Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 379/2023

Αριθμός     379/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1). Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με ΑΦΜ ….., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά και 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με ΑΦΜ ……, ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, στην προκειμένη δε περίπτωση και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, οι οποίοι, αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από την Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Βασιλική Τζίφα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» με ΑΦΜ ……., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως μετονομάστηκα η εταιρεία «…………..», ως διαχειρίστρια, των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «……………», με έδρα το ………. Ιρλανδίας, ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» με ΑΦΜ ……., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και αυτής ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», όπως μετονομάστηκε η «……………….», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ιωάννα Καραγιάννη (ΔΕ ΜΩΡΑΤΗΣ – ΠΑΣΣΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ), (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ),  2) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-ΕΦΚΑ), με ΑΦΜ ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από το Διοικητή του, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, εν προκειμένω δε και από τον Διευθυντή του Κ.Ε.Α.Ο. Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Ανδριάννα Στίγκα, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………», με ΑΦΜ …….., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία πιστωτικό ίδρυμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», με ΑΦΜ …….., διαχειρίστρια απαιτήσεων και εντολοδόχου και ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο ….. Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….. υπό Ειδική Εκκαθάριση» με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την ειδική εκκαθαρίστρια αυτής, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..» με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στο … Αττικής, διατηρεί γραφεία στο …… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», με ΑΦΜ ….., που εδρεύει στο …………. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 7) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Κωνσταντίνα Αναστασοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  2.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2021) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 876/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από  14.4.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2022-………../2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ των εκκαλούντων και η πληρεξουσία δικηγόρος του δευτέρου εκ των εφεσιβλήτων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσα. Οι δε πληρεξούσιες δικηγόροι  της πρώτης και της έβδομης εκ των εφεσιβλήτων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο οι τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εφεσιβλήτων δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως δε προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς …., …./ 25-5-2022 και …../27-5-2022 της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, …………, και ……/ 19-5-2022 της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Ανατολικής Κρήτης,  ……….., αυτές έχουν κλητευθεί νομίμως να παρασταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο.  Συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει σα να ήταν παρούσες (524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η έφεση κατά της με αριθμό 876/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την  διαδικασία  περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 15-4-2022, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης.  Συνεπώς,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία .

ΙΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………/ 2021 ανακοπή  τους οι ανακόπτοντες και  ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν, ότι με πρωτοβουλία της πρώτης καθ’ής η ανακοπή και ήδη πρώτης  εφεσίβλητης στις 29-10-2020 επισπεύσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός σε βάρος ακινήτου του οφειλέτη της, ……….., στον οποίο ο Προϊστάμενος της Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς, ανήγγειλε ως νόμιμος εκπρόσωπος τους, τις με γενικό προνόμιο κατ’άρθρο 61 ΚΕΔΕ απαιτήσεις του πρώτου εξ αυτών, ποσού  71.302,08 ευρω, εκ του οποίου ποσό 47.846,44 ευρώ αφορά σε ΦΠΑ, ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού, …….., Συμβολαιογράφος Αθηνών,   συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ.  ………../ 18-5-2021 Πίνακα Κατάταξης δανειστών, στον οποίο κατέταξε τις ως άνω απαιτήσεις εκ ΦΠΑ κατά το ποσό των 3.592,31 ευρώ προνομιακά και οριστικά, στο 25% του πλειστηριάσματος, και κατά το ποσό των 111,40 ευρώ μη προνομιακά και οριστικά συμμέτρως με τους εγχειρόγραφους δανειστές, στο 10% αυτού, ότι οι ως άνω αναγγελθείσες απαιτήσεις  εσφαλμένα κατετάγησαν στη τρίτη τάξη, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 4335/2015, και όχι στη δεύτερη τάξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975, 977 ΚΠολΔ και 61 παρ.1 εδ β ΚΕΔΕ, ως ίσχυαν κατά τον χρόνο  επίδοσης της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση στον οφειλέτη καθού στις 27-7-2011, ήτοι πριν την 1-1-2016, οπότε επήλθε εκ του νόμου η τροποποίηση των εν λόγω διατάξεων, ενώ η υπάλληλος του πλειστηριασμού όλως αορίστως προαφαίρεσε το ποσό των  3.695, 68 ευρώ ως  έξοδα εκτέλεσης αφορώντα έξοδα και αμοιβή της δικαστικής επιμελήτριας, ………….., δίχως αιτιολογία και ειδικότερο προσδιορισμό των επιμέρους κονδυλίων που το απαρτίζουν,  για το οποίο ακολούθως κατέταξε προνομιακά και οριστικά την πρώτη καθ’ ής η ανακοπή. Ζητούσαν, δε, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε, αφενός, να περιοριστούν τα προαφαιρούμενα έξοδα εκτέλεσης  κατά το ως άνω ποσό,  και να καταταγούν αντιστοίχως οι απαιτήσεις του πρώτου ανακόπτοντος  σε αυτό προνομιακά και οριστικά,  και  αφετέρου, να  αποβληθούν οι  καθ’ ων κατά το συνολικό ποσό των 20.960,78 ευρώ, στο οποίο κατετάγησαν κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα  επιμέρους ποσά, η μεν πρώτη εξ αυτών ως προσημειούχος δανείστρια, προνομιακά και υπο τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης της κατ’άρθρο 976 ΚΠολΔ, καθώς και ως απλή εγχειρόγραφη δανείστρια,  και οι λοιποί των καθών ως απλοί εγχειρόγραφοι δανειστές, και να καταταγεί το τελευταίο στη θέση τους  προς περαιτέρω ικανοποίηση των  ως άνω απαιτήσεων του. Επι της ανακοπής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απέρριψε  ως αόριστο  τον πρώτο  λόγο αυτής, ενώ έκανε δεκτό  ως κατ’ ουσίαν βάσιμο  τον δεύτερο λόγο της  και μεταρρύθμισε αντιστοίχως τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, αποβάλλοντας την πρώτη καθής η ανακοπή, για το ποσό των προαφαιρεθέντων εξόδων 3.695,68 ευρώ,  και κατατάσσοντας στη θέση της το πρώτο ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο,  ενώ τέλος, καταδίκασε αυτό στα δικαστικά έξοδα  των λοιπών παρασταθέντων, δεύτερου, έκτης και έβδομης των καθών, που όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ για έκαστο , και την πρώτη καθ΄ής η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του πρώτου ανακόπτοντος, ομοίως 1.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής , ως προς το απορριπτικό της σκέλος αλλά και την διάταξη που επιβάλει σε βάρος του πρώτου εξ αυτών δικαστικά έξοδα, παραπονούνται  οι ανακόπτοντες με την  υπό κρίση έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της, ώστε η ανακοπή τους να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

IV. Σύμφωνα με τις  διατάξεις των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87 :  Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά. Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται:….3) ….Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές. ..Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” προβλέπεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος…) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Ως επιταγή δε νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 224/ 2022, ΑΠ 1151/ 2021, ΜΕφΠατρ 32/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 61 του Ν. δ/τος 356/ 1976 (ΚΕΔΕ), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 του ν 4141/2013 (ΦΕΚ Α 90)  οριζόταν ότι :  1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ` αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ` εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ` αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 61 του Ν.Δ. 356/26-3-1974, όπως είχε τροποποιηθεί και συμπληρωθεί, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 404 παρ. 13 Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17-1-2018), ως ακολούθως «1. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου κατά οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται για τις μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού απαιτήσεις του από κάθε αιτία, με τις κάθε φύσης προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές, σύμφωνα με τα άρθρα 975 έως 977Α και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.2. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Οι μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, για τις οποίες κατατάχθηκε το Δημόσιο, θεωρούνται ληξιπρόθεσμες ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος.4. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται, σύμφωνα με τα άρθρα 154 έως 160 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007, Α΄ 153), για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους.». Κατά τη μεταβατικού δε δικαίου διάταξη του άρθρου 405 παρ. 4 εδ. α΄ του Ν. 4512/2018 ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 13 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται ως εξής: α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 3 εφαρμόζονται σε διαδικασίες διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η κατάσχεση ή η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αντίστοιχα διενεργείται μετά την 1η Ιανουάριου 2016, με εξαίρεση την παραπομπή στο άρθρο 977Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.». Περαιτέρω, με το άρθρο 977 ΚΠολΔ πριν την τροποποίηση του με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 οριζόταν ότι «  1.Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 3, προτιμώνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διαθέτονται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2. Από τα υπόλοιπα που απόμειναν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 αριθ.και 2, κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες που δεν έχουν ικανοποιηθεί.  2. Αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 975 ή 976,η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 976 αριθ. 2, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.   3. Το ποσό που απομένει μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 διανέμεται συμμμέτρως στους υπόλοιπους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.», ενώ μετά την τροποποίηση του   με τον ως άνω νόμο  ορίζεται ότι «1. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου αυτού, αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθμ. 3, προτιμώνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθμ. 1 και 2, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διατίθενται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθμ. 1 και 2. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 αριθμ. 1 και 2, κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί.  2. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου αυτού, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 975 ή 976, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 976 αριθμ. 2, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.  3. Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εκάστοτε άλλης από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 976 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 975 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως». Τέλος, με το άρθρο 71 του Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190, η τελευταία αυτή παράγραφος του άρθρου 977 συμπληρώθηκε ως εξής : «Εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους»  (που  εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι στις  12-11-2021, σύμφωνα με το άρθρο  176 Ν.4855/2021, ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021). Όπως καθίσταται σαφές από την προπαράθεση των ανωτέρω διατάξεων με το ως άνω άρθρο 975 αρ.3 εδ.γ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο §2 ν. 4335/2015, και εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, με την οποία αρχίζει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ,  με την έννοια ότι η επιβολή της κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων που ακολουθεί στηρίζεται σε αυτήν, διενεργείται μετά την 1.1.2016, οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου  από ΦΠΑ  κατατάσσονται στη τρίτη σειρά προνομίων και σε περίπτωση συρροής τους με άλλες προνομιούχες απαιτήσεις εκ του άρθρου 976 ΚΠολΔ ικανοποιούνται από το 25% του πλειστηριάσματος (βλ. και την ΠΟΛ1041/2017 με θέμα «Κοινοποίηση διατάξεων του όγδοου άρθρου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ 87Α’/23-07-2015) με το οποίο τροποποιήθηκε το όγδοο βιβλίο (Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρα 904 έως 1054) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985)».

V. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη ως αόριστου του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο διατείνονται, ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του πρώτου εξ αυτών από ΦΠΑ, εσφαλμένως κατετάγησαν μόνον μερικώς, για το ποσό των 3.592,31 ευρώ,  στην τρίτη σειρά γενικών προνομίων του άρθρου 975 παρ.3 ΚΠολΔ, ως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το ν. 4335/ 2015, και στο 25% του πλειστηριάσματος συμμέτρως με αυτές του δεύτερου καθού η ανακοπή, και μετά την εξάντληση αυτού, ως απλές εγχειρόγραφες για το ποσό των 111,40 ευρώ στο 10% του πλειστηριάσματος, συμμέτρως με τις απαιτήσεις όλων (πλην του δεύτερου) των καθών, και, όχι στη δεύτερη σειρά προνομίων και πριν από την κατάταξη των απαιτήσεων απάντων  των καθών,  κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975 παρ.2, 977  ΚΠολΔ, και 61 του Ν. δ/τος 356/ 1976 (ΚΕΔΕ), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 του ν 4141/2013, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον χρόνο επίδοσης της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση στον  καθού, οφειλέτη  στις 27-7-2011, που συνιστά, άνευ ετέρου, κατά τους ισχυρισμούς τους, και τον κρίσιμο χρόνο για την εφαρμογή των σχετικών επικαλούμενων διατάξεων σύμφωνα και με  τα οριζόμενα στις προδιαληφθείσες διατάξεις διαχρονικού δικαίου.

VI. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, ωστόσο, τυγχάνει  απορριπτέος ως μη νόμιμος, και όχι ως αόριστος, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι, σύμφωνα και με τις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, καθώς και 61 του ΚΕΔΕ ως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με τους ν. 4335/ 2015 και ν. 4141/2013 αντίστοιχα, και τη συνακόλουθη κατάταξη των απαιτήσεων του πρώτου ανακόπτοντος εκ ΦΠΑ στη δεύτερη σειρά προνομίων της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ και πριν τις αναγγελθείσες απαιτήσεις των καθών, θα πρέπει να επιδόθηκε πριν την 1-1-2016 η επιταγή προς εκτέλεση, που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με την επακολουθήσασα επιβολή  κατάσχεσης, και δεν αρκεί προς τούτο τυχόν επίδοση επιταγής, την οποία δεν ακολούθησαν και άλλες  πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης εντός του έτους, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών της συνεπειών (άρθρο 926 παρ.2 ΚΠολΔ). Εν προκειμένω δε, η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, στις 27-7-2011, επι της οποίας και μόνον στηρίζουν τον ισχυρισμό τους περί προνομιακής κατάταξης των εν λόγω απαιτήσεων βάσει των προαναφερομένων διατάξεων, ως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους,  δεν εξαρκεί για την εφαρμογή αυτών, δεδομένου  ότι δεν ήταν αυτή που στήριξε την διαδικασία εκτέλεσης, που ακολούθησε, καθόσον, όπως εκτίθεται στην ανακοπή, η κατάσχεση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου επιβλήθηκε τελικώς οκτώ έτη αργότερα, με την με αριθμό …../2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………. (η οποία, κατά τα αναφερόμενα σε αυτήν, στηρίχθηκε σε  επιταγή προς εκτέλεση που επιδόθηκε εκ νέου στον καθού οφειλέτη την 10-5-2019).  Κατόπιν τούτου, και ενόψει του ότι μετά την απόρριψη του λόγου αυτού της ανακοπής  από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αορίστου, το Δικαστήριο τούτο δεν δύναται να αντικαταστήσει την αιτιολογία απόρριψης του λόγου ανακοπής, λόγω της διαφορετικής εκτάσεως του δεδικασμένου, ούτε να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο  αυτό, δεδομένου ότι έτσι θα καθιστούσε ανεπίτρεπτα χειρότερη τη θέση των εκκαλούντων,  ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψη του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑΘ 3080/2010 ΝΟΜΟΣ). Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης νοείται ότι δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (Σ.Σαμουήλ Η Έφεση εκδ. 2003 σελ. 73).  Εξάλλου, το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, που είναι σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του Εισ.ΝΚΠολΔ, ορίζει α) στην παρ. 1 ότι “επί δικών μετά του Δημοσίου, η περιλαμβανόμενη, εις τας αποδοτέας προς τον νικώντα διάδικον δαπάνας, αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του μειούται μέχρι του ημίσεος του ελάχιστου ορίου της διατιμήσεως εκάστης ενεργείας, μη δυνάμενη πάντως να υπερβή δι` όλας τας καθ` έκαστον βαθμό δικαιοδοσίας πράξεις τας δώδεκα χιλιάδας χάρτινας δραχμάς”, β) στην παρ. 2 ότι “εις τας δικας μετά του Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα συμψηφίζονται όλα: α) όταν αμφότεροι οι διάδικοι είναι υπαίτιοι και β) όταν έκαστος διάδικος εν μέρει νικήση και εν μέρει ηττηθή”, γ) στην παρ. 3 ότι “αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και εις δίκας εν αις διάδικος είναι Υπουργός ή Νομάρχης ή πρόσωπον του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”. Με την παρ.2 της υπ` αριθ. 134423 ΟΙΚ. της 8-12-1992/ 20-1-1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Β.Κ. τ.Β` 11/20-1- 1993, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του ν. 1738/1987, ορίστηκε ότι “σε δίκες με το Δημόσιο η αποδοτέα στο νικώντα διάδικο αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του α.ν. 427/1945 “περί Κωδικός των περί Νομικού Συμβουλίου διατάξεων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 7/20 Ιουνίου 1957 (άρθρο 22 ν. 3693/1957) ορίζεται από 40.000 σε 100.000 δραχ.” , των οποίων το ισότιμο σε ευρώ είναι 293,47 (ΑΠ 329/2014, ΑΠ 725/2011, ΜΕφΔωδ 93/ 2019  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VIII.  Το πρώτο εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσης  του παραπονείται, επειδή τα δικαστικά έξοδα των δεύτερου, έκτης και έβδομης  των καθ’ ων η ανακοπή, που επιβλήθηκαν πρωτοδίκως σε βάρος του, λόγω της ήττας του, προσδιορίστηκαν εσφαλμένως στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ για έκαστο, κατά παράβαση των  σχετικών νομίμων διατάξεων.

IX. Σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα στη μείζονα σκέψη υπο στοιχείο VII, η σε δίκες με το Δημόσιο αποδοτέα στο  διάδικο που νίκησε αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου,  που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του α.ν. 427/1945 “περί Κωδικός των περί Νομικού Συμβουλίου διατάξεων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 7/20 Ιουνίου 1957 (άρθρο 22 ν. 3693/1957), δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό  των 293,47 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επέβαλε  σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος- εκκαλούντος,  δικαστικά έξοδα,  ποσού χιλίων (1.000,00) ευρώ για έκαστο εκ των δευτέρου, έκτης και έβδομης των καθών,  έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και ο εξεταζόμενος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους δεύτερο, έκτη και έβδομη των εφεσιβλήτων και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, ακολούθως δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη  ως προς το κεφάλαιο του καθορισμού των δικαστικών εξόδων σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος (535 παρ. 1 ΚΠολΔ), και αφού κρατηθεί και δικασθεί αντιστοίχως η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να επιβληθούν σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος,  τα δικαστικά έξοδα  των ως άνω καθών για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, μειωμένα σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αυτά πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των εκκαλούντων και του δεύτερου και της έβδομης των εφεσιβλήτων, λόγω της εν μέρει εκατέρωθεν ήττας τους, ενώ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος  του πρώτου εκκαλούντος, κατά το αίτημα της, και αυτά των εκκαλούντων να επιβληθούν σε βάρος της απολειπομένης έκτης εφεσίβλητης (καθόσον λόγω της απουσίας της δεν έχει υποβάλει αίτημα για επιδίκαση δικαστικών εξόδων, ώστε αυτά να συμψηφισθούν λόγω της εν μέρει ήττας της), μειωμένα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, για τις ερημοδικασθείσες  εφεσίβλητες δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, καθώς πρόκειται για απόφαση επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 979 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των  εφεσιβλήτων και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την  έφεση κατά της με αριθμό 876/2023  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Δέχεται  στην ουσία της την έφεση ως προς την δεύτερη, έκτη και έβδομη των εφεσιβλήτων και την απορρίπτει ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους.

Εξαφανίζει την ως άνω εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς τη διάταξη περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού χιλίων (1.000,00) ευρώ σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος.

Κρατεί και Δικάζει την υπόθεση επί της από 2-6-2021 και με αριθμό κατάθεσης. …………../2021 ανακοπής κατά το αντίστοιχο μέρος της.

Επιβάλει σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του δεύτερου, της έκτης, και της έβδομης των καθών, τα οποία καθορίζει  σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ των εκκαλούντων και  του δεύτερου και της έβδομης των εφεσιβλήτων.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος, και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  σε βάρος της έκτης εφεσίβλητης, και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   14 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ των εκκαλούντων και τις πληρεξούσιες δικηγόρους των πρώτης και έβδομης εκ των εφεσιβλήτων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ