Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 514/2023

Αριθμός     514/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Χρυσοθέμη  Βαφειάδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  16.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 3238/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  ανάβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη και η υπ΄ αριθμ. 1004/2021 απόφαση αυτού, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από  17.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …../2021- ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 17.6.2021 (αριθ.καταθ. …………./17.6.2021) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου απευθύνεται κατά της υπ’ αριθ. 1004/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως και κατά της συνεκκαλούμενης υπ’ αριθ. 3238/2019 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και κατόπιν έγινε δεκτή η από 16.3.2016 (αριθ.καταθ. …./1364) αγωγή του ενάγοντα ήδη εφεσιβλήτου. Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση έφεσης (17.6.2021 αριθ.καταθ. …./344) εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλούμενης που περάτωσε τη δίκη, όπως ενφαίνεται από τη σχετική από 25.5.2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, …………, επί του αντιγράφου αυτής (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3994/25.7.2004). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθ. 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, έναρξη ισχύος την 2.4.2012), αφού το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ.Μαργαρίτης, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Τόμος α΄, άρθ. 495, αρ. 17, σελ. 849).

Στην από 16.3.2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι έχει την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του περιγραφόμενου αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση “……” της κτηματικής περιφέρειας κοινότητας …. του Δήμου Σαλαμίνας Νομού Αττικής, έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου … και έχει εμβαδόν, κατά νεότερη και ορθότερη καταμέτρηση, 192,43 τ.μ. Ότι την κυριότητα την απέκτησε από το 1968 τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο, όσο και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με προσμέτρηση της συνεχούς, αδιατάρακτης και με καλή πίστη άσκηση πράξεων νομής από το έτος 1877 συνεχώς (καλλιέργεια ελαιοδένδρων, συγκομιδή των καρπών κ.α) μέχρι την περιέλευσή του σε αυτόν που συνέχισε να το κατέχει διανοία κυρίου δηλώνοντας τούτο στις αρμόδιες αρχές, επίβλεψη, καθαρισμό. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το άνω αγροτεμάχιο, σε αυτό (αγροτεμάχιο) εμφανίζεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων επικαλείται ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του ακινήτου αυτού κατά ποσοστού 100% και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την με αριθ.3238/2019 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη (όπως και είναι) ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2, 9 παρ. 1, 11, 12, 23 Ν. 2664/1998, 369, 1033, 1192 παρ. 1, 1198 ΑΚ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, πλην του αιτήματος να διαταχθεί ο προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί στην αιτούμενο διόρθωση, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, διότι η διόρθωση εγγραφής διατάσσεται κατόπιν αίτησης του έχοντος έννομο συμφέρον, με απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή, και αφού απέρριψε τις ενστάσεις του εναγομένου, πλην αυτής της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, διέταξε την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, και διόρισε πραγματογνώμονα τον ……. αγρονόμο-τοπογράφο μηχανικό, προκειμένου να γνωμοδοτήσει “Α)εάν το περιγραφόμενο στην αγωγή επίδικο ακίνητο έκτασης 192,43 τμ, όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο από Δεκέμβριο του 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….., περιλαμβάνεται εν όλω ή εν μέρει, και κατά ποιο τμήμα του, στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, ήτοι στο με αριθ. …/1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών .. .., στο υπ’ αριθ. …/1968 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας του ίδιου συμβολαιογράφου, καθώς και στους αναφερόμενους στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο τίτλους κτήσης του ….. (…/1877 παραχωρητήριο, …/1877 παραχωρητήριο, … και …/1919 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ….., …./1940 συμβολαίου του ίδιου συμβολαιογράφου), Β)ποιό το εμβαδόν της συνολικής έκτασης που αποτυπώνεται στο από Αύγουστο 1968 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ….. (προσαρτημένο στο υπ’ αριθμ. ……./1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….), εάν η έκταση αυτή περιλαμβάνεται στην κληρονομιαία περιουσία του ……, όπως αυτή περιγράφεται στο υπ’ αριθμ. …./1968 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας, και εάν αυτή η έκταση περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης του   …… και εάν ναι σε ποιον από αυτούς, Γ)εάν το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του Δημοσίου Κτήματος ΑΒΚ …. και Δ)ποια η δέουσα ερμηνεία των αεροφωτογραφιών όλων των ετών της συγκεκριμένης περιοχής, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, ως προς τις τυχόν ασκούμενες πράξεις νομής επί του επιδίκου (όπως περίφραξη, ίχνη καλλιέργειάς του και με τι είδους φυτεύματα, ή ίχνη άλλου είδους δραστηριότητας και ποιας κλπ), συντάσσοντας και σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, που θα συνοδεύει την έκθεσή του, στο οποίο θα γίνεται εφαρμογή όλων των ανωτέρω τοπογραφικών διαγραμμάτων και του αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ….”.

Μετά την διενέργεια της διαταχθείσας ως  άνω πραγματογνωμοσύνης, και την επαναφορά της υπό κρίση αγωγής για συζήτηση με την από 9.12.2020 (αριθ.καταθ. ………./10.12.2020) κλήση, εκδόθηκε, η εκκαλουμένη με αριθ. 1004/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του επίδικου αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 100%, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ενάγων κύριος κατά ποσοστό 100%. Κατά της απόφασης αυτής και της συνεκκαλούμενης μη οριστικής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό τους η ως άνω αγωγή.

Ι) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον – επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφομένου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσεις από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα – ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση) -, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει  παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α)Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό ,με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1945 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2016 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ), β) Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μια ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ.2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον “κτηματολογικό τομέα” (πχ συνοικία), τα δύο προτελευταία ψηφία την “κτηματολογική ενότητα” (πχ οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο -γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ)Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (Εφ.Πειρ. 68/2021, Εφ.Αθ. 2375/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της ως προς την περιγραφή του αγροτεμαχίου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται τμήμα. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής διόρθωσης πρώτων κτηματολογικών εγγραφών κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/2018 πλην του ΚΑΕΚ και του συννημένου σε αυτή κτηματολογικού διαγράμματος του επιδίκου ακινήτου, που είναι ήδη αρκετά στοιχεία για την ακριβή περιγραφή του, γίνεται και επιπλέον αναφορά σε θέση, είδος, έκταση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και επισυνάπτεται επιπλέον στο δικόγραφο αυτής και το από Δεκεμβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………, το οποίο είναι συνταγμένο σύμφωνα με το ΕΤΣΑΑ 87, χωρίς να είναι αναγκαία η επισύναψη αυτού (τοπογραφικού διαγράμματος) (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 860/2018, Εφ.Πειρ. 121/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το επίδικο ακίνητο όπως περιγράφεται είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μείζονος ακινήτου-γεωτεμαχίου.

Συνεπώς, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙ)Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησή τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από τα πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημοσίων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και από τα 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν.18, Πανδ.(41.3), ν.2 Πανδ.(7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτιμάτων”, και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητα και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν.ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ), που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακινήτων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν.4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σε αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενους ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επικαλούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν.3077/1924, 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροπ.με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/1937), 1 του ΝΔ/τος 69/1969 και 3 του Ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στην διάταξη του άρθρου 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος” και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του Ν.998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ,ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με την συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης, περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιαδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, Επειρ 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837 ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε ότι, “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”.

Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν.2539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ.(47.1) εις47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγοία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων”, τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ.41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, Εφ.Πειρ. 26/2020, Εφ.Πειρ. 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Το Εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με την έφεσή του, ισχυρισμούς που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, επικαλούμενο ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ως τμήμα μείζονος έκτασης περιήλθε στην κυριότητα αυτού (Ελληνικού Δημοσίου): α)δυνάμει της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από Φεβρουαρίου 1830 4/16-6 και 19-6/1.7.1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, πρωτότυπα, ως ανήκον στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσια γαία της κατηγορίας αραζί εμιριγιέ (δασική έκταση, βοσκότοπος κλπ) μη κατεχόμενη αλλιώς μη νόμιμα κατεχόμενη (με “ταπί”) από οθωμανούς αλλιώς ως αδέσποτη, επειδή κατά το χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων είχε εγκαταληφθεί από τους τέως κυρίους (κατ’ ουσία εξουσιαστές) οθωμανούς και δεν δεσπόζονταν, πλέον,από αυτούς. Εξάλλου, ουδέποτε κατεχόταν από οθωμανό με νόμιμο τίτλο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε αποτέλεσε γαία καθαρής ιδιοκτησίας οθωμανικού, που πωλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας σε Έλληνα, ούτε ανήκε προεπαναστατικά ή κατά τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους σε Έλληνα, β)άλλως η επίδικη έκταση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο βάσει του άρθρου 1 του από 3/15.12.1833 β.δ/τος (ΦΕΚ 40/1833),που είχε ισχύ νόμου, σαν λιβάδι ή βοσκότοπος, διότι με το νόμο αυτό ορίστηκε ότι όλα τα λιβάδια, όπως η επίδικη έκταση, για την επικαρπία των οποίων δεν έχει κάποιος έγγραφο, που εκδόθηκε επί τουρκοκρατίας (ταπί), θεωρούνται ως δημόσια γαία και η νομή μένει, όπως μέχρι τότε στο Δημόσιο. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος (ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 148/2016, Εφ.Πατρ.  66/2022, Εφ.Πειρ. 349/2020, Εφ.Πειρ. 436/2019, 437/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωση αυτών περιστατικά, δεν γίνεται σαφής επίκληση περιστατικών και δεν προσδιορίζει τον χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου ως δημόσιας γαίας αραζί εμιριγιέ (δασική, βοσκότοπος κλπ), κατά τον επικαλούμενο επίδικο χρόνο των συνθηκών της Κωνσταντινούπολης και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αναφέροντας διαζευκτικά όλους τους τρόπους με τους οποίους περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Κράτους κατά τον αναφερόμενο χρόνο μεταβίβασης της κυριαρχίας από τους Οθωμανούς στο Ελληνικό Δημόσιο, ούτε επικαλείται ομοίως σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά του χαρακτήρα του επιδίκου ως χορτολιβαδικής έκτασης κατά το χρόνο ισχύος του β.δ 2/15.12.1833, χωρίς να αρκεί η απλή επανάληψη του πραγματικού των παραπάνω διατάξεων. Σημειώνεται επίσης ότι ο τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου θα πρέπει να στηρίζεται σε θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι σε αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η κυριότητα του Δημοσίου (ΑΠ 368/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως με οριστική διάταξη της συνεκκαλούμενης μη οριστικής απόφασης, έστω, και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (Κ.Πολ.Δ 534), ορθά το νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε και οι σχετικοί λόγοι (δεύτερος/τρίτος) της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …./6.6.2018 ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του συμβολαιογράφου Καρδίτσας ……….., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ.την υπ’ αριθ. …../30.5.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ….), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία ορισμένα αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1626/2003, ΑΠ 1068/2002), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθ. 261 Κ.Πολ.Δ), την υπ’ αριθ. …./13.11.2020 Έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα μηχανικού …….. που διορίστηκε με την υπ’αριθ. 3238/2019 μη οριστική απόφαση (συνεκκαλούμενη) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (Κ.Πολ.Δ 387), την από 26.2.2021 έκθεση του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου ………., που ομοίως εκτιμάται ελεύθερα (Κ.Πολ.Δ 390) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο αγροτεμάχιο βρίσκεται στη θέση “….” της κτηματικής περιφέρειας της Δημοτικής Ενότητας …. Σαλαμίνας, επί της οδού …. και ….. με ΚΑΕΚ …., είναι εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός ορίων οικισμού, εκτός Γ.Π.Σ και σε απόσταση περίπου 210 μέτρων από την θάλασσα και είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, εμφαίνεται στο από Δεκεμβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου τοπογράφου μηχανικού ……. με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 15.73 μέτρων με ακίνητο με ΚΑΕΚ …., ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 11,87 μ με την οδό …. πλάτους 5,50 μ, νοτίως σε πλευρά ΓΔ μήκους 16,38 μ, με την οδό ….. πλάτους 5,00 μέτρων και δυτικά σε πλευρά ΔΑ μήκους 12,12 μέτρων με ακίνητο με ΚΑΕΚ ….., εμβαδού 192,43 τ.μ κατά ορθότερη, νεότερη και ακριβέστερη μέτρηση, του από Δεκεμβρίου 2017 τοπογραφικού διαγράμματος του τεχνολόγου τοπογράφου μηχανικού . ….., που είναι σχεδόν όμοιο – αρκετά μικρή απόκλιση (196,80 τ.μ) με το εμβαδόν που  αναγράφεται στον τίτλο κτήσης (κατωτέρω αναφερόμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο), περιήλθε στον ενάγοντα, κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή, με το υπ’ αριθ. …/18.9.1968 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…., α.α …./23.9.1968) σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …../19.5.1977 πράξη εξοφλήσεως συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα ίδια ως άνω βιβλία (τ…. α.α ……./21.6.1977),λόγω αγοράς από τους ………., ………., …….., εμφαινόμενου με τον αριθμό “….” στο από Αυγούστου 1968 ρυμοτομικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …….., έκτασης (κατά τον τίτλο κτήσης) 196,80 τ.μ, και συνορευομένου “ανατολικά με αγροτική οδό επί προσώπου μέτρων 12, δυτικά με το υπ’ αριθ. … αγροτεμάχιο επί πλευράς μέτρων 12, αρκτικώς με το υπ’αριθ. … αγροτεμάχιο επί πλευράς μέτρων 15,60 και μεσημβρινώς με ιδιωτική οδό πλάτους 5 μέτρων επί προσώπου μέτρων 17”. Στους πωλητές και άμεσους δικαιοπάροχους του ενάγοντα, το παραπάνω ακίνητο περιήλθε, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα στον πρώτο, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στον δεύτερο και κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου με επικαρπία στην τρίτη, λόγω κληρονομικής, του αποβιώσαντα την 29.9.1963 στη Σαλαμίνα …… ……, πατέρα των δύο πρώτων και συζύγου της τρίτης, εκ της δημόσιας διαθήκης του με αριθ. ………/1963 που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… και δημοσιεύτηκε με το υπ’ αριθ. 204/1963 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας. Την άνω κληρονομία αποδέχθηκαν οι ανωτέρω πωλητές-άμεσοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντα με την υπ’αριθ. ……../29.7.1968 Δήλωση Αποδοχής Κληρονομίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., την οποία μετέγραψαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. … α.α …./14.8.68). Ειδικότερα στην άνω Δήλωση Αποδοχής Κληρονομιάς, αναφέρεται ότι αποδέχθηκαν μεταξύ άλλων κληρονομιαίων ακινήτων και το επίδικο αγροτεμάχιο που εμφαίνεται με τον αριθμό 2 “………2 ξηρικού ελαιοτεμαχίου αποτελούμενο εκ δύο βασιλικών στρεμμάτων και μέτρων τετραγωνικών επτακοσίων τριάντα (730) κειμένου εις την επαρχία Μεγαρίδος, τον Δήμο Σαλαμίνος το χωρίον Σαλαμίς και την θέσιν “….” συνορευομένου δυτικώς με χέρσον γην και αρκτικώς με κτήματα Αγίου Νικολάου”, εμφαινομένου με τον αριθμό (6) του Ε΄ Οικοδομικού Τετραγώνου στο από Αυγούστου 1968 ρυμοτομικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …….., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθ. …./1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, και το οποίο αποτελεί σχέδιο Διανομής Αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας Κληρονόμων ………… Στον …………. περιήλθε το επίδικο ακίνητο από κληρονομία του αποβιώσαντα στη Σαλαμίνα πατέρα του προ του έτους 1942 ……….. και στον τελευταίο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/1877 παραχωρητηρίου του Ελληνικού Δημοσίου (Υπουργείου Οικονομικών), το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ…. α.α …/10.7.1877). Συγκεκριμένα παραχωρήθηκε, δυνάμει του από 20 Δεκεμβρίου 1863 ΙΖ Νόμου “περί εκποιήσεως των Εθνικών επισκοπικών και των εις τας διαλελυμένας Μονάς ανηκόντων, φθαρτών κτημάτων”, όπως τροποποιήθηκε με τον από 30 Ιανουαρίου 1867 ΡΞΘ Νόμο, “ένα ξηρικό ελαιοτεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στην επαρχία …., του δήμου Σαλαμίνος, στο χωρίο Σαλαμίνος, στη θέση …., δύο βασιλικών στρεμμάτων και 730 τετραγωνικών μέτρων, περιέχει, τέσσερα ελαιόδενδρα και έχει όρια: ανατολικώς: 46 Μ.Β (Μέτρων Βασιλικών), δυτικώς 48 Μ.Β και συνορεύει με χέρσες γαίες Μονής Αγίου Νικολάου, αρκτικώς: 72 Μ.Β και μεσημβρινώς: 51 Μ.Β. Περαιτέρω, για το ένδικο αγροτεμάχιο (τοποθεσία, εμβαδόν, διαστάσεις, όρια, και όμοροι ιδιοκτήτες), από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με το από Δεκεμβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………… και το από Ιουνίου 2020 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα μηχανικού ……….., προκύπτει ότι περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων αυτού (υπ’ αριθ. …/1968 συμβόλαιο, …./1968 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας, ../4.5.1877 παραχωρητήριο του Υπουργείου Οικονομικών), καθόσον αποτελεί ένα από τα έξι (6) κληρονομιαία ακίνητα της κληρονομίας του ……… (απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος) που βρίσκονται στη θέση “…” ,ως Τμήμα της μείζονος έκτασης (κυριότητας …….) συνολικού εμβαδού 20.000 τ.μ (20 στρέμματα), όπως αυτή (μείζον έκταση) αποτυπώνεται στο ως άνω από Αυγούστου 1968 τοπογραφικό διάγραμμα και περιγράφεται στην ανωτέρω υπ’ αριθ. ….. δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. και περιλαμβάνεται και στα υπ’ αριθ. …/4.5.1877 καθώς και υπ’ αριθ. …../4.5.1877 παραχωρητήρια του Υπουργείου Οικονομικών, δίχως να μπορεί να συναχθεί αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου από την από 26.2.2021 Τεχνική Έκθεση του Τεχνικού Συμβούλου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, Νήσων και Δυτικής Αττικής Λάμπρου Κουτρομάνου, η οποία δεν αμφισβητεί ειδικά την ως άνω σαφή, ειδικά και επαρκώς αιτιολογημένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα πραγματογνώμονα …….., και ως προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ενώ η γενικόλογη ως άνω αμφισβήτηση δεν ενισχύεται είτε από τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία είτε από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από το εναγόμενο ήδη εκκαλούν έγγραφα. Η μάρτυρας του ενάγοντα ήδη εφεσιβλήτου, …….., στην υπ’ αριθ. …/2018 ένορκη βεβαίωση, με γνώση και σαφήνεια, καταθέτει: “………το 1968………αγοράστηκε το χωράφι…….όπως μας είπαν οι ίδιοι και ο συμβολαιογράφος τους………ήταν οικογένεια κτηματιών από πάππου προς πάππου, ο πατέρας του ………., ……… είχε μάλιστα το χωράφι το συγκεκριμένο χωράφι με παραχώρηση από το Δημόσιο…από το 1877…..Από τότε και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η οικογένεια αυτή, ο παππούς……., μετά ο γιός του …. και μετά τα εγγόνια, καλλιεργούσε….το χωράφι ελιές, δεν μπορούσαν κάτι άλλο, ήταν ξηρικό, το φρόντιζαν συνέχεια, λίπασμα, κλάδεμα, για να παίρνουν το λάδι μέχρι……που το χώρισαν τα εγγόνια για να το πουλήσουν………το 1977 το ξοφλήσαμε. Το χωράφι το περιέφραξε ο άντρας μου………..το δηλώνει από τότε στην εφορία……..το προσέχαμε, το ξεχορτιαράζαμε. Ξέρουμε τους γείτονες και μας ξέρουν και αυτοί. Τώρα……….πάει ο γιός μας συχνά και το επιβλέπει…….πενήντα χρόνια, ποτέ κανείς δεν ήρθε να διεκδικήσει το ακίνητο………ούτε βέβαια και το Δημόσιο”. Η ανωτέρω ένορκη κατάθεση, είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αξιόπιστη, αφού υποστηρίζεται και από όλα τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων τα υπ’ αριθ. …../4.1.2018 πιστοποιητικά βαρών και διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, από τα οποία προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένα βάρος ή διεκδίκηση από το 1968 έως και σήμερα, κατά του επίδικου αγροτεμαχίου, όπως και το υπ’ αριθ. ……/11.4.2018 αντίγραφο της μερίδας του απώτατου δικαιοπάροχου ……… στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, από το οποίο ευχερώς προκύπτει η δραστηριότητα αυτού ως κτηματία με συνεχείς αγοραπωλησίες, από το έτος 1862 έως το έτος 1922. Ο διορισθείς ως άνω πραγματογνώμονας – Μηχανικός …….. στην από 12.11.2020 Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης αναφέρει:

“1.Το περιγραφόμενο στην από 16-3-2018 αγωγή του ενάγοντος επίδικο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……., όπως απεικονίζεται στο από Δεκεμβρίου 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου τοπογράφου μηχανικού …….., και στο από Ιουνίου 2020 τοπογραφικό μας διάγραμμα, περιλαμβάνεται εν όλω στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, ήτοι στο υπ’ αριθ. …/1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, στο υπ’ αριθ. ……./1968 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας του ίδιου συμβολαιογράφου καθώς και στους αναφερόμενους στο τελευταίο αυτό συμβόλαιο τίτλους κτήσης των δικαιοπαρόχων του, με αρχικό τίτλο το υπ’ αριθ. …../1877 Παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου (Υπουργείου Οικονομικών).

Τελικά, σύμφωνα με τις αναλυτικές τοπογραφικές μετρήσεις μας με σύγχρονα όργανα ακριβείας, με επίγειες και δορυφορικές μεθόδους, διαπιστώσαμε πως το εμβαδόν του επιδίκου ακινήτου είναι 192,22 τ.μ, το οποίο είναι σχεδόν ίδιο με το εμβαδόν που αναγράφεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα του ………..

2.Το εμβαδόν της συνολικής έκτασης που αποτυπώνεται στο από Αυγούστου 1968 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού … … είναι 20000 τ.μ (20 στρέμματα), εντός της οποίας βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο.

Η ανωτέρω έκταση περιλαμβάνεται εξ’ ολοκλήρου στην κληρονομιαία περιουσία του …………, όπως αυτή περιγράφεται στην υπ’ αριθ. …/1968 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… Επίσης η ως άνω έκταση περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθμ. …/4-5-1877 και …/4.5.1877 παραχωρητήρια του Υπουργείου Οικονομικών προς τον ……… και στο υπ’ αριθ. …./1919 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …. …, το οποίο αποτελεί έναν εκ των τίτλων του …….

3.Το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εν όλω εντός των ορίων του Τμήματος Γ του δημοσίου κτήματος ΑΒΚ … (συγκεκριμένα στο δυτικό – βορειοδυτικό άκρο του εν όλω  κτήματος), όπως αυτό απεικονίζεται στο από …/4/2010 διάγραμμα εφαρμογής, σε κλίμακα 1:5000, των τοπογράφων μηχανικών … και …..

4.Το επίδικο ακίνητο μέχρι το έτος 1968 ήτανε τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας και μετά το έτος αυτό αποτέλεσε αυτόνομη ιδιοκτησία. Από το έτος 1945 μέχρι το 1968, το επίδικο ακίνητο κατά το μεγαλύτερο τμήμα του είχε την μορφή χέρσας εκτάσεως, ένα τμήμα του καλύπτεται από χαμηλή βλάστηση (φρύγανα), χωρίς την παρουσία δασικής βλάστησης και εντός αυτού υπήρχαν 2 – 3 μικρά δένδρα, χαρακτηριστικά τα οποία σε καμμία περίπτωση δεν προσδίδουν στο επίδικο ακίνητο τα χαρακτηριστικά της δασοβιοκοινότητας και του δασογενούς περιβάλλοντος.

Την ίδια ως άνω χρονική περίοδο δεν διακρίνονται ίχνη καλλιέργειας στο επίδικο ακίνητο, όμως υπάρχουν καλλιεργήσιμα τμήματα, τόσο στην μείζονα ιδιοκτησία στην οποία ανήκε τότε αυτό και της οποίας αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα όσο και σε όμορες προς αυτήν ιδιοκτησίες.

5.Επί του επιδίκου ακινήτου κατά την διάρκεια των προηγούμενων ετών εμφανίζονται να ασκούνται πράξεις νομής (όπως περίφραξη, καθαρισμός, σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων κ.λ.π).

6.Από το έτος 1968 μέχρι το έτος 1984, η ευρύτερη περιοχή του επιδίκου ακινήτου μετατρέπεται σταδιακά, με την ανέγερση πλήθους κατοικιών, σε καθαρά οικιστική περιοχή (κύριας και παραθεριστικής κατοικίας), μορφή την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα”.

Κατά συνέπεια, από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι από το έτος 1877 τη νομή επί το ακινήτου (αγροτεμαχίου) εμβαδού 20 στρεμμάτων, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, κατείχαν όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντα με καλή πίστη και διανοία κυρίων, ασκώντας το προσιδιάζουσε στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, όπως συνεχής συστηματική καλλιέργεια ελαίας, σύμφωνα με τα κατατεθέντα και από την προαναφερόμενη μάρτυρα, χωρίς ποτέ να απωλέσουν τη νομή. Έτσι ο ενάγων, με αδιάκοπη σειρά τίτλων απέκτησε ήδη από το έτος 1968 την κυριότητα, νομή και κατοχή του επιδίκου αγροτεμαχίου από τους άνω αληθείς συγκυρίους, συννομείς και συγκατόχους, με το νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία μεταγραφών, συμβολαιογραφικό έγγραφο με συνέπεια να καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος κατά ποσοστό 100% μετ ον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο. Ακολούθως, από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι το ένδικο αγροτεμάχιο ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον το επίδικο αγροτεμάχιο, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (αγροκτήματος), ανήκε στον ………., το οποίο ακολούθως περιήλθε στον υιο του ………. και στη συνέχεια στους εκ διαθήκης ως άνω κληρονόμους του (άμεσους δικαιοπάροχους-πωλητές του ένδικου ακινήτου στον ενάγοντα), από τους οποίους χωρίστηκε σε επί μέρους οικοδομικά τετράγωνα και ιδιοκτησίες μια από τις οποίες (αρ.6 Ε΄ οικοδομικού τετραγώνου) αντιστοιχεί στην ιδιοκτησία του ενάγοντος (βλ.από Αυγούστου 1968 ρυμοτομικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού … …). Όλοι δε οι ανωτέρω προκτήτορες καλλιεργούσαν το ευρύτερο αγρόκτημα, και το αποτελούν τμήμα αυτού, με ελιές, χωρίς ουδέποτε να απωλέσουν τη νομή αυτού, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.Τα ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω αγροτεμάχιο έχει καταχωριστεί εν όλω ως δημοσίου κτήματος του ΑΒΚ …., αφού η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν μπορεί να αναιρέσει την αδιαμφισβήτητη, κατά τα προαναφερθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επί αυτού. Ενισχυτικά της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου, ότι η επίδικη έκταση ουδέποτε απωτέλεσε δημόσιο κτήμα, και ουδέποτε ασκήθηκαν από το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο πράξεις νομής από το έτος 1877 έως και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, αποτελεί: α)Επί της με αρ.πρωτοκ. …. ένστασης του ενάγοντος για το λόγο ότι επί του ένδικου ακινήτου φέρονταν στους Προσωρινούς Κτηματολογικούς Πίνακες της Β΄ Ανάρτησης ως δικαιούχος η Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ), εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 05010/1/23/7 απόφαση της αρμόδιας επιτροπής ενστάσεων του Εθνικού Κτηματολογίου, η οποία έκανε δεκτή την ως άνω ένσταση του ενάγοντος: “Δεκτή γιατί σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 305/24.01.1845 απόφαση της αρμόδιας επιτροπής επί των διαφιλονικουμένων δασών (αρ. 3 του έχοντος ισχύ Νόμου Δ/τος της 17/29.11.1836), που αποδέχθηκε το Ελληνικό Δημόσιο με το υπ’ αριθμ. ……/31.3.1845 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών (βλ.και την υπ’ αριθμμ. …/2.5.1960 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους), αναγνωρίσθηκαν ως ιδιωτικά όλα τα δάση τα ευρισκόμενα στους αγρούς και τα ορεινά μέρη της νήσου Σαλαμίνας, εκτός από τα ανήκοντα στη διαλυμένη Μονή του Αγίου Νικολάου, στην οποία δεν εμπίπτει το επίδικο”, β)1)Το υπ’ αριθ. …./22.3.1927 έγγραφο προς τον Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος, από το οποίο προκύπτει, ότι ο ……., καλεί ως μάρτυρα τον …….., για την εξακρίβωση των επιχειρημάτων του μη αυθαίρετης βοσκής του ποιμνίου του από 1.11.1925 έως 30.4.1926, 2)Το υπ’ αριθ. …../8.8.35 έγγραφο δήλωσης αναμισθώσεως χορτονομής ……..: “……έχουν την κτηνοτροφίαν προ ετών εγενόμην ενοικιαστής δια πλειοδοτικής δημοπρασίας του λειβαδίου “…” της περιφερείας … της διαλελυμένης Μονής Αγίου Νικολάου Σαλαμίνος………θέλω κάμει χρήσιν ως ενοικιαστής και δια τα δύο κτηνοτροφικά έτη 1935-37 συμφώνως τω Νόμω…….”, 3)Την από 8.7.1972 αίτηση του . … προς το Υπουργείο Γεωργίας, με την οποία υπέβαλε αίτηση εξαγοράς των “από 60ετίας και πλέον” αγροτεμαχίων του Ελληνικού Δημοσίου που είχε μισθώσει ο πατέρας του …….. …, για την χορτονομή προς βόσκηση του ποιμνίου του, που βρίσκονται στην περιφέρεια Σαλαμίνας, στις ακόλουθες θέσεις: 1)θαμνώδη και χερσώση έκτασιν, ογδοήκοντα (80) περίπου στρεμμάτων, εις θέσιν “….” και οριζομένην γύρωθεν με …. και ………, ακτήν θαλάσσης και υπόλοιπον δάσος του Ελληνικού Δημοσίου, 2)Αγρόν εν αγραναπαύσει μετά τινων ελαιοδένδρων, εκτάσεως είκοσι πέντε (25) περίπου στρεμμάτων εις θέσιν “….” και οριζόμενων γύρωθεν από τρεις πλευράς με ιδιοκτησίαν …. και ………. και της θαλάσσης από την ετέραν”, από τα οποία καταδήλως προκύπτει ότι δεν αντιστοιχούν στο ευρύτερο ακίνητο 20 στρεμμάτων κυριότητας των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, όπως προεκτέθηκε, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο αγροτεμάχιο κυριότητας του ενάγοντος. Με βάση τις παραπάνω ουσιαστικές και νομικές παραδοχές, η περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου επί του ένδικου ακινήτου ένσταση, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, και η εγγραφή του εναγομένου επί του επιδίκου ακινήτου είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου. Συνεπώς, πρέπει, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Επομένως, αφού και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο έστω και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 534) και δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του επιδίκου γεωτεμαχίου δυνάμει του αναφερόμενου παράγωγου τρόπου και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωριστεί ο ενάγων κύριος σε ποσοστό 100% στο ΚΑΕΚ ……………, δυνάμει του ως άνω τίτλου κτήσης, απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του Δημοσίου και αόριστους τους λοιπούς προταθέντες με τις προτάσεις του ισχυρισμούς που επαναφέρονται με τους  σχετικούς λόγους έφεσης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε  ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί ως άνω λόγοι αυτού (εναγομένου), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ως προς το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης ισχυριζόμενο ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε αυτό (εναγόμενο-εκκαλούν) στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης, την οποία προσδιόρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ, μειωμένης όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και συνυπολογίζοντας και τα έξοδα της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός αφού προβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθ. 193 Κ.Πολ.Δ, ΑΠ 617/2008), πλην όμως είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε, διότι το εκκαλούν δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 όπως αυτή ισχύει, δηλαδή αν ο καθορισμός του άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογικού σφάλματος. Σε κάθε όμως, περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, αφού στην προκειμένη περίπτωση που το εναγόμενο ηττήθηκε οφείλει να καταβάλλει αυτή (Εφ.Αθ. 625/2020, Εφ.Πατρ. 160/2019, Εφ.Πειρ. 24/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως καθ’ ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλον λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά, και

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 17.6.2021 (αριθ.καταθ. ………./2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’αριθ. 1004/2021 οριστικής απόφασης και της υπ’ αριθ. 3238/2019 μη οριστικής απόφασης, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσία, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ