Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 368/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  368/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων εναγομένων: 1) Της κατά το καταστατικό της εδρεύουσας στη … της Λιβερίας (……….), νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα (οδός ……….. – Αθήνα) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία “…………”, 2) …………., 3) …………. και 4) ………., κατοίκων Αθήνας (οδός ……….), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τσατήρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: …………… κατοίκου …….. Αττικής (οδός …………..), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σκορδιαλό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………./19.4.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκειμένου να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 1033/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε το Δικαστήριο αυτό καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκασή της και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Οι εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 27.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/4.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../12.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 21ης.10.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την ανωτέρω απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η δεχόμενη την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπουσα την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο υπόκειται σε έφεση (άρθρα 513 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), ενώ κατά το άρθρο 46 εδαφ.β΄ του ιδίου Κώδικα η απόφαση του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του ανωτέρω δικαστηρίου, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Εν προκειμένω η κρινόμενη από 27.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./4.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./12.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εναγομένων κατά της υπ’αριθμ.1033/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης επί της εισαχθείσας για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία από 24.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./19.4.2019) αγωγής του εφεσιβλήτου, διώκοντος με αυτήν την καταδίκη των αντιδίκων του και ήδη εκκαλούντων να του καταβάλουν, έκαστος ενεχόμενος εις ολόκληρον, άλλως επικουρικώς την αναγνώριση της υποχρέωσής τους να του καταβάλουν, ομοίως εις ολόκληρον ο καθένας, τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα χρηματικά ποσά ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσης περιουσιακής του ζημίας και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ειδικότερα εκτιθέμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά τους σε βάρος του, πλέον τόκων σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής, καθώς και την αναγνώριση του ύψους των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών του από την παροχή της εργασίας του στην πρώτη εναγόμενη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως ανερχομένου στο επίσης διαλαμβανόμενο στο αγωγικό δικόγραφο χρηματικό ποσό και με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση) κηρύχθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (και δη στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, προκειμένου να συζητηθεί κατά την κριθείσα ως προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.α΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.11.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./4.11.2020), αφού επίδοση της πρωτόδικης απόφασης δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 25.2.2020 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την από 24.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./19.4.2019) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε, κατά συνοπτική απόδοση του περιεχομένου της, ότι με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε το Μάιο του έτους 2003 από την πρώτη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρεία – νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διαχειρίστρια πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου και δεξαμενοπλοίων μεταφοράς πετρελαίου, προκειμένου να απασχοληθεί ως διευθυντής ναυλώσεων των υπό τη διαχείρισή της δεξαμενοπλοίων, ένδεκα (11) συνολικά τον αριθμό, διαθέτοντας εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία στο συγκεκριμένο εργασιακό αντικείμενο, καθώς και γνωριμίες, επαφές και διασυνδέσεις στο χώρο αυτό της αγοράς, αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 11.000 ευρώ, που συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εν μέρει από την εργοδότριά του και εν μέρει από έτερες υπεράκτιες εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων διαχείρισης της ανωτέρω, άπασες του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου. Ότι με τη συμβολή του, καθώς οργάνωσε ειδικό τμήμα ναυλώσεων και εκπαίδευσε από το μηδέν δύο υπαλλήλους ως ναυλομεσίτες, συνήφθησαν ιδιαίτερα συμφέρουσες ναυλώσεις για τα πλοία της δικής του αρμοδιότητας, με αποτέλεσμα σημαντικά αυξημένη κερδοφορία επί σειρά ετών για τις πλοιοκτήτριες εταιρείες και κατ’επέκταση για την εργοδότριά του, της οποίας οι λοιποί εναγόμενοι τυγχάνουν ο εξ αυτών δεύτερος έως και το έτος 2012 Γενικός Διευθυντής και έκτοτε Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, ο τρίτος από το έτος 2012 Διευθύνων Σύμβουλος και η τέταρτη Προϊσταμένη του λογιστηρίου της. Ότι κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2009 και ενώ στο μεσοδιάστημα οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του από την παροχή της εργασίας του στην πρώτη εναγόμενη είχαν αυξηθεί και ανέλθει στο ποσό των 15.000 ευρώ, τραυματίσθηκε σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα, με αποτέλεσμα να καταστεί ανάπηρος σε ποσοστό 90%, λόγω μόνιμης παράλυσης στα κάτω άκρα του, απουσιάζοντας εξ αυτού του λόγου από τα καθήκοντά του για χρονικό διάστημα ένδεκα (11) μηνών συνολικά. Ότι λόγω της αναπηρίας του το εισόδημά του από τη μισθωτή εργασία του στην πρώτη εναγόμενη απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής φόρου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.2 περ.ε΄του ν.4172/2013, με αποτέλεσμα την υποχρέωση της εργοδότριάς του να καταβάλει έκτοτε στον ίδιο τον αναλογούντα στις συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του φόρο, κατόπιν αφαίρεσης των ασφαλιστικών εισφορών του, τον οποίο υπό διαφορετικές συνθήκες, εάν δηλαδή ήταν αρτιμελής, θα παρακρατούσε σε μηνιαία βάση από τις αποδοχές του και θα απέδιδε για λογαριασμό του στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως συνέβαινε έως τότε και ο οποίος, επομένως, θα έπρεπε στο εξής να ενσωματώνεται κάθε μήνα στον καταβαλλόμενο μισθό του, προσαυξάνοντας αυτόν κατά το ισόποσο. Ότι η πρώτη των εναγομένων διά των προστηθέντων της λοιπών εξ αυτών, κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης, ουδόλως έπραξε τούτο, συνεχίζοντας αντίθετα να του καταβάλει ως μηνιαίες αποδοχές του το ίδιο ακριβώς χρηματικό ποσό, όπως και προ της αναπηρίας του, προφανώς εκμεταλλευόμενη αυτήν προς ίδιον όφελος, δολίως μη συμπεριλαμβάνοντας στο συμφωνηθέντα μισθό του το ποσό του αναλογούντος φόρου, προκειμένου να επωφεληθεί από την απαλλαγή του αυτή διά της διατήρησης σταθερού του μισθολογικού κόστους για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του, το οποίο από το έτος 2012 επωμιζόταν εξ  ολοκλήρου η ίδια, χωρίς την παρεμβολή των άλλων εταιρειών, μεταβάλλοντας, όμως, τοιουτοτρόπως, μονομερώς τους συμβατικούς όρους της εργασίας του επί τα χείρω προς δική του βλάβη. Ότι το συνολικό ποσό του φόρου εισοδήματος, που αναλογεί στις αποδοχές του των ετών 2013 έως και 2018, το οποίο η ανωτέρω δεν του κατέβαλε, ως θα έδει να έχει πράξει εφαρμόζοντας την ανωτέρω διάταξη, ανέρχεται σε 1.223.336 ευρώ, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο αναφερόμενα. Ότι, πέραν της περιουσιακής ζημίας λόγω της τελεσθείσας σε βάρος του αδικοπραξίας, υπέστη και ηθική βλάβη από την προσβλητική της προσωπικότητάς του ως εργαζομένου και ως ατόμου με αναπηρία συμπεριφορά των ανωτέρω προστηθέντων της  πρώτης εναγομένης, που αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε κυρίως μεν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εξ αυτών ενεχόμενος εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό του 1.223.336 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και το ποσό των 250.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, άλλως επικουρικώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, επίσης εις ολόκληρον ο καθένας, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά για τις ίδιες αιτίες, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, να αναγνωρισθεί ότι οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 31.535 ευρώ και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου. Επί της αγωγής αυτής, που εισήχθη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), προκειμένου να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.1033/2020 οριστική απόφαση, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 46 του ΚΠολΔ, κήρυξε εαυτό καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης, την οποία παρέπεμψε στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως λειτουργικά, καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 16 παρ.2 του ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί ως ναυτική διαφορά του άρθρου 51 παρ.3 Β ε΄του ν.2172/1993, κατά την κριθείσα ως προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 παρ.3 και 621 επ. του ΚΠολΔ), διότι “με βάση το αγωγικό δικόγραφο το περιεχόμενο των συμβατικών υποχρεώσεων του ενάγοντος ταυτίζεται με το αντικείμενο της επιχειρηματικής δράσης της πρώτης εναγομένης”, στοιχεία που “καθιστούν τη σύμβαση της (χερσαίας) εργασίας του…εξυπηρετική πράξεων σχετικών με το θαλάσσιο εμπόριο και τη χρησιμοποίηση πλοίου (ναυλώσεις), με αποτέλεσμα η υπό κρίση διαφορά, που απορρέει καταρχήν από σύμβαση χερσαίας εργασίας, στα πλαίσια της οποίας ωστόσο διενεργούνταν πράξεις της παραγράφου 3Α του άρθρου 51 του ν.2172/1993 (συμβάσεις ναύλωσης) να υπάγεται στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του ανωτέρω καθ’ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου, του οποίου η δικαιοδοσία εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι παραδεκτά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ, άσκησαν την από 27.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../4.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………./12.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους. Συγκεκριμένα πλήττουν την εκκαλουμένη με τον εκτιθέμενο στο εφετήριο μοναδικό λόγο, που ανάγεται, στο σύνολό του εκτιμώμενος, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά στην κρίση του επί της καθ’ύλην αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς να εκδικάσει την αγωγή, η οποία με την ως άνω απόφαση παραπέμφθηκε σ’αυτό για να συζητηθεί κατά την επίσης κριθείσα ως προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ, αφού έγινε δεκτό με την ίδια απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τυγχάνει καθ’ύλην αναρμόδιο να επιληφθεί σχετικώς, επικαλούμενοι ειδικότερα ότι πρόκειται περί εργατικής διαφοράς του άρθρου 614 παρ.3 του ΚΠολΔ και όχι περί ναυτικής διαφοράς του άρθρου 51 παρ.3 του ν.2172/1993, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, διότι οι ένδικες αξιώσεις στηρίζονται μεν στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, πλην όμως συναρτώνται με τη σύμβαση παροχής χερσαίας εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος στην πρώτη εναγόμενη ως υπαλλήλου γραφείου με αντικείμενο “την ανεύρεση φορτίων” για τα υπό τη διαχείρισή της δεξαμενόπλοια, για την οποία (εργατική διαφορά), με βάση το αιτούμενο να του επιδικασθεί χρηματικό ποσό, καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο να την εκδικάσει είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά την ως άνω ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 αριθμ.2, 33, 43, 44 και 621 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχυρίσθηκαν και στον πρώτο βαθμό, της σχετικής ένστασής τους απορριφθείσης όμως σιωπηρώς και ήδη επαναφερθείσης με την έφεσή τους και όχι το Ναυτικό Τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Ζήτησαν δε την παραδοχή του ασκηθέντος ένδικου μέσου και κατ’ουσίαν, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε, αφού γίνει δεκτή η ανωτέρω ένστασή τους, να παραπεμφθεί η αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο να την εκδικάσει, προκειμένου να συζητηθεί σ’αυτό κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ.

Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας να ασκήσει τη δικαστική της λειτουργία προς το σκοπό πραγμάτωσης της έννομης τάξης, που προσνέμεται σε ορισμένο είδος δικαστηρίων ή σε συγκεκριμένο δικαστήριο για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών. Υπό την έννοια της πρώτης διάκρισης γίνεται λόγος για υλική και υπό την έννοια της δεύτερης για τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 32, σελ. 15 επομ.). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διάγνωσής της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (βλ. άρθρο 14 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υπόθεσης προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγομένου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγομένου αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδήλωσής της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επίθεσης του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Ι, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262, Ν. Κατηφόρης, Τελολογικοί στόχοι και αξιολογικές σταθμίσεις στη ρύθμιση των αποκλειστικών δωσιδικιών κατά τον ΚΠολΔ, 2005, σελ. 29). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 303) και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξης κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του ΚΠολΔ υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσης της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου (Αθ. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα – ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [573]), που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 207/16.12.1993), με την § 1 του οποίου και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47). Νομοθετικός σκοπός δηλαδή ήταν η ανάθεση της εκδίκασης των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος Ι, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994 κατά την § 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διάταξης αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 του ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1, 2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ. 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε), μεταξύ των οποίων αναμφίβολα συγκαταλέγονται και οι συμβάσεις ναύλωσης (ΕφΠειρ. 562/1995, ΕΝαυτΔ 1996/2270, βλ. και ΕφΠειρ. 1016/2001 και 1082/2001, σε ΕΝαυτΔ 2002/56 και 209 αντίστοιχα), αφού αυτές ως αντικείμενο έχουν την έναντι ανταλλάγματος χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω ή εν μέρει για θαλάσσιες μεταφορές (βλ. σχετ. Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 247, σελ. 138, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ΙΙ, 2007, § 114, σελ. 19, Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 27, αρ. 1, σελ. 209, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος [Άρθρα 84 – 189], 2005, άρθρο 107, αρ. 1, σελ. 96, Δ. Μυλωνόπουλου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 293), υπό την έννοια της εμπορικής εκμετάλλευσής του (ΕφΑθ. 4969/2001, Δνη 2002/472 = ΕπισκΕΔ 2001/1126, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ναυτικές είναι και οι διαφορές που αφορούν το κύρος, την ερμηνεία και την εκπλήρωση ή αναφύονται κατά την ανώμαλη εξέλιξη άλλων συμβάσεων, βοηθητικών της σύμβασης ναύλωσης, όπως είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλώσεων, που κατατείνει στην εξυπηρέτηση του ίδιου οικονομικού σκοπού (της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου δια της ανεύρεσης ναυλωτή ή εκναυλωτή με σκοπό τη διενέργεια επ’ αμοιβή θαλάσσιων μεταφορών προσώπων ή πραγμάτων), καθόσον, άλλωστε, για τον χαρακτηρισμό μιας υπόθεσης ως ναυτικής δεν αποτελεί, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, αναγκαία προϋπόθεση η ενασχόληση των υποκειμένων της αντιδικίας με το θαλάσσιο εμπόριο (ΕφΠειρ. 403/2002, ΕΝαυτΔ 2002/129), καθώς αρκεί η μεταξύ τους διαφορά να έχει αιτία (να πηγάζει από) την χρησιμοποίηση του πλοίου για εμπορικό σκοπό. Επομένως, στο πλαίσιο της τέτοιας (οικονομικής – εμπορικής) χρησιμοποίησης του πλοίου εντάσσεται και η σύμβαση διαμεσολάβησης στη σύναψη ναυλοσυμφώνου, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε εξ αυτού ή εξ αφορμής του διαφορά μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της, ναυλωτή ή εκναυλωτή εμπορικού πλοίου, να είναι ναυτική κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, καθόσον μάλιστα για τη δικανική διάγνωση και αυτής αναγκαιούν οι ειδικές γνώσεις και η δικαστική εμπειρία που είναι απαραίτητες και για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών στη σύμβαση ναύλωσης. Το γεγονός ότι η δραστηριότητα (διαμεσολάβηση στη διαπραγμάτευση και τη σύναψη ναυλοσυμφώνου), από την οποία ανακύπτει η διαφορά, αναπτύσσεται στην ξηρά δεν ασκεί έννομη επιρροή για το χαρακτηρισμό της ως ναυτικής, δεδομένου ότι η νομοθετική ρύθμιση καταλαμβάνει και συμβατικές σχέσεις που εξελίσσονται σε χερσαίο χώρο, αρκεί να σχετίζονται με εμπορικό πλοίο ή με πράξεις θαλάσσιου εμπορίου (βλ. γνμδ. Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 235). Ο χαρακτήρας της διαφοράς μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του αντισυμβαλλομένου της ως ναυτικής δεν παραλλάσσει έστω και αν στη δίκη κατάγεται συμβατική αξίωση ή υποχρέωση της πρώτης, που γενεσιουργό αιτία έχει τη δράση υπαλλήλου της, από την οποία αυτή, αντιστοίχως, είτε αντλεί οφέλη αποκομίζοντας κέρδος από το προϊόν της εργασίας του είτε υφίσταται τις αστικές συνέπειες του πταίσματός του, που καταλογίζονται στην ίδια κατ’ άρθρο 334 του ΑΚ. Όταν η διαφορά ανακύπτει μεταξύ της διαμεσολαβούσας σε ναυλώσεις πλοίων, δηλαδή σε πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, επιχείρησης και υπαλλήλου της, απασχολούμενου σ’ αυτήν με σύμβαση εξαρτημένης (χερσαίας) εργασίας και αιτία έχει την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης αυτής, κρίσιμο για την υπαγωγή της στην έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 αποβαίνει το αντικείμενο της παρεχόμενης εργασίας και το περιεχόμενο της συμβατικής υποχρέωσης εκάστου συμβαλλομένου, η επικαλούμενη παραβίαση της οποίας υπήρξε η αιτία της αντιδικίας. Εφόσον για την επάρκεια της συμβατικής παροχής του εργαζομένου απαιτείται ανάλυση και εκτίμηση της κατάστασης και των τάσεων της σχετικής αγοράς (ναυλαγοράς), σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο και στο βαθμό που το αντικείμενο της εργασίας του μισθωτού συνίσταται στον, για λογαριασμό του εργοδότη, εντοπισμό ευκαιριών κερδοφόρας συναλλαγής και στην προσέλκυση ενδιαφερομένων για τη ναύλωση ή την εκναύλωση πλοίου για εμπορικό σκοπό, στη διαπραγμάτευση των όρων της σκοπούμενης σύμβασης με βάση τις διατάξεις της ειδικής εμπορικής νομοθεσίας, τα ναυτικά συναλλακτικά ήθη και τις ιδιαίτερες, στο συγκεκριμένο τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας επικρατούσες, εμπορικές αντιλήψεις, στην παρακολούθηση της συμβατικής εξέλιξης και στη συμμετοχή στο διακανονισμό, με βάση και τις σχετικές διεθνείς συνήθειες, των αμφισβητήσεων που ενδεχομένως ανακύψουν μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναύλωσης, που μετέχουν στη θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα που αναπτύσσεται με επίκεντρο το πλοίο, το δε παρεχόμενο στον υπάλληλο αντάλλαγμα του εργοδότη για το αποτέλεσμα της εργασίας του αυτής αποτιμάται με βάση τα ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα που στο συγκεκριμένο κύκλο συναλλαγών εξυπηρετούνται και καθορίζεται [και] με βάση διεθνώς αποδεκτή στις ναυτικές συναλλαγές πρακτική, είναι αναμφίβολο ότι η εκ της παροχής της εν λόγω εργασίας ή η επ’αφορμή της αναφυόμενη διένεξη μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου έχει ναυτική την καταγωγή και προκαλεί ως εκ τούτου την εφαρμογή της γενικής ρήτρας του άρθρου 51 § 3Α του Ν. 2172/1993, αφού κατ’ουσίαν σχετίζεται με την οικονομική χρησιμοποίηση πλοίου, κατ’ αποτέλεσμα επηρεάζεται από το οικονομικό εξ αυτής όφελος και από τη φύση της προϋποθέτει, για τη διάγνωσή της, ειδικές γνώσεις των (πραγματικών, νομικών και οικονομικών) δεδομένων της συγκεκριμένης ναυτικής συναλλαγής (Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2016, σελ. 201), προς εξυπηρέτηση, άλλωστε, της οποίας συνάπτεται τελικά η σύμβαση εργασίας, εξ ης απορρέει η διαφορά. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές (51 παρ. 3 εδαφ. Β περ. α – ιζ του Ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3 του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κ.λπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου, από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης, της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά, ώστε να κριθεί από Δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 253/2016 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, Πολύχρονης Τσιρίδης, «Η ποινική δικαιοδοσία των πειραϊκών εισαγγελικών και δικαστικών αρχών επί αδικημάτων σχετικών με ναυτικές διαφορές ή τελουμένων επί πλοίου», ΠειρΝομ.1/2013 σελ.6, Α.Αντάπασης, ΕΕμπΔ 2015, σελ.233 και εκεί αναφερόμενη θεωρία και νομολογία]. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 614 § 3 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 παρ.3 και 621 του ΚΠολΔ, κάθε διαφορά, από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ των εργοδοτών και των υπ’αυτών προστηθέντων και των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. σχετ. ΑΠ 182/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.6 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται μια διαφορά με εσφαλμένη διαδικασία και το οποίο είναι ταυτόχρονα και υλικά αναρμόδιο, παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση στο υλικά αρμόδιο δικαστήριο που θα εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία (βλ.σχετ. ΤριμΕφΑιγ 100/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής τους οι εκκαλούντες – εναγόμενοι επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί υλικής και τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να εκδικάσει τη σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή, διότι, όπως διατείνονται, πρόκειται προφανώς περί αμιγούς εργατικής διαφοράς εκ των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 614 αριθμ.3 του ΚΠολΔ, απορρέουσας από αδικοπραξία, που φέρεται προκληθείσα εξ αφορμής της σύμβασης παροχής χερσαίας εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εξ αυτών και σε εκτέλεση της οποίας ο αντίδικός τους απασχολήθηκε ως υπάλληλος γραφείου, με αντικείμενο την  «ανεύρεση φορτίων» για τα υπό τη διαχείριση της εργοδότριάς του δεξαμενόπλοια, αντί συμφωνηθεισών καθαρών μηνιαίων αποδοχών συγκεκριμένου ποσού, σταθερού κάθε μήνα, ανεξάρτητου του όποιου οικονομικού οφέλους από τη δραστηριότητα της ανωτέρω και μάλιστα υψηλότερου του νομίμου, με αποτέλεσμα καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο να επιληφθεί σχετικώς, με βάση το αιτούμενο να του επιδικασθεί συνολικό ποσό, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη της έδρας του νόμιμα εγκατεστημένου στην  Ελλάδα γραφείου της πρώτης (στην Αθήνα επί της οδού …. αριθμ…..), της κατοικίας των λοιπών (στην ίδια διεύθυνση), του τόπου κατάρτισης της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος και της παροχής της εργασίας του (επίσης στην ανωτέρω διεύθυνση), καθώς και του περιληφθέντος στην ατομική του σύμβαση όρου περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αθήνας για την επίλυση οποιασδήποτε εξ αυτής διαφοράς, να είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο και θα πρέπει να εισαχθεί η αγωγή για να εκδικασθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών των άρθρων 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 αριθμ.2, 22, 25 αριθμ.2, 33, 43, 44 και 621 παρ.1 του ΚΠολΔ και όχι περί ναυτικής διαφοράς του άρθρου 51 παρ.3 του ν.2172/1993, αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του οποίου και ασκήθηκε η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Με την εκκαλουμένη απόφαση ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε σιγή, επειδή κρίθηκε ότι το ιστορικό της υπόθεσης επέτρεπε την υπαγωγή της στην έννοια της ναυτικής διαφοράς, αφού, όπως έγινε δεκτό και έχει ήδη αναφερθεί, αυτή «απορρέει μεν καταρχήν από σύμβαση χερσαίας εργασίας, στα πλαίσια ωστόσο της οποίας…διενεργούνταν πράξεις της παραγράφου 3Α του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 [συμβάσεις ναυλώσεως] και ως εκ τούτου υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, ως Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, η δικαιοδοσία του οποίου εκτείνεται σε ολόκληρο το Νομό Αττικής». Κατόπιν τούτου κηρύχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ύλην αναρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση και παραπέμφθηκε αυτή στο κριθέν ως αρμόδιο λειτουργικά, καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (άρθρο 16 αριθμ.2 του ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών των άρθρων 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ, καθώς με την ίδια απόφαση έγινε επίσης δεκτό ότι με την αγωγή κατάγεται σε δίκη αξίωση από αδικοπραξία «που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας του ενάγοντος στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, με την οποία συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας και αποδίδεται στην εργοδότρια εταιρεία καθώς και στις ενέργειες των λοιπών εναγομένων προστηθέντων της…». Η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης είναι μεν συνοπτική, αποδίδει όμως επαρκώς την ουσία του πράγματος, καθόσον με βάση το αγωγικό δικόγραφο και τους εκατέρωθεν μη αμφισβητούμενους ισχυρισμούς των διαδίκων, το περιεχόμενο των συμβατικών υποχρεώσεων του ενάγοντος, ο οποίος σε εκτέλεση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (6 μηνών), που στη συνέχεια σιωπηρά μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, απασχολήθηκε στην πρώτη εναγόμενη, αρχικά ως ναυλομεσίτης (broker) και ακολούθως ως Διευθυντής του νεοσύστατου Τμήματος Ναυλώσεων Δεξαμενοπλοίων (Tankers Chartering Department) αυτής, Προϊστάμενος των υφισταμένων του ναυλομεσιτών και δη των υπό τη διαχείριση της ανωτέρω εταιρείας δεξαμενοπλοίων μεταφοράς πετρελαίου (η οποία – σημειωτέον – διαμεσολαβεί αντί αμοιβής για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών του ιδίου επιχειρηματικού ομίλου στην κατάρτιση συμβάσεων ναύλωσης των πλοίων που διαχειρίζεται, δεξαμενοπλοίων και μεταφοράς ξηρού φορτίου), διαθέτοντας εξειδικευμένες γνώσεις στο συγκεκριμένο απαιτητικό αντικείμενο εξαιτίας των πανεπιστημιακών και μεταπτυχιακών σπουδών του, προϋπηρεσία λόγω της εργασίας του επί σειρά ετών στις ναυλώσεις πλοίων αυτής της κατηγορίας σε άλλες ναυτιλιακές εταιρείες στην Ελλάδα και κατ’επέκταση σημαντική επαγγελματική εμπειρία, καθώς και προσωπικές γνωριμίες, επαφές και διασυνδέσεις με ανθρώπους του χώρου, προσόντα στα οποία προφανώς απέβλεψε η εργοδότριά του κατά την πρόσληψή του, όπως δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, με καθήκοντα, που – μεταξύ άλλων – περιελάμβαναν την ανάλυση και εκτίμηση της κατάστασης και των τάσεων της σχετικής αγοράς (ναυλαγοράς), σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, τον εντοπισμό ευκαιριών κερδοφόρας συναλλαγής και την προσέλκυση ενδιαφερομένων για τη ναύλωση, τη διαπραγμάτευση των όρων της σκοπούμενης σύμβασης με βάση τις διατάξεις της ειδικής εμπορικής νομοθεσίας, τα ναυτικά συναλλακτικά ήθη και τις ιδιαίτερες, επικρατούσες στο συγκεκριμένο τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας εμπορικές αντιλήψεις, την παρακολούθηση της συμβατικής εξέλιξης και τη συμμετοχή στο διακανονισμό, με βάση και τις σχετικές διεθνείς συνήθειες, των αμφισβητήσεων που ενδεχομένως ανέκυπταν μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση ναύλωσης, ταυτίζεται ουσιαστικά εν πολλοίς με το αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης εναγομένης, ως διαμεσολαβούσας στις ναυλώσεις των ως άνω πλοίων εταιρείας για λογαριασμό των πλοιοκτητών και ο μισθός του, ανερχόμενος μηνιαίως σε συμφωνηθέν καθαρό ποσό, καθορίζεται και με βάση πρακτική επικρατούσα στην αγορά για την αμοιβή των ναυλομεσιτών. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν τη σύμβαση της (χερσαίας) εργασίας του στην πραγματικότητα εξυπηρετική νομικών πράξεων σχετικών με το θαλάσσιο εμπόριο και την οικονομική χρησιμοποίηση πλοίου και εντάσσουν ομαλά τη διένεξη, που ανέκυψε και κατάγεται σε δίκη με την ασκηθείσα σε βάρος των εναγομένων αγωγή του, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, στην έννοια της ναυτικής διαφοράς του άρθρου 51 παρ.3 του ν.2172/1993, όπως αυτή αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό η ευρύτατη επί της έννοιας των ναυτικών διαφορών διατύπωση της παραγράφου 3 του άρθρου 51, που αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές, οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κ.λ.π.,  με τον όρο «πηγάζουν» να παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου, από τα οποία απορρέουν άμεσα ή έμμεσα τέτοιου είδους διαφορές, ανεξαρτήτως της νομικής βάσης της αξίωσης, της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, καθώς αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας, είτε προέρχονται από σύμβαση, είτε από εταιρική σχέση, είτε από αδίκημα, ή ακόμη και εκ του νόμου. Παρέπεται, συνεπώς, ότι, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική της βάση, η διαφορά, εφόσον πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια, η οποία προεκτέθηκε, ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παράγραφο 3Β του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993,  αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης έκρινε ότι με την αγωγή φέρεται προς κρίση ναυτική διαφορά, εκ των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 51 παρ.3 του ν.2172/1993, για την εκδίκαση της οποίας λειτουργικά, καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο είναι το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με βάση το αιτούμενο συνολικό ποσό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 αριθμ.2 του ΚΠολΔ, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών των άρθρων  614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ, στο οποίο και παραπέμφθηκε η υπόθεση με την ίδια απόφαση, αφού κήρυξε εαυτό καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκασή της και όχι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά την αυτή ειδική διαδικασία, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, σιγή απορρίπτοντας τον προβληθέντα ισχυρισμό των εναγομένων, που επαναφέρεται με το λόγο της έφεσης, με την επισήμανση ότι η πρωτόδικη κρίση περί υπαγωγής της αγωγής στην εν λόγω ειδική διαδικασία και όχι στην τακτική διαδικασία, κατά την οποία εισήχθη για να συζητηθεί στον πρώτο βαθμό, δεν πλήττεται με την έφεση. Επομένως, πρέπει, αφού συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) να απορριφθεί ο ερευνώμενος λόγος έφεσης ως αβάσιμος.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, μη υπάρχοντος έτερου λόγου προς έρευνα, ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, λόγω της ήττας των εκκαλούντων/εναγομένων θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσιβλήτου/ενάγοντος, κατόπιν της υποβολής από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος για την επιδίκασή τους με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης προτάσεις του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 27.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/4.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./12.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1033/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 8-9-2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κι αντ΄ αυτής, λόγω προαγωγής

και αναχωρήσεώς της, η Πρόεδρος

Εφετών, Θεώνη Μπούρη. 

 Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 30 Ιουνίου 2023, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Προεδρεύουσας Εφέτου, Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ και Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτες και με Γραμματέα την Κ.Σ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους,

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ