Αριθμός 363/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……… , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …..) και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθηνα (ΑΦΜ ….) και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Δικαστικό Πληρεξούσιο ΝΣΚ Δημήτριο Βολτή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……, η οποία εδρεύει στην ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», με έδρα το …. Ιρλανδίας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τη διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής ανώνυμη εταιρεία ήδη με την επωνυμία «………» και διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Άννα Ταχριλτζίδου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «. (….) ……» και τον διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, δεν εκπροσωπήθηκε δε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Το εκκαλούν κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2487/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 17.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022- …../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος των πρώτης και δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο η τρίτη εφεσίβλητη Τράπεζα, δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως δε προκύπτει από την με αριθμό …./ 4-7-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, ………, αυτή έχει κλητευθεί νομίμως να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο. Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η έφεση κατά της με αριθμό 2487/ 13-7-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, στις 17-6-2022, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία .
ΙΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../ …./ 2019 ανακοπή του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, ζητούσε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, προκειμένου να αποβληθούν οι καθών η ανακοπή, που κατετάγησαν κατ’άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ, ως εγχειρόγραφοι δανειστές σε ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, και ακολούθως να καταταγεί το ίδιο στη θέση τους προς πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης του, ποσού 18.049,11 ευρώ, που τυγχάνει προνομιακή κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, και αναγγέλθηκε ως τέτοια στη διαδικασία του πλειστηριασμού από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Κηφισιάς, η οποία κατετάγη μόνον μερικώς κατά το ποσό των 1.535,43 ευρώ, στο ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος, ως φέρουσα γενικό προνόμιο (άρθρο 975 παρ. 5 ΚΠολΔ), μετά την κατάταξη των γενικών προνομιούχων δανειστών, που προηγούνται του ανακόπτοντος κατά σειρά τάξης (άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ. Επι της ως άνω ανακοπής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία την απέρριψε ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το ανακόπτον με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε η ανακοπή του να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.
IV. Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης , καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021), όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου 4842/ 2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους, η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων περ. θ΄ παρ.6 του άρθρου 116 Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176 4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν σε μη προνομιακή κατάταξη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008 αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη-Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138) (MEφΠειρ 1/2023, ΜΕφΘεσ 297/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
V. Με τον μοναδικό λόγο της έφεσής το εκκαλούν παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του λόγου της ανακοπής του, περί μη (διπλής) κατάταξης του και στο 10% του ποσού του πλειστηριάσματος, που προορίζεται για την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών, για την αναγγελθείσα, και ήδη μερικώς καταταγείσα ως προνομιακή κατ’άρθρο 975 παρ.5 ΚΠολΔ στο ποσοστό 25% του ως άνω ποσού, απαίτηση του. Ο ως άνω λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, η βούληση του νομοθέτη, που όρισε στο άρθρο 977 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015 και τυγχάνει εφαρμογής για τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδονται, όπως εν προκειμένω, μετά την 1-1-2016, ότι, επί μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου», δεν ήταν να κατατάσσονται διπλά στο 10% του πλειστηριάσματος σε βάρος των μη προνομιούχων εγχειρόγραφων δανειστών και όσοι προνομιούχοι αναγγελθέντες δανειστές δεν μπόρεσαν τυχόν να ικανοποιηθούν από το 25% και 65% του ποσού του πλειστηριάσματος, καθόσον, εάν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση θα το όριζε ρητά. Αντιθέτως, σκοπός του ήταν να υπάρχει κίνητρο και για τους μη προνομιούχους, εγχειρόγραφους δανειστές να επισπεύσουν την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος οφειλέτη τους, εφόσον γνωρίζουν ότι ικανό μέρος του πλειστηριάσματος θα διατεθεί εκ του νόμου για τις δικές τους μόνο εγχειρόγραφες απαιτήσεις, ο οποίος διατυπώνεται πλέον σαφώς στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως προσφάτως τροποποιήθηκε με το ν. 4842/2021. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα όσα περί του αντιθέτου διατείνεται το ανακόπτον-εκκαλούν με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, για την ερημοδικασθείσα τρίτη εφεσίβλητη δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, καθώς πρόκειται για απόφαση επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 979 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με 2487/2020 αριθμό οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Ιουνίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του δικαστικού πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου των πρώτης και δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ