήριο, κατοίκου ………., στην πιο πάνω διεύθυνση αλλά και ……………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ζωή Σπυροπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.1.2018 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/18.1.2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1840/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 7.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./8.12.2021 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επί της από 18.1.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./18.1.2018 αγωγής της ενάγουσας ημεδαπής αεροσυνοδού (μέλους πληρώματος θαλάμου επιβατών αεροσκαφών πολιτικής αεροπορίας), απευθυνθείσας κατά των εναγομένων αλλοδαπών προσώπων, υπό την ιδιότητα της μεν πρώτης από αυτά αεροπορικής εταιρίας, με έδρα στη …………, ως εργοδότιδός της, του δε δεύτερου, κατοίκου κατά το αγωγικό δικόγραφο ………. και προσωρινά διαμένοντος στην …, ως γενικού διευθυντή της στην ….., που ενήχθησαν ως εις ολόκληρον συνοφειλέτες για την αποκατάσταση θετικής περιουσιακής ζημίας της (απώλεια εισοδημάτων, νοσήλια και αποζημίωση λόγω αναπηρίας) και για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας διαρκούς ολικής εργασιακής ανικανότητας, στην οποία περιήλθε συνεπεία του εκ του περιγραφόμενου βιαίου συμβάντος επελθόντος τραυματισμού της εν πτήσει κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς της επί αεροσκάφους της πρώτης αντιδίκου της, στην υπηρεσία της οποίας είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 16.7.2008, εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 εδαφ. α΄ και 621 επομ. ΚΠολΔ η υπ’ αριθμ. 1840/6.9.2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, καταφάσκοντας τη διεθνή δικαιοδοσία του και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων, για τα οποία θεώρησε ότι είχαν έρεισμα  στις κοινές αδικοπρακτικές διατάξεις του ημεδαπού δικαίου, απέρριψε εν τέλει την αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την οριστική αυτή απόφαση, που εκδόθηκε ερήμην της πρώτης εναγόμενης, ως προς την οποία απόπειρα επιδόσεως της αγωγής στην έδρα της με τη διαδικασία του άρθρου 134 ΚΠολΔ απέβη άκαρπη, επειδή τα έγγραφα που της απεστάλησαν παρέμειναν ανεπίδοτα, με αποτέλεσμα να κλητευθεί στη συνέχεια ως άγνωστης διαμονής, κατ’ άρθρο 135 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ, προσβάλλει με έννομο συμφέρον και δια της από 7.12.2021 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/8.12.2021 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/9.12.2021) εφέσεώς της η εκκαλούσα, που πρωτοδίκως ηττήθηκε. Η έφεση αυτή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι το εφετήριο κατατέθηκε στις 8.12.2021, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης στο δεύτερο εφεσίβλητο [και στην πληρεξούσια δικηγόρο που τον εκπροσώπησε στον πρώτο βαθμό αλλά και κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης], που επακολούθησε στις 9.2.2022, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……../2022 και ………/2022 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………., δηλαδή εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 6.9.2021.  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, συζητούμενη ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης, η οποία μολονότι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ως άγνωστης διαμονής, όπως και πρωτοδίκως (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 134 § 1, 135 §§ 1 – 3 και 136 § 1 ΚΠολΔ), όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ………/22.2.2022 έκθεση επιδόσεως του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή που πιστοποιεί την επίδοση της ένδικης έφεσης, με συνημμένη επίσημη μετάφρασή της στην αραβική γλώσσα, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και τα υπ’ αριθμ. ……../26.3.2022 και ……../26.3.2022 φύλλα των ημερησίων εφημερίδων «………» και «………..», αντίστοιχα, που κυκλοφορούν στην Αττική, τα οποία προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, εντούτοις δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου (άρθρο 524 § 4 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Στην από 18.1.2018 αγωγή της η ενάγουσα αναφέρθηκε στο ατύχημα που συνέβη στις 11.5.2015 πάνω από αιγυπτιακό έδαφος κατά τη διάρκεια της πτήσης από τη Γενεύη της Ελβετίας προς το Κάιρο της Αιγύπτου του αεροσκάφους τύπου BOEING B 737 – 7 AW (BBJ) με σειριακό αριθμό c/n ……., που ήταν εγγεγραμμένο στο μητρώο αεροσκαφών των ………. και ανήκε στην ιδιοκτησία της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της αεροπορικής μεταφοράς (όχι παντός ιδιώτη επιβάτη αλλά μόνον) κρατικών και κυβερνητικών αξιωματούχων της ………. και υψηλόβαθμων στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας αυτής, στην οποία η ενάγουσα παρείχε δυνάμει συμβάσεως από το έτος 2008 εξαρτημένη την εργασία της, όταν κατά τη διαδικασία προσέγγισης για προσγείωση στο διεθνές αεροδρόμιο του Καΐρου το αεροσκάφος περιήλθε σε κατάσταση απώλειας της αεροδυναμικής του ευστάθειας, με αποτέλεσμα λόγω των σφοδρών αναταράξεων και δελφινισμών του, που επακολούθησαν, η ενάγουσα, που μετείχε στην πτήση ως προϊσταμένη του πληρώματος θαλάμου επιβατών και δεν είχε ακόμη προσδεθεί σε κάθισμα, να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι, καθώς μετακινήθηκε βίαια μεταξύ οροφής και δαπέδου του αεροσκάφους. Υπαιτιότητα για τον τραυματισμό της η ενάγουσα απέδωσε, αφενός, στα προεστημένα όργανα της πρώτης εναγομένης, που παρέλειψαν να επιβάλουν στους κυβερνήτες των αεροσκαφών της ορθές και ενδεδειγμένες οδηγίες χειρισμού κατά τη διαδικασία έναρξης καθόδου για προσγείωση με την εκπόνηση σχετικού εγχειριδίου περιλαμβάνοντος σαφείς εντολές πρόσδεσης όλων των ευρισκομένων στο θάλαμο επιβατών κατά τη φάση αυτή της πτήσης και, αφετέρου, στο πλήρωμα διακυβέρνησης του εν λόγω αεροσκάφους και προστηθέντες της πρώτης εναγόμενης, οι οποίοι, ακολουθώντας τις οδηγίες υπηρεσιακής πτητικής εκμετάλλευσης του αεροπλάνου, που είχε εκδώσει η πρώτη εναγόμενη και ενεργώντας υπαιτίως και παρανόμως, επιχείρησαν κάθοδο με ταχύτητα μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη κατά το εγχειρίδιο πτήσης, απενεργοποίησαν το σύστημα της αυτόματης διακυβέρνησης του αεροσκάφους (αυτόματο πιλότο), προέβησαν σε εσφαλμένη, βεβιασμένη και αντικανονική χρήση των αερόφρενων και δεν μερίμνησαν να προειδοποιήσουν την παθούσα για την έναρξη της φάσης καθόδου, ώστε να προσδεθεί σε κάθισμα και να παραμείνει έτσι ασφαλής κατά τη διάρκεια των αναταράξεων και δελφινισμών του αεροσκάφους. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω ότι συνεπεία του ενδίκου συμβάντος η ίδια υπέστη συντριπτικό ενδοκρανιακό κάταγμα κροταφικού – βρεγματικού οστού με επισκληρίδιο αιμάτωμα, πολλαπλές εγκεφαλικές κακώσεις με διαρροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού, κατάγματα αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης ΑΜΣΣ, δεξιού ζυγωματικού οστού, ρινικών οστών, δεξιού μετωπιαίου και κροταφικού οστού, διπλωπία, παραλυτικό στραβισμό και απώλεια οπτικών νεύρων, για την αποκατάσταση των οποίων νοσηλεύθηκε στο ιατρικό συγκρότημα ….. στο Κάιρο της Αιγύπτου, στο θεραπευτήριο «……….» των Αθηνών και στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας, όπου και χειρουργήθηκε επανειλημμένα, χωρίς αίσιο αποτέλεσμα, καθώς παραμένει η δυσκαμψία και δυσκινησία της, ενώ έχει επέλθει παραμόρφωσή της (ραιβόκρανο και μόνιμη στροφή κεφαλής), που την καθιστούν ανάπηρη σε ποσοστό 90%, όπως κρίθηκε από τον ασφαλιστικό της οργανισμό και ανίκανη να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα, ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον α] τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000 €) ως αποζημίωση για την απώλεια του εισοδήματος από την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 10.5.2015 έως 30.10.2017 (10.000 € μηνιαίος μισθός Χ 30 μήνες), β] ένα εκατομμύριο τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (1.450.000 €) ως αποζημίωσή της για την ίδια αιτία κατά το εφεξής χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έτους της ηλικίας της (στις 4.12.2030), καταβλητέο εφάπαξ άλλως σε εκατόν σαράντα πέντε [145] ισόποσες μηνιαίες δόσεις, γ] οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (850.000 €) για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, δ] εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 €) ως αποζημίωση λόγω της αναπηρίας της και ε] τρεις χιλιάδες εννιακόσια σαράντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτά (3.946,60 €) για νοσήλια, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ο παρασταθείς στον πρώτο βαθμό δεύτερος εναγόμενος, προ παντός άλλου ισχυρισμού του, αρνήθηκε τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία, όμως, η εκκαλουμένη δέχθηκε κατ’ εφαρμογή του ημεδαπού δικονομικού δικαίου, όπως δέχθηκε και την ισχύ του ελληνικού δικαίου στην κρινόμενη υπόθεση, κατ’ εφαρμογή του οποίου πάντως απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την παραδοχή ότι οι σωματικές βλάβες της ενάγουσας υπήρξαν αποτέλεσμα τυχαίου συμβάντος, το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί και να αποφευχθεί ακόμα και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας. Κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει ήδη η ενάγουσα και με την ένδικη έφεσή της, στην οποία γίνεται επίκληση εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της υποθέσεως και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή της αγωγής της.

ΙIΙ. Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό δικαστήριο μετά την 10η.1.2015 και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, η διεθνής δικαιοδοσία του forum ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), το χρονικό πεδίο εφαρμογής του οποίου, κατά το άρθρο 66 § 1 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκούνται κατά και μετά την ως άνω ημεροχρονολογία. Ο Κανονισμός αυτός ονομάζεται και «Κανονισμός Βρυξέλλες Ια» (στο εξής ΚανΒρΙα), επειδή αποτελεί συνέχεια του προϊσχύοντος Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» – «ΚανΒρΙ» (ΕΕ L 12/16.1.2001) και της προηγουμένως από 27.9.1968 ισχύουσας  Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988], όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις [που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992]. Ο Κανονισμός 1215/2012, ως πράξη του παράγωγου ενωσιακού δικαίου με γενική ισχύ, αναπτύσσει πλήρη δεσμευτικότητα και παράγει άμεσες έννομες συνέπειες στα δικαιϊκά συστήματα των κρατών μελών, θέτει δε κανόνες, που ο εθνικός δικαστής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τον οποίο αποτελεί ημεδαπό και όχι αλλοδαπό δίκαιο, οφείλει να εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως με την έναρξη της δίκης αλλά και σε κάθε στάση της, κατά παραμερισμό των αντίστοιχων εθνικών δικονομικών κανόνων (ΕφΠειρ. 25/2003, ΔΕΕ 2003/634 = ΧρΙΔ 2004/250 = Αρμ. 2003/1153, Β. Κιάντος, Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, 2005, σελ. 1109), ανεξαρτήτως αν η διεθνής δικαιοδοσία του forum αμφισβητείται ή όχι, ακόμα δε και αν, κατά την άσκηση τακτικού ενδίκου μέσου, το εσωτερικό δικονομικό δίκαιο περιορίζει τον έλεγχο μόνο στους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι (ΔΕΚ 15.11.1983, C – 288/82, ……… κατά …………., Συλλογή 1983.Ι.3663 [3667]), ΜονΕφΠειρ. 149/2018, Αρμ. 2021/1918, Ν. Νίκας, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 27, αρ. 7, σελ. 442). Ειδικότερα, με το άρθρο 4 σημείο 1 του ΚανΒρΙα ως γενική βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας καθιερώνεται η κατοικία του εναγομένου, ανεξαρτήτως αν αυτός ή ο ενάγων έχουν την ιθαγένεια του forum είτε άλλου κράτους μέλους είτε τρίτης χώρας και χωρίς να ασκεί επιρροή η κατοικία του ενάγοντος ή το εφαρμοστέο επί της υποθέσεως ουσιαστικό δίκαιο (ΔΕΚ 13.7.2000, C – 412/98, ………. κατά …………., curia.europa.eu, σκέψεις 53 – 59, ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση της γενικής δικαιοδοτικής βάσης του ΚανΒρΙα είναι αυτός της έναρξης της εκκρεμοδικίας, δηλαδή της ασκήσεως της αγωγής, υπό την έννοια της αποκρυσταλλώσεως τότε της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum (perpetuatio fori), η οποία διατηρείται έκτοτε ακόμα και αν ο εναγόμενος μεταβάλει μεταγενεστέρως τον τόπο της κατοικίας ή της έδρας του (Δ. Κράνης, σε Π. Αρβανιτάκη – Ε. Βασιλακάκη [επιμ.] Κανονισμός [ΕΕ] 1215/2012 Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2020, άρθρο 4, αρ. 5, σελ. 69). Για να διαπιστωθεί ο τόπος της κατοικίας του εναγομένου, το μεν άρθρο 62 σημείο 1 του ΚανΒρΙα, που εφαρμόζεται όταν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, παραπέμπει στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, δικονομικό και ουσιαστικό, δηλαδή στην περίπτωση ελληνικού forum στις διατάξεις των άρθρων 51 – 56 ΑΚ (Ν. Νίκας, ο.π., άρθρο 62, αρ. 4, σελ. 659), κατά τις οποίες ως κατοικία νοείται η γεωγραφική περιοχή στην οποία το πρόσωπο έχει επιλέξει να καταστήσει κατά τρόπο μόνιμο και σταθερό το επίκεντρο της διαβίωσης, των δραστηριοτήτων και των σχέσεών του, ατομικών και επαγγελματικών (Κ. Φουντεδάκη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 51, αρ. 3, 4, σελ. 739 επομ.), ενώ, αν ενάγεται νομικό πρόσωπο, αναζητείται η έδρα του, η οποία καθορίζεται από το άρθρο 63 σημείο 1 του ΚανΒρΙα, που ορίζει ότι για την εφαρμογή του «εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Ο υποκειμενικός αυτός σύνδεσμος, η κατοικία δηλαδή ή η έδρα του εναγομένου, οριοθετεί και το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, ο οποίος δεν ισχύει όταν ο εναγόμενος, έστω και αν έχει την ιθαγένεια της Ένωσης, δεν έχει πάντως κατοικία ή έδρα στο γεωγραφικό της χώρο, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 6 σημείο 1, η διεθνής δικαιοδοσία του forum κρίνεται με βάση το αυτόνομο εθνικό αστικό δικονομικό δίκαιο, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται τότε, σύμφωνα με το δεύτερο σημείο του ιδίου άρθρου, και η επίκληση εναντίον του εναγομένου των υπέρμετρων δικαιοδοτικών βάσεων του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου (για την έννοια των οποίων βλ. Χ. Παμπούκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2020, σελ. 801), όπως, για την Ελλάδα, της δωσιδικίας της περιουσίας του άρθρου 40 ΚΠολΔ, οι οποίες κατά τον Κανονισμό δεν αντιτάσσονται σε κατοίκους κρατών μελών. Συνεπώς, επί εναγωγής στην Ελλάδα προσώπων που δεν κατοικοεδρεύουν στο έδαφός της, το δικονομικό δίκαιο του ελληνικού forum θα κρίνει τόσον την ύπαρξη όσον και τις συνέπειες της ελλείψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του, η οποία θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 4 ΚΠολΔ (Δ. Κράνης, ο,π., 4, αρ. 13, σελ. 77 επομ., σημ. 52). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι στα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους ενάγονται καταρχήν τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία ή την έδρα τους στο έδαφος του κράτους αυτού. Ο γενικός αυτός κανόνας, τελεί, όμως, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του Κανονισμού, που καθιερώνει παράλληλες με την κατοικία του εναγομένου ειδικές, αποκλειστικές ή συντρέχουσες, βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρα 7 – 23) αλλά και ανεξάρτητες από την κατοικία του αποκλειστικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 24), ενώ προβλέπει και δυνατότητα παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας αυτής (άρθρα 25 – 26). Εξαίρεση, από τις σημαντικότερες, εντοπίζεται στο πεδίο των διαφορών που εμπίπτουν στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 21 § 2, που καθορίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία επί αγωγών με τις οποίες ασκούνται συμβατικές αξιώσεις εργαζόμενου κατά του εργοδότη του, που έχει την κατοικία του εκτός της ΕΕ. Η εξαίρεση αυτή, που δικαιολογείται από την ανάγκη αυξημένης προστασίας του ενάγοντος με ευνοϊκότερους για συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, επειδή θεωρείται ως το ασθενέστερο μέρος της σύμβασης εργασίας (βλ. την υπ’ αριθμ. 18 αιτιολογική σκέψη του ΚανΒρΙα και ΑΠ 613/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έχει την έννοια ότι η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών επί των διαφορών αυτών θεμελιώνεται αποκλειστικά στον Κανονισμό [ΕΕ] 1215/2012 και όχι στις εθνικές δικονομικές τους διατάξεις (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 20, αρ. 5, σελ. 314, Δ. Κράνης, ο.π., άρθρο 6, αρ. 1, σελ. 82). Ειδικότερα, για τις διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, στο άρθρο 21 του ΚανΒρΙα, ορίζεται ότι «Εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί: α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ή β) σε άλλο κράτος μέλος: i) ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του ή των δικαστηρίων του τελευταίου τόπου στον οποίο ή από τον οποίο συνήθως εκτελούσε την εργασία του ή ii) εάν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντοτε χώρα, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο είναι ή ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε (σημείο 1). Ο εργοδότης ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β (σημείο 2)». Η ρύθμιση συμπληρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 20,  κατά τις οποίες «Ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 6, του άρθρου 7 σημείο 5 και, όταν η διαδικασία κινείται κατά εργοδότη, του άρθρου 8 σημείο 1 (σημείο 1). Όταν εργαζόμενος συνάπτει ατομική σύμβαση εργασίας με εργοδότη ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, τότε ο εργοδότης θεωρείται ότι για διαφορές σχετικές με τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης έχει την κατοικία του σ’ αυτό το κράτος μέλος (σημείο 2)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, καταρχήν, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του. Η ρύθμιση αυτή επιβεβαιώνει τη γενική δικαιοδοτική βάση του άρθρου 4 σημείο 1 (Χ. Ταγαράς, Η αναθεώρηση της Σύμβασης των Βρυξελλών με τον Κανονισμό 44/2001, σε ΝοΒ 2004/1143 επομ. [1150]), μόνον, όμως, όταν στη δικονομική αυτή θέση βρίσκεται ο εργοδότης, δείγμα της πρόθεσης του ενωσιακού νομοθέτη να εξασφαλίσει πληρέστερη προστασία στον εργαζόμενο, θεωρούμενο ως το ασθενέστερο μέρος της εργασιακής σχέσης κατά τα προαναφερθέντα. Η συγκεκριμένη δικαιοδοτική βάση θεσπίζεται μάλιστα ως αποκλειστική, υπό την έννοια ότι υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης του Κανονισμού (Λ. Πίψου, Διεθνής δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας κατά τον Κανονισμό [ΕΚ] αριθ. 44/2001 – Βρυξέλλες Ι, σε Αρμ. 2004/481 επομ. [486], ΔΕΕ 10.9.2015, C – 47/14, Holterman Ferho Exploitatie BV κλπ κατά Friedrich Leopold Freiherr Spies von Büllesheim, curia.europa.eu, σκέψη 49), όσον αφορά το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της, στο οποίο υπάγονται αποκλειστικά διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή από ιδιωτικού δικαίου σχέσεις, στα πλαίσια των οποίων το ένα συμβαλλόμενο μέρος παρέχει για κάποιο χρονικό διάστημα προς το άλλο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 20, αρ. 14, σελ. 317, Λ. Πίψου, ο.π., σελ. 485). Τέτοιες διαφορές είναι και εκείνες που απορρέουν από εργατικό ατύχημα επισυμβάν στα πλαίσια εκπληρώσεως συμβατικής υποχρέωσης προς παροχή εργασίας. Ενόψει δε των ειδικών προστατευτικών για τον εργαζόμενο ρυθμίσεων που ο Κανονισμός κατά τα ανωτέρω εισάγει, αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή οι σχετικές αξιώσεις του υποστάντος εργατικό ατύχημα μισθωτού αντιστοιχούν σε αδικοπρακτική ενοχή του εργοδότη του, κατά την έννοια του άρθρου 7 σημείο 3 του ΚανΒρΙα (περί της οποίας πρβλ. Ι. Κοροτζή, Διεθνής δικαιοδοσία. Ο Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επίδρασή του στο ελληνικό ναυτικό δίκαιο, σε ΝαυτΔνη 2005/303 επομ. [307], Κ. Καταβάτη, Διεθνής δικαιοδοσία κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών 1968/1989 και τον Κανονισμό 44/2001 του Συμβουλίου Ε.Ε. και εφαρμοστέο δίκαιο κατά τον ΑΚ και τη Σύμβαση της Ρώμης 1980 σε διαφορά από ναυτεργατικό ατύχημα, σε ΝαυτΔνη 2003/383 επομ. [388]), δεν θα εύρισκε έρεισμα, αφού θα οδηγούσε κατ’ αποτέλεσμα σε παραπομπή του ενάγοντος στα δικαστήρια του τόπου, όπου έτυχε να επέλθει το ζημιογόνο γεγονός δυσχεραίνοντας την επιδίωξη της ικανοποίησης των απαιτήσεών του (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, § 4, αρ. 15, σελ. 71), ανεξαρτήτως μάλιστα του ότι τούτο θα ανέτρεπε τους δηλωμένους σκοπούς του Κανονισμού, που συνίστανται στην κατοχύρωση της ασφάλειας του δικαίου δια της καθιερώσεως δικαιοδοτικών κανόνων με υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας ως προς το αποτέλεσμα της εφαρμογής τους (σκέψη 15 του προοιμίου του ΚανΒρΙα, βλ. σχετ. και ΔΕΚ 23.4.2009, C – 533/07, ………….. κατά ….., Συλλογή 2009.Ι.3327, σκέψη 22, ΔΕΚ 11.10.2007, C – 98/06, …….. κατά …………, Συλλογή 2007.Ι.8319, σκέψη 36, ΔΕΚ 3.5.2007, C – 386/05, ……. κατά …….., Συλλογή 2007.I.3699, σκέψη 20, ΔEK 13.7.2006, C – 103/05, ……… κατά ……….., Συλλογή 2006.Ι.6827, σκέψη 24). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ΚανΒρΙα συνάγεται επιπλέον και ότι ο εργοδότης, που δεν έχει κατοικία σε κράτος μέλος ενάγεται είτε, αν είναι νομικό πρόσωπο με έδρα εκτός ΕΕ, στο κράτος μέλος όπου διατηρεί υποκατάστημα, πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση, δηλαδή αυτοτελές κέντρο επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς αναγκαίως νομική προσωπικότητα, που συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό του (DEK 22.11.1978, C – 33/78, …………. κατά ……., Συλλογή 1978/2183, σκέψη 8, Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 5, αρ. 2, σελ. 142 επομ.), εφόσον, πάντως, η διαφορά αφορά τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου κλπ.  είτε, σε κάθε άλλη περίπτωση, 1] ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του ή, επί προηγούμενης της έγερσης της αγωγής λήξεως της εργασιακής σχέσης, των δικαστηρίων του τελευταίου τόπου της συνήθους εκτελέσεως της εργασίας του και 2] ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της εγκατάστασης της επιχείρησης που τον προσέλαβε. Ως προς την έννοια των διατάξεων αυτών, από τις οποίες η δεύτερη είναι επικουρική της πρώτης (Σ. Μούζουρα, σε Π. Αρβανιτάκη – Ε. Βασιλακάκη [επιμ.] Κανονισμός [ΕΕ] 1215/2012, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2020, άρθρο 21, αρ. 12, σελ. 426) και εφαρμόζεται μόνον «εάν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια χώρα», γίνεται δεκτό, πρώτον, ότι ο τόπος της εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής του ενάγοντος εργαζομένου (και όχι του εναγόμενου εργοδότη, του οποίου η συμβατικώς οφειλόμενη παροχή συνίσταται στην καταβολή της αμοιβής της εργασίας) ταυτίζεται με τη γεωγραφική περιοχή όπου ο εργαζόμενος εκτελεί τη συμφωνηθείσα εργασία, δηλαδή ο τόπος όπου αυτός έχει εγκαταστήσει το ουσιαστικό κέντρο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, στον οποίο ή με βάση τον οποίο εκπληρώνει στην πράξη το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη (ΔΕΚ 10.4.2003, C- 437/00, …………. κατά ………………, Συλλογή 2003.Ι.3573, σκέψη 19, ΔΕΚ 27.1.2002, C – 37/00, …… κατά ……., Συλλογή 2002.I.2013, σκέψη 41, ΔΕΚ 18.9.1999, C – 440/97, ……….. κλπ. κατά  ……….. κλπ., Συλλογή 1999.Ι.6307, σκέψη 14, ΔΕΚ 9.1.1997, C – 383/95, ……….. κατά ……….., Συλλογή 1997.Ι.0057, σκέψη 18, ΔΕΚ 13.7.1993, C – 125/92, …………… κατά ……….., Συλλογή 1993.Ι.4075, σκέψη 20, βλ. και ΑΠ 51/2003, ΧρΙΔ 2003/242 = ΝοΒ 2003/1621 = ΕΕΔ 2003/1422 = Δνη 2003/731), δεύτερον, ότι ο τόπος αυτός πρέπει να εντοπίζεται στην εδαφική περιοχή κράτους μέλους (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 21, αρ. 13, σελ. 325, Σ. Μούζουρα, ο.π., αρ. 7, σελ. 419), τρίτον, ότι, ειδικώς για το ιπτάμενο προσωπικό των αεροπλάνων, πιλότους και αεροσυνοδούς, έχει κριθεί (ΔΕΕ 14.9.2017, C – 168/16, ……. κλπ. κατά …….., curia.europa.eu, σκέψη 77, βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, ο.π., § 6, αρ. 27, σελ. 188) ότι ο τόπος παροχής της εργασίας δεν μπορεί μεν να εξομοιωθεί με την έδρα της βάσης του εργαζομένου, κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3922/91 του Συμβουλίου, για τη εναρμόνιση τεχνικών κανόνων και διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1899/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2006, δηλαδή με τον, συμβατικά ή μονομερώς από την εργοδότρια αεροπορική εταιρία, προκαθορισμένο τόπο όπου συνήθως το μέλος του πληρώματος εκκινεί πριν ή καταλήγει μετά την υπηρεσία του, αποτελεί, όμως, «σημαντική ένδειξη» για την κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου, η οποία ιδρύεται αφού συνεκτιμηθεί ο τόπος όπου ο εργαζόμενος λαμβάνει τις οδηγίες της εργοδότριας για τα δρομολόγια που πρόκειται να εκτελεστούν και όπου εκτελεί την προεργασία που απαιτείται για την ασφάλεια του αεροσκάφους και της πτήσης ή/και όπου βρίσκεται σε υπηρεσιακή ετοιμότητα (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., αρ. 16, σελ. 326), τέταρτον, ότι ως επιχείρηση που προσέλαβε τον εργαζόμενο πρέπει να νοηθεί όχι εκείνη με την οποία ο ενάγων συνδέεται συμβατικά ή πραγματικά λόγω της απασχόλησής του αλλά μια άλλη οντότητα, που δεν αποτελεί μεν κατ’ ανάγκη νομικό πρόσωπο αλλά και δεν ταυτίζεται με τον εργοδότη, ενώ εδρεύει, κατ’ αντίθεση προς αυτόν, σε κράτος μέλος (ΔΕΕ 15.12.2011, C – 384/10, ….. κατά ….., Συλλογή 2011.Ι – 13275, σκέψεις 52 – 58, Σ. Μούζουρα, ο.π., αρ. 14 – 15, σελ. 428 επομ., Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., αρ. 26, σελ. 329) και, πέμπτον, ότι η κατ’ άρθρο 8 σημείο 1 αρ. 1 του ΚανΒρΙα δυνατότητα κοινής εναγωγής περισσότερων εργοδοτών στο forum που έχει διεθνή δικαιοδοσία για τον έναν τουλάχιστον από αυτούς, η οποία συμπαρασύρει και τους λοιπούς, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 20 σημείο 1 αυτού, που αποτελεί καινοτομία του έναντι του καθεστώτος του Κανονισμού 44/2001, όπως είχε ερμηνευθεί από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου (ΔΕΚ 22.5.2008, C – 462/06,   …………… κατά ……, Συλλογή 2008.I.3965, σκέψεις 19, 20, 34 = Δνη 2010/1521 = ΕΠολΔ 2008/595, με παρατ. Π. Αρβανιτάκη = Αρμ. 2008/1615, με παρατ. Α. Άνθιμου), ισχύει μόνον εφόσον α] οι περισσότεροι υπόχρεοι συνενάγονται με την ιδιότητα του εργοδότη (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, ο.π.), β] η εργασία του ενάγοντος έχει παρασχεθεί διαδοχικά σε περισσότερα κράτη μέλη, όχι δε και εκτός της εδαφικής περιφέρειας της ΕΕ (Ι. Δεληκωστόπουλος, ο.π., σελ. 186, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού [ΕΕ] 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013/2063 επομ. [2066]) και γ] η διεθνής δικαιοδοσία του forum θεμελιώνεται στον τόπο κατοικίας έστω ενός από τους συνεναγόμενους (ΔΕΚ 27.10.1998, C-51/97, ……. κατά ……….., Συλλογή 1998.Ι, 6511, σκέψη 44, E. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 8, αρ. 17, σελ. 217). Παρέπεται ότι για να καταφαθεί η διεθνής δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου στο οποίο εισάγεται προς εκδίκαση αγωγή εργαζομένου, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση αξιώσεών του από την ατομική σύμβαση εργασίας του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις του από εργατικό ατύχημα, η οποία στρέφεται κατά εναγόμενου εργοδότη που δεν κατοικοεδρεύει σε κράτος μέλος της ΕΕ ούτε διατηρεί εκεί υποκατάστημα κλπ., πρέπει στην περιφέρειά του να εντοπίζεται ο τόπος είτε της συνήθους παροχής της εργασίας του ενάγοντος είτε της εγκατάστασης της επιχείρησης που τον προσέλαβε. Αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν ισχύουν, πρέπει να ερευνάται αν η διεθνής δικαιοδοσία του ιδρύεται κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ΚανΒρΙα. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει, όμως, συμφωνία των διαδίκων, δυνάμει της οποίας είτε το επιλαμβανόμενο δικαστήριο έχει επιλεγεί από αυτούς ως forum prorogatum, οπότε, κατά την ίδια διάταξη η σχετική ρήτρα παρεκτάσεως της διεθνής δικαιοδοσίας πρέπει να έχει συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της γένεσης της επίδικης διαφοράς είτε, ανεξαρτήτως του χρόνου της συνάψεώς της, διευρύνεται ο αριθμός των δικαστηρίων και πέραν αυτών που προβλέπονται στα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού, στα οποία δικαιούται να απευθυνθεί ο ενάγων εργαζόμενος, με αποτέλεσμα να αποκτά επιδοκιμαζόμενο από τον ΚανΒρΙα δικονομικό πλεονέκτημα (ΑΠ 561/2001, Δνη 2002/1042 = ΧρΙΔ 2002/423, με παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου = ΕΝαυτΔ 2001/283, ΤριμΕφΠειρ. 565/2011, ΕΝαυτΔ 2011/378, ΕφΠειρ. 546/2010, ΕΝαυτΔ 2010/397, ΕφΠειρ. 706/2004, ΠειρΝ 2004/479, ΕφΠειρ. 172/2003, ΕΝαυτΔ 2003/133, ΕφΠειρ. 704/2002, ΕΝαυτΔ 2002/370, ΕφΠειρ. 1146/1998, ΕΝαυτΔ 1999/467, ΜονΕφΠειρ. 65/2015, ΜονΕφΠειρ. 644/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Βασιλακάκης, Η προστασία του ασθενέστερου διαδίκου κατά τον κανονισμό 1215/2012, σε ΝοΒ 2013/2671 επομ. [2680]). Αν ούτε τέτοια συμφωνία υφίσταται, ο δε παριστάμενος εναγόμενος εγείρει έγκαιρη κατά το άρθρο 26 του ΚανΒρΙα (περί του ότι η άρνηση της δικαιοδοσίας πρέπει να είναι η πρώτη πράξη άμυνας του εναγόμενου ενώπιον του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου και για την έννοια αυτής βλ. ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205, ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΕφΠειρ. 546/2006, ΔΕΕ 2007/338 = Αρμ. 2008/437, ΕφΠειρ. 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011/32, με σημ. Α. Μαρκάκη, ΕφΑθ. 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218 = ΕΠολΔ 2011/358 = ΕΕμπΔ 2011/829, ΤριμΕφΔυτΜακ 23/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 357/2008, Αρμ. 2012/1901, ΕφΠειρ. 416/2004, ΠειρΝ 2004/444, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2002, σελ. 395, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 225 και ΔΕΚ 20.5.2010, C – 111/09, …… κατά ……………., curia.europa.eu = ΕφΑΔ 2010/600, σκέψη 21, ΔΕΚ 7.3.1985, C – 48/84, ……. κατά  ………., Συλλογή 1985.787, σκέψη 15) και βάσιμη αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum, η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η απόρριψη αυτή λαμβάνει τότε χώρα κατ’ εφαρμογήν του ημεδαπού δικονομικού δικαίου (άρθρο 4 ΚΠολΔ) και όχι κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 27 και 28 του ΚανΒρΙα, που προϋποθέτουν η πρώτη ότι υφίσταται δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλου, πλην του forum, κράτους μέλους, όχι όμως και τρίτου κράτους και η δεύτερη ότι ο ερημοδικαζόμενος εναγόμενος έχει την κατοικία του σε άλλο, πλην του forum, κράτος μέλος, όχι όμως σε τρίτο κράτος. Είναι δε η απόρριψη ως απαράδεκτης της αγωγής του Έλληνα εργαζόμενου κατά του αλλοδαπού εργοδότη του, που κατοικεί ή εδρεύει σε τρίτο κράτος το αποτέλεσμα της έλλειψης στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο σχετικής νόμιμης βάσης για την ίδρυση διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία ανακύπτει εξαιτίας της αποκλειστικής θεμελίωσής της στις διατάξεις του ΚανΒρΙα, που δεν επιτρέπει στην περίπτωση αυτή την καταφυγή στις δικαιοδοτικές βάσεις του ΚΠολΔ, όπως ήδη εκτέθηκε. Όπως επίσης προαναφέρθηκε, στην απόρριψη της αγωγής μπορεί να προβεί και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εκδικάζει έφεση του εργαζόμενου του κατ’ απορριπτικής κατ’ ουσίαν πρωτοβάθμιας απόφασης, μολονότι μομφή για την κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτονόητα (ελλείψει εννόμου συμφέροντος) δεν θα προβάλλεται, καθόσον η δυνατότητα αυτή είναι απόρροια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ) και της εξουσίας του εφετείου να ελέγχει τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων, όπως και το πρωτοδικείο, εφόσον δεν παράγεται δυσμενέστερο για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΑΠ 1173/1980, ΕΕΝ 1981/276, ΕφΑθ. 9477/1992, Δ 1993/714, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 522, αρ. 25, σελ. 191, βλ. και ΜονΕφΑθ. 91/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων ελέγχεται καταρχάς με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά αλλά, αν αυτά αμφισβητηθούν, και με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα οποία εξετάζονται για το σκοπό αυτό πριν ακόμη το δικαστήριο εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως (άρθρο 73 ΚΠολΔ) και ο έλεγχος, αυτονόητα, δεν εμποδίζεται από την αντίθετη πρωτοβάθμια κρίση, που δέχθηκε τη διεθνή δικαιοδοσία, όχι μόνο διότι το αίτημα της έφεσης για την καθ’ ολοκληρίαν εξαφάνιση της εκκαλουμένης μεταβιβάζει στο εφετείο την υπόθεση στο σύνολό της (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 97 επομ.) αλλά και επειδή από την κρίση εκείνη δεν παράγεται καμία δέσμευση ούτε, βέβαια, δεδικασμένο ως προς το δικονομικό αντικείμενο της δίκης, δηλαδή ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της, αφού αυτές εξετάζονται πάντοτε σε σχέση με το ουσιαστικό αντικείμενο της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/1996 (Δνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199), με αποτέλεσμα, ως προς αυτές, να μην παράγεται αυτοτελές δεδικασμένο (ΑΠ 1708/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Στην αγωγή που επανακρίνεται περιελήφθησαν ελάχιστα στοιχεία θεμελιωτικά της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων στοιχεία. Αντιθέτως, στην έλλειψή της προσανατόλιζε ήδη η αναφορά της έδρας της πρώτης και της κατοικίας του δεύτερου από τους εναγόμενους στην αλλοδαπή και, συγκεκριμένα, στη ……, καθόσον, μάλιστα, για την προσέλκυση της διαφοράς στο forum δεν αρκούσε η μνεία στο εισαγωγικό τμήμα του αγωγικού δικογράφου της προσωρινής διαμονής του εναγόμενου φυσικού προσώπου στην Αθήνα (για το ότι κατά το σύστημα του ΚανΒρΙα η διαμονή του εναγομένου δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας βλ. Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 4, αρ. 34, σελ. 109). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα αρκέστηκε να αναφέρει ότι η πρόσληψή της από την πρώτη εναγόμενη αεροπορική εταιρία έγινε «μέσω του δεύτερου αντιδίκου, διευθυντού της πρώτης αντιδίκου στην Αθήνα», το μήνα Ιούλιο του έτους 2008, οπότε της υπέβαλε το βιογραφικό της και αίτηση πρόσληψης, καθώς και ότι μεταξύ των συμφωνηθέντων περιελήφθη και όρος σύμφωνα με τον οποίο «…η πρώτη αντίδικος επιβαρυνόταν με τα έξοδα μετακίνησής μου από την κατοικία μου [στον Πειραιά, όπως επικαλέστηκε μετά από παραδεκτή με τις προτάσεις της διόρθωση του διαφορετικού αρχικού ισχυρισμού της] προς οποιοδήποτε αεροδρόμιο έπρεπε να ταξιδέψω ώστε να επιβιβαστώ στο εκάστοτε αεροσκάφος στο οποίο θα υπηρετούσα με βάση τη σύμβαση εργασίας …, καθώς και αντίστροφα τα έξοδα αεροπορικής μεταφοράς από το αεροδρόμιο, όπου θα έληγε το τελευταίο πριν το ρεπό ταξίδι μου, μέχρι … τον Πειραιά». Ακόμα, όμως, και αν υποτεθούν αληθή τα περιστατικά αυτά, δεν στοιχειοθετούν καμία από τις δικαιοδοτικές βάσεις του άρθρου 21 του ΚανΒρΙα, που καλείται αποκλειστικά σε εφαρμογή ratione tempore ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής, ratione materie ως εκ της φύσης της υπό κρίση διαφοράς και ratione personae λόγω της ανυπαρξίας έδρας ή κατοικίας των εναγομένων στο έδαφος κράτους μέλους της ΕΕ. Ειδικότερα, η επικαλούμενη μεσολάβηση του δεύτερου εναγόμενου στην πρόσληψη της ενάγουσας δεν αρκεί για τη συγκρότηση του πραγματικού της (σε κάθε περίπτωση επικουρικής) περ. β ii του πρώτου σημείου της πιο πάνω διατάξεως, δεδομένου ότι ο εναγόμενος αυτός φέρεται ως διευθυντής της πρώτης και όχι ως φορέας ξεχωριστής από αυτήν «επιχείρησης», μη ταυτιζόμενης με την εργοδότρια και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος (δεύτερος) εναγόμενος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι συνιστά χωριστή οντότητα, δεν έχει, υπό τα επικαλούμενα, ούτε κατοικία ούτε έδρα της δραστηριότητάς του αυτής (διαμεσολαβητικής στις προσλήψεις της πρώτης εναγόμενης) σε κράτος μέλος. Περαιτέρω, ο επικαλούμενος συμβατικός όρος δεν εξομοιώνει τον Πειραιά με τον τόπο από όπου η ενάγουσα εργαζόμενη εκκινούσε ή περάτωνε την εργασία της, δεδομένου ότι δεν γίνεται πρόσθετη επίκληση και του ότι στον ίδιο τόπο εκτελούσε αυτή και την προεργασία εκάστης πτήσης, η οποία κατά λογική αναγκαιότητα λάμβανε χώρα στα αεροδρόμια εκκίνησης κάθε πτήσης, τα οποία δεν βρίσκονταν, πάντοτε υπό τα επικαλούμενα, στην Ελλάδα. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από τα αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία εξετάζει το Δικαστήριο επειδή η διεθνής δικαιοδοσία του αμφισβητείται, προκύπτει ότι ισχύουσα κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος σύμβαση εργασίας της ενάγουσας ήταν αυτή που καταρτίστηκε στις 16.6.2009, η οποία προέβλεπε ότι η εργαζόμενη ήταν υποχρεωμένη να διαμένει στα μεσοδιαστήματα μεταξύ των πτήσεων και κατά τη διάρκεια της εργασιακής της ετοιμότητας στην («ως προϋπόθεση για την απασχόληση … θα πρέπει να διαμένετε στην εταιρία, η οποία διαθέτει καταλύματα…), τα δε αεροπορικά έξοδα που της κάλυπτε η εργοδότρια για τις μεταβάσεις της από και προς την πατρίδα της αφορούσαν μόνον τις ημέρες της άδειάς της (εκατόν [180] τον αριθμό ετησίως), κατά τις οποίες δεν είχε υποχρέωση παραμονής στην έδρα της εργοδότριας, δηλαδή στη ………….. ούτε υποχρέωση εργασιακής ετοιμότητας ούτε συμμετοχής σε πτήσεις. Με τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό η ενάγουσα, επιχειρώντας συνδυασμένη ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 6 σημείο 1 του ΚανΒρΙα, όπου γίνεται επιφύλαξη υπέρ της εφαρμογής του, ακόμα και αν ο εναγόμενος δεν έχει μεν κατοικία σε κράτος μέλος, έχει όμως την ιδιότητα του εργοδότη και, αφετέρου, του στο άρθρο 23 αυτού αναφερόμενου όρου «παρέκκλιση» [από τις διατάξεις του περί διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από ατομικές συμβάσεις εργασίας τμήματός του), υποστήριξε ότι δυνάμει του τελευταίου αυτού άρθρου (23) επιτρέπεται η επίκληση και άλλων, πλην του τόπου παροχής της εργασίας του ενάγοντος, δικαιοδοτικών συνδέσμων, προβλεπόμενων στο εθνικό δικονομικό δίκαιο, όπως εκείνου της καταρτίσεως της επίδικης εργασιακής σύμβασης, για την οποία ισχυρίστηκε ότι συνήφθη στον Πειραιά, όπου περιήλθε στην ενάγουσα η δήλωση της πρώτης εναγόμενης περί αποδοχής της αίτησής της να προσληφθεί. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι, επειδή η εργασία της ιπταμένης συνοδού δεν συνδέεται με κανέναν τόπο λόγω της διαρκούς μετακίνησης του αεροσκάφους σε περισσότερα κράτη, ως τέτοιος τόπος (παροχής της εργασίας) πρέπει να θεωρηθεί ο Πειραιάς, καθώς συμπίπτει με τον τόπο καταβολής της μισθοδοσίας της, ενώ, περαιτέρω, επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 37 ΚΠολΔ, περί δωσιδικίας της ομοδικίας (των αντιδίκων της) και του Ν. 1429/1984 “Προστασία των Ελλήνων που εργάζονται σε χώρες της Ασίας ή της Αφρικής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 48/18.4.1984), που εφαρμόζεται αν ο αλλοδαπός εργοδότης που προσλαμβάνει ημεδαπό εργαζόμενο, για να τον απασχολήσει σε χώρα της Ασίας ή της Αφρικής, έχει την έδρα του ή τα οικονομικά του συμφέροντα στην Ελλάδα (άρθρο 1 § 1), κατά τις οποίες θεσπίζεται ακυρότητα των συμφωνιών παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας σε βάρος των ελληνικών δικαστηρίων και νομοθετείται συντρέχουσα δικαιοδοσία τους, παρά τη συμφωνία που παρεκτείνει τη διεθνή δικαιοδοσία σε δικαστήρια χωρών της Ασίας ή της Αφρικής. Ως προς δε τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για την εκδίκαση της αγωγής της κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον του δεύτερου εναγόμενου, η ενάγουσα στις ίδιες (πρωτόδικες) προτάσεις της επικαλέστηκε, επιπλέον των ανωτέρω, τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου (κατά το άρθρο 4 του ΚανΒρΙα και το άρθρο 22 του ΚΠολΔ), υποστηρίζοντας για πρώτη φορά ότι ο ………… «είναι μόνιμος κάτοικος ……. Αττικής», όπου κατοικεί μαζί με τη σύζυγό του και τη δικαιοδοτική βάση του άρθρου 40 ΚΠολΔ, με την αναφορά της ύπαρξης κινητής και ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, στη ….. Αττικής και στη Νήσο ……. των Κυκλάδων. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ήταν νόμιμοι. Η επίκληση δικαιοδοτικών βάσεων του ελληνικού δικονομικού δικαίου, όπως αυτές των άρθρων 22, 33 και 37 ΚΠολΔ, ιδίως δε της υπέρμετρης του άρθρου 40 του Κώδικα αυτού αλλά και άλλων ειδικότερων διατάξεων, όπως του Ν. 1429/1984, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου σε κάθε περίπτωση δεν υπάγονται οι εναγόμενοι, αφού ούτε η έδρα της πρώτης ούτε τα οικονομικά συμφέροντα αμφοτέρων (εκτίθεται με επάρκεια και σαφήνεια ότι) εντοπίζονται στην Ελλάδα (βλ. σχετ. ΑΠ 1166/1995, Δνη 1997/827, ΑΠ 586/1993, ΕΕΝ 1994/371 = ΕΕΔ 1995/77, ΑΠ 266/1988, ΔΕΝ 1989/467 = ΕΕΔ 1989/415 και Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Προβλήματα ιδιωτικού και δικονομικού διεθνούς δικαίου που πηγάζουν από το νόμο 1429/1984 για την προστασία ελλήνων εργαζομένων σε χώρες της Ασίας ή της Αφρικής ή πώς η δικαστηριακή πρακτική οδηγεί σε θετό δίκαιο, σε Αφιέρωμα Βαβούσκου ΙΙΙ, 1990, σελ. 641 επομ.), δεν είναι επιτρεπτή υπό την ισχύ του ΚανΒρΙα, καθώς κατά την αληθή έννοια του άρθρου 6 σημείο 1 αυτού η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο σε όλες τις περιπτώσεις εναγωγής φυσικού ή νομικού προσώπου που δεν έχει κατοικία ή έδρα σε κράτος μέλος, εκτός εκείνων κατά τις οποίες με την αγωγή ζητείται η εκπλήρωση υποχρεώσεων είτε του εργοδότη από ατομική σύμβαση εργασίας, όπως εν προκειμένω είτε του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή από τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση. Παράλληλα, παρέκκλιση (κατά το άρθρο 23) από τις δικαιοδοτικές βάσεις του Κανονισμού είναι ανεκτή μόνον ενόψει της αυτόνομης (αντίθετης) ιδιωτικής βούλησης, όταν δηλαδή υφίσταται συμφωνία των διαδίκων είτε για την παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του δικαστηρίου στο οποίο ασκείται η αγωγή είτε για τον, κατά τρόπο επωφελή για τον ενάγοντα εργαζόμενο, πολλαπλασιασμό των δικαστηρίων στα οποία μπορεί να προσφύγει. Τέτοια συμφωνία όμως εν προκειμένω δεν εκτέθηκε, ούτε μπορεί να γίνει δεκτό ότι η «παρέκκλιση» του άρθρου 23 ΚανΒρΙα επιτρέπει την εφαρμογή των εθνικών δικαιοδοτικών βάσεων, όπως η ενάγουσα υποστηρίζει, διότι τέτοια εκδοχή θα ανέτρεπε ολόκληρο το οικοδόμημα του ΚανΒρΙα. Μόνη εκδοχή που θα επέτρεπε τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ένδικης εργατικής διαφοράς στα άρθρα 4 σημείο 1 και 8 σημείο 1 του ΚανΒρΙα θα ήταν η στηριζόμενη στην ευρισκόμενη στην Αθήνα (…………) κατοικία του δεύτερου εναγομένου και στην ομοδικία του με την πρώτη εναγόμενη, η οποία, βέβαια, προταθείσα το πρώτον με τις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης, θα ίσχυε εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι η προβολή της δεν συνιστά ανεπίτρεπτη κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής της (περί του ζητήματος αυτού βλ. Απ. Άνθιμου, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 192 επομ.). Όμως, και υπό την εκδοχή αυτή, δεν ιδρύεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, επειδή ως κατοικία του δεύτερου εναγόμενου δεν μπορεί να θεωρηθεί η …… Αττικής, που θα επέσυρε άλλωστε ως συνέπεια την υπαγωγή της διαφοράς στην τοπική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα στα δικόγραφα της ένδικης αγωγής και των πρωτοβάθμιων προτάσεων της εναγομένης, το κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου εναγομένου, που συγκαθορίζει την έννοια της κατοικίας του κατά την έννοια του εφαρμοζόμενου εν προκειμένω άρθρου 51 ΑΚ, είναι η …………, όπου (κατά τις ως άνω προτάσεις της ενάγουσας) αυτός δραστηριοποιείται ως «ανώτατος επιχειρηματικός διευθυντής (CEO)» της πρώτης εναγόμενης και ως «ουσιαστικός εργοδότης», ασκώντας «καθημερινή εποπτεία της εκτέλεσης του πτητικού έργου και ειδικότερα της διοίκησης της εργασίας των ιπτάμενων πληρωμάτων… με αποφασιστική αρμοδιότητα για όλα τα θέματα που αφορούσαν την εκτέλεση πτήσεων και την εργασία των πληρωμάτων και των ιπτάμενων συνοδών». Δεν παρορά το Δικαστήριο και ότι στις ίδιες προτάσεις της η ενάγουσα χαρακτηρίζει το δεύτερο εναγόμενο ως «πραγματικό ιδιοκτήτη» της πρώτης εναγόμενης, για την οποία με την αγωγή της έχει επικαλεστεί ότι «ανήκει στον πρίγκηπα ……., ανεψιό του Βασιλιά της ………». Αλλά ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η μόνιμη και σταθερή κατοικία του δεύτερου εναγόμενου εντοπίζεται, παρά ταύτα, στην Ελλάδα, η (αποκρουόμενη) δυνατότητα της εναγωγής του στην Ελλάδα δεν θα συμπαρέσυρε και την πρώτη εναγόμενη, δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν φέρεται ως διαδοχικός εργοδότης της ενάγουσας, της οποίας, επιπλέον, η εργασία δεν (υποστηρίζεται ότι) παρασχέθηκε στην Ελλάδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέγνωσε μεν ότι «δεν αποκτά από τον Κανονισμό 1215/2012 διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπό κρίση αγωγής», κατέφασκε εντούτοις τη διεθνή του δικαιοδοσία με την εσφαλμένη παραδοχή του ότι στην κατοικία της ενάγουσας (στον Πειραιά) είχε καταρτιστεί η επίμαχη σύμβαση εργασίας, επειδή εκεί έλαβε χώρα η εκ μέρους της αποδοχή της πρότασης της πρώτης εναγόμενης να καταρτιστεί σύμβαση εργασίας, η οποία (παραδοχή) δεν αντιστοιχεί σε καμία δικαιοδοτική βάση του ΚανΒρΙα αλλά παραπέμπει στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 33 ΚΠολΔ, η εφαρμογή του οποίου δεν είναι επιτρεπτή κατά τον ΚανΒρΙα.

V. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία για να εκδικάσει την διαφορά για την οποία ασκήθηκε η από 18.1.2018 αγωγή της ενάγουσας. Κρίνοντας αντίθετα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό πρέπει η εκκαλούμενη απόφασή του να εξαφανιστεί κατά παραδοχή του αιτήματος της έφεσης της εκκαλούσας και, αφού αναδικαστεί η υπόθεση, να απορριφθεί μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου η αγωγή της ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ τους γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων

Δέχεται τυπικά και κατά το αίτημά της την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1840/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 18.1.2018 αγωγή

Απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ