Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 519/2023

Αριθμός    519 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή  Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών με ΑΦΜ ………), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο ΝΣΚ Νικόλαο Σταυροπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   ………… (ΑΦΜ …), ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ

Τον Δήμο Σαλαμίνας Αττικής, που εδρεύει στη Σαλαμίνα και εκπροσωπείται από την Δήμαρχο Σαλαμίνας.

Ο καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  9.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  4163/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το πρώτο εκ των εναγομένων και ήδη καλούν-εκκαλούν με την από   4.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020- ……../2020) έφεσή του,  της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 4η.3.2021, οπότε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, και η υπόθεση προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για τη  δικάσιμο της 20ης.5.2021, με την υπ’ αριθ. 82/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Πρόεδρο Εφετών Αικατερίνη Νομικού, δυνάμει του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α’ 43/23-3-2021), περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 336/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της προαναφερόμενης εφέσεως.

Ήδη, με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  30.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2021) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο Πάρεδρος ΝΣΚ του καλούντος-εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 4.3.2020 (αριθ.καταθ. ……../2020) έφεση νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30.9.2021 (αριθ.καταθ. ……./2021) κλήση του πρώτου εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, μετά την έκδοση της με αριθ. 336/2021 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, προκειμένου να κληθεί ο αναγκαίος ομόδικος του Ελληνικού Δημοσίου-εναγόμενο-ήδη εκκαλούν, διάδικος επί της με αριθ.καταθ. ……../2018 υπό κρίση αγωγής, Δήμος Σαλαμίνας (της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, της Περιφέρειας Αττικής, Περιφερειακής Ενότητας Νήσων) και την κλήση αυτού (αναγκαίου ομοδίκου Δήμου Σαλαμίνας) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από τη με αριθ. …./11.11.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………, που προσκομίζει νόμιμα μετ’ επικλήσεως το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, πλην όμως αυτός (Δήμος Σαλαμίνας) δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο είτε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Αυτή δε (υπό κρίση από 4.3.2020) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων ήδη εκκαλούντων (του δεύτερου εναγομένου ήδη εκκαλούντος εκπροσωπούμενου από το πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο), εφόσον, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για την παρούσα δικάσιμο (άρθρο 76 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, Ολ ΑΠ 63/1981, ΑΠ 223/2018, ΑΠ 1353/2014, ΑΠ 325/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Λαρ. 92/2018, Εφ.Λαρ. 92/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ.Φαλτσή ,Η Ομοδικία σελ. 284-286, Κονδύλη, Το δεδικασμένο σελ. 103,104) απευθύνεται προς το Μονομελές Εφετείο Πειραιά κατά της με αριθ. 4163/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του δευτέρου εναγομένου ήδη εκκαλούντος Δήμου Σαλαμίνας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την με αριθ.καταθ. ……../2018 αγωγή του αρχικά ενάγοντος …………, ο οποίος απεβίωσε στις 27.5.2021, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως και τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού την 20.5.2021, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω αναφερομένη με αριθ. 336/2021 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (βλ.την με αριθ.πρωτοκ. …./28.5.2021 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Δ.Ε Κερατσινίου). Ο ανωτέρω διάδικος κληρονομήθηκε, εκ της από 8.1.2021 ιδιόγραφης διαθήκης που δημοσιεύτηκε νόμιμα με το με αριθ. …/29.6.2021 Πρακτικό του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, από τον υιό του ……….. (βλ.το υπ’ αρ. ……../2021 πρακτικό Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, το με αριθ. …./2.6.2021 πιστοποιητικό  εγγυτέρων συγγενών και τα με αριθ. ……./2021 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, περί μη αποποιήσεως της κληρονομίας και μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης). Ο ως άνω εκ διαθήκης κληρονόμος ανακοίνωσε τον επισυμβάντα θάνατο του ενάγοντα – πατέρα του και δήλωσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο ότι συνεχίζει τη δίκη ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, κατέθεσε προτάσεις για τη παρούσα δικάσιμο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της υπόθεσης (ΑΠ 1282/2019) και υπεισήλθε αυτοδικαίως στη δικονομική θέση του αποβιώσαντα. Η ιδιότητα δε του ανωτέρω εφεσιβλήτου ως κληρονόμου, του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή δεν αμφισβητείται από το παριστάμενο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο (άρθ. 286 περ.α΄, 287, 290, 292 Κ.Πολ.Δ). Εξάλλου, η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση εφέσεως εντός τριάντα (30) ημερών (αριθ.καταθ. ……../5.3.2020) από την επίδοση της εκκαλούμενης στο πρώτο εναγόμενο ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο που περάτωσε τη δίκη, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ………. …, καθόσον, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, η άσκηση του ενδίκου μέσου από κάποιον αναγκαίο ομόδικο έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους που αδρανούν (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 76 παρ. 4, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2004). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια διαδικασία δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, αφού το Δημόσιο και όσα ν.π.δ.δ απολαμβάνουν τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου (άρθ. 28 παρ. 4 Ν. 2579/1998) απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου (βλ.Μ.Μαργαρίτης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, τόμος α΄, άρθρο 495 αρ. 17, σελ. 849).

Στην από 9.5.2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και περιορίστηκε, με δήλωση αυτού (ενάγοντα) στις νόμιμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ο αρχικά ενάγων …….., ιστορούσε ότι έχει την αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή, του επαρκώς περιγραφομένου ακινήτου που βρίσκεται στη θέση “. ….” της κτηματικής περιφέρειας Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, έχει δε κτηματογραφηθεί τμήμα αυτού με ΚΑΕΚ …….. και τμήμα αυτού με ΚΑΕΚ ………….. και έχει εμβαδόν 290,92 τ.μ. Ότι την κυριότητα την απέκτησε το 1963 τόσο με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο, όσο και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, με προσμέτρηση της συνεχούς, αδιατάρακτης άσκησης πράξεων νομής, για χρονικό διάστημα πλέον των εκατό ετών (καλλιέργεια με αμπέλι, σιτάρι, κριθάρι, αρακά), μέχρι την περιέλευσή του σε αυτόν που συνέχισε να το κατέχει διανοία κυρίου, δηλώνοντας τούτο στις αρμόδιες αρχές, με επίβλεψη, επιτήρηση ,ανέγερση οικοδομής, καλλιέργεια με οπωροκηπευτικά κλπ άλλως λόγω της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν.3127/2003. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής που βρίσκεται το άνω ακίνητο, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα, αυτό (ακίνητο) εμφανίζεται σε τμήμα του εμβαδού 281,70 τ.μ με δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο και σε τμήμα αυτού εμβαδού 8,18 τ.μ ο Δήμος Σαλαμίνας, με τα αντίστοιχα ως άνω ΚΑΕΚ. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων (……….) επικαλείται ότι η πρώτη  εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί του επιδίκου ακινήτου, ζήτησε δε να αναγνωριστεί κύριος του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 100%, να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως αποκλειστικά κύριος του ακινήτου του, ως αυτοτελούς γεωτεμαχίου εμβαδού 290,92 τ.μ.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την με αριθ. 4163/2019 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη (όπως και είναι) ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 1000, 1033, 1192, 1198, 1041, 1041, 1045 ΑΚ, 70, 176, 176 Κ.Πολ.Δ, 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, πλην του αιτήματος να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνα να προβεί στην αιτούμενη διόρθωση, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, διότι η διόρθωση εγγραφής διατάσσεται, κατόπιν αίτησης του έχοντος έννομο συμφέρον, με απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή, και αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς (ενστάσεις) του παρισταμένου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, εκδόθηκε η με αριθ. 4163/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, έκανε την αγωγή δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του επιδίκου ακινήτου, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο αρχικά ενάγων κύριος κατά ποσοστό 100% ενιαίου γεωτεμαχίου επιφανείας μ.τ 290,92. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεση τους, με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω από 9.5.2018 αγωγή του αρχικά ενάγοντος …………

Ι) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον – επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφομένου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής.  Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα – ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση) -, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α)Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό ,με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1945 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2016 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο της αγωγής, εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ)Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (Εφ.Πειρ. 68/2021, Εφ.Αθ. 2375/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με τον πρώτο λόγος της έφεσής του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της και ως προς την περιγραφή του ακινήτου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται τμήμα και τη σαφή επίκληση των περιστατικών που θεμελιώνουν τον παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο. Πλην όπως στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά των πλευρικών διαστάσεών του, συντεταγμένες κορυφές σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, με αποτύπωσή του στο ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής από Μαρτίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……….. Το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μείζονος ακινήτου – γεωτεμαχίου. Επιπλέον, για τη στοιχειοθέτηση του παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά κτήσης αυτής, ήτοι την μεταβίβαση με σύμβαση, λόγω πώλησης, την μνεία περί νόμιμης μεταγραφής τους και ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοί του, ήταν κύριοι του μεταβιβασθέντος ακινήτου και ότι αυτός (ενάγων0 κατέστη κύριος με παράγωγο τρόπο που αποκτήθηκε πριν την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του Δήμου Σαλαμίνας (12.2.2007), επίσης αναφέρει ότι τόσο αυτός (ενάγων) είχε φυσική εξουσία διανοία κυρίου αδιατάρακτα και με καλή πίστη από το χρόνο που περιήλθε η κατοχή του σε αυτόν (αρχικό ενάγοντα), ο οποίος ασκούσε τις αναφερόμενες υλικές εμφανείς πράξεις (επίβλεψη, εποπτεία, καθαρισμός κ.λ.π) με εμφανή τη βούληση να το έχει δικό του όσο και οι δικαιοπάροχοί του με καλλιέργεια αμπέλου, και γεωργικών προϊόντων (σιτάρι, κριθάρι κ.λ.π) και έτσι απέκτησε το επίδικο ακίνητο και με πρωτότυπο τρόπο (ΑΠ 1125/2018, Εφ.Αθ 212/2018 ΝΟΜΟΣ), χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των πράξεων αυτών μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 47.2019, ΑΠ 289/2016, ΑΠ 1402/2015, ΑΠ 1077/2012, Εφ.Δωδ. 2/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και επίσης προσδιορίζεται ο τρόπος που υπεισήλθε έκαστος στη νομή του επιδίκου ακινήτου (Εφ.Πειρ. 506/2019 Δημ.Ιστο.Εφ.Πειρ.). Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθά έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (Κ.Πολ.Δ 535) και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙ) Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.2-3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16 Ιουνίου 1830 και της 19 Ιουνίου/ 1 Ιουλίου 1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου 21 Ιουνίου/ 10 Ιουλίου 1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 454/2011, ΑΠ 1992/2009, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, με τις άνω ρυθμίσεις το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος του κάθε Οθωμανού ξεχωριστά, αλλά διαδέχθηκε το Οθωμανικό Δημόσιο μαζικά με τη γενόμενο δήμευση “πολεμικά δικαιώματα”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο και κατέχονταν (χωρίς σχετικό οθωμανικό τίτλο “ταπί”) μόνο από Οθωμανούς κατά την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 3-2-1830 και τα κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων (“μούλκια”), τα οποία ανήκαν στους Οθωμανούς ιδιώτες, εγκαταλείφθηκαν όμως από τους πρώην κυρίως τους Οθωμανούς και δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς. Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια”), που δεν είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, ούτε τα δικαιώματα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”), τα οποία είχαν αποκτηθεί από Οθωμανούς επί των δημοσίων γαιών νόμιμα, σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της ……/16-6-1830 στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα “…….” και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (Ολ ΑΠ 1/2013, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και καθόσον αφορά στα οθωμανικά κτήματα, τα ευρισκόμενα κατά το χρόνο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή ,αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και Φθιώτιδας, δηλαδή όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, ως δημόσιες γαίες (αγροί, λειμώνες, λιβάδια, θέρετρα, ήτοι χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση και παρόμοια) και δεν κατέχονταν νόμιμα (με “ταπί”) από Οθωμανούς, καθώς και όσα ήσαν αδέσποτα, περιήλθαν βάσει της ίδιας πιο πάνω Συνθήκης (πρωτοτύπως) στο Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 1/2013, ΑΠ 52/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όσα από τα παραπάνω κτήματα (δημόσιες γαίες) κατέχονταν από Οθωμανούς ιδιώτες νόμιμα με “ταπί”, που τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως “τεσσαρούφ”, καθώς και όσα κτήματα ανήκαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας σε Οθωμανούς ιδιώτες (“μούλκια” – πλήρεις ιδιοκτησίες), και δεν είχαν εγκαταλειφθεί, αλλά κατέχονταν από αυτούς, κατά τον χρόνο της υπογραφής των Πρωτοκόλλων (3-2-1830), παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας σε Έλληνες. Όμως, όσον αφορά στα ακίνητα που βρίσκονταν εντός όλων των εδαφών, τα οποία τελικά συναποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος, στην ελληνική ή στην τουρκική ζώνη κατοχής αδιακρίτως, κατά την ημερομηνία Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας (3-2-1830), και τα οποία κατέχονταν από Έλληνες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ταπί, χοτζέτι, βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίστηκαν ως ανήκοντα στους ιθαγενείς Έλληνες, οι οποίοι και αποτέλεσαν τους πρώτος υπηκόους του νέου Ελληνικού Κράτους (βλ.και ΑΠ 52/2014 ό.π, ΕφΑθ 5279/2008, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικοί) έτους 1856 (βλ. ΑΕΙ 80/2015, ΑΕΙ 710/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως στις 31-03-1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες  μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ)τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμου, οι πλατείες), οι οποίες ήταν περιορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση0, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 1/2013, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1647/2016). Από τις διακρίσεις αυτές  προκύπτει ότι κυριότητα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ιδιώτες μόνο στις γαίες της πρώτης κατηγορίας και το δικαίωμά τους αυτό κυριότητας αποδεικνυόταν με τη χορήγηση “χοτζέτι”, δηλαδή άτυπης μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, που συντασσόταν ενώπιον μουσουλμάνου ιεροδικαστή, ο οποίος και την επικύρωνε, ενώ η κυριότητα επί των λοιπών κατηγοριών γαιών, πλην των βακουφιών (αφιερωμένων γαιών), που εθεωρούντο πράγματα εκτός συναλλαγής, ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ” – οιονεί επικαρπίας) μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες, με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται “ταπί”, και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της (βλ. ΑΠ 449/2015 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/1989, ΕλλΔνη 31.1258, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, έκδ.1989, τ.Α΄, σελ. 529), ενώ κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε βάρος του Οθωμανικού Δημοσίου δεν αναγνωριζόταν (βλ. ΑΠ 80/2015, ΑΠ 92/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξαίρεση του κανόνα όχι μόνο με τίτλο (“ταπί”) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως “δια ωρισμένης χρήσιν των δημοσίων γαιών”, καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω Νόμου περί γαιών, κατά το οποίο “εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας δια 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το Δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως είτε είχε είτε δεν είχε έγκυρο τίτλο, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος”. Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης και όχι μόνο η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί μόνο επί καλλιεργήσιμου – γαιών και όχι επί βοσκοτόπων, δασών κλπ, τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου ταπίου (ΑΠ 390/2014 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επιπρόσθετα, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή, θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με την δε πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 2832 διακήρυξή της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες) να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών και μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό την μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεων έγκυρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17-11-1836 Δ/τος “περί ιδιωτικών δασών” και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28-3-1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των απεσταλμένων της Υψηλής Πύλης (που εγκρίθηκε με το από 4/16-4-1835 Β.Δ) του από ……./16-10-1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της από 1/13-11-1835 διαταγής των επί του Βασ.Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γεγομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικιών, από τους αποχωρούντες Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της, λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δε δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το΄ετος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω 17-11-1836 Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών επί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του βδ/τος της 17/29-11-1936, πρέπει να διακρίνονται από τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από  16.4/4-5-1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17/29-11/1-12-1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Τις δε αποφάσεις της επί των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ, με τις οποίες αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες, σε δάσος υφιστάμενο το 1836, στις οποίες περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέων της Επικράτειας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικράτειας, μπορούν οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, να επικαλεσθούν, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΓ1 573/2015 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31 Μαρτίου 1833 με βάση την από 27 Ιουνίου/ 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (δηλ. Από 25 Μαΐου 1827 έως 31 Μαρτίου 1833), και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά ιδιοκτησιασκά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21 Ιανουαρίου/ 3 Φεβρουαρίου 1830 Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. ΑΠ 52/2014, ΑΠ 1354/2014, Εφ.Αθ 2516/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1162/2002, Νοβ 50.1281).

Με δεδομένη δε την προαναφερόμενη διάκριση των γαιών σε πέντε κατηγορίες, κατά το οθωμανικό δίκαιο, η κυριότητα που ο άνω σουλτάνος παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, δεν αφορούσε τις καθαρές ιδιοκτησίες (“μούλκια”), που κατά τα άνω, αποδεικνύονταν από την ύπαρξη σχετικού οθωμανικού τίτλου “χοτζέτι”, αφού, πρώτον η κυριότητα αυτή ανήκε ήδη σε ιδιώτες και δεύτερον δεν επρόκειτο, σύμφωνα με την άνω Συνθήκη, να θιγεί από την διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Ούτε άλλωστε, η κυριότητα που παραχώρησε ο σουλτάνος μπορούσε να αφορά στις αφιερωμένες γαίες της τρίτης κατηγορίας, τα λεγόμενα “βακούφια” αφού αυτές θεωρούντο ως πράγματα εκτός συναλλαγής, αλλά αφορούσε μόνον τις δημόσιες γαίες, που ανήκαν στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου και επί των οποίων όσοι υπήκοοί του, Έλληνες και Οθωμανοί, τις κατείχαν νόμιμα (με σχετικό επίσημο οθωμανικό τίτλο “ταπί”), ασκούσαν μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ”-  οιονεί επικαρπίας). Η παραχώρηση αυτή της κυριότητας έγινε μόνο σε όσους υπηκόους του κατείχαν νόμιμα οθωμανικά κτήματα και επομένως κυρίως Οθωμανούς, προκειμένου να τους προστατεύσει, επειδή αυτοί κυρίως κατείχαν δημόσιες γαίες, κατά  το οθωμανικό δίκαιο νόμιμα με “ταπί’, το οποίο τους παραχωρούσε δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (“τεσσαρούφ” – οικονεί επικαρπίας), ώστε αν ήθελαν να αναχωρήσουν, να τις εκποιήσουν ως πλήρεις ιδιοκτησίες και όχι ως υποτιμημένες οιονεί επικαρπίας. Τα ιδιοκτησιακά αυτά δικαιώματα, αργότερα, με την περιέλευση της περιοχής στο ελληνικό κράτος – αναγνωρίστηκαν και από αυτό, δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3-2-1830 (βλ. ΑΠ 52/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 257/2016 αδημ.). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1 β.δ της 16-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία εντός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού, προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 712/2015, ΑΠ 52/2014, ΑΠ 2088/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ/τος της 12-12-1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί” εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α)το άρθρο 1 παρ.2 του Ν.ΚΘ΄ της 31-3-18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους και β)το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική-κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένετο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του Ν της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, του άρθρου 60 του Ν.ΣΟΖ/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν.ΔΝΖ/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας, επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και υπό ιδιωτών ,εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 2015 (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 987/2017 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησή τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από τα πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημοσίων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και από τα 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν.18, Πανδ.(41.3), ν.2 Πανδ.(7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτιμάτων”, και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητα και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν.ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ), που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακινήτων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν.4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σε αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενους ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επικαλούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν.3077/1924, 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροπ.με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/1937), 1 του ΝΔ/τος 69/1969 και 3 του Ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στην διάταξη του άρθρου 1 του Ν.ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 “περί Δασικού Κώδικος” και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του Ν.998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ,ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με την συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης, περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιαδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, Επειρ 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837 ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε ότι, “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”.

Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν.2539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ.(47.1) εις47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγοία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων”, τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ.41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, Εφ.Πειρ. 26/2020, Εφ.Πειρ. 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Το πρώτο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με την έφεσή του ισχυρισμούς που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, επικαλούμενο ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του, α) “δικαιώματι πολέμου”, ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους και των υπηκόων του άλλως με κατάληψη του επιδίκου ως εγκατελειμένου κατά τη διάρκεια του αγώνα ανεξαρτησίας και πάντως πριν την 2.2.1830, β)άλλως δυνάμει της διατάξεως του άρθρ. 1 του από 3/15.12.1833 β.δ/τος άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος “περί ιδιωτικών δασών” ως δασική έκταση ,γ)άλλως ως αδέσποτου δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 16 του νόμου περί διακρίσεως κτημάτων του 1837 ή εγκατελελειμένα υπό των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλες αποδεδειγμένες απαιτήσεις. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της ασκηθείσας αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά κυριότητας του ενάγοντος (ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016, Εφ.Πατρ. 66/2022, Εφ.Πειρ. 349/2020, Εφ.Πειρ. 436/2019, Εφ.Πειρ. 437/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως αόριστοι, διότι το εκκαλούν-εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωση αυτών περιστατικά, δεν γίνεται σαφής επίκληση περιστατικών και δεν προσδιορίζει τον χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου ως δημόσιας γαίας, αραζί, εμιριγιέ (δασική, βοσκότοπος κλπ) κατά τον επικαλούμενο επίδικο χρόνο των συνθηκών της Κωνσταντινουπόλεως και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αναφέροντας διαζευκτικά όλους τους τρόπους με τους οποίους περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Κράτους κατά τον αναφερόμενο χρόνο μεταβίβασης της κυριαρχίας από τους Οθωμανούς στο Ελληνικό Δημόσιο, ούτε επικαλείται ομοίως σαφής και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά του χαρακτήρα του επιδίκου ως  χορτολιβαδικής έκτασης κατά το χρόνο ισχύος του β.δ 2/15.12.1833, ούτε ότι κατά το χρόνο ισχύος του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος άρθ. 1 και 3 “περί ιδιωτικών δασών” δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ιδίου ως άνω διατάγματος, χωρίς να αρκεί η απλή επανάληψη του πραγματικού των παραπάνω διατάξεων. Δεν επικαλείται επίσης, τα αναγκαία για τη θεμελίωση του περιστατικά, για τον ισχυρισμό του περί κυριότητας, συνεπείας κατάληψης πριν την 2.2.1830 άλλως ως αδέσποτο, ήτοι ποιός ήταν ο Οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου υπό τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου άλλως των άρθρων 2 παρ. 1 του Ν. 1539/1938 και 972 ΑΚ, ή έστω της διάταξης του άρθρου 34 του Ν. 15391938 περί κτήσης κυριότητας επί εγκαταλελλειμένων ακινήτων (Εφ.Πατρ. 66/2022 ό.π), ενώ μη νομίμως επικαλείται περιέλευση κυριότητας “δικαιώματι πολέμου”, δεδομένου ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9.7.1932 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σε αυτό “δια δημεύσεως πολεμικού δικαιώματος”. Σημειώνεται επίσης ότι ο τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου, θα πρέπει να στηρίζεται σε θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι σε αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλου που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η κυριότητα του Δημοσίου (ΑΠ 368/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως έστω, και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση (Κ.Πολ.Δ 535), ορθά το νόμο εφάρμοσε και ερμήνευσε και οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθμ. …../20.6.2018 ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν με επιμέλεια του αρχικά ενάγοντος (… …), ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ.τις υπ’ αριθ. …/23.5.2018, …./29.5.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία ορισμένα αναφέρονται ειδικά κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1626/2003, ΑΠ 1068/2002), καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθ. 261 Κ.Πολ.Δ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο γεωτεμάχιο βρίσκεται στη θέση “……” της κτηματικής περιφέρειας Αιαντείου, επί της οδού ….. Δήμου Σαλαμίνας, εντός σχεδίου πόλεως στο Κ.Χ Γ …. (ΔΕ) και εντός της κυρωμένης Π.Ε 16/1995 Πράξης Εφαρμογής , βρίσκεται σε απόσταση 340,00 μ από τη θάλασσα είναι άρτιο και οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, εμφαίνεται στο από Μαρτίου 2018 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Τ.Ε-ΕΔΕ …….. με τα περιμετρικά στοιχεία 1-2-3-Τ7-4-5-6-7-Τ6-8-9-10-1, επιφάνειας 290,92 τμ και συνορεύει νοτιοδυτικά με πλευρές 1-2 μήκους 4,06 μ συν 2-3 μήκους 9,50 μ με οδό …….. πλάτους 8,50 μ, βορειοανατολικά με πλευρές Τ6-8 μήκους 3,27 μ συν 8-9 μήκους 10,58 μ με υπόλοιπο τμήματος ΚΑΕΚ ……., νοτιοανατολικά με πλευρές 3-Τ7 μήκους 0,86 μ συν Τ7-4 μήκους 3,83 μ συν 4-5 πλάτους 3,56 μ συν 5-6 μήκους 5,81 μ συν 6-7 μήκους 2,84 μ συν 7-Τ-7 μήκους 4,72 μ με οδό ….. πλάτους 10,00 μ, βορειοδυτικά με πλευρές 9-10 μήκους 20,55 μ, με υπόλοιπο τμήματος ΚΑΕΚ …. συν 10-1 μήκους 0,32 μ με υπόλοιπο τμήματος του ΚΑΕΚ …, εμβαδού 290,92 τ.μ. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στον αρχικώς ενάγοντα, …….., κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή με το με αριθμ. ……/11.7.1963 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά . …. και έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκουλακείου Σαλαμίνας (τ…. α…../2.9.1963), λόγω αγοράς από τους ……. και …, εμφαινομένου με τον αριθμό …. στο από Αυγούστου 1962 σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……, έκτασης κατά τον τίτλο 296,70 τ.μ και συνορευομένου “ανατολικώς με ιδιωτική οδό πλάτους 3,50 μ επί προσώπου 21,50, δυτικώς με το υπ’ αριθ. …. αγροτεμάχιο ιδίου σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων 21,50, αρκτικώς με το υπ’ αριθμ. …. αγροτεμάχιον ιδίου σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων 13,60 και μεσημβρινώς με ιδιωτική οδόν, ονομαζομένην ……. πλάτους μέτρων έξι επί προσώπου μέτρων 14”. Στους πωλητές και άμεσους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα (…….), το παραπάνω ακίνητο περιήλθε κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης κείμενης στη θέση “…….” ……. Σαλαμίνας, επιφανείας μ.τ 35.031,96 τ.μ, λόγω διανομής με τον αδελφό του …….., με το με αριθ. ……../1.8.1961 συμβόλαιο διανομής κοινού αγροκτήματος, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ… α…./5.8.1961), εμφαινόμενης στο από 26.7.1961 σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …….., που προσαρτάται στο ως άνω συμβόλαιο, με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α.Β.Γ.Η.Α και συνορευόμενη “ανατολικώς με αδιανέμητον βραχώδη έκταση του …….και ……, επί πλευράς μέτρων 154,67, δυτικώς με αφεθείσα υπό των ιδίων ιδιωτικήν οδόν πλάτους μέτρων έξι (6) επί προσώπου μέτρων 113,34 και πέραν ταύτης με ιδιοκτησίαν κληρονόμου ….., αρκτικώς με τον υπ’αριθ.ένα (1) αγρόν του ως άνω σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας … …. επί πλευράς μέτρων 262 και μεσημβρινώς με ιδιοκτησίαν …….. επί πλευράς μέτρων 264, διήρεσαν τούτον εις μικρότερα αγροτεμάχια……εμφαινόμενα……..από 12ης Αυγούστου 1961 σχεδιάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού … …. υπό τους αριθμούς ένα έως εκατόν έξι (1-106)…..εκ των ως άνω αγροτεμαχίων….εμφαινόμενου υπό τον αριθμόν 79, εκτάσεως μ.τ 296,70….”. Η ανωτέρω έκταση (35.031,96 τ.μ) ως τμήμα της έκτασης αγροτεμαχίου επιφανείας μ.τ 53.574,90 είχε περιέλθει στους ανωτέρω πωλητές-δικαιοπαρόχους του ……… και τον αδελφό τους ……. και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου με το με αριθ. …../27.8.1937 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …. …, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. .. αριθ. …/27.8.1937) λόγω αγοράς από τον …….., στον οποίο είχε περιέλθει “προ τεσσαρακονταετίας περίπου εξ αγοράς παρά του …….. ιερέως…………της δε αμπέλου εμφυτευθείσας παρ’ αυτού ιδίου προ εικοσαετίας και πλέονως………”. Στον ……, περιήλθε με το με αριθ. ………/31.8.1898 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. … αρ. …./31.8.1898). Περαιτέρω, για το ένδικο ακίνητο (τοποθεσία, εμβαδόν, διατάσεις, όρια, όμοροι ιδιοκτήτες), από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με το από Μαρτίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, προκύπτει ότι περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος ………. και των δικαιοπαρόχων του (υπ’ αριθ. ../1963, …/1961, …/1937, …/1898), καθόσον αποτελεί ένα από τα 106 αγροτεμάχια με αριθμό …., που βρίσκονται στη θέση “…..” ……. Σαλαμίνος, ως τμήμα της μείζονος έκτασης συγκυριότητας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ………. και του ………. εμβαδού 35.031,96 τ.μ, όπως αυτή περιγράφεται στους ανωτέρω συμβολαιογραφικούς τίτλους, δίχως να μπορεί να συναχθεί αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου από τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ………, από τον χρόνο που περιήλθε σε αυτόν η νομή του επιδίκου ακινήτου, ανήγειρε επί αυτού οικία επιφανείας μ.τ 85,40, την οποία νομιμοποίησε περί το έτος 1984 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 4 Ν. 1337/83 (βλ.τις από 23.12.1983 και 6.3.1983 Δηλώσεις του πολιτικού υπομηχανικού ΕΜΠ Εμμ.Νίνου). Το εν λόγω ακίνητο ηλεκτροδοτούνταν από 10.7.1974 (βλ.την με αριθ. …/25.7.2018 βεβαίωση αρχικής ηλεκτροδότησης ΔΕΔΔΗΕ), και από 26.11.1998 είχε τοποθετηθεί “η υπ’ Α.Μ …. υδροπαροχή” (βλ. Την με αριθ. …./28.6.2018 Βεβαίωση ΕΥΔΑΠ – ΥΠΗΡΕΣΙΑ Β΄ ΤΟΜΕΑ ΠΕΙΡΑΙΑ), ενώ δυνάμει της με αριθ. ………/1969 Άδειας Προσωρινής Περιφράξεως Οικοπέδου κειμένου εκτός σχεδίου του Α.Τ Σαλαμίνας, ο ενάγων (… ….) είχε περιφράξει το ακίνητό του με συρματόπλεγμα. Επίσης, το επίδικο ακίνητο είχε περιληφθεί στις δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας και ΕΝ.Φ.Ι.Α των ετών από 2014 έως και σήμερα. Οι μάρτυρες αυτού, α)……. (…/2018 ένορκη βεβαίωση) και β)…….. και της ……… (……/2018 ένορκη βεβαίωση), καταθέτουν αντιστοίχως: α) “είμαι γειτόνισσα και γνωρίζω προ πολλών ετών……τον…………, ήδη από το έτος 1963 που χρησιμοποιούσε το επίδικο ακίνητο….ως εξοχική του κατοικία, αφού το……αυτό χρονικό διάστημα αγόρασα και εγώ το όμορο από τα δυτικά ακίνητο μου……γνωρίζω……από τότε που το αγόρασε το ακίνητο…το περιποιείται, το φροντίζει, το επιμελείται, ανήγειρε……και οικία…..την νομιμοποίησε…..έχει σύνδεση με ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ……..σήμερα το χρησιμοποιεί σχεδόν ως μόνιμη κατοικία……..”, β) “Είμαι νύφη του κ. ……..……..το επίδικο ανήκε στον πεθερό μου…….Από το έτος 2000 που μπήκα στην οικογένεια…….βρήκα χτισμένη και πλήρως εξοπλισμένη την οικία………..η οποία έχει νομιμοποιηθεί……..την χρησιμοποιούσε στο παρελθόν ως εξοχική κατοικία σήμερα διαμένει σχεδόν μόνιμα………..ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο ούτε ο Δήμος αλλά και κανένας τρίτος ουδέποτε τον αμφισβήτησε ή τον απέβαλε,…………αλλά ούτε και τα όρια του ακινήτου αυτού………”. Οι ως άνω καταθέσεις είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου σαφείς και πειστικές ενισχύονται δε από όλα τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ως προς τα ουσιώδη / πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι από το έτος 1898 τη νομή επί του ακινήτου εμβαδού 35 περίπου στρεμμάτων, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο ακίνητο, κατείχαν όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντα με καλή πίστη και διανοία κυρίων, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, όπως συνεχής, αδιατάρακτη συστηματική καλλιέργεια αμπέλου, τουλάχιστον από το έτος 1900 όπως αδιαμφισβήτητα προκύπτει, από όλους τους ανωτέρω αναφερόμενους συμβολαιογραφικούς τίτλους, και σύμφωνα με τα κατατεθέντα και από τις προαναφερόμενες μάρτυρες χωρίς ποτέ να απωλέσουν τη νομή. Έτσι ο ενάγων, με αδιάκοπη σειρά τίτλων απέκτησε ήδη από το έτος 1963 την κυριότητα, νομή και κατοχή του επίδικου αγροτεμαχίου από τους άνω αληθείς συγκυρίους, συννομείς και συγκατόχους, με το νομίμως μεταγραφέν στα οικεία βιβλία μεταγραφών, συμβολαιογραφικό έγγραφο με συνέπεια να καταστεί κύριος, νομέας και κάτοχος κατά ποσοστό 100% με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο. Ακολούθως, από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι το ένδικο αγροτεμάχιο ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο – εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, ούτε ουδέποτε απέκτησε την ιδιότητα του κοινοχρήστου, είτε βάσει του άρθρου 28 του ν.1337/1983 είτε καθ’ οιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο, όπως πλήρως αποδεικνύεται από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Αντίθετα , αποδείχθηκε, ότι το επίδικο αγροτεμάχιο, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (αγροκτήματος), ανήκε στον ………, το οποίο ακολούθως περιήλθε στον ……….. και στη συνέχεια στους ………. (δικαιοπαρόχους του ενάγοντα), από τους οποίους χωρίστηκε σε επί μέρους τμήματα και ιδιοκτησίες και η με αριθ. .. (35.031,96 τ.μ)σε μικρότερα αγροτεμάχια, ένα από τα οποία με αριθ. …., αντιστοιχεί στην ιδιοκτησία του ενάγοντος. Όλοι δε οι ανωτέρω προκτήτορες καλλιεργούσαν το ευρύτερη αγρόκτημα, και το αποτελούν τμήμα αυτού, ως άμπελο χωρίς ουδέποτε να απωλέσουν τη νομή αυτού, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και χωρίς ουδέποτε να αμφισβητηθεί η νομή, κατοχή και κυριότητα επί του επιδίκου, από οιονδήποτε τρίτο είτε από τους εναγομένους ήδη εκκαλούντες. Τα ανωτέρω ουδόλως δεν αναιρούνται από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι περί του γεωργικού χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ήδη από το 1898, ενισχύονται μάλιστα και από το με αριθ.πρωτοκ. ………/31.10.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά – Δασαρχείο Πειραιά, το οποίο επί της από 24.10.2018 αιτήσεως του ενάγοντα …….., απάντησε: “σας γνωρίζουμε ότι για την επίδικη έκταση όπως αυτή απεικονίζεται στο τοπογραφικό που επισυνάπτεται στο (γ) σχετικό έγγραφό μας ,σύμφωνα με την ΔΥ/31-10-2018 έκθεση φωτοερμηνείας, είχε ανέκαθεν μη δασική μορφή και στις Α/Φ έτους 1984 δηλαδή την πιο κοντινή χρονιά στο 1990 που είναι ο χρόνος έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου (σύμφωνα με την παρ. 6 άρθ. 32 Ν 4067/12) στην έκταση εμφανίζεται οικία και είναι περιφραγμένη”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, η εγγραφή τμήματος του επιδίκου ακινήτου με στοιχεία 10-Τ7-Τ6-8-9-10 στο από Μαρτίου 2018 (διορθωμένο) τοπογραφικό διάγραμμα του …….., που περιλαμβάνεται στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …….. και έχει καταχωριστεί ως κοινόχρηστη έκταση με δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο, και τμήμα του ακινήτου, που εμφαίνεται στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με στοιχεία 1-2-3-Τ7-10-1 και περιλαμβάνεται στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……… στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου έχει καταχωριστεί ο Δήμος Σαλαμίνας [(δεύτερος εναγόμενος – εκπροσωπούμενος στην παρούσα δίκη από το παριστάμενο Ελληνικό Δημόσιο – αναγκαίο ομόδικό του), όπως το αίτημα της ένδικης αγωγής παραδεκτά διορθώθηκε με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), είναι ανακριβείς και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του αποβιώσαντα (πατέρα του ……..) ………… (αρχικώς ενάγων) και κατά συνέπεια πρέπει να διορθωθεί (Εφ.Πατρ. 398/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες που συμπληρώνονται με την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 535) και δέχθηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, και ειδικότερα:

“ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ τον ενάγοντα πλήρη και αποκλειστικό κύριο ενός οικοπέδου, που βρίσκεται στη νήσο Σαλαμίνα στη θέση “……….” της κτηματικής περιφέρειας … Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, και επί της οδού …, εντός σχεδίου πόλεως στο Κ.Χ Γ …. (Δ.Ε), εντός της κυρωμένης Π.Ε 16/95 Πράξης Εφαρμογής, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Μαρτίου 2018 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Τ.Ε-ΕΔΕ ………. με τα περιμετρικά στοιχεία 1-2-3-Τ7-4-5-6-7-Τ6-8-9-10-1, επιφάνειας 290,92 τμ.

ΔΙΕΤΑΞΕ τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να αποκοπεί: (α) από το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ……. το εδαφικό τμήμα που περικλείεται από τα στοιχεία …….. στο από Μαρτίου του 2018 (διορθωμένο) τοπογραφικό διάγραμμα του πτυχ.πολιτικού μηχανικού ……. ,και (β) από το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …….. το εδαφικό τμήμα που περικλείεται από τα στοιχεία ……… στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, και ακολούθως να συνενωθούν και αποτυπωθούν αυτά (τα εδαφικά τμήματα) ενιαίως ως ένα αυτοτελές γεωτεμάχιο, με την απόδοση ενός ενιαίου ΚΑΕΚ, στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου θα καταχωριστεί ως δικαιούχος κατά πλήρες και αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας ο ενάγων, με τίτλο κτήσης το υπ’ αριθμ. …/11-7-1963 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. (νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …..)” (Εφ.Θσσαλ. 953/2021, ΣΤΕ 2095/2019, ΣΤΕ 1452/2016, ΣΤΕ 329/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε το ενώπιον του προσαχθέν αποδεικτικό υλικό, οπότε οι λόγοι της έφεσης και η έφεση στο σύνολό της καθίσταται ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες ,λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 Ν.3693/1957, (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου) και κατ’ άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006 (ΑΠ 1272/2009, ΑΠ 590/2011, ΑΠ 1684/2012, ΑΠ 112/2017, ΑΠ 378/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, το έννομο συμφέρον του απόντος ομοδίκου να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του ανακοπή ερημοδικίας ως και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, κρίνει μόνο το Δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας το οποίο κρίνει τη βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, δεν μπορεί δε να τις κρίνει παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ερημοδικεί ο διάδικος, διότι η κρίση για την εφαρμογή της νομικής έννοιας του έννομου συμφέροντος, δεν μπορεί να εξετάζεται παρεμπιπτόντως (Ολ ΑΠ 15/2001, Εφ.Αθ. 3865/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία αυτών, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, κατά της απόφασης αυτής από τον απολιπόμενο (εκπροσωπούμενο από τον αναγκαίο ομόδικό του) δεύτερο των εκκαλούντων Δήμο Σαλαμίνας (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, ερήμην του απολιπομένου (εκπροσωπούμενου από το παριστάμενο Ελληνικό Δημόσιο) Δήμου Σαλαμίνας, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, από τον απολιπόμενο εκκαλούντα Δήμο Σαλαμίνας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Δέχεται τυπικά, και

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 4.3.2020 (αριθ.καταθ. ……./2020) έφεση των εκκαλούντων – Ελληνικού Δημοσίου και Δήμου Σαλαμίνας κατά της υπ’ αριθ. 4163/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του Παρέδρου ΝΣΚ του καλούντος-εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ