Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 470/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός      470  /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Παναγιωταράκου και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Δήμος Περάματος» (ΟΤΑ) με έδρα στο Πέραμα Αττικής, επί της ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Μυλωνά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.10.2017 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../26.10.2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4178/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα με την από 6.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./7.7.2021 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 7.4.2022 και στη συνέχεια, μετ’ αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις της που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 495 § 1 ΚΠολΔ το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ κατά το άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης και ιδίως αν αυτή ασκήθηκε εκπροθέσμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Το απαράδεκτο αποτελεί συνέπεια της έκπτωσης του διαδίκου από το δικαίωμα ασκήσεως της έφεσης (άρθρο 151 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 144 § 1 και 145 ΚΠολΔ προς εκείνη του άρθρου 518 § 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία, μετά τη μεταρρύθμιση του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, ισχύει και όταν πρόκειται για έφεση κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αρ. 4, σελ. 121, ο ίδιος, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2015/453 επομ., Κ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασιες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015, 2017, σελ. 59 – 61), προκύπτει ότι η προθεσμία της έφεσης κατ’ αποφάσεως που δεν επιδόθηκε είναι διετής, αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεώς της και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του δεύτερου έτους. Πρόκειται για καταχρηστική κατά τη νομική της φύση προθεσμία, η οποία κινείται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρωτοβουλία των διαδίκων και δεν επηρεάζεται από τις προσωπικές συνθήκες τους (ΑΠ 1161/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Επειδή μάλιστα αποβλέπει στη δημιουργία διαδικαστικής βεβαιότητας και σε παγίωση της ασφάλειας των συναλλαγών (ΑΠ 1030/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι ανελαστική και ανεπίδεκτη αναστολής ή επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση κατά το άρθρο 152 ΚΠολΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση παραμέλησης καταχρηστικής προθεσμίας (ΑΠ 264/2013, ΧρΙΔ 2014/374, ΑΠ 2064/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2010/831, ΑΠ 1471/2007, ΝοΒ 2008/113), ακόμα και αν η απώλειά της οφείλεται σε ανώτερη βία, με την εξαίρεση, βέβαια, διαφορετικής ρύθμισης του νόμου. Τέτοια περίπτωση, ομοιάζουσα προς δικαιοστάσιο κατά την έννοια του άρθρου 255 ΑΚ (περί της οποίας βλ. Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 255, αρ. 12, σελ. 1384), το οποίο πάντως αφορά την αναστολή της παραγραφής των ουσιαστικών αξιώσεων και όχι των δικονομικών προθεσμιών ενέργειας, εισήχθη με τις νεαρές και εξαιρετικές νομοθετικές διατάξεις που απέβλεψαν στη ρύθμιση των ζητημάτων που ανέκυψαν λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας για την προστασία του πληθυσμού από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19, που προκάλεσε την πρόσφατη πανδημία. Ειδικότερα, με το άρθρο 74 § 1 του Ν. 4690/2020 ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, … Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους» και στην § 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, … Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους», ενώ στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 ορίστηκε ότι «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ Ια/Γ.Π.οικ. 18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού C0VID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00” (Β’ 1194), ήτοι η 6.4.2021». Τέλος, στη γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022, υπό τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της αναστολής των προθεσμιών που εισήχθησαν με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και την παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021», η οποία θεσπίστηκε μετά τη διχογνωμία που ανέκυψε στη νομολογία σχετικά με το αν η αναστολή καταλαμβάνει ή όχι και τις καταχρηστικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων (βλ. τις αντίθετες ΑΠ 460/2022 και 762/2022, σε ΝοΒ 2022/1304 και 1307 αντίστοιχα), ορίστηκε ότι: « 1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α΄ 48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985 (Α΄ 182), ΚΠολΔ). 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ». Με κριτήριο δε την εξαιρετική φύση και την ειδικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων η νομολογία δέχεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ εκκίνησε πριν την έναρξη της πρώτης αναστολής λόγω COVID και δεν έληξε κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή το εκτός των δύο αναστολών (1.6.2020 – 29.10.2020), εφαρμοστέα τυγχάνει αποκλειστικά η διάταξη του άρθρου 83 § 1 εδαφ. γ΄ του Ν. 4790/2021, με αποτέλεσμα, επί προθεσμίας άσκησης έφεσης που λήγει μετά τον τερματισμό της δεύτερης αναστολής (6.4.2021), για τη συμπλήρωσή της να υπολογίζεται μόνον η παράταση των δέκα [10] ημερών, που χορηγήθηκε με την παραπάνω διάταξη και να μην αθροίζεται και το τριακονθήμερο της παράτασης που χορηγήθηκε με το άρθρο 74 § 1 εδαφ. γ΄ του Ν. 4690/2020 (ΜονΕφΘεσ. 2289/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και η ΑΠ 1130/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία το συνολικό χρονικό διάστημα των λόγω COVID αναστολών της καταχρηστικής προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων ανέρχεται σε επτά [7] μήνες και δεκαοκτώ [18] ημέρες [από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 6.4.2021], χωρίς συνυπολογισμό της δεκαήμερης ως άνω παράτασης).

ΙΙ. Η κρινόμενη από 6.7.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../7.7.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../7.7.2021) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 4178/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως μεν (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, πλην όμως εκπροθέσμως και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, από την επομένη της δημοσιεύσεώς της (10.9.2018) άρχισε να διαδράμει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, της οποίας η συμπλήρωση επέκειτο κανονικά στις 11.9.2020. Μέχρι την έναρξη της πρώτης αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας λόγω COVID, στις 13.3.2020, είχε διαδράμει χρονικό διάστημα ενός [1] έτους, έξι [6] μηνών και δύο [2] ημερών. Η προθεσμία εκκίνησε εκ νέου την 1η.6.2020, όταν και απέμενε ακόμα για τη συμπλήρωσή της χρόνος πέντε [5] μηνών και είκοσι οκτώ [28] ημερών, όμως πριν το χρονικό σημείο στο οποίο θα συμπληρωνόταν πλέον κανονικά (28.11.2020), καταλήφθηκε και από τη δεύτερη αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων για τον ίδιο λόγο, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 15.4.2021. Μέχρι τις 7.11.2020 (χρονικό σημείο έναρξης της δεύτερης αναστολής) είχε διατρέξει προθεσμία επιπλέον πέντε [5] μηνών και επτά [7] ημερών, με αποτέλεσμα να απομένει πριν τη συμπλήρωσή της χρόνος μόλις είκοσι μιας [21] ημερών, η δε λήξη της μετατέθηκε για ισόχρονο διάστημα μετά τη λήξη και της δεύτερης αναστολής, δηλαδή για τις 7.5.2021. Η ένδικη έφεση, όμως, ασκήθηκε στις 7.7.2021, δηλαδή δύο [2] μήνες μετά τη συμπλήρωση της καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ. Μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας η εκκαλούσα εξέπεσε από το δικαίωμά της να ασκήσει έφεση, η δε ασκηθείσα κρίνεται για το λόγο αυτό και μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ισχυρίζεται, βέβαια, η τελευταία, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, ότι στο χρονικό διάστημα της αναστολής θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η περίοδος από 10.7.2020, οπότε πληροφορήθηκε το θάνατο της πληρεξουσίας της δικηγόρου, που την είχε εκπροσωπήσει στην πρωτοβάθμια δίκη, έως 12.9.2020, οπότε ενημερώθηκε για το θάνατό της και την παράλειψή της να καταθέσει την ένδικη έφεση προηγουμένως, δηλαδή να αθροιστεί στο χρόνο της αναστολής επιπλέον διάστημα δύο [2] μηνών και δύο [2] ημερών. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι νομικά αβάσιμος, δεδομένου ότι, αφενός, το άρθρο 255 ΑΚ δεν αναφέρεται στις δικονομικές προθεσμίες ενέργειας οι οποίες δεν μπορούν να ανασταλούν κατ’ εφαρμογή του λόγω ανώτερης βίας και, αφετέρου, ότι η σύστοιχη δικονομική διάταξη του άρθρου 152 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στις καταχρηστικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων, όπως εν προκειμένω. Μετά την απόρριψη της έφεσης πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, σε βάρος της εκκαλούσας, που ηττάται (άρθρα 176, 183, 189 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ