Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 618/2018

Αριθμός  618/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  φέρονται, κατά χρονολογική σειρά, προς κρίση  1) η από 17-6-2016 έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……του ενάγοντος ……, 2) η από 20-1-2017 αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ……έφεση της πέμπτης εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «……» κατά του άνω ενάγοντος, 3) το   από 16-10-2016 δικόγραφο του ενάγοντος με  αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς  ……και με αντίστοιχο αριθμό στο Εφετείο Πειραιώς, ……, με τον τίτλο πρόσθετοι και συμπληρωματικοί λόγοι-έφεση-αντέφεση, και, τέλος 4) το από 16-10-2017 δικόγραφο του ενάγοντος  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιώς ……με τον  ίδιο όπως και το αμέσως προηγούμενο τίτλο, ήτοι, πρόσθετοι και συμπληρωματικοί λόγοι-έφεση-αντέφεση. Με τα ανωτέρω δικόγραφα πλήττεται η με  αριθμό 3813/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και  η 531/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή διορθώθηκε, συμπροσβαλλομένης,  σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ  και της προηγουμένως εκδοθείσας, μη οριστικής απόφασης, του ίδιου Δικαστηρίου με αριθμό  3567/2014. Ειδικότερα ο ενάγων άσκησε την από 13-6-2012 αγωγή του (αριθμ έκθ. κατάθ ……) κατά των κληρονόμων του ……, συζύγου και υιών αυτού, της εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «……», της διαχειρίστριας εταιρίας με την επωνυμία «…….», της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρίας με την επωνυμία «……» καθώς και  των  εκεί αναφερομένων ενενήντα οκτώ πλοιοκτητριών εταιρειών με την οποία ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της, να υποχρεωθούν άπαντες  οι εναγόμενοι σε παροχή λογοδοσίας για την δραστηριότητα των πλοίων του ομίλου ναυτιλιακών εταιριών που ανήκουν στα συμφέροντα της οικογένειας …………….. και για τη χρονική περίοδο 1977-2011. Επί της αγωγής αυτής, μετά τη συζήτησή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  εκδόθηκε η μερικά οριστική απόφαση με αριθμό 3567/2014 με τις οριστικές διατάξεις της οποίας απορρίφθηκε η αγωγή α) κατά της πρώτης εναγόμενης ………, χήρας ……….., ως ουσιαστικά αβάσιμη, β) κατά των  έβδομης έως και εκατοστής πέμπτης των εναγόμενων εταιριών ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, στη συνέχεια κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη ως προς τους λοιπούς εναγομένους και  διατάχθηκε η, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διεξαχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί εγγράφου που προσκόμισε ο ενάγων προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του. Ο τελευταίος  με την από 19-2-2015 αίτηση-κλήση του, όπως ονόμασε το σχετικό δικόγραφο, ζήτησε την επανάληψη της συζήτησης ως προς όλους τους εναγομένους εναντίον των οποίων είχε ασκήσει την αγωγή του, ωστόσο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωσε πως η υπόθεση εισάγεται ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγομένων και δεν εισάγεται ως προς τους λοιπούς (την πρώτη εναγόμενη και έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη). Μετά τη συζήτηση  εκδόθηκε η 3813/2016 οριστική απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  αφού έκρινε ότι απαράδεκτα επαναφέρεται η συζήτηση της αγωγής ως προς εκείνους των εναγομένων, ως προς τους οποίους αυτή απορρίφθηκε με τις οριστικές διατάξεις της 3567/2015 απόφασης, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς (εναγόμενους) πλην της  πέμπτης εξ αυτών, ως προς την οποία έγινε μερικά δεκτή, υποχρεώνοντας την εταιρία σε λογοδοσία υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια των αλλοδαπών πλοιοκτητριών εταιριών «………», «………..» και  «………» και για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 31-12-2011, ορίζοντας προθεσμία τριών μηνών προς εκπλήρωση της υποχρέωσής της, αρχόμενη από τη νόμιμη επίδοση της απόφασης. Η απόφαση επιδόθηκε από τον ενάγοντα στην πέμπτη εναγόμενη εταιρία την 21η-9-2016 και η ταχθείσα προθεσμία συμπληρώθηκε με την πάροδο της 21ης-12-2016 (σχετ. η κατά το άρθρο 139 παρ. 4 ΚΠολΔ επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……. επί του επιδοθέντος αντιγράφου της απόφασης). Την ίδια απόφαση επέδωσε στον ενάγοντα, στις 18-5-2016, η έκτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «…….» σύμφωνα με την …… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, που προσκομίζεται νόμιμα.

Α.1 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 αρ. 1 ΚΠολΔ, περισσότερα πρόσωπα μπορούν να εναχθούν από κοινού, ως ομόδικοι, αν σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς έχουν  (κοινό δικαίωμα ή) κοινή υποχρέωση ή αν (τα δικαιώματα ή) οι υποχρεώσεις τους  στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους. Όταν, επομένως, οι εναγόμενοι συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας, η δικονομική θέση κάθε ομοδίκου είναι ανεξάρτητη έναντι των λοιπών και οι πράξεις ή παραλείψεις αυτού δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους, ώστε η αγωγή, να είναι δυνατό να γίνει δεκτή ως προς τον ένα και να απορριφθεί ως προς τον άλλο ομόδικο, η δε υποβολή αιτήσεων ή ενστάσεων από τον κάθε ομόδικο,  να κρίνεται αυτοτελώς (ΑΠ 147/2007 ΧρΙΔ 2007.446, ΑΠ 71/2005 ΕλλΔνη 2005.1704, ΑΠ 111/1999 ΕλλΔνη 1999.805).

  1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ «έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στο πρώτο βαθμό α) …, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή…. Αν η απόφαση αυτή είναι εν μέρει οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη». Οριστική απόφαση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 308 και 309 ΚΠολΔ, είναι η απόφαση που δέχεται ολικά ή μερικά το αίτημα για παροχή δικαστικής προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία ως προς το αίτημα αυτό και η οποία, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε (ΑΠ 382/2005, ΕλλΔνη 47. 1666, ΕφΔωδ 201/2013 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ «Η Έφεση» έκδ. 2009, παρ. 202 επ.). Ο κανόνας του μη επιτρεπτού της έφεσης κατά εν μέρει οριστικής απόφασης, κάμπτεται στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς έναν ή μερικούς ομοδίκους, μη οριστική δε ως προς τους λοιπούς. Αυτό διότι από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2, 76 και 517 εδ. β` ΚΠολΔ προκύπτει ότι η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η ως προς αυτόν κρίση περατώνει έναντι αυτού τη δίκη. Έκτοτε, συνεπώς, η απόφαση είναι ως προς αυτόν εκκλητή και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών ομοδίκων (Σ. Σαμουήλ : Η έφεση έκδ. 2003, παρ. 225, σελ. 95, ΟλΑΠ 902/1982, Ολ.ΑΠ 401/1981, ΑΠ 204/2013,  ΕφΔωδ 201/2013 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 718/2010, Αρμ 2012. 86,). Εξάλλου, κατά το άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, το δικαστήριο απορρίπτει αυτήν και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 156/2013, ΑΠ 382/2005, ΑΠ 7/2003  δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, ό.π., παρ. 209).

3. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 514 ΚΠολΔ, δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται. Η διάταξη αυτή αποβλέπει στην απαγόρευση της επανειλημμένης χρήσης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της ίδιας απόφασης. Προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) να έχει ασκηθεί προηγούμενη έφεση, β) να πλήττεται με αυτή, όπως και με την προηγούμενη, η ίδια απόφαση και γ) να ασκείται παρά του αυτού διαδίκου. Δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων όταν, επί απλής ομοδικίας, η δεύτερη έφεση ασκείται από άλλον εκκαλούντα, ή από τον ίδιο που ενεργεί με άλλη ιδιότητα, ή απευθύνεται κατ` άλλου εφεσίβλητου, ή κατά του ίδιου, με άλλη όμως ιδιότητα. Είναι αδιάφορο  αν με τις εφέσεις, προηγούμενη και μεταγενέστερη, πλήττονται διάφορα κεφάλαια της αποφάσεως ή το δικόγραφο της δεύτερης υπογράφεται από διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο. Το ανεπίτρεπτο της δεύτερης έφεσης καταλαμβάνει και την περίπτωση που με την προσβαλλόμενη απόφαση συνεκδικάστηκαν δύο αγωγές και οι ασκηθείσες εφέσεις αφορούν χωριστά κάθε μία από αυτές, αφού η ως άνω διάταξη δεν κάνει κάποια διάκριση (ΑΠ 533/20 01 ΕλλΔνη 42.1597, ΕφΑΘ 6931/2008, ΕφΑΘ 6891/2005, ΕφΠατρ 176/2004 δημοσίευση Νόμος, Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 164,165). Η δεύτερη έφεση, που ασκείται κατά της ίδιας απόφασης απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρα 514 και 532 ΚΠολΔ, βλ. και Σ. Σαμουήλ, ό.π., παρ. 166). Στη γενική αυτή αρχή, ωστόσο, η νομολογία εισήγαγε μια εξαίρεση, ότι δηλαδή, δεν θεωρείται δεύτερη και συνεπώς δεν απαγορεύεται η άσκηση έφεσης, όταν η πρώτη ασκήθηκε χωρίς να υπάρχει καν δικαίωμα έφεσης, όπως στην περίπτωση  που στρέφεται κατά απόφασης μη υποκείμενης σε έφεση επειδή δεν ήταν οριστική. Και αυτό διότι ένδικο μέσο που ασκείται χωρίς να υφίσταται δικαίωμα προς άσκησή του θεωρείται οιονεί ανυπόστατο (ΟλΑΠ 1138/1974 ΝοΒ 23.640, ΕφΑθ 6549/2009, ΕφΑθ 7210/2001 δημ. στην  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κατά τα παραπάνω αναφερόμενα δεύτερη έφεση, μπορεί να ισχύσει α) ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, αν αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την πρώτη έφεση ή σε εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά και β) ως αντέφεση, στην περίπτωση που έχουν ασκηθεί από τους διαδίκους αντίθετες εφέσεις και η δεύτερη έφεση του ενός απ` αυτούς αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση του αντιδίκου ή σε κεφάλαια που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (ΕφΑθ 681/2008 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 166). Ως κεφάλαια δε νοούνται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας. Ως κεφάλαια  αναγκαστικά συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις της, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτήν ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου, από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 212/2006 ΝοΒ 2007693, ΑΠ 653/2001, ΑΠ 238/2001 ΑΠ 214/2000, ΕφΑΘ 6931/2008, ΕφΑΘ 3459/2007 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος να επισημανθεί ότι προϋπόθεση για να ισχύσει η δεύτερη έφεση ως αντέφεση ή ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων, δεν αρκεί μόνη η κατάθεση αυτής, αλλά απαιτείται και κοινοποίησή της  τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της πρώτης έφεσης ή εκείνης του αντιδίκου αντιστοίχως. Σε περίπτωση δε που η ορισθείσα αρχικά για την πρώτη έφεση ή για την έφεση του αντιδίκου δικάσιμος, αναβληθεί ή ματαιωθεί, η δεύτερη έφεση μπορεί να ισχύσει ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή ως αντέφεση, εφόσον κοινοποιήθηκε στον αντίδικο τριάντα ημέρες πριν από τη νέα δικάσιμο (σχετ. Σ. Σαμουήλ όπ.π., παρ. 166, ΕΑ 681/2008 δημ στη ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 570/1996 ΕλλΔ 38.680).4. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 490, 474 και 477 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι εάν γίνει δεκτή η αγωγή προς λογοδοσία, το Δικαστήριο, με την απόφασή του, ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός με τα δικαιολογητικά του πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου. Εάν ο λογαριασμός μετά των σχετικών εγγράφων δεν κατατεθεί μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε, τότε, ευθύς μόλις παρέλθει η προθεσμία αυτή, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 513 παρ. 1 εδ. β` και 532 ΚΠολΔ, η έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, με την οποία διατάσσεται η λογοδοσία, επιτρέπεται μόλις αυτή γίνει οριστική, ήτοι με την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας η οποία υπολογίζεται από την επίδοση της απόφασης, αφού τότε μόνο περατώνεται η δίκη στον πρώτο βαθμό (ΕφΘεσσ 206/2000 Αρμ 2002.715). Στις περιπτώσεις αυτές, που η απόφαση είναι οριστική υπό αίρεση, επιτρέπεται έφεση μόνο μετά την πλήρωση της αίρεσης αφού τότε μόνο γίνεται οριστική, η δε προθεσμία για άσκησή της αρχίζει, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, από την κοινοποίηση της απόφασης, μετά την πλήρωση της αίρεσης, γιατί τότε μόνο υπάρχει επίδοση οριστικής απόφασης (ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 1446/2012, ΕφΘεσσ 1020/2011, ΕφΑθ 6549/2009, ΕφΑθ 8553/2004, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επίδοση είναι αναγκαία ακόμα και αν είχε, ήδη η απόφαση, πριν από την οριστικοποίησή της, επιδοθεί (ΑΠ 1651/1987 ΕλλΔνη 29,1377, ΕφΑΘ 4308/1990 Δ 1991,92). Ενόψει δε της διάταξης του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ – όπως ισχύει από 1-1-2016 σύμφωνα με το νόμο  4335/2015, άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 – που ορίζει ότι σε περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης, η προθεσμία της έφεσης είναι δυο χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και στην περίπτωση που ασκείται έφεση κατά απόφασης που υποχρεώνει τον εναγόμενο σε λογοδοσία και η οποία καθίσταται οριστική με την παρέλευση της ταχθείσας από το δικαστήριο προθεσμίας, αν η απόφαση αυτή δεν επιδοθεί, η προθεσμία άσκησης έφεσης είναι δυο χρόνια που αρχίζουν από την λήξη της προθεσμίας αυτής, η οποία (λήξη προθεσμίας) θα πρέπει, κατ` αναλογική εφαρμογή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί προς τη δημοσίευση της απόφασης που ορίζει το ανωτέρω άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ και, επομένως, αποτελεί την αφετηρία για τον υπολογισμό της διετίας. Η αναλογική αυτή εφαρμογή είναι αναγκαία δεδομένου ότι εφόσον δεν υπάρχει νέα δημοσίευση της απόφασης, μετά την άπρακτη πάροδο της ταχθείσας προθεσμίας, θα καταλήγαμε στο άτοπο να μην αρχίζει να τρέχει η προθεσμία άσκησης έφεσης (πρβλ. Κ.Δ. Κεραμέα, Ένδικα Μέσα, έκδ. 2002, σελ. 38). Β.1 Στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκε αγωγή λογοδοσίας κατά των εναγομένων με τις ιδιότητες που αναφέρονται σ’ αυτήν και  οι τελευταίοι ως έχοντες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, κοινή προς τούτο υποχρέωση έναντι του ίδιου, συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 παρ. 1ΚΠολΔ) έτσι ώστε και σύμφωνα με τα αναλυόμενα στην με στοιχ. Α.1 σκέψη, ο καθένας εξ αυτών να ενεργεί,  στην ανοιγείσα δίκη, ανεξάρτητα από τον άλλον. Η δε  εκκαλούμενη οριστική απόφαση που δημοσιεύθηκε στις  27-10-2015 με αριθμό 3813/2015,  περιέχει οριστικές διατάξεις ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων, αφού ως προς αυτούς απέρριψε την ένδικη αγωγή λογοδοσίας ως ουσιαστικά αβάσιμη,  ενώ ως προς την πέμπτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα εταιρία, δέχθηκε  αυτήν και όρισε τρίμηνη προθεσμία αρχόμενη από την νόμιμη επίδοσή της, προκειμένου η εν λόγω εναγομένη να καταθέσει λογαριασμό. Συνεπώς και σύμφωνα με όσα αναλύονται στις αμέσως προηγούμενες σκέψεις (με στοιχεία Α.2 και 4)  η απόφαση είναι οριστική υπό αίρεση ως προς την πέμπτη εναγόμενη εταιρία  και επομένως εκκλητή μόνο μετά την νόμιμη επίδοσή αυτής  αλλά και την πάροδο της προαναφερόμενης προθεσμίας, αφού τότε καθίσταται οριστική.  Συνεπώς  όταν  ασκήθηκε από τον ενάγοντα η από 17-6-2016 έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………. εναντίον όλων των εναγομένων, εξέλιπε η προϋπόθεση του άρθρου 513 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι το οριστικό αυτής, ως προς την πέμπτη εναγόμενη εταιρία ως προς την οποία με βάση τα ανωτέρω αναλυόμενα η έφεση είναι ανυπόστατη. Ως προς την ίδια εναγομένη η προθεσμία για την άσκηση έφεσης αρχίζει από τις 21-12-2016, όταν καθίσταται οριστική, μετά την (άπρακτη) πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας που έταξε με την εκκαλουμένη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και είναι διετής εφόσον δεν επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση. 2. Περαιτέρω ο ενάγων, μετά την έκδοση της μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό 3567/2014 με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς τις, έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη, εναγόμενες εταιρίες και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, .. … ……, άσκησε την  από 19-2-2015 αγωγή κατά όλων των ίδιων εναγομένων, φυσικών προσώπων και εταιριών, όπως και η πρώτη ανωτέρω αναφερόμενη, από 13-6-2012 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……, υπό κρίση αγωγή. Στο ιστορικό της νεότερης αυτής αγωγής (αριθμ. έκθ. κατάθ. …….) o ενάγων ιστορεί ότι : Α] άσκησε την προηγηθείσα, από 13-6-2012, αγωγή, μετά την συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η 3567/2014 απόφαση η οποία α] διέταξε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη (παράγρ. της αγωγής με αριθμ. 1),  β] ότι με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη . …………….. ως,  ουσιαστικά και όχι νομικά, όπως εκθέτει, αβάσιμη λόγω της αποποίησης της επαχθείσας σ’ αυτήν κληρονομιάς μετά το θάνατο του συζύγου της, ως προς την οποία (εναγομένη) εκθέτει  ότι η (παρούσα) αγωγή του δεν εισάγεται (παράγρ. της αγωγής με αριθμ. 2) και στη συνέχεια, γ] ότι (με την ίδια ως άνω απόφαση) απέρριψε την (……) αγωγή   ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των έβδομης και επόμενων εναγομένων (παράγρ. της αγωγής με αριθμ.3 ) με την αιτιολογία ότι ουδόλως προσδιορίζει εάν οι εναγόμενες εταιρίες  (οι 7η έως και 105η εναγόμενες)  διαχειρίστηκαν πράγματι την περιουσία του ή υπόθεσή του ώστε να είναι υπόχρεες σε λογοδοσία. Συνεχίζει ο ενάγων στην ίδια παράγρ. 3 εκθέτοντας ότι «Ασκώ την παρούσα (δεύτερη) αγωγή μου, η οποία καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των 7ης έως 105ης των εναγομένων, εδράζεται ως εξής:». Συνεχίζοντας δε στην παρ.3.1 αναλύει την κατά τους ισχυρισμούς του ευθύνη των άνω εναγόμενων εταιριών, ως προς τις οποίες απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή ως αόριστη, να παράσχουν λογοδοσία. 3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αποδοχή της απόφασης, πριν την άσκηση κάποιου ένδικου μέσου εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησής του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, σ’ αντίθεση με εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ένδικου μέσου. Η πρώτη, πριν την άσκηση του ένδικου μέσου μπορεί να γίνει είτε ρητά, με την τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρά,  με δηλώσεις ή πράξεις, από τις οποίες συνάγεται αναγκαίως ο περί αποδοχής σκοπός. Η αποδοχή δε της απόφασης επάγεται, ως δικονομική έννομη συνέπεια, την απόρριψη του, μεταγενέστερα, ασκηθέντος ένδικου μέσου ως απαράδεκτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 553 παρ. 1 και 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 914/2015 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια των αμέσως προηγούμενων σκέψεων η έφεση του ενάγοντος, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της έβδομης έως και εκατοστής πέμπτης εναγομένης, (πλην των απολιπομένων 10ης  12ης, 13ης, 22ης, 31ης, 32ης, 79ης, 81ης, 92ης, 93ης και 94ης   εναγόμενων εταιριών για τις οποίες γίνεται αναφορά κατωτέρω)  είναι απαράδεκτη καθώς  με την δεύτερη αγωγή του (………), με την οποία αυτός δηλώνει όσα αναφέρονται παραπάνω, στις παραγράφους 1, 2 και 3 του δικογράφου της,  έχει σιωπηρά αποδεχτεί την εκκαλουμένη με την οποία συμπροσβάλλεται και η 3567/2014 εν μέρει οριστική απόφαση, όσον αφορά τις οριστικές της διατάξεις με τις οποίες απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή (……) ως προς τις άνω εναγόμενες, καθόσον αφενός μεν δηλώνει στην νεότερη αγωγή  ότι η υπόθεση δεν εισάγεται ως προς την πρώτη εναγομένη, ως προς την οποία εξάλλου δεν εμπεριέχεται ουδείς λόγος ή πρόσθετος λόγος έφεσης στα ενώπιον μας δικόγραφα αυτού και αφετέρου αναλύει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, «εδράζεται» η δεύτερη αγωγή ως προς την ευθύνη των εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών προς παροχή στον ίδιο λογοδοσίας. Η κατά τα προαναφερόμενα σιωπηρή αλλά σαφής και αδιαμφισβήτητη αποδοχή της εκκαλούμενης απόφασης δεν αναιρείται από την επιγραμματική και χωρίς να συνοδεύεται με οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά ως προς το αντικείμενό της, φράση, στο αιτητικό της αγωγής «και με επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου» την οποία εξάλλου ο ενάγων επαναλαμβάνει σ’ όλα τα δικόγραφά του, πάντα στην αρχή του αιτητικού του αντίστοιχου δικογράφου. Αντίθετα σαφής αποδοχή της εκκαλουμένης προκύπτει και από την δήλωση του ενάγοντος που αναφέρεται ανωτέρω, στην οποία προέβη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 28ης-4-2015, σύμφωνα με την οποία δεν εισάγεται η υπόθεση ως προς τους (πρώτη) έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη των εναγομένων και αυτό επειδή ήδη είχε ασκήσει την δεύτερη, από 26-2-2015 αγωγή εναντίον τους,  προς συμπλήρωση της αοριστίας των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων, κατά τους ισχυρισμούς του, θεμελιωνόταν υποχρέωση των εν λόγω εταιριών  προς λογοδοσία.         Ενόψει των ανωτέρω η ……έφεση του ενάγοντα για την οποία έχει καταβληθεί το οικείο κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο είναι παραδεκτή ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και  έκτη των εναγομένων, ασκηθείσα εντός της σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, αφού από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε εξάλλου οι διάδικοι ισχυρίζονται, ότι ακολούθησε επίδοση της εκκαλουμένης, μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας (21-12-2016) προς παροχή λογοδοσίας που όρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.4. Στη συνέχεια και κατά συνέπεια των προηγηθεισών σκέψεων (με στοιχ. Α. 3), το από 16-10-2017 δικόγραφο με αριθμ. έκθ. κατάθ. στο Πρωτοδικείο Πειραιώς  ………. και με αντίστοιχο αριθμό στο Εφετείο Πειραιώς, ……, με τον τίτλο πρόσθετοι και συμπληρωματικοί λόγοι-έφεση-αντέφεση του ενάγοντος, εκτιμάται, ενόψει και της κατάθεσης κατά την άσκησή τους του οικείου παραβόλου  σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ – όπως ισχύει από 23-1-2017 σύμφωνα με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του 4446/2016, ως παραδεκτή έφεση κατά της πέμπτης εναγόμενης – εφεσίβλητης εταιρίας, αφού ασκήθηκε μετά την επίδοση της εκκαλουμένης και την συμπλήρωση της τρίμηνης προθεσμίας που αυτή όριζε στις  21-12-2016, από την οποία αρχίζει η διετής προθεσμία για την άσκησή της και  του ανυποστάτου ως προς αυτήν την εναγομένη, της από 17-6-2016 (πρώτης) έφεσης του ενάγοντος, που αίρει την εκ του άρθρου 514 ΚΠολΔ απαγόρευση άσκησης δεύτερης έφεσης, απορριπτομένου στο σημείο αυτό σχετικού ισχυρισμού των εφεσίβλητων περί απαραδέκτου της άσκησης της ένδικης έφεσης. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως αντέφεση (που προϋποθέτει για το παραδεκτό της την άσκηση έφεσης από τον αντίδικο του αντεκκαλούντος-ενάγοντος,) ή πρόσθετοι λόγοι  για τους λοιπούς των εναγομένων για τους ανωτέρω λόγους (με στοιχ. Β. 3), της αποδοχής από μέρους του ενάγοντος της απόφασης ως προς αυτούς (έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη εναγομένη) και της συνακόλουθης απόρριψης, ως προς αυτούς, της έφεσης του ενάγοντος ως προς την οποία έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οι πρόσθετοι λόγοι και η αντέφεση (η οποία ειδικότερα απαιτεί παραδεκτή έφεση για να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση) και απορρίπτονται χωρίς να ερευνηθούν ουσιαστικά. Τέλος ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων κατά των οποίων η από 17-6-2016 έφεση (με αριθμ. κατάθ. ……) του ενάγοντος είναι παραδεκτή, εκτιμάται το ίδιο ως άνω δικόγραφο, ως πρόσθετοι λόγοι αυτής,  με τον αυτονόητο περιορισμό ότι θεωρούνται ως τέτοιοι μόνο οι  λόγοι, που εμπεριέχονται στο εν λόγω δικόγραφο και αναφέρονται στα εκκληθέντα ή στα συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με το  άρθρο 520 παρ. 2 εδ. α ΚΠολΔ ( ΟλΑΠ 180/1979 ΝοΒ 1976. 1113, ΕΑ 1963/1980 ΝοΒ 1980.857, Σ. Σαμουήλ, η Έφεση, έκδ. 2003 σελ. 60, ΕΑ 2295/2009 και ΕΑ 681/2008 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτών κατά την ίδια διάταξη. Συγκεκριμένα  ασκήθηκαν με (το άνω) ιδιαίτερο δικόγραφο το οποίο κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 143 και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ στους εφεσίβλητους, τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση (σχετ. η …….. έκθεση επίδοσης δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……… που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών-ενάγων). Το δε δικόγραφο με αριθμό έκθ. κατάθ. ……… δεν μπορεί να ισχύσει παρά μόνο ως αντέφεση και όσον αφορά την πέμπτη εναγομένη που έχει ασκήσει και η ίδια έφεση κατά του αντεκκαλούντος-ενάγοντος και ως πρόσθετοι λόγοι στην αρχική έφεση (……..) του εκκαλούντος κατά των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και έκτης των εναγομένων, υπό τον ίδιο ως άνω περιορισμό του άρθρου 520 παρ. 2 εδ.α ΚΠολΔ, δεδομένου ότι  τηρήθηκαν  οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης των εν λόγω ενδίκων μέσων κατά τα προαναφερόμενα, συγκεκριμένα ασκήθηκαν με  ιδιαίτερο δικόγραφο το οποίο κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 143 και 520 παρ. 2 ΚΠολΔ στους εφεσίβλητους τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση (σχετ. η ….. έκθεση επίδοσης δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………. που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών-ενάγων). Μπορούν δε παραδεκτά να εκτιμηθούν, όπως προεκτίθεται, καθώς α) στον εν λόγω περιορισμό του άρθρου 514 ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνονται οι πρόσθετοι λόγοι όπως και η αντέφεση και επομένως ο διάδικος, που έχει ασκήσει έφεση, δεν κωλύεται να ασκήσει κατά της έφεσης  του αντιδίκου του αντέφεση περιλαμβάνουσα τους ίδιους ή διαφορετικούς λόγους με τον αυτονόητο περιορισμό του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ και αυτό διότι η  αντέφεση δεν αποτελεί ένδικο μέσο, συμπεριλαμβανόμενο στα κατονομαζόμενα στο άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ ένδικα μέσα, και συνεπώς δεν υπόκειται στον κανόνα του άρθρου 514 ΚΠολΔ που απαγορεύει την άσκηση δεύτερης έφεσης, β)  ο χαρακτηρισμός του δικογράφου εναπόκειται στην  εκτίμηση του περιεχομένου του από το Δικαστήριο και όχι από τον δοθέντα από τους διαδίκους (ΕΑ 501/1981 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 799/77 ΝοΒ 25.175, ΕφΑθ 4770/75 Αρμ 1976. 480) και γ) για την παράλειψη ή η εσφαλμένη μνεία του χαρακτηρισμού του  δικογράφου, στην προκειμένη περίπτωση, της έφεσης, δεν τάσσεται  από το νόμο (άρθρο 118 ΚΠολΔ) ακυρότητα ενώ δεν χωρεί για την εν λόγω παράβαση  αναίρεση ή αναψηλάφηση. Αυτό σημαίνει ότι για να απαγγελθεί ακυρότητα από το Δικαστήριο θα πρέπει, ο αντίδικος όχι μόνο να προτείνει την επέλευση σ’ αυτόν  βλάβης από το γεγονός της εσφαλμένης ονομασίας του δικογράφου  αλλά και να αποδείξει αυτήν και μάλιστα να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξή της (ακυρότητας) σύμφωνα με το άρθρο 159 ΚΠολΔ. Ωστόσο επειδή η εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων γίνεται από το δικαστή με βάση το περιεχόμενό τους και χωρίς αυτός να δεσμεύεται από τον τίτλο που του έχει δώσει ο διάδικος, η κατά τα παραπάνω βλάβη δυσχερώς επέρχεται  (Σ. Σαμουήλ: όπ. π., παρ. 42. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμΚΠολΔ υπό άρθρο 118).

  1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ 3, 237 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την προσήκουσα παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, είναι απαραίτητη η εμπρόθεσμη κατάθεση έγγραφων προτάσεων, η παράλειψη της οποίας (κατάθεσης) συνεπάγεται την ερημοδικία του (υπόχρεου) διαδίκου (ΑΠ 948/2001). Εξ άλλου, από την διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση αυτή, η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο, δεν επιφέρει ανατροπή της αυτοτέλειας κάθε έννομης σχέσης της σύνθετης δίκης, αλλά κάθε αγωγή ή ένδικο μέσο κρίνεται χωριστά ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητάς του και, επομένως, καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους και των διαδίκων με το δικαστήριο, πλην 1) της διεξαγωγής της σύνθετης δίκης σε κοινή διαδικασία, 2) της έκδοσης κοινής απόφασης, 3) της υποβολής κοινών προτάσεων, μόνο μετά τη διαταχθείσα συνεκδίκαση, αφού, πριν αυτή να διαταχθεί  δεν είναι βέβαιη για τους διαδίκους, καθώς  η σχετική δυνατότητα εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου και κατά συνέπεια απαιτείται η κατάθεση χωριστών για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση προτάσεων (ΑΠ 1270/2015, ΕφΘεσσ 47/2012, ΕφΑθ 2527/2009 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω:  οι ένδικες εφέσεις  με αριθμ. έκθ. κατάθ ……(του ενάγοντος κατά των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και έκτης των εναγομένων) και  ……(της πέμπτης εναγομένης), οι με αριθμ.έκθ. κατάθ. ……πρόσθετοι λόγοι (ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων) και έφεση ως προς την πέμπτη εναγομένη καθώς και οι με αριθμ. έκθ. κατάθ ……πρόσθετοι λόγοι (ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτη των εναγομένων) και πρόσθετοι λόγοι – αντέφεση ως προς την έφεση της πέμπτης εναγομένης, έχουν ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 514, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 και 523, 524 ΚΠολΔ) και, επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια,  (τακτική) διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες (εφέσεις, πρόσθετοι λόγοι και αντέφεση) σύμφωνα με τα άρθρα 524 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ, αφού διευκολύνεται η διεξαγωγής της δίκης, αντιμωλία των διαδίκων, πλην α] του εφεσίβλητου ως προς την έφεση της πέμπτης εναγομένης, καθώς,  όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο τελευταίος κατέθεσε κοινές προτάσεις για την δική του έφεση-αντέφεση-πρόσθετους λόγους, πλην όμως δεν κατέθεσε ξεχωριστές προτάσεις για τη συζήτησή της έφεσης της αντιδίκου του εταιρίας, που είναι υποχρεωτικές ενώπιον του παρόντος, δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις παραπάνω, με αριθμ. 5, σκέψεις και  επομένως δεν παραστάθηκε νόμιμα. Πρέπει δε να δικαστεί ερήμην αφού η έλλειψη αυτή (της μη κατάθεσης προτάσεων από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο στην έφεση της αντιδίκου του), δεν καλύπτεται από την, από μέρους του κατάθεση κοινών προτάσεων για τη συζήτηση της δικής του έφεσης, προσθέτων λόγων και αντέφεσης ακριβώς επειδή η κατάθεση αυτή έγινε πριν από κάθε απόφαση του Δικαστηρίου για συνεκδίκαση των εφέσεων και στο στάδιο αυτό απαιτείται χωριστή κατάθεση προτάσεων για κάθε μία, αφού η δίκη για κάθε μία από τις δύο, κύριες, εφέσεις είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της άλλης. β] των 10ης 12ης, 13ης, 22ης, 31ης, 32ης, 79ης, 81ης, 92ης, 93ης και 94ης  των εναγόμενων εταιριών, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ως προς τις οποίες θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης του ενάγοντος αφού αυτός δεν αποδεικνύει την κλήτευση των εν λόγω εναγομένων,  λόγω δε του παρεπόμενου χαρακτήρα τους, απαράδεκτη θα κηρυχθεί ως προς τις ίδιες εναγόμενες και η συζήτηση των πρόσθετων λόγων αυτής γ] της πρώτης εναγομένης η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 299 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μόνον η σαφής δήλωση του εκκαλούντος ότι παραιτείται από το δικόγραφο της έφεσης έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι αυτή δεν ασκήθηκε. Το αποτέλεσμα όμως αυτό δεν επέρχεται στην περίπτωση που η έφεση στρέφεται κατά περισσότερων εφεσίβλητων, απλών ομοδίκων και ο εκκαλών δηλώσει ότι η έφεση δεν εισάγεται προς συζήτηση ως προς έναν από αυτούς. Η τελευταία δήλωση έχει την έννοια της παραίτησης από την κλήση προς συζήτηση της έφεσης ως προς το συγκεκριμένο εφεσίβλητο, ως προς τον οποίο ο εκκαλών δεν μετέχει στη συζήτηση. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος αυτός δεν παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, επέρχεται ματαίωση της συζήτησης κατά το άρθρο 260 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1261/1989, ΑρχΝ 1992. 204 ΕφΛαρ 326/2012, Εφ Πατρ 620/2007, 785/2003, ΕφΑθ 6370/2003, 4595/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση των άνω εφέσεων και προσθέτων λόγων-αντέφεσης από τη σειρά του πινακίου, κατά την ίδια ως άνω δικάσιμο, ο εκκαλών δήλωσε, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ότι δεν εισάγεται ως προς την πρώτη, απολιπόμενη, εφεσίβλητη η έφεση. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί ματαιωμένη η συζήτηση της έφεσης και των παρεπόμενου χαρακτήρα πρόσθετων λόγων αυτής  μεταξύ του εκκαλούντος και της πρώτης εφεσίβλητης.Γ.1 Στη συνέχεια και πλέον συγκεκριμένα περιγράφεται η  διαδικαστική διαδρομή της κρινόμενης  υπόθεσης σύμφωνα με την οποία ο ενάγων άσκησε την από 13-6-2012 αγωγή κατά των κληρονόμων του …… καθώς και των αναφερομένων στο δικόγραφό της νομικών προσώπων, διαχειριστριών και πλοιοκτητριών εταιριών που όλες ανήκουν στον όμιλο συμφερόντων της οικογένειας αυτού που απεβίωσε την 25-1-2011, ισχυριζόμενος ότι κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τον ………. ιδρυτή της πέμπτης εναγομένης εταιρίας, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, έδωσε στον τελευταίο την εντολή τα χρήματα που δικαιούνταν από την πώληση του πλοίου «V.»  στην αγορά του οποίου συμμετείχε τον  Φεβρουάριο 1977 καταβάλλοντας σ’ αυτόν το ποσό των 80.000 δολ ΗΠΑ,  50.000 δολ αρχικά και πλέον 30.000 δολ αργότερα, έναντι τιμήματος που ανήλθε στο ποσό των 190.000 δολαρίων και στο οποίο συμμετείχε κατά την  αναλογία 8/19, να τα  διαχειρίζεται ο τελευταίος ώστε να αγοραστεί άμεσα έτερο πλοίο, όπως και πράγματι  έγινε με την αγορά, στη συνέχεια ακόμα δυο, και συνολικά τριών πλοίων. Ότι, περαιτέρω κατά τον Μάιο 1980 συμφώνησε με τον  ίδιο ως άνω εκλιπόντα ενεργούντα και για λογαριασμό της πέμπτης εναγομένης της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, μετά την ανάληψη των δανειακών  υποχρεώσεών της  από τη γαλλική τράπεζα  Banqe Francaise De Credit, τα χρήματα που του αναλογούσαν από την εκμετάλλευση των άνω πλοίων να τα διαχειρίζεται ο …………….. για αγορές, στο μέλλον και άλλων πλοίων των οποίων τη διαχείριση θα ασκούσε είτε η πέμπτη εναγομένη είτε οποιαδήποτε άλλη εταιρία ή σχήμα ή πρόσωπο της επιλογής του τελευταίου,  καθιστάμενα τα εν λόγω πρόσωπα από κοινού με τον ………… εντολοδόχοι του  ενάγοντα. Ότι από την επιτυχή διαχείριση των εν λόγω χρημάτων στην αγορά πλοίων κατέστη ο ίδιος μέτοχος σε όλα τα πλοία που αποκτήθηκαν έκτοτε από τους εναγομένους και έως τη χρήση 2011, χωρίς να λάβει ο ίδιος μετοχές αλλά και ενημέρωση για την πορεία της άνω δραστηριότητας του …………….., στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε, εκτός των   χρηματικών ποσών έναντι των κερδών που του αναλογούσαν από το 1981 έως το 2010. Ότι αν και ζήτησε λογοδοσία και αναλυτική αντιπαράθεση εσόδων-εξόδων από τη δραστηριότητα των πλοίων του ομίλου ….., μετά το θάνατο του …………….., από τους τέσσερις πρώτους των εναγομένων, τη σύζυγο και τους υιούς του, υπό την ιδιότητα των κληρονόμων του,  ο δεύτερος επιπλέον και του  επικεφαλής εκτελεστικού διευθυντή της πέμπτης και έβδομης των εναγομένων,  αυτοί αρνήθηκαν και  η άρνησή τους όπως και η από  μέρους τους παράνομη και υπαίτια παρακράτηση του όποιου καταλοίπου, συνιστά αδικοπραξία. Με βάση τα παραπάνω και όσα ειδικότερα ιστορεί στην αγωγή του ο ενάγων ο οποίος παραιτήθηκε παραδεκτά από το καταψηφιστικό αίτημα του δικογράφου της, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε λογοδοσία και να επισυνάψουν όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τη διαχείριση του ομίλου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εν μέρει οριστική απόφαση με αριθμό 3567/2014 κρίνοντας ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την αγωγή εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο απέρριψε αυτήν, όπως ήδη αναφέρεται παραπάνω,  ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη λόγω της από μέρους της  αποποίησης της επαχθείσας σ’ αυτήν κληρονομίας λόγω του θανάτου του συζύγου της, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας  ως προς τους έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη των εναγόμενων εταιριών καθώς δεν εκτίθενται περιστατικά τα οποία δικαιολογούν την κατ’ αυτών άσκηση της αγωγής και ειδικότερα δεν μνημονεύεται σ’ αυτήν αν οι άνω εναγόμενες διαχειρίστηκαν πράγματι περιουσία  ή υπόθεση του ενάγοντος, τέλος απέρριψε,  ως μη νόμιμο το αίτημά της να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ενόψει του ότι οι αποφάσεις που διατάσσουν λογοδοσία είναι μη οριστικές. Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν την αγωγή και προέβαλαν ισχυρισμό περί παροχής εξώδικης λογοδοσίας που εγκρίθηκε από τον ενάγοντα  και περαιτέρω ότι ανυπαίτια αδυνατούν να ανταποκριθούν στην αιτουμένη λογοδοσία καθώς αυτή αφορά χρονικό διάστημα από το 1977 και εντεύθεν και οι ίδιοι δεν κατέχουν τα αντίστοιχα των ετών αυτών παραστατικά.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 3567/2015 απόφασή του αφού απέρριψε την αγωγή, ως προς την πρώτη, έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη εναγομένη, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί η γνησιότητα της με ημερομηνία 14-2-1977 απόδειξης σύμφωνα με την οποία ο …………….. έλαβε κατά την ημερομηνία αυτή, το ποσό των 50.000 δολ ΗΠΑ από τον ενάγοντα για την συμμετοχή του στην αγορά του πλοίου  «V.» σε ποσοστό 20%. Μετά την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και τη συζήτηση της υπόθεσης,  εκδόθηκε η 3813/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή κατά των λοιπών εναγομένων, πλην της πέμπτης,  την οποία υποχρέωσε σε λογοδοσία εντός προθεσμίας τριών μηνών αρχομένης από την επίδοση της απόφασης και για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 31-12-2011 υπό την ιδιότητα της  διαχειρίστριας των πλοιοκτητριών εταιριών με την επωνυμία «……», «……» και «……..», γενομένης εν μέρει δεκτής της ένστασης των εναγομένων περί παροχής εξώδικης λογοδοσίας για το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ήδη μετά την άπρακτη πάροδο της άνω προθεσμίας οι εκατέρωθεν ηττηθέντες διάδικοι, ο ενάγων και η πέμπτη των εναγομένων  με τις αντίθετες εφέσεις τους, ο πρώτος πλέον με τους πρόσθετους λόγους και την αντέφεσή του παραπονούμενοι, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή τους (εφέσεων) και, ακολούθως, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και των συμπροσβαλλομένων με αυτήν αποφάσεων, προκειμένου, κατά μεν τον εκκαλούντα – ενάγοντα –αντεκκαλούντα – εφεσίβλητο να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του, κατά δε την εκκαλούσα-εναγόμενη-εφεσίβλητη-αντεφεσίβλητη, να απορριφθεί αυτή, καθ’ ολοκληρίαν.2. Κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη λόγων έφεσης στο δικό­γραφό της (έφεσης), τέτοιοι μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε πα­ραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμέ­νη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΑΘ 2575/2009, ΕφΔωδ 70/2008 Νόμος, Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 540). Έτσι η μη αποδοχή του αιτήματος για συνεκδίκαση  κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικαστηρίου δικών  δεν αποτελεί σφάλμα αυτού δεκτικό έφεσης, διότι η συνεκδίκαση απόκειται στην κρίση του (ΑΠ 1247/1982 ΔΕΝ 39. 1102, ΕφΠατρ 421/2006 Νόμος, ΕφΑΘ 12638/1987 Αρμ MB. 1016, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011.1022), αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, δι­ακριτική ευχέρεια να προχωρήσει σε συνεκδίκαση, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση διαδίκου, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε πε­ρισσότερο αφού το διατακτικό της απόφα­σης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν θε­μελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΘεσ 907/1993, ΕφΑΘ 9117/1989 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 8701/1980 ΝοΒ 29. 357, Σ. Σαμουήλ, ό.π, παρ. 540 περ. ιε’). 3.  Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με απόφασή του η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα προδικαστικής απόφασης, την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης και η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 871/2011, ΑΠ 834/2010). Περίπτωση, όμως, εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 ΚΠολΔ και ίδρυση του οικείου λόγου αναίρεσης για κακή σύνθεση του δικαστηρίου δεν υπάρχει, όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, διατάσσονται, με προδικαστική απόφασή του, συμπληρωματικές αποδείξεις, όπως λ.χ. πραγματογνωμοσύνη, αφού στην περίπτωση αυτή γίνεται (όχι επανάληψη, αλλά) νέα συζήτηση της υπόθεσης και στη σύνθεση του δικαστηρίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι δικαστές. Σύμφωνα δε με τη διάταξη  του άρθρου 300 του ίδιου Κώδικα,  η απόφαση  εκδίδεται μόνο από δικαστή που έλαβε  μέρος στη σύνθεση του δικαστηρίου  κατά τη συζήτηση ύστερα  από την οποία εκδίδεται,  και στα πολυμελή δικαστήρια ύστερα  από διάσκεψη και ψηφοφορία  όλων των δικαστών  που έλαβαν μέρος στη συζήτηση.  Από το συνδυασμό  των διατάξεων  αυτών,   προκύπτει  ότι, αν διαταχθεί  η επανάληψη  της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, δεν απαιτείται να μετέχουν αναγκαίως  στην    επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι δικαστές  που μετείχαν αρχικώς στην    προηγούμενη  συζήτηση.  Η κακή σύνθεση του  δικαστηρίου, για την οποία  γίνεται λόγος στο άρθρο 559 αρ. 2 ΚΠολΔ., δημιουργείται, επομένως,  όταν στην έκδοση της απόφασης συνέπραξαν δικαστές  οι οποίοι  δε μετείχαν στην τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, ύστερα από την οποία εκδίδεται η απόφαση.   Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του με στοιχ. Η, τον πρώτο πρόσθετο λόγο στο ……δικόγραφο ο οποίος συνιστά και λόγο έφεσης ως προς την πέμπτη εναγόμενη και επαναλαμβάνεται και στο ……δικόγραφο, με στοιχ. Θ σε αμφότερα τα δικόγραφα, παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του ως προς την έβδομη έως και εκατοστή πέμπτη των εναγομένων ενώ με τον επόμενο, δεύτερο λόγο του ίδιου δικογράφου παραπονείται για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την 3813/2015 απόφαση. Ο πρώτος λόγος είναι απαράδεκτος όπως έχει ήδη αναλυθεί ανωτέρω, καθόσον ο ενάγων έχει σιωπηρά αλλά ρητά αποδεχθεί την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τους εν λόγω εναγομένους, ο δε δεύτερος λόγος που επίσης επαναλαμβάνεται και στο ……δικόγραφο του ενάγοντος είναι ομοίως απαράδεκτος σύμφωνα με τα αμέσως προηγουμένως εκτιθέμενα. Ειδικότερα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε με την 3567/2014 απόφασή του επανάληψη  της συζήτησης που διεξήχθη την 11-2-2014 στο ακροατήριο, προκειμένου  να διεξαχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και επομένως δεν απαιτείται να μετέχουν αναγκαίως στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, στη δικάσιμο της 28-4-2015, οι δικαστές  που μετείχαν αρχικά,  στην    προηγηθείσα   συζήτηση,  ενώ στην έκδοση της, μετά την απόδειξη,  απόφασης με αριθμό 3813/2015 συμμετείχαν οι ίδιοι δικαστές που αποτέλεσαν τη σύνθεση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δίκασε κατά την δικάσιμο της 28-4-2015. Άλλωστε δεν θα ήταν δυνατή η εκδίκαση με την ίδια ακριβώς σύνθεση καθώς ο εισηγητής δικαστής που αναφέρεται στην 3567/2014 απόφαση προήχθη και μετατέθηκε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Απαράδεκτος είναι και ο επόμενος των άνω λόγων που εμπεριέχεται στα ίδια ως άνω δικόγραφα με στοιχ. Ι, με τον οποίο παραπονείται για την απόρριψη του αιτήματός του να συνεκδικαστεί η υπό κρίση αγωγή  με εκείνη που άσκησε την 26-2-2015, αφού σύμφωνα με τα όσα μνημονεύονται πιο πάνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο προς τούτο, αλλά η συνεκδίκαση ανήκε στην διακριτική του ευχέρεια.    Κατόπιν αυτών οι άνω λόγοι και πρόσθετοι λόγοι του ενάγοντος πρέ­πει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.4. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 516 του ΚΠολΔ, το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος για την άσκηση έφεσης κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης και υπάρχει όταν με αυτό απορρίπτονται αιτήσεις ή προτάσεις του εκκαλούντος ή γίνονται δεκτές αντίστοιχες του αντιδίκου του. Μάλιστα, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και συνήθως πηγάζει από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, δηλαδή από το δεδικασμένο που απορρέει από τη σχετική δικαστική κρίση. Επίσης, μπορεί να θεμελιώνεται το ως άνω έννομο συμφέρον όταν ο εκκαλών βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης, ειδικότερα δε, αν από αυτή δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η σχετική αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού. Όμως, οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος, με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις διαλαμβανόμενες στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εφέσεως, με σχετικό λόγο ότι είναι ασύμφορες σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το κρίσιμο στοιχείο της αποφάσεως δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της (ΑΠ 920/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1459/2000 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6060/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 39/2011 ΕΦΑΔ 2011 969, ΕφΑθ 6188/2009 ΕφΑΔ 2010 565 και Σ. Σαμουήλ όπ.π., παρ. 313). Τέλος η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, για την άσκηση των ενδίκων μέσων και ειδικότερα της έφεσης, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, που συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, η οποία, μάλιστα, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου, σύμφωνα με το άρθρο 532 του ΚΠολΔ (ΕΠ 129/2015 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6188/2009 ΕΦΑΔ 2010. 565, 3613/2007 ΕΦΑΔ 2008 818, ΕφΘεσσ 2976/2005 Αρμ 2006 1465).Κατά τη διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλι­πή ή ανακριβή, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφαση. Σε διόρθωση υπόκειται και το προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης, ως προς τα ονόματα και λοιπά στοιχεία ταυτότητας των διαδίκων, εάν η εσφαλμένη αναγραφή τους οφείλεται σε παραδρομή, ενώ με τις ίδιες προϋποθέσεις διορθώνονται  και τα πρακτικά. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 318 παρ. 1 ΚΠολΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται κατά τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται και αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της «εκατέρωθεν ακρόασης», πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι με­τείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να παρέχεται  η ευχέρεια να διατυπώσουν, με τον  προσήκοντα και νομότυπο τρόπο, τις απόψεις τους περί του θέματος της διόρθωσης. Ωστόσο, όμως, εάν  οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης, δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της απόφασης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της εσφαλμένης ή ελλιπούς αναγραφής στα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, των  διαδίκων, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες.Στην προκειμένη περίπτωση με την από 16-11-2015 Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς-Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, ζητήθηκε οίκοθεν η διόρθωση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη 3813/2015 απόφαση, πρακτικών του άνω Δικαστηρίου, καθώς από προφανή παραδρομή διατυπώθηκαν αυτά εσφαλμένα και συγκεκριμένα δεν ανεγράφη η ιδιότητα του ενάγοντος ως καλούντος και των εναγομένων ως καθ’ ων η κλήση, ενώ παραλείφθηκε πλήρως η αναγραφή της πρώτης, έβδομης έως και εκατοστής πέμπτης των εναγομένων, στους καθ’ ων η κλήση. Με την 531/2016 απόφαση το ίδιο Δικαστήριο, στο οποίο λόγω προαγωγών και μεταθέσεων δεν συμμετείχαν οι ίδιοι Δικαστές που εξέδωσαν την υπό διόρθωση απόφαση,  χωρίς να κλητεύσει τους διαδίκους της αρχικής δίκης, κρίνοντας ότι δεν επηρεάζονται  από την αιτουμένη διόρθωση τα έννομα συμφέροντά τους,  προέβη σ’ αυτήν και σύμφωνα με το διατακτικό της σημειώθηκε η διορθωτική απόφαση επί των εν λόγω πρακτικών και απόφασης. Ο ενάγων στην προκειμένη περίπτωση με τον υπό στοιχ. ΙΓ λόγο της έφεσης, αντέφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, παραπονείται για την διόρθωση κατά τα προαναφερόμενα της εκκαλουμένης, χωρίς να κληθούν και να παρασταθούν οι διάδικοι, πλην όμως και σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος καθώς  δεν μνημονεύει ποιο είναι το, άμεσο ή έμμεσο,  έννομο συμφέρον αυτού, το οποίο δικαιολογεί την έφεση κατά της εκκαλουμένης για την συγκεκριμένη αιτίαση, αφού μάλιστα η διόρθωση απέδωσε και τον πραγματικό τρόπο και αριθμό των διαδίκων που συμμετείχαν στη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η 3813/2015 απόφαση.  5. Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 4,  520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ  το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων, τους λόγους της, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια οι πλημμέλειες ή οι αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης που αναφέρονται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή, διαφορετικά οι λόγοι απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπάγγελτα (ΑΠ 1003/2017, 305/2001, ΕΠ 381/2015, ΕφΘεσσ 1191/2009, 379/2004, ΕφΔωδ 39/2004 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, χωρίς να αναφέρονται οι συγκεκριμένες διατάξεις που παραβιάστηκαν αλλά και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, παρ. 540επ). Αντίθετα εάν με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος.   Συνεπώς, ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής  του νόμου, χωρίς να αναφέρονται σ’ αυτόν οι συγκεκριμένες διατάξεις που παραβιάστηκαν, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Με  βάση επομένως τα παραπάνω όλοι οι, λοιποί πλην των ήδη αναφερομένων στις προηγούμενες παραγράφους με στοιχ. Γ. 3 και 4, της παρούσας,  λόγοι έφεσης, αντέφεσης και πρόσθετοι λόγοι που επικαλείται ο ενάγων στα οικεία δικόγραφα, οι οποίοι αναφέρονται σε παραβιάσεις νομικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι δεδομένου ότι δεν μνημονεύει συγκεκριμένες διατάξεις που κατά τους ισχυρισμούς του παραβίασε η εκκαλουμένη καθώς και πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αποδιδόμενη σ’ αυτήν  νομική πλημμέλεια, αντιθέτως είτε αναφέρεται εντελώς επιγραμματικά και επομένως όλως αόριστα σε διατάξεις,  είτε αναφέρεται σε σύνολα, κεφάλαια, διατάξεων που ρυθμίζουν έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, χωρίς να εξειδικεύει συγκεκριμένα ποιες εξ όλων αυτών παραβιάστηκαν από την εκκαλουμένη. Συγκεκριμένα απορριπτέοι για τον λόγο αυτό είναι οι με στοιχ. ΙΑ,1ος και 3ος, ΙΒ λόγοι της έφεσης του ενάγοντα – όσον αφορά την πέμπτη εναγομένη-,   υπό στοιχ ΙΒ λόγος έφεσης, αντέφεσης και πρόσθετος λόγος που αφορά την πέμπτη εναγομένη με τους οποίους και καθ’ μέρος αυτών,  παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία των νόμων περί εγκαταστάσεως στην Ελλάδα ναυτιλιακών εταιρειών, των διατάξεων του Α.Κ. περί ελευθερίας των συμβάσεων, εντολής και αντιπροσωπείας, αναφερομένων συλλήβδην, των διατάξεων περί λογοδοσίας χωρίς να αναφέρει καμία συγκεκριμένα διάταξη που κατά τους ισχυρισμούς του παραβιάστηκε από την εκκαλουμένη.  Από την εκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα α] των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς και της χωρίς όρκο εξέτασης του ενάγοντος που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης αυτού, β] των με αριθμό …… και ……. ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που  προσκομίζει ο ενάγων και έχουν νομότυπα ληφθεί κατόπιν κλήτευσης των αντιδίκων του (σχετ. οι με αριθμό ……  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), γ] των με αριθμούς …….. ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που προσκομίζουν οι 6η , 7η , 15η, 17η, 18η, 19, 20η, 21η, 27η, 39η, 43η, 45η, 46η, 47η, 49η, 51η, 52η, 53η, 55η, 56η, 57η,  59η έως και 64η, 74η, 77η, 79η, 81η και 83η έως και 92η, 96η έως κα 105η  από τους εναγομένους και λήφθηκαν μετά από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου τους (σχετ. η …… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), δ] των με αριθμούς  ………. ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της ίδιας όπως και άνω συμβολαιογράφου Αθηνών τις οποίες προσκομίζουν οι λοιποί εναγόμενοι (1η έως και 5η, 8η έως και 14η, 16η, 22η έως και 26η, 28η έως και 38η,40η, 41η, 43η, 44η, 48η, 50η, 54η, 58η, 65η έως και 73η, 76η και 77η ) και λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (σχετ. …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..). Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα:  Απαραίτητη προϋπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ για το επιτρεπτό της εκτίμησης των ενόρκων βεβαιώσεων ως αποδεικτικών στοιχείων από το δικαστήριο της ουσίας, αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, οπότε είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την κατάθεση του μάρτυρα και να πληροφορηθεί έγκαιρα το περιεχόμενό της. Επομένως και με δεδομένο ότι ο ενάγων  ήταν παρών μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του  κατά την λήψη όλων των  ένορκων βεβαιώσεων των αντιδίκων του, οι τελευταίες  έχουν ληφθεί νομότυπα και αποτελούν  έγκυρο αποδεικτικό μέσο. Ωστόσο και ενόψει της αιτίασης που προέβαλε  ο ενάγων ως προς το νομότυπο των ενόρκων βεβαιώσεων,  οι εναγόμενοι (1η έως και 5η, 8η έως και 14η, 16η, 22η έως και 26η, 28η έως και 38η, 40η, 41η, 43η, 44η, 48η, 50η, 54η, 58η, 65η έως και 73η, 76η και 77η) επανέλαβαν με νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου τους τις ένορκες βεβαιώσεις των ……………. στην λήψη των οποίων αυτός παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του (σχετ. οι … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και η …….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………) και οι οποίες ομοίως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, δ] της από 18-12-2014 έκθεσης γραφολογικής  πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονα …….., που εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 387 ΚΠολΔ), ε] των  εκθέσεων των τεχνικών συμβούλων που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, από 8-12-2014 και 16-1-2015, καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι  προσκόμισαν νομότυπα, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση-για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη, για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς,  σε συνδυασμό, τέλος, με όσα οι ίδιοι ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο αποβιώσας την 25-1-2011 ……, σύζυγος της πρώτης και πατέρας των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου των εναγομένων, μετά από πολυετή εργασία ως ναυτικός, προσλήφθηκε  και εργάστηκε ως αρχιπλοίαρχος αρχικά και στη συνέχεια με την ειδικότητα του  διευθυντή, στην εταιρία «……….», περίπου για μια διετία στη διάρκεια της οποίας απέκτησε μετοχές σε τέσσερα πλοία που διαχειριζόταν η εν λόγω εταιρία, από την οποία αποχώρησε το έτος 1974, πωλώντας την εταιρική του μερίδα αντί τιμήματος 400.000 δολαρίων ΗΠΑ στον τότε συνέταιρό του ………… (σχετ. μεταξύ άλλων η …….. ένoρκη βεβαίωση του ……….). Με το ποσό αυτό αλλά και εκείνο που αποκόμισε από την αγοραπωλησία του πλοίου «C.» ύψους 240.000 δολαρίων ΗΠΑ, ίδρυσε στις 20-11-1974, την πέμπτη εναγόμενη εταιρία της οποίας η καταστατική έδρα ήταν ο …. και διέθετε εγκατεστημένο  γραφείο από το έτος 1975 στον …  μέχρι το έτος 1997 και  στη συνέχεια στο …. (σχετ. η …….. βεβαίωση του αρμόδιου Υπουργείου –ΥΕΝ, όπως ονομαζόταν τότε).    Μέσω κυρίως της εταιρίας αυτής, στην ίδρυση της οποίας συμμετείχε η πρώτη εναγόμενη, ………. καθώς και ο ……….., ο ανωτέρω οικείος των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, άσκησε επιτυχώς τη ναυτιλιακή του δραστηριότητα αποκτώντας  αρχικά και έως το 1977 τα πλοία «C.F..», «A», «Α1» και «Κ5», η εκμετάλλευση των οποίων του απέφερε σημαντικά κέρδη δεδομένου ότι το έτος 1975 εισήγαγε συνάλλαγμα ύψους 496.956,37 δολ ΗΠΑ, το έτος 1976 373.306,54 δολ ΗΠΑ  και το έτος 1977 ύψους 440.491 δολ ΗΠΑ (σχετ. οι αντίστοιχες ετήσιες, έγγραφες, αναφορές της πέμπτης εναγομένης προς το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας με τις οποίες υπέβαλε σ’ αυτό τα στοιχεία της δραστηριότητάς της). Την ίδια χρονική περίοδο ο ενάγων εργαζόταν ως αρχιπλοίαρχος στην εταιρία «……..» στις … όπου γνωρίστηκε με τον συνάδελφό του στην ίδια εταιρία  ……, επίσης εργαζόμενο ως αρχιπλοίαρχος στην ίδια εταιρία. Αρχές Μαρτίου του 1977 το κράτος της Αλγερίας πώλησε δυο, δίδυμα, πλοία μεταφοράς οίνου το «V..» και το «V.1», εκ των οποίων το πρώτο το οποίο μετονομάστηκε σε «Κ1» και νηολογήθηκε στον Πειραιά με αριθμό 6213, αγοράστηκε αντί 210.000 δολ ΗΠΑ από τον ……… και συγκεκριμένα από την εταιρία δικών του, αποκλειστικά, συμφερόντων με την επωνυμία «……..», ενώ το έτερο πλοίο μετονομάστηκε σε «Π» και αγοράστηκε με το ίδιο τίμημα από την κυπριακή εταιρία «…….» που ιδρύθηκε από τους εταίρους της ελληνικής εταιρίας «……..», αποκλειστικά για την απόκτηση του πλοίου του οποίου, τη διαχείριση ωστόσο θα ασκούσε η  ελληνική εταιρία. Λόγω διαφωνιών όμως μεταξύ των εταίρων της τελευταίας,   αποφασίστηκε η πώλησή του ένα περίπου μήνα μετά την αγορά του, στις 23-4-1977,  στον …………..  Προς εξεύρεση του απαιτούμενου κεφαλαίου ο …………….. συμφώνησε με τον ενάγοντα και κατά πρόταση αυτού (του ενάγοντος) και  με τον φίλο του τελευταίου, ………, να συμμετέχουν με το ποσό των 50.000 δολ ΗΠΑ ο πρώτος και με το ποσό των 30.000 δολ ΗΠΑ ο δεύτερος στην αγορά της άνω εταιρίας που είχε ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο το πλοίο «Π». Όπως είχε συμβεί και με το «V..» που μετονομάστηκε σε «Κ1», έτσι και για την αγορά του δεύτερου πλοίου, ο …………….. στηρίχθηκε, πλέον των δικών του κεφαλαίων και σε κεφάλαια συνεργατών του, όπως των καπετάνιων του ……… και ………… που συμμετείχαν, ως αφανείς εταίροι, στην αγορά του «Κ1» με ποσοστό 10% ο καθένας επί του τιμήματος, αλλά και ανθρώπων που εμπιστευόταν όπως ο ενάγων ……με τον οποίο συνδέονταν με φιλία. Για την εξόφληση του τιμήματος του πλοίου «Π», ύψους 210.000 δολ ΗΠΑ, ο …………….. παρέδωσε  στις 16-4-1977  στην εταιρία «……..», την 458417 επιταγή συνολικού ποσού 34.000 δολ ΗΠΑ που εξέδωσε, στις 14-4-1977, ο ……. σε διαταγή του πρώτου  από την πληρώτρια Τράπεζα «BANK OF NOVA SCOTIA» και αντιστοιχούσε στο ποσό κατά το οποίο συμμετείχε αυτός στην αγορά του πλοίου πλέον ποσού 4.000 δολ ΗΠΑ για τα απαιτούμενα για την μεταβίβασή του έξοδα (σχετ. το προσκομιζόμενο  απόσπασμα του πρωτοτύπου της και η …… ένορκη βεβαίωση του …….). Παρέδωσε επίσης στην πωλήτρια εταιρία  («….»), στις 29-4-1997 και έτερη επιταγή ποσού 50.700 δολ ΗΠΑ, η οποία είναι έκδοση της πέμπτης εναγομένης, ωστόσο το ποσό της είναι το ποσό που κατέβαλε ο ενάγων στον ………. για τη συμμετοχή του  ως αφανής εταίρος στην αγορά του «Π». Το εν λόγω ποσό είχε ήδη καταβάλει στον ………..σύμφωνα με την από 14-2-1977 απόδειξη που ο ίδιος προσκόμισε, της οποίας η γνησιότητα καταδείχθηκε μετά την διεξαχθείσα με βάση την 5367/2014 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, ενόψει της άρνησης των εναγομένων περί του ότι το εν λόγω έγγραφο πράγματι προερχόταν από τον ………. Στην εμπρόσθια όψη της απόδειξης αναγράφεται η ημερομηνία 14-2-1977, στη συνέχεια ως τίτλος «Απόδειξις $50.000» και ακολουθεί το κείμενο σύμφωνα με το οποίο ο …………….. «έλαβε παρά του κ. …… το ως άνω ποσό των δολλαρίων πεντήκοντα χιλιάδων δια την συμμετοχή κατά 20% εις το υπό αγορά πλοίο V.. η τελική τιμή του άνω ποσοστού θα κανονισθεί μετά την παραλαβήν και S/S του πλοίου. Η τιμή αγοράς παρά των πωλητών κανονίσθη $210.000 μείον 20.000= $ΗΠΑ 190.000», τέλος έχει τεθεί η υπογραφή του λαβόντος   ……………… Με δεδομένο ότι ο τελευταίος είχε πληροφορηθεί την πώληση των δίδυμων πλοίων από το αλγερινό δημόσιο ήδη από τα μέσα περίπου του  προηγούμενου έτους (1976) και επιδιώκοντας να επεκτείνει και όχι να ξεκινήσει την ναυτιλιακή του δραστηριότητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, την οποία εξάλλου ασκούσε με επιτυχία, ήδη από το έτος 1974,  συμφώνησε, όπως ήδη αναφέρεται παραπάνω, με πρόσωπα που εμπιστευόταν, ώστε αυτά να συμμετέχουν χρηματοδοτώντας εν μέρει την αγορά των άνω πλοίων. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο ενάγων παρέδωσε στον …….. στις 14-2-1977 το ποσό των 50.000 δολ ΗΠΑ προκειμένου να συμμετέχει στην μελλοντική αγορά του πλοίου «V..»  δεν οδηγεί άνευ άλλου τινός στην αποδοχή του αγωγικού του ισχυρισμού ότι και πράγματι, τελικά, συμμετείχε, κατά το άνω ποσοστό, στην αγορά του συγκεκριμένου πλοίου, καθώς ο ισχυρισμός του αυτός δεν υποστηρίζεται από κανένα άλλο πειστικό και αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα από την εκτίμηση των παρακάτω αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, αποδεικνύεται ότι το ποσό αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε από τον …….. …. για την αγορά του πλοίου «V..» αλλά  παρέμεινε στο ταμείο του και συγκεκριμένα της πέμπτης εναγομένης και χρησιμοποιήθηκε για την αγορά του πλοίου «V.1». Πρωτίστως και κυρίως ο ίδιος ο …… δεν επαληθεύει τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί συμμετοχής του ίδιου και του ενάγοντος στην αγορά του πρώτου πλοίου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο …….., μετά από μεσολάβηση του ενάγοντος με τον οποίο συνεργάζονταν ήδη στο εξωτερικό,  γνώρισε  τον ……….. και, επομένως, είναι, προφανώς, ο μόνος που γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως την εξέλιξη της συνεργασίας μεταξύ ενάγοντος και …………….., όσον αφορά την αγορά του άνω πλοίου, αφού αρχικά και κατόπιν προτροπής του ενάγοντος συμμετείχε και ο ίδιος σ’ αυτήν  με το ποσό των 30.000 δολ. Ωστόσο  δεν επιβεβαιώνει τους αγωγικούς ισχυρισμούς με όσα αναφέρει στην ….. και ……. ένορκη βεβαίωση που έδωσε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …… και συγκεκριμένα ότι συμμετείχε στην αγορά του πλοίου «V..». Αντίθετα  επιβεβαιώνει ότι ο ενάγων του πρότεινε να «βάλει» χρήματα στην αγορά ενός πλοίου που επρόκειτο να πραγματοποιήσει ο …………….., με τον οποίο συναντήθηκε όταν ο ίδιος επέστρεψε στην Ελλάδα και ότι, κατόπιν συζητήσεων μαζί του, αποφάσισε να του δώσει την άνω αναφερόμενη επιταγή την οποία του παρέδωσε στα γραφεία της πέμπτης εναγόμενης εταιρίας.  Περαιτέρω ότι για την συμμετοχή του αυτή ο …………….. του χορήγησε ένα έγγραφο με τίτλο «συνεταιριστική μερίδα», την  οποία λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος δεν μπορεί να ανεύρει και η οποία  αφορούσε τη συμμετοχή του σε ποσοστό 10% στην αγορά του πλοίου «Π» που ήδη βρισκόταν στην επισκευαστική ζώνη Περάματος, όπου  είχε καταπλεύσει προερχόμενο από την Αλγερία και το οποίο ο εν λόγω μάρτυρας επισκέφθηκε μερικές φορές πριν την εκ νέου  αναχώρησή του στο εξωτερικό. Τα ανωτέρω περιστατικά τα επιβεβαιώνει ο …….. σε αμφότερες τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζουν οι, στην αρχή αναφερόμενοι, εναγόμενοι, στη δε δεύτερη και προς αντίκρουση της από μέρους του ενάγοντος αμφισβήτησης της διανοητικής και σωματικής του κατάστασης βεβαιώνει ότι δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα που να επηρεάζει την μνήμη του, όπως εξάλλου υποχρεούνταν να διαγνώσει και η συντάξασα την ένορκη βεβαίωση συμβολαιογράφος, η οποία αντιθέτως βεβαιώνει ότι δεν πρόκειται για εξαιρετέο μάρτυρα. Περαιτέρω ο εκ των μετόχων της εταιρίας «……..»,  ……στην …….. ένορκη βεβαίωση που έδωσε ενώπιον της ίδιας όπως και άνω συμ/φου, ο οποίος, ομοίως με τον προηγούμενο μάρτυρα,  γνωρίζει από προσωπική και άμεση αντίληψη τα όσα  πραγματικά περιστατικά καταθέτει σ’ αυτές, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω αποδειχθέντα ως προς την αγορά των δίδυμων πλοίων, περαιτέρω (επιβεβαιώνει) την αποτύπωσή της στα κοινά λογιστικά βιβλία της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρίας, «…….» και «…….»,  αντίστοιχα, του πλοίου «Π» (σχετ. τα προσκομιζόμενα σε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο αποσπάσματα αυτών), τον κατάπλου των δυο πλοίων με δεκαπενταμελές πλήρωμα το καθένα  που έστειλαν οι αγοράστριες εταιρίες την ίδια ημερομηνία (6-3-1977) στην Αλγερία προς επάνδρωσή τους, τον δεξαμενισμό τους στο καρνάγιο του …. στην περιοχή του Περάματος όπου και επισκευάστηκαν. Τις διαφωνίες και διενέξεις που προέκυψαν μεταξύ των μετόχων της πλοιοκτήτριας εταιρίας του «Π»   ως προς το κόστος των εξόδων και τη συμφωνία του ενός εξ αυτών και μάρτυρα με τον ………. να αγοράσει ο τελευταίος και το δεύτερο πλοίο, την παράδοση στον ίδιο τον μάρτυρα (……..) από τον ………. των δυο επιταγών, κατά την οποία, παράδοση, πληροφορήθηκε από τον  …. ότι στην εν λόγω αγορά συμμετέχουν με τα ποσά των επιταγών ο ενάγων και ο Στ. …….  Η κατά τα άνω κρίση του  Δικαστηρίου ενισχύεται από την συνεκτίμηση της διεξαχθείσας εξέτασης  από τους τεχνικούς συμβούλους των εναγομένων της από 14-2-1977 απόδειξης (σχετ. η από 8-12-2014 τεχνική έκθεση του εργαστηρίου μελετών δικαστικής γραφολογίας «….») από την οποία αποκαλύφθηκαν σημειώσεις στην οπίσθια όψη αυτής  που είχαν αναγραφεί από τον ενάγοντα αλλά και  διαγραφεί από ίδιο, όπως άλλωστε  αυτός αποδέχθηκε κατά την ανωμοτί κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι οι σημειώσεις έγιναν το 1980 και η διαγραφή τους ένα μήνα πριν τη διεξαγωγή της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Διαπιστώθηκε συγκεκριμένα από την εν λόγω έρευνα της επίμαχης απόδειξης ότι αναγραφόταν  μια σημείωση «δια τρεις ή τέσσερις μήνες» και στη συνέχεια «$50.000 επί τιμή συναλλάγματος ή σε δραχ. 2% το μήνα με επιταγές καλυμμένες από κίνον ή για 39 δραχ πουλάμε δολ. όσο έχει». Με δεδομένο ότι ο ενάγων συμμετείχε ως αφανής εταίρος σε αγορά πλοίου από τον ……… με το ποσό των 50.000 δολ ΗΠΑ, ότι η αγορά αυτή όπως βεβαιώνουν οι προαναφερόμενοι αξιόπιστοι μάρτυρες αφορούσε το πλοίο «Π» το οποίο αγοράστηκε 26-4-1977 ήτοι δυο μήνες μετά την παράδοση του ποσού των 50.000 δολ ΗΠΑ στον …….., ότι η ισοτιμία δολ/δραχμ ανερχόταν κατά το χρόνο εκείνο σε 38 περίπου  δραχμές, οι άνω διαγραφείσες από τον ενάγοντα, όλως καθυστερημένα και μάλιστα ενόψει της διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης, σημειώσεις, συνέχονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με την αποτυπωθείσα στην εμπρόσθια όψη της απόδειξης, συμφωνία μεταξύ ενάγοντα και …………….. και οδηγούν, σύμφωνα και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η συμμετοχή του ενάγοντος, τελικά και προφανώς σε τροποποίηση της αρχικής, ήταν στην αγορά του πλοίου «Π». Η σημείωση «Β ξοφλς» είναι όλως επιγραμματική και αόριστη και δεν μπορεί εξ αυτής να συναχθεί με ασφάλεια οποιαδήποτε κρίση. Στη συνέχεια η ίδια ως άνω πεποίθηση του Δικαστηρίου για τη  συμμετοχή του ενάγοντος στην αγορά  του πλοίου «Π»  ενισχύεται από τις σε ανύποπτο χρόνο, κατά τα έτη 2000 και 2001, σημειώσεις του …………….. που συνέταξε ενόψει της αντιδικίας του με τον λογιστή της πέμπτης εναγομένης, ……,  η οποία ξεκίνησε με την από 6-12-1999 αγωγή του τελευταίου κατά του …………….., της πέμπτης εναγομένης και είκοσι εννέα  πλοιοκτητριών εταιριών, με την οποία, ισχυριζόμενος ότι συμφώνησε με τον πρώτο  το έτος 1978 να συνεργαστούν ως συμπλοιοκτήτες και ότι  ο ίδιος συμμετείχε στις συνεναγόμενες εταιρίες ως αφανής εταίρος με ποσοστό 6%, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν  το ποσό των 6.661.461 δολ ΗΠΑ ως οφειλόμενο υπόλοιπο από τη συμμετοχή του στην εκμετάλλευση των κοινών πλοίων. Η εν λόγω αντιδικία έληξε μετά την παραπομπή,  με αμετάκλητο βούλευμα, του ……… να δικαστεί για το κακούργημα της πλαστογραφίας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, μετά από μήνυση του …………….., καθώς, με την από 22-3-2007 έγγραφη δήλωση παραιτήσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την οποία υπέβαλε αφού, όπως αναγράφει σ’ αυτήν, μετά από εμπεριστατωμένο έλεγχο πείσθηκε ότι από τη σχέση του με τον …….. και την πέμπτη εναγομένη, έλαβε παν ό,τι δικαιούται. Στην αγωγή του ο ……… ενσωμάτωσε τις προαναφερόμενες σημειώσεις του αντιδίκου του στις οποίες ο εκλιπών …………….. αναγράφει, περιγράφοντας τα συμβάντα μεταξύ των ετών 1977 και 1990,  τα εξής: «Capt. …. . φίλος μου, πατριώτης μου είχε αρχικά συμμετοχή στο «Π». και μεταφέρθηκε στο G». Αυτή δε η σημείωση αντιστοιχεί πλήρως στην εξέλιξη των γεγονότων μετά την αγορά του πλοίου «Π» από τον ……….. και τη σύζυγό του, πρώτη των εναγομένων. Συγκεκριμένα από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως τα έγγραφα που προσκομίζουν οι εναγόμενοι και αφορούν τις αγοραπωλησίες των πλοίων που ανήκαν στον όμιλο συμφερόντων του …………….., αποδεικνύεται ότι το πλοίο «Π» πωλήθηκε στις 5-12-1978 αντί του ποσού των 170.000 δολ ΗΠΑ στην εταιρία «………» και από το τίμημα αυτό ο ενάγων έλαβε το ποσό των 30.191 δολ ΗΠΑ. Με δεδομένο ότι είχε συμμετάσχει στην αγορά του πλοίου με το επιπλέον, των 50.000 δολ, ποσό των 30.000 δολ, που κατέβαλε μετά την αποχώρηση του ……… ο οποίος τελικά  μετανόησε και δεν θέλησε να συμμετέχει στην αγορά του πλοίου, ο ενάγων απώλεσε το ποσό των 50.000 δολ, ζημιώθηκε με άλλα λόγια από την επένδυση που έκανε στο πλοίο «Π», το οποίο όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι μάρτυρες ανταπόδειξης, ήταν «άτυχο» και δεν απέφερε τα προσδοκώμενα κέρδη σ’ αντίθεση με το αδελφό πλοίο «Κ1», το οποίο πωλήθηκε στις 27-7-1978 αντί τιμήματος 300.000 δολ στην εδρεύουσα στο …. εταιρία «……..», σύμφωνα με το από 21-11-2012 ακριβές φωτοαντίγραφο της μερίδας του πλοίου στο Νηολόγιο Πειραιώς. Ο …………….. στο μεταξύ, στις 7-7-1978, είχε προβεί στην αγορά του πλοίου «G. .» μέσω της εδρεύουσας στην Μονρόβια της Λιβερίας εταιρίας του με την επωνυμία «…….», η οποία ιδρύθηκε στις 6-6-1978, αντί τιμήματος 1.000.000 δολ ΗΠΑ, πλέον 100.000 δολ για τα έξοδα της μεταβίβασής του και συνολικά 1.100.000 δολ.  Το ποσό αυτό συγκεντρώθηκε κατόπιν τραπεζικού δανείου ύψους 600.000 δολ. ΗΠΑ,  με συμμετοχή του ίδιου του …………….. με το ποσό των 240.000 δολ και των …….., ……, του ενάγοντος  και του …………, οι οποίοι πήραν αντίστοιχο με τα ποσά που εισέφεραν αριθμό μετοχών από τις συνολικά 100 μετοχές των οποίων η αξία υπολογίστηκε επί κεφαλαίου 500.000 δολ. Ο ενάγων συμμετείχε αρχικά με το ποσό των 20.000 δολ αποκτώντας τέσσερις μετοχές και στη συνέχεια προς εξισορρόπηση της απώλειας του κεφαλαίου που έχασε από την πώληση του «Π» και κατόπιν συμφωνίας με τον ………, συμμετείχε με το ποσό των 30.000 δολ που αποκόμισε από αυτήν και απέκτησε τελικά δέκα μετοχές στην πλοιοκτήτρια του  «G. .» για τη συνολική συμμετοχή του με το ποσό των 50.000 δολ. Το πλοίο αυτό πωλήθηκε στις 23-11-1979 αντί τιμήματος 1.650.000 δολ αποφέροντας στους μετόχους, μετά την αφαίρεση των εξόδων, των προμηθειών  και του τιμήματος για την απόκτησή του αλλά και τον συνυπολογισμό των καθαρών κερδών από την εκμετάλλευσή του, το ποσό των 744.964 δολ και επομένως αντιστοιχούσε σε κάθε μετοχή καθαρό κέρδος 7.482 δολ, ενώ  πλέον η αξία της κάθε μετοχής ανήλθε στο ποσό των 12.482 δολ ΗΠΑ. Μετά την πώληση του πλοίου, επακολούθησε από μέρους του …………….. η εκκαθάριση των εξόδων και η διανομή των κερδών στους συμμετέχοντες στην αγορά του πλοίου, εκ των οποίων έξι μέτοχοι, αφού έλαβαν ό,τι τους αναλογούσε, αποχώρησαν από την αφανή εταιρία που είχαν μέχρι τότε ιδρύσει με εμφανή εταίρο την   «……….» στην οποία πλέον παρέμειναν (ως αφανείς εταίροι)  o ενάγων με τις δέκα μετοχές των οποίων η αξία ανερχόταν σε 124.820 δολ και ο ……… με έξι μετοχές, αξίας αντίστοιχα 74.892 δολ.Στη συνέχεια η εταιρία στην οποία εξακολουθεί να συμμετέχει ο ενάγων πάντα ως αφανής εταίρος, απέκτησε στις 14-3-1980 το πλοίο «Κ», στις 16-12-1992 το πλοίο «Μ. O.A», στις 10-10-1999 το πλοίο  «T. E.» και στις 8-4-2002 το πλοίο   «M. M.» το οποίο πωλήθηκε στις 26-8-2008 στην εταιρία    «…….». Έκτοτε η εταιρία «……» δεν ανέπτυξε  οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα και τελικά, ενόψει του ότι επί δύο χρόνια δεν είχε καταχωρήσει πράκτορα και δεν είχε πληρώσει τα αντίστοιχα ετήσια τέλη,  διαγράφηκε από το μητρώο εταιριών της … στις 1-9-2012 με εντολή του υπουργείου εξωτερικών της χώρας αυτής. Η εταιρία στην διάρκεια της δραστηριότητάς της, πραγματοποίησε κέρδη τα οποία ανήλθαν στο ποσό των 30.940.862 δολ ΗΠΑ και επομένως ο ενάγων κατέχοντας δέκα μετοχές από τις εκατό δικαιούται να εισπράξει το 10% του εν λόγω ποσού συγκεκριμένα 3.094.086 δολ ΗΠΑ. Όπως ο ίδιος συνομολογεί (σχετ. τα με στοιχ. IV σχετικά που προσκομίζει) έχει εισπράξει από τον …….., καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, με τμηματικές καταβολές, το συνολικό ποσό των 3.358.041 δολ ΗΠΑ με τελευταία καταβολή  στις 28-9-2010, ποσού 100.000 δολ ΗΠΑ.  Όπως ανέφερε στην ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεσή του ο μάρτυρας ανταπόδειξης,  ………., ο οποίος από το έτος 1988 εργάζεται  στον όμιλο συμφερόντων των εναγομένων, στον οποίο κατείχε την θέση του οικονομικού διευθυντή,  υπήρξε δε, επί σειρά ετών, στενός συνεργάτης του …………….. και ήταν ενήμερος για όλα τα θέματα του ομίλου, το εν λόγω ποσό που έχει λάβει ο ενάγων είναι αυτό που αντιστοιχεί στην μερίδα του με βάση τα κέρδη της εταιρίας πλέον τόκων, ενώ το  τελευταίο ποσό κατεβλήθη σ’ αυτόν δυο χρόνια μετά την παύση των εργασιών της, όταν ο εργοδότης του ενόψει των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε τακτοποιούσε τις όποιες εκκρεμότητες είχε από την επιχειρηματική του δραστηριότητα, ώστε να μην επιβαρυνθεί η οικογένειά του. Με βάση δε το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, εγγράφων και ενόρκων βεβαιώσεων, αποδεικνύεται ότι ο …………….. ήταν έντιμος και τυπικός,  με όσους του κατέβαλαν  χρηματικά ποσά για την συμμετοχή τους στην αγορά πλοίων,  χορηγούσε μάλιστα έγγραφο που αποτύπωνε την συμμετοχή του καθενός εξ αυτών και όταν γινόταν διανομή των κερδών συνέτασσε αναλυτική κατάσταση του επενδυμένου κεφαλαίου και της απόδοσής του. Χαρακτηριστικά για την εν λόγω συμπεριφορά του είναι τα προσκομισθέντα από 30-6-1978 και 11-7-1978 έγγραφα  προς τον …… και ……. που εξέδωσε με την ιδιότητα του προέδρου της «…..», ενόψει της συμμετοχής τους σ’ αυτήν, καθώς και του χειρόγραφου σημειώματος που παρέδωσε στον ………., όπου υπολογίζει  με κάθε λεπτομέρεια το ποσό που αντιστοιχεί να λάβει μετά την πώληση του «Κ2» στην αγορά του οποίου αυτός συμμετείχε, ενώ όλοι οι μάρτυρες των οποίων προσκομίζονται οι ένορκες βεβαιώσεις, πρόσωπα που συνεργάστηκαν στενά και μακροχρόνια μαζί του διατηρώντας και προσωπική, φιλική, σχέση επιβεβαιώνουν όλα τα παραπάνω αναφερόμενα, χωρίς οι καταθέσεις τους να περιέχουν λογικά κενά και αντιφάσεις,  άπαντες δε κατηγορηματικά βεβαιώνουν ειδικότερα την συμμετοχή του ενάγοντος στην επαγγελματική δραστηριότητα του …………….. αρχικά στην αγορά του πλοίου «Π» και στη συνέχεια ως αφανούς εταίρου με εμφανή την εταιρία  «……..» και μόνο. Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων όταν λάμβανε τα ποσά που του κατέβαλε ο …………….. ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε και ουδέποτε εξέφρασε οποιαδήποτε αντίρρηση, προφορικά ή με έγγραφο, άλλωστε ούτε και ο ίδιος ο ενάγων που τονίζει στην αγωγή του την εμπιστοσύνη που έδειχνε σ’ αυτόν, ισχυρίζεται ότι προέβη σε οποιαδήποτε αντίδραση για τα καταβαλλόμενα ποσά. Επομένως και ενόψει όλων όσων αναφέρονται παραπάνω ο ενάγων για την συμμετοχή του με το συνολικό ποσό των 80.000 δολ ΗΠΑ στην αγορά του πλοίου «Π» και στη συνέχεια στην εταιρία «……..», συμμετέχων στην επιχειρηματική της δραστηριότητα ως αφανής εταίρος της, αποκόμισε το ποσό των 3.358.041 δολ ΗΠΑ με τμηματικές καταβολές από το έτος 1981 έως το 2010, χωρίς ουδέποτε να διαμαρτυρηθεί ή να διαφωνήσει για αυτά ή να διατυπώσει οποιαδήποτε επιφύλαξη ακόμα και στις συναντήσεις που ο ίδιος, στην ανωμοτί κατάθεσή του, ανέφερε ότι είχε με τον …….. στον οποίο επαναλαμβάνει ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Σύμφωνα με  το άρθρο 303 του Α.Κ., όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.  Η έγερση της σχετικής, προς παροχή λογοδοσίας,  αγωγής αυτής απο­κλείεται εάν ο δοσίλογος είχε προβεί σε εξώδικη λογοδοσία σύμφωνα με τους άνω όρους και τύπο ή εάν ο δεξίλο­γος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογα­ριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, καθώς έτσι συνάπτεται μεταξύ τους σύμβα­ση με την οποία δηλώνεται αμοιβαί­α η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύ­σει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέ­ντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλό­μενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επί μέρους κονδύλια του λογαρια­σμού  Τέλος ο ισχυρισμός του δοσιλόγου περί  εξώδικης λογοδοσίας και έγκρισης αυτής από τον δεξίλογο συνιστά ένσταση, καταλυτική της αγωγής λογοδοσίας, η οποία ένσταση, όπως άλλωστε και η αγωγή λογοδοσίας, δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής ν` αναφέρει τις κατ` ιδίαν εισπράξεις ή δαπάνες ή το εξαγόμενο κατάλοιπο, αφού τα στοιχεία αυτά, εφόσον δεν τεθεί θέμα εξώδικης λογοδοσίας ή απορριφθεί η σχετική ένσταση, είναι το ζητούμενο της αγωγής και θα προκύψουν μετά την εξέταση της ουσίας της διαφοράς, εφόσον ο εναγόμενος προβεί στην αιτούμενη με την αγωγή λογοδοσία (ΑΠ 977/1997 ΕλλΔνη 39.109, ΕφΘεσσ 828/2008 και 109/2004  ΕφΠατρ 832/2003 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΑθ 5884/2001 ΕλλΔνη 43.836,  6608/2006 ΕλλΔνη 48.906,  Εφ­Πειρ 1246/1997 ΝοΒ 46 σ.347). Με βάση συνεπώς τα όσα αποδείχθηκαν, ο ενάγων, ο οποίος επί τριάντα περίπου έτη (1981-2010) λάμβανε τα ποσά που του κατέβαλε ο …………….. για την αφανή συμμετοχή του στην εταιρία συμφερόντων του ιδίου με την επωνυμία «……..», χωρίς καμία αντίρρηση και χωρίς, όπως ο ίδιος συνομολογεί, να έχει προβάλει σ’ αυτόν, κατά τις συναντήσεις  και  τις συζητήσεις μαζί του για την πορεία των υπό την  συνεκμετάλλευση τους πλοίων, οποιαδήποτε διαμαρτυρία, διαφωνία ή αντίρρηση επειδή ακριβώς, όπως επανειλημμένα ο ίδιος αναφέρει σ’ όλα τα δικόγραφά του αλλά και στην ανωμοτί εξέτασή του, του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη διαχείριση των πλοίων, εγκρίνοντας με την άνω συμπεριφορά του, σιωπηρά όλες τις ενέργειές του …………….. και συνακόλουθα εγκρίνοντας  την από μέρους αυτού, ως νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω εταιρίας-εμφανούς εταίρου του, λογοδοσία που του παρείχε στην διάρκεια της συνεργασίας τους, η οποία έληξε το έτος 2008 και συνεπώς έχει αποδεχθεί ότι το συνολικό ποσό το οποίο έχει λάβει, είναι αυτό που δικαιούται. Η φιλία και κυρίως η απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε ο ενάγων στο πρόσωπο του …………….. επί σειρά ετών δεν μπορεί να οφείλεται παρά μόνο στο ότι ο τελευταίος ήταν ικανότατος επιχειρηματίας που με επιτυχείς και κερδοφόρες ενέργειες αύξαινε συνεχώς τον αριθμό των υπό την εκμετάλλευσή του πλοίων ακόμα και σε περιόδους κρίσης στη ναυτιλία. Για αυτό ακριβώς το λόγο ο ενάγων του εμπιστεύθηκε «τυφλά» τα χρήματά του, καθώς γνώριζε ότι ο …………….., πέραν των ως άνω ικανοτήτων του, ήταν έντιμος στις συνεργασίες του με όσους επένδυαν χρήματα στα πλοία του, όπως εξάλλου  βεβαιώνουν όλοι οι παλιοί συνεργάτες του στις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους και δεν αμφισβητεί ουδείς των μαρτύρων του ενάγοντος. Ο τελευταίος  γνώριζε επομένως ότι τα ποσά που κατά τακτά χρονικά διαστήματα του κατέβαλε εκείνος ήταν αυτά ακριβώς που δικαιούνταν για αυτό και ουδέποτε ενόχλησε τον ………… να του αποδώσει λογαριασμό για την πορεία του κεφαλαίου του, αποδεχόμενος την ορθότητα των ενεργειών εκείνου, τις οποίες με αυτόν τον τρόπο σιωπηρά ενέκρινε. Ως εκ τούτου και ενόψει της αποδειχθείσας κατά τα ανωτέρω σιωπηρής εξώδικης λογοδοσίας μεταξύ του ενάγοντος και του …………….. που αφορούσε την, αφανή, συμμετοχή του πρώτου στην ναυτιλιακή δραστηριότητα που ασκούσε ο δεύτερος ως νόμιμος εκπρόσωπος της «……..», αβάσιμα ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι του οφείλεται λογοδοσία σύμφωνα και με την παραδεκτά προταθείσα στον πρώτο βαθμό σχετική ένσταση των εναγομένων (δεύτερου έως και έκτης εξ αυτών) την οποία επαναφέρουν νόμιμα και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με τα άρθρα 524 και 240 ΚΠολΔ, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.Διαφορετική κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από το προσκομισθέν υπό στοιχ VII σχετικό του ενάγοντος με τον τίτλο «Λ/ΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΣ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΑΣ» το οποίο δεν φέρει καμία υπογραφή και  το οποίο ο ενάγων προσκόμισε ως έγγραφο εκδοθέν από τους αντιδίκους του για να αποδειχθεί εν τέλει, κατόπιν παραδοχής του κατά την ανωμοτί εξέτασή του, ότι αυτό δεν είναι έγγραφο προερχόμενο από το λογιστήριο της πέμπτης εναγομένης αλλά σημείωμα του ……….. ο οποίος είχε με δική του πρωτοβουλία σφοδρή αντιδικία με τον …………, ούτε περαιτέρω από τα λοιπά προσκομισθέντα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την ανωμοτί κατάθεσή του, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς  και από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει με αριθμούς ……….. Αυτό διότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα περιέχουν αντιφατικές καταθέσεις μαρτύρων που δεν έχουν προσωπική αντίληψη για τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται, αντίθετα μεταφέρουν σε μεγάλο βαθμό πληροφορίες που έχουν λάβει από τον ίδιο τον ενάγοντα ή, όπως ισχυρίζονται, από τρίτους, συνεργάτες του …………….. οι οποίοι, φέρονται, χωρίς κανένα δισταγμό να πληροφορούν με λεπτομέρειες οποιονδήποτε συνάδελφο τους  συναντούσαν σε γραφεία, εστιατόρια ή λάντζες μεταφοράς ναυτικών, για τα έργα και τις πράξεις του ……………..  σε σχέση με την ναυτιλιακή δραστηριότητά του. Ειδικότερα ο ενάγων στην άνω χωρίς όρκο κατάθεσή του ισχυρίστηκε  ότι τα έτη 1975, 1976 ο ίδιος ήταν ήδη ένας επιτυχημένος, έμπειρος με διεθνή καριέρα αρχιπλοίαρχος, τον οποίο ο …………….. που τότε είχε μόνο ένα πλοίο υπό τη  διαχείρισή του, παρακαλούσε να του δώσει «καμιά δουλειά». Ωστόσο ήδη από το έτος 1972 ο …………….., ενόσω ο ενάγων εργάζεται ως αρχιπλοίαρχος σε αλλοδαπή εταιρία, έχει κερδοφόρα συμμετοχή σε πλοιοκτήτρια εταιρία τεσσάρων πλοίων  η οποία του επιτρέπει  να  ιδρύσει το 1974 την δική του εταιρία, την πέμπτη εναγομένη, η οποία στα επόμενα τρία χρόνια αποκτά τέσσερα πλοία και σημαντικά κέρδη, όπως ήδη αναφέρεται παραπάνω. Ζητά δε την συμμετοχή προσώπων που εμπιστεύεται στην αγορά άλλων πλοίων όχι για να δημιουργήσει την ναυτιλιακή του δραστηριότητα αλλά για να την επεκτείνει όπως και πράγματι πέτυχε. Περαιτέρω, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο ενάγων ισχυρίστηκε και κατηγορηματικά κατέθεσε ότι ο … …… συμμετείχε με δική του προτροπή στην αγορά του «Κ1», (πρώην «V..») «ένα ήταν το βαπόρι, το άλλο το είχε ο ….. και δεν είχαμε καμία δουλειά με αυτούς» ανέφερε στην κατάθεσή του, πλην όμως τόσο ο … …… όσο και ο …….  δεν επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω. Αντίθετα επιβεβαιώνουν αυτά που ισχυρίστηκαν οι εναγόμενοι, ότι δηλαδή το πλοίο στο οποίο  τοποθετήθηκαν τα χρήματά τους, ήταν αυτό που αγόρασαν αρχικά ο ……… με τους συνεταίρους του και στη συνέχεια πωλήθηκε στον ………., δηλαδή το «Π», το οποίο αν και εμφαίνεται στις αναφορές της πέμπτης εναγομένης προς το Υ.Ε.Ν. των ετών 1977 και 1978, ο ενάγων κατέθεσε ότι αγνοούσε την ύπαρξή του. Τέλος ισχυρίστηκε ότι είχε συντάξει επιστολή στην οποία κατέγραφε την συμμετοχή του και τις αγοραπωλησίες πλοίων που είχε κάνει συνεργαζόμενος με τον …………… στον οποίο την  παρέδωσε προς υπογραφή το 1996, πλην όμως ποτέ δεν υπογράφηκε, ενώ, όταν ερωτήθηκε από το Δικαστήριο γιατί δεν το επιδίωξε, ισχυρίστηκε ότι ήταν αδύνατο να συναντήσει τον, πολυάσχολο πλέον, ………… Ωστόσο ο ίδιος περιγράφοντας στο Δικαστήριο το περιεχόμενο της επιστολής του,  αναφέρει ότι «του έγραψα στην επιστολή ότι πουλήθηκε το Κ1 τόσο, πήγαμε στο Κ2 τόσο, πουλήθηκε το Κ2 πήγαμε στο Κ..» συνομολογώντας αυτό που οι εναγόμενοι ισχυρίζονται στις προτάσεις τους, ότι δηλαδή μετά την πώληση του μη επικερδούς «Π» αυτός συμμετείχε στην αγορά του «Κ2» το οποίο αγόρασε  πράγματι η «……..» και όταν πωλήθηκε το 11/1979, η εταιρία αγόρασε  το έτος 1980 το πλοίο «Κ». Με τα όσα όμως ανέφερε στην κατάθεσή του περιγράφοντας την εν λόγω επιστολή, πέραν του ότι προκύπτει σαφώς η γνώση του για την πορεία της επένδυσής του,  αντιφάσκει με τους αγωγικούς ισχυρισμούς του περί  συμμετοχής του στην απόκτηση, από την πώληση του πλοίου  «G. Κ.», του  πλοίου «Κ4» το οποίο ωστόσο  είχε ήδη αγοραστεί τον 6/1979, αρκετούς μήνες πριν την πώληση του πρώτου από της οποίας  τα κέρδη επομένως δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η, προηγηθείσα χρονικά, αγορά του «Κ4».Ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας απόδειξης, ……, δεν κρίνεται αξιόπιστος μάρτυρας καθώς αφενός μεν η γνώση του για όσα κατέθεσε προέρχεται από τον ενάγοντα, αφετέρου ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε πριν τη συνταξιοδότησή του το έτος 1999, επί είκοσι έξι χρόνια στην εταιρία του …, η οποία ωστόσο με το από 20-2-2014 έγγραφό της αρνείται ότι, τουλάχιστον από το έτος 1990, δεν εργαζόταν ο εν λόγω μάρτυρας, ενώ τέλος η κατάθεσή του περιέχει πλείστες αντιφάσεις. Συγκεκριμένα στην αρχή της κατάθεσής του σε ερώτηση του Δικαστηρίου απαντά ότι η πηγή των πληροφοριών του είναι ο ενάγων, έγγραφα που έχει δει και «η Ακτή Μιαούλη που συζητάει όλα τα θέματα», αρνούμενος ρητά ότι για τα θέματα που θα καταθέσει και συγκεκριμένα για την ιδιότητα του ενάγοντος ως αφανούς συνεταίρου του ……………..,  έχει μιλήσει με τον τελευταίο, επικαλούμενος ακόμα ως πηγή της γνώσης του  συζητήσεις με τον αποβιώσαντα …….., που εργαζόταν   ως πλοίαρχος σε πλοία του ……………… Στη συνέχεια όμως της κατάθεσής του, η οποία διακόπηκε προκειμένου να εξεταστεί ανωμοτί ο ενάγων, ανέφερε ότι είχε συναντηθεί το 1977 με τον ενάγοντα και τον ………, ο οποίος αν και του είναι άγνωστος και τον συναντά πρώτη φορά, τον ενημερώνει για την από κοινού με τον ενάγοντα αγορά του πλοίου «Κ1».  Ομοίως ασφαλής κρίση για την ουσιαστική βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών δεν μπορεί να στηριχθεί στις προσκομισθείσες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες περιέχουν πληροφορίες που οι μάρτυρες έμαθαν από τον ίδιο, άκουσαν σε συζητήσεις διαπροσωπικές ή τηλεφωνικές μεταξύ ενάγοντος και …………….. στις οποίες όλως συμπτωματικά ήταν παρόντες και ενθυμούνται λεπτομερώς αν και έχουν παρέλθει έκτοτε τριάντα πέντε χρόνια, από έγγραφα που τους επέδειξε ο ενάγων ή ο τότε λογιστής της πέμπτης εναγόμενης εταιρίας, ……….. ο οποίος αν και είχε καθήκον απορρήτου ως προς την εργοδότριά του, φέρεται να επιδεικνύει έγγραφά της, εκτός των γραφείων της, σε διάφορους τρίτους, άσχετους με την εταιρία. Ειδικότερα στην ………. ένορκη βεβαίωση ο μάρτυρας ……… αναφέρει ότι αρχές Απριλίου 1978, Απρίλιο/Μάιο συγκεκριμένα, συνάντησε τον καπετάν ……… στην προβλήτα της Γερμανικής Σκάλας όπου του ανέφερε ότι  είναι πλοίαρχος στο «Κ1» της ….. και ο ενάγων,  κύριος  μέτοχος αυτού. Στη συνέχεια ο μάρτυρας καταθέτει «του εξήγησα (εννοεί τον …….) ότι ήμουν υποπλοίαρχος στο δικό του πλοίο και μου ζήτησε να είμαστε σε επαφή διότι …» αναφέροντας στη συνέχεια την πλήρη ενημέρωση που (ισχυρίζεται ότι)  του έκανε ο …… για τις ενέργειες του …………….. ως προς την πώληση του άνω  πλοίου και την πρόθεσή του να αγοράσει άλλο μεγαλύτερο πλοίο από τους Ισραηλίτες. Από τους με αριθμ. πρωτοκ ……… πίνακες θαλάσσιας υπηρεσίας ναυτικού της Διεύθυνσης Ναυτικής Εργασίας του Υ.Ε.Ν. που αφορούν τους ανωτέρω ναυτικούς, αποδεικνύεται ότι η φερόμενη, κατά τα άνω, συνάντησή τους δεν ήταν δυνατό να έχει πραγματοποιηθεί διότι, ο μεν ……είχε αποναυτολογηθεί στις 14-12-1977 και παρέμεινε εκτός θαλάσσιας υπηρεσίας μέχρι την ναυτολόγησή του ως πλοίαρχος στο πλοίο «Κ2» στις 11-7-1978, επομένως δεν δικαιολογείται η παρουσία του στο σημείο που αναφέρει ο μάρτυρας. Ο δε ……ήταν ναυτολογημένος ως υποπλοίαρχος από τις 10-8-1977 έως 2-6-1978 και συνεπώς ήταν αδύνατο να συναντηθούν, ενώ τέλος ο ίδιος μάρτυρας ναυτολογημένος σε πλοίο του ομίλου «. ….» βρέθηκε για πρώτη φορά στις 20-1-1981, στο πλοίο «Κ3» και όχι νωρίτερα, όπως αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του. Τέλος ο ……, αρχιπλοίαρχος αρχικά στην πέμπτη εναγομένη και στη συνέχεια προϊστάμενος στο τμήμα πληρωμάτων και από το 2001 γενικός διευθυντής της έκτης εναγομένης, στην …….. ένορκη βεβαίωσή του διαψεύδει τα όσα στη συνέχεια της δικής του ένορκης βεβαίωσης αναφέρει ο ίδιος ως άνω μάρτυρας  και συγκεκριμένα ότι αυτός (…..) ενημέρωσε τον ενάγοντα για την πώληση του «Κ1» τον 4/1978, ότι τα χρήματα τα πήραν δυο με δυόμιση μήνες πριν βγει το bill of sale, ότι αν πουλιόταν το «Κ1» δεν θα αγόραζαν το «Κ2», ή ότι έβαλε «πλάτη» ο ενάγων για την αγορά του, ούτε ότι με χρήματά του (ενάγοντος) αγοράστηκε το «Κ». Ο ενάγων προσκομίζει πλέον της προηγουμένης   την …… ένορκη βεβαίωση του εξαδέλφου του .. …. ο οποίος το 1983 προσλήφθηκε από την πέμπτη εναγομένη ως αρχιμηχανικός στο τεχνικό τμήμα της όπου και παρέμεινε μέχρι το 1985. Και αυτός αναφέρει ως πηγή των πληροφοριών που καταθέτει τον …… που του έδειχνε χειρόγραφα με διάφορα οικονομικά στοιχεία και στα οποία αναφερόταν ο ενάγων ως μέτοχος, ωστόσο η έτερη κατά τους ισχυρισμούς του πηγή πληροφοριών του, ο ……, αρνείται κατηγορηματικά ότι ανέφερε στον ….. ότι ο ενάγων ήταν μέτοχος στα πλοία της πέμπτης εναγομένης. Με συγκεκριμένα δε περιστατικά που αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του ο ίδιος μάρτυρας ……, αντικρούει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος και των μαρτύρων του ότι σ’ αυτόν (ενάγοντα) οφείλει ο …………….., εκτός των άλλων και την επιβίωσή του στην περίοδο της κρίσης στη ναυτιλία κατά τα έτη 1985-1987, κατά την οποία (ισχυρίζονται ότι) ο ενάγων του κατέβαλε μετρητά επειδή ο ίδιος στερείτο ρευστότητας, χωρίς να αναλαμβάνει  το σύνολο των κερδών που του αντιστοιχούσαν από την συμμετοχή του στην απόκτηση και διαχείριση των πλοίων του ……………… Σύμφωνα με τον …….. σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν  οι εναγόμενοι, ο …………….., κατά την περίοδο της κρίσης που έπληξε την ναυτιλία διεθνώς, αγόρασε μέσω εταιριών αποκλειστικά συμφερόντων του, επτά πλοία, πέντε εκ των οποίων προορίζονταν για την μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, αντί συνολικού τιμήματος 8.600.000 δολ ΗΠΑ ενώ στο τέλος του 1985 τα καθαρά κέρδη της ναυτιλιακής του δραστηριότητας ανερχόταν σε 3.000.000 δολ ΗΠΑ.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι υποχρέωση για λογοδοσία έχει η πέμπτη εναγόμενη για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 31-12-2011 ως προς την διαχείριση των εταιριών «……», «…….» και «………..», στις οποίες συμμετείχε ως αφανής εταίρος ο ενάγων, έσφαλε εκτιμώντας πλημμελώς τις ενώπιον του προσκομισθείσες αποδείξεις.

Κατά συνέπεια όλων  των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, αντέφεσης  και πρόσθετου λόγου έφεσης προς έρευνα θα πρέπει α) οι εφέσεις, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι του ενάγοντος  να απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι  και β) η έφεση του πέμπτης εναγομένης να γίνει  δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 13-6-2012 αγωγή, να απορριφθεί  αυτή, στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των  εναγομένων  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους,  να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της  ήττας αυτού  (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού των έβδομης έως και εκατοστής πέμπτης των εναγομένων – πλην όσες εξ αυτών είναι απούσες και κηρύχθηκε ως προς αυτές απαράδεκτη η συζήτηση – πρέπει επίσης να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος ενάγοντος του οποίου η έφεση κατά των ανωτέρω απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων που κατέθεσε ο εκκαλών – αντεκκαλών -ενάγων για την άσκηση των εφέσεών του στο δημόσιο ταμείο και αντίστοιχα να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα-πέμπτη εναγομένη για την άσκηση της έφεσής της και τέλος να οριστεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης από τον ερημοδικασθέντα εφεσίβλητο ως προς την έφεση της πέμπτης εναγομένης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΕνώνει και Συνεκδικάζει την  από 17-6-2016 έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ……του ενάγοντος, την εναντίον του από 20-1-2017 αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ……έφεση της πέμπτης εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «……»,  το   από 16-10-2016 δικόγραφο με  αριθμό έκθεσης κατάθεσης  στο Πρωτοδικείο Πειραιώς  ……και με αντίστοιχο αριθμό στο Εφετείο Πειραιώς, ……, με τον τίτλο πρόσθετοι και συμπληρωματικοί λόγοι-έφεση-αντέφεση του ενάγοντος, και, τέλος το από 16-10-2017 δικόγραφο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιώς ……με τίτλο, πρόσθετοι και συμπληρωματικοί λόγοι-έφεση-αντέφεση του ενάγοντος, όπως αυτά εκτιμήθηκαν στο σκεπτικό, με τα οποία πλήττεται η με  αριθμό 3813/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην του εκκαλούντος ως προς την έφεση της πέμπτης εναγομένης, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.Ορίζει  το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.Κηρύσσει τη συζήτηση ματαιωθείσα ως προς την πρώτη εναγομένη και απαράδεκτη ως προς τις απολιπόμενες εναγόμενες (ήτοι της 10ης 12ης, 13ης, 22ης, 31ης, 32ης, 79ης, 81ης, 92ης, 93ης και 94ης  εταιρίας). Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση του ενάγοντος και τους πρόσθετους λόγους αυτής καθ’ μέρος στρέφεται κατά των έβδομης  έως και εκατοστής πέμπτης των παρόντων εναγομένων.Καταδικάζει τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων, των ανωτέρω, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό εξακοσίων (600) ευρώ.Δέχεται τυπικά την έφεση του ενάγοντος, αντέφεση και πρόσθετους λόγους καθ’ ο μέρος στρέφονται κατά των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτης και έκτης  των εναγομένων κατά τις, στο σκεπτικό της παρούσας, διακρίσεις. Απορρίπτει τις  άνω έφεση, αντέφεση και πρόσθετους λόγους. Δέχεται τυπικά και  κατ’ ουσίαν την έφεση της πέμπτης εναγομένης. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 3813/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 13-6-2012   αγωγής.Απορρίπτει  αυτήν.Καταδικάζει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων  (1.000) ευρώ.Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων με αριθμούς  …….. του 2016 καθώς και του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό . ….. στο δημόσιο ταμείο.Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα πέμπτη εναγομένη του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ………..

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 28η Ιουνίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ