Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 460/2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Κατά τη διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτε, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που περιέχει τη μικρότερη ασφάλεια για τον δανειστή, αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη, αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή, στο αρχαιότερο, αν όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα. Ωστόσο, ο μη ορθός καταλογισμός εκ μέρους του δανειστή – ενάγοντος των  καταβολών στις οποίες έχει προβεί έναντι του επίδικου χρέους ο οφειλέτης – εναγόμενος, δεν καθιστά τα αγωγικά κονδύλια στα οποία (μη ορθώς) καταλογίστηκαν οι καταβολές, αόριστα, αλλά γίνεται ο προσήκον καταλογισμός από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής, διότι, μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζόμενου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Σε αντίθετη περίπτωση, η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί δια των αποδείξεων.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    460/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ‘’ ……………’’, που εδρεύει στο … (οδός ………), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, µε ΑΦΜ …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Λαμπρίτσιου, (‘’Δικηγορική Εταιρεία ΣΑΡΡΗ’’), με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, την από 08.07.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./2020, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 2892/15.09.2022 οριστική απόφασή του, δικάζοντας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη από 10.11.2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή του, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/10.11.2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/14.11.2022.

Επίσης, την ίδια απόφαση προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 15.2.2023 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή της κατά του ενάγοντος – εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./15.02.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/21.02.2023.

Οι ανωτέρω εφέσεις προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (η πρώτη κατόπιν αναβολής από την αρχική δικάσιμο της 02.03.2023) και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 22 και 21, αντίστοιχα.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.    

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 10.11.2022 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …../2022 και Β) η από 15.02.2023 και με Ε.Α.Κ. …../2023, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2892/15.09.2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία.                         Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ παραβόλου, διότι, σύμφωνα με το εδ.στ΄ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές).

Ι. Από το σύνολο των διατάξεων του Ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, τους οποίους ορίζει κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας η διαιτητική απόφαση, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη τέτοια σύμβαση (διαχοχή συλλογικών συμβάσεων εργασίας). Διαδοχή συλλογικής  σύμβασης εργασίας υπάρχει επομένως, όταν χρονικά νεότερη συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 228/2014, ΑΠ 431/2011, ΑΠ 1211/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, δεν νοείται κατά νόμο διαδοχή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας, αφού πρόκειται για συλλογικές ρυθμίσεις διαφορετικού είδους και πεδίου ισχύος. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 του Ν. 1876/1990 η οποία ορίζει ότι ‘’οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, του εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους…’’, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 56 του Ν. 4635/2019), η οποία όριζε ότι ‘’με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος” προκύπτει, ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας (και η εξομοιούμενη με αυτήν διαιτητική απόφαση) ισχύει μόνον έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων, που την είχαν συνάψει, τα οποία και δεσμεύει (ΑΠ 1581/2018, ΑΠ 1300/2018, ΑΠ 874/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα δε που παρεχόταν με την τελευταία ως άνω διάταξη στον Υπουργό Εργασίας να επεκτείνει την ισχύ της συλλογικής σύμβασης εργασίας, με την έκδοση κανονιστικής διοικητικής πράξης για την κήρυξη αυτής ως γενικά υποχρεωτικής, και πέρα από τα πρόσωπα που ήδη δεσμεύονταν κατά το άρθρο 8 παρ.2 του νόμου αυτού από τη συλλογική ρύθμιση (πάντως μέσα στα όρια της τοπικής της ισχύος), στους εργοδότες και εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, εφόσον δηλαδή αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της και με χρόνο έναρξης της επέκτασης αυτής την ημερομηνία έκδοσης της υπουργικής απόφασης κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού (ΑΠ 1581/2018 ο.π.), είχε ανασταλεί, με την αναστολή της εφαρμογής των παρ.2 και 3 του άρθρου 11 του Ν.1876/1990 αρχικά κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής με το άρθρο 37 παρ.7 του Ν. 4024/2011 και στη συνέχεια μέχρι το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής με το άρθρο 16 παρ.2 του Ν. 4472/2017 και ακολούθως με το άρθρο πέμπτο παρ.2 του Ν. 4475/2017, περίοδος, η οποία έληξε στις 20 Αυγούστου 2018. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι, για τη σύσταση ή αλλοίωση της ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ` ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για την κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Ολ.ΑΠ 1/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι δυνατόν εγκύρως να συμφωνηθεί μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες άλλως δεν θα ήταν δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα αμείβεται με τον ανωτέρω μισθό που καθορίζεται από τις ως άνω συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1522/2018, ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 692/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το κύρος δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 1109/2017 ο.π.). Σε μία τέτοια περίπτωση, οι κανονιστικές ρυθμίσεις της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της διαιτητικής απόφασης, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση εργασίας, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική ισχύ (ΑΠ 705/2021, ΑΠ 194/2020, ΑΠ 1522/2018, ΑΠ 773/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, 3 παρ.2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης ‘’Περί προστασίας του ημερομισθίου’’ που κυρώθηκε με τον Ν.3248/1955, με τις οποίες καθορίζεται η έννοια του μισθού, σαφώς προκύπτει ότι είναι καθ` όλα επιτρεπτή νέα συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, τροποποιητική της αρχικής, που προβλέπει μείωση του καταβαλλόμενου μισθού, υπό τον όρο ότι η συμφωνία αυτή δεν θα προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και ειδικότερα δεν θα προβλέπει την καταβολή μισθού κατώτερου εκείνου που καθορίζεται από ενεργό και σε ισχύ συλλογική ρύθμιση (συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση). Διαφορετικά, η τροποποιητική αυτή ατομική συμφωνία είναι άκυρη (άρθρα 174, 180 ΑΚ) κατά το μέρος που προβλέπει αποδοχές μικρότερες των κατώτατων ορίων της συλλογικής αυτής ρύθμισης, καθότι οι κανονιστικοί όροι της τελευταίας ως προς το ύψος των αποδοχών περιέχουν τα κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας του εργαζόμενου, με συνέπεια να απαγορεύεται η επί το δυσμενέστερο ρύθμιση του ύψους του συμφωνημένου μισθού με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 705/2021, ΑΠ 194/2020 ο.π.).

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτε, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που περιέχει τη μικρότερη ασφάλεια για τον δανειστή, αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη, αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή, στο αρχαιότερο, αν όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα. Η διάταξη αυτή είναι ενδοτικού δικαίου, γι` αυτό ο καταλογισμός μπορεί να γίνει με συμφωνία, ρητή ή σιωπηρή, να ρυθμιστεί διαφορετικά, είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή. Και ναι μεν ο δανειστής δεν έχει ποτέ το δικαίωμα να ορίσει μονομερώς το χρέος που θα εξοφληθεί, ο οφειλέτης, όμως, μπορεί να συμφωνήσει, ρητά ή σιωπηρά, στον προσδιορισμό που προτείνει ο δανειστής, οπότε πλέον ο καταλογισμός δεν γίνεται με βάση το άρθρο 422 ΑΚ, αλλά κατά τη συμφωνία των μερών (άρθρο 361 του ιδίου Κώδικα). Έτσι, υπάρχει, συμπερασματικά συναγόμενη (σιωπηρή) αποδοχή της πρότασης καταλογισμού του δανειστή από τον οφειλέτη, όταν ο τελευταίος δεν όρισε κατά την καταβολή κάτι σχετικό, ενώ ο δανειστής προσδιόρισε που θα καταλογιστεί το καταβαλλόμενο και ο οφειλέτης, χωρίς να φέρει αντίρρηση, προέβη στην καταβολή. Αν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς τον τρόπο του καταλογισμού, ούτε ο οφειλέτης άσκησε το κατά το εδάφιο α` του άρθρου 422 ΑΚ προσδιοριστικό του δικαίωμα, το οποίο είναι δεσμευτικό έναντι του δανειστή, η παροχή καταλογίζεται με βάση τα αναφερόμενα στο εδάφιο β` του ίδιου άρθρου κριτήρια. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β` του άρθρου 422 ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου αυτού εφαρμόζεται αναλογικά, όχι μόνο όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις, αλλά και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση (ΑΠ 80/2023, ΑΠ 1342/2022, ΑΠ 666/2020, ΑΠ 1147/2020, ΑΠ 580/2019, ΑΠ 1221/2017ΑΠ 531/2015).

IIΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής, διότι, μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζόμενου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959). Σε αντίθετη περίπτωση, η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί δια των αποδείξεων. Επομένως, με βάση τα παραπάνω, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (μισθοδοτικών καταστάσεων, αποδείξεων πληρωμής) περί του ότι πληρώθηκε ο μισθωτός όλες τις απαιτήσεις του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μια αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών. Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο, όμως, δεν συμβαίνει, όταν ασκούνται με την αγωγή αξιώσεις από σύμβαση εργασίας και προσκομίζεται από τον εργοδότη έγγραφη απόδειξη του εργαζόμενου περί καταβολής σε αυτόν συνολικού ποσού, που καλύπτει κατά το ένα μέρος ή εξ ολοκλήρου τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό, που καταβλήθηκε για αυτή, διότι στην εν λόγω περίπτωση δεν αποκλείεται να καταβλήθηκε το ποσό αυτό, προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζόμενου, που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του νόμου 1082/1980 και 20 παρ. 2 του νόμου 1469/1984, με την οποία προστέθηκε εδάφιο ε` στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του του αναγκαστικού νόμου 1846/1951 επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σε αυτές (ΑΠ 1069/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2014 ΧρΙΔ 2014,488, ΑΠ 1030/2011, ΑΠ 191/2011, ΑΠ 1322/2010, Εφ.Αθ. 2037/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, ήδη εκκαλών στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση και εφεσίβλητος την υπό στοιχείο Β΄, εξέθετε στην ως άνω από 8.7.2020 αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε µε την εναγόμενη και συγκεκριμένα κατά τα χρονικά διαστήματα: α) από 07.12.2016 έως 28.07.2017, β) 04.09.2017 έως 29.12. 2017, γ) 03.01.2018 έως 30.03.2018, δ) 10.04.2018 έως 25.06.2018, ε) 31.10.2018 έως 28-12-2018 και στ) 02.1.2019 έως 12.07.2019, εργάσθηκε µε την ειδικότητα του εργοδηγού – τεχνίτη ελασµατουργού, ως µέλος του επισκευαστικού συνεργείου που είχε µόνιµα συγκροτήσει η τελευταία (εναγόμενη), για τις εργασίες επισκευής πλοίων και µηχανηµάτων στην επισκευαστική µονάδα που διατηρούσε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος. Ότι, κατά τα ως άνω διαστήματα εργαζόταν 7 ώρες ημερησίως επί πενθήμερο εβδοµαδιαίως, έναντι µικτού ηµεροµισθίου 96 ευρώ και κατά τα λοιπά βάσει της ΣΣΕ για τους όρους αµοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε µεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευστικής ζώνης ,ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός περιφέρειας Πειραιά, ενώ, από την 01.10.2017 ίσχυσε και η επιχειρησιακή ΣΣΕ Ναυπηγοεπισκευαστικών Εργασιών για τις εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιοµηχανικές εγκαταστάσεις, πλωτά και µη µέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά, στην οποία υπαγόταν, αλλά και ως συµφωνηθείσα. Ζητούσε δε, ακολούθως, επικαλούμενος τις συμβάσεις εργασίας του και βάσει των ως άνω ΣΣΕ ή όποιας άλλης συλλογικής σύµβασης κριθεί εφαρµοστέα, μετά από παραδεκτή µερική µετατροπή του αγωγικού αιτήµατος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (που έλαβε χώρα με τις πρωτόδικες προτάσεις του αλλά και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.743,37 ευρώ, για διαφορές του έκτου ηµεροµισθίου (τμήματος του ποσού που αφορά στο πρώτο ως άνω διάστημα εργασίας του, καθώς και τα ποσά που αφορούν στα δεύτερο και τρίτο ως άνω διαστήματα εργασίας του), καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής (εναγόμενης) να του καταβάλει το ποσό των 138.160,40 ευρώ, για τα λοιπά κονδύλια της αγωγής (διαφορές του έκτου ηµεροµισθίου που αφορούν στα τέταρτο, πέμπτο και έκτο ως άνω διαστήματα της εργασίας του, αμοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, για καθηµερινή υπερωριακή εργασία, για αργίες που δεν εργάστηκε και δικαιούται το ηµεροµίσθιο, για προσαύξηση εκτέλεσης δεύτερης βάρδιας, αποδοχές και επίδοµα αδείας και αναλογία επιδοµάτων εορτών), όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή και με το νόμιμο τόκο από τότε που το καθένα εξ αυτών κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Επί της ανωτέρω αγωγής  εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αρ. 3147/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της και κατόπιν η υπ΄αρ. 2892/2022 οριστική απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου (εκκαλουμένη) με την οποία αυτό, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, απέρριψε ως αόριστα τα υπό στοιχεία 1Α έως 1ΣΤ αγωγικά κονδύλια σχετικά με τα ηµεροµίσθια και για τα έξι χρονικά διαστήματα της αγωγής και το υπό στοιχείο 2Α αγωγικό κονδύλιο, σχετικά με το έκτο ηµεροµίσθιο της εβδοµάδας για το πρώτο χρονικό διάστηµα της αγωγής, με την αιτιολογία ότι η αοριστία αυτή επήλθε από το µη νόµιµο κατά το οριζόµενα στο άρθρο 422 εδ. β΄ ΑΚ καταλογισµό των καταβολών που πραγµατοποιήθηκαν, κατ΄ επιλογή του ενάγοντος δανειστή, σε µέρος των προαναφεροµένων χρεών και όχι κατά τον επικουρικό κανόνα του άρθρου 422 εδ. β΄ ΑΚ, ήτοι, εφόσον πρόκειται για ληξιπρόθεσμα ίσης ασφάλειας και εξίσου επαχθή χρέη, στα αρχαιότερα. Ακολούθως, αφού έκρινε ορισμένη κατά τα λοιπά και νόμιμη την αγωγή (όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημά της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, μόνο ως προς το εναπομείναν καταψηφιστικό αίτημά της), στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει, νομιμοτόκως, στον ενάγοντα το ποσό των 2.808  ευρώ, κηρύσσοντας την απόφαση, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 1.500 ευρώ, καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 38.535,08 ευρώ, επίσης με τον νόμιμο τόκο. Επέβαλε, τέλος, μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.300 ευρώ.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης), παραπονείται ο  ενάγων- εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή του και να καταδικαστεί η αντίδικός του στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα στην κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι επίσης ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου της και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με τον πρώτο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, ο ενάγων, παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή του ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τα προαναφερθέντα κονδύλια. Πράγματι, ο ενάγων μη ορθώς καταλόγισε το ποσό των καταβολών, που παραδέχεται ότι έγιναν από την εναγόμενη, στα ως άνω κονδύλια και όχι στα αρχαιότερα, κατά τον επικουρικό κανόνα του άρθρου 422 ΑΚ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην οικεία (υπό στοιχείο ΙΙ) μείζονα σκέψη. Ωστόσο, ο μη προσήκον αυτός καταλογισμός, δεν καθιστά τα εν λόγω κονδύλια αόριστα, αλλά το Δικαστήριο θα προβεί στον ορθό, με βάση τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου, καταλογισμό. Οπότε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με τον προαναφερθέντα λόγο, απέρριψε ως αόριστα τα αγωγικά αυτά κονδύλια, έσφαλε και δεν εφάρμοσε ορθά το νόμο. Πρέπει, επομένως, κατά το βάσιμο περί τούτου ανωτέρω πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, να εξαφανιστεί και ακολούθως, αφού κρατηθεί υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εξεταστεί η αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη και ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια (στηριζόμενη επίσης στις διατάξεις που αναφέρονται στην εκκαλουμένη), ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι του μάρτυρα του ενάγοντος ………. και του μάρτυρα της εναγόμενης ………….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 3147/2021 απόφαση πρακτικά αυτού, της υπ΄αρ. …./15.04.2021 ένορκης βεβαίωσης του …………., ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πειραιά ………… και των υπ΄αρ. …………/15.04.2021 ένορκων βεβαιώσεων των …….. και ……….., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν µε επιµέλεια της εναγόμενης, µετά από προηγούµενη νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. υπ΄αρ. ……/12.04.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Πειραιώς …………), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάµει διαδοχικών συµβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν προφορικά στον Πειραιά, µεταξύ της εναγόμενης εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται στον ναυπηγοεπισκευαστικό τοµέα (διενεργώντας σωληνουργικές και ελασµατουργικές εργασίες σε πλοία και χερσαίες εγκαταστάσεις) και του ενάγοντος, ο τελευταίος προσλήφθηκε ως τεχνίτης ελασµατουργός για να παρέχει τις υπηρεσίες του στην ως άνω εταιρεία, ως µέλος του επισκευαστικού συνεργείου που αυτή είχε µόνιµα συγκροτήσει, για τις εργασίες επισκευής πλοίων και µηχανηµάτων στην επισκευαστική µονάδα που διατηρούσε στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάµατος. Πιο συγκεκριμένα ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγόμενη κατά τα κάτωθι χρονικά διαστήµατα: α) από 07.12.2016 έως 28.07.2017, β) από 04.09.2017 έως 29.12.2017, γ) από 03.01.2018 έως 30.03.2018, δ) από 10.04.2018 έως 25.06.2018, ε) από 31.10.2018 έως 28.12.2018 και στ) από 02.01.2019 έως 12.07.2019, οπότε λύθηκε οριστικά η εργασιακή του σύμβαση με καταγγελία εκ μέρους της εργoδότριας εναγόμενης εταιρείας. Τα παραπάνω χρονικά διαστήματα της απασχόλησης του ενάγοντος συνομολογούνται μεταξύ των διαδίκων, προκύπτουν δε και από τα έγγραφα που με επίκληση αυτοί προσκομίζουν (αναγγελίες πρόσληψης και καταγγελίες συμβάσεων εργασίας). Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ο ενάγων είχε και την ιδιότητα του εργοδηγού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, καθώς, πέραν του ότι δεν αναφέρονται στην αγωγή  του συγκεκριμένα καθήκοντα εργοδηγού, δεν προέκυψε ότι αυτός εκτελούσε τέτοια καθήκοντα. Εξάλλου, η ιδιότητά αυτή δεν αναγράφεται στις αναγγελίες πρόσληψής του, ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης – πατέρας του εταίρου της εναγόμενης μονοπρόσωπης ΕΠΕ, καταθέτει ότι ήταν ο ίδιος εργοδηγός. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ότι δεν αποδείχθηκε η ιδιότητά του αυτή, οπότε δεν συνυπολόγισε στις αποδοχές του το επίδομα εργοδηγού (15%), το οποίο θα προσαύξανε και τις λοιπές αξιώσεις του ενάγοντος, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντος, που προβάλλει με τον δεύτερο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, ως αβάσιμων. Ο ενάγων εργαζόταν, κατά τα συμφωνηθέντα, με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή, επτά ώρες ημερησίως, το δε ημερομίσθιό του καθορίστηκε με την πρώτη σύμβαση σε 96 ευρώ. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής υπήρξε προφορική συμφωνία ο ενάγων να αμείβεται με τη ‘’Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων πoυ απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, ανεξάρτητα αν η έδρα τους είναι εντός ή εκτός της περιφέρειας Πειραιά’’, δηλ. του έτους 2009, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 04.05.2009 με την Υ.Α. 19738/1575/11.06.2009 (ΦΕΚ Β 1208/19.06.2009). Η ως άνω ΣΣΕ, σύμφωνα με την οποία το ημερομίσθιο για την ειδικότητά του είχε οριστεί σε 96 ευρώ από την 01.01.2009 και το ωράριο εργασίας σε επτά ώρες ημερησίως, επί πενθήμερο εβδoμαδιαίως, είχε παύσει να ισχύει, βάσει της Π.Υ.Σ. 6/14.02.2012, από τις 15.05.2013. Ωστόσο, οι όροι της εν λόγω καταργηθείσας ΣΣΕ, προέκυψε ότι κατέστησαν ατομικοί όροι της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, κατά τους βάσιμους περί τούτου ισχυρισμούς του. Η συμφωνία αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ και κατά την κατάρτιση της δεύτερης σύμβασης του ενάγοντος, στις 04.09.2017, επιπλέον δε από την 01.10.2017 ίσχυσε και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Ναυπηγοεπισκευαστικών Εργασιών για τις εργασίες που γίνονται σε πλοία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πλωτά και μη μέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά, που υπέγραψε η εναγόμενη με το Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Αττικής, με την οποία το ημερομίσθιο για την ειδικότητα του ενάγοντος, οριζόταν επίσης σε 96 ευρώ. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω ΣΣΕ, η οποία, όπως συνομολογείται, τυγχάνει εφαρμογής επί της δεύτερης σύμβασης του ενάγοντος, που διήρκεσε έως τις 29.12.2017, η ισχύς της αρχίζει από την ημέρα της υπογραφής της και τελειώνει μόνο με την υπογραφή νέας. Κατά τη διάρκεια δε της δεύτερης σύμβασης του ενάγοντος, υπεγράφη και η από 8-11-2017 ΣΣΕ, που υπέγραψε η ως άνω Συνδικαλιστική οργάνωση, της οποίας ο ενάγων είναι µέλος, δηλ. το Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Αττικής µε τον ……………….  του οποίου είναι µέλος η εναγόμενη, ήτοι η ‘’Συλλογική Σύµβαση Ναυπηγοεπισκευαστικών Εργασιών 2018 για εργασίες που γίνονται σε πλοία και πλωτά µέσα, είτε αυτά βρίσκονται στη θάλασσα είτε στην ξηρά, για το διάστηµα από 08.11.2017 έως 31.12.2018’’, η οποία είναι κλαδική και µε την οποία το ηµεροµίσθιο για την ειδικότητα του ενάγοντος ορίστηκε σε 87 ευρώ. Από τις προσκομιζόμενες αναγγελίες πρόσληψης του ενάγοντος, τις οποίες επικαλείται η εναγόμενη, προκύπτει ότι αυτός, από την τρίτη σύµβαση (03.01.2018) και µετά, αμοιβόταν με τις χαμηλότερες ως άνω αποδοχές. Αυτή, ωστόσο, η τροποποίηση της αρχικής συµφωνίας για αµοιβή µε το ποσό των 87 ευρώ (που καθόρισε ως ημερομίσθιο η κλαδική ΣΣΕ) αντί των 96 ευρώ (που όριζε ως ημερομίσθιο η επιχειρησιακή), δεν είναι έγκυρη, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κι αυτό διότι, σύμφωνα και με προαναφερθέντα στη σχετική (υπό στοιχείο Ι) μείζονα σκέψη, οι συµφωνηθείσεις µε την εν λόγω τροποποίηση χαµηλότερες αποδοχές της αρχικής σύµβασης ανέρχονταν σε χαµηλότερα όρια από τα προβλεπόµενα ελάχιστα όρια της επιχειρησιακής σύµβασης, η οποία δέσµευε τους διαδίκους ταυτόχρονα µε την ως άνω κλαδική. Κατά την επίδικη δε περίοδο, σε περίπτωση συρροής κλαδικής και επιχειρησιακής ΣΣΕ, ρύθµισης δηλ. του ίδιου θέµατος και από τις δύο ΣΣΕ, ίσχυε η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 5 του Ν. 4024/2011, σύµφωνα µε την οποία ‘’όσο διαρκεί η εφαρµογή του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής η επιχειρησιακή συλλογική σύµβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής µε κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων…’’. Κατά το διάστημα αυτό (μεσοπρόθεσμο) ήτοι έως τις 20.8.2018, υπερίσχυε η επιχειρησιακή ΣΣΕ, ακόμη κι όταν περιείχε όρους δυσμενέστερους της κλαδικής ΣΣΕ, εισάγοντας έτσι εξαίρεση από την αρχή της εύνοιας, που ίσχυε έως τότε σε περίπτωση συρροής κλαδικής με επιχειρησιακή ΣΣΕ (άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Σημειώνεται δε ότι δεν συντρέχει περίπτωση διαδοχής αλλά συρροής ΣΣΕ στην ένδικη υπόθεση, διότι πρόκειται για συλλογικές ρυθμίσεις διαφορετικού είδους και πεδίου ισχύος. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης, τον οποίο επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της (υπό στοιχείο Β΄) έφεσής της, ότι και η από 01.10.2017 ΣΣΕ, παρότι τιτλοφορείται ως επιχειρησιακή, ήταν κλαδική, όπως και η από 08.11.2017, οπότε υφίσταται διαδοχή αυτών, δεν κρίνεται πειστικός αφού, όπως η ίδια παραδέχεται, αφενός μεν στην εν λόγω ΣΣΕ (από 01.10.2017) αναφέρεται ρητά ότι είναι επιχειρησιακή, αφετέρου δε στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκαν η εναγόμενη, διά του νομίμου εκπροσώπου της, με το Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου. Δεν είναι άλλωστε λογικό, αν η από 01.10.2017 ΣΣΕ ήταν κλαδική και όχι επιχειρησιακή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, ένα μήνα περίπου μετά, να συναφθεί νέα επίσης κλαδική ΣΣΕ (η από 08.11.2017). Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε την εργασία του στην εναγόμενη τις καθημερινές, καθώς και κάποια Σάββατα και Κυριακές, ενώ πραγματοποίησε και ορισμένες υπερωρίες, όπως ειδικότερα θα αναφερθούν παρακάτω, προκύπτουν δε από τις καταστάσεις που τηρεί η εναγόμενη, σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρουν οι μάρτυρες ………. και ………… στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίοι ήταν συνάδελφοι του ενάγοντος και εργάζονταν μαζί με αυτόν. Δεν αποδείχθηκε, όμως, η καθημερινή υπερωριακή απασχόλησή του ενάγοντος, ούτε η σταθερή εργασία του όλα τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες, όπως υποστηρίζει στην αγωγή του και μάλιστα με τα ωράρια που επικαλείται σε αυτήν (14 ώρες ημερησίως), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του, που προβάλλει με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, ως αβάσιμων. Ο μάρτυρας απόδειξης αναφέρει μεν ότι, κατά τις επισκέψεις του ως Προέδρος των εργαζομένων του Συνδικάτου Μετάλλου, στον χώρο εργασίας του ενάγοντος, ήτοι σε κάποιο καράβι που γινόταν επισκευές, τον έχει δει να εργάζεται υπερωριακά, καθώς και κάποια Σάββατα και Κυριακές (γεγονός άλλωστε που δεν αρνείται κι η εναγόμενη), αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει αν εργάστηκε όλα τα Σαββατοκύριακα, τον αριθμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησής του, ούτε αν αυτή ήταν καθημερινή. Ειδικότερα, προέκυψε ότι ο ενάγων, δικαιούται, µε βάση τις παραπάνω συλλογικές συµβάσεις εργασίας, για την εργασία που παρείχε στην εναγόμενη τα κάτωθι ποσά: 1) Για ημερομίσθια: α) Κατά τη διάρκεια της πρώτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που εργάστηκε 162 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 15.552  (96 € Χ 162), β) κατά τη διάρκεια της δεύτερης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που εργάστηκε 82 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 7.872 € (96 € Χ 82), γ) κατά τη διάρκεια της τρίτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που εργάστηκε 62 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 5.952 € (96 € Χ 62), δ) κατά τη διάρκεια της τέταρτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που εργάστηκε 54 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 5.184 € (96 € Χ 54), ε) κατά τη διάρκεια της πέμπτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που εργάστηκε 40 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 3.840 € (96 € Χ 40) και στ) κατά τη διάρκεια της έκτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που εργάστηκε 133 καθημερινές, το συνολικό ποσό των 12.768 € (96 € Χ 133), συνολικά δηλ. για την αιτία αυτή δικαιούται το ποσό των (15.552 + 7.872 + 5.952 + 5.184 + 3.840 + 12.768=) 51.168 ευρώ. 2) Για το έκτο ηµεροµίσθιο για κάθε εβδοµάδα εργασίας 5 ηµερών: α) Κατά τη διάρκεια της πρώτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που ο ενάγων εργάστηκε επί 33,24 εβδοµάδες, το συνολικό ποσό των 3.191.04 € (96 € Χ 33,24), β) κατά τη διάρκεια της δεύτερης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που ο ενάγων εργάστηκε επί 16,55 εβδοµάδες, το συνολικό ποσό των 1.588,8 € (96 € Χ 16,55), γ) κατά τη διάρκεια της τρίτης ως άνω σύμβασης εργασίας του, που ο ενάγων εργάστηκε επί 12,7 εβδοµάδες, το συνολικό ποσό των 1.219,2 € (96 € Χ 12,7), δ) κατά τη διάρκεια της τέταρτης ως άνω σύµβασης εργασίας του, που ο ενάγων εργάστηκε επί 10,84 εβδοµάδες, το συνολικό ποσό των 1.040,64 € (96 € Χ 10,84), ε) κατά τη διάρκεια της πέµπτης ως άνω σύµβασης εργασίας του, που ο ενάγων εργάστηκε επί 8,42 εβδοµάδες, το συνολικό ποσό των 808,32 € (96 € Χ 8,42) και στ) κατά τη διάρκεια της έκτης ως άνω σύµβασης εργασίας του, που ο ενάγων εργάστηκε επί 27,39 εβδοµάδες, το συνολικό ποσό των 2.629,44 € (96 € Χ 27,39), συνολικά δηλ. για την αιτία αυτή δικαιούται το ποσό των (3.191,04 + 1.588,8 + 1.219,2 + 1.040,64 + 808,32 + 2.629,44=) 10.477,44 ευρώ. 3) Για την αµοιβή της εργασίας του κατά την ηµέρα του Σαββάτου, δεδοµένου ότι εργάστηκε κατά το Σάββατο της 10.12.2016 για 6 ώρες, της 17.12.2016 για 6 ώρες, της 23.09.2017 για 7 ώρες, της 30.09.2017 για 7 ώρες, της 07.10.2017 για 14 ώρες, της 14.10.2017 για 7 ώρες, της 21.10.2017 για 10 ώρες, της 04.11.2017 για 7 ώρες, της 11.11.2017 για 7 ώρες, της 17.02.2018 για 5 ώρες, της 28.04.2018 για 6 ώρες, της 19.05.2018 για 7 ώρες, της 02.06.2018 για 6 ώρες, της 16.06.2018 για 6 ώρες, της 25.05.2019 για 8 ώρες, της 01.06.2019 για 7 ώρες, τα οποία συνοµολογεί και η εναγόμενη και συνολικά για 116 ώρες, δικαιούται το ποσό των [(96 € ηµεροµίσθιο Χ 6 ηµ.= 576 € διά 35 ώρες = 16,45 € αξία ωροµισθίου + 100% προσαύξηση=) 32.9 € Χ 116 ώρες=] 3.816,4 ευρώ. 4) Για την αµοιβή της εργασίας του κατά την ηµέρα της Κυριακής, δεδοµένου ότι εργάστηκε κατά τις Κυριακές της 11.12.2016 για 6 ώρες, της 18.12.2016 για 6 ώρες, της 24.09.2017 για 7 ώρες, της 08.10.2017 για 14 ώρες, της 15.10.2017 για 7 ώρες, της 22.10.2017 για 2 ώρες, της 29.10.2017 για 14 ώρες, της 05.11.2017 για 7 ώρες, της 29.04.2018 για 6 ώρες, της 20.05.2018 για 7 ώρες, της 03.06.2018 για 6 ώρες, της 14.04.2019 για 13 ώρες, της 19.05.2019 για 3 ώρες, τα οποία συνομολογεί και η εναγόμενη και συνολικά για 98 ώρες, δικαιούται το ποσό των [(16,45 αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση =) 32,9 € Χ 98 ώρες=] 3.224,2 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι εργάστηκε σε αργίες, οπότε το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. 5) Για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, δεδομένου ότι ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά: α) Κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης εργασίας του, κατά 7 ώρες και ειδικότερα κατά 1 ώρα την 12.12.2016, 3 ώρες την 13.12.206 και 3 ώρες την 14.12.2016, β) κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύμβασης εργασίας του κατά 21 ώρες και ειδικότερα 3 ώρες την 17.10.2017, 3 ώρες την 18.10.2017, 3 ώρες την 19.10.2017, 3 ώρες την 25.10.2017, 3 ώρες την 26.10.2017, 3 ώρες την 27.10.2017, 3 ώρες την 03.11.2017 (χωρίς να συνυπολογίζονται 7 ώρες υπερωρίας στις 25.09.2017 και 5 ώρες υπερωρίας στις 26.09.2017, που αποδείχθηκε ότι εργάστηκε ο ενάγων, τις οποίες, όμως, δεν περιλαμβάνει στο σχετικό αίτημά του, κατ’ άρθρο 106 ΚΠoλΔ), γ) κατά τη διάρκεια της τρίτης σύμβασης εργασίας του αποδείχθηκε ότι εργάστηκε υπερωριακά κατά 7,5 ώρες την 15.02.2018, 9,5 ώρες την 16.02.2018, 7 ώρες την 21.03.2018, 7 ώρες την 22.03.2018, 7 ώρες την 23.03.2018, η αμοιβή για τις οποίες δεν θα επιδικαστεί στον ενάγοντα, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στο κρινόμενο αίτημά του για αμοιβή καθημερινής υπερωριακής εργασίας, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ, δ) κατά τη διάρκεια της τέταρτης σύμβασης εργασίας του (εργάστηκε υπερωριακά) κατά 52 ώρες και ειδικότερα κατά 3 ώρες την 24.04.2018, 3 ώρες την 26.04.2018, 2 ώρες την 27.04.2018, 1,5 ώρες την 30.04.2018, 3 ώρες την 03.05.2018, 1 ώρα την 04.05.2018, 3 ώρες την 07.05.2018, 3 ώρες την 08.052018, 3 ώρες την 11.05.2018, 3 ώρες την 14.05.2018, 3 ώρες την 15.05.2018, 1 ώρα την 18.05.2018, 7 ώρες την 21.05.2018, 7 ώρες την 14.06.2018 και 8 ώρες την 15.06.2018 και ε) κατά τη διάρκεια της έκτης σύμβασης εργασίας του κατά 151 ώρες και ειδικότερα κατά 7 ώρες την 01.04.2019, 7 ώρες την 02.04.2019, 1 ώρα την 03.04.2019, 7 ώρες την 04.04.2019, 7 ώρες την 05.04.2019, 7 ώρες την 08.04.2019, 7 ώρες την 09.04.2019, 10 ώρες την 11.04.2019 (ο ενάγων όμως αναφέρει ότι εργάστηκε επί 8 ώρες, το οποίο και θα ληφθεί υπόψη, κατ’ άρθρo 106 ΚΠολΔ), 3 ώρες την 15.04.2019, 7 ώρες την 16.04.2019, 7 ώρες την 17.04.2019, 7 ώρες την 19.04.2019, 16,5 ώρες την 20.05.2019 (ο ενάγων όμως αναφέρει στην αγωγή του ότι εργάστηκε επί 8 ώρες, το οποίο και θα ληφθεί υπόψη, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ), 17 ώρες την 21.05.2019 (ο ενάγων όμως αναφέρει στην αγωγή του ότι εργάστηκε επί 8 ώρες, το οποίο και θα ληφθεί υπόψη, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ), 4 ώρες την 22.05.2019, 2 ώρες την 28.05.2019, 3 ώρες την 31.05.2019, 3 ώρες την 03.06.2019,3 ώρες την 04.06.2019, 3 ώρες την 05.06.2019, 9 ώρες την 19.06.2019 (ο ίδιος όμως αναφέρει στην αγωγή του ότι εργάστηκε επί 8 ώρες, το οποίο και θα ληφθεί υπόψη, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ), 1 ώρα την 25.06.2019, 3 ώρες την 09.07.2019, 6 ώρες την 10.07.2019, 9 ώρες την 11.07.2019, 9 ώρες την 12.07.2019 και συνολικά (7+ 21 + 52 + 151=) 231 ώρες, που συνομολογεί η εναγόμενη, για τις οποίες έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των [(16,45 € αξία ωρομισθίου + 100% προσαύξηση=) 32,9 € Χ 231 ώρες=] 7.599,9 ευρώ. 6) Για αργίες που δεν εργάστηκε, τις οποίες προβλέπει η ως άνω εφαρμοστέα ΣΣΕ, για τις οποίες δικαιούται ένα ημερομίσθιο, χωρίς να παρέχει την εργασία του, δεδομένου ότι δεν εργάστηκε την 25.12.2016 (παρόλο που ο ενάγων περιλαμβάνει τη συγκεκριμένη ημέρα στο αιτούμενο κονδύλιο για τις Κυριακές και όχι σε αυτό των αργιών), 25.03.2017, 17.04.2017 (Δευτέρα του Πάσχα), 01.05.2017 (Πρωτομαγιά), 28.10.2017 (παρόλο που ο ενάγων περιλαμβάνει την ημέρα αυτή στο αιτούμενο κονδύλιο για τα Σάββατα που εργάστηκε, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι εργαζόταν την ημέρα αυτή), 06.12.2017 (Αγίου Νικολάου), 25.12.2017 (Χριστούγεννα), 25.03.2018, 01.05.2018 (που ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν, το οποίο, όμως, δεν αποδείχθηκε), 06.12.2018 (Αγίου Νικολάου), 25.12.2018 (Χριστούγεννα), 25.03.2019, 29.04.2019 (Δευτέρα του Πάσχα) και την 01.05.2019 (Πρωτομαγιά) και συνολικά για 14 ημέρες για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (96 € Χ 14 =) 1.344 ευρώ. 7) Για επιδόματα εορτών, ο ενάγων δικαιούται: α) Για δώρο Χριστουγέννων 2016, [(σύνολο ημερών 25 διά 19 ημέρες =)1,31 Χ 2 ημερομίσθια = 2.62 ημερομίσθια Χ 96 €= 251,52 € Χ 1,04166 για την προσαύξηση της αναλογίας επιδόματος αδείας =] 261,99 €, β) για δώρο Πάσχα 2017, δεδομένου ότι εργάστηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 01.10.2016 έως 30.04.2017, το ισόποσο 15 ημερομισθίων (96 € Χ 15 =) 1.440 € Χ 1,04166 = 1.499,99 €, γ) για δώρο Χριστουγέννων 2017, [(σύνολο ημερών 206 διά 19 ημέρες =) 10,84 Χ 2 ημερομίσθια = 21,68 ημερομίσθια Χ 96 €= 2.081,28 € Χ 1,04166 =] 2.167,98 €, δ) για δώρο Πάσχα 2018 [(96 € ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες=) 2.400 € Χ 1/2 Χ 1/15 Χ (108 ημέρες αναφoράς/8) 13,5 = 1.080 € Χ 1,04166 = ] 1.124,99 €, ε) για δώρο Χριστουγέννων 2018 [(σύνολο ημερών 115 διά 19 ημέρες =) 6,05 Χ 2 ημερομίσθια = 12,1 ημερομίσθια Χ 96 € = 1.161,6 € Χ 1,04166 =] 1.209,99 €, στ) για δώρο Πάσχα 2019, [(96 € ημερομίσθιο Χ 25 ημέρες=) 2.400 € Χ 1/2 Χ 1/15 Χ (119 ημέρες αναφοράς/8) 14,8175 = 1.190 € Χ 1,04166 =] 1.239,57 €, ζ) για δώρο Χριστουγέννων 2019, [(σύνολο ημερών 73 διά 19 ημέρες =) 3,84 X 2 ημερομίσθια = 7,68 ημερομίσθια Χ 96 €= 737,28 € Χ 1,04166 =] 767,99 €. Δηλαδή συνολικά για την παραπάνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των (261,99 + 1.499,99 + 2.167,98 + 1.124,99 + 1.209,99 + 1.239,57 + 767,99 =) 8.272,5 ευρώ. 8) Για αναλογία αποδοχών και επιδόματος αδείας: α) Για την πρώτη σύμβαση εργασίας, που διήρκεσε από 07.12.2016 – 28.07.2017, δικαιούται [96 € ημερομίσθιο Χ 2 ημερομίσθια ανά μήνα Χ (234 ημ. διά 30) 7,8 μήνες=] 1.497,6 € ως αποδοχές αδείας και 1.497,6 € ως επίδομα αδείας, β) για τη δεύτερη σύμβαση εργασίας, που διήρκεσε από 04.09.2017 – 29.12.2017, [96 € ημερομίσθιο Χ 2 ημερομίσθια ανά μήνα Χ (117 ημ. διά 30) 13,9 μήνες =] 748,8 € ως αποδοχές αδείας και 748,8 € ως επίδομα αδείας, γ) για την τρίτη σύμβαση εργασίας, που διήρκεσε από 03.01.2018 – 30.03.2018, [96 € ημερομίσθιο Χ 2 ημερομίσθια ανά μήνα Χ (87 ημ. διά 30) 2,9 μήνες =] 556,8 € ως αποδοχές αδείας και 556,8 € ως επίδομα αδείας, δ) για την τέταρτη σύμβαση εργασίας, που διήρκεσε από 10.04.2018 – 25.06.2018, [96 € ημερομίσθιο Χ 2 ημερομίσθια ανά μήνα Χ (77 ημ. διά 30) 2,56 μήνες =] 491,52 € ως απoδοχές αδείας και 491,52 € ως επίδομα αδείας, ε) για την πέμπτη σύμβαση εργασίας, που διήρκεσε από 31.10.2018 – 28.12.2018, [96 € ημερομίσθιο Χ 2 ημερομίσθια ανά μήνα Χ (59 ημ. διά 30) 1,96 μήνες =] 376,32 € ως αποδοχές αδείας και 376,32 € ως επίδομα αδείας και στ) για την έκτη σύμβαση εργασίας, που διήρκεσε από 02.01.2019- 12.07.2019, [96 € ημερομίσθιο Χ 2 ημερομίσθια ανά μήνα Χ (192 ημ. διά 30) 6,4 μήνες =] 1.228,8 € ως αποδοχές αδείας και 1.228,8 € ως επίδομα αδείας και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται (1.497,6 + 1.497,6 + 748,8 + 748,8 + 556,8 + 556,8 + 491,52 + 491,52 + 376,32 + 376,32 + 1.228,8 + 1.228,8=) 9.799,68 ευρώ. Ο ενάγων υποστηρίζει στον τέταρτο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (κακώς) απέρριψε το (6ο) κονδύλι της αγωγής του, σχετικά με την αμοιβή του για τις αργίες που δεν εργάστηκε, αλλά, σύμφωνα με την οικεία ΣΣΕ, δικαιούται το ημερομίσθιο. Εντούτοις, ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί, αφού, μεταξύ των επιδικασθέντων με την εκκαλουμένη απόφαση κονδυλίων, περιλαμβάνονται (υπό στοιχ. Ε) και τα ημερομίσθια του ενάγοντος (υπ΄αρ. 6 κονδύλιο στην παρούσα απόφαση), τα οποία, σύμφωνα με την ως άνω ΣΣΕ, δικαιούται κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην εναγόμενη για τις εν λόγω αργίες (25η Μαρτίου, Δευτέρα του Πάσχα, 1η Μαίου, 15η Αυγούστου, 28η Οκτωβρίου, 6η Δεκεμβρίου και 25η Δεκεμβρίου), παρότι δεν εργάστηκε. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε, καθώς δεν προέκυψε από κάποιο έγγραφο, ο δε μάρτυρας του ενάγοντος δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο περί τούτου, ότι ο ενάγων εκτέλεσε δεύτερη βάρδια, οπότε δεν δικαιούται σχετική προσαύξηση και συνεπώς απορριπτέο τυγχάνει το σχετικό (7ο) κονδύλι της αγωγής, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη. Το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά κατά τις προαναφερθείσες ημέρες για ορισμένες ώρες, όπως επίσης ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν σημαίνει ότι αυτός εκτέλεσε δεύτερη βάρδια, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της ως άνω έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα από τον ενάγοντα – εκκαλούντα, ως αβάσιμου. Τέλος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η εργασία του ενάγοντος κατά τα Σάββατα, Κυριακές καθώς και η υπερωριακή του απασχόληση δεν ήταν τακτική και σταθερή, αλλά περιστασιακή, οπότε ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του την αμοιβή του για την εργασία του κάποιες από τις ημέρες αυτές καθώς και την αναλογία της υπερωριακής εργασίας του (βλ. σχετ. Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 274/2015, ΑΠ 45/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου, επίσης, του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος, που προβάλει με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, ως αβάσιμου. Εξάλλου, δεν συνυπολογίστηκε στις αποδοχές του ενάγοντος κατά τον υπολογισμό της αμοιβής του για τα Σάββατα, τις Κυριακές, τις υπερωρίες, την αποζημίωση αδείας, το επίδομα εορτών και το επίδομα αδείας, η προσαύξηση της αναλογίας του έκτου ημερομισθίου. Κι αυτό διότι, ως ημερομίσθιο για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας, αλλά και της αποζημίωσης αδείας του μισθωτού, νοείται το 1/6 του εβδομαδιαίου μισθού του και όχι, όπως εσφαλμένα το υπολογίζει ο ενάγων, το ημερομίσθιο που προκύπτει με την προσθήκη της αναλογίας του έκτου ημερομίσθιου που οφείλεται στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, αφού το ημερομίσθιο αυτό εξακολουθεί πλασματικά να αποτελεί ημερομίσθιο της έκτης ημέρας, που πλασματικά επίσης θεωρείται εργάσιμη, καθώς με διαφορετική εκδοχή ο εργαζόμενος με σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και αμειβόμενος με ημερομίσθιο θα κατέληγε να λαμβάνει για επιδόματα εορτών και αδείας ποσά σημαντικά υψηλότερα από τον πραγματικά εργαζόμενο έξι ημέρες την εβδομάδα και η διαφοροποίηση αυτή εκτός του ότι δεν ανακύπτει στους αμειβόμενους με μισθό, αντιστρατεύεται και την αρχή ότι το επίδομα Χριστουγέννων αντιστοιχεί κατά βάση στις αποδοχές ενός μήνα, ενώ τα λοιπά επιδόματα στις αποδοχές μισού μήνα (Εφ.Πειρ.(Μον). 431/2016, Εφ.Πειρ.(Μον). 849/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, ο ενάγων δικαιούται για τις προαναφερθείσες αναλυτικά αιτίες, συνολικά το ποσό των 95.702,12 ευρώ (51.168 + 10.477,44 + 3.816,4 + 3.224,2 + 7.599,9 + 1.344 + 8.272,5 + 9.799,68 € ). Έχει λάβει ωστόσο, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του σε συνδυασμό με τις πρωτόδικες προτάσεις του, το συνολικό ποσό των 59.998,43 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το ως άνω ποσό που του οφείλει η εναγόμενη, καταλογιζόμενο, ελλείψει σχετικής επιλογής του οφειλέτη ή συμφωνίας μεταξύ αυτού και του δανειστή και εφόσον πρόκειται για ληξιπρόθεσμα ίσης ασφάλειας και εξίσου επαχθή χρέη, στα αρχαιότερα εξ αυτών, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και στην οικεία (υπό στοιχείο ΙΙ) μείζονα σκέψη. Συγκεκριμένα, θα καταλογιστεί στα οφειλόμενα στον ενάγοντα ποσά: 1) Για τα ημερομίσθια των πρώτων τεσσάρων (α,β,γ,δ) διαστημάτων εργασίας του, ήτοι (15.552 + 7.872 + 5.952 + 5.184 =) 34.560 ευρώ. 2) Για το έκτο ημερομίσθιο των πρώτων τεσσάρων (α,β,γ,δ) διαστημάτων εργασίας του, ήτοι (3.191,04 + 1.588,8 + 1.219,2 + 1.040,64 =) 7.039.68 ευρώ. 3) Για την αμοιβή του για την εργασία του τα Σάββατα των πρώτων τεσσάρων (α,β,γ,δ) διαστημάτων εργασίας του (μέχρι και  το Σάββατο 16.06.2018), ήτοι (101 ώρες Χ 32,9 € =) 3.322,9 ευρώ. 4) Για την αμοιβή του για την εργασία του τις Κυριακές των πρώτων τεσσάρων (α,β,γ,δ) διαστημάτων εργασίας του (μέχρι και την Κυριακή 03.06.2018), ήτοι (82 ώρες Χ 32,9 €=) 2.697,8 ευρώ. 5) Για την αμοιβή του για υπερωριακή εργασία των πρώτων δύο (α,β) διαστημάτων της εργασίας του [(7+21)=28 ώρες] και από την πρώτη ώρα της πρώτης ημέρας του τέταρτου (δ) διαστήματος, ήτοι την 24.04.2018 (κατά την οποία εργάστηκε υπερωριακά 3 ώρες) 27,05 ευρώ, ήτοι συνολικά (28 ώρες Χ 32,9 €=) 921,2 + 27,5 = 948,7 ευρώ. 6) Για την αμοιβή του για τις αργίες των πρώτων τριών (α,β,γ) διαστημάτων της εργασίας του (μέχρι και 25.03.2018), ήτοι (8 ημέρες Χ 96 €=) 768 ευρώ. 7) Για τα επιδόματα εορτών των πρώτων τριών (α,β,γ) διαστημάτων εργασίας του (έως και το δώρο Πάσχα 2018), ήτοι συνολικά 5.054,95 ευρώ. 8) Για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας των πρώτων τριών (α,β,γ) διαστημάτων εργασίας του, ήτοι συνολικά 5.606,4 ευρώ. Επομένως, η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα, τα υπόλοιπα ως άνω επιδικασθέντα κονδύλια συνολικού ποσού (95.702,12 – 59.998,43 =) 35.703,69 ευρώ και συγκεκριμένα: 1) Για τα ημερομίσθια των δύο τελευταίων (ε και στ) διαστημάτων εργασίας του, ήτοι (3.840 + 12.768 =) 16.608 ευρώ. 2) Για το έκτο ημερομίσθιο των δύο τελευταίων (ε και στ) διαστημάτων εργασίας του, ήτοι (808,32 + 2.629,44 =) 3.437,76 ευρώ. 3) Για την αμοιβή του για την εργασία του τα Σάββατα των δύο τελευταίων (ε και στ) διαστημάτων εργασίας του (25.05.2019 και 01.6.2019) ήτοι (15 ώρες Χ 32,9 € =) 493,5 ευρώ. 4) Για την αμοιβή του για την εργασία του τις Κυριακές των δύο τελευταίων (ε και στ) διαστημάτων εργασίας του (14.04.2019 και 19.05.2019), ήτοι (16 ώρες Χ 32,9 € =) 526,4 ευρώ. 5) Για την αμοιβή του για υπερωριακή εργασία δύο ωρών από την 24.04.2018 και υπόλοιπο 5,4 ευρώ από την πρώτη ώρα της ίδιας ημέρας, καθώς και τις υπόλοιπες 51 ώρες υπερωριακής εργασίας που πραγματοποίησε κατά το τέταρτο (δ) διάστημα της εργασίας του και 151 ώρες υπερωριακής εργασίας που πραγματοποίησε κατά το έκτο (στ) και τελευταίο διάστημα της εργασίας του, ήτοι (202 ώρες Χ 32,9 € =) 6.645,8 + 5,4 = 6.651,2 ευρώ. 6) Για την αμοιβή του για τις αργίες των δύο τελευταίων (ε και στ) διαστημάτων εργασίας του (από την 01.5.2018 και μετά), ήτοι (6 ημέρες Χ 96 €=) 576 ευρώ. 7) Για τα επιδόματα εορτών των τριών τελευταίων (δ, ε και στ) διαστημάτων της εργασίας του, ήτοι δώρο Χριστουγέννων 2018, δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων 2019 (1.209,99 + 1.239,57 + 767,99 =) 3.217,55 ευρώ και 8) για τις αποδοχές και επιδόματα αδείας των τριών τελευταίων (δ, ε και στ) διαστημάτων εργασίας του, ήτοι συνολικά 4.193,28 ευρώ. Η εναγόμενη επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Β΄) έφεσής της, την ένσταση συμψηφισμού που είχε προβάλλει με τις πρωτόδικες προτάσεις της, σχετικά με τα εκεί αναφερόμενα ποσά και η οποία απορρίφθηκε σιγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ωστόσο, δεν υπόκεινται σε συμψηφισμό προς απαίτηση του εργοδότη, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρθρο 664 ΑΚ, οι δεδουλευμένες αποδοχές, οι αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, τα δώρα εορτών καθώς και κάθε αμοιβή για εργασία που παρέχει σε εκτέλεση έγκυρης σύμβασης, καθώς και η αμοιβή του εργαζόμενου από παρασχεθείσα, υπερωριακή εργασία, συμπεριλαμβανόμενη στην έννοια του, τεκμαιρόμενου ως αναγκαίου για τη διατροφή του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, μισθού, εκτός αν συντρέχει η εξαιρετική περίπτωση της προέλευσης της απαίτησης του (εργοδότη) από ζημία προκληθείσα εκ δόλου του εργαζόμενου κατά την εκτέλεση της εργασίας του, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΑΠ 1370/2021, ΑΠ 358/2020, ΑΠ 875/2018, ΑΠ 1269/2005, Εφ.Αθ. 2037/2022, Εφ.Θεσ. 2536/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οπότε η προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση συμψηφισμού δεν είναι νόμιμη και συνεπώς ο ανωτέρω λόγος της έφεσής της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Eξάλλου, η εναγόμενη παραπονείται με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε ως αόριστη την ένσταση περί (ολικής) εξόφλησης των αγωγικών αξιώσεων, που επίσης πρόβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, παραθέτοντας σε αυτές τις επιμέρους καταβολές στις οποίες προέβη (στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και συγγενικών του προσώπων) και τις αντίστοιχες ημερομηνίες που έλαβαν χώρα, χωρίς, όμως, αναφορά της αιτίας για την οποία το κάθε επιμέρους ποσό καταβλήθηκε. Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην οικεία (υπό στοιχείο ΙΙΙ) μείζονα σκέψη, απαραίτητο για το ορισμένο της ένστασης εξόφλησης που προβάλλει ο εργοδότης – εναγόμενος και αφορά στις οφειλόμενες από αυτόν αποδοχές του εργαζόμενου – ενάγοντος. Η εν λόγω έλλειψη απαραδέκτως επιχειρείται, το πρώτον, να θεραπευθεί με τις ενώπιον του παρόντος (δευτεροβάθμιου) Δικαστηρίου προτάσεις της εναγόμενης, ενώ επίσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή στα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως κι αυτός ο λόγος της (Β΄) έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακόμη, η εναγόμενη  ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική, ως αντιτιθέμενη στις αρχές της καλής  πίστης, διότι, κατά την διάρκεια της υπερδιετούς εργασιακής τους σχέσης, ο ενάγων ουδέποτε παραπονέθηκε, ενώ επιπλέον υπέγραψε και εξοφλητική δήλωση κατά τη λύση της συνεργασίας τους. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι αληθή υποτιθέμενα τα παραπάνω επικαλούμενα από την εναγόμενη περιστατικά δεν στοιχειοθετούν, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, την καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος. Ειδικότερα, δεν υφίσταται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αξίωσης δεδουλευμένων αποδοχών, όταν ο εργαζόμενος δεν διατυπώνει διαμαρτυρία για τις μικρότερες αποδοχές του, καθόσον έχει συμφέρον να μη διαταράξει την εργασιακή του σχέση, ούτε συνιστά παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών του, η απλή δήλωση επί των εξοφλητικών αποδείξεων ότι δεν έχει καμιά αξίωση κατά του εργοδότη (ΑΠ 139/2010, Eφ.Αθ. 6363/2007, Εφ.Αθ.(Μον). 258/2022, Εφ.Πειρ.(Μον). 396/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απορριπτέο, επίσης, τυγχάνει το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημα της εναγόμενης περί επιβολής στον ενάγοντα χρηματικής ποινής κατ΄ άρθρο 205 ΚΠολΔ, καθώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου σχετικό (πρώτο) λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β΄ έφεση κατ΄ ουσία και να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ έφεση και ως βάσιμη κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί (καθώς στα καταψηφιστικά αιτήματα της αγωγής καταλογίστηκαν οι ανωτέρω καταβολές, οπότε αυτά έχουν ήδη εξοφληθεί), ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 35.703,69 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο ως εξής: ως προς την αμοιβή για τα ημερομίσθια, το έκτο ημερομίσθιο,  την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, την υπερωριακή εργασία και τις αργίες, από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα κατά τον οποίο ο μισθωτός παρείχε την εργασία του, ως προς το επίδομα Χριστουγέννων, από την επόμενη της 31ης Δεκεμβρίου του οικείου έτους και το επίδοµα Πάσχα, από την επόμενη της 30ης Απριλίου του οικείου έτους (άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ) και τέλος, ως προς τις αποδοχές και το επίδοµα άδειας, από την 1η Ιανουαρίου του επόµενου έτους στο οποίο αναφέρονται, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα της πρώτης (Α΄) έφεσης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου της δεύτερης (Β΄) έφεσης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα επίσης ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει: Α) την από 10.11.2022 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2022 έφεση και Β) την από 15.02.2023 και με Ε.Α.Κ. …../2023 έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό τους μέρος.

Απορρίπτει την από 15.02.2023 (υπό στοιχείο Β΄) έφεση κατ΄ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην ως άνω (Β΄) έφεση, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας αυτής, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την από 10.11.2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεση και ως προς το ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 2892/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

Κρατεί την από 08.07.2020 και με Ε.Α.Κ. …./2020 αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.

Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την  αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριανταπέντε χιλιάδων επτακοσίων τριών ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (35.703,69 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τις στο σκεπτικό αναφερόμενες, για τα επιμέρους ποσά, διακρίσεις.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος στην ως άνω (Α΄) έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 30 Αυγούστου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    H  ΓPAMMATEAΣ