Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 361/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  361/2023

TΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» πρώην «………..», που εδρεύει στην …… Αττικής, επί της οδού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Λύρα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………../16.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1359/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την έκανε εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 12.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/12.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./23.7.2021 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 13.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/23.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../23.7.2021 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 12.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/12.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../23.7.2021 και β) από 13.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./23.7.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../23.7.2021 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην …. νομίμως εκπροσωπουμένης εναγομένης ναυτικής εταιρείας  με την επωνυμία «……….» και ήδη «………….», ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου και αφετέρου του ………., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1359/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 11.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./16.12.2019 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 11.12.2019 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο “BH”, νηολογίου Πειραιά, κόρων ολικής χωρητικότητας 13.615,17, πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρείας, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και σύμφωνα με τους όρους αυτής και ότι στις 11.7.2018, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπέστη σοβαρό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, με συνέπεια να απολυθεί την ίδια ημέρα, λόγω ασθενείας και εξαιτίας του τραυματισμού του να παραμείνει πλήρως ανίκανος για εργασία μέχρι τις 20.12.2018, ενώ δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί ασθενείας τεσσάρων μηνών, που δικαιούνταν, μήτε η προβλεπόμενη αποζημίωση, λόγω της πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του προς εργασία, που προκλήθηκε από το εν λόγω ατύχημα, επί 163 ημέρες. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι, κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, τουλάχιστον επί 14 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρο το ποσό, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων  2018. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε εν μέρει  το καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα, όσον αφορά το κονδύλιο περί μισθών ασθενείας, από το αρχικώς αιτούμενο ποσό των 6.937,16 € στο ποσό των 937,36 €, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 20.049,59 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, κατ’ουσίαν, απορρίπτοντας το αίτημα αποζημίωσης, κατ’άρθρο 3 παρ.3 ν. 551/2015,  με το σκεπτικό ότι η οξεία οσφυοϊσχιαλγία, που υπέστη κατά την εκτέλεση της εργασίας του, δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα, καθόσον οι συνθήκες εργασίες του δεν υπήρξαν όλως εξαιρετικές και ασυνήθεις και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (1.188,96€), ως διαφορά υπερωριακής αμοιβής, επιδόματος Χριστουγέννων και μισθών ασθενείας, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

III. Κατά το άρθρο 1 ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν. Α.Κ.), έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολόγησης κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν. 3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου” (ΟλΑΠ 26/1995): “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενον εις εργάτην ή υπάλληλον των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ` ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Επομένως, τέτοιο ατύχημα θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου από αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, ασχέτου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του, αλλά συνδεομένου προς την εργασία, λόγω της εμφάνισης του, κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσης της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 998/2012). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις, που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Πάντως, γίνεται δεκτό ότι συντρέχουν οι όροι του ως άνω βιαίου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, συνεχίζεται η απ’ αυτόν παροχή της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες και για μικρό ακόμη χρόνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του, εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεων του εργαζομένου, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 του ΑΚ, η από τον εργοδότη (και τους προστηθέντες του) αξίωση εξακολούθησης της εργασίας, γιατί οι ίδιες συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, που ήταν πριν κανονικές, μετά τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου έχουν πλέον το χαρακτήρα των ασυνήθων και εξαιρετικών. Στην τελευταία περίπτωση, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την ως άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του. Σημειωτέον ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 εδ. α΄ και β΄ ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε κατά τα ανωτέρω: “Εάν ο υπόχρεως εις αποζημίωσιν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμού περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσις τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν με αγωγή ζητείται η ειδική αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 ν. 551/2015 οι έννομες συνέπειες του εργατικού ατυχήματος δεν επηρεάζονται από μόνο το γεγονός ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος, που δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η τυχόν αμέλεια του παθόντος έχει ως μόνη συνέπεια την κατά την κρίση του δικαστή μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης έως το μισό του ποσού της και αυτό εφόσον η αμέλεια συνίσταται σε παράβαση από τον παθόντα διατάξεων ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που προδιαγράφουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχείρησης και κυρώθηκαν από την αρχή. Άλλη αμέλεια, εκτός από την παραπάνω ειδική, δεν λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, λόγω δε της ανωτέρω ειδικής ρύθμισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 Α.Κ. και δεν περιορίζεται η ευθύνη του εργοδότη ούτε για την επέλευση ούτε για την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1072/2018, ΕφΠειρ 232/2018, ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 323/2015, ΕφΠειρ 464/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝαυτΔ 2014, 40). Ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται ακόμα και αν το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος και η ευθύνη του αίρεται μόνο στην περίπτωση δόλιας προκλήσεως του, οπότε διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΕφΠειρ 499/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 393 = Αρμ. 2012, 752). Επομένως, όταν ο εργοδότης ενάγεται προς καταβολή αποζημιώσεως κατά τον ν. 551/1915, δεν μπορεί να αρνηθεί την αγωγή επικαλούμενος αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος ούτε να προτείνει την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου κατά το άρθρο 300 ΑΚ (ΕφΠειρ 232/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 ως 5 του ν.551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας, όταν δηλαδή ο παθών περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμα του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξη του, δικαιούται την προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή, νόμιμη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1β΄και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως, λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψη του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37, 208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 1/2002 αδημ., Σ.Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως στις ως άνω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος-εργαζομένου, στις  οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις, λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007, 689, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009 188).

Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου, εφόσον δε η σύμβαση ναυτολογήσεως λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες (ΕφΠειρ 23/2013 δημ.Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νόμος, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 38, 39, ΕφΠειρ 648/2008 ό.π., ΕφΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997 σελ. 476, ΕφΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995 σελ. 295, Ι.Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ.Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, έκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 764/2012 ο.π., ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39 116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008 281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006 460). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ.1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νομος, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 984/2001 Πειρ. Νομ. 2002, 277, ΕφΠειρ 163/2001 αδημ.). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις,  υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 296, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010, 39, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 270). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του προαναφερθέντος, άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, τετράμηνη αποκλειστική ή αποσβεστική (του δικαιώματος) προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, η οποία αρχίζει από την απόλυση «αμοιβαία συναινέσει» του ναυτικού και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, εφαρμόζεται όταν πρόκειται περί αξιώσεων του, λόγω ασθενείας «αμοιβαία συναινέσει» απολυθέντος ναυτικού, κατ` άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και όχι όταν οι σχετικές αξιώσεις αυτού θεμελιώνονται στις διατάξεις, περί εργατικού ατυχήματος του Ν.551/1915, οπότε ο ενάγων παθών σε εργατικό ατύχημα ναυτικός, δικαιούται, σύμφωνα με τα παραπάνω, σωρευτικά και τους μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, διότι τούτο ορίζεται ρητά στην ίδια τη διάταξη αυτή (ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 499/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ, Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, β` έκδοση, σελ. 274, 275).

IV. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, ………, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’ αριθμ. …./21.2.2020 ένορκη βεβαίωση του …………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ. …/18.2.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 3.5.2018, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρείας εδρεύουσας στην …. με την επωνυμία «………..» και ήδη «……….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου “BH”, νηολογίου Πειραιά με αριθμό ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 13.615,17 και του ενάγοντος, ………., απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 3.5.2018 έως 11.7.2018, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας. Στην εργασιακή αυτή σύμβαση ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 3.126,62€, συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίστηκε και συμφωνήθηκε, του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης την προσδιοριζόμενη απ’αυτήν ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Ειδικότερα, κατά τo κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε η από 9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ΣΣΝΕ του έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/80350/2018 υπουργική απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β 5084/14.11.2018). Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της, ως άνω, εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, ο βασικός μισθός του ενάγοντος, ως ναύτη και τα προβλεπόμενα επιδόματα προσδιορίζονταν ως εξής: 1.181,15 € μισθός ενεργείας, 259,86 € επίδομα Κυριακών, 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 587,70 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 € Χ 30), 425,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών = 1.441,01 € Χ 1/22 = 65,50 € Χ 5 ημέρες = 327,5 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,59 Χ 5) = 97,95 €]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής, κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6, προκειμένου περί ναύτη, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,54 € (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,25 € (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες.

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της, ως άνω, ναυτολογήσεως του ενάγοντος, το επίδικο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης, μετ’ επιστροφής και συγκεκριμένα, απέπλεε από το λιμάνι αφετηρίας περί ώρα 21.00 μ.μ. και κατέπλεε στο λιμάνι προορισμού περί ώρα 06.15 π.μ., από το οποίο αναχωρούσε στις 21.00μ.μ. για το ταξίδι επιστροφής στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ το θέρος του ίδιου έτους πραγματοποίησε κάποια ημερήσια δρομολόγια, αναχωρώντας από το λιμάνι Πειραιά ή Ηρακλείου περί ώρα 10.00 π.μ. και καταπλέοντας στο λιμάνι προορισμού περί ώρα 18.45 μ.μ.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το, ως άνω, χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, που το πλοίο εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια, απασχολούνταν σε καθήκοντα σχετικά με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), σε δύο εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες ανά 24ωρο, απασχολούμενος ακόμα και ως ναύτης βάρδιας, εκτός από τις φυλακές γέφυρας και καταπέλτη και τις περιπολίες στο πλοίο, ακόμα και πριν την έναρξη της βάρδιας του είτε μετά τη λήξη της, με τις εργασίες που αφορούν την ως άνω ειδικότητα του, ήτοι την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, καθώς και με εργασίες καθαριότητας των χώρων τούτων, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των εξωτερικών μερών του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όπως με την αποκομιδή σκουπιδιών, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι τελικού προορισμού του εκάστοτε δρομολογίου και κατά την επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, καθώς επίσης ασχολούνταν με εργασίες συντήρησης και το βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και δεν απασχολούνταν μόνο εντός των χρονικών  ορίων της βάρδιας του, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Εξάλλου, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, ο μεν του ενάγοντος συντασσομένης της, ως άνω, ένορκης βεβαιώσεως, ο δε της εναγομένης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, ……….., βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει αντίθετα η εναγομένη με την συναφή αιτίαση, που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της έφεσης της, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα σ’αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14), όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, των δε ισχυρισμών της εναγομένης, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και διαλαμβάνονται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η πλοιοκτήτρια εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.).

Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι ο ενάγων, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο  σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χωρά αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν, άλλωστε τούτο δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση  του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νομιμά δικαιώματα του που πηγάζουν  είτε από τον νομό είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, καθώς και ο πρώτος εκείνος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πλήττοντας τις επιδικασθείσες ώρες υπερωριακής εργασίας,  πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με την κρινόμενη έφεση.

Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της, ως άνω, εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του στο επίδικο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,54 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,25 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα αντίστοιχα. Επομένως, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 49 καθημερινών και 10 Κυριακών, ήτοι 59 ημερών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 236 Χ 8,54 ευρώ το ωρομίσθιο = 2.015,44 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 10 Σαββάτων και 1 αργίας, ήτοι 11 ημερών Χ 12 ώρες = 132 υπερωρίες Χ 10,25 το ωρομίσθιο = 1.353 ευρώ και συνολικά 3.368,44 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 2.571,99 ευρώ (1.227,66 € για Σάββατα και αργίες + 1.344,33 € για καθημερινές και Κυριακές), όπως ο ίδιος συνομολογεί και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται, ως υπερωριακή αμοιβή, το ποσό των 796,45 ευρώ.

V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως ναύτη, ανέρχονταν, στο ποσό των 3.935,76 ευρώ [1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών + 35,92 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 587,70 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,59 € Χ 30) + 425,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {1.181,15 € μισθός ενεργείας + 259,86 € επίδομα Κυριακών = 1.441,01 € Χ 1/22 = 65,50 € Χ 5 ημέρες = 327,5 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,59 Χ 5) = 97,95 €} + 1.445,68 € μέσος όρος υπερωριών (3.368,44  € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 2,33 μήνες)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018, ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 1.158,68 ευρώ (3.935,76 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 314,86 € Χ 3,68 19ήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως  προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, το συνολικό ποσό των 592,48 € και συνεπώς, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 566,2 €, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, το ποσό των 311,94 ευρώ, υπολογίζοντας τις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος στο ποσό των 2.786,85 €, αντί του ανωτέρω ποσού, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τις συναφείς αιτιάσεις, που διαλαμβάνονται αντίστοιχα στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, δεκτού γενομένου εν μέρει, ως ουσιαστικά βασίμου, απορριπτομένου όμως, καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του, της αναλογούσης σε μείζονες ώρες επικαλούμενης υπερωριακής αμοιβής, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επίσης, απορριπτέος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, καθόσον παραπονείται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον εσφαλμένο συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές, προς ανεύρεση του επιδόματος εορτών, της αναλογίας της υπερωριακής αμοιβής, που υπερέβαινε την κατ’αποκοπή καταβαλλομένη και εντεύθεν την μερική παραδοχή της σχετικής αγωγικής αξιώσεως αντί της ολικής απόρριψης της, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VI. Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι στις 11.7.2018, ενώ το πλοίο είχε καταπλεύσει στο λιμάνι του Πειραιά, περί ώρα 7.00 π.μ., ο ενάγων, ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος, συμμετείχε στις εργασίες εκφόρτωσης του γκαράζ. Συγκεκριμένα, προέβαινε σε απόδεση των οχημάτων από τα προστατευτικά στηρίγματα (καβαλέτο) του γκαράζ και από την προσπάθεια, που κατέβαλε για να αποδεσμεύσει τις ρόδες ενός φορτηγού οχήματος, τραβώντας το στήριγμα χτύπησε με αυτό το δεξί του γόνατο και ένιωσε έντονο πόνο στη μέση. Αμέσως ανέφερε τον τραυματισμό του στον ύπαρχο και εκείνος ενημέρωσε τον πλοίαρχο του πλοίου, με αποτέλεσμα αυτός ανταποκρινόμενος στο καθήκον πρόνοιας και προστασίας της υγείας του, να επιμεληθεί να του χορηγηθεί άδεια, ώστε να τύχει της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αρχικά, μετέβη στην ιδιωτική γενική κλινική “…………..”, όπου διαγνώσθηκε ότι πάσχει από οξεία οσφυαλγία και κρίθηκε ανίκανος για εργασία για δύο (2) ημέρες. Για τον λόγο αυτό ακολούθησε αυθημερόν η απόλυση του από το πλοίο, λόγω ασθενείας, όπως προκύπτει από το ναυτικό του φυλλάδιο. Στη συνέχεια και λόγω του ότι τα συμπτώματα επέμεναν, μετέβη στην γενική κλινική “….”, όπου εξετάσθηκε από τον ιδιώτη ορθοπαιδικό ιατρό, ………. και βρέθηκε να παρουσιάζει κάκωση δεξιού γόνατος με άλγος, δυσκαμψία, οίδημα και αίμαρθρο, χωρίς ωστόσο να εμφαίνεται από τον ακτινολογικό έλεγχο λύση της συνέχειας των οστών (κάταγμα). Επίσης, ο ενάγων αιτιάτο για επίμονο άλγος οσφυικής μοίρας με συνοδό δυσκαμψία και ριζιτική συνδρομή κάτω άκρων. Του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και του συνεστήθη αποχή από την εργασία για χρονικό διάστημα 30 ημερών, ήτοι από 13.7.2018 έως και 11.8.2018, όπως προκύπτει από την σχετική από 13.7.2018 ιατρική βεβαίωση. Ακολούθως, ο ενάγων στις 24.7.2018 μετέβη στην ορθοπαιδική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας Πειραιά “Άγιος Παντελεήμων” και βρέθηκε πάσχων από επίμονη οσφυοϊσχιαλγία με ανταλγική σκολίωση και αιμωδία δεξιού κάτω άκρου, αρθραλγία δεξιού γόνατος και ύδραρθρο. Του χορηγήθηκαν φάρμακα και οδηγίες, ενώ του συνεστήθη αναρρωτική άδεια δύο (2) μηνών και επί μη βελτίωσης περαιτέρω έλεγχος με μαγνητική τομογραφία, όπως προκύπτει από την σχετική από 24.7.2018 βεβαίωση του ιατρού της ορθοπαιδικής κλινικής του ανωτέρω νοσοκομείου. Στις 24.9.2018 μετέβη για επανεξέταση στο εξωτερικό ιατρείο της ίδιας κλινικής, όπου διαπιστώθηκε αρθραλγία γονάτων άμφω με ύδραθρο δεξιά και από τον ακτινολογικό έλεγχο σπονδυλοαρθρίτιδα ΟΜΣΣ στένωση Ο4-Ο5 και Ο5-1 και βαρειά οστεοαρθρίτιδα γονάτων άμφω με ραιβογονία. Επίσης, σημειολογία έσω μηνίσκου δεξιά, βάση του αναφερόμενου ιστορικού μετατραυματικής αιτιολογίας. Συνεστήθη αποχή από την εργασία επί δύο (2) μήνες και ότι χρήζει χειρουργείου αμφοτέρων των γονάτων, όπως και μαγνητικής τομογραφίας ΟΜΣΣ και δεξιού γόνατος για έλεγχο μηνίσκου, όπως προκύπτει από την σχετική από 24.9.2018 βεβαίωση του ίδιου ιατρού της ορθοπαιδικής κλινικής του εν λόγω νοσοκομείου. Στις 20.11.2018, μετέβη στην ορθοπαιδική κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Έβρου, Φορέας Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, όπου εξεταζόμενος βρέθηκε πάσχων από γοναλγία σε έδαφος ρήξης μηνίσκων άμφω, καθώς και οστεοαρθρίτιδας και από οσφυοϊσχιαλγία με αιμωδία Ο5-Ι1 και ήπια ανταλγική σκολίωση και του συνεστήθη η αποχή από την εργασία του για τριάντα (30) ημέρες, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ.πρωτ.2791/20.11.2018 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ανωτέρω νοσοκομείου. Την επόμενη ημέρα 21.11.2018 υπεβλήθη στο Ιατρικό Διαγνωστικό Κέντρο Α.Ε. «…….», που βρίσκεται στην Ξάνθη, στις μαγνητικές τομογραφίες ΟΜΣΣ και δεξιού γόνατος. Σύμφωνα με τα ευρήματα της πρώτης τούτων, υπήρξε φυσιολογική απεικόνιση του μυελικού κώνου και των ριζών της ιππουρίδος στον σκληραίο σάκκο, περιφερική πρόπτωση των δίσκων στα Ο1-Ο2, Ο2-Ο3, Ο3-Ο4 και Ο4-Ο5 μεσοσπονδύλια διαστήματα, ενώ στο Ο5-I1 δεν παρατηρήθηκαν πιεστικά φαινόμενα. Τα σπονδυλικά σώματα παρουσίαζαν φυσιολογική μορφολογία, όπως φυσιολογική ήταν και η απεικόνιση των παρασπονδυλίων μαλακών μορίων. Όσον αφορά τα ευρήματα της μαγνητικής τομογραφίας δεξιού γόνατος, παρατηρήθηκαν στένωση του έσω μεσαρθρίου με ανωμαλία των αρθρικών επιφανειών, λόγω διάβρωσης των χόνδρων, υποχόνδρινες εστίες παθολογικού σήματος και ογκώδη επιχείλια οστεόφυτα. Επίσης, εκφύλιση και σύνθετη ρήξη, τόσο του έσω μηνίσκου, το σώμα του οποίου απωθείται εκτός του μεσαρθρίου, όσο και του έξω μηνίσκου, ενώ χονδροπάθεια και οστεόφυτα παρατηρούνται και στο έξω μεσάρθριο. Παθολογική συλλογή ενδαρθρικά και ελεύθερα οστεοχόνδρινα τεμάχια, ιδιαίτερα κατά μήκος του ιγνυακού, καθώς επίσης γαγγλιοειδή εκφύλιση του πρόσθιου και του οπίσθιου χιαστού συνδέσμου με διάβρωση της οροφής της μεσοκονδυλίας εντομής, ενώ χονδροπάθεια και ογκώδη οστεόφυτα παρατηρήθηκαν και στην επιγονατιδομηριαία άρθρωση.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, όσον αφορά την κάκωση δεξιού γόνατος με άλγος, δυσκαμψία, οίδημα και αίμαρθρο, καθώς και την οξεία  οσφυοϊσχιαλγία με ανταλγική σκολίωση και αιμωδία δεξιού κάτω άκρου, που υπέστη ο ενάγων και ήδη εκκαλών, στην προσπάθεια του να απεγκλωβίσει τις ρόδες του φορτηγού οχήματος από το προστατευτικό στήριγμα, κατά την απόδεση και εκφόρτωση των οχημάτων από το γκαράζ του πλοίου, μετά τον κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά,  συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου 1 κ.ν.551/1915, εφόσον προήλθε από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, καθόσον συνδέεται με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, λόγω του ότι εκ της προαναφερθείσας εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευση της πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του αυτή.

Ειδικότερα, ο περιγραφόμενος, ως άνω, τραυματισμός του, δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία του και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, τα αρχικά δε συμπτώματα, που εμφάνισε, εξαιτίας τούτου και συγκεκριμένα της οσφυοϊσχιαλγίας και της γοναλγίας του δεξιού γόνατος,  ήταν ανεξάρτητα από την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ενάγοντος, μη αναγόμενα αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, αλλά αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων, που προεκτέθηκαν, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του και αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος. Όσον αφορά όμως τα περαιτέρω εμφανιζόμενα επίμονα συμπτώματα της γοναλγίας και των κρίσεων οσφυοϊσχιαλγίας, που αιτιάτο ο ενάγων, κατά την επαναξέταση του στα ανωτέρω νοσοκομεία, όπως προκύπτει εναργώς από την ενδελεχή επισκόπηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων εν λόγω ιατρικών βεβαιώσεων και εργαστηριακών εξετάσεων, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν οφείλονταν στην κάκωση του δεξιού γόνατος και την οσφυαλγία, που είχε υποστεί την ημέρα του επίδικου συμβάντος, αλλά στην σπονδυλοαρθρίτιδα ΟΜΣΣ και την βαρειά οστεοαρθρίτιδα αμφοτέρων των γονάτων, που ανάγονταν στην διάβρωση των χόνδρων, τις υποχόνδρινες εστίες παθολογικού σήματος και τα ογκώδη επιχείλια οστεόφυτα, καθώς επίσης, την εκφύλιση και σύνθετη ρήξη, τόσο του έσω, όσο και του έξω μηνίσκου, την εκφύλιση του πρόσθιου και του οπίσθιου χιαστού συνδέσμου και την χονδροπάθεια στο έξω μεσάρθριο και την επιγονατιδομηριαία άρθρωση. Οι παθήσεις αυτές από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι έπασχε ο ενάγων είναι εκφυλιστικές παθήσεις των αρθρώσεων και δεν είναι απότοκοι του τραυματισμού του. Σημειωτέον, ότι, όπου αναφέρεται η κάκωση στις λοιπές, παρεκτός της από 13.7.2018, ιατρικές βεβαιώσεις, συνάγεται εναργώς ότι αναφέρεται διηγηματικά, κατά την λήψη του ιστορικού του παθόντος, όπως ο ίδιος το διατύπωνε και δεν αποτελεί ιατρική διάγνωση της αιτίας των συμπτωμάτων της αρθραλγίας του γόνατος του και της οσφυοϊσχιαλγίας, που παρουσίαζε, αλλά μια ατεκμηρίωτη εκτίμηση του ενάγοντος, κατά την προσέλευση του προς εξέταση, που όμως δεν επιβεβαιώθηκε από τα εργαστηριακά ευρήματα, η δε αναγραφή έγινε προκειμένου να δικαιολογηθεί η υποβολή του ενάγοντος σε εργαστηριακό έλεγχο. Η διάγνωση των εν λόγω παθήσεων του ενάγοντος έλαβε χώρα μετά το αποτέλεσμα του ακτινολογικού ελέγχου στις 24.9.2018 και διακριβώθηκε πλήρως με τις γενόμενες μεταγενέστερα από 21.11.2018 μαγνητικές τομογραφίες, από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι είναι μετατραυματικής αιτιολογίας, αντίθετα είναι εκφυλιστικού χαρακτήρα, εφόσον  προήλθαν από τη βαθμιαία αλλοίωση και φθορά των αρθρώσεων και των αρθρικών χόνδρων του ενάγοντος.

Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν  συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της και συνετέλεσαν στην επιδείνωση της υπάρχουσας σε λανθάνουσα έστω κατάσταση εν λόγω πάθησης των αρθρώσεων, μήτε, μετά τον τραυματισμό του, οι  κανονικές, δυσμενείς μεν αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντα του, συνθήκες παροχής της εργασίας του, απέβησαν εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα  του βιαίου συμβάντος από κωλυσιεργία ή αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας για την κατάσταση της υγείας του. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτή ανταποκρινόμενη στην υποχρέωση της για πρόνοια και προστασία της ζωής και της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, αφότου ενημερώθηκε από τον ίδιο για το ατύχημα του, δεν αξίωσε την συνέχιση της απασχόλησης του, αλλά  προέβη αμέσως στην απόλυση του.

Κατά συνέπεια, ο ενάγων, ως υποστάς εργατικό ατύχημα, κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, με τη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος (βιαίου συμβάντος), χωρίς αυτός να βαρύνεται με δόλο ή με την ειδική αμέλεια, υπό την προδιαληφθείσα έννοια, δικαιούται για την αιτία αυτή, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην ρηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις, την προβλεπόμενη αποζημίωση, ένεκα πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του για εργασία, εξαιτίας του ατυχήματος, κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2018 έως και 11.8.2018, απορριπτομένου για το υπερβάλλον, ως ουσιαστικά αβασίμου, αφού οι εμφανιζόμενες περαιτέρω βλάβες δεν οφείλονταν σ’αυτό, οποιαδήποτε δε άλλη αμέλεια του, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, δεν αίρει, ούτε επηρεάζει την αντικειμενική ευθύνη της εργοδότριας εναγομένης για το ατύχημα και την επέλευση των εννόμων συνεπειών εξαιτίας τούτου, μήτε  διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης της εναγομένης και της ζημίας του ενάγοντος, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης – εφεσιβλήτου, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται εργατικό ατύχημα, εφόσον η οξεία οσφυοϊσχιαλγία, που υπέστη ο ενάγων και προήλθε από την έντονη προσπάθεια του ιδίου να αποδεσμεύσει ένα όχημα από το προστατευτικό στήριγμα του γκαράζ, δεν  οφείλεται σε κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός, ως τέτοιου νοούμενου του πιεστικού εργασιακού περιβάλλοντος, εφόσον οι συνθήκες εργασίας του ήταν συνηθισμένες, δικαιολογημένες και αναμενόμενες, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσαν όλως εξαιρετικές, ασυνήθεις και ανώμαλες συνθήκες και ακολούθως, απέρριψε το αίτημα του για αποζημίωση του άρθρου 3 κ.ν.551/1920, ως ουσιαστικώς αβάσιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά βασίμου.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 ν.551/1915, σε περίπτωση πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας, μέχρι δύο (2) χρόνια, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ίση προς το μισό του ημερομισθίου που ελάμβανε ο παθών, κατά το χρόνο του ατυχήματος και για κάθε ημέρα του χρονικού διαστήματος της πλήρους ανικανότητας του, για τον καθορισμό δε της αποζημιώσεως αυτής, υπολογίζεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, που ανέρχονταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των 3.935,76 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων για το ανωτέρω διάστημα, που κατέστη, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, ανίκανος προς εργασία, δικαιούνταν αποζημίωση ύψους  2.033,29 ευρώ  [3.935,76 € : 30 ημέρες = 131,19 € το ημερομίσθιο : 2 = 65,59 € Χ 31 ημέρες], απορριπτομένου του αγωγικού κονδυλίου για το υπερβάλλον, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται σωρευτικά, κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, να λάβει, λόγω του τραυματισμού του και της νοσηλείας του εκτός νοσοκομείου ή κλινικής, τους μισθούς ασθενείας 4 μηνών, εφόσον η ασθένεια του δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του, ώστε να αποκλείεται το δικαίωμα του αυτό, κατ’αρθρο 67 ΚΙΝΔ, έκαστος των οποίων ορίζεται ίσος με το μισθό ενεργείας και το ανάλογο αντίτιμο τροφής, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 7.075,4 ευρώ [(1.181,15 € μισθός ενέργειας + 587,70 € αντίτιμο τροφής (19,59 € Χ 30 ημέρες) = 1.768,85 € Χ 4 μήνες], έναντι του οποίου έχει εισπράξει 6.994,79 € και επομένως, δικαιούται την διαφορά ποσού 80,61 € κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να  γίνει εν μέρει δεκτή, κατ’ ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εκκαλούσα-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο το ποσό των 3.476,55 ευρώ, με το νόμιμο τόκο του μεν επιμέρους ποσού των 1.362,65 ευρώ, που αντιστοιχεί στην υπερωριακή αμοιβή και το επίδομα Χριστουγέννων, από την επομένη της απόλυσης του στις 11.7.2018, του δε ποσού των 2.113,9 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση από εργατικό ατύχημα και τους μισθούς ασθενείας, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την απορριφθείσα έφεση, πρέπει να επιβληθούν στην  εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και όσον αφορά την έφεση που έγινε δεκτή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει, κατ’ουσίαν, την από 12.7.2021 έφεση της εναγομένης.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει, κατ’ουσίαν, την από 13.7.2021 έφεση του ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1359/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 11.12.2019 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι και πενήντα πέντε λεπτών (3.476,55) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο κατά τις προσδιοριζόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 29 Ιουνίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ