Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 461/2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Αδικοπραξία. Επιδίκαση διαφυγόντων εισοδημάτων. Τραυματισμός του ενάγοντος, ο οποίος τον κατέστησε ανίκανο προς εργασία. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης, λόγω θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας, κατά την πρώτη αγωγή. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 929 εδ. α΄ ΑΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με το άρθρο 298 ΑΚ, προκύπτει ότι αυτός που υπέστη βλάβη στο σώμα του ή την υγεία του και, εξαιτίας τούτου, κατέστη ανίκανος για εργασία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον κατά νόμο υπόχρεο, ως αποζημίωση, και καθετί που στο μέλλον με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα κέρδιζε, αν δεν γινόταν, εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του, ανίκανος για εργασία. Επίσης, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι το δεδικασμένο, το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιδικάζει στον παθόντα αποζημίωση, δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη αποζημίωσης για διαφυγόντα από την ανικανότητα για εργασία κέρδη και για μεταγενέστερο χρόνο, σε σχέση με εκείνον της προηγούμενης αγωγής.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   461 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α΄ ΕΦΕΣΗ

Του  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθανασία Στάικου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Ατζέμη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 2) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (και όχι δημοσίου δικαίου, όπως εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στο εισαγωγικό του δικογράφου της Α΄ έφεσης), µε την επωνυµία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως ειδικού διαδόχου, υπεισελθόντος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της στις 21-9-2009, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ασπασία Αποστόλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Β΄ ΕΦΕΣΗ

Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: 1) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………..με ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ασπασία Αποστόλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………, και 2) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοφάνη Ατζέμη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο ΕΚΚΑΛΩΝ ΣΤΗΝ Α΄ ΕΦΕΣΗ  …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των εναγόμενων- εφεσίβλητων στην Α΄ έφεση, την από 11-10-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2021, αγωγή.

Επίσης, το ΕΚΚΑΛΟΥΝ στη Β΄ έφεση – δεύτερο εφεσίβλητο στην Α΄ έφεση – δεύτερο εναγόμενο στην ως άνω κύρια αγωγή Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των ……. και …….. – ήδη εφεσίβλητων στη Β΄ έφεση, την από 15-12-2021, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../2022, ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση μετά παρεμπίπτουσας αγωγής.

Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 3326/4-11-2022 οριστική απόφασή του, συνεκδικάζοντας τις ανωτέρω αγωγές κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), απέρριψε την κύρια αγωγή, ακολούθως δε και την παρεμπίπτουσα.

Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων της κύριας αγωγής, ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση – πρώτος εφεσίβλητος στη Β΄ έφεση, με την κρινόμενη από 1-12-2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/13-12-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../13-12-2022, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ….

Επίσης την ίδια απόφαση προσβάλλει το δεύτερο εναγόμενο στην κύρια αγωγή – παρεμπιπτόντως ενάγον, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο στην Α΄ έφεση – εκκαλούν στη Β΄ έφεση, με την κρινόμενη από 10-1-2023 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή του (επικουρική), απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./11-1-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./11-1-2023, προσδιορίστηκε επίσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. …..

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι εξής εφέσεις: Α) η από 1-12-2022 και με Ε.Α.Κ. ……/2022 και Β) η από 10-1-2023 και με Ε.Α.Κ. …./2023 (επικουρική), οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 3326/4-11-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325 και 331 ΚΠολΔ και 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης, λόγω θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας, κατά την πρώτη αγωγή (ΑΠ 735/2021, ΑΠ 485/2021, ΑΠ 210/2020, ΑΠ 637/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση, ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται, και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ) και εμμέσως (άρθρο 331 ίδιου Κώδικα), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν έχει εισαχθεί σε δίκη και, συνακόλουθα, δεν κρίθηκε (ΑΠ 485/2021, ΑΠ 210/2020, ΑΠ 637/2017 ο.π., ΑΠ 790/2015, ΑΠ 1126/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 929 εδ. α΄ ΑΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με το άρθρο 298 ΑΚ, προκύπτει ότι αυτός που υπέστη βλάβη στο σώμα του ή την υγεία του και, εξαιτίας τούτου, κατέστη ανίκανος για εργασία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον κατά νόμο υπόχρεο, ως αποζημίωση, και καθετί που στο μέλλον με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα κέρδιζε, αν δεν γινόταν, εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του, ανίκανος για εργασία (ΑΠ 637/2017 ο.π., ΑΠ 938/2010, ΑΠ 426/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι το δεδικασμένο, το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιδικάζει στον παθόντα αποζημίωση, δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη αποζημίωσης για διαφυγόντα από την ανικανότητα για εργασία κέρδη και για μεταγενέστερο χρόνο, σε σχέση με εκείνον της προηγούμενης αγωγής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΑΠ 735/2021, ΑΠ 637/2017 ο.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων ………. – ήδη εκκαλών στην πρώτη (Α΄) έφεση, εξέθετε στην ως άνω από 11-10-2021 (κύρια) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, κατά το τροχαίο ατύχημα που προκλήθηκε κατά το χρόνο, τόπο και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου – ήδη πρώτου εφεσίβλητου στην ανωτέρω (Α΄) έφεση, οδηγού και συνιδιοκτήτη του υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….», στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε το δεύτερο εναγόμενο – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο στην Α΄ έφεση και εκκαλούν στη Β΄ (επικουρική) έφεση, Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», ως ειδικός διάδοχος αυτής, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, υπέστη, ως συνεπιβάτης του συγκρουσθέντος με το ανωτέρω αυτοκίνητο, υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……… δίκυκλου μοτοποδηλάτου, σοβαρό τραυματισμό. Ότι, ένεκα του τραυματισμού του αυτού, κατέστη πλήρως και για όλη τη διάρκεια της ζωής του, ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος που ασκούσε πριν από το ατύχημα, κατόπιν αιφνίδιας και απρόβλεπτης μεταγενέστερης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, τα παραπάνω έχουν κριθεί, με δύναμη δεδικασμένου, με τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο, εκδοθείσες επί προηγούμενων αγωγών του, δικαστικές αποφάσεις. Ζητούσε ακολούθως ο ενάγων, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (που έλαβε χώρα με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, εφάπαξ, άλλως, επικουρικά, σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, όπως αυτές εξειδικεύονται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 701.712,84 ευρώ, ως περαιτέρω αποζημίωση για την αποκατάσταση της μέλλουσας περιουσιακής αποθετικής ζημίας του, συνισταμένης στην απώλεια των εισοδημάτων (από μισθούς, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2020 έως 2028, και συντάξεων, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2029, οπότε θα είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, έως 2049), τα οποία θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν είχε επέλθει ο τραυματισμός του στο επίμαχο ατύχημα και συνέχιζε την άσκηση του ως άνω επαγγέλματός του.

Επίσης το δεύτερο εναγόμενο στην ανωτέρω κύρια αγωγή Ν.Π.Ι.Δ. (Επικουρικό Κεφάλαιο), εξέθετε στην ως άνω από 15-12-2022 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση με την ενωμένη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή του, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, κατά των ………. και …….. – ήδη εφεσίβλητων στη Β΄ έφεση, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη του αναφερόμενου στην κύρια αγωγή ζημιογόνου οχήματος (με αρ. κυκλοφ. ………..), καθώς, κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήµατος, ο πρώτος παρεµπιπτόντως εναγόµενος, συγκύριος του ως άνω ασφαλισµένου οχήµατος σε ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου και προστηθείς στην οδήγηση αυτού από τον δεύτερο προσεπικαλούµενο – παρεµπιπτόντως εναγόµενο, συγκύριο αυτού σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύµατος κατά παράβαση του ΚΟΚ, γεγονός που γνώριζε, άλλως είχε αποδεχθεί, ο δεύτερος παρεµπιπτόντως εναγόµενος και το οποίο συνετέλεσε στην πρόκληση του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος. Ζητούσε, ακολούθως (το παρεμπιπτόντως ενάγον), κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (που έλαβε χώρα με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), να αναγνωριστεί η υποχρέωση των παρεμπιπτόντως εναγόμενων να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής αυτού.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3326/2022) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε ότι είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο (κατά παρέκταση) αρμόδιο, συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), απέρριψε την κύρια αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο αυτής (Επικουρικό Κεφάλαιο), ως απαράδεκτη, διότι δεν προηγήθηκε η οριζόμενη στο άρθρο 19 παρ. 8 Π.Δ. 237/1986 προδικασία, δεχόμενο ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων υπέβαλε, προ της άσκησης αυτής, έγγραφη αίτηση αποζημίωσης, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του, προς το τελευταίο. Στη συνέχεια, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο (πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, μετά την μετατροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο), την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, αφού  έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής και επιβολής προσωπικής κράτησης εις βάρος του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγόμενου, τα οποία, μετά την μετατροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, είναι μη νόμιμα, καθώς συνάδουν με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής, ακολούθως απέρριψε την, ασκηθείσα από το δεύτερο εναγόμενο, παρεμπίπτουσα αγωγή, καθώς, η τελευταία, κατόπιν της απόρριψης της κύριας αγωγής ως προς αυτό, κατέστη άνευ αντικειμένου.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται ο ενάγων της κύριας αγωγής – εκκαλών στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Επίσης, ασκήθηκε η υπό στοιχείο Β΄ (επικουρική) έφεση, ήτοι υπό την αίρεση ευδοκίμησης της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με την οποία το εκκαλούν αυτής (δεύτερο εναγόμενο της κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγον), ζητεί, σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή και εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή του, στο βαθμό που γίνει δεκτή η αγωγή του αντιδίκου του.

Με τον πρώτο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, ο ενάγων στην κύρια αγωγή – εκκαλών, παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή του ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης της προβλεπόμενης από το άρθρο 19 παρ.8 του Π.Δ. 237/1986 (όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την περ. δ του τέταρτου άρθρου του Ν. 4092/21212) προδικασίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη «Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή, μόνον αν ο ενάγων έχει υποβάλει προ της άσκησής της στο Επικουρικό Κεφάλαιο έγγραφη αίτηση αποζημίωσης με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Μετά τη λήψη της απάντησης του Επικουρικού Κεφαλαίου ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου». Σύµφωνα δε µε την (από 5-10-2012) αιτιολογική έκθεση επί της σχετικής τροπολογίας στο σχέδιο νόµου µε τις παραπάνω ρυθµίσεις «…γίνεται προσπάθεια να διασφαλισθεί η οµαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, επιχειρώντας να σταθµιστούν οι υποχρεώσεις του, χωρίς να διακινδυνεύει η οικονοµική του θέση, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου επικουρικού σκοπού του» (σελ. 1 της ανωτέρω αιτιολογικής έκθεσης). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε προκειµένου το Επικουρικό Κεφάλαιο, συνεκτιµώντας τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η απαίτηση του παθόντος από τροχαίο ατύχηµα να είναι σε θέση να σταθµίσει το ύψος της απαίτησης και να καθορίσει τον περαιτέρω διακανονισµό της ζηµίας, ώστε να αποφεύγονται επιπλέον επιβαρύνσεις µε τόκους και έξοδα. Στην ένδικη υπόθεση, η αξίωση αποζημίωσης του ενάγοντος (και τα αποδεικτικά αυτής έγγραφα), ήταν γνωστή στο δεύτερο εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο ήδη από τις προηγηθείσες της ένδικης πέντε (5) αγωγές. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν ισάριθμες τελεσίδικες αποφάσεις, με τις οποίες επιδικάστηκε στον ενάγοντα αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη (απωλεσθέντα εισοδήματα) αναφορικά με προηγούμενα χρονικά διαστήματα, καθώς το ατύχημα από το οποίο προκλήθηκε η ζημία συνέβη το έτος 2004, δηλ. πριν την ισχύ της ως άνω διάταξης με την οποία ορίστηκε η προαναφερθείσα προδικασία. Μάλιστα στην, αμέσως προηγούμενη της ένδικης, από 24-7-2014 αγωγή (επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 3356/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ακολούθησε, κατ΄ έφεση, η έκδοση της υπ΄αρ. 1/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, και, κατόπιν αναίρεσης της τελευταίας με την υπ΄αρ. 794/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, η υπ΄αρ. 427/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου), περιλαμβανόταν η αξίωση του ενάγοντος για διαφυγόντα εισοδήματα έως και τις 17-4-2028, οπότε θα συμπλήρωνε το 65ο έτος της ηλικίας του και θα συνταξιοδοτείτο. Πλην όμως, με την ως άνω απόφαση επιδικάστηκε αποζημίωση στον ενάγοντα για τα έτη 2017-2019, ενώ η αξίωση για το διάστημα πέραν του έτους 2019 (δηλ. για τα έτη 2020-2028, η οποία περιέχεται και στην ένδικη αγωγή) απορρίφθηκε ως προώρως ασκηθείσα. Παρά ταύτα και παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του ενάγοντος, διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, προς το δεύτερο εναγόμενο Ε.Κ. για τη συμβιβαστική διευθέτηση της διαφοράς και τον περαιτέρω διακανονισµό της ζηµίας, οι οποίες συνοδεύονταν και από πρόσφατα ιατρικά πιστοποιητικά και φωτογραφίες του ενάγοντος – εκκαλούντος (βλ. τα προσκομιζόμενα από αυτόν υπό στοιχ. Θ σχετικά έγγραφα), το τελευταίο δεν ανταποκρίθηκε. Σε κάθε περίπτωση, όπως  προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 29-9-2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (καθώς, λόγω της  επικρατούσης τότε πανδημίας του covid 19, δεν ήταν δυνατή η διά ζώσης επικοινωνία και η αλληλογραφία διεξαγόταν ηλεκτρονικά), ο ενάγων, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, απέστειλε στο δεύτερο εναγόμενο (με αφορμή την επανεκδίκαση της υπόθεσης, κατόπιν παραπομπής από τον Άρειο Πάγο, στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο εξέδωσε την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 427/2021 τελεσίδικη απόφαση), νέα αίτηση συμβιβασμού. Στην αίτηση αυτή, η οποία περιλάμβανε το σύνολο της επίδικης απαίτησης αποζημίωσης, μαζί με τα συνημμένα έγγραφα, το εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο δεν απάντησε εγγράφως, παρά την πάροδο χρονικού διαστήματος πέραν του τριμήνου, πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής. Με βάση τα παραπάνω, τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος με την ως άνω διάταξη του Π.Δ. 237/1986 σκοπός, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε στην αιτιολογική έκθεση αυτού, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου υποστηρίζει το δεύτερο εναγόμενο – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο στην Α΄ έφεση. Οπότε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την κύρια αγωγή ως απαράδεκτη ως προς το δεύτερο εναγόμενο (Ε.Κ.), ελλείψει της παραπάνω αναφερθείσας προδικασίας, έσφαλε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Πρέπει, επομένως κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο της                        υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, να εξαφανιστεί και ακολούθως αφού κρατηθεί υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εξεταστεί η ως άνω κύρια αγωγή, η οποία είναι παραδεκτή και νόμιμη και ως προς το δεύτερο εναγόμενο (στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 297, 298, 330, 340, 345, 481, 914,926,929 εδ.α, 930 παρ. 1 ΑΚ, 2, 4, 9 Ν. ΓΠΝ/1911, 2 παρ.1 εδ.α, 4 παρ.1, 10 παρ.1, 19 παρ.1 στοιχ.γ εδ.α Ν. 489/1976 -όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986- και 70, 74 ΚΠολΔ), ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του κυρίως ενάγοντος …………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από αυτούς φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια προηγούμενων μεταξύ των διαδίκων δικών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 8-10-2004 και περί ώρα 1.30 στην Αλεξανδρούπολη Έβρου, ο ……….., πρώτος εναγόμενος στην κύρια αγωγή καθώς και στην παρεμπίπτουσα –  ήδη πρώτος εφεσίβλητος στις ένδικες εφέσεις, οδηγούσε το υπ’ αρ. κυκλοφορίας ………… ΙΧΕ αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας του ίδιου και του πατέρα του ………. – δεύτερου παρεμπιπτόντως εναγόμενου και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου στη Β΄ έφεση (σε ποσοστό 80% και 20% εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα), που ήταν ασφαλισµένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην ασφαλιστική εταιρεία µε την επωνυµία «………….», της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, οπότε, κατά νόµο (άρθρα 19 και 25 Π.Δ. 237/86), διάδοχός της, υπεισερχόμενο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, έχει καταστεί το Επικουρικό Κεφάλαιο – πρώτο εναγόµενο στην κύρια αγωγή και παρεμπιπτόντως ενάγον στην παρεμπίπτουσα αγωγή, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο στην Α΄ έφεση και εκκαλούν στη Β΄ έφεση. Κατά τον ως άνω χρόνο και από αποκλειστική υπαιτιότητα του …………., συγκρούστηκε το προαναφερθέν όχηµα του τελευταίου µε το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……… δίκυκλο όχημα, που οδηγούσε ο …………. και στο οποίο επέβαινε ο ………… – ενάγων στην κύρια αγωγή και ήδη εκκαλών στην Α΄ έφεση. Ο τελευταίος, εξαιτίας του ανωτέρω ατυχήµατος, τραυµατίστηκε σοβαρά και συγκεκριµένα υπέστη πολλαπλά κατάγµατα πλευρών αριστερά, πνευµοθώρακα αριστερά, διπολικό κάταγµα πλευρών αριστερής περόνης. Διακοµίσθηκε αυθηµερόν στο Πανεπιστηµιακό Νοσοκοµείο Αλεξανδρούπολης, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέµβαση αποκατάστασης. Ειδικότερα, ο ενάγων (ηλικίας 40 ετών κατά τον χρόνο του ατυχήματος), υποβλήθηκε σε χειρουργική ανάταξη του κατάγµατος της κνήµης µε εξωτερική οστεοσύνθεση, τοποθετήθηκε παροχέτευση για τα υγρά του πνευµοθώρακα και ακινητοποιήθηκαν τα µέλη, στα οποία είχε υποστεί τα λοιπά κατάγµατα (πλευρές). Στο ως άνω νοσοκοµείο νοσηλεύθηκε µέχρι τις 16-10-2004, οπότε εξήλθε αυτού, νοσηλευόµενος, έκτοτε, κατ΄οίκον, σε πλήρη ακινησία, ακολουθώντας φαρµακευτική αγωγή, ενώ η εξέλιξη της πορείας του τραυµατισµού και της επέµβασης στην κνήµη παρακολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία του εν λόγω νοσοκοµείου. Μετά την παρέλευση διµήνου αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση, πλην, όµως, ο ενάγων αντιµετώπιζε µεγάλη δυσκολία στη βάδιση, µέχρι τις 16-2-2006, οπότε διαπιστώθηκε πυορροούσα οστεοµυελίτιδα, βράχυνση και προσθία γωνίωση της αριστερής κνήµης και κατά το µεταγενέστερο χρονικό διάστηµα, το χειρουργηθέν κάταγµα επιµολύνθηκε και ανέπτυξε συρίγγιο που χρήζει επανεγχείρησης. Τα παραπάνω κρίθηκαν, µε δύναµη δεδικασµένου, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, µε την υπ΄αρ. 368/2012 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε επί των από 20-5-2008 (με αρ. κατάθ. ……/27-5-2008) και από 5-11-2008 (με αρ. κατάθ. ………./ 11-11-2008) αγωγών του παθόντος ενάγοντος. Στα πλαίσια δε προηγούµενης δίκης µεταξύ των διαδίκων, διατάχθηκε, βάσει της υπ’ αρ. 4061/2006 απόφασης του Μονοµελούς Πρωτοδικειου Πειραιώς, η διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης από τον διορισθέντα από το ως άνω Δικαστήριο ιατρό πραγµατογνώµονα ………… (επικ. καθηγητή ορθοπεδικής του Πανεπιστημίου Αθηνών). Ο τελευταίος διαπιστώνει στην από 3-11-2006 έκθεσή του, αφού εξέτασε τον ενάγοντα, ότι η λοίµωξη έλαβε χρονίζουσα µορφή και ότι θα απαιτηθεί µακροχρόνια προσπάθεια για την αποκατάσταση της, η οποία παρά το θεραπευτικό πρόγραµµα που πρέπει να ακολουθηθεί, υπάρχει πιθανότητα να µην επιτύχει και η εµφανιζόµενη αναπηρία να λάβει µόνιµο χαρακτήρα. Σύµφωνα, επίσης, µε την υπ΄αρ. 368/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, έγινε µε ισχύ δεδικασµένου δεκτό ότι « … µε την υπ΄αρ. 463/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία έκρινε επί της προγενέστερης από 7-5-2007 και µε αρ. κατάθ. ………../2007 αγωγής του ίδιου ενάγοντος κατά των αυτών εναγόμενων, έχουσας ίδια ιστορική και νοµική αιτία µε τις κρινόµενες αγωγές, έχουν κριθεί µε δύναµη δεδικασµένου, µεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Α) ότι από την άσκηση της από 12-9-2005 πρώτης αγωγής η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε επικίνδυνα και συγκεκριµένα δηµιουργήθηκε συρίγγιο στο οστούν της κάτω κνήµης µε συνέπεια να υπάρχει άµεσος και σπουδαίος κίνδυνος ακρωτηριασµού του αριστερού άκρου του, ενώ στις 16-2-2006 διαπιστώθηκε από τον ορθοπεδικό ιατρό ………….. ότι πάσχει από «πυορροούσα οστεοµυελίτιδα, βράχυνση του αριστερού κάτω άκρου του και πρόσθιας γωνίωσης αυτού». Η ως άνω επιδείνωση της υγείας του συνιστούσε επιπλοκή που δεν µπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής, αφού εκδηλώθηκε µεταγενέστερα και ο ίδιος έλαβε γνώση στις 16-2-2006. Β) ότι στη συνέχεια και παρά τη διάνοιξη του συριγγίου και τη χρήση αντιβιοτικών φαρµάκων, το αριστερό κάτω άκρο του εµφάνισε «ερυθηµατιδώδες εξάνθηµα κορµού άκρων µε κνησµό» και «επιµολυνθείσα δερµατίτιδα µε δευτεροπαθή εκδήλωση», συνεπεία των οποίων νοσηλεύθηκε στο νοσοκοµείο αφροδισίων και δερµατικών νόσων Αθηνών από 11-12-2006 έως 18-12-2006 και έκτοτε λαµβάνει φαρµακευτική αγωγή, ενώ για την αντιµετώπιση της οστεοµυελίτιδας και του συριγγίου, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέµβαση στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» οι θεράποντες, δε, ιατροί αυτού την 1-2-2007 γνωµάτευσαν ότι πάσχει από «χρόνια οστεοµυελίτιδα αριστερής κνήμης σε έδαφος παλαιού κατάγµατος µε βράχυνση και διαταραχή του µηχανικού άξονα. Έχει, επίσης, τροφικές διαταραχές και συρίγγιο της πρόσθιας επιφάνειας της κνήµης, το οποίο είναι προσωρινά κλειστό», ότι απαιτούνται δύο χειρουργικές επεµβάσεις για τον καθαρισµό και την µετέπειτα αποκατάσταση του µήκους του άξονα του κάτω άκρου, µε πιθανό ενδεχόµενο τον ακρωτηριασµό αυτού … ». ‘Οπως αποδεικνύεται από τη µε αρ. πρωτ. …../23-1-2013 ιατρική βεβαίωση – γνωµάτευση του ιατρού ορθοπεδικού στο ως άνω νοσοκομείο (Αττικόν), ………….., η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος κατέστη χρόνια και µη αναστρέψιµη, ενώ δεν είναι ικανός για εργασία µε σωµατική καταπόνηση. Στην νεότερη δε από 22-10-2021 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ιατρού ορθοπεδικού στο ίδιο νοσοκομείο … ….., διαπιστώνεται επίσης ότι ο ενάγων «πάσχει από: ιστορικό διπολικού κατάγματος (Αρ) κνήμης με παρουσία χρόνιας πολυομυελίτιδας και απόρροια βράχυνση σκέλους και χωλότητα βάδισης». Στην ίδια γνωμάτευση αναφέρεται περαιτέρω ότι αυτός (ενάγων) έχει «…αδυναμία εκτέλεσης χειρωνακτικής εργασίας καθώς και βάδισης. Συνιστάται μη φόρτιση σκέλους λόγω κινδύνου επανακατάγματος. Η ανωτέρω κατάσταση είναι μόνιμη και διά βίου», ενώ στην πλέον πρόσφατη από 17-1-2022 γνωμάτευση του ίδιου ιατρού του ως άνω νοσοκομείου βεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, εκ νέου η ακαταλληλότητα του ενάγοντος για εργασία. Σύµφωνα, ακόμη, µε τις υπ’ αρ. 127/2008, 463/2011 και 368/2012 και τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν επί των προγενέστερων αγωγών του ενάγοντος, κρίθηκε, επίσης µε δύναµη δεδικασµένου, ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το επίδικο τροχαίο ατύχηµα και τον τραυµατισµό του ενάγοντος ήταν ο …………….., οδηγός του ανωτέρω επιβατηγού αυτοκινήτου. Επιπλέον, κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήµατος ο ενάγων ήταν ναυτολογηµένος ναύτης του Εµπορικού Ναυτικού και προσέφερε τις υπηρεσίες του σε πλοία µε ξένη σηµαία, µε ολιγόμηνες συμβάσεις, κατά τη διάρκεια του έτους. Ειδικότερα, με την υπ΄αρ. 368/2012 τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε ότι για το χρονικό διάστημα από 1-12-2008 μέχρι 31-12-2012, ο ενάγων θα ναυτολογείτο ως ναύτης σε ποντοπόρα ή άλλα πλοία, με συμβάσεις εργασίας διάρκειας, κατά μέσο όρο, τεσσάρων (4) μηνών ετησίως, με μηνιαίες αποδοχές 2.750 ευρώ και στη συνέχεια, με την υπ΄αρ. 4178/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 5-9-2012 (με αρ. κατάθ. ……/2012) αγωγής του ενάγοντος και, λόγω της μη άσκησης έφεσης κατ’ αυτής, κατέστη τελεσίδικη, κρίθηκε ότι, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2016, ο ενάγων θα ναυτολογείτο σε ποντοπόρα ή άλλα πλοία, με νέες συμβάσεις εργασίας, διάρκειας, κατά μέσο όρο, τεσσάρων (4) μηνών, ετησίως, με μηνιαίες αποδοχές 3.000 ευρώ και κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, θα αποκέρδαινε το ποσό των 48.000 ευρώ. Τέλος, με την υπ΄αρ. 427/2021 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε, όπως προεκτέθηκε, επί της από 24-7-2014 (με αρ. κατάθ. ……../2015) αγωγής του ενάγοντος, κρίθηκε ότι, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-12-2019, ο τελευταίος θα ναυτολογείτο σε ποντοπόρα ή άλλα πλοία, με νέες συμβάσεις εργασίας, διάρκειας, κατά μέσο όρο, τεσσάρων (4) μηνών ετησίως, με μηνιαίες αποδοχές 3.000 ευρώ και κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, θα αποκέρδαινε το ποσό των 36.000 ευρώ, ενώ για το περαιτέρω με την ως άνω αγωγή αιτούμενο διάστημα (καταβολής των μελλοντικών εισοδημάτων που θα απωλέσει), ήτοι μέχρι το έτος 2028, οπότε,  συμπληρώνοντας το 65ο έτος της ηλικίας του, θα συνταξιοδοτείτο, η αγωγή του απορρίφθηκε με την προαναφερθείσα τελεσίδικη απόφαση (427/2021) ως προώρως ασκηθείσα. Με την ένδικη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων ζητούσε να του επιδικασθούν για τον ίδιο λόγο, ως απωλεσθέντα από ναυτική εργασία εισοδήματα για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 31-12-2028, κατά το οποίο θα ναυτολογείτο, κατά τους ισχυρισμούς του, επί 9 μήνες κατά μέσο όρο ετησίως με μηνιαίο εισόδημα ύψους 3.060 ευρώ για τον πρώτο χρόνο, προσαυξανόμενο κατά 2% κάθε επόμενο έτος, ενώ στη συνέχεια, για τα έτη 2029 έως 2049, ζητούσε να του επιδικαστεί το ποσό που θα ελάμβανε ως σύνταξη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα, αν δεν είχε συμβεί το επίδικο ατύχημα, ύψους 900 ευρώ μηνιαίως, πλέον των ποσών που αναφέρονται στην αγωγή, συνολικού ύψους 1.400 ευρώ μηνιαίως για τον πρώτο χρόνο, προσαυξανόμενο επίσης κατά 2% ετησίως. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ποντοπόρων Πλοίων του έτους 2010 και Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017 (που κυρώθηκαν με τις υπ΄αρ. 3525.1/1/2011 και 2242.5-1.5/77056/2017 Υ.Α. αντίστοιχα), αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ο ενάγων από 1-1-2020 έως 31-12-2022, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα ναυτολογείτο σε ποντοπόρα και άλλα πλοία με συμβάσεις εργασίας, κατά μέσο όρο, τεσσάρων (4) μηνών, με μηνιαίες αποδοχές 3.000 ευρώ ήτοι συνολικά 36.000 ευρώ (12.000 ευρώ ετησίως χ 3 έτη). Το ποσό αυτό κρίνεται ότι θα αποκέρδαινε ο ενάγων με πιθανότητα και κατά τη συνήθη επίσης πορεία των πραγμάτων, κατά το προαναφερόμενο διάστημα, αν δεν μεσολαβούσε ο τραυµατισµός του και οι εξαιτίας αυτού επιπλοκές και συνέπειες στην κατάσταση της υγείας του, συνεκτιμωμένου ότι, το 2020 διήγαγε το 57ο έτος της ηλικίας του (γεννηθείς το έτος 1963). Δεδομένων δε των δυσµενών οικονοµικών επιπτώσεων στην οικονοµία της χώρας από την εκδηλωθείσα εν τω µεταξύ πανδημία, της επελθούσας ανεργίας και στον χώρο της ναυτιλίας και της συνακόλουθης αυξηµένης προσφοράς εργασίας, κρίνεται ότι ο χρόνος εργασίας του, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, δεν θα υπερέβαινε, κατά τα προεκτεθέντα, τους τέσσερεις (4) µήνες ετησίως. Βάσει των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση, αντίθετα με τα κριθέντα με τις προαναφερθείσες τελεσίδικες αποφάσεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων από τον Οκτώβριο του 1987 έως το Νοέμβριο του 2001, ναυτολογήθηκε συνολικά για χρονικό διάστημα 5 μηνών και 12 ημερών, και κατά συνέπεια σταμάτησε να ασκεί το ναυτικό επάγγελμα ως μέσο βιοπορισμού, αλλά απασχολήθηκε σε αυτό ευκαιριακά και σποραδικά, και εν τέλει εγκατέλειψε το ναυτικό επάγγελμα οριστικά το έτος 2002, καθώς κατά τα έτη 2002-2004 ναυτολογήθηκε για το διάστημα μόλις μιας ημέρας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών στην Α΄ έφεση με τον δεύτερο αλλά και τον τρίτο λόγο αυτής. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου, ότι ο ενάγων, όταν συνέβη το ατύχημα (8-10-2004), ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού, του επιδικάστηκαν δε με τις ανωτέρω αποφάσεις έως το έτος 2019 διαφυγόντα εισοδήματα. Ειδικότερα, ο ενάγων, όπως προέκυψε από τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις των ναυτιλιακών εταιρειών, παρείχε την εργασία του κυρίως σε πλοία με ξένη σημαία και συνεπώς η ναυτολόγησή του δεν καταχωρείτο στο Ελληνικό Μητρώο Εργατών Θαλάσσης (βλ. σχετικά από 20-12-2006 βεβαίωση της ναυτιλιακής εταιρείας «………», όπου αναφέρεται ότι είχε συμφωνηθεί η ναυτολόγηση του ενάγοντος στο πλοίο αυτής «J», σημαίας Παναμά από 10-10-2004, ήτοι δύο ημέρες μετά το ένδικο ατύχημα, για χρονικό διάστημα 6 μηνών και αντί μηνιαίων αποδοχών ‘’κλειστά’’ 3.500 ευρώ, ενώ στην από 23-12-2003 βεβαίωση της ναυτιλιακής εταιρείας «. ..», αναφέρεται ότι αυτός εργάστηκε στο M/S πλοίο «Δ » από 10-7-2003 έως 30-11-2003, με τις νόμιμες αποδοχές). Το γεγονός ότι ο ενάγων εργαζόταν ως ναυτικός και κυρίως σε ποντοπόρα πλοία με ξένη σημαία, βεβαιώνουν στις, ληφθείσες στα πλαίσια των προηγούμενων αγωγών του ενάγοντος, ένορκες βεβαιώσεις τους (με αρ. .., …./2007 καθώς και …, …./2009) ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι συνάδερφοί του …………., αντίστοιχα. Γι΄ αυτό άλλωστε, επί των εν λόγω αγωγών εκδόθηκαν οι προηγούμενες πέντε τελεσίδικες αποφάσεις, με τις οποίες, εκτιμωμένων των ως άνω και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, κρίθηκε ότι ο ενάγων ασκούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος το επάγγελμα του ναυτικού, το οποίο θα συνέχιζε να ασκεί, αν δεν είχε καταστεί ανίκανος προς τούτο εξαιτίας του τραυματισμού του στο επίμαχο ατύχημα, όπως ανωτέρω περιγράφηκε, αποκερδαίνοντας από αυτό τα επιδικασθέντα επίσης με τις ως άνω αποφάσεις, εισοδήματα. Εξάλλου, ο ενάγων δεν τυγχάνει συνταξιούχος του ΝΑΤ, δεν διαθέτει τις προϋποθέσεις για να λάβει σύνταξη στο µέλλον (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. ……/29-4-2015 έγγραφο – απάντηση του ΝΑΤ σε αίτηµα συνταξιοδότησης), ούτε προκύπτει ότι θα λαµβάνει οποιοδήποτε άλλο οικονοµικό βοήθηµα για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, έχει κριθεί δε ακατάλληλος από το Υπουργείο Εµπορικής Ναυτιλίας για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλµατος. Το ότι ο ενάγων δεν λαµβάνει σύνταξη, ούτε έχει τα προσόντα να του απονεµηθεί, έχει βεβαιωθεί τελεσίδικα και µε τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1. παρ.5 του Π.Δ. 237/1986: «Η αποζηµίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συµπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό Ταµείο ή άλλος Οργανισµός κοινωνικής ασφαλίσεως στο ζηµιωθέντα». Ο σκοπός του Επικουρικού Κεφαλαίου (Ε.Κ.) αναφέρεται στην κάλυψη του θύµατος αυτοκινητικού ατυχήµατος στις περιοριστικά αναφερόµενες στο νόµο περιπτώσεις και κυρίως όταν λείπει η ασφαλιστική κάλυψη. Είναι πρόδηλο ότι οι εµφανιζόµενες καθημερινώς περιπτώσεις ευθύνης του Ε.Κ. επιβαρύνουν σηµαντικά το τελευταίο και µάλιστα σε µία εποχή όπου τα διαθέσιµα οικονοµικά του Ε.Κ. δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί επαρκώς στις υποχρεώσεις του. Η κάλυψη αυτή από το Ε.Κ. θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόµη και στην περίπτωση του άρθρο 930 παρ.3 του ΑΚ, µε αποτέλεσμα ουσιαστικά ο παθών για την ίδια ζημία του να αποζημιώνεται δύο φορές, μία φορά από τον υπόχρεο τρίτο και δεύτερη φορά από το Ε.Κ. Για να μη συμβεί αυτό θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρο 19 παρ.5 του άνω Π.Δ. Δηλαδή στο μέτρο που ο παθών ατύχημα δικαιούται να λάβει (δεν απαιτείται να την έχει λάβει) κάποια παροχή από το ασφαλιστικό Ταμείο ή άλλο Οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς να εξετάζεται αν ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, τότε περιορίζεται ισοπόσως η οφειλόμενη αποζημίωση από το Ε.Κ. Βέβαια, εν προκειμένω, γεννάται ένα περαιτέρω ερώτημα, δηλαδή αν για τον περιορισμό ης αποζημίωσης του Επικουρικού Κεφαλαίου απαιτείται η παροχή να οφείλεται στον παθόντα μόνο από ασφαλιστικό Ταμείο ή Οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης με τη στενή τεχνική έννοια ή αρκεί οποιαδήποτε παροχή από τρίτον, που δεν φέρει κατ’ ανάγκην τα χαρακτηριστικά του φορέα κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας, που συνήθως καταβάλλονται από το Δημόσιο ή από κάποια άλλη κρατική υπηρεσία σε πρόσωπα, που συγκεντρώνουν τις οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης φαίνεται να προκύπτει ότι καταρχήν δεν καταλαμβάνεται από το νόμo η παροχή από οποιοδήποτε τρίτο. Αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο, είναι βέβαιo ότι θα χρησιμοποιούσε ανάλογη διατύπωση. Δεν το έπραξε, όμως, περιορισθείς να αναφέρει ασφαλιστικό ταμείο ή οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης (βλ. Αθ. Κρητικού «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα», έκδ. 2019, τόμ. ΙΙ, παρ. 152, 153, 156). Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει του ότι ο ενάγων δεν προέκυψε ότι έλαβε ή ότι δικαιούται να λάβει από τον ως άνω δημόσιο ασφαλιστικό Οργανισμό ή ασφαλιστικό Ταμείο οποιοδήποτε ποσό ως σύνταξη, ή άλλη ασφαλιστική παροχή, δικαιούται να αξιώσει την καταβολή ολόκληρου του ως άνω ποσού. Περαιτέρω, ο ενάγων, όπως προκύπτει από τις σχετικές προσκομιζόνενες βεβαιώσεις του ΟΠΕΚΑ (Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων Κοινωνικής Αλληλεγγύης), δεν έχει λάβει προνοιακά – αναπηρικά επιδόματα για τα έτη 2020, 2021, 2022, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλ. και να τα λάμβανε, δεν περιορίζουν, κατά τα εκτεθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη,  την οφειλόμενη από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωση, απορριπτομένων των σχετικών περί του αντιθέτου ισχυρισμών του δεύτερου εναγόμενου ως αβάσιμων. Όσον αφορά, όμως, στο αγωγικό αίτηµα για επιδίκαση απωλεσθέντων εισοδηµάτων για το χρονικό διάστηµα από το έτος 2023 έως και το έτος 2049 και ειδικότερα απωλεσθέντων μισθών έως το έτος 2028 και απωλεσθέντων συντάξεων από το έτος αυτό (που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο ενάγων θα συνταξιοδοτείτο λόγω γήρατος) και μετά, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως προώρως ασκηθέν, καθώς εξαρτάται από µελλοντικές συνθήκες, που έχουν σχέση µε τα εν γένει οικονομικά γεγονότα και τις βιοτικές και οικονοµικές καταστάσεις, που θα διαµορφωθούν στο µέλλον. Δεν είναι δηλαδή εκ των προτέρων γνωστές οι οικονοµικές συνθήκες, που θα επικρατούν στην χώρα και η οικονοµική δυνατότητα του ευθυνόµενου Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλει το αιτούµενο ποσό στον ενάγοντα, γενομένων δεκτών των σχετικών ισχυρισμών των εναγόμενων και απορριπτοµένων των περί του αντιθέτου ισχυρισµών του ενάγοντος. Εφόσον δε, απορρίφθηκαν τα αγωγικά αιτήματα για το διάστημα από το έτος 2023 και μετά, παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού των εναγόμενων περί παραγραφής του αιτήματος της αγωγής, που αφορά στην καταβολή απωλεσθέντων εισοδημάτων για το μετά την 17-4-2028 χρονικό διάστημα, καθώς και των λοιπών ισχυρισμών τους περί αβασιμότητας της αξίωσης αλλά και συντρέχοντος πταίσματος στην έκταση της ζημίας του ενάγοντος, που επίσης αφορούν στο διάστημα αυτό. Ακόμη, άνευ αντικειμένου καθίσταται ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγόμενου περί περιορισμού ευθύνης του μέχρι το υπόλοιπο του ασφαλιστικού ποσού, ύψους 140.182,36 ευρώ, αφού το επιδικασθέν ποσό υπολείπεται σημαντικά αυτού. Εξάλλου, ο πρώτος εναγόμενος στην κύρια αγωγή πρόβαλε πρωτοδίκως την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του ένδικου δικαιώματός του, διότι έχουν προηγηθεί ήδη πέντε αγωγές και έχουν καταβληθεί σε αυτόν, δυνάμει των εκδοθεισών επί των αγωγών αυτών αποφάσεων, ως αποζημίωση και απωλεσθέντα, λόγω του τραυματισμού στο επίδικο τροχαίο ατύχημα, εισοδήματα, περίπου 420.000 ευρώ (μαζί με τους τόκους και τα εξοδα), ενώ αυτός δεν επιδίωξε όλο αυτό το χρονικό διάστημα από τον τραυματισμό του μέχρι σήμερα να αναζητήσει κάποια, έστω πιο ‘’ελαφριά’’, εργασία. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, αληθή υποτιθέμενα τα υποστηριζόμενα από τον πρώτο εναγόμενο, δεν συνιστούν υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, για τον οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, έχει κριθεί, με ισχύ δεδικασμένου, η ανικανότητά του προς εργασία, εξαιτίας του εν λόγω τραυματισμού του. Η δικαστική δε επιδίωξη της αξίωσής του για τα διαφυγόντα εισοδήματά του, ένεκα της αδυναμίας του να εργαστεί, τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, ουδόλως υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι σε αυτή, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ, που αφορά σε απωλεσθέντα μελλοντικά εισοδήματα αυτού για το διάστημα των ετών 2020, 2021 και 2022, όπως προαναφέρθηκε, σε ισόποσες μηνιαίες χρηματικές δόσεις ύψους 1.000 ευρώ, καθώς δεν προέκυψε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι υφίσταται σπουδαίος λόγος, ώστε να διαταχθεί η εφάπαξ καταβολή του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού. Οι ως άνω δόσεις πρέπει να καταβάλλονται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη που κάθε επιμέρους δόση πρέπει να καταβληθεί ήτοι από την έκτη ημέρα κάθε μήνα, έως την εξόφληση. Δεν συντρέχει δε λόγος εξαίρεσης της επιδικασθείσας απαίτησης από τον τόκο επιδικίας, όπως ζητεί το δεύτερο εναγόμενο, καθώς δεν συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις του άρθρου 346 ΑΚ.

Περαιτέρω, σχετικά με την παρεμπίπτουσα αγωγή, όπως έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, ο πρώτος των παρεμπιπτόντως εναγόμενων . …………. – πρώτος εναγόμενος στην κύρια αγωγή, οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο (συνιδιοκτησίας του ίδιου σε ποσοστό 80% και του δεύτερου των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, σε ποσοστό 20%), το οποίο ήταν ασφαλισμένο, δυνάμει του υπ΄αρ. ………. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στην ασφαλιστική εταιρεία «……….», στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας έχει υπεισέλθει, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, το παρεμπιπτόντως ενάγον – δεύτερο εναγόμενο στην κύρια αγωγή Επικουρικό Κεφάλαιο, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της. Ο ως άνω οδηγός – πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος, οδηγούσε το εν λόγω όχημα υπό την επίδραση οινοπνεύματος, που ανιχνεύθηκε στο αίμα του σε περιεκτικότητα 104,26 MG/DC, που επηρεάζει δυσμενώς την ικανότητα του ατόμου για οδήγηση και συνετέλεσε στην επέλευση του επίμαχου τροχαίου ατυχήματος. Έτσι, παρέβη τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 8 της υπ΄αρ. Κ4/585/5-4-1978 απόφασης Υπουργείου Εμπορίου (ΦΕΚ 795/5-4-1978), όπως αυτή ίσχυε πριν την κατάργησή της με το Ν. 3557/2007 (AΠ 1680/2017, ΑΠ 158/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση λόγω του χρόνου του δυστυχήματος (8-10-2004), η οποία, δυνάμει του άρθρου 1 της ως άνω ασφαλιστικής σύμβασης, έχει ενσωματωθεί σ’ αυτήν και ορίζει ότι αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες προξενούμενες κατά το χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ. Επομένως, αποκλείεται εν προκειμένω η ευθύνη του παρεμπιπτόντως ενάγοντος έναντι των παρεμπιπτόντως εναγόμενων για το ένδικο ατύχημα. Ωστόσο, όπως επίσης έχει κριθεί με ισχύ δεδικασμένου, κατά τα ανωτέρω, ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο αποκτήθηκε με χρήματα του πρώτου των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, με σκοπό να το χρησιμοποιεί αυτός αποκλειστικά για τις μετακινήσεις του, μόλις κατετάγη ως μόνιμος υπαξιωματικός και έκτοτε αποτελούσε το µοναδικό µεταφορικό του µέσο, έχοντας αναλάβει όλα τα έξοδα συντήρησης και κυκλοφορίας του ο δεύτερος των παρεµπιπτόντως εναγόμενων . …….. – πατέρας του πρώτου εξ αυτών, ο οποίος ωστόσο, ποτέ δεν χρησιµοποίησε το εν λόγω αυτοκίνητο. Ο τελευταίος, άλλωστε, ήταν συγκύριος, µε τη σύζυγο του, του υπ΄αρ. ………. ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο χρησιµοποιούσε για τις µετακινήσεις του, κατέστη δε συγκύριος του ζηµιογόνου αυτοκινήτου κατά ποσοστό 20%, µόνο για φορολογικούς λόγους. Υπό τα περιστατικά αυτά, κάτοχος του ζηµιογόνου αυτοκινήτου, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήµατος, ήταν αποκλειστικά ο οδηγός του ………….. και ως εκ τούτου είναι νοµικά (άρθρο 4 του Ν. ΓΠΝ/1911) και κατ’ ουσία βάσιµη η προτεινόµενη από τον δεύτερο των παρεµπιπτόντως εναγόμενων ένσταση (ΑΠ 447/2000, Εφ.Πατρ.(Μον). 217/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) περιορισµού της ευθύνης του για το ένδικο ατύχηµα µέχρι την αξία του ζηµιογόνου αυτοκινήτου (µάρκας SKODA, 1390 κυβ. εκατ. µοντέλο 2002), που ανερχόταν τότε στο µη αµφισβητούµενο ποσό των 3.000 ευρώ (βλ. προαναφερθείσες υπ΄αρ. 127/2008, 463/2011, 368/2012 και 4178/2013 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς, οι πρώτες τρεις, και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η τελευταία).

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν και απέρριψε την κύρια αγωγή και την παρεμπίπτουσα, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, κατά τους βάσιμους λόγους της πρώτης (Α΄) ως άνω έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνουν δεκτές τόσο η υπό στοιχείο Α΄ έφεση όσο και η υπό στοιχείο Β΄ έφεση (η οποία, όπως προεκτέθηκε, ασκήθηκε επικουρικά, για την περίπτωση που ευδοκιμήσει η υπό στοιχείο Α΄ έφεση του ενάγοντος της κύριας αγωγής), ως βάσιμες και κατ΄ ουσία. Αφού κρατηθεί δε η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη κύρια αγωγή καθώς και η συνεκδικαζόμενη με αυτήν παρεμπίπτουσα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι σε αυτήν, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ, σε ισόποσες μηνιαίες χρηματικές δόσεις ύψους 1.000 ευρώ, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη που κάθε επιμέρους δόση πρέπει να καταβληθεί ήτοι από την έκτη ημέρα κάθε μήνα, έως την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτή και η παρεμπίπτουσα αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι, οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, ο δε δεύτερος εν αυτών μέχρι του ποσού των 3.000 ευρώ, στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα το ως άνω ποσό (των 36.000 ευρώ), πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο, από την καταβολή του ποσού αυτού στον κυρίως ενάγοντα έως την εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος στην Α΄ έφεση – ενάγοντος στην κύρια αγωγή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης αυτού και ανάλογα με την έκταση αυτής, θα επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εφεσίβλητων στην ως άνω έφεση – εναγόμενων στην κύρια αγωγή (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως αυτά προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα δε του εκκαλούντος στη Β΄ έφεση – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εφεσίβλητων στην ως άνω έφεση – παρεμπιπτόντως εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως αυτά επίσης προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες των Α΄ και Β΄ εφέσεων, αντίστοιχα (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει: Α) την από 1-12-2022, με Ε.Α.Κ. …./2022, έφεση και Β) την από 10-1-2023, με  Ε.Α.Κ. …/2023, έφεση (επικουρική), κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσία τις ανωτέρω εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3326/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.

Κρατεί την υπόθεση και Συνεκδικάζει κατ΄ουσία: α) την από 11-10-2021, με Ε.Α.Κ. …/2021, κύρια αγωγή και β) την από 15-12-2021, με Ε.Α.Κ. …./2022, παρεμπίπτουσα αγωγή.

Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την κύρια αγωγή.

 Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι, ο κάθε ένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στο ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων (36.000) ευρώ, σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις ύψους χιλίων (1.000) ευρώ έκαστη, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την έκτη ημέρα κάθε μήνα, έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος στην Α΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων – εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. ………/2022, ποσού 100 ευρώ) στον καταθέσαντα αυτό – εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης.

Δέχεται  την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, ο δε δεύτερος εξ αυτών μέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων  (3.000) ευρώ, υποχρεούνται να καταβάλουν στο παρεμπιπτόντως ενάγον, το προηγούμενο ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων (36.000) ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του ποσού αυτού στον κυρίως ενάγοντα έως την εξόφληση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως ενάγοντος – εκκαλούντος στη Β΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των παρεμπιπτόντως εναγόμενων – εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (e- παράβολο με αρ. ………../2023, ποσού 100 ευρώ) στο καταθέσαντα αυτό – εκκαλούν της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 30 Αυγούστου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

                              Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   H  ΓPAMMATEAΣ