Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 380/2023

Αριθμός     380/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:    Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη, από 1.1.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Θεοδώρα Κουκλιάκου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) Υπο ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτού, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2)  Αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Κολλιόπουλο  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Το εκκαλούν  κατέθεσε ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3806/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή αυτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 14.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2021- ……/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 3η.3.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος και  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο το πρώτο εφεσίβλητο  δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως προκύπτει από την με αριθμό …/ 19-5-2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, …… αυτό είχε κλητευθεί νομίμως να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 3-3-2022, οπότε η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.  Συνεπώς, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολής δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ)  αυτό πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει σα να ήταν παρόν (524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η έφεση κατά της με αριθμό 3806/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την  διαδικασία  των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, στις 22-4-2021, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε ότι έγινε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης απόφασης.  Συνεπώς,  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, διαδικασία .

ΙΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./ 2020 ανακοπή  του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο,  εξέθετε, ότι με πρωτοβουλία του πρώτου καθ’ού η ανακοπή και ήδη πρώτου εφεσίβλητου  επισπεύσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός σε βάρος ακινήτου συγκυριότητας των οφειλετριών του, … και ……….., στον οποίο το ίδιο (ανακόπτον) αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, και για τις με γενικό προνόμιο κατ’άρθρο 61 ΚΕΔΕ απαιτήσεις του, ποσού 3.737,55 ευρώ σε βάρος της ………., και 78.050,72 ευρώ σε βάρος της ……., ότι λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. ……./2020 Πίνακα Κατάταξης δανειστών, ότι με αυτόν εσφαλμένα: α) προαφαίρεσε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, το ποσό των 4.001,12 ευρώ ως  έξοδα εκτέλεσης αφορώντα έξοδα και αμοιβή της δικαστικής επιμελήτριας, ………., μέλους της δεύτερης των καθ’ών αστικής εταιρίας δικαστικών επιμελητών,  και β) κατέταξε το επισπεύδον,  πρώτο καθού για μέρος της απαίτησης του, ήτοι για ποσό 2.549,88 ευρώ, στο 10% του πλειστηριάσματος, εκ του ιδανικού ποσοστού συγκυριότητας της οφειλέτριας ……….., που προορίζεται για την ικανοποίηση μη προνομιούχων εγχειρόγραφων απαιτήσεων, κατ’ άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω απαίτηση τυγχάνει εμπραγμάτως ασφαλισμένη και είχε ήδη καταταγεί μερικώς, προνομιακά και τυχαία, κατά το ποσό των  262.063, 09 ευρώ, στο 65 % του πλειστηριάσματος κατ’άρθρο 976 ΚΠολΔ, ενώ θα έπρεπε να  καταταγεί το ίδιο στη θέση του για τις ως άνω αναγγελθείσες απαιτήσεις του, που  δεν κατέστη δυνατόν να καταταγούν ως προνομιούχες κατ’ άρθρο 975 παρ.5 ΚΠολΔ, στο 25% του πλειστηριάσματος, λόγω εξαντλήσεως του, μετά την κατάταξη άλλων γενικών προνομιούχων δανειστών προηγούμενης τάξης. Ζητούσε, δε, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε αφενός να περιοριστούν τα προαφαιρούμενα έξοδα εκτέλεσης  κατά το ποσό των 4.001,12 ευρώ  και να καταταγεί αυτό στο ελευθερούμενο ποσό,  και αφετέρου να αποβληθεί από αυτόν το πρώτο των καθ’ ων, ως προς το ποσό των 2.549,88 ευρώ, κατά το οποίο κατετάγη ως εγχειρόγραφος δανειστής, και να καταταγεί το ίδιο στη θέση του. Η ως άνω ανακοπή συνεκδικάστηκε με την από 11-3-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 ανακοπή κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο τον δεύτερο λόγο αυτής, ακολούθως έκανε μερικώς δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο  τον πρώτο λόγο της και μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, περιορίζοντας τα έξοδα εκτέλεσης κατά το ποσό των 124,50 ευρώ, στο οποίο κατέταξε το ανακόπτον. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  το τελευταίο με την  υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε η ανακοπή του να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

IV. Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, και ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021, «αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου […]». Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης αναπτύχθηκαν στη νομολογία τρεις θέσεις και συγκεκριμένα Α) Κατά μία άποψη γίνεται δεκτό, ότι από το 10% του πλειστηριάσματος ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούνταν άλλοι προνομιούχοι στους οποίους αναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας και αυτό διότι εκείνοι οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (βλ. ΜΕφΘεσ 2719/2018 στη sakkoulas online, Ευδ. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2016.12 -13 και Ν. Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ.2 2018, σελ. 595). Η παραπάνω άποψη υποστηρίζεται τόσο υπό την εκδοχή ότι ως μη προνομιούχες απαιτήσεις για την κατάταξη στο 10% του πλειστηριάσματος θεωρούνται, όχι μόνο αυτές που δεν είναι εξοπλισμένες με προνόμιο, αλλά και αυτές που είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, πλην όμως, δεν κατέστη δυνατό να καταταγούν καθ’ ολοκληρίαν  στα ποσοστά που προβλέπονται για τις προνομιούχες απαιτήσεις, κάνοντας «χρήση» του προνομίου τους, με τη σκέψη ότι πλήρης αποκλεισμός από την κατάταξη προνομιούχου δανειστή θα τον καθιστούσε στη σειρά κατάταξης υποδεέστερο από ανέγγυο δανειστή, που δεν έχει δηλαδή ούτε γενικό ούτε ειδικό προνόμιο, αποτέλεσμα αντίθετο με τον σκοπό του νόμου, αλλά και τη φιλοσοφία του νέου συστήματος κατάταξης του ΚΠολΔ, όπου προηγούνται όσοι έχουν ειδικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 65% του πλειστηριάσματος, έπονται οι έχοντες γενικό προνόμιο, οι οποίοι κατατάσσονται σε ποσοστό 25% του πλειστηριάσματος και στο υπόλοιπο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι μη προνομιούχες απαιτήσεις (βλ. Δ. Μηχιώτη, Σύγκρουση προνομίων και κατάταξη δανειστών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος – Σκέψεις επί των διατάξεων των άρθρων 977 και 977Α ΚΠολΔ δημ. στη sakkoulas online) όσο και υπό την εκδοχή ότι με τέτοιες μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να καταταγούν στο 10% του πλειστηριάσματος, εξομοιώνεται και το μέρος των προνομιούχων απαιτήσεων, οι οποίες συνυπολογίστηκαν μεν κατά την προνομιακή κατάταξη στα υπόλοιπα ποσοστά του πλειστηριάσματος, αντιμετωπίστηκαν, δηλαδή, ως προνομιακές, πλην όμως δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως, καθ’ όλη την έκταση του προνομίου τους, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος (βλ ΜΕφΘεσ 2719/2018 ο.π.). Β) Κατά άλλη άποψη γίνεται δεκτό ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται οι προνομιούχες απαιτήσεις μόνον, όμως, εφόσον, δεν κατέστη δυνατή η, έστω μερική, κατάταξή τους με βάση το προνόμιό τους σε άλλο ποσοστό του πλειστηριάσματος. και Γ) Κατά δε τρίτη άποψη, στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται μόνον οι μη προνομιούχες απαιτήσεις. Το παρόν Δικαστήριο τάσσεται υπέρ της τρίτης άποψης , καθόσον οι άλλες δύο έρχονται σε αντίθεση με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία αφορά στις μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται και από το εδ. γ΄ του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στο νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ’ εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία απολήγει στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η τελολογία για τη θέσπιση της ως άνω ρύθμισης του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτή διατυπώνεται σαφώς στην αιτιολογική έκθεση του ν.4335/2015, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει  η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Εξάλλου, σύμφωνη με τις ανωτέρω σκέψεις τυγχάνει και η πρόσφατη τροποποίηση της εν λόγω διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, με την προσθήκη τελευταίου εδαφίου (άρθρο 71 του ν. 4842/ 2021) ,όπου ρητά πλέον ορίζεται, προς άρση ερμηνευτικών αμφισβητήσεων (βλ. αιτιολογική έκθεση νόμου  4842/ 2021), ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο δέκα τοις εκατό (10%) ακόμη και εάν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους,  η οποία (νέα διάταξη) εφαρμόζεται, όταν ο πίνακας κατάταξης αφορά σε πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε μετά από τις 12-11-2021 (βλ. συνδυασμό διατάξεων  περ. θ΄  παρ.6 του άρθρου 116  Ν.4842/2021, ΦΕΚ Α 190 και άρθρου 176  4855/ 2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν  σε μη προνομιακή κατάταξη δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 972  παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 697/2008 αμφ. δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. ΙΙα, 2017, σελ. 381,390 και 726-727 με εκεί παραπομπές). Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, αναγγελθείσες ως προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται  και στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου (βλ. Αντ. Βαθρακοκοίλη-Γ,Πλαγάκου ο.π. σελ. 527-529, Π. Κολοτούρο, Συρροή δανειστών και σύγκρουσις δικαιωμάτων εις το πεδίον της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕΠολΔ 2019 σελ.138) (MEφΠειρ 1/2023, ΜΕφΘεσ 297/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται για την εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, περί μη κατάταξης του για τις αναγγελθείσες ως γενικώς προνομιούχες απαιτήσεις του σε βάρος της ………, στο ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, που αφορά στις εγχειρόγραφες απαιτήσεις, κατ’ άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ, και στη θέση του πρώτου καθού η ανακοπή-εφεσιβλήτου, η  απαίτηση του οποίου είχε ήδη μερικώς καταταγεί προνομιακά και τυχαία, ως εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, κατ’άρθρο 976 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός τυγχάνει νόμω αβάσιμος, διότι οι εν λόγω απαιτήσεις του εκκαλούντος, όπως αναφέρεται και στην ανακοπή του,  αναγγέλθηκαν ως προνομιακές σύμφωνα  με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (άρθρα 61 επ.), προκειμένου να καταταγούν και ως τέτοιες, όπως άλλωστε αιτείται ρητά το εκκαλούν με την αναγγελία του,  και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν δύνανται να καταταγούν ως εγχειρόγραφες στο 10% του πλειστηριάσματος στη θέση των απαιτήσεων του πρώτου εφεσίβλητου, που ομοίως εσφαλμένως, κατά την άποψη του Δικαστηρίου τούτου, κατετάγη εκεί για  προνομιακές (άρθρο 976 ΚΠολΔ) απαιτήσεις του. Και τούτο ασχέτως του ότι δεν στάθηκε δυνατόν το εκκαλούν να  καταταγεί για αυτές έστω και μερικώς στο ποσοστό  25% επι του πλειστηριάσματος, λόγω κατάταξης άλλων απαιτήσεων με ισχυρότερο προνόμιο. Την κατάταξη τους στο ως άνω ποσοστό (10%) επι του πλειστηριάσματος θα μπορούσαν να ζητήσουν μόνον οι αναγγελθέντες εξ αρχής ως εγχειρόγραφοι δανειστές των καθών η εκτέλεση, οφειλετριών, που δεν κατετάγησαν ως τέτοιοι. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε μη νόμιμο και απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VI. Kατά το άρθρο 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά μόνο προαφαιρούνται για να γίνει η κατάταξη των δανειστών στο εναπομένον πλειστηρίασμα, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Η αφαίρεση των εξόδων γίνεται με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαιτέρας πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών. Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη. Στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται τα έξοδα της προδικασίας και των προπαρασκευαστικών πράξεων της εκτέλεσης και των εν συνεχεία πράξεων, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ` αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, πλην, όμως, ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), καθώς, επίσης, και ο δικηγόρος, ο οποίος, κατ` εντολή του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, προέβη στις αναγκαίες προς τούτο ενέργειες, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθού η εκτέλεση, με τον οποίο  δεν συνδέονται με έννομη σχέση. `Ετσι, τα πιο πάνω πρόσωπα, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού αφαιρέσει αυτά από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθού η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή, τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του, αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης. Σε περίπτωση, που αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης, και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και, συνακόλουθα, ότι είναι έξοδα εκτελέσεως, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής (ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 300/2013). Αντίθετα, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα έξοδα του δικαστικού επιμελητή ή του συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή, επίσης, του δικηγόρου του επισπεύδοντος την εκτέλεση, δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ή άλλους νόμους και υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στραφεί κατά των ανωτέρω προσώπων υπέρ των οποίων έγινε η προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία και μόνον νομιμοποιούνται παθητικά (ΑΠ 199/2020, 1644/2018 TNΠ NOMOΣ).

VII. Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του,   το Ελληνικό Δημόσιο νομίμως επαναφέρει τον μερικώς απορριφθέντα πρωτοδίκως ως ουσιαστικά αβάσιμο, πρώτο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένη προαφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης, ποσού  4.001,12 ευρώ, και συγκεκριμένα για τα αναφερόμενα στον πίνακα κατάταξης ως προαφαιρούμενα έξοδα, σύμφωνα με τον προσαρτώμενο σχετικό πίνακα εξόδων της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας, ποσού 130,20 ευρώ για επιδόσεις διαταγών πληρωμής, 943,94 ευρώ για έξοδα υποθηκοφυλακείου, 6 ευρώ για ένσημα, 1543,80 ευρώ για κατάσχεση, 911,40 ευρώ για απόσπασμα και 465,78 ευρώ για ηλεκτρονική δημοσίευση.  Αναφορικά με την βασιμότητα του λόγου αυτού,  από τα έγγραφα της δικογραφίας αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. To πρώτο καθ’ ού η ανακοπή στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επέσπευσε σε βάρος των οφειλετριών του, ………, …….. και ………, κατέσχεσε δυνάμει της με αριθμό ……../9-4-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……., μέλους της δεύτερης των καθ’ών αστικής εταιρίας, ένα ακίνητο, συγκυριότητας αυτών, κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 70%, 15% και 15% αντίστοιχα, και συγκεκριμένα μια διόροφη οικοδομή στον Πειραιά επί της οδού ………, για ικανοποίηση της επιδικασθείσας σε βάρος τους με την υπ’αρίθμ. …/13-10-2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απαίτησης του,  ποσού  174.414,56 € πλέον τόκων και εξόδων. Με την με αριθμό …./13-11-2019 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών, . …., το ως άνω κατασχεμένο ακίνητο εκπλειστηριάστηκε ηλεκτρονικά αντί πλειστηριάσματος, ποσού  585.003 ευρώ, που καταβλήθηκε ολοσχερώς από τον υπερθεματιστή ……….. Ακολούθως, το ανακόπτον, όπως και οι καθ’ών, μεταξύ άλλων δανειστών, ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους  και ειδικότερα το πρώτο με την με αριθμό ………/11-11-2019 αναγγελία του Προϊσταμένου της Α’ΔΟΥ Πειραιά, αναγγέλθηκε για απαιτήσεις, ποσού  78.050,72 ευρώ, σε βάρος της οφειλέτριας …….., εκ των οποίων ποσό 40.030,03 ευρώ, αφορούσε σε απαιτήσεις από ΦΠΑ. Στην εν λόγω αναγγελία είχαν επισυναφθεί ως αναπόσπαστο μέρος της οι σχετικοί πίνακες χρεών, στους οποίους γινόταν  σαφής περιγραφή των απαιτήσεων κατ’ είδος και ποσό καθώς και του προνομίου αυτών. Περαιτέρω, απαιτήσεις του σε βάρος της ίδιας ως άνω οφειλέτριας ανήγγειλε και  το πρώτο των καθ’ών  και συγκεκριμένα την απαίτηση του εκ της με αριθμό …/23-12-1997 σύμβασης στεγαστικού δανείου,  ποσού 316.049,58 ευρώ, για την οποία  εκδόθηκε  η με αριθμό ……/2014 διαταγή πληρωμής του Πρωτοδικείου Αθηνών, προς εξασφάλιση της οποίας είχε εγγραφεί πρώτη προσημείωση υποθήκης στο εκπλειστηριασθέν ακίνητο, ποσού 182.000.000 δρχ και ήδη 534.115,92 ευρώ, καθώς και απαίτηση  εκ της με αριθμό …../3-4-2001 σύμβασης στεγαστικού δανείου, ποσού 117.050,95 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε η με αριθμό ……../2014 διαταγή πληρωμής του Πρωτοδικείου Αθηνών, προς εξασφάλιση της οποίας ενεγράφη δεύτερη προσημείωση υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο ποσού 70.000.000 δρχ και ήδη 205.429.20 ευρώ. Αυτό δε, με την ίδια ως άνω αναγγελία του ζήτησε καταρχήν την προνομιακή κατάταξη του ως προσημειούχος δανειστής για τις εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις του, και επικουρικά, εφόσον δεν επαρκούσε το ποσοστό του  πλειστηρίασματος, που προορίζεται για την ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων, ως εγχειρόγραφος δανειστής. Ακολούθως, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως δανειστών και αφού προαφαίρεσε συνολικά ως έξοδα εκτέλεσης και προδικασίας το ποσό των 9.040,16 ευρώ, διαχώρισε το εναπομείναν ποσό του πλειστηριάσματος  575.962,84 ευρώ  κατά το ποσοστό συγκυριότητας των τριών οφειλετριών, προκειμένου να καταταγούν ξεχωριστά οι αναγγελθέντες δανειστές  για τις απαιτήσεις τους έναντι καθεμίας εξ αυτών. Κατόπιν τούτου, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κατέταξε στο πλειστηρίασμα εκ του ποσοστού συγκυριότητας της ………., ποσού (503.9862,84X70%=) 403.173,98 ευρώ τους αναγγελθέντες δανειστές ως εξής : Α) κατ’άρθρο 975 παρ.3 ΚΠολΔ στο 25 % αυτού, ποσού 100.739,49 ευρω: α) τον ΕΦΚΑ προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα για το ποσό των 87.613,04 ευρώ, και  β) το ανακόπτον διά του Προϊσταμένου της Α’ΔΟΥ προνομιακά, οριστικά και σύμμετρα  για το ποσό των 13.180,45 ευρώ, για άπασες τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του εκ ΦΠΑ, ενώ δεν το κατέταξε καθόλου  για τις λοιπές απαιτήσεις του, που φέρουν το γενικό προνόμιο της πέμπτης τάξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ, λόγω εξάντλησης του ποσού του πλειστηριάσματος, αυτής της κατηγορίας. Β) Κατ’άρθρο 976 ΚΠολΔ στο 65 % αυτού ποσού 262.063,09 ευρώ το πρώτο των καθ’ών προνομιακά, τυχαία και σύμμετρα στο ποσό των 165.400,51 ευρω προς πλήρη ικανοποίηση των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων, κατά τα ανωτέρω, απαιτήσεων του εκ της με αριθμό ……../2014 διαταγής πληρωμής, καθώς και  προνομιακά τυχαία και σύμμετρα στο υπόλοιπο ποσό των 99.662,58 ευρώ,  προς μερική ικανοποίηση των  εξασφαλισμένων με δεύτερη χρονικά προσημείωση υποθήκης απαιτήσεων του εκ της με αριθμό ……/2014 διαταγής πληρωμής,  και τέλος Γ) κατ’άρθρο 977 παρ.3 ΚΠολΔ στο 10 % αυτού, ποσού 40.317,40 ευρώ ως εγχειρόγραφους δανειστές : α) το πρώτο των καθ’ών τυχαία και σύμμετρα για την ικανοποίηση των ίδιων και πάλι προνομιούχων απαιτήσεων του κατά το υπόλοιπο και μη ικανοποιηθέν μέρος τους εκ του 65 % του πλειστηριάσματος αυτού και συγκεκριμένα στο ποσό των 2.549,88 ευρώ, β) τυχαία και σύμμετρα την εταιρία «………..» ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας  …….. στο ποσό των 5.528,02 ευρώ, και τέλος, γ) τυχαία και σύμμετρα την εταιρία «…….», στο ποσό των 32.239,50 ευρώ.  Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, με τον  προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης η συντάξασα αυτόν συμβολαιογράφος, υπάλληλος του πλειστηριασμού, προαφαίρεσε απο το διανεμητέο πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 4.001,12 ευρώ, «σύμφωνα με τους προσκομισθέντες σχετικούς πίνακες εξόδων, που προσαρτώνται στην παρούσα (ενν. τον πίνακα κατάταξης), για έξοδα και δικαιώματα της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας  για την κατάσχεση, το απόσπασμα αυτής και τις σχετικές επιδόσεις, λήψη πιστοποιητικών, κατάθεση των εγγράφων κατάσχεσης, έξοδα εγγραφής της κατάσχεσης στο υποθηκοφυλακείο, και λήψη πιστοποιητικών,  καθώς και έξοδα δημοσιεύσεως -ηλεκτρονικής ανάρτησης του πλειστηριασμού». Σύμφωνα δε, με τον προσαρτώμενο σχετικό πίνακα εξόδων της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας, ποσό  130,20 ευρώ αφορά σε αμοιβή της για επιδόσεις διαταγών πληρωμής, 943,94 ευρώ για έξοδα υποθηκοφυλακείου, 6 ευρώ για ένσημα, 1543,80 ευρώ για κατάσχεση, 911,40 ευρώ για απόσπασμα και 465,78 ευρώ για ηλεκτρονική δημοσίευση.  Εκ των ανωτέρω εξόδων :α)  το ποσό των 943,94 ευρώ, το οποίο προσβλήθηκε ειδικά από το ανακόπτον, αφορά σε έξοδα ποσού 930,94 ευρώ για την μεταγραφή της έκθεσης κατάσχεσης, ύψους 100.000 ευρώ,  και 13 ευρώ για χορήγηση των αναγκαίων πιστοποιητικών (βλ. σχετ. προσκομισθείσες ../10-4-2019 και ../10-4-2019 ΑΠΥ του αρμοδίου κτηματολογικού γραφείου και Υποθηκοφυλακείου αντίστοιχα),  β) μέρος του ποσού των 1.543,80 ευρώ, το οποίο προσβλήθηκε ειδικά από το ανακόπτον, προέκυψε ότι αφορά σε έξοδα κατάσχεσης και συγκεκριμένα 660 ευρώ για δικαιώματα της για την σύνταξη της με αριθμό ……/9-4-2019 κατασχετήριας έκθεσης, 50 ευρώ για αμοιβή ενός συμπραξάντος μάρτυρος (άρθρο 993 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), 210 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα έξι αντιγράφων της κατασχετήριας έκθεσης (7 φύλλα χ 5 ευρώ χ 6)  και δη αντιγράφων προς επίδοση στις τρεις οφειλέτριες και τον αρμόδιο Προϊστάμενο Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, Ειρηνοδίκη και κατάθεση στη Συμβολαιογράφο, υπάλληλο του πλειστηριασμού (άρθρο 995 παρ.4 ΚΠολΔ), (5X35 ευρώ =)175 ευρώ  για επίδοση κατασχετήριας έκθεσης στις τρεις οφειλέτριες, στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά και στο Ειρηνοδικείο Πειραιά (άρθρο 995 ΚΠολΔ) , 35 ευρώ για παραλαβή πιστοποιητικού βαρών (άρθρο 995 παρ. 2 εδγ’ ΚΠολΔ), πλέον νομίμου 24% ΦΠΑ (βλ. σχετ. ΤΠΥ Α9181/30-4-2019 της δεύτερης των καθ ών), ήτοι συνολικά  1.401,20 ευρώ, ενώ ως προς το υπόλοιπο ποσό, στον αναφερόμενο ως προσκομισθέντα ενώπιον του συμβολαιογράφου πίνακα εξόδων δεν αναφέρεται μετάβαση και έρευνα στα βιβλία μεταγραφών και υποθηκών, ούτε η ανάγκη για σύμπραξη δεύτερου μάρτυρα, κατά την σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης, ώστε να αφαιρεθούν τα σχετικά ποσά. γ)   το ποσό των 787,40 ευρώ  (εκ των 911,40 ευρώ που προσβλήθηκε ειδικά από το ανακοπτον), αφορά σε έξοδα του με αριθμό …./2019 αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης και συγκεκριμένα, 300 ευρώ για δικαιώματα της για σύνταξη του (3 φύλλα) , 105 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα επτά αντιγράφων του αποσπάσματος (3 φύλλα Χ 5 ευρώ το φύλλο Χ 7) για επίδοση στα κάτωθι έξι πρόσωπα  και κατάθεση στη συμβολαιογράφο (αφαιρουμένων των αντιγράφων και των επιδόσεων στον ΟΛΠ, και στον διοικητή του Ε Φ Κ. Α., όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, που δεν προσβάλλεται σχετικώς ως προς αυτό ), και  (35X5 + 55 =) 230 ευρώ για 6 επιδόσεις προς 35 ευρώ έκαστη για Α ζώνη (στην Α  ΔΟΥ Πειραιά, του τόπου που κατοικίας των οφειλετριών, ΚΕΑΟ, Τελωνείο Πειραιώς, και στις προσημειούχους δανείστριες Τράπεζα Πειραιώς και Αλφα Τράπεζα ) και 55 ευρώ για Β’ ζώνη (στην ειδική εκκαθαρίστρια του πρώτου καθού, Ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, …., με έδρα το …… Αττικής) του αποσπάσματος (άρθρα 995 παρ.3 ΚΠολΔ, άρθρο 18 ν. 1469/1984 σε συνδ. με άρθρο 51, 51Α, 53 ν. 4387/ 2016, ως ισχυει) και 54 ΚΕΔΕ),  πλέον ΦΠΑ 24%, (βλ. σχετ. ΤΠΥ I-Α9182/30-4-2019 της δεύτερης των καθ’ ών),  και  τέλος, 465,28 ευρώ που αφορά σε  έξοδα υπέρ ΤΝ – ΕΤΑΑ για δημοσίευση του …../2019 αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης για την διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού (άρθρο 995 παρ.4 εδ β ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. την από 23-4-2019 ηλεκτρονική εντολή κατάθεσης της τράπεζας Πειραιώς). Οι ως άνω αμοιβές της δικαστικής επιμελήτριας ορίζονται στην ΥΑ 217/2016 (ΥΑ 21798, ΦΕΚ Β’ 709/2016), ενώ οι σχετικές πράξεις, στις οποίες αυτές αφορούν  (σύνταξη κατασχετήριας έκθεσης και αποσπάσματος αυτής, που έχουν κατατεθεί νομίμως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και περιέχονται στο σχετικό φάκελο πλειστηριασμού,  επιδόσεις, ηλεκτρονική δημοσίευση αυτού κτλ) αποτελούν αναγκαία  προδικασία της εκτελεστικής διαδικασίας και μνημονεύονται στον πίνακα κατάταξης σε συνδυασμό και με τον προσκομισθέντα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα εξόδων. Τέλος, προσκομίστηκαν άπασες και οι ως άνω μνημονευθείσες αποδείξεις. Επομένως, προαφαιρέθηκαν νομίμως για τις ανωτέρω αιτίες έξοδα εκτέλεσης, ποσού 3597,82 ευρώ, ενώ προαφαιρέθηκαν επίσης και τα ποσά των 130,20 ευρώ για αμοιβή επίδοσης της διαταγής πληρωμής και 6 ευρώ για ένσημα, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ειδικά από το ανακοπτον, ήτοι συνολικά νομίμως προαφαιρέθηκε το ποσό των 3.734,02 ευρώ. Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, ότι νομίμως προαφαιρέθηκε μεγαλύτερο ποσό εξόδων εκτέλεσης, ήτοι 3.876,62 ευρώ, και ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατόπιν τούτου, η υπο κρίση έφεση πρέπει αφενός να  απορριφθεί ως αβάσιμη κατ` ουσία κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εφεσίβλητου,  και αφετέρου να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσία ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το σχετικό κεφάλαιό της, που περιόρισε, κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της συνεκδικασθείσας ανακοπής με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020,  τα  προαφαιρεθέντα με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης έξοδα εκτέλεσης κατά το ποσό των 124,50 ευρώ, στα οποία ακολούθως κατέταξε το ανακόπτον. Στην συνέχεια δε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η εν λόγω ανακοπή  κατά τον ως άνω λόγο  της (άρθρο 535 παρ 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει  αυτή δεκτή εν μέρει, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, να περιορισθούν τα προαφαιρούμενα με αυτόν έξοδα εκτέλεσης ως προς το ποσό των 267,10 ευρω και να καταταγεί στο αποδεσμευόμενο  ποσό,  το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο οριστικά και προνομιακά, δια του Προϊσταμένου της Α  Δ.Ο.Υ Πειραιώς, πλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί οριστικά και προνομιακά, για αναγγελθείσες απαιτήσεις του σε βάρος της οφειλέτριας του ……… Τα δικαστικά έξοδα  του εκκαλούντος- ανακόπτοντος και της δεύτερης εφεσίβλητης -καθής η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, κατ` άρθρο 179 ΚΠολΔ, ενώ δεν θα επιδικασθούν δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας υπέρ του πρώτου εφεσίβλητου, που νίκησε, διότι  ήταν απών, ούτε θα ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, καθώς πρόκειται για απόφαση επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 979 παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του πρώτου εφεσίβλητου και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων

Δέχεται τυπικά  την  έφεση κατά της με αριθμό 3806/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Απορρίπτει στην ουσία της την έφεση ως προς το πρώτο εφεσίβλητο.

Δέχεται στην ουσία της την έφεση ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3806/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  κατά το κεφάλαιό της, που περιόρισε, κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της συνεκδικασθείσας ανακοπής με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020,  τα  προαφαιρεθέντα με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης έξοδα εκτέλεσης κατά το ποσό των 124,50 ευρώ, στα οποία ακολούθως κατέταξε το ανακόπτον .

Κρατεί και δικάζει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020,  ανακοπή κατα τον πρώτο λόγο της.

Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

Μεταρρυθμίζει τον με αριθμό ………./30-1-2020  πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ……… και περιορίζει τα προαφαιρούμενα έξοδα εκτέλεσης κατά το  ποσό των διακοσίων εξήντα επτά ευρώ και δέκα λεπτών (267,10 ευρώ),  και κατατάσσει στο αποδεσμευόμενο ποσό αυτών το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, δια του προϊσταμένου της Α’  ΔΟΥ Πειραιά, προνομιακά και οριστικά, προς ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεων του σε βάρος της οφειλέτριας του, ………., επιπλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί .

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και της δεύτερης εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ