Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 455/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   455/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Του ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος,

Του ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, όπως νομίμως εκπροσωπείται, ο οποίος εδρεύει στο Κερατσίνι, ……….., ως νομίμως εκπροσωπείται, ως καθολικού διαδόχου της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης …………… [405/2013 (ορθή επανάληψη) Δημοτικού Συμβουλίου Κερατσινίου- Δραπετσώνας (ΦΕΚ Β/375/18-2-2014)], η οποία προήλθε από συγχώνευση της ……………… [99/2011 Δημοτικού Συμβουλίου Κερατσινίου- Δραπετσώνας (ΦΕΚ Β/1295/16-6-2011)], με ΑΦΜ ……… και καθολικού διαδόχου της κατά ως άνω επιχείρησης και υπόχρεου προς εξόφληση της από 29/11/2017 επιταγής προς πληρωμή του κάτωθι αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμό 345/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Κωνσταντίνο Καραπαναγιώτη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο καθ’ου η κλήση-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4.12.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. ……./2017) ανακοπή κατά του καλούντος-εφεσίβλητου, επί της οποίας εκδόθηκε η 2365/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που την απέρριψε. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 1.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση, η οποία δικάσθηκε από το Δικαστήριο τούτο στις 4.4.2019, εκδοθείσας της 596/2019 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου που δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δίκασε και δέχθηκε ως βάσιμη την παραπάνω ανακοπή και ακύρωσε την αρξάμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της από 29/11/2017 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. 343/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Αρείου Πάγου με την από 30.11.2019 (με ειδ. αριθ. κατάθ. …./5.12.2019) αίτηση αναίρεσης ο εφεσίβλητος, εκδοθείσας της 1073/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου (Α1’ Πολιτικό Τμήμα), με την οποία αναιρέθηκε η 596/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, με διαφορετική συγκρότηση. Με την από 6.7.2022 (με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) κλήση του εφεσίβλητου ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ορίσθηκε δικάσιμος για εκ νέου συζήτηση της ως άνω έφεσης του καθ’ου η κλήση-εκκαλούντος, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο  καλών-εφεσίβλητος, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ’ου η κλήση-εκκαλούντος που παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ενώ κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ.β’. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 2008. 1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 2001. 81). Με την αναίρεση της απόφασης αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Έτσι, αν αναιρεθεί απόφαση του εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35. 1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28. 857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013. 1111, ΕφΛαμ 285/2010 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 207/2008 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ 165/2004 στην ΤΝΠ Νόμος, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2012, άρθρο 580, αρ. 9 επ., σελ. 726 επ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. ΙΙΙ, έκδ. 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2006, σελ. 342, Μ. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. Ι, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, αλλά από την ενδοδιαδικαστική δέσμευση, που απορρέει από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009. 708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004. 1553) και οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2007, § 14, σελ. 260 επ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧΡΙΔ 2012. 194). Δεν δεσμεύεται όμως το δικαστήριο της παραπομπής να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804), δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 137/2004 Δ 35. 117, ΑΠ 1343/2002 ΕΕργΔ 2003. 725)[βλ. για όλα τα ανωτέρω ΤριμΕφΠειρ 227/2023 στην efeteio-peir.gr].

Με την από 6.7.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …../2022) κλήση του εφεσίβλητου νόμιμα φέρεται προς συζήτηση μετ’ αναίρεση της 596/2019 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού από την 1073/2022 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η από 1.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. ……/2018 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας κατά του …….. προς εξαφάνιση της 2365/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 4.12.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) ανακοπή του παραπάνω Δήμου κατά της από 29.11.2017 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της 343/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά προς ικανοποίηση επιδικασθεισών απαιτήσεων του ανωτέρω … ….. κατά της εταιρείας με την επωνυμία «………..», απέρριψε αυτή. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον ανακόπτοντα, δεδομένου ότι η επίδοση αυτή έλαβε χώρα τη 22.5.2018 (όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. που τέθηκε επί του σώματος αυτής) και η έφεση ασκήθηκε στις 4.6.2018, ενώ δεν απαιτείται ο εκκαλών Δήμος να καταθέσει το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο, από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ.1 του ν. 3463/2006. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ. α’ του ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να εκδικασθεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα.

Με την ως άνω ανακοπή του ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών Δήμος ζήτησε να ακυρωθεί η προς αυτόν από 29.11.2017 επιταγή προς πληρωμή επί της 343/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς για δύο λόγους και συγκεκριμένα αφενός λόγω έλλειψης παθητικής του νομιμοποίησης, αφετέρου λόγω παράβασης του άρθρου 326 παρ.5 του ν. 4072/2012 και μη προσκομιδής από τον καθ’ου η ανακοπή προς την Οικονομική Υπηρεσία του Δήμου, για την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, εγγυητικής επιστολής ισόποσης της απαίτησης για την οποία ξεκίνησε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως νόμω αβάσιμους αμφότερους τους λόγους της ανακοπής. Με την υπό κρίση έφεσή του ο εκκαλών Δήμος προσβάλλει την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης μόνο ως προς την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της προαναφερόμενης ανακοπής του ο ανακόπτων Δήμος ζήτησε την ακύρωση της ως άνω από 29.11.2017 επιταγής προς εκτέλεση υποστηρίζοντας τα εξής: Ότι όπως δέχεται η 343/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή σε βάρος του, ο καθ’ου η ανακοπή συνδεόταν με σύμβαση υπηρεσιών νομικού συμβούλου μερικής απασχόλησης έμμισθης εντολής με τη Δημοτική Επιχείρηση (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «……………..» του τέως Δήμου Κερατσινίου, η οποία συγχωνεύτηκε λόγω ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ το έτος 2011, στη Δημοτική Επιχείρηση με την επωνυμία «…………..» του ενιαίου Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας. Ότι η Δημοτική Επιχείρηση …… λύθηκε με την με αριθμό 405/2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας και δυνάμει του άρθρου 109 παρ.7 του ν. 3852/2010. Ότι στην τελευταία αυτή διάταξη ορίζεται ότι: «…7. Σε περίπτωση λύσης κοινωφελούς επιχείρησης ή Δ.Ε.Υ.Α. και ανάληψης των δραστηριοτήτων της από τον οικείο δήμο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού, το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου μεταφέρεται στον αντίστοιχο φορέα με την ίδια σχέση εργασίας, ύστερα από απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Συμβάσεις έργου που έχουν συναφθεί από τις επιχειρήσεις που λύονται εκτελούνται από τον αντίστοιχο φορέα άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων. Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού τους, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο δήμο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του…». Ότι από την ως άνω διάταξη του άρθρου 109 παρ.7 του ν. 3852/2010 συνάγεται πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι αφενός δύνανται να μεταφερθούν στον Δήμο το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου με την ίδια σχέση εργασίας, ύστερα από απόφαση του δημοτικού συμβουλίου και αφετέρου ότι δεν υφίσταται υποχρέωση εξόφλησης χρεών των λυθεισών δημοτικών επιχειρήσεων από τους Δήμους που τις συνέστησαν. Ότι εν όψει της διατάξεως του άρθρου 109 παρ.7 του ν. 3852/2010, οι κάθε είδους υποχρεώσεις που δημιουργούνται κατά τη λειτουργία των λυθεισών επιχειρήσεων π.χ. οφειλές προς τρίτους βαρύνουν τη δημοτική επιχείρηση και μόνον χωρίς αυτές να μπορούν να μεταβιβασθούν και εκπληρωθούν από τους συστήσαντες αυτές Ο.Τ.Α. Ότι βάσει της ως άνω διατάξεως με τη με αριθμό 405/16.12.2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας, με αριθ. πρωτ. ……../16.12.2013, ΑΔΑ ΒΛΓΕΩΕΣ, ο Δήμος αποφάσισε τη λύση και εκκαθάριση της Δημοτικής Επιχείρησης …… και τη μεταφορά του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, το οποίο ονομαστικώς περιλαμβάνεται σε αυτήν την απόφαση και την ανάληψη οφειλών που αφορούν σε χρέη της επιχειρήσεως προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις δεδουλευμένες αποδοχές του προσωπικού που μεταφέρθηκε στον Δήμο και δεν ελήφθη απόφαση για τις λοιπές οφειλές της επιχείρησης σε τρίτους, κατά περίπτωση και πάλι μόνον κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, σταθμίζοντας τις οικονομικές δυνατότητές του. Ότι συγκεκριμένα τέτοια απόφαση δεν ελήφθη για τον καθ’ου. Ότι κατόπιν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο Δήμος δεν καθίσταται καθολικός διάδοχος της δημοτικής επιχείρησης και ουδεμία νομική σχέση έχει με τις υποχρεώσεις της λυθείσας και εκκαθαρισμένης δημοτικής επιχείρησης ……. και δεν νομιμοποιείται παθητικά στην έκδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή από τον καθ’ου η ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο παραπάνω λόγος είναι απορριπτέος γιατί ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης που δεν ισχύει εν προκειμένω, καθώς εν προκειμένω εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του ν. 4071/2012 η οποία ορίζει ότι: «Οι οφειλές προς το ελληνικό δημόσιο και το ΙΚΑ των αμιγών δημοτικών επιχειρήσεων, του π.δ. 410/1995 ή των κοινωφελών επιχειρήσεων, των αστικών μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων των ΟΤΑ, καθώς και των επιχειρήσεων των τέως νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων που περιήλθαν στις περιφέρειες, οι οποίες λύθηκαν και τελούν υπό το καθεστώς εκκαθάρισης, βεβαιωμένες ταμειακά ή μη έως και τις 31.12.2010 απαλλάσσονται από πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και κάθε μορφής επιβαρύνσεις και η εξόφλησή τους γίνεται υποχρεωτικά από τους ΟΤΑ που τις έχουν συστήσει. Από τους ίδιους ως άνω ΟΤΑ γίνεται και η εξόφληση οφειλών προς εργαζόμενους. Στις ανωτέρω οφειλές περιλαμβάνονται και όσες προκύπτουν έπειτα από έλεγχο των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων.» Ότι τα παραπάνω αναφέρονται ως εφαρμοστέα και στην με αριθμό 405/16.12.2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας δυνάμει της οποίας ο ανακόπτων Δήμος αποφάσισε τη λύση και εκκαθάριση της Δημοτικής Επιχείρησης …. και τη μεταφορά του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου. Ότι επομένως ο ισχυρισμός περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του ανακόπτοντος τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Με την έφεσή του ο εκκαλών Δήμος προσάπτει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι εσφαλμένως δέχθηκε ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του ν. 4071/2012, αυτός τυγχάνει καθολικός διάδοχος της …….. ως προς την έναντι του καθ’ου φερόμενη οφειλή, ενώ εάν ορθώς ερμήνευε το νόμο έπρεπε να δεχθεί ότι δυνάμει του άρθρου 109 παρ.9 (πρώην παρ.7) του ν. 3852/2010, ο Δήμος δεν κατέστη ποτέ καθολικός διάδοχος, δεν έχει καμία νομική σχέση και δεν ανέλαβε ποτέ τις υποχρεώσεις της παραπάνω δημοτικής επιχείρησης, η οποία λύθηκε με την υπ’ αριθ. 405/2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας. Ότι η διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του ν. 4071/2012 δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση της λύσης και εκκαθάρισης της ως άνω κοινωφελούς επιχείρησης που έλαβε χώρα στις 19.2.2014 (ΦΕΚ Τευχ. Β/2014), αλλά αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στις οφειλές των κοινωφελών επιχειρήσεων των ΟΤΑ, οι οποίες λύθηκαν και τελούσαν υπό το καθεστώς εκκαθάρισης έως και τις 31.12.2010, ήτοι μέχρι πριν την ισχύ του ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ ν. 3852/2010. Ότι σε κάθε περίπτωση, η εκκαλούμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως αιτιολογία για την κρίση ότι ισχύ έχει εν προκειμένω το άρθρο 10 του ν. 4071/2012 αντί της ορθής διατάξεως του άρθρου 109 παρ.9 του ν. 3852/2010, ενώ και στην απίθανη περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι εφαρμόζεται η πιο πάνω διάταξη, αυτή αναφέρεται σαφώς στις οφειλές των δημοτικών επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο και το ΙΚΑ, ενώ για τις οφειλές προς τρίτους και τους εργαζόμενους δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση των ΟΤΑ. Ότι επιπλέον και στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι η υποχρέωση αναφέρεται σε τρίτους και σε εργαζόμενους, στη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 4071/2012, νοούνται το προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας και όχι οι νομικοί σύμβουλοι ή δικηγόροι. Ότι ο εφεσίβλητος με την ιδιότητα του δικηγόρου δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια του εργαζόμενου, του προσωπικού με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, γι’ αυτό και δεν περιελήφθη, ούτε μεταφέρθηκε στο προσωπικό της ……., όταν σε αυτήν συγχωνεύτηκε η επιχείρηση Αθλητισμού …… με την οποία είχε σύμβαση νομικού συμβούλου.

Σχετικά με τους λόγους αυτούς έφεσης λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Στον ισχύοντα Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006) ορίζονται, με το άρθρο 252 παρ. 1, ότι: «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις ΟΤΑ, σύμφωνα με τις παρακάτω ρυθμίσεις. Οι επιτρεπόμενες μορφές των επιχειρήσεων αυτών είναι οι εξής: α) δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, β) Ανώνυμες εταιρείες ΟΤΑ». Στο άρθρο 260 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Η διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση» (παρ. 1). «Ο Δήμος και η Κοινότητα δεν ευθύνεται για οφειλές ή οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει αναλάβει η επιχείρηση έναντι τρίτων» (παρ. 5), ενώ στο άρθρο 262 ορίζεται ότι «(παρ.1). Δημοτική ή κοινοτική κοινωφελής επιχείρηση μπορεί να λυθεί πριν την πάροδο της διάρκειάς της με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του και πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως… (παρ.2). Τη λύση της επιχείρησης ακολουθεί η εκκαθάριση αυτής…» και στο επόμενο άρθρο 263 ότι «(παρ.1).Δύο ή περισσότερες κοινωφελείς επιχειρήσεις του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας είναι δυνατόν να συγχωνευθούν με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του…(παρ.3). Από τη σύστασή της η νέα επιχείρηση υπεισέρχεται αυτοδικαίως, ως καθολικός διάδοχος, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των καταργούμενων επιχειρήσεων…». Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 107 παρ.1 του Ν.3852/2010, «Οι δήμοι μπορεί να έχουν μόνον: α)μία κοινωφελή επιχείρηση…», κατά δε το άρθρο 108 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Ν. 3852/2010: «Οι δήμοι που προκύπτουν από συνένωση υπεισέρχονται αυτοδικαίως από την έναρξη λειτουργίας τους, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των συνενούμενων δήμων και κοινοτήτων, ως προς τις επιχειρήσεις αυτών, καθώς και στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν υπογράψει, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις εργασίας ή έργου μέχρι τη λήξη τους», ενώ, κατά το άρθρο 109 ίδιου Νόμου, στη μεν παρ.1 αυτού ορίζεται ότι «Κοινωφελείς επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., πρώτου βαθμού, που συνενώνονται σε ένα νέο δήμο, συγχωνεύονται υποχρεωτικά σε μία κοινωφελή επιχείρηση… η οποία υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάσεων μίσθωσης έργου και εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι τη λήξη τους…» στη δε παρ. 7, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 6 του Ν. 3938/2011 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 43 παρ.5 του Ν.3979/2011, και πριν την αντικατάσταση και αναρίθμησή της με το άρθρο 15 του Ν.4483/2017, ορίζετο ότι «Σε περίπτωση λύσης κοινωφελούς επιχείρησης ή Δ.Ε.Υ.Α. και ανάληψης των δραστηριοτήτων της από τον οικείο δήμο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού, το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου κα ορισμένου χρόνου μεταφέρεται στον αντίστοιχο φορέα με την ίδια σχέση εργασίας, ύστερα από απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Συμβάσεις έργου που έχουν συναφθεί από τις επιχειρήσεις που λύονται εκτελούνται από τον αντίστοιχο φορέα άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων. Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού τους, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο δήμο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του…». Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 Ν.4071/2012 «Ρυθμίσεις για την τοπική ανάπτυξη, την αυτοδιοίκηση και την αποκεντρωμένη διοίκηση. Ενσωμάτωση Οδηγίας 2009/50/ΕΚ», όπως ισχύει μετά την προσθήκη κειμένου στο τέλος της ως άνω παραγράφου με το άρθρο 77 παρ. 1 του Ν. 4170/2013 «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων της ΕΛ.Τ.Ε., αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 163), ορίζονται τα εξής: «Οι οφειλές προς το ελληνικό δημόσιο και το ΙΚΑ των αμιγών δημοτικών επιχειρήσεων, του π.δ. 410/1995 ή των κοινωφελών επιχειρήσεων, των αστικών μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων των ΟΤΑ, καθώς και των επιχειρήσεων των τέως νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων που περιήλθαν στις περιφέρειες, οι οποίες λύθηκαν και τελούν υπό το καθεστώς εκκαθάρισης, βεβαιωμένες ταμειακά ή μη έως και τις 31.12.2010 απαλλάσσονται από πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και κάθε μορφής επιβαρύνσεις και η εξόφλησή τους γίνεται υποχρεωτικά από τους ΟΤΑ που τις έχουν συστήσει. Από τους ίδιους ως άνω ΟΤΑ γίνεται και η εξόφληση οφειλών προς εργαζόμενους. Στις ανωτέρω οφειλές περιλαμβάνονται και όσες προκύπτουν έπειτα από έλεγχο των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς και σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι θεσπίζεται στερητική ex lege αναδοχή χρέους, με την οποία οι Ο.Τ.Α., που προκύπτουν από συνένωση, αναλαμβάνουν πλήρως, όχι μόνο τις κύριες οφειλές των οικείων δημοτικών επιχειρήσεων (εκτός και αν οι Ο.Τ.Α. προβούν σε δικαστική αμφισβήτηση των φορολογικών οφειλών που έχουν βεβαιωθεί σε βάρος τους, οπότε δεν εφαρμόζονται οι θεσπιζόμενες απαλλαγές και οι Ο.Τ.Α. επιβαρύνονται και με τους πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και λοιπές επιβαρύνσεις και προσαυξήσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις), αλλά υπεισέρχονται αυτοδικαίως από την έναρξη λειτουργίας τους, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των συνενούμενων δήμων και κοινοτήτων, ως προς τις επιχειρήσεις αυτών, καθώς και στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν και από τις συμβάσεις που έχουν υπογράψει, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις εργασίας ή έργου μέχρι τη λήξη τους. Επομένως, οι αρχικές οφειλέτριες δημοτικές επιχειρήσεις, μετά την υπέρ αυτών, διαγραφή των οφειλών και την ανάληψή τους από τους Ο.Τ.Α., παύουν να έχουν οποιαδήποτε ενοχική ευθύνη προς καταβολή αυτών, και στη θέση τους υπεισέρχονται οι Δήμοι, οι οποίοι και νομιμοποιούνται παθητικά προς τούτο, ως καθολικοί διάδοχοι. Πολλώ δε μάλλον νομιμοποιούνται παθητικά οι Δήμοι ή οι Κοινότητες, αν για τις οφειλές της δημοτικής επιχείρησης, λήφθηκε περαιτέρω και απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για την ανάληψη αυτών από το Δήμο ή την Κοινότητα (σχετ. ΑΠ 379/2019, Ολ. Ελ.Σ 328/2018) [ΑΠ 1073/2022 που αναίρεσε την 596/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου επί της υπό κρίση εφέσεως, προσκομιζόμενη και δημοσιευμένη και στην ΤΝΠ Νόμος]. Ενόψει των παραπάνω νομικών σκέψεων, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του ν. 4071/2012 και όχι εκείνη του άρθρου 109 παρ.7 του ν. 3852/2010 και ότι επομένως νομιμοποιείται παθητικά ο ανακόπτων Δήμος Κερατσινίου-Δραπετσώνας ως προς την έναρξη σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της προσβαλλόμενης από 29.11.2017 επιταγής προς πληρωμή των απαιτήσεων του καθ’ου που επιδικάσθηκαν υπέρ αυτού και σε βάρος της λυθείσας δημοτικής επιχείρησης …….. με την 343/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ως καθολικός διάδοχος της παραπάνω δημοτικής επιχείρησης. Επίσης ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του και στο γεγονός ότι τα παραπάνω (ήτοι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 του Ν. 4071/2012) αναφέρονται ως εφαρμοστέα και στην με αριθμό 405/16.12.2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας δυνάμει της οποίας ο ανακόπτων Δήμος αποφάσισε τη λύση και εκκαθάριση της Δημοτικής Επιχείρησης …… και τη μεταφορά σε αυτόν του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου. Σημειώνεται ότι στη σχετική απόφαση αναλαμβάνονται από τον ανακόπτοντα Δήμο και ήδη γεννημένες οφειλές της …….. προς εργαζόμενους και τρίτους, ενώ ορίζεται ότι όποιο άλλο ποσό προκύψει κατά τον έλεγχο και την εκκαθάριση θα προβλεφθεί στους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών. Συγκεκριμένα, στις αριθμημένες υπό στοιχεία 8 και 9 παραγράφους στη σελίδα 7 και 8 της σχετικής απόφασης αναφέρεται ότι «8) Οι οφειλές της …… και των συγχωνευθέντων με αυτήν φορέων, προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τους εργαζόμενους συμπεριλαμβανομένων και των δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού μεταφέρονται στο Δήμο και αναλαμβάνονται από αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Ν. 3979/2011, του άρθρου 10 του Ν. 4071/2012, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 4147/2012 και το άρθρο 77 του Ν. 4170/2013. Ήτοι: – Οφειλές …. και συγχωνευμένων κοινωφελών επιχειρήσεων ………….. προς το ΙΚΑ έως 30/11/2013 ποσού 1.556.636,69 Ε…- Οφειλές …… προς το Ελληνικό Δημόσιο (ΔΟΥ) έως 30/11/2013 ποσού 703.000,00 Ε…-Οφειλές ….. προς τους εργαζόμενους (δεδουλευμένες αποδοχές προσωπικού) έως 30/11/2013 818.000,00 Ε…9) Οι οφειλές της …. και των συγχωνευθέντων με αυτήν φορέων προς τρίτους (προμηθευτές, εργολήπτες κλπ.) αναλαμβάνονται από το Δήμο κατόπιν απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου για κάθε μία περίπτωση από αυτές. Ήτοι: – Οφειλές ….. προς τρίτους (προμηθευτές ΑΠΥ, ενοίκια) ποσού 720.000,00 Ε…- Επιστροφή ποσού 69.289,42 Ε προς την Περιφέρεια Αττικής…Τα ποσά αυτά εδόθησαν εγγράφως προς την ……. Όποιο άλλο ποσό προκύψει κατά τον έλεγχο και την εκκαθάριση θα προβλεφθεί στους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών…». Επιπλέον επισημαίνεται ότι ο ανακόπτων Δήμος με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του (σελ. 24 και 25), τις οποίες ενσωματώνει και στις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι ήδη και σε κάθε περίπτωση το ΝΠΙΔ «………………..» δεν υφίσταται πλέον και μάλιστα ότι έχει περατωθεί η εκκαθάρισή του από τις 31/3/2016 σύμφωνα με την 199/2016 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου για την έγκριση των από 31.3.2016 Χρηματοοικονομικών καταστάσεων ισολογισμού Λήξης της εκκαθάρισης της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης …. που υπέβαλλε ο εκκαθαριστής σε συνδυασμό με την κυα 50891/2007. Επομένως, η ως άνω δημοτική επιχείρηση ….. δεν υφίστατο κατά τον χρόνο κοινοποίησης της προσβαλλόμενης από 29.11.2017 επιταγής προς πληρωμή προς τον ανακόπτοντα Δήμο, ο οποίος ως καθολικός διάδοχος αυτής νομιμοποιείτο παθητικά για την έναρξη σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των τελεσιδίκως επιδικασθεισών απαιτήσεων του καθ’ου έναντι της εκκαθαρισθείσας δημοτικής επιχείρησης ….. από σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής (πρβλ. ΜονΕφΑθ 2412/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, που παραπέμπει στην ΑΠ 379/2019). Για τις επίδικες δε αξιώσεις του καθ’ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου, για τις οποίες είχε εκδοθεί η προαναφερθείσα 343/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, δηλαδή για τις οποίες υπήρχε νόμιμος εκτελεστός τίτλος, δεν ήταν προαπαιτούμενο για την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας άλλη, ξεχωριστή, απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος Δήμου ειδικά για τον καθ’ου-εφεσίβλητο δικηγόρο, πέραν της ως άνω ήδη υφιστάμενης με αριθμό 405/16.12.2013 που αφορούσε στο προσωπικό της λυθείσας και εκκαθαρισθείσας κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης με την επωνυμία «………………..» (….), αφού αρκούσε η κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ επίδοση στον εκκαλούντα Δήμο, ως καθολικό διάδοχο της τελευταίας κοινωφελούς επιχείρησης, αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση. Συνακόλουθα, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει με τους αλληλοσυμπληρούμενους δύο λόγους έφεσής του ο εκκαλών, με τους οποίους πλήττει την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του πρώτου λόγου της ανακοπής του τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα, όπως πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του,  σε βάρος του εκκαλούντος που ηττήθηκε κατά την έκβαση της δίκης (άρθρα 106, 176 και 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το μέτρο του άρθρου 281 παρ.2 του ν. 3463/2006 «Περί κύρωσης του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», το οποίο εφαρμόζεται όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη είτε σε βάρος, είτε υπέρ των Ο.Τ.Α. (ΑΠ 1073/2022), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 1.6.2018 έφεση κατά της 2365/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 24.8.2023.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ