ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 469 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ (ΔΥΠΕ) ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ», που εδρεύει στον ………. Αττικής, επί της οδού …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Παρασκευή Γεωργίου και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ……….2] ……. και 3] ………, ………… οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Παναγιωταράκου.
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.8.2018 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………../10.8.2018) αγωγή, την οποία έστρεψε κατά των νυν εφεσιβλήτων και ενός [1] ακόμα φυσικού προσώπου και επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 456/2020 (μη οριστική) και 285/2022 (οριστική) αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή του ήδη εκκαλούντος έγινε δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ενάγον με την από 23.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../23.3.2022 έφεσή του, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ένδικη από 23.3.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./23.3.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../23.3.2022) έφεσή του το πρωτοδίκως καθ’ ολοκληρία νικήσαν ενάγον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου πλήττει τη με αριθμό 285/31.1.2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και, αφού κήρυξε τη δίκη καταργημένη ως προς τον τέταρτο των αρχικώς εναχθέντων και ήδη μη διάδικο, λόγω παραιτήσεως ως προς αυτόν του ενάγοντος από το δικόγραφο της από 9.8.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/10.8.2018 αγωγής, με την οποία, προς άρση της αμφισβητήσεως που είχε ανακύψει εξαιτίας προηγούμενων αγωγών τους εναντίον του, είχε ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι η οφειλή του (ενάγοντος) προς τους εναγομένους ιατρούς από την παροχή των υπηρεσιών τους, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και ημερήσια ωράρια απασχόλησης εκάστου, στις εντασσόμενες στο Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ) μονάδες της αρμοδιότητάς του ανερχόταν στο προσδιοριζόμενο για καθέναν τους χρηματικό ποσό, όπως αυτό παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως, δέχθηκε ακολούθως την αγωγή αυτή, λόγω της αποδοχής του αιτήματός της εκ μέρους των εναπομεινάντων εναγομένων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 298 ΚΠολΔ.
Η έφεση αυτή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως μεν (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι το εφετήριο κατατέθηκε στις 23.3.2022, δηλαδή εντός της νόμιμης γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με την επίδοση της εκκαλουμένης στο εκκαλούν στις 22.2.2022 (βλ. τη με αριθμό …/22.2.2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), πλην όμως απαραδέκτως και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του στην άσκηση της ένδικης έφεσης το εκκαλούν επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε εφόσον έχει έννομο συμφέρον και υποστηρίζει, πρώτον, ότι θίγεται από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης, που δέχθηκε μεν την αγωγή του, όπως αυτή είχε περιοριστεί, λόγω της αποδοχής του αιτήματός της εκ μέρους των εναγομένων – εφεσιβλήτων, εκδίδοντας απόφαση σύμφωνη με αυτήν, όμως διέλαβε επιπλέον στο αιτιολογικό της μέρος ότι η αγωγή γίνεται δεκτή «…παρά το ότι ελλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι αποδέχονται την αγωγή και η αποδοχή επιφέρει το αποτέλεσμά της και αν ακόμη … υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω …», δεύτερον, ότι οι αιτιολογίες αυτές είναι εσφαλμένες, καθώς το έννομο συμφέρον του ήταν υπαρκτό, αφού με την αγωγή του επεδίωκε την άρση της αμφισβήτησης ως προς την εργασιακή σχέση των εναγομένων, το ύψος των οφειλόμενων απολαβών τους και την αιτία της οφειλής του και, τρίτον, ότι από τις ίδιες αιτιολογίες υφίσταται βλάβη. Οι ισχυρισμοί αυτοί πάσχουν πολλαπλώς. Ανεξαρτήτως, αφενός, του ότι το σφάλμα καθαυτό της εκκαλουμένης δεν προσδίδει έννομο συμφέρον για την προσβολή της με έφεση στο νικητή διάδικο (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 21, σελ. 36, σημ. 78) και, αφετέρου, του ότι δεν εξειδικεύεται εν προκειμένω το είδος της βλάβης που υφίσταται το εκκαλούν από τις επίμαχες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως θα έπρεπε, προκειμένου να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του, που στην περίπτωση του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ λειτουργεί νομιμοποιητικά (ΕφΘεσ. 130/1990, Αρμ. 1990/118, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 516, αρ. 21, σελ. 913), οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλουμένης μπορούν κατά νόμο να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης μόνον όταν απολήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος και όχι όταν είναι απλώς μη νομικά ορθές ή ασύμφορες γι’ αυτόν ή ανεπιθύμητες (ΕφΔωδ. 342/2006, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), καθόσον κρίσιμες για τη βλάβη είναι οι διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της εκκαλουμένης και όχι οι αιτιολογίες της (ΑΠ 57/2020, ΑΠ 920/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, νομικά σημαντική βλάβη υφίσταται μόνον όταν από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης παράγεται για τον εκκαλούντα δυσμενές δεδικασμένο, δυνάμενο να του αντιταχθεί σε άλλη δίκη, όταν δηλαδή οι αιτιολογίες συνιστούν στοιχεία του διατακτικού της εκκαλουμένης και φέρουν τα προσόντα διατακτικού (ΑΠ 274/2003, ΕΔΠ 2004/51, ΜονΕφΑθ. 521/2019, ΤριμΕφΠειρ. 703/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 6060/2013, ΕφΑΔ 2014/892 = Δνη 2015/1435, ΕφΑθ. 2252/2003, Δνη 2006, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αρ. 4, σελ. 121, Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 27, σελ. 44, βλ. και Δ. Μπαμπινιώτη, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 271), όχι δε και όταν είναι απλώς πλεοναστικές, χωρίς να στηρίζουν το διατακτικό (ΑΠ 1459/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε και του ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 322 § 1 εδαφ. α΄ και 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο της απόφασης που δέχεται την αγωγή λόγω αποδοχής του αιτήματός της από τον εναγόμενο κατ’ άρθρο 298 ΚΠολΔ καλύπτει συνολικά τις έννομες συνέπειες των οποίων η διάγνωση ζητήθηκε με την αγωγή (ΑΠ 1059/2001, Δνη 2003/414), δηλαδή το υπαρκτό της αξίωσης που επιδικάστηκε με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική και νομική αιτία της, παρέπεται ότι βλαπτικές μπορεί να είναι μόνον οι αιτιολογίες που αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης και όχι στο δικονομικό αντικείμενο της δίκης, στο πλαίσιο της οποίας έγινε αποδοχή της αγωγής και εκδόθηκε απόφαση σύμφωνη με αυτήν (Δ. Κονδύλης Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 18, Ι.3, σελ. 347), στο οποίο εντάσσονται και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως το έννομο συμφέρον, δεδομένου, άλλωστε, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν αποτελούν ιδιαίτερο αυτοτελές αντικείμενο δίκης (ΟλΑΠ 4/1996, Δνη 1996/1041 = ΕΕΝ 1996/23 = ΝοΒ 1997/199, ΟλΑΠ 12/1989, ΑρχΝ 1989/252 = Δνη 1989/1313 = Δ 1990/949 = ΕΕΝ 1989/709 = ΕΕΔ 1990/252) και, επομένως, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτοτελώς. Συνεπώς, βλάβη του εκκαλούντος από αιτιολογίες της εκκαλουμένης αναγόμενες στο παραδεκτό της αγωγής που έγινε δεκτή λόγω της αποδοχής, δεν είναι νοητή και η επίκλησή της δεν του προσδίδει έννομο συμφέρον προσβολής της με έφεση. Πάντα δε τα ανωτέρω ανεξαρτήτως του ότι, πρώτον, η περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος (εσφαλμένη) κρίση της εκκαλουμένης εκφέρθηκε πλεοναστικώς, αφού η κατ’ ουσίαν παραδοχή της αγωγής αποκλείει την ταυτόχρονη συνδρομή διαδικαστικού απαραδέκτου και, δεύτερον, του ότι, προφανώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε επιγενόμενη της άσκησης της κριθείσας αγωγής έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, που ανέκυψε μόνον μετά την αποδοχή της αγωγής του εκ μέρους των εναγομένων, ασχέτως, βέβαια, του ότι πριν από την έκδοση απόφασης σύμφωνης με την αποδοχή δεν μπορεί να γίνει λόγος για έκλειψη εννόμου συμφέροντος. Για καθέναν, επομένως, από τους λόγους που προαναφέρθηκαν, από τους οποίους και αυτοτελώς έκαστος επιστηρίζει το απορριπτικό διατακτικό της παρούσας, πρέπει η κρινόμενη έφεση, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εφεσίβλητων, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθενός από αυτούς, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, που ηττάται (άρθρα 176, 183, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Επιβάλλει στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €) για τον πρώτο, των τετρακοσίων ευρώ (400 €) για τον δεύτερο και των διακοσίων εξήντα ευρώ (260 €) για τον τρίτο εφεσίβλητο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ