Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 457/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμος απόφασης 457/2023

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελισσάβετ Πούλιου και

Των εφεσίβλητων: 1) ………… και 2) ………….οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών-ανακόπτων, άσκησε κατά των εφεσίβλητων-καθών η ανακοπή, την από 14.1.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2019 ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1744/2020 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως ουσία αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανακόπτων –εκκαλών, με την από 9.9.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2020 έφεση. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε αρχικά αυτή της 11.11.2021, και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, οπότε η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό …… εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αφού έλαβε τον λόγο, από την Δικαστή, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της που περιέχονται τις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ οι εφεσίβλητες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγεται προς συζήτηση η από 9.9.2020. (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2020) έφεση του ανακόπτοντος-εκκαλούντος κατά των καθών η ανακοπή-εφεσίβλητων με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της με αριθμό 1744/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και απέρριψε την  από 14.1.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 ανακοπή. Η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί παραδεκτά, εντός της κατ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας, αφού ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει η επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επίσης κατά την άσκηση της έφεσης κατατέθηκε από τον εκκαλούντα το παράβολο, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, και δη το με κωδικό …………  ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 9.9.2020 απόδειξη εξόφλησης της Εθνικής Τράπεζας. Πρέπει, επομένως, η έφεση  να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, στην από 14.1.2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 ανακοπή του, ισχυρίστηκε ότι στις 24 Οκτωβρίου 2018, κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 23.10.2018 αίτηση για την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν 3869/2010, προκειμένου να ρυθμίσει την οφειλή του που απορρέει από το με αριθμό ……./13.2.2014 δανειστικό συμβόλαιο που συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αχαρνών …………, ποσού 20.000 ευρώ. Οτι ενώ κοινοποίησε αυθημερόν την αίτηση αυτή στην επισπεύδουσα την εκτέλεση, 1η των καθών και στον υπάλληλο του πλειστηρισμού, δεν ανεστάλη ο επισπευθείς για την ίδια ημερομηνία (24.10.2018) πλειστηριασμός ακινήτου ιδιοκτησίας του, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 5 παρ.2 Ν.3869/2010, ως ίσχυε, με αποτέλεσμα το ως άνω ακίνητο να κατακυρωθεί στην 2η των καθών. Για τον λόγο δε αυτό ζήτησε την ακύρωση της με αριθμό ……./24.10.2018 έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης ακινήτου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Αθηνών ………. και της με αριθμό ……./24.10.2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου που συνέταξε ο ίδιος Συμβολαιογράφος. Η ανακοπή, η οποία στρεφόταν και κατά του Ελληνικού Δημοσίου,  συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1744/2020 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ως προς το Ελληνικό Δημόσιο, (τρίτο των καθών η ανακοπή) και ως ουσία αβάσιμη ως προς τους λοιπούς καθών, κατά παραδοχή ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλαν οι καθών η ανακοπή. Με την ίδια απόφαση ο ανακόπτων καταδικάστηκε στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των καθών η ανακοπή, ποσού τριακοσίων πενήντα ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής του ως ουσία βάσιμης, την ακύρωση της με αριθμό ……./24.10.2018 έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης ακινήτου που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Αθηνών . ……. και της με αριθμό …../24.10.2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου που συνέταξε ο ίδιος Συμβολαιογράφος, αλλά και την καταδίκη των εφεσίβλητων στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά το Ν. 4336/2015 « Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατάθεσής της. Ο οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αιτήσεώς του να επιδώσει αντίγραφο αυτής στους πιστωτές και τους εγγυητές του. Με την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης προσδιορίζεται επίσης η ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε επικυρώνεται ο ενδεχόμενος προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε συζητείται ενδεχόμενο αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη προληπτικών μέτρων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός δύο (2) μηνών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης. Η ημέρα συζήτησης της αιτήσεως του άρθρου 5α προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός δύο (2) μηνών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της αίτησης. Μέχρι την ημέρα της επικύρωσης ή της συζήτησης της αναστολής ή της συζήτησης της αιτήσεως του άρθρου 5α απαγορεύεται η λήψη καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη όσον αφορά τις απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν περιληφθεί στην αίτηση του και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του.» Η ως άνω ρύθμιση καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015), τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά από την υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Β` του άρθρου 3 του Ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14-8-2015). Επομένως, αναστέλλονται για το ως άνω χρονικό διάστημα, το οποίο κατά την ορθότερη άποψη εκκινεί από την ώρα παραλαβής και πρωτοκόλλησης  της αίτησης, χωρίς να απαιτείται η ολοκλήρωση ελέγχου της προσκομιδής των απαιτούμενων δικαιολογητικών,  όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών που έχουν περιληφθεί στην αίτηση κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση των απαιτήσεών τους, ιδίως δε απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Πτωχευτικού Κώδικα, που αναλογικά εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010. Εάν δε πρόκειται για πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης,  αυτές ακυρώνονται δικαστικά κατόπιν επιτυχούς άσκησης ανακοπής εναντίον τους κατά τα άρθρα 933 επ. και 159 περ. 1 KπολΔ. Περαιτέρω, προκειμένου να  μπορέσει ο οφειλέτης να επικαλεστεί την αυτοδίκαιη αναστολή που παρέχεται από τις ως άνω διατάξεις, θα πρέπει η άσκηση της αίτησης να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης κατά τα άρθρο 116 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ. Υπό τις διατάξεις αυτές εκφράζεται η θεμελιώδη δικονομική αρχή της μη κατάχρησης των δικονομικών δυνατοτήτων, σύμφωνα με την οποία οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών, οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, ν’ αποφεύγουν ενέργειες που οδηγούν προφανώς στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν δε τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, όπως ακριβώς τα γνωρίζουν, πλήρως και σύμφωνα προς την αλήθεια, αποφεύγοντας τις διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Ειδικότερη εκδήλωση παράβασης της αρχής αυτής είναι η προφανής παρέλκυση της δίκης με την προσφυγή σε συγκεκριμένη δικονομική διάταξη ως μέσου αναβολής ή ματαίωσης των συνεπειών της δίκης. Η κατά την άσκηση διαδικαστικών πράξεων εκτροπή της αντικειμενικής συμπεριφοράς του διαδίκου από τα όρια που διαμορφώνει ο σκοπός των διατάξεων με την ενσυνείδητη εκ μέρους του επιδίωξη σκοπών ξένων προς εκείνους, στους οποίους αποβλέπει το γράμμα της διάταξης που αυτός επικαλείται, αντιτίθεται στις αρχές της καλής πίστης και συνιστά κατάχρηση δικονομικής δυνατότητας. Η παράβαση της αρχής της καλής πίστης με τη μορφή αυτή αποστερεί την διαδικαστική πράξη των εννόμων συνεπειών της, έτσι, ώστε, στις μεν διαμορφωτικές διαδικαστικές πράξεις απαγγέλλεται ακυρότητα, στις δε επιτευκτικές διαδικαστικές πράξεις απαράδεκτο (Εφ. Αθ. 2382/2011 ΔΕΕ 2012, σελ.63, Εφ. Αθ. 686/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.4092/2008, Ελ.Δικ.2011,σελ.209 Εφ. Πειρ. 802/2006 ΔΕΕ 2007, σ.199 Κ. Μπέη: Πολιτική Δικονομία, τ. Ιβ, υπό το άρθρο 116, σελ. 594 επ. και 612. Ιάκωβος Βενιέρης, σε Ι.Βενιέρης/Θ. Κατσάς, «Εφαρμογή του Ν.  3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σελ. 289-292).

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, οι οποίοι δεν εξέτασαν μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν κατά την κριση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το με αριθμό ……./13.2.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό σύναψης δανείου που συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αχαρνών …………, με συμβαλλόμενους την πρώτη εφεσίβλητη ως δανείστρια και τον εκκαλούντα ως δανειολήπτη- οφειλέτη,  ο τελευταίος δήλωσε ότι την 24.12.2013 έλαβε από την πρώτη δάνειο ποσού 20.000 ευρώ, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να το επιστρέψει ατόκως μέχρι την 24.12.2014. Προς ασφάλεια των απαιτήσεων της δανείστριας χορηγήθηκε στην τελευταία το δικαίωμα να εγγράψει μονομερώς υποθήκη υπερ της ιδίας σε οποιοδήποτε ακίνητο του οφειλέτη, επιπλέον δε συμφωνήθηκε οτι σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του δανείου, η δανείστρια μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη του κεφαλαίου και των τόκων, με εκτέλεση του συνταχθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, που κατέστη τίτλος εκτελεστός. Εν συνεχεία, με την με αριθμό ……/2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Εφετείο Πειραιώς, ………., σε εκτέλεση του με αριθμό …../2014 εκτελεστού απογράφου του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για απαίτηση ποσού 24.628,19 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, επί της πλήρους κυριότητας, του με αριθμό 2 διαμερίσματος του Γ πάνω από το ισόγειο ορόφου, πολυκατοικίας κείμενης επί της διασταύρωσης των οδών …………., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης της περιφέρειας του Δήμου Πειραιώς, (πρώην Δήμου Νέου Φαλήρου) της ΠΕ Πειραιώς της περιφέρειας Αττικής, ιδιοκτησίας του εκκαλούντος. Η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικά με πλειστηριασμό που διεξήχθη με ηλεκτρονικά μέσα στις 24 Οκτωβρίου 2018. Υπερθεματίστρια ήταν η …………., δεύτερη εφεσίβλητη, στην οποία και κατακυρώθηκε το διαμέρισμα, συνταχθείσας της με αριθμό ………../24.10.2018 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης η οποία καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……….., που τηρείται στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιώς, την 11.1.2019 με αύξοντα αριθμό ……..  Την 24.10.2018, ήτοι την ορισθείσα ημερομηνία για την διενέργεια του πλειστηριασμού, και  ώρα 09:20, ο εκκαλών κατέθεσε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, την από 23.10.2018 αίτηση υπαγωγής του στο Ν. 3869/2010. Σημειώνεται δε οτι ώρα διενέργειας του επίδικου πλειστηριασμού είχε οριστεί το διάστημα από ώρα 10:00 έως 14:00 της ίδιας ημέρας. Από την κατάθεση ήδη της αίτησης επήλθε εκκρεμοδικία αλλά και αναστολή των ατομικών διώξεων σε βάρος του εκκαλούντος. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.5 του Ν.3869/2010, όπως αυτή ανωτέρω εκτέθηκε. Με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι εφεσίβλητες ισχυρίστηκα ότι η εν λόγω αίτηση ασκήθηκε καταχρηστικά από τον εκκαλούντα, λίγη ώρα πριν την έναρξη της διαδικασίας του πλειστηριασμού, με αποκλειστικό σκοπό την ματαίωση αυτού, και οτι ο εκκαλών ουσιαστικά δεν πληρούσε τις προυποθέσεις ένταξής του στη διαδικασία του Ν.3869/2010, με δεδομένο οτι μεταγενέστερα απορρίφθηκε από τον αρμόδιο Δικαστή, το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Η εν λόγω ένσταση παραδεκτά προβλήθηκε και είναι νόμιμη, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επιπλέον και το παρόν Δικαστήριο κρίνει οτι η άσκηση της αίτησης του εκκαλούντος περί υπαγωγής του, στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 ήταν προσχηματική και καταχρηστική καθώς σκοπός του τελευταίου δεν ήταν η υπαγωγή του στις διατάξεις του ως άνω νόμου αλλά η ματαίωση του πλειστηριασμού που όπως προελέχθη είχε ορισθεί να διεξαχθεί κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης.  Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, βασίζεται αρχικά στο γεγονός της κατάθεσης της αίτησης κατά την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού, παρά το γεγονός ότι ο επίδικος πλειστηριασμός γνωστοποιήθηκε στον εκκαλούντα – καθού η εκτέλεση ήδη από την 20.3.2018, με την ανάρτηση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στον διαδικτυακό τόπο του ΕΤΑΑΝ-ΤΑΝ. Ο εκκαλών, επομένως, άφησε να παρέλθει άπρακτο χρονικό διάστημα επτά μηνών, από την ημερομηνία ανάρτησης του πλειστηριασμού και χρονικό διάστημα πλέον των τριών  ετών, από την ημερομηνία που το ληφθέν δάνειο κατέστη ληξιπρόθεσμο, χωρίς να ζητήσει την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, επιδιώκοντάς αυτήν μόλις 40 λεπτά πριν την έναρξη της διαδικασίας του πλειστηριασμού, καθιστώντας αδύνατη την ακρόαση των ισχυρισμών της πρώτης εφεσίβλητης, πριν τον πλειστηριασμό. Ο ισχυρισμός του ότι η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε οικονομική του αδυναμία να καλύψει τα έξοδα και την αμοιβή πληρεξούσιου δικηγόρου για την κατάθεση της αίτησης και ότι κατόρθωσε τελικά να συλλέξει τα απαραίτητα ποσά από συγγενείς και φίλους καθυστερημένα, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος επειδή αφενός δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η οικονομική του ενίσχυση από τρίτα άτομα και αφετέρου επειδή ο εκκαλών, που δηλώνει με την ίδια αίτησή του, ότι έχει μηδενικό εισόδημα μπορούσε κάλλιστα να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν 3226/2004, για την παροχή νομικής βοήθειας, απαλλασσόμενος των εξόδων και αμοιβών δικηγόρου και δικαστικού επιμελητή. Ακολούθως, η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την ίδια την αίτηση, η οποία φέρει ως μοναδικό πιστωτή του εκκαλούντος την πρώτη των εφεσίβλητων, γεγονός που δεν καθιστά την αίτηση μη νόμιμη, αποτελεί όμως εξαίρεση στον κανόνα, αφού είθισται με τις σχετικές αιτήσεις να επιδιώκεται η ρύθμιση πλειόνων, τραπεζικών κυρίως, χρεών των οφειλετών και όχι μεμονωμένων ιδιωτικών. Απορίας άξιο είναι και το γεγονός ότι ο εκκαλών πριν την κατάθεση της αίτησης και με δεδομένο ότι, κατά τα συμφωνηθέντα με την πρώτη εφεσίβλητη, έπρεπε να επιστρέψει το ληφθέν δάνειο μέχρι την 31.12.2014 δεν φαίνεται σε κανένα χρονικό διάστημα να έχει επιδιώξει την εξωδικαστική-συμβιβαστική ρύθμιση της οφειλής του. Από την επισκόπηση τέλος του περιεχομένου της αίτησής του, προκύπτει οτι ο εκκαλών επαναλαμβάνει την διατύπωση του νόμου, χωρίς να παραθέτει πραγματικά περιστατικά ώστε να δύναται το Δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται να κρίνει εάν πληροί τις προυποθέσεις υπαγωγής του στο Ν.3869/2010. Στην αίτησή του αναφέρει ότι είναι άγαμος και άνεργος ηλικίας 61 ετών με μηδενικά εισοδήματα, προτείνει μηδενικές καταβολές προς την πρώτη εφεσίβλητη και επικουρικά σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό το αίτημά του για μηδενικές καταβολές, εξακολουθεί να μην προτείνει κάποιο ποσό. Ισχυρίζεται δε οτι κατά τον χρόνο λήψης του δανείου είχε εισόδημα που του επέτρεπε την αποπληρωμή αυτού, και η αδυναμία καταβολής είναι επιγενόμενη και οφειλόμενη στην οικονομική συγκυρία που επικράτησε στη χώρα, χωρίς ουδόλως να αναφέρει ούτε την πηγή, ούτε το ποσό των εισοδημάτων του κατά το χρόνο λήψης του δανείου, ούτε και εξατομικευμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν την μεταβολή της οικονομικής του κατάστασης. Ο αρμόδιος Δικαστής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του οποίου.συζητήθηκε την 30.1.2019 μετά από αναβολή την 19.12.2018, το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, απέρριψε αυτό, γεγονός που σημαίνει οτι πιθανολογήθηκε η απόρριψη της αίτησης. Επισημαίνεται οτι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο εκκαλών ουδόλως διευκρίνησε την οικονομική του κατάσταση, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αναφέρει μόνο οτι φρονεί οτι πληρεί τις προυποθέσεις ένταξής του στις ευνοικές διατάξεις του Ν.3869/2010, ούτε προσκόμισε σχετικά έγγραφα προς αντίκρουση της προβληθείσας ένστασης. Η τακτική όμως αυτή της υποβολής της αίτησης, με το περιεχόμενο και υπό τις συνθήκες που ανωτέρω εκτέθηκαν χρησιμοποιεί τα δικαιώματα του άρθρου 5 του Ν 3869/2010, ώς ισχυε κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, για σκοπούς αντίθετους από εκείνους για τους οποίους θεσπίστηκαν και επιδιώκει στόχους ξένους προς εκείνους στους οποίους αποβλέπει το γράμμα των επικαλουμένων διατάξεων, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό σε κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, αποτελεί επίδειξη κακόπιστης και παρελκυστικής συμπεριφοράς αντικειμένης στους κανόνες της ευθύτητας και της εντιμότητας και διαψεύδει την εμπιστοσύνη με την οποία η πολιτεία, που σχεδίασε το σχετικό πλέγμα των νομικών διατάξεων για την εξυπηρέτηση των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, αντιμετωπίζει σχετικές αιτήσεις για την υπαγωγή της κατηγορίας αυτής σε ευνοικό καθεστώς μεταχείρισης έναντι των πιστωτών τους. Η κατά τα προαναφερόμενα, όμως, παράβαση της παραπάνω θεμελιώδους δικονομικής αρχής, που αναφέρεται στην απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικονομικών δυνατοτήτων, αποστερεί την υποβληθείσα από τον εκκαλούντα αίτηση από τις έννομες συνέπειές της, και εν προκειμένο από την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά αυτού. Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση που με αιτιολογίες όμοιες με την παρούσα, έκρινε οτι πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος, ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εκκαλούντος, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορρίπτοντας την ασκηθείσα από τον εκκαλούντα  ανακοπή  ως ουσία αβάσιμη. Πρέπει επομένως, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας παραβόλου Δημοσίου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο ταμείου και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων, λόγω της απόρριψης της έφεσής του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσία την έφεση.

ΔΙΑΤΤΑΣΕΙ  την εισαγωγή του παραβόλου Δημοσίου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον  εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις   25.8. 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ