Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 502/2023

Αριθμός Απόφασης  502 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα ………

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Καπετανάκη (ΑΜ: ……. ΔΣΑ), ο οποίος υπέβαλε κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ την από 15-02-2023 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Μαρμαρινού (ΑΜ: ……. ΔΣΑ), που κατέθεσε προτάσεις.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 05-06-2019 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……/ΕΑΚ……/10-06-2019 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2555/2021 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 27-04-2022 έφεσή του, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29-04-2022 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-04-2022, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../2022 και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε, αλλά έχοντας υποβάλει την κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωσή του, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που προκατέθεσε. Η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 27-04-2022 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29-04-2022 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 29-04-2022, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/2022, κατά της με αριθμό 2555/15-11-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την από 05-06-2019 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……/ΕΑΚ……/10-06-2019 αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 498, 499, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (15-11-2021). Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………….. e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 1§§1,2 εδ. α΄ και β΄ Ν 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 Ν 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ΄ στ. α΄ ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2§1 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 117 ΕισΝΑΚ και 19§4 Ν 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του κατά τη σύναψή της καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο, όταν τής ζητηθεί. Η λειτουργία ωστόσο της συμβάσεως αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεσή της δηλαδή γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από τη βούληση του καταθέτη. Εξάλλου, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση, ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005). Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου «δικαιούχοι» και όχι «καταθέτες» στη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491§ 1 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΑΠ 855/2002, ΑΠ 1563/2000). Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο, αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους (ΑΠ 902/2019, 529/2015). Επιπλέον η ανάληψη του περιεχομένου του κοινού λογαριασμού από συνδικαιούχο δεν καθιστά αυτόν πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία των λοιπών συνδικαιούχων (βλ. ιδίως ΑΠ 902/2019). Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί τον λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση, όμως, δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Σ’ αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. του ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι ο εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό του (ΑΠ 2032/2017, 1128/2017). Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική, όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992). Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 902/2019, 1128/2017).

Με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ………/ΕΑΚ………./10-06-2019 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι είναι δικαιούχος του αναφερόμενου σ’ αυτήν τραπεζικού λογαριασμού μισθοδοσίας του, στον οποίο, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους κατέστη συνδικαιούχος και η εφεσίβλητη, για λόγους εξυπηρέτησης της έγγαμης συμβίωσης, κατόπιν ανάθεσης από τον ίδιο της διαχείρισής του σ’ αυτήν, κατ’ άρθρο 1399 ΑΚ, χωρίς ποτέ να κατατεθούν σ’ αυτόν χρήματα από την ίδια, ότι στα πλαίσια διαδικασίας λύσης του γάμου τους συμφωνήθηκε ειδικά ότι εκείνη δεν θα δικαιούται πλέον να διαχειρίζεται τον λογαριασμό αυτό, αν δεν της δώσει σχετική εντολή ο ίδιος, ότι ακολούθως σ’ αυτόν πιστώθηκε την 03-10-18 το ποσό των 71.171,05 ευρώ που έλαβε ο ίδιος ως αποζημίωση από τροχαίο ατύχημα, ότι η εφεσίβλητη, παρότι δεν είχε δικαίωμα επί των κατατεθέντων ποσών, ανέλαβε στις 10-12-18 και 06-02-19 τα ποσά των 14.000 και 1.266,34 ευρώ αντίστοιχα, εκ των οποίων του επέστρεψε διαδοχικά τα ποσά των 1.260 και 5.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλει υπόλοιπο ύψους 9.006,34 ευρώ. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη, και δια προσωπικής κρατήσεως, να του αποδώσει το ανωτέρω ποσό, το ποσό των 30 ευρώ για έξοδα που κατέβαλε στην Τράπεζα προς ενημέρωσή του και 95 ευρώ για αμοιβή δικαστικού επιμελητή προς αποστολή εξωδίκου δηλώσεως προς αυτήν, αφενός ως αποζημίωση, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της, που πληροί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, αφετέρου επειδή το συνολικό υπόλοιπο της κατάθεσης προερχόταν από δικά του και μόνον εισοδήματα και η εφεσίβλητη δεν είχε κανένα δικαίωμα επ’ αυτών κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της, επιφυλασσόμενος να ζητήσει το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και επικουρικά το ποσό των 9.006,34 ευρώ επειδή αυτή κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του, νομιμοτόκως από την 08-02-2019, που επέστρεψε το ανωτέρω μέρος, άλλως από την πάροδο 5 ημερών από την επίδοση σ’ αυτήν της εξωδίκου δηλώσεως (02-04-2019), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η αγωγή αυτή, ως προς το αίτημα απόδοσης του ποσού των 9.006,34 ευρώ που ανέλαβε η εφεσίβλητη και δεν επεστράφη στον εκκαλούντα, είναι ορισμένη, ως προς τη βάση της που στηρίζεται στο δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων του ενδίκου κοινού λογαριασμού, που με σαφήνεια εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο, αφού ο εκκαλών εξέθεσε ότι μετά τη διακοπή της μεταξύ των διαδίκων έγγαμης συμβίωσης ανακάλεσε την εντολή του προς την εφεσίβλητη για διαχείριση του κοινού λογαριασμού, οι καταθέσεις στον οποίο προέρχονταν μόνο από δικά του εισοδήματα και ότι συμφώνησαν με την εφεσίβλητη ότι κανένα δικαίωμα ανάληψης δεν έχει στο εξής, αν ο ίδιος δεν της δώσει σχετική ειδική εντολή, την οποία δεν είχε εν προκειμένω, μη απαιτουμένης ειδικότερης αναφοράς σε δυνατότητα ανάληψης συγκεκριμένου ποσού εκ μέρους της εφεσίβλητης, των λόγων για τους οποίους προέβαινε στη διαχείρισή του, όταν ίσχυε η μεταξύ τους συμφωνία, αλλά και της αναλυτικής κίνησης του λογαριασμού και των αναλήψεων εκ μέρους του εκκαλούντος, παρά τα όσα αβάσιμα περί αοριστίας επικαλείται με τις προτάσεις της η εφεσίβλητη. Περαιτέρω είναι και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1§1 Ν 5638/1932, 2§1 ΝΔ 17-7/13-8-1923 περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών, 361, 489, 491, 493, 495, 713 επ., 822, 830, 340, 345, 346 ΑΚ, 176 επ. ΚΠολΔ. Αντίθετα τα αιτήματα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωσης για δαπάνες ενημέρωσής του και για αμοιβή δικαστικού επιμελητή, καθώς και το αίτημα προσωπικής κράτησης, επειδή ερείδονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά και επειδή η αιτούμενη αξίωση υπολείπεται του ποσού των 30.000 ευρώ, είναι απορριπτέες ως νομικά αβάσιμες – 914 – 932 ΑΚ και 1047§§1 εδ. Β΄,2 ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη έκρινε ότι η αγωγή ως προς τις δύο αγωγικές βάσεις της, της αδικοπραξίας και του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη (ορθά κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη), περαιτέρω δε εξέφερε την κρίση ότι δεν σωρεύεται εν προκειμένω σ’ αυτήν βάση από την εξ αναγωγής αξίωση του συνδικαιούχου, ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος, που το πρώτον υποβλήθηκε με την προσθήκη των προτάσεών του, αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της. Έτσι κρίνοντας όμως και απορρίπτοντας την αγωγή στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη, εσφαλμένα δεν υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στους προαναφερόμενους κανόνες δικαίου (της εξ αναγωγής αξίωσης), παρότι εκτίθεντο στην αγωγή, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς να συντρέχει περίπτωση περαιτέρω συμπλήρωσής της, πολλώ μάλλον ανεπίτρεπτης μεταβολής της ιστορικής βάσης της και επομένως εσφαλμένα εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, των οποίων συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, αφού από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111§1, 216§1, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1,8 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίκληση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου δεν είναι στοιχείο της αγωγής και δεν δεσμεύει το δικαστήριο ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδεται από τους διαδίκους, αφού αυτό εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα επικαλούμενα προς θεμελίωση του οικείου ισχυρισμού περιστατικά τον κατά την κρίση του προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον ισχυρισμό, ήτοι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση και το υποβαλλόμενο αίτημα. Πρέπει επομένως δεκτού γενομένου ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης, περί εσφαλμένης εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, που διατυπώνεται στον «1ο λόγο έφεσης» και «2ο λόγο έφεσης», παρέλκουσας της έρευνας των 3ου και 4ου, περί εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού – μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων, καθώς και για παράπονα που αφορούν στην περί δικαστικών εξόδων διάταξη της εκκαλουμένης, να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ανωτέρω βάση της, για την οποία εκκαλείται (άρθρο 522 ΚΠολΔ) και για την οποία κρίθηκε νόμιμη και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, αφού για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις ανάλογες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (………. e – παράβολο και από 09-10-19 απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς).

Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αρνήθηκε την αγωγή, περαιτέρω δε επανέφερε ως εφεσίβλητη, παραδεκτά και κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, την προταθείσα, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επικαλούμενη ειδικότερα ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής προκαλεί εντύπωση κατάφωρης αδικίας σε βάρος της, διότι ο ενάγων, με ψευδείς και αντιφατικούς ισχυρισμούς επιχειρεί να τής αποσπάσει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό καταφέρει και να την εξαναγκάσει να παραιτηθεί από νόμιμα δικαιώματά της, η ίδια ήταν επί πολλά έτη συνδικαιούχος του λογαριασμού, συνθήκη την οποία ο ίδιος δεν ανέτρεψε μετά τη λύση του γάμου τους, παρήλθαν 6 μήνες από την ανάληψη των ανωτέρω ποσών ως την άσκησή της (αγωγής), ενώ επιπλέον η ίδια στερείτο του δικαιώματος ανάληψης, παρότι θα κατέθετε χρήματα, προκειμένου μόνο ο ενάγων να απολαμβάνει τα οφέλη. Ωστόσο τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθόσον δεν συγκροτούν τη νομική έννοια της καταχρηστικότητας του ασκουμένου, ως άνω, δικαιώματος και η σχετική ένσταση είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη.

Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. …. και …./16-10-2019 και …../04-11-2019 ενόρκων βεβαιώσεων των …………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες προσκομίζονται με επίκληση επιμελεία του εκκαλούντος και ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ………/11-10-2019 και …../29-10-2919 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….), της υπ’ αριθ. ……../18-10-2019 ένορκης βεβαίωσης του …….. ενώπιον του ίδιου Ειρηνοδίκη, που προσκομίζεται με επίκληση επιμελεία της εναγομένης, η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/15-10-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση, εξαιρουμένης της από 16-10-2019 υπεύθυνης δήλωσης (του άρθρου 8 § 4 του Ν 1599/1986) του ….. …., που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη, η οποία δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 34/2021, ΑΠ 1427/2017), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο το έτος 1997 και υπηρετούν αμφότεροι ως αστυνομικοί στην ΕΛ.ΑΣ. Ο ενάγων ήταν δικαιούχος του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού μισθοδοσίας του στην Τράπεζα Πειραιώς, μετά δε το γάμο τους κατέστησε συνδικαιούχο την εναγομένη, για τις ανάγκες εξυπηρέτησης των οικογενειακών αναγκών τους, με την εντολή να τον διαχειρίζεται όταν παρίσταται ανάγκη. Αυτός τροφοδοτείτο σχεδόν αποκλειστικά από τη μισθοδοσία του ενάγοντος, ενώ δεν κατατίθεντο χρήματα από την πλευρά της εναγομένης. Ο γάμος τους λύθηκε συναινετικά και αμετάκλητα δυνάμει της υπ’ αριθ. 2541/17-05-06 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ωστόσο η εναγομένη συνέχισε να παραμένει συνδικαιούχος του λογαριασμού αυτού και μετά, λόγω της εμπιστοσύνης που έτρεφε στο πρόσωπό της ο ενάγων και κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους ότι δεν θα προβαίνει σε πράξεις διαχείρισης αυτού, άνευ ρητής και για συγκεκριμένο σκοπό εντολής του, συμφωνία που τηρήθηκε εκ μέρους της ως το φθινόπωρο του έτους 2018, χωρίς η εναγομένη να προβεί σε οποιαδήποτε ανάληψη, περιστατικό που συνομολογεί και η ίδια με τις προτάσεις της (σελ. 56). Την 28-09-18 ο ενάγων έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…….» ως αποζημίωση από τραυματισμό του σε τροχαίο ατύχημα το συνολικό ποσό των 71.170,05 ευρώ, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. ……….. δίγραμμης επιταγής της ανωτέρω Τράπεζας, που κατατέθηκε στον ανωτέρω λογαριασμό του την 03-10-18, ο οποίος εκείνη την ημέρα εμφάνιζε υπόλοιπο ύψους 390,99 ευρώ. Στις 10-12-2018 όμως, η εναγομένη, παρά την αντίθετη συμφωνία με τον ενάγοντα, προέβη στη μεταφορά από τον ανωτέρω λογαριασμό ποσού 14.000 ευρώ στον υπ’ αριθ. ……………… λογαριασμό, ενέργεια που επανέλαβε την 06-02-2019, μεταφέροντας από τον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 1.266,34 ευρώ στον υπ’ αριθ………….. λογαριασμό. Την επομένη, κατόπιν έντονων διαμαρτυριών του ενάγοντος, με δύο διαδοχικές μεταφορές από τον τελευταίο λογαριασμό στον επίδικο, απέδωσε στον ενάγοντα τα ποσά των 1.260 και 5.000 ευρώ και συνολικά 6.260 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλει υπόλοιπο ύψους 9.006,34 ευρώ, το οποίο αρνείται να του καταβάλει, παρότι υποχρεούται, παρά τους αόριστους ισχυρισμούς της περί μεγαλύτερης συμβολής της στις οικογενειακές ανάγκες κατά το χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, που δεν δημιουργούν άνευ άλλου τινός ανταπαίτησή της έναντι του ενάγοντος (άρθρο 1389 ΑΚ) και την οποία πάντως δεν διεκδίκησε 12 χρόνια μετά τη λύση του γάμου τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, επειδή αποδείχθηκε ότι το σύνολο του υπολοίπου του ενδίκου κοινού των διαδίκων τραπεζικού λογαριασμού προερχόταν από εισοδήματα του ενάγοντος και ότι, για το λόγο αυτό, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, μετά τη λύση του γάμου τους, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η εναγομένη δεν θα έχει δικαίωμα στο υπόλοιπο της κατάθεσης και δεν θα το διαχειρίζεται αν δεν λάβει ειδική εντολή από τον ενάγοντα, πλην όμως αφαίρεσε, χωρίς την εντολή του το ανωτέρω ποσό, εκ του οποίου οφείλει υπόλοιπο ύψους 9.006,34 ευρώ, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί να του το καταβάλει, νομιμοτόκως από 02-04-2019, οπότε παρήλθε η πενθήμερη προθεσμία που έταξε στην εναγομένη με την από 20-03-2019 όχλησή του που της επιδόθηκε στις 26-03-2019 (βλ. υπ’ αριθ. …../26-03-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………..). Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκηση της έφεσης στον εκκαλούντα, επειδή η έφεσή του έγινε δεκτή, κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγομένης, κατά το μέρος της ήττας της, κατ’ άρθρα 106, 178, 183, 189 και 191§2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63§1 στ. i περ. α, 68§1 και 69§1 Ν 4194/2013, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό …….. e-παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη.

Κρατεί και δικάζει την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……/ΕΑΚ……../10-06-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων έξι ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (9.006,34 ευρώ), νομιμοτόκως από 02-04-2019.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εκκαλούντος, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 11-09-2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ