ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 465/2023
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Των εκκαλούντων: 1) …………….και 2) …………. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αγγελική Παπαδήμα με δήλωση, κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. με ΑΦΜ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδική διάδοχος των περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υπό την επωνυμία «……..», με έδρα την Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
ΙΙ. Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………», και διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της ……, με ΑΦΜ …….. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας εν προκειμένω δυνάμει της από 11.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, εν ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία « ………..» με έδρα στο ……. της Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ………. η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Μπούτη (Μουργέλας, Δημητρόπουλος, Κωνσταντέλιας -Δικηγορική εταιρεία), με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Της υπερ’ ής η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητης: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ….. με ΑΦΜ ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
Των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση–εκκαλούντων: : 1) ……………και 2) …………… οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αγγελική Παπαδήμα με δήλωση, κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ
Οι ανακόπτουσες και ήδη εκκαλούσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5-11-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2018 ανακοπή κατά της καθής η ανακοπή – εφεσίβλητης-υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επιληφθέν επί της ως άνω ανακοπής την οποία δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 1425/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτουσες και ήδη εκκαλούσες με την από 23-4-2019 έφεσή τους που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019 και για την οποία ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 7-5-2020 οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 84/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 4.3.2021, οπότε και πάλι ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας του κορωναιού Covid 19και επαναφέρθηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο της 9.12.2021 δυνάμει του άρθρου 21 του ν. 47860/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), με την με αρ. 83/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνη Νομικού, Προέδρου Εφετών. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε προκειμένου να συνεκφωνηθεί λόγω συνάφειας με την από 1.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησε η προσθέτως παρεμβαίνουσα στην εκκρεμή, με την άσκηση της έφεσης, δίκη υπέρ της εφεσίβλητης και κατά των εκκαλούντων, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 3.11.2022, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε αμφότερες οι υποθέσεις δηλαδή τόσο η έφεση με αριθμό πινακίου 39 όσο και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση με αριθμό πινακίου 40, συνεκφωνήθηκαν κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και ακολούθως συζητήθηκαν
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι παριστάμενοι διάδικοι ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν με δήλωση.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν : 1) η από 23-4-2019 με ΓΑΚ /ΕΑΚ/……../2019 έφεση κατά της με αριθμό 1425/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την παρουσία των διαδίκων, και Β) η από 1-12-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2021) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους. (άρθρ. 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 24-4-2019, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα προσκομιζόμενα από τους ιδίους έγγραφα προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………… e- παράβολο σε συνδυασμό με την από 24.4.2019 απόδειξη πληρωμής της Attica Bank). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Στην εφεσίβλητη, επιδόθηκε ακριβές αντίγραφο της έφεσης και κλήση από τις εκκαλούσες για να παραστεί στη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 7.5.2020, όπως προκύπτει από την με αριθμό …/30.4.2019 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……….., οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, εξαιτίας της πανδημίας covid 19 και επαναφέρθηκε αρχικά δυνάμει της με αριθμό 84/2020 πράξης του Προέδρου Εφετών Πειραιώς για την δικάσιμο της 4.3.2021, οπότε και πάλι ματαιώθηκε η συζήτησή της για τον ίδιο λόγο, επαναφέρθηκε δε εκ νέου δυνάμει της με αριθμό 83/2021 πράξης του Προέδρου Εφετών για τη δικάσιμο της 9.12.2021, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε λόγω συνάφειας με την ήδη ασκηθείσα 1.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση για την δικάσιμο της 3.11.2021, οπότε και πάλι η συζήτηση της έφεσης και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι δικάσιμοι της 4.3.2021 και 9.12.2021 ορίστηκαν από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, με τις πράξεις που ανωτέρω αναφέρθηκαν, και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα του Δικαστηρίου, η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατά το άρθρο 21 του ν. 4786/2021. Η αναβολή δε της συζήτησης της έφεσης κατά τη δικάσιμο της 9.12.2021 για την δικάσιμο της 3.11.2022, και εν συνεχεία η αναβολή της συζήτησης τόσο της έφεσης όσο και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και η εγγραφή των υποθέσεων στο πινάκιο των δικασίμων της 3.11.2022 και της 1.6.2022 με ενέργεια του Γραμματέα του Δικαστηρίου, θεωρείται ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 ΚΠολΔ) και επομένως η εφεσίβλητη, η οποία κλήθηκε νομίμως να εμφανιστεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο και δεν εμφανίστηκε κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, πρέπει να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει όμως η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ.1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της τέτοιας πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντα ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017 ΕπΕμπΔικ 2018/69.869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013/61.2195). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78, συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντα προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς, όμως, να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006 ΕλλΔνη 2006.471), ενώ θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον υπέρ ου η παρέμβαση, σε περίπτωση που αυτός δεν παρασταθεί αν και έχει κλητευθεί νομίμως (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 305/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017- ΕπΕμπΔικ 2018.549). Τέλος, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 1/2023 απόφαση της αποφάνθηκε, ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Εν προκειμένω με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 15-12-2021 και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους διαδίκους της κύριας δίκης (υπέρ ης και καθ`ων η πρόσθετη παρέμβαση), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 80, 81, 524 και 591 παρ. 1 περ. β` του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την προσθέτως παρεμβαίνουσα με αριθμούς …/20.12.2021, …./20.12.2021 και …./20.12.2021 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξαν οι δικαστικές επιμελητές της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………… (τις δυο πρώτες) και ………. (την τρίτη εξ αυτών,), η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………», ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «……… ………», υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 ΚΠολΔ) και ενεργεί ως εκ της ιδιότητας της, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η επίδικη απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απορρέει από την με αριθμό …/25.10.2006 σύμβαση χορήγησης στεγαστικού δανείου, ποσού 100.000 ευρώ, που συνήψαν οι ανακόπτουσες και ήδη εκκαλούσες με την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….», στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως δανείστρια η τραπεζική εταιρεία «……..» ως ειδική διάδοχος αυτής, καθώς δυνάμει της με αριθμό 4/27.7.2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2209/27.7.2012) μεταβιβάστηκαν στην ως άνω εταιρεία στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού του τεθέντος υπό ειδική εκκαθάριση, δυνάμει της με αριθμό 46/27.7.2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2208/27.7.2012) πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………….»., μεταξύ των οποίων και η προαναφερόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου και οι πρόσθετες αυτής πράξεις. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο …. με αυξ. αριθ. …….) μεταβιβάστηκε από την ως άνω δικαιούχο ημεδαπή τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», μεταξύ άλλων, και η επίδικη απαίτηση, λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Περαιτέρω, με την από 12-9-2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα ίδια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 16-9-2019 (τόμος …, αριθ. ….), ανατέθηκε η διαχείριση του άνω χαρτοφυλακείου από την ως άνω αγοράστρια αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού αρχικώς στην «………» και ακολούθως στην αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα με την αρχική της επωνυμία «……………» (βλ. την ομοίως νομίμως δημοσιευθείσα σε περίληψη μεταβολή προσώπου διαχειριστή, τ. …., αρ, …..). Κατόπιν, στις 30-12-2020 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε νομίμως στο ΓΕΜΗ η διάσπαση της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», ΓΕΜΗ … και ΑΦΜ …, δι’ αποσχίσεως του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….», ΓΕΜΗ …. και ΑΦΜ …… Συνεπεία τούτου, η τελευταία υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της αρχικής δικαιούχου Τράπεζας ως καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019, η δε σχετική μεταβολή δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος … και αρ. …..). Ακολούθως, στις 10-3-2021 η ως άνω αλλοδαπή εταιρία «………..», επανεκχώρησε νόμιμα μέρος των μεταβιβασθεισών σε αυτήν απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη (αποτιτλοποίηση) στην ως άνω …………. (καθολική διάδοχο της διασπώμενης Τράπεζας και αρχικής δικαιούχου), περίληψη δε της σχετικής σύμβασης δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. … και αρ. …). Η τελευταία στις 16-3-2021 μεταβίβασε με τη σειρά της αυτές εκ νέου στις 16-3-2021 στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………», ενώ περίληψη της σχετικής σύμβασης δημοσιεύθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. …. και αρ. …..), την ίδια δε ημέρα η νέα δικαιούχος της απαίτησης ανέθεσε την διαχείριση αυτής στην ως άνω αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, με έγγραφη σύμβαση, περίληψη της οποίας ομοίως δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (τ. … και αρ …). Τέλος, με το από 11-6-2021 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της δικαιούχου και της ως άνω διαχειρίστριας εταιρίας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (τ. …. και αρ. ….), συμφωνήθηκε η λύση της σύμβασης διαχείρισης, ενώ αυτές αυθημερόν συνήψαν νέα σύμβαση διαχείρισης, που καταχωρήθηκε ομοίως νόμιμα (τ…. και αρ. …..). Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρ. 80, 81 και 83 ΚΠοΔ, νομιμοποιούμενης της προσθέτως παρεμβαίνουσας προς άσκηση αυτής, κατ’ εφαρμογή των άνω διατάξεων και του άρθρ. 3 παρ. 2, 4 του Ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου – εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, η δε εφεσίβλητη – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, παρόλο που κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο συζήτησης της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της 3.11.2022 (βλ τις ως άνω εκθέσεις επίδοσης), κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου κλήτευσή της αφού η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο από τον Γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρθρο 226 παρ.4 Κ. Πολ.Δ) θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την τελευταία, αναγκαία ομόδικό της.
Με την από 5-11-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2018 ανακοπή οι ανακόπτουσες και ήδη εκκαλούσες ζητούσαν για τους ειδικότερα σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της με αριθμό …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθής και ήδη εφεσίβλητη, το ποσό των 49.559,86 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύσθηκε δυνάμει της με αριθμό …../24.9.2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……….., βασιζόμενη στην ως άνω διαταγή πληρωμής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της. Ήδη οι ανακόπτουσες με την κρινόμενη έφεση τους παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή τους να γίνει δεκτή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.1 και 2 ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Αντίγραφα των εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση παραμένουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά την παρούσα παράγραφο. Η δε προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής είναι δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες αν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί κατά προσώπου που έχει την διαμονή ή την έδρα του στην Ελλάδα και τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες αν η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί κατά προσώπου που έχει τη διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Σύμφωνα δε με την διάταξη της παράγραφου 6 του ίδιου άρθρου στην ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να σωρευθεί και αίτημα ακυρώσεως των πράξεων εκτελέσεως, οι οποίες ενεργούνται με βάση αυτήν, αν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 218 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 934 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’87/23-7-2015 με έναρξη ισχύος την 1/1/2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015 ) «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ` ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής, β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Συνεπώς, το άρθρο 934 παρ. 1 αρ. α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε ανωτέρω, προβλέπει μία ενιαία προθεσμία για όλους τους λόγους ανακοπής που υπάγονταν προηγουμένως στο (παλαιό) άρθρο 934 παρ. 1 αρ. α και β και συνεπώς, όλους τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας εκθέσεως, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως και τους λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, αν και δεν περιλαμβάνονται στην γραμματική διατύπωση του άρθρου και στην απαίτηση. Η προσήκουσα κάθε φορά προθεσμία που πρέπει να τηρήσει ο εκάστοτε ανακόπτων κρίνεται και υπό την νέα μορφή του άρθρου 934 ΚΠολΔ, όχι από το αίτημα της ανακοπής του, δηλαδή από την πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλει αυτός, αλλά από τους λόγους που προτείνει με την ανακοπή του, δηλαδή από τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στο κύρος της προσβαλλόμενης με την ανακοπή πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1107/2003, ΕλλΔνη 46 (2005), 107, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009.698, ΕφΙωαν 129/2006 ΝοΒ 55 (2007), 2127, Πελαγία Γέσιου- Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Γενικό Μέρος εκδ. 2017 σελ.692). Έτσι, όλες οι ανακοπές που αφορούν ενδεχόμενες πλημμέλειες που εντοπίζονται στο χρονικό πλαίσιο από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, που συντελούνται από την προδικασία της επιταγής (924), την εντολή προς εκτέλεση (927) και την κατάσχεση (954, 955, 992, 995) ή και την προδικασία του πλειστηριασμού (ιδίως 999), πρέπει να ασκηθούν μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης. Μέσα στην ίδια προθεσμία προβάλλονται και οι αντιρρήσεις που αφορούν την απαίτηση (βλ. Απαλαγάκη X., Συστηματική παρουσίαση των Βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν 4335/2015, εκδ. 2016, σελ. 50, Μακρίδου Κ./Απαλαγάκη Χ./Διαμαντόπουλος Γ., Πολιτική Δικονομία-θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα, εκδ. 2016, σελ. 35, ΕφΑιγ80/2020 ΤΝΠ Νόμος).
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι, και την επισκόπηση των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος των ανακοπτουσών -εκκαλουσών εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση, της μη παριστάμενης, εφεσίβλητης, η με αριθμό …../28.12.2017 διαταγή πληρωμής που εξέδωσε ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ανακόπτουσες διατάχθηκαν να καταβάλουν στην καθής η ανακοπή, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, το ποσό των 48.509, 86 ευρώ, εντόκως και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, σύμφωνα με τον όρο 7 της με αριθμό …/25.10.2006 (αριθμός λογαριασμού …………….) σύμβασης στεγαστικού δανείου που είχε συναφθεί μεταξύ των ανακοπτουσών και του πιστωτικού ιδρύματος «…….», στη θέση του οποίου έχει υπεισέλθει η εφεσίβλητη, με τον τρόπο που ανωτέρω αναπτύχθηκε. Η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στις ανακόπτουσες την 27.2.2018 όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …./27.2.2018 και ……/27.2.2018 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….., τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα. Η κρινόμενη δε ανακοπή η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς την 5-11-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 επιδόθηκε στην καθής και ήδη εφεσίβλητη την 28.12.2018, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/28.12.2018 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …………, την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούσες, ήτοι μετά την πάροδο 15 εργάσιμων ημερών από την επίδοση στις ίδιες της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Την 24.9.2018 η εφεσίβλητη επέδωσε στις ανακόπτουσες, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …./24.9.2018 και …./24.9.2018 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……….., τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, την με αριθμό ………./24.9.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που συνέταξε η ίδια Δικαστική Επιμελήτρια, με εκτελεστό τίτλο την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Όπως προαναφέρθηκε η κρινόμενη ανακοπή επιδόθηκε στην εφεσίβλητη την 28.12.2018 ήτοι μετά την πάροδο εξηντατεσσάρων ημερών από την επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των σαρανταπέντε ημερών. Σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν η κρινόμενη ανακοπή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον ασκήθηκε εκπρόθεσμα και ως προς τις δυο σωρευόμενες ανακοπές, Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την κρινόμενη ανακοπή ως απαράδεκτη για τους ίδιους λόγους ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης (με αρίθμηση 4) τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Με δεδομένο ότι η κρινόμενη ανακοπή ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης, οι οποίοι αναφέρονται στην υπαγωγή των ανακοπτουσών στις διατάξεις το Ν 3869/2010, την ελαττωμένη οικονομική τους δυνατότητα και την ανεπανόρθωτη βλάβη που θα υποστούν από την συνέχιση της εις βάρος τους εκτελεστικής διαδικασίας. Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθώς αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, που θα πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (έστω σιωπηρά) το Δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως με την άσκησή της. Τέλος, πρέπει, να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση, που η εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, (άρθρα 501, 502 και 505 του ΚΠολΔ), ως προς τα ζητήματα που αφορούν την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ καθώς και να καταδικασθούν οι εκκαλούσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας λόγω της ήττας τους (αρθ. 176 ΚΠολΔ), ενώ, ως προς το παράβολο, που αυτές προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-4-2019 με ΓΑΚ /ΕΑΚ/………/2019 έφεση κατά της με αριθμό 1425/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και την από 1-12-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της εφεσίβλητης και υπερ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση αντιπροσωπευομένης από την παρισταμένη προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα και αντιμολία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ……………../2019 παραβόλου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ .
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ