Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 366/2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Οι επικαλούμενες από την ενάγουσα – εκκαλούσα συμβάσεις, που συνήψε με το εναγόμενο – εφεσίβλητο Ν.Π.Ι.Δ. (δημοτική επιχείρηση), καταρτίσθηκαν µετά την ισχύ των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγµατος (18-4-2001) και του Π.Δ/τος 164/2004 και ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται η µετατροπή τους σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμη κι αν αυτή κάλυπτε με την παρασχεθείσα εργασία της πάγιες και διαρκείς ανάγκες του (εναγόμενου). Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ`ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαγνωστική διαδικασία ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, υπό την ισχύ δε των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 8 του Ν. 2112/1920, το οποίο, ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη της ισχύος αυτού.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  366/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαθεοδωρόπουλο (με δήλωση, κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΚΑΙ του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) – Δημοτική Επιχείρηση με την επωνυμία .……….. και με διακριτικό τίτλο ‘………, που εδρεύει στον Πειραιά, οδός . αρ…., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ξυνογαλά.

Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23-2-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./23-2-2022, αγωγή της κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 32/9-1-2023 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

Ήδη η ενάγουσα – εκκαλούσα προσβάλλει την απόφαση αυτή με την κρινόμενη, από 13-2-2023 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../13-2-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ…………./13-2-2023.

Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 19.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο  πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – εναγόμενου παραστάθηκε ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση  της  εκκαλούσας –  ενάγουσας κατά της υπ΄αρ. 32/9-1-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3 621 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής (ΑΠ 330/2022, ΑΠ 598/2019, ΑΠ 217/2017, ΑΠ 104/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α` και 3 του Ν. 2112/1920, συνάγεται ότι επί συνάψεων αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εάν δεν δικαιολογείται η συνομολογηθείσα διάρκεια αυτών από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι εν λόγω διατάξεις, όπως εξ αυτών προκύπτει, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων που υποκρύπτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου που θεσπίσθηκαν εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο αυτοί που παρέχουν εξαρτημένη εργασία (Ολ.ΑΠ 3/2021, Ολ.ΑΠ 20/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 3/2021, Ολ.ΑΠ 13/2017, Ολ.ΑΠ 7/2011, Ολ.ΑΠ 8/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα δε του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της ουσίας της έννομης σχέσης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις περιπτώσεις των εργασιακών σχέσεων με εργοδότη το Δημόσιο (Ολ.ΑΠ 7/2011 ο.π., Ολ.ΑΠ 18/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, με τις διατάξεις των παρ.1, 2, 3 του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994, όπως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο και πριν την κατάργηση των άρθρων 1-13, 14Α και 15-24 καθώς και των παραγράφων 1-5 και 9- 11 του άρθρου 14 του ως άνω νόμου με το άρθρο 61 παρ.1α του Ν. 4765/2021 (ΦΕΚ Α 6), ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ.3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά την κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος, που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: “Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει”. Ακόμη, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ` Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και του Ν. 2527/1997 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου ορισμένης διάρκειας που υποκρύπτουν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, συναπτόμενες για πρώτη φορά με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 18-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής (ΑΠ 104/2022, ΑΠ 452/2020, ΑΠ 598/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (Ολ.ΑΠ 19/2007, Ολ.ΑΠ 20/2007, ΑΠ 106/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών – μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση), έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ειδικότερα παρέχει στα κράτη – μέλη ευρεία ευχέρεια επιλογών, μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, προκειμένου να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (ΔΕΚ C – 212/2004). Η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ/τα 81/2003 και 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αντίστοιχα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Η επιλογή από την ελληνική πολιτεία με το Π.Δ/μα 164/2004 των μέτρων που αυτό προβλέπει για την επίτευξη του στόχου της εν λόγω με αριθ. 1999/70 Οδηγίας έγινε, αφού αυτή έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι μεταξύ άλλων και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογεί διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, καθόσον υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών πρόσληψης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εξού και η θέσπιση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Οι ρυθμίσεις του ανωτέρω Π.Δ/τος κρίθηκαν συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο (ΔΕΕ της 23-4-2009 υποθέσεις C – 378 έως C – 380 Αγγελιδάκη κ.λπ). Ειδικότερα με την ως άνω απόφαση μεταξύ άλλων κρίθηκε ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε το Π.Δ/μα 164/2004 σε σχέση με την προστασία που παρείχετο υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς της εφαρμογής του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 και στις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα δεν συνιστούν υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εν λόγω εργαζομένων, κατά την έννοια της ρήτρας 8 σημείο 3 της οδηγίας, εφόσον αφορούν περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (σκέψεις 122 επ. ιδίως σκέψη 146 ε.α) περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα. Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την υπ` αριθ. C 760/18 της 21ης Φεβρουάριου 2021 απόφασή του έκρινε προσφάτως, επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, ότι “η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας – πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα”. Όμως, η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή (και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου κατισχύουν και των συνταγματικών ρυθμίσεων των κρατών – μελών της Ένωσης, όπως παγίως άλλωστε δέχεται το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ακρογωνιαίου λίθου για τη λειτουργία της Ένωσης, υποθ. C. 26/1962 …,υποθ. C. 6/1964 …), που σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής μόνο σε όλως οριακές περιπτώσεις διαδοχικών συμβάσεων ορισμένης διάρκειας, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη χρήση του όρου “ενδεχομένως” από το ως άνω Δικαστήριο, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει εισέτι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω υπ`αριθμ. C 760/18 απόφαση). Τέτοιο έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται όμως μετά την έναρξη εφαρμογής (18-4-2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, αφού τούτο θα αντέβαινε ευθέως στη διάταξη του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος και θα οδηγούσε αναγκαίως σε μια contra legem ερμηνεία των συνταγματικών αυτών ρυθμίσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει συνακόλουθα να ερευνηθεί, εάν στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου υφίστανται άλλα αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα που να αποτρέπουν και εάν συντρέχει περίπτωση, να επιβάλλουν κυρώσεις στην καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα διασφαλίζοντα έτσι την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία. Εν προκειμένω, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω Οδηγία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (βλ.σκέψη 58 της απόφασης υπ` αριθ. C – 760/2018 του Δ.Ε.Ε. με περαιτέρω παραπομπές), εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π.Δ/τος 164/2004, με τα οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1 αυτής, οι οποίες προβλέπουν την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις), τη δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, όπου για τον προσδιορισμό της ωφέλειας του εργοδότη δεν συνυπολογίζονται παροχές εξαρτώμενες από τις προσωπικές ιδιότητες του απασχοληθέντος) τις οφειλόμενες σ`αυτόν αποδοχές και τη δυνατότητα αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα ελάμβανε ο αντίστοιχος εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής (εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν από δόλο ή από αμέλειά τους τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ως άνω Π/Δτος. Μάλιστα προκειμένου να διασφαλισθεί υπέρ των απασχοληθέντων μισθωτών η πλήρης αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου που θεσπίστηκαν από τον έλληνα νομοθέτη στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας, δεν αποκλείεται και η ανάλογη εφαρμογή της ρύθμισης για την καταβολή αποζημίωσης σε περιπτώσεις εγκυρότητας των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, πέραν των ανωτάτων χρονικών ορίων που προβλέπει το Π.Δ/μα 164/2004, οσάκις η ανανέωση αυτών έλαβε χώρα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ/τος 164/2004, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως λ.χ. με το άρθρο 167 του Ν. 4099/2012, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 4386/2016. Τέλος η εμβληματικού χαρακτήρα διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, σε συνδυασμό και με την παρ. 7 του ιδίου άρθρου, αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, όσον αφορά στις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στο δημόσιο τομέα με την κατοχύρωση ενός διαφανούς και αξιοκρατικού συστήματος προσλήψεων βάσει συγκεκριμένων δεσμευτικών διαδικασιών και συνακόλουθα στην αποτροπή του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου πρόσληψης προσωπικού με αδιαφανή κριτήρια δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένης διάρκειας για την αντιμετώπιση κατ` επίφαση απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ.2 του Συντάγματος και της ισχύουσας νομοθεσίας (Ν. 2190/1994), οι οποίοι, μετά την διαπίστωση ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα απασχόλησης, τακτοποιούνταν στη συνέχεια είτε με τον διορισμό τους ως μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, κατ` αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις με την τήρηση των νομίμων διαδικασιών πρόσληψης μόνιμου προσωπικού (Ολ.ΑΠ 19, 20/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η προσθήκη από τον Αναθεωρητικό Νομοθέτη των πιο πάνω διατάξεων των παρ. 7 και 8 στο άρθρο 103 του Συντάγματος κατά τα διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταφοράς της υπ`αριθ. 1999/70 Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη δεν έλαβε χώρα προκειμένου να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η επίτευξη του επιδιωκόμενου με την Οδηγία αποτελέσματος, αλλά για την εξυπηρέτηση των πιο πάνω σκοπών αναγομένων στις ιδιαιτερότητες του δημοσίου τομέα, πολλώ δε μάλλον που η Οδηγία δεν επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, ενώ οι προπαρατεθείσες εφαρμοστέες διατάξεις του Π.Δ/τος 164/2004, που σε συμφωνία με τη συνταγματική απαγόρευση αποκλείουν το χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα σε έγκυρη ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, συνιστούν κατά τα προεκτεθέντα το προσήκον αντιστάθμισμα που αποτρέπει την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα (πρβλ. ΔΕΕ C 378-380 υπόθεση …). Εξάλλου, από το άρθρο 249 παρ. 1,3 της κατά τον επίδικο χρόνο ισχύουσας Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προκύπτει σαφώς ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή) αποτελούν παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Ένωσης στο οποίο απευθύνονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος (Ολ.ΑΠ 6/2022, ΑΠ 330/2022, ΑΠ 104/2022, ΑΠ 795/2020, ΑΠ 1352/2019, ΑΠ 1159/2019, ΑΠ 829/2019, ΑΠ 186/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα εξέθετε στην ως άνω από 23-2-2022 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας που συνήψε με το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία ‘…………’’ (…………) και με διακριτικό τίτλο ‘…………..’’, το οποίο αποτελεί δημοτική επιχείρηση με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού, προσλήφθηκε από αυτό προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες της ως δημοσιογράφου στον ως άνω ραδιοφωνικό σταθμό με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, υπό τις συνθήκες και με τα καθήκοντα που αναφέρονται αγωγή, κατά το χρονικό διάστημα από 3-1-2011 έως 31-12-2021. Ότι, εργαζόταν στο εναγόμενο, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα υπό τις δεσμευτικές εντολές και την καθοδήγηση των οργάνων του, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και αντί των μηνιαίων αποδοχών που επίσης αναφέρονται σε αυτήν. Ότι, υπό τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω συµβάσεις, στην πραγµατικότητα συνιστούσαν, κατ’ ορθό χαρακτηρισµό τους, μια ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ΄ εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, καταχρηστικά δε χαρακτηρίστηκαν ως έργου ή ορισµένου χρόνου. Ότι, τον Δεκέµβριο του έτους 2021, µετά τη λήξη της πρηγούµενης σύµβασης, το εναγόμενο πρότεινε στην ενάγουσα να συνάψουν νέα επτάµηνη σύµβαση έργου, εµµένοντας σε παραβίαση του δικαιώµατός της στην εργασία και κατά παράβαση της εργατικής νοµοθεσίας. Ότι, στην πρόταση αυτή η ενάγουσα απάντησε µε το από 17-1-2022 εξώδικο έγγραφο που απέστειλε  στο εναγόμενο, ότι θα συνεχίσει να παρέχει την εργασία της κατά τον προσήκοντα τρόπο, µη αποδεχόµενη την πρότασή του για µετατροπή ή σύναψη νέας σύµβασης ορισµένου χρόνου. Ότι, μετά δε το πέρας της προθεσμίας των 8 ημερών που είχε τάξει με το ως άνω εξώδικο στο εναγόμενο για ‘’προσαρµογή στην νοµιµότητα’’, η ενάγουσα προέβη, µε την ανωτέρω αγωγή της, σε καταγγελία της µεταξύ τους σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω βλαπτικής µεταβολής των όρων της από µέρους του εναγόμενου. Ζητούσε δε ακολούθως (η ενάγουσα), όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής της από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό: 1) Να αναγνωριστεί ότι οι µεταξύ αυτής και του εναγόμενου συµβάσεις, αποτελούν μία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, 2) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 4.880 ευρώ, για µη καταβληθείσες αποδοχές υπερηµερίας του χρονικού διαστήµατος από 28-12-2021 έως 22-2-2022, 3) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 58.971,97 ευρώ, ως διαφορές µεταξύ των νόµιµων και καταβληθεισών αποδοχών της, για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2017 έως 31-12-2021, όπως τα επιμέρους ποσά αναλύονται στην αγωγή 4) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 18.106,5  ευρώ ως αποζηµίωση απόλυσης, λόγω βλαπτικής μονομερούς μεταβολής της σύμβασης εργασίας της, 5) να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου, όλα δε τα παραπάνω ποσά, µε το νόµιµο τόκο αφότου κάθε επιµέρους αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 32/2023 οριστική απόφασή του με την οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και συμψήφισε συνολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, κατ΄ άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν.

Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της κατά του αντιδίκου της.

Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κι αυτό διότι, αληθών υποτιθεμένων των επικαλουμένων από την εκκαλούσα – ενάγουσα πραγματικών περιστατικών, δηλ. ακόμη κι αν οι συμβάσεις που την συνέδεαν με το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ, (το οποίο αποτελεί δημοτική επιχείρηση με ειδικό σκοπό την λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού) υπέκρυπταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, δεν μπορούν, σύμφωνα με τα αναλυτικά προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, να θεωρηθούν ως μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτή στην αγωγή της αλλά και στην κρινόμενη έφεσή της. Σημειωτέον δε ότι, κατά τα άρθρα 1 παρ.3 του Ν.2527/1997 και 10 παρ.5 του Ν. 3051/2002, οι επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., όπως το εναγόμενο, υπάγονται στο σύστημα προσλήψεων του Ν. 2190/1994, όσον αφορά στην πρόσληψη του διοικητικού και μη προσωπικού τους όλων των κατηγοριών με εξαίρεση μόνο του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των διευθυνόντων υπαλλήλων τους (ΑΠ 722/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 136/2023, αδημ.). Οπότε, τόσο ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το εναγόμενο δεν περιλαμβάνεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνεπώς το προσωπικό του δεν υπάγεται στο ως άνω σύστημα προσλήψεων του Ν. 2190/1994, όσο και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζει ότι αυτή ως δημοσιογράφος εξαιρείται από το ως άνω σύστημα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι (βλ. σχετικά και Εφ.Αθ. 4738/2017, αδημ.).  Ειδικότερα, όλες οι σχετικές συµβάσεις και οι ανανεώσεις τους, τις οποίες επικαλείται η εκκαλούσα – ενάγουσα, καταρτίσθηκαν µετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγµατος (18-4-2001), αλλά και μετά την ισχύ του Π.Δ/τος 164/2004, οπότε οποιαδήποτε σύµβαση µε το Δηµόσιο, µε Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και επιχειρήσεις που ανήκουν στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, στις οποίες περιλαμβάνεται και το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. ως δημοτική επιχείρηση, εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν ακολουθήθηκε η από το νόµο οριζόµενη διαδικασία για τη σύναψή τους, αφενός μεν είναι άκυρες, αφετέρου δε, ακόμη κι αν αυτή (ενάγουσα) κάλυπτε με την παρασχεθείσα εργασία της πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου, δεν επιτρέπεται η µετατροπή τους, ούτε με νόμο, από ορισµένου σε αορίστου χρόνου και, συνεπώς, ούτε η δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης µιας τέτοιας εργασιακής σχέσης και κατ΄επέκταση η µονιµοποίησή της µε αυτόν τον τρόπο. Δεν καταλείπεται δε πλέον, καθώς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ενόψει των παραπάνω διατάξεων, το άρθρο 8 παρ. 1, 3 του Ν. 2112/1920, πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, όπως επίσης εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, είναι αλυσιτελής. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, απορριπτέα τυγχάνουν τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της ένδικης έφεσής της. Ακόμη, δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των µεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του ως άνω Π.Δ/τος 164/2004 για τη µετατροπή των διαδοχικών συµβάσεων εργασίας της σε ενιαία σύµβαση αόριστης διάρκειας, διότι οι επίδικες συμβάσεις συνήφθησαν μετά την έναρξη ισχύος του. Εξάλλου, η απαγόρευση της πιο πάνω μετατροπής δεν έρχεται σε αντίθεση με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, η οποία δεν επιβάλει ως κύρωση τη μετατροπή, αλλά καταλείπει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών – μελών το ζήτημα εάν πρέπει καταρχήν να προβλεφθεί η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου και υπό ποιες προϋποθέσεις, απορριπτομένων τόσο του πέμπτου όσο και του έβδομου λόγου της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως αβάσιμων. Άλλωστε, σύμφωνα το άρθρο 7 του Π.Δ./τος 164/2004 (με το οποίο ενσωματώθηκε η ως άνω οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη), όταν κατά παράβαση συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, δεν προβλέπεται ως δυνατότητα ο χαρακτηρισμός αυτών ως σύμβασης αορίστου χρόνου, αλλά η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους, στην περίπτωση δε που εκτελέστηκαν οι συμβάσεις αυτές, υφίσταται μόνο αξίωση καταβολής των τυχόν οφειλόμενων αποδοχών και επιδομάτων. Περαιτέρω, επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα εκ μέρους του εναγόμενου να συνάψει σύμβαση εργασίας και δη αορίστου χρόνου με την ενάγουσα, η σύναψη της οποίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη, η πρόταση να συνάψει εκ νέου με αυτήν σύμβαση έργου, δεν νοείται ως µονοµερής βλαπτική µεταβολή των όρων της άκυρης σύµβασης εργασίας και κατά συνέπεια δεν τίθεται θέμα οφειλόμενης αποζηµίωσης απόλυσης λόγω βλαπτικής µεταβολής, ούτε μισθών υπερημερίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα στον έκτο και ένατο λόγο της έφεσής της. Εξάλλου, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς η ως άνω συμπεριφορά του εναγόμενου, δεν είναι παράνομη ούτε καταχρηστική, αλλά, αντίθετα, επιτάσσεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου και του Συντάγματος. Επίσης, πέραν των ως άνω αιτημάτων, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης στην ενάγουσα εκ μέρους του εναγόμενου διαφορών αποδοχών, καθώς στηρίζει τα αιτήματα αυτά στην έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία σύμφωνα με τα αναλυτικά προαναφερθέντα, δεν υφίσταται εν προκειμένω. Για πρώτη δε φορά με την κρινόμενη έφεσή της, η ενάγουσα επικαλείται την επιδίκαση των ως άνω αξιώσεων (μισθών υπερημερίας, αποζημίωσης απόλυσης, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και δεδουλευμένων αποδοχών) με βάση το άρθρο 7 του Π.Δ/τος 164/2004, η εφαρμογή του οποίου δεν είναι ωστόσο δυνατή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διότι προσκρούει στη μη επιτρεπτή μεταβολή της βάσης της αγωγής (άρθρο 526 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, το άρθρο 7 του Π.Δ/τος 164/2004, για τη μη αυτεπάγγελτη εφαρμογή του οποίου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αβάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα στον έκτο, όγδοο αλλά και ένατο λόγο της έφεσής της, ισχυριζόμενη με την τελευταία ότι οι διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών της, η αποζημίωση απόλυσης κ.λπ. της οφείλονται βάσει του άρθρου αυτού, προϋποθέτει την επίκληση εκ μέρους της κατάρτισης άκυρων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, κατά παράβαση του άρθρου 5 του ίδιου Π.Δ/τος, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Πλην όμως, εν προκειμένω, η εκκαλούσα στηρίζει τις εν λόγω αξιώσεις της στην καταγγελία της έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που στην πραγματικότητα τις συνέδεε με το εφεσίβλητο. Με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνει η εκκαλούσα – ενάγουσα τις αξιώσεις της, η αγωγή, στηρίζεται, όπως προεκτέθηκε, ως προς τα προαναφερόμενα αιτήματά της, μεταξύ των οποίων και η επιδίκαση διαφορών αποδοχών, σε έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως προς δε τη σωρευόμενη αποζημίωση απόλυσης στηρίζεται στην λόγω έγκυρης καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, κατά τις διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955. Αντίθετα, στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχεται επικουρική βάση που να στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 7 Π.Δ/τος 164/2004, αφού η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά κατάρτισης των επιδίκων διαδοχικών συμβάσεων κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 Π.Δ/τος 164/2004, ούτε θεμελιώνει τα σχετικά αιτήματα της αγωγής στη διάταξη του άρθρου 7 Π.Δ/τος 164/2004, απορριπτομένων των όσων περί του αντιθέτου αναφέρει στους ως άνω λόγους της έφεσης ως αβάσιμων (βλ. ΑΠ 1205/2020, ΑΠ 257/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, το άρθρο 7 παρ.2 Π.Δ./τος 164/2004 για καταβολή των αναφερομένων σ` αυτό παροχών, σε περίπτωση που οι συμβάσεις εργασίας έχουν συναφθεί κατά παράβαση των παρ. 5 και 6 αυτού και είναι εκ του λόγου τούτου άκυρες, ιδρύει ευθέως ενοχή εκ του νόμου, η οποία αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 ΑΚ, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθόσον η αξίωση, που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, είναι επιβοηθητικής φύσης, κατά την έννοια της ουσιαστικής επικουρικότητας. Παρέχεται δηλαδή όταν η αξίωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε νόμιμη αιτία από τη σύμβαση, την αδικοπραξία ή απευθείας σε κάποια διάταξη του νόμου.  Τέλος, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της εκκαλούσας, που πρόβαλε με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί διαγραφής από το τελευταίο των ανάρμοστων, κατά τους ισχυρισμούς της, φράσεων που περιέχονται στις επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του εναγόμενου – εφεσίβλητου και επιβολής χρηματικής ποινής σε αυτό, καθώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντρέχουν οι προς τούτο προυποθέσεις των άρθρων 205 και 206 ΚΠολΔ. Πιο συγκεκριμένα, οι επικαλούμενες από την εκκαλούσα σχετικές φράσεις που αναφέρει το εφεσίβλητο στις προτάσεις του (ότι δηλ. ‘’…η αντίδικος ήταν εκείνη που πρωτίστως επιθυμούσε να απασχολείται στην επιχείρηση με συμβάσεις έργου ακριβώς για να παρακάμπτει τις διαγωνιστικές διαδικασίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση προσλήψεων στην επιχείρηση. Πολύ πιθανόν να μην είχε τα απαιτούμενα τυπικά η ουσιαστικά προσόντα ή τις κατάλληλες δεξιότητες ώστε να πετύχει στη διαγνωστική διαδικασία και επιθυμούσε την ‘’πλάγια οδό ‘’), ακόμη κι αν θεωρηθούν οξείες, εντούτοις δεν συνιστούν εξυβριστικές ή ανάρμοστες εκφράσεις που υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει η ευπρέπεια και η καλή πίστη, ώστε να βρίσκουν πεδίο εφαρμογής οι ως άνω διατάξεις, η χρήση των οποίων, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να γίνεται με φειδώ από το Δικαστήριο (βλ. και Β. Βαθρακοίλη Ερμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 206, αρ.3).

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, έστω με μερικώς διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 εδ.α ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 32/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία, αφού αντικαθιστά την αιτιολογία της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 29  Ιουνίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η  ΓPAMMATEAΣ