Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 467/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμος απόφασης       467/2023

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Των  εκκαλούντων-εφεσίβλητων: 1) Kοινωνίας Κληρονόμων …………… 2) ………., 3) ………. και 4) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Λειβαδίτη,με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2Κ.Πολ.Δ και

Της  εφεσίβλητης-εκκαλούσας: Της  ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «……….» και το διακριτικό τίτλο «………», η οποία, από 30.8.2019 αποτελεί την νέα επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας «……….» και το διακριτικό τίτλο «……..», η οποία αλλαγή επωνυμίας εγκρίθηκε με τη με αριθμό 6557/2019 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη ΠΕ Βορείου Τομέα Αθηνων και καταχωτήθηκε στο ΓΕΜΗ την 30.8.2019 με αριθμό πρωτοκόλλου … με ΑΦΜ …. ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Αντωνόπουλο, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Οι ανακόπτοντες  και ήδη εκκαλούντες –εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.1.2018  και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 ανακοπή κατά της καθής η ανακοπή – εκκαλούσας- εφεσίβλητης. Το  Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επιληφθέν επί της ως άνω  ανακοπής  την οποία δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 3861/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία  έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι: α) Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 10.8.2020  έφεσή τους  που έλαβε  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ……/2020 και β) Η καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, με την από 15.9.2020 έφεσή της  που έλαβε  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020. Για την συζήτηση των εφέσεων ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 11-11-2021 και μετά απο αναβολή η διάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε αμφότερες οι υποθέσεις που έλαβαν αριθμό πινακιου 24 και 23 αντίστοιχα,  συνεκφωνήθηκαν κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και ακολούθως συζητήθηκαν

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν με δήλωση.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν : 1) η από 10.8.2020  έφεση με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2020  και 2) η από 15.9.2020 έφεση με  ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2020, οι οποίες στρέφονται κατά της με αριθμό  3861/2018  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την παρουσία των διαδίκων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω  της συνάφειάς τους. (άρθρ. 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Η από 10.8.2020  έφεση με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2020  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 11-8-2020, με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, η οποία άρχεται την επομένη ημέρα της δημοσίευσης της εκκαλουμένη απόφαση, στην κρινόμενη περίπτωση 18.8.2018 (η εκκαλουμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 17.8.2018) δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα προσκομιζόμενα από τους ιδίους έγγραφα προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  …………  e- παράβολο σε συνδυασμό με την από 11.8.20209 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς). Εξάλλου κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 (A’ 104) ορίζεται ότι “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”, Εξάλλου, στο άρθρο 49 του ν. 4963/2022, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της αναστολής των προθεσμιών που εισήχθησαν με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και την παρ.1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021», ορίζεται ότι: «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν.4790/2021 (Α’ 48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ.503/1985, (Α’ 182) ΚΠολΔ]. 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν.4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ».. Οπως προαναφέρθηκε από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (18.8.2018) άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε την 18.8.2020, αφού στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης της έφεσης δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 παρ.4 Κ.Πολ.Δ. λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξ αυτής μη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 74 παρ.1 εδ.α του Ν. 4690/2020 δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της από 15.9.2020 ένδικης έφεσης η οποία έλαβε χώρα την 16.9.2020 με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου έλαβε ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/16.9.202.  Συνακόλουθα η ως άνω έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1-2 και 144 του ΚΠολΔ), παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εφεσίβλητων,  ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ………….  e- παράβολο σε συνδυασμό με την από 15.9.2020 απόδειξη πληρωμής της Alpha Bank) Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις είναι παραδεκτές και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και  να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι με την από 20.1.2018 με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2018 ανακοπή τους, ζητούσαν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, η με αριθμό ……../2017 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα- εφεσίβλητη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 220.000 ευρώ, για απαίτηση που προέρχεται από ισόποση συναλλαγματική, που εξέδωσε η καθής η ανακοπή, αποδέχθηκε η πρώτη ανακόπτουσα και τριτεγγυήθηκαν οι λοιποί. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή, ακύρωσε εν μέρει τη διαταγή πληρωμής, για το ποσό των 95.940 ευρώ, την επικύρωσε κατά τα λοιπά και επέβαλε σε βάρος της καθής μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, ποσού 1.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι. Οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες με την ένδικη έφεσή τους ισχυρίζονται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, ως αβάσιμο κρίνοντας ότι η εσφαλμένη αναγραφή της ημερομηνίας λήξης της συναλλαγματικής στην διαταγή πληρωμής που εκδίδεται βάσει αυτής, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγκαίων στοιχείων της εγκυρότητας της και ζητούν να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτός ο ως άνω λόγος ανακοπής τους και να ακυρωθεί  η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Επίσης ζητούν να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.   Η καθ΄ής η ανακοπή- εκκαλούσα ισχυρίζεται οτι κατ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, περί μερικής εξόφλησης της επίδικης συναλλαγματικής, αν και η εκκαλούσα με τις προτάσεις της, πρότεινε αιτιολογημένα κατ αντένσταση οτι η καταβολή ποσού 95.940 ευρώ την 19.3.2014 από τους ανακόπτοντες αφορούσε προγενέστερες οφειλές.  Ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση,να απορριφθεί η ανακοπή των εφεσίβλητων, και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 632 του KΠολΔ η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του  KΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση, αλλά στο μέτρο των λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997). Ειδικότερα το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τους λόγους αυτής, δηλαδή να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι ανακοπής δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα, για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και αν αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του KΠολΔ, γιατί έναντι των εν λόγω διατάξεων, κατισχύει ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β` του KΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1779/2001, 892/1990). Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 925/2020, 1298/2018, 1943/2009, 1098/2008, 1313/2007, 339/2006, 50/2004 α’ δημ. ΝΟΜΟΣ, Εφ Αθ. 653/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επειδή κατά την διάταξη του άρθρου 159 ΚΠολΔ, η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει την διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα την οποία απαγγέλει το Δικαστήριο 1) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, 2) αν για την παράβαση αυτή χωρεί αναίρεση ή αναψηλάφηση, 3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο Δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας.. Αλλωστε, κατά την διάταξη του άρθρου 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ακυρότητα, από την οποία επήλθε η βλάβη του διαδίκου δεν μπορεί να απαγγελθεί χωρίς πρόταση του διαδίκου, εκτός αν ο νόμος παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει την τήρηση της διάταξης αυτεπάγγελτα. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να περιέχει α`) το ονοματεπώνυμο του Δικαστή που εκδίδει την διαταγή πληρωμής, β`) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, την διεύθυνση καθώς και τον αριθμό του φορολογικού μητρώου εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής και αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την επωνυμια, τη διευθυνση της εδρας του, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του, του αιτούντος και του καθ` ού η αίτηση, γ`) την αιτία της πληρωμής, δ`) το  ποσό  των χρημάτων ή των χρεωγράφων που πρέπει να καταβληθεί, ε`) διαταγή πληρωμής, στ`) υπόμνηση στον καθ` ού αυτή οτι δικαιούται να ασκήσει  ανακοπή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. και ζ`) υπογραφή του Δικαστή. Η παράλειψη ενός εκ των ανωτέρω στοιχείων οδηγεί σε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, η οπαία δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αφού αυτό δεν ορίζεται ρητά στο νόμο, αλλά θεμελιώνει λόγο ανακοπής, εφόσον υφίσταται ανεπανόρθωτη βλάβη του ανακόπτοντος εξαιτίας των ελλείψεων αυτών (Εφ. Δωδ. 159/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 1132/2008, ΕλλΔ/νη 2008, σελ.1708, ΕφΛαρ 361/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7771/1980, ΕλλΔ/νη 21, σελ. 618, Βλ. επίσης Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Γ`, άρθρο 630 KΠολΔ, σελ. 829-830, § δ`). Από τα προεκτεθέντα προκύπτει οτι  η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει την αιτία πληρωμής, δηλαδή τη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση (ΕφΑθ 1564/70 ΝοΒ 18.1354, ΕιρΚορ 45/77 ΕλλΔνη 1977.116, Θεοδωροπούλου, έ.α`), ήτοι απαιτείται η διαταγή πληρωμής να προσδιορίζει το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία προέκυψε η ένδικη αξίωση, λ.χ. αποδοχή συναλλαγματικής, έκδοση επιταγής, δάνειο, μίσθωση ακινήτου κλπ. (Μπέη, έ.α., παρ. 1.3, σελ. 197). Αντιθέτως, δεν απαιτείται να περιγράφονται στην διαταγή πληρωμής τα πραγματικά γεγονότα που συνιστούν την αιτία αυτής, ενώ η περιγραφή αυτή απαιτείται μόνον στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, λ.χ. δεν απαιτείται να αναγράφεται στην διαταγή πληρωμής και ο χρόνος λήξης της συναλλαγματικής επί της οποίας εκδίδεται αυτή , έφ` όσον από τα υπόλοιπα στοιχεία της δεν καταλίπεται κάποια αμφιβολία για την αιτία της πληρωμής. (ΕφΘεσ 49/1982 Αρμ 36.819, Θεοδωροπούλου, έ.α., Μπέη, έ.α`). Ετσι η διαταγή πληρωμής από συναλλαγματική, πρέπει να περιέχει τους τίτλους, στους οποίους στηρίζεται η απαίτηση, όχι όμως ως προς όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 1 του Ν. 5325/1932 για την ύπαρξη έγκυρου τίτλου, αλλά μόνο ως προς τα αναγκαία για τον καθορισμό της ταυτότητας των τίτλων, είναι, δε, αρκετή η μνεία του είδους και της χρονολογίας έκδοσης τους (Εφθεσ 49/1982 Αρμ. 36.818, ΕφΑθ 1564/1970, ΝοΒ 18.1354). Εξάλλου, η έλλειψη μνείας, ή η εσφαλμενη αναγραφή στην διαταγή πληρωμής κάποιου από τα απαραίτητα στοιχεία της αποτελεί δικονομική παράβαση, που επισύρει δικονομική ακυρότητα, εάν κατά την κρίση του Δικαστού αυτή επέφερε στον προτείνοντα αυτήν διάδικο ανεπανόρθωτη με άλλα μέσα βλάβην, την οποία αυτός πρέπει να επικαλεστεί να εξειδικεύσει και να αποδείξει. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, τον οποία επαναφέρουν με την κρινόμενη έφεσή τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν οτι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ανφέρεται ως χρονολογία λήξης της επίδικης  συναλλαγματικής, οτι είναι λήξεως όψεως εντός έξι (3) ετών από της εκδόσεώς της, και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής καθώς η χρονολογία των έξι ετών είναι διαφορετική από την αναφερόμενη στη συναλλαγματική. Οπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθμό …./2017 διαταγής πληρωμής που εξέδωσε η Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως αιτία πληρωμής αναφέρεται η από 24.11.2011 συναλλαγματική ποσού 220.000 ευρώ που εξέδωσε στο Μαρούσι, η αιτούσα, (καθής η ανακοπή) πληρωτέα σε διαταγή της, λήξεως όψεως εντός έξι (3) ετών από την έκδοσή της. Την ως ανω συναλλαγματική αποδέχθηκε την 24.11.2011 η πρώτη των καθών (πρώτη ανακόπτουσα) και τριτεγγυήθηκαν την πληρωμή της, υπερ αυτής (της αποδέκτριας) οι β,γ, και δ των καθών (β,γ, και δ των ανακοπτόντων). Η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής, αναφέρει όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται για τον επαρκή προσδριορισμό της αιτίας πληρωμής, αναφερόμενη σε συναλλαγματική και στην ημερομηνία έκδοσής της. Επιπλέον δεν ελλείπει η αναφορά στο χρόνο λήξης της συναλλαγματικής, πλην όμως λόγω προφανούς παραδρομής του Δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, αναφέρονται διαφορετικοί χρόνοι λήξης έξι και τριών ετών. Η εκ παραδρομής αναγραφή των έξι ετών, καθίσταται σαφής, τόσο απο το περιεχόμενο της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, η οποία αναφέρεται σε τρια έτη, χρόνος λήξης ο οποίος δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Επιπλέον οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω της προαναφερθείσας παραδρομής ως προς το χρόνο λήξης αυτής, χωρίς όμως να επικαλούνται με την ασκηθείσα ανακοπή ανεπανόρθωτη βλάβη τους από αυτήν, και επομένως ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Σημειώνεται οτι το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι έχουν αποδεχθεί και έτερες συναλλαγματικές έκδοσης της καθής, που διαφέρουν από την επίδικη, μόνο ως προς το χρόνο λήξης και επομένως δεν δύνανται να αντιληφθούν ποια οφειλή τους αφορά. Οπώς εκτίθεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η συμπλήρωση προβληθέντος ΄λόγου ανακοπής με το δικόγραφο της έφεσης τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εν μέρει με διαφορετικές αιτιολογίες απέρριψε ομοίως τον ως άνω λόγο ανακοπής ορθά εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης των ανακοπτόντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 44/2004, ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής και εκείνης του άρθρου 422 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί κατ’ ένσταση ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη (ΑΠ 178/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008, ΝΟΜΟΣ). Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης να αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’ επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδ. β’ ΑΚ (ΑΠ 580/2019, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1367/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1927/2008, ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όπως σε κάθε ένσταση, πρέπει να αναφέρονται από τον δανειστή, που προβάλλει την ανωτέρω αντένσταση για ύπαρξη άλλου χρέους, τα γεγονότα που, κατά νόμο, την θεμελιώνουν και μάλιστα, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από το δικαστήριο και να έχει ο οφειλέτης τη δυνατότητα να αμυνθεί, δηλαδή πλήρη τα παραγωγικά γεγονότα του άλλου χρέους ή των τυχόν επικαλουμένων περισσοτέρων χρεών και το ύψος αυτών, γιατί αλλιώς η αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα (ΑΠ 1221/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1093/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 575/2015, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2015, ΝΟΜΟΣ). Αν τελικά ο δανειστής δεν μπορέσει να αποδείξει ότι η καταβολή αφορούσε άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν, τότε το καταβληθέν ποσό καταλογίζεται στο μοναδικό πλέον χρέος που οφείλει ο τελευταίος. Σε περίπτωση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης όμοιων εμπορευμάτων, οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαρκούς εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, με βάση την οποία ο δανειστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να πωλεί στον οφειλέτη ποσότητες των ως άνω εμπορευμάτων, με τη συμφωνία να εκδίδεται για κάθε μερικότερη σύμβαση πώλησης το αντίστοιχο τιμολόγιο επί πιστώσει, στο οποίο θα αποτυπώνονται αναλυτικά κατ’ είδος και αξία τα πωλούμενα εμπορεύματα, για το ορισμένο της πιο πάνω αντένστασης του πωλητή (δανειστή), ότι δηλαδή η προβαλλόμενη από τον αγοραστή (οφειλέτη) καταβολή αφορά όχι το επίδικο αλλά διαφορετικό χρέος από προηγούμενη επί μέρους σύμβαση πώλησης, αρκεί η επίκληση της εν λόγω συνεργασίας και του αντίστοιχου τιμολογίου, αφού και στην περίπτωση αυτή έχουν τη δυνατότητα το μεν δικαστήριο να εκτιμήσει τον ισχυρισμό περί ύπαρξης διαφορετικού χρέους, ο δε εναγόμενος οφειλέτης έχει να αμυνθεί κατ’ αυτού. (ΑΠ 666/2020 ΝΟΜΟΣ).Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν οτι υπήρξε μερική εξόφληση της απαίτησης που ενσωματώνει η επίδικη συναλλαγματική επειδή πριν την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, κατέβαλαν στην καθής το ποσό των 95.940 ευρώ για την αιτία αυτή.

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ……… και ……….. που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, την με αριθμό …../16,3,2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………., που λήφθηκε επιμελεία των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών ………, μετά από νόμμιμη κλήτευση της καθής η ανακοπή, εκκαλούσας, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/13.3.2018 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …….,  και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 28.7.2006 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης η καθής η ανακοπή εκμίσθωσε στην πρώτη ανακόπτουσα το πρατήριο πώλησης υγρών καυσίμων, που βρίσκεται στην Αθήνα, επί της οδού ………, και παράλληλα την προμήθευε κατά αποκλειστικότητα με υγρά καύσιμα, ορυκτέλεια, λιπαντικά και λοιπά πετρελαιοειδή προιόντα, τα οποία η τελευταία μεταπωλούσε στο καταναλωτικό κοινό. Ακόμα, δυνάμει του από 24.11.2011 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων, οτι χάριν καταβολής και προς ασφάλεια των πάσης φύσεως  οφειλών της πρώτης ανακόπτουσας, προς την καθής η ανακοπή, η πρώτη ανακόπτουσα ως πρατηριούχος θα αναλάβει την υποχρέωση να αποδεχθεί και οι λοιποί ανακόπτοντες να τριτεγγυηθούν μια συναλλαγματική όψεως, με προθεσμία εμφάνισης τριών (3) ετών από την έκδοσή της πληρωτέα σε διαταγή της καθής, ποσού 220.000 ευρώ. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, η καθης η ανακοπή εξέδωσε μια συναλλαγματική όψεως, ποσού 220.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 24.11.2011, πληρωτέα σε διαταγή της, εντός τριών ετών από την έκδοσή της, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν η πρώτη ανακόπτουσα και τριτεγγυήθηκα οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτη των ανακοπτόντων. Εν συνεχεία εκδόθηκε η με αριθμό 410/2017, ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την από 12.10.2017 σχετική αίτηση της καθής η ανακοπή, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 220.000 ευρώ, με βάση την ως άνω συναλλαγματική. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί τα τέλη του 2012, η πρώτη ανακόπτουσα έπαυσε να λειτουργεί το πρατήριο και πώλησε στην καθής η ανακοπή τον εξοπλισμό της επιχείρησης, Για τον λόγο αυτό η καθής εξέδωσε την με αριθμό ……….. επιταγή της Alpha Bank, ποσού 95.940 ευρώ, με ημερομηνία 14.3.2014, την οποία μεταβίβασε στην πρώτη ανακόπτουσα, και η τελευταία την επαναμεταβίβασε στην καθής, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/19.3.2014 απόδειξη είσπραξης της καθής προς εξόφληση της επίδικης οφειλής της. Η καθής δεν αμφισβητεί την καταβολή του ποσού αυτού από την πρώτη ανακόπτουσα, ισχυρίζεται όμως οτι η καταβολή αυτή πιστώθηκε στον λογαριασμό της πρώτης ανακόπτουσας, απομειώνοντας την υπάρχουσα οφειλή της.  Ο ισχυρισμός αυτός στον οποίο επιχειρείται να βασιστεί αντένσταση καταλογισμού της καταβολής σε έτερο χρέος, προβάλλεται αορίστως από την καθής η ανακοπή, αφού δεν αρκεί να αναφέρεται η μακροχρόνια εμπορική συνεργασία των διαδίκων και η τήρηση καρτέλλας πελάτη, αλλά πρέπει να αναφέρεται επιπλέον συγκεκριμένο χρέος κατά ποσό και αιτία, στο οποίο να καταλογίστηκε η συγκεκριμένη πληρωμή, στοιχεία που ουδόλως αναφέρει η καθής η ανακοπή.  Σημειώνεται δε οτι οι ανακόπτοντες αμφισβητούν την ύπαρξη άλλης οφειλής τους προς την καθής η ανακοπή, κατά τον χρόνο της καταβολής,     του ποσού των 95.940 ευρώ, με δεδομένο οτι η συνεργασία των διαδίκων είχε σταματήσει ήδη από το έτος 2012. Ακόμα ο μάρτυρας της καθής …….., ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και είναι επιθεωρητής πωλήσεων στην περιοχή της Αττικής, αποδέχεται οτι το χρέος της ανακόπτουσας ανέρχεται στο ποσό των 110.000 ευρώ και οχι των 220.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με όμοιες αιτιολογίες έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο ανακοπής περί μερικής εξόφλησης της οφειλής για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ως προς το ποσό των 95.940 ευρώ, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της καθής η ανακοπή ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Με τις ανωτέρω σκέψεις, αφού απορρίφθηκαν οι προβαλλόμενοι λόγοι αμφότερων των εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις στο σύνολό τους, να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες έκαστης έφεσης στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων έκαστης έφεσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 183Κ.Πολ.Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις   1) από 10.8.2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2020  και 2)  από 15.9.2020 με  ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2020, εφέσεις κατά της με αριθμό  3861/2018  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών,αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις και τις απορρίπτει κατ ουσίαν

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των με κωδικούς . …../2020  και ………./2020  παραβόλων Δημοσίου στο Δημόσιο Ταμείο

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος α) των εκκαλούντων της από 10.8.2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020 έφεσης τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και β) της εκκαλούσας της από 15.9.2020 με  ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2020 έφεσης τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  31  Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ