Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 423/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός     423/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αναστάσιο Αναστασίου, Προεδρεύοντα Εφέτη (αρχαιότερο Δικαστή του 3ου Τμήματος, κωλυομένης της Προέδρου του 4ου Τμήματος) – Εισηγητή, Ευαγγελία Πανταζή και Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Μαστρομηνάς και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Α] …………, Β] ………….. και Γ] ……………, από τους οποίους ο πρώτος και η τρίτη εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Παπαντώνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, ενώ ο δεύτερος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.11.2008 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……………./24.11.2008) αγωγή κατά του εκκαλούντος και εκδόθηκε η με αριθμό 722/2010 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο  εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 29.4.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/29.4.2010 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε στις 27.5.2022 αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Κατά την εκφώνησή της ο παρασταθείς πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις του που κατέθεσε επί της έδρας, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των πρώτου και τρίτης των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή του δήλωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 480, 574 και 595 ΑΚ προκύπτει ότι, με την εξαίρεση αντίθετης συμφωνίας, επί συνεκμισθώσεως ακινήτου (και) για εμπορική χρήση κάθε εκμισθωτής έχει αξίωση στο συνολικό μίσθωμα κατά την αναλογία της συμμετοχής του στο εμπράγματο (πλήρες [άρθρο 1000 ΑΚ] ή περιορισμένο [άρθρα 994, 1142 ΑΚ]) ή στο ενοχικό δικαίωμα (361 ΑΚ) που του παρέχει την εξουσία εκμισθώσεως του πράγματος (ΕφΠειρ. 615/1994, ΕΔΠ 1997/277). Επομένως, δεδομένου ότι το μίσθωμα, όπως συνήθως συμβαίνει, συνίσταται σε ποσότητα χρημάτων και, επομένως, έχει διαιρετό αντικείμενο (ΑΠ 686/2020, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 968/1987, Δνη 1989/549 = ΕΕΝ 1988/442), παράγεται σε δικονομικό επίπεδο μεταξύ των περισσότερων εκμισθωτών σχέση απλής (ενεργητικής) ομοδικίας όταν ενάγουν από κοινού για την καταβολή του, καθώς καθένας τους δικαιούται στην είσπραξη ποσοστού του μισθώματος αντίστοιχου προς τη μερίδα του στο κοινό δικαίωμα (ΜονΕφΠειρ. 158/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 427/2012, Δικογραφία 2013/40, ΕφΑθ. 4447/1992, Δνη 1993/1119, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, αρ. 6, σελ. 177, ο ίδιος, Ζητήματα σύνθετων δικών, σε Αρμ. 2001/749 επομ. [751]), με αποτέλεσμα, αφού οι αξιώσεις εκάστου ενάγοντος είναι αυτοτελείς και προσωποπαγείς (πρβλ ΑΠ 800/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική βάση (άρθρο 74 αρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ), να συντρέχει περίπτωση υποκειμενικής σώρευσης αγωγών και συνένωσης στην ίδια κοινή διαδικασία περισσότερων εννόμων σχέσεων δίκης, από την οποία δεν επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από τα υποκείμενά τους έναντι των λοιπών (ΑΠ 22/2009, Αρμ. 2009/1873). Τούτο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι κάθε απλός ομόδικος ερημοδικεί αυτοτελώς και η πρόοδος της δίκης ως προς τους λοιπούς δεν επηρεάζεται από την ερημοδικία του απολειπόμενου, ως προς τον οποίο, σε περίπτωση μη νόμιμης ή εκπρόθεσμης κλήτευσής του, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 5/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς το απαράδεκτο αυτό να εμποδίζει τη συζήτηση της υπόθεσης για τους λοιπούς απλούς ομοδίκους (ΜονΕφΠειρ. 292/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, Α. Δανηλάτου, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Ομοδικία & Συμμετοχή Τρίτων στην Πολιτική Δίκη, 2018, [1], αρ. 92, σελ. 37) και, δεύτερον, ότι η συνδρομή στο πρόσωπο ενός ομοδίκου διακοπτικού της δίκης γεγονότος, όπως ο θάνατός του, δεν επηρεάζει τις δίκες των λοιπών ομοδίκων, που συνεχίζονται χωρίς επανάληψη (ΑΠ 1691/2022, ΑΠ 110/2020, ΑΠ 379/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], αρ. 26ε, σελ. 116, Στ. Πατεράκης, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, σε ΝοΒ 1989/545 επομ. [550]), εφόσον, βέβαια, η διακοπή γνωστοποιηθεί νομότυπα στο δικαστήριο. Πράγματι, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α΄, 287 και 290 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 εδαφ. α΄ του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται και στη διαδικασία στο δεύτερο βαθμό, προκύπτει ότι ο θάνατος του διαδίκου στο μεσοδιάστημα μεταξύ της άσκησης της έφεσης και της προφορικής συζήτησής της μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του εφετείου, επιφέρει τη βίαιη διακοπή της έκκλητης δίκης, μόνον όμως εφόσον ο θάνατος γνωστοποιηθεί στον αντίδικο του αποβιώσαντος, αφενός, με τον τρόπο που διαγράφει ο νόμος, δηλαδή, μετά την τροποποίηση του άρθρου 287 ΚΠολΔ με την § 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, που καταλαμβάνει τις δίκες που διεξάγονται μετά την έναρξη της ισχύος του (1.1.2016 κατά το άρθρο ένατο § 4 του άρθρου 1 αυτού), με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που καταχωρείται στα πρακτικά ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης και, αφετέρου, από δικαιούμενο πρόσωπο, δηλαδή είτε από τον κατά το χρόνο επελεύσεως του λόγου της διακοπής πληρεξούσιο δικηγόρο του θανόντος διαδίκου είτε από εκείνον που έχει δικαίωμα επανάληψης της δίκης (ΑΠ 6/2019, ΑΠ 1032/2018, ΑΠ 379/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή από τον κληρονόμο του, που υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης (ΑΠ 342/1994, ΔΕΕ 1995/191), ανεξαρτήτως αν λόγος επαγωγής της κληρονομίας είναι η διαθήκη ή ο νόμος (κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου) και σε περίπτωση περισσοτέρων κληρονόμων, που συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας, από οποιονδήποτε από αυτούς, που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη σε σχέση με το δικό του μερίδιο, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών (ΤριμΕφΠατρ. 190/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, ο αντίδικος του αποβιώσαντος διαδίκου δε νομιμοποιείται να προβεί στη γνωστοποίηση του θανάτου του και η τυχόν τέτοια δήλωσή του δεν επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης (ΑΠ 265/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επί νομότυπης γνωστοποιήσεως του λόγου της διακοπής συνοδευόμενης από δήλωση επανάληψης της δίκης, η υπόθεση συζητείται άμεσα, εφόσον είτε δεν αμφισβητηθεί η κληρονομική ιδιότητα αυτού που προβαίνει στη δήλωση της επανάληψης της δίκης (ΑΠ 714/2020, ΑΠ 187/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 21/2017, Ε7 2017/715, ΑΠ 548/2012, ΧρΙΔ 2012/655, ΑΠ 211/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε η αμφισβήτησή της δεν ευδοκιμήσει μετά από παρεμπίπτουσα έρευνα του εφετείου, που εκτιμά προς τούτο ελεύθερα το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό (ΑΠ 234/2018, ΜονΕφΑθ. 2543/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει, δηλαδή η δίκη εξακολουθεί χωρίς διακοπή, ακόμα και αν ο αντίδικος γνωρίζει την ύπαρξη του λόγου της διακοπής (ΕφΘεσ. 2714/2009, ΕΠολΔ 2011/114) και όταν η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής που επήλθε στο πρόσωπο ενός απλού ομοδίκου δεν γίνει προσηκόντως, δηλαδή γίνει είτε από πρόσωπο που δεν δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη είτε χωρίς τήρηση του νόμιμου τύπου (ΤριμΕφΠειρ. 206/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3533/1993, ΑρχΝ 1994/415 = ΕΔΠ 1993/218, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Β΄, 1994, άρθρο 287, αρ. 4, σελ. 295). Στην περίπτωση αυτή το εφετείο ερευνά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του θανόντος και, αν τη διαπιστώσει, η δίκη συνεχίζεται στο πρόσωπο του αρχικού διαδίκου, παρά το θάνατό του, ενώ αν τέτοια κλήτευση δεν είχε λάβει χώρα, όπως κατά λογική αναγκαιότητα θα συμβαίνει επί επισπεύσεως της συζητήσεως από τον εκκαλούντα και θανάτου του εφεσίβλητου προγενέστερου της επίδοσης αντιγράφου της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον απολειπόμενο αρχικό διάδικο και η δίκη συνεχίζεται ως προς τους λοιπούς παριστάμενους ή νομίμως κλητευθέντες εφεσίβλητους (ΑΠ 7/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, κατά τη συζήτηση της ένδικης από 29.4.2010 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./29.4.2010 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/27.5.2022) έφεσης του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγομένου, με την οποία πλήττεται η με αριθμό 722/1.2.2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (των άρθρων 647 επομ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο ασκήσεως και συζητήσεως της αγωγής), που εκδόθηκε επί της από 14.11.2008 περί αποδόσεως μισθίου λόγω δυστροπίας του μισθωτή και περί καταβολής μισθωμάτων και συμβατικά αναπροσαρμοσμένης εγγυοδοσίας αγωγής των ήδη εφεσίβλητων (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………../24.11.2008), κατά το μέρος της που έγινε δεκτή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εκκαλούντος να καταβάλει τα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά, που οφείλονταν για ανεξόφλητα μισθώματα και αναπροσαρμοσμένη εγγυοδοσία, ο δεύτερος εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Με τις προκατατεθείσες προτάσεις των λοιπών εκπροσωπηθέντων εφεσιβλήτων συγγενών του (αδελφού και ανεψιάς του αντίστοιχα), που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ……….., που δεν είχε εκπροσωπήσει στον πρώτο βαθμό ούτε αυτούς ούτε τον απολειπόμενο εφεσίβλητο, έγινε επίκληση της υπ’ αριθμ. …./25.7.2022 ληξιαρχικής πράξης, που εξέδωσε η Ληξίαρχος του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής, από την οποία προκύπτει ο θάνατος του απόντος εφεσίβλητου …………., φερομένου κατά το εφετήριο ως κατοίκου εν ζωή Αγίου Ιωάννη Ρέντη, επί της οδού …………, ο οποίος απεβίωσε άγαμος, όπως στη ληξιαρχική πράξη αναφέρεται, στις 11.3.2015, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της καταθέσεως της έφεσης και προγενέστερο του προσδιορισμού της συζητήσεως αλλά και της επιδόσεώς της, η οποία επιχειρήθηκε από την δικαστική επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….. στις 13.7.2022 στην αναγραφόμενη στο εφετήριο διεύθυνση της κατοικία του, όπου της γνωστοποιήθηκε ο θάνατός του από τον (τρίτο – μη διάδικο) …………., ανεψιό του αποβιώσαντος, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η επίδοση. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι ο (αποδεικνυόμενος) θάνατος του δεύτερου εφεσίβλητου δεν γνωστοποιήθηκε προσηκόντως, αφού ούτε ο υπογράφων τις προτάσεις των λοιπών εφεσίβλητων δικηγόρος (αποδεικνύεται ότι) υπήρξε πληρεξούσιός του κατά το χρόνο του θανάτου του ούτε οι εντολείς του συνάγεται με ασφάλεια από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ότι, παρά τη συγγενική σχέση, τυγχάνουν κληρονόμοι του, μιας και δεν είναι γνωστό αν ο θανών κατέλιπε διαθήκη ή κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου ούτε αν υπάρχουν άλλοι πλησιέστεροι συγγενείς του (λ.χ. αναγνωρισμένα τέκνα του εκτός γάμου γεννηθέντα), πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν επήλθε διακοπή της δίκης ως προς τον απόντα εφεσίβλητο, ως προς τον οποίο, όμως, η συζήτηση της έφεσης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ελλείψει κλητεύσεώς του, χωρίς το απαράδεκτο αυτό να επηρεάζει την πρόοδο της δίκης ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους, που δικονομικώς συνδέονταν μαζί του με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Να σημειωθεί εδώ ότι απαράδεκτη δεν είναι η συζήτηση της έφεσης, πολύ δε περισσότερο η ίδια η άσκησή της ούτε ενόψει του μακρού (υπερδωδεκαετούς) χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε από την κατάθεσή της, όπως υποστηρίζουν οι εφεσίβλητοι επικαλούμενοι την καταχρηστικότητα της δικονομικής συμπεριφοράς του εκκαλούντος και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός τους, απαγορεύει την κατάχρηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το ουσιαστικό δίκαιο και δεν εφαρμόζεται επί των αμιγώς δικονομικών πράξεων του δικονομικού δικαίου, όπως είναι η άσκηση ενδίκου μέσου και η κλήση προς συζήτηση του ήδη ασκηθέντος (ΑΠ 392/1997, Δνη 1997/1842), η διενέργεια των οποίων ρυθμίζεται από το άρθρο 116 ΚΠολΔ, στο οποίο όμως δεν προβλέπεται το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που επιχειρούνται κατά παράβασή του (ΑΠ 1003/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1142/2006, ΝοΒ 2006/1295 = ΧρΙΔ 2006/903, ΑΠ 1006/1999, Δνη 1999/1718, ΑΠ 683/1999, Δνη 2000/376, ΑΠ 1200/1992, Δνη 1994/389, ΕφΙωαν 134/2008, ΑρχΝ 2010/339, ΕφΠειρ. 357/2005, ΠειρΝ 2005/314), απορριπτομένου, συνεπώς, του ισχυρισμού των εφεσίβλητων ως νομικά αβάσιμου.

ΙΙ. Περαιτέρω, η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της, τα οποία έθετε η διάταξη της § 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν δηλαδή την τροποποίησή της με το Ν. 4335/2015 και την δι’ αυτού σύντμηση της καταχρηστικής προθεσμίας προσβολής με έφεση των αποφάσεων που δεν επιδόθηκαν και η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με τη διαχρονικού δικαίου δικονομική αρχή του άρθρου 24 § 1 εδαφ. α΄ ΕισΝΚΠολΔ (ΑΠ 271/2002, Δνη 2003/175, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 60, σελ. 74), η ισχύς της οποίας επιβεβαιώθηκε με την ΟλΑΠ 10/2018 (Ε7 2018/1145 = ΧρΙΔ 2019/202, που επέλυσε το ζήτημα της ερμηνείας των μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015, το οποίο, βέβαια, δεν τίθεται στην κρινόμενη έφεση, που είχε ήδη ασκηθεί κατά την εισαγωγή του) και νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο καταθέσεως της εφέσεως (περί του κρίσιμου χρόνου για τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων μέσων βλ. ΜονΕφΑθ. 1686/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4308/1990, Δ 1991/92, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 532, αρ. 1, σελ. 319), χωρίς ανάγκη κατάθεσης παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση θεσμοθετήθηκε μετά την κατάθεσή της (άρθρο 25 § 2 ΕισΝΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, χωρίς, σημειωτέον, η (παθητική) νομιμοποίηση των εφεσίβλητων να επηρεάζεται από το (συνομολογούμενο αλλά και εγγράφως αποδεικνυόμενο) γεγονός της εκ μέρους τους εκχωρήσεως των ενδίκων απαιτήσεών τους προς το Δημόσιο μετά την εκκρεμοδικία και πριν τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 § 2 εδαφ. α΄ και 517 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά του δικαιοπαρόχου έστω και αν κατά τη διάρκεια της δίκης χώρησε ειδική διαδοχή (ΑΠ 404/2018, ΧρΙΔ 2019/286, ΑΠ 522/2014, ΧρΙΔ 2014/619 = ΕΕμπΔ 2014/870, ΑΠ 1591/2003, Δνη 2004/741), εκτός αν ο ειδικός διάδοχος παρενέβη στον πρώτο βαθμό (άρθρο 225 § 2 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ) ή ανέλαβε τη δίκη (άρθρο 85 ΚΠολΔ), όροι που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, με αποτέλεσμα η μεταβίβαση των αξιώσεων των εφεσίβλητων στα επίμαχα μισθώματα να μην επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, η οποία συνεχίζει να διεξάγεται με τους αρχικούς διαδίκους, που απαλλοτρίωσαν τις αξιώσεις τους, οι οποίοι εξακολουθούν να νομιμοποιούνται παθητικά ως μη δικαιούχοι διάδικοι (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 136).

ΙΙΙ. Με την αγωγή τους που επανακρίνεται οι εφεσίβλητοι, συγκύριοι και συνεκμισθωτές επαγγελματικού χώρου σε ακίνητο κείμενο στον Πειραιά επικαλέστηκαν ενεργή, μετά από διαδοχικές παρατάσεις της, μίσθωση και δυστροπία του αντιδίκου τους μισθωτή ως προς την καταβολή των μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος των μηνών Ιανουαρίου – Νοεμβρίου του έτους 2008 και ζήτησαν να τους αποδοθεί η χρήση του μισθίου και να τους επιδικαστεί αναγνωριστικώς, μετά από παραδεκτή τροπή του αρχικώς καταψηφιστικού σχετικού αιτήματός τους, α] το χρηματικό ποσό των ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων δεκαεννέα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (94.419,31 €) για οφειλόμενα μισθώματα του ως άνω χρονικού διαστήματος, συμπεριλαμβανομένων των αναλογούντων τέλους χαρτοσήμου και συμπληρωματικού φόρου, με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα μίσθωμα κατέστη ληξιπρόθεσμο και β] το χρηματικό ποσό των χιλίων ογδόντα ευρώ (1.080 €) για τη αναπροσαρμογή της εγγύησης, που ακολουθούσε δυνάμει συμβατικού όρου κάθε (ετήσια) αύξηση του μισθώματος, νομιμοτόκως από την έναρξη του τελευταίου μισθωτικού έτους, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή. Ο εναγόμενος αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και με τις προτάσεις του υποστήριξε ότι με σύμβαση που καταρτίστηκε το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2007 μεταξύ αυτού και του πρώτου εφεσίβλητου, που ενεργούσε και ως αντιπρόσωπος των λοιπών, συμφωνήθηκε η πρόωρη, πριν τη συμβατική λήξη της, που είχε οριστεί για τις 30.4.2011, λύση της μίσθωσης στις 29.2.2008, ο συμψηφισμός των μισθωμάτων των δύο [2] πρώτων μηνών του επομένου έτους [2008] με την εκ μέρους του κατά την κατάρτιση της αρχικής μισθωτικής σύμβασης στις 22.2.1993 καταβληθείσα εγγυοδοσία, που έπρεπε πάντοτε να ισούται με το άθροισμα δύο [2] τρεχόντων μισθωμάτων, η δωρεάν παραχώρηση της χρήσης του μισθίου για έναν [1] ακόμα μήνα, δηλαδή μέχρι το τέλος του μηνός Μαρτίου 2008, οπότε πράγματι διέκοψε τη λειτουργία της επιχείρησής του (κέντρο διασκέδασης) που στεγαζόταν σ’ αυτό και τη δωρεάν παραμονή εκεί για «μικρό και εύλογο χρονικό διάστημα» του εξοπλισμού της, ο οποίος απομακρύνθηκε από το μίσθιο μέχρι τις 23.5.2008, οπότε παραδόθηκε η χρήση του στους ενάγοντες, που την παρέλαβαν με τη θέλησή τους και με σκοπό τη λύση της μίσθωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι ενάγοντες ζητούσαν την επιδίκαση των μισθωμάτων κατά το αδιαίρετο ποσοστό εκάστου στο μίσθιο, θεώρησε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 595 ΑΚ και 66 ΕισΝΚΠολΔ και στη συνέχεια αξιολογώντας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν απέρριψε το αίτημα αποδόσεως της χρήσης του μισθίου, επειδή έκρινε ότι αυτή είχε ήδη παραδοθεί περί τα τέλη Μαΐου του έτους 2008, όταν και λύθηκε η ένδικη μίσθωση και δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή εν μέρει επιδικάζοντας αναγνωριστικώς στους ενάγοντες το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (42.268,68 €) για ανεξόφλητα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου – Μαΐου του έτους 2008 και για αναπροσαρμογή της εγγύησης, κατά το ποσοστό της συνιδιοκτησίας εκάστου στο μίσθιο και με το νόμιμο τόκο κατά τις ειδικότερες στο διατακτικό της εκκαλουμένης διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – εναγόμενος και επικαλούμενος κατά βάση εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί την κατά παραδοχή της εφέσεώς του εξαφάνισή της και την αναδίκαση της αγωγής προς το σκοπό της συνολικής απόρριψής της.

IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ συνάγεται ότι ο μισθωτής έχει συμβατική υποχρέωση καταβολής του συμφωνημένου μισθώματος για όσο χρόνο έχει τη δυνατότητα χρήσης του μισθίου, έστω και αν για λόγους που αφορούν τον ίδιο δεν το χρησιμοποιεί και ότι η υποχρέωσή του αυτή διαρκεί μέχρι τη λήξη της μίσθωσης, χωρίς να απαλλάσσεται αν εγκαταλείψει πιο πριν το μίσθιο (ΑΠ 1548/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/1997, Δνη 1998/112), επειδή η εγκατάλειψη δεν συνιστά νόμιμο λόγο κατάργησης της ενοχής του. Αντιθέτως, η αποχώρησή του από το μίσθιο μετά από συμφωνία του με τον εκμισθωτή ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 211 ΑΚ) επιφέρει την πρόωρη λύση της μίσθωσης, πριν δηλαδή την παρέλευση του νόμιμου χρόνου ισχύος της, που προκειμένου για εμπορικές μισθώσεις, κατά το άρθρο 5 § 1 του ΠΔ 34/1995, που κωδικοποίησε τις διατάξεις των νόμων περί εμπορικών μισθώσεων, όπως ισχύει, είναι τα δώδεκα [12] έτη, ακόμα και αν έχει συμφωνηθεί βραχύτερος ή αόριστος χρόνος. Πράγματι, στην ίδια διάταξη ορίζεται και ότι η μίσθωση μπορεί να λυθεί με νεότερη συμφωνία (αντισυμφωνία), που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η δυνατότητα σύναψης της αντισυμφωνίας και τα έννομα αποτελέσματά της (λύση της μίσθωσης, υποχρέωση απόδοσης του μισθίου και απαλλαγή του μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος) θα συναγόταν βέβαια και από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 595 και 599 § 1 του ιδίου Κώδικα. Αυτό που προσθέτει η διάταξη του άρθρου 5 του ΠΔ 34/1995 είναι η καθιέρωση αποδεικτικού τύπου της νεότερης συμφωνίας για τη λύση της μίσθωσης (ΑΠ 1164/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκειμένου να αποτραπεί η καταστρατήγηση σε βάρος του μισθωτή των ορισμών του νόμου ως προς τη διάρκεια της μίσθωσης με την ταυτόχρονη κατά τη σύναψη της μίσθωσης κατάρτιση μεταχρονολογημένης συμφωνίας για τη λύση της (ΑΠ 1193/2005, Δνη 2005/1112, ΑΠ 495/2001, Δνη 2002/439). Με τη νεότερη συμφωνία τους οι συμβαλλόμενοι μπορούν να επιφέρουν την άμεση (ταυτόχρονη με τη σύναψή της) λύση της μίσθωσης είτε να εξαρτήσουν το αποτέλεσμά της από την πλήρωση αναβλητικής αιρέσεως ή την πάροδο αναβλητικής προθεσμίας. Στην τελευταία περίπτωση συμφωνούν κατ’ ουσίαν τη σύντμηση του χρόνου διάρκειας της μίσθωσης, που θα λυθεί πλέον με την παρέλευση του χρονικού σημείου μέχρι του οποίου επήλθε νέα συμφωνία ότι θα διαρκέσει, χωρίς να απαιτείται να λάβει χώρα τότε καταγγελία της (ΑΠ 450/2000, Δνη 2000/1354, ΕφΘεσ. 2677/2006, Αρμ. 2007/1941, ΕφΠειρ. 809/2003, ΕΔΠ 2004/89). Στην ίδια περίπτωση, κατά την οποία η λύση της μίσθωσης επέρχεται ευθύς μόλις συμπληρωθεί ο συμφωνημένος εγγύτερος χρόνος, το χρονικό σημείο τερματισμού της πρέπει να καθορίζεται ρητά στο έγγραφο της αντισυμφωνίας (ΑΠ 594/2009, ΧρΙΔ 2010/110, ΑΠ 1264/2001, Δνη 2002/150). Αντιθέτως, στην περίπτωση της άμεσης λύσης της μίσθωσης, κατά την οποία ο εκμισθωτής με σκοπό κατάργησης της ενοχής παραλαμβάνει ανεπιφύλακτα το μίσθιο που του παραδίδει οικειοθελώς ο μισθωτής, η νεότερη συμφωνία δεν απαιτείται να περιβληθεί τον έγγραφο τύπο αλλά μπορεί να συναφθεί και προφορικά, επειδή η ύπαρξη και το περιεχόμενό της αποδεικνύεται από τα γεγονότα της παράδοσης και της παραλαβής, που συνιστούν ταυτόχρονα πρόταση για λύση της μίσθωσης και αποδοχή της, κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (ΑΠ 971/2022, ΑΠ 57/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 236/2010, Αρμ. 2010/1814 = ΕΔΠ 2011/81, ΑΠ 182/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του μισθωτή ότι η μίσθωση λύθηκε με νεότερη συμφωνία αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής του εκμισθωτή για καταβολή μισθωμάτων μεταγενέστερων της συμφωνίας (ΑΠ 1086/2001, Δνη 2003/480, Ι. Κατράς, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, 2007, § 112, σελ. 443). Για την ευδοκίμηση της ενστάσεώς του και την απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος ο μισθωτής πρέπει να επικαλεστεί είτε έγγραφη συμφωνία πρόωρης λύσης της μίσθωσης σε ρητά καθορισμένο χρόνο, μεταγενέστερο της συμφωνίας και πρωθύστερο της νόμιμης λήξης της είτε συμφωνία άμεσης λύσης της μίσθωσης καταρτισθείσα δια της παραδόσεως και της ανεπιφύλακτης παραλαβής του μισθίου με το σκοπό λύσης της μίσθωσης. Αν ο ισχυρισμός του αμφισβητηθεί, στη μεν δεύτερη περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και με μάρτυρες (ΕφΘεσ. 3125/1997, Αρμ. 1998/418), ενώ στην πρώτη μόνον από το έγγραφο της αντισυμφωνίας (ΕφΛαμ. 79/2002, ΑρχΝ 2003/280 = ΝοΒ 2003/1646 = Δνη 2004/586 = Αρμ. 2003/1614). Δεν αποκλείεται, βέβαια, η παράδοση και η παραλαβή του μισθίου σε συγκεκριμένο χρόνο να συνιστά εκτέλεση (ΑΠ 57/2020, ο.π.) προγενέστερης συμφωνίας περί πρόωρης λύσεως της μίσθωσης στον ίδιο αυτό (μεταγενέστερο της συνάψεώς της) χρόνο, που καταρτίστηκε ατύπως. Δεν μπορεί όμως από τα γεγονότα αυτά να συναχθεί αποδεικτικά, ως συμφωνημένος, διάφορος της πραγματικής παράδοσης και παραλαβής του μισθίου χρόνος και δη ο προγενέστερος αυτών και αμφισβητούμενος από τον ενάγοντα εκμισθωτή χρόνος που επικαλείται ο ενιστάμενος για την εξόφληση οφειλόμενων μισθωμάτων μισθωτής, υποστηρίζοντας ότι η λύση της μίσθωσης είχε ήδη επέλθει πριν από το χρονικό σημείο της παράδοσης και παραλαβής του μισθίου, διότι κατά τον από αυτόν επικαλούμενο (προγενέστερο) χρόνο δεν αποδεικνύεται νόμιμα η ύπαρξη κοινής βουλήσεως των συμβαλλομένων για την απόδοση της χρήσης του μισθίου και την απαλλαγή του μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος. Άλλωστε, κατ’ ουσίαν, στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής επικαλείται ότι παρέμεινε στην κατοχή του μισθίου χωρίς τη συγκατάθεση του εκμισθωτή, που είχε προσυμφωνήσει προγενέστερο χρόνο αποδόσεώς του, χωρίς δηλαδή για απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος να συντρέχει νόμιμος ή συμβατικός λόγος. Ούτε μπορεί να επικαλεστεί ότι η μεταγενέστερη της ατύπως συμφωνηθείσας πρόωρης λύσης της μίσθωσης παραμονή του στο μίσθιο χωρίς υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος έγινε σε εκτέλεση άλλης, ατύπως και αυτής καταρτισθείσας, σύμβασης χρησιδανείου (άρθρα 810 και 816 ΑΚ) του μίσθιου (περί της έννοιας της οποίας και της διαφοράς της από τη σύμβαση μίσθωσης βλ. ΑΠ 869/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με διάρκεια μέχρι την πραγματική απόδοση του μισθίου, δυνάμενης να αποδειχθεί και με μάρτυρες, καθόσον τούτο θα συνιστούσε καταστρατήγηση, υπέρ του μισθωτή αυτή τη φορά, της διατάξεως του άρθρου 5 § 1 του ΠΔ 34/1995 περί της υποχρεωτικής αποδείξεως της πρόωρης λύσης της μισθωτικής σύμβασης και, συνακόλουθα της απαλλαγής του μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος, αποκλειστικά με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (ή με ομολογία του εκμισθωτή).

V. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, μιας από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, της …………., συζύγου του πρώτου από τους ενάγοντες και μητέρας της τρίτης από αυτούς για την απόδειξη και της …………, νυν συζύγου του εναγόμενου για την ανταπόδειξη, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, τις υπ’ αριθμ. …/23.3.2009 και …/23.3.2009 δύο [2] ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις των …………, επιχειρηματία συναλλαγέντος με τον εναγόμενο και ………, πρώην συζύγου του, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του τελευταίου μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……., …….. και ……../18.3.2009 τρεις [3] επιδοτήριες εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), ως και το σύνολο των εγγράφων που διάδικοι ήδη επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με την υπ’ αριθμ. ……./14.5.2021 ένορκη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χανίων Κρήτης βεβαίωση της ως άνω ………., που ελήφθη με πρωτοβουλία του εναγομένου, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη των ισχυρισμών του σε άλλη δίκη (επί ανακοπής του ΚΕΔΕ) με αντίδικο το Δημόσιο, προς το οποίο εκχωρήθηκαν οι ένδικες απαιτήσεις, επί της οποίας εκδόθηκε τελικά η με αριθμό 917/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΟλΑΠ 8/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ αξιολογεί και την υπ’ αριθμ. ………/21.7.2022 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση της ως άνω ………, που δόθηκε με την επιμέλεια του εναγομένου και μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων που μετέχουν στην έκκλητη δίκη (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………/΄13.7.2022 και ……..΄/13.7.2022 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις της αυτής όπως και παραπάνω δικαστικής επιμελήτριας), χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο τις από 29.6.2022, 30.6.2022 και 30.6.2022 μαρτυρίες των ………, ………… και ………., αντιστοίχως, που περιβλήθηκαν τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, επειδή δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην προκείμενη δίκη χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ή για την κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο και, συνεπώς, αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/1987, ΝοΒ 1988/75 = Δ 1987/530, ΑΠ 125/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής οι αρχικοί ενάγοντες ήταν, όπως δεν αμφισβητείται, συγκύριοι εξ αδιαιρέτου ενός [1] ακινήτου (οικοπέδου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων – επαγγελματικών χώρων), κειμένου στον Πειραιά, στη θέση … και, συγκεκριμένα, στη διασταύρωση της λεωφόρου .– ……… με την οδό ……… Ο πρώτος από τους ενάγοντες ήταν συγκύριος αυτού κατ’ αδιαίρετο ποσοστό 4/6 του κοινού δικαιώματος, ο δεύτερος (ήδη θανών) κατά ποσοστό 1/6 και η τρίτη κατ’ ίσο (1/6) ποσοστό. Δυνάμει του από 22.2.1993 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, το οποίο καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ, αφενός, των δυο πρώτων εναγόντων και της τότε συγκυρίας του ως άνω οικοπέδου, ………….. και, αφετέρου, του εναγόμενου, εκμισθώθηκε σ’ αυτόν ένας επαγγελματικός χώρος εντός του ως άνω οικοπέδου, αποτελούμενος από ισόγειο κατάστημα επιφανείας εξήντα εννέα τετραγωνικών μέτρων και πενήντα τετραγωνικών εκατοστών (69,50 τ.μ.) και από πρώτο όροφο επιφάνειας στεγασμένης μεν πεντακοσίων τριών τετραγωνικών μέτρων και ενενήντα τετραγωνικών εκατοστών (503,90 τ.μ.) και μη στεγασμένης σαράντα τριών τετραγωνικών μέτρων και τριάντα ενός τετραγωνικών εκατοστών (43,31 τ.μ.). Στο μίσθιο περιλαμβάνονταν ακόμη ένα πατάρι ισογείου, ένα πατάρι πρώτου ορόφου και ένα τηλέφωνο με αριθμό κλήσεως ………….. Το ως άνω μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί από το μισθωτή αποκλειστικά ως κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία «………….». Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εξαετής, με έναρξη την 1η Μαΐου 1993 και λήξη την 30η Απριλίου 1999. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από 1.5.1993 μέχρι 31.12.1993 στο ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων δραχμών (400.000 δρχ.), πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου σε ποσοστό 3,6% και του συμπληρωματικού φόρου σε ποσοστό 3%, το οποίο συμφωνήθηκε να προκαταβάλλεται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μηνός και να αναπροσαρμόζεται κατά τη διάρκεια της μίσθωσης. Ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι από 1.5.1994 θα καταβάλλεται ποσό τετρακοσίων εξήντα χιλιάδων δραχμών (460.000 δρχ.), από 1.5.1995 ποσό πεντακοσίων τριάντα χιλιάδων δραχμών (530.000 δρχ.), από 1.5.1996 ποσό εξακοσίων δέκα χιλιάδων δραχμών (610.000 δρχ.), από 1.5.1997 ποσό επτακοσίων χιλιάδων δραχμών (700.000 δρχ.) και από 1.5.1998 ποσό οκτακοσίων χιλιάδων δραχμών (800.000 δρχ.). Ο μισθωτής εναγόμενος κατέβαλε κατά την κατάρτιση του μισθωτήριου το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων δραχμών (800.000 δρχ.) ως εγγύηση της πιστής και ακριβούς τήρησης των όρων της μίσθωσης, ενώ συμφωνήθηκε ότι το ποσό της εγγύησης θα αναπροσαρμόζεται κάθε μισθωτικό έτος, ώστε να ισούται πάντοτε με δύο [2] μηνιαία μισθώματα. Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι το ποσό της εγγύησης θα παραμείνει στα χέρια των εκμισθωτών, ότι θα αποδοθεί στο μισθωτή άτοκα (χωρίς να εκτοκιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της μισθωτικής σχέσης) και ότι θα χρησιμεύσει υπέρ των εκμισθωτών για να συμψηφιστεί προς ίσο ποσό απαίτησής τους από τυχόν παράβαση κάποιου όρου της μίσθωσης, σχετική είτε με τη μη καταβολή του μισθώματος είτε με ζημίες και φθορές στο μίσθιο είτε αναγόμενη σε άλλη αιτία. Ειδικότερα, με τον όρο 5.2 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού συνομολογήθηκε ότι η εγγύηση αυτή θα αποδιδόταν στο μισθωτή μόνο «κατά τη λύση της μίσθωσης και την παράδοση του μισθίου από αυτόν τελείως κενού και ελεύθερου με τα κλειδιά του, χωρίς φθορές και βλάβες και με την προϋπόθεση ότι θα έχει ο μισθωτής εκπληρώσει πιστά και ακριβώς όλες ανεξαίρετα τις υποχρεώσεις του που απορρέουν» από τη μισθωτική σύμβαση. Επιπλέον, με τον όρο 5.3 του ίδιου συμφωνητικού ορίστηκε ότι «…σε καμία περίπτωση δεν δικαιούται ο μισθωτής να αρνηθεί την καταβολή των μισθωμάτων από το λόγο ότι οι εκμισθωτές θα ασφαλίζονται από την παραπάνω εγγύηση, η οποία συνομολογείται ότι δεν μπορεί να συμψηφίζεται προς οποιοδήποτε μίσθωμα ή και μέρος αυτού». Περαιτέρω, με τον όρο 14 του ιδίου συμφωνητικού συνομολογήθηκε προσθέτως ότι «…Η μεταβολή οποιοσδήποτε όρου του παρόντος θα αποδεικνύεται εγγράφως, αποκλεισμένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου και αυτού του όρκου ακόμα, χωρίς βέβαια να μπορεί σε καμιά περίπτωση να συναχθεί συναίνεση του ενός μέρους από την τυχόν έστω και για πολύ χρόνο σιωπή του σε αντίθετες ενέργειες του άλλου μέρους. Η μη έγκαιρη άσκηση των δικαιωμάτων των εκμισθωτών από αυτούς δεν δύναται να ερμηνευθεί ως παραίτηση από τα δικαιώματα αυτά…». Οι εκμισθωτές παρέδωσαν τη χρήση του μισθίου στον εναγόμενο, ο οποίος άρχισε να λειτουργεί στο μίσθιο την επιχείρησή του, τηρώντας τη συμφωνία ως προς την προβλεπόμενη χρήση του. Στις 30.4.1998, πριν τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων νέο ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο τροποποιήθηκε το αρχικό μισθωτήριο και συνομολογήθηκε, πρώτον, η παράταση του χρόνου της μίσθωσης κατά έξι [6] έτη, με έναρξη της παράτασης της 1η.5.1998 και λήξη στις 20.4.2004, δεύτερον, η εκμίσθωση στον εναγόμενο δύο [2] νέων ισόγειων χώρων επιφανείας τριάντα δύο τετραγωνικών μέτρων και εβδομήντα οκτώ τετραγωνικών εκατοστών (32,78 τ.μ.) και είκοσι οκτώ τετραγωνικών μέτρων και ογδόντα έξι τετραγωνικών εκατοστών (28,86 τ.μ.) αντίστοιχα, που προσαρτήθηκαν στο αρχικό μίσθιο για να αποτελέσουν πλέον μαζί του έναν ενιαίο μισθωμένο χώρο συνολικής επιφάνειας εξακοσίων εβδομήντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων και τριάντα πέντε τετραγωνικών εκατοστών (678,35 τ.μ.), απαρτιζόμενο από ισόγειο εκτάσεως εκατόν τριάντα ενός τετραγωνικών μέτρων και δεκατεσσάρων τετραγωνικών εκατοστών (131,14 τ.μ.) και πρώτο όροφο εμβαδού πεντακοσίων σαράντα επτά τετραγωνικών μέτρων και είκοσι ενός τετραγωνικών εκατοστών (547,21 τ.μ.) και, τρίτον, ο καθορισμός του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών (1.000.000 δρχ.) για το χρονικό διάστημα από 1.5.1998 έως 30.4.1999, του ενός εκατομμυρίου εκατόν πενήντα χιλιάδων δραχμών (1.150.000 δρχ.) για το χρονικό διάστημα από 1.5.1999 έως 30.4.2000, του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων δραχμών (1.325.000 δρχ.) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2000 έως 30.4.2001, του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων είκοσι χιλιάδων δραχμών (1.520.000 δρχ.) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2001 έως 30.4.2002, του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων πενήντα χιλιάδων δραχμών (1.750.000 δρχ.) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2002 έως 30.4.2003 και των δύο εκατομμυρίων δέκα χιλιάδων δραχμών (2.010.000 δρχ.) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2003 έως 30.4.2004, ενώ, τέταρτον, ρητά συμφωνήθηκε ότι κατά τα λοιπά θα ίσχυαν οι όροι του (από 22.2.1993) αρχικού μισθωτηρίου. Κατά τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, στις 30.4.2004, οι ίδιοι συμβαλλόμενοι κατάρτισαν στον Πειραιά νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο, πρώτον, παρέτειναν το χρόνο της μίσθωσης κατά ένα έτος, δηλαδή μέχρι τις 30.4.2005, δεύτερον, καθόρισαν το μηνιαίο μίσθωμα στο χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων δέκα ευρώ (6.310 €) και, τρίτον, αναφέρθηκαν και πάλι κατά τα λοιπά στους όρους της αρχικής μίσθωσης. Στη νέα λήξη της μισθωτικής σύμβασης (30.4.2005) οι ίδιοι ως άνω συμβαλλόμενοι συνομολόγησαν με νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, πρώτον, την παράταση της μίσθωσης για έξι [6] επιπλέον έτη, δηλαδή μέχρι την 30η.4.2011, δεύτερον, το ύψος του μηνιαίου μισθώματος στο εξής και, συγκεκριμένα, στο ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (6.750 €) από 1ης.5.2005, των επτά χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (7.220 €) από 1ης.5.2006, των επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα ευρώ (7.730 €) από 1ης.5.2007, των οκτώ χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα ευρώ (8.270 €) από 1ης.5.2008, των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα ευρώ (8.850 €) από 1ης.5.209 και των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ (9.470 €) από 1ης.5.2010 έως 30.4.2011 και, τρίτον, την ισχύ και κατά την κατά παράταση μισθωτική σχέση των όρων του αρχικού μισθωτηρίου. Μετά την κατάρτιση της τελευταίας μισθωτικής σύμβασης (υποστήριξαν οι ενάγοντες, δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται ότι) ο πρώτος των εναγόντων απέκτησε στις 7.11.2005 με αγορά από την (εκ των αρχικών συνεκμισθωτών και συνιδιοκτητών του μισθίου) ……….. για την οποία καταρτίστηκε το υπ’ αριθμ. ……../7.11.2005 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ιδανικού μεριδίου ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα, ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί του ως άνω οικοπέδου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων – επαγγελματικών χώρων. Ακολούθως στις 12.7.2006, όπως ομοίως δεν αμφισβητείται, ο δεύτερος των εναγόντων, ………, μεταβίβασε λόγω δωρεάς στην ανιψιά του, τρίτη των εναγόντων, …………, δυνάμει του με αριθμ. ………./12.7.2006 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή ιδανικού μεριδίου ακινήτου της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου Αθηνών, που μεταγράφηκε νόμιμα, ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, κατά πλήρη κυριότητα και ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα του μισθίου ακινήτου, διατηρώντας έτσι στην περιουσία του ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας του. Στις αρχές του έτους 2007, πριν δηλαδή τη συμβατική λήξη της παραταθείσας μίσθωσης, ο εναγόμενος έλαβε την απόφαση να μετεγκατασταθεί ατομικώς, οικογενειακώς και επιχειρηματικώς στα Χανιά της Κρήτης. Τούτο αποδεικνύεται από την πορεία των πραγμάτων και την κατάρτιση μεταξύ αυτού, ως μισθωτή και των …. και ………. (συζύγων), ως συνεκμισθωτών, συμβάσεως μισθώσεως ενός [1] ισογείου καταστήματος, επιφανείας εξήντα οκτώ τετραγωνικών μέτρων (68 τ.μ.) περίπου, κειμένου επί της οδού ………. στα Χανιά, προκειμένου να στεγαστεί εκεί κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2007 έως 14.4.2016 εμπορική επιχείρηση του πρώτου και, συγκεκριμένα, κατάστημα πώλησης τουριστικών και δερμάτινων ειδών, ειδών ρουχισμού, αξεσουάρ και καλλυντικών, αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (2.500 €), αναπροσαρμοζόμενου κατ’ έτος κατά το επίσημο ποσοστό αύξησης του τιμαρίθμου του προηγουμένου έτους προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3%). Για το λόγο αυτό και επειδή η επιχείρηση που στεγαζόταν στο ένδικο μίσθιο δεν του απέφερε πλέον ικανοποιητικά κέρδη, ο εναγόμενος το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2007 γνωστοποίησε στον πρώτο ενάγοντα …….., με τον οποίο (ο ίδιος ισχυρίζεται χωρίς να αμφισβητείται ότι) διατηρούσε, εκτός της συναλλακτικής, και φιλική σχέση και ο οποίος ενεργούσε καθ’ όλη της διάρκεια της ένδικης μίσθωσης στο όνομα και για λογαριασμό και των λοιπών συνεκμισθωτών (αδελφού και θυγατέρας του, όπως προαναφέρθηκε), την οικονομική του αδυναμία να ανταπεξέλθει στην καταβολή του συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος, ως και την επικείμενη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής του στον Πειραιά και ζήτησε από αυτόν τη συμφωνία του για την πρόωρη (πριν τη συμβατική λήξη της στις 30.4.2011) λύση της μίσθωσης. Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι ο πρώτος ενάγων, ενεργώντας ατομικώς αλλά και ως άμεσος αντιπρόσωπος των λοιπών συνεκμισθωτών, συγκατατέθηκε πράγματι στη λύση της μίσθωσης πριν την πάροδο του χρόνου της συμβατικής διάρκειάς της και, συγκεκριμένα, στις 29.2.2008, όπως του αντιπρότεινε ο πρώτος εναγόμενος, προκειμένου (με την μη άμεση αλλά μετά δίμηνη προθεσμία λύση της μίσθωσης) να μην ανακύψει υποχρέωση αποδόσεως της καταβληθείσας κατά τη σύναψη της αρχικής μισθωτικής σύμβασης εγγυοδοσίας, η οποία είχε ήδη επανειλημμένα αναπροσαρμοστεί ώστε να ισούται με δύο [2] τρέχοντα μισθώματα. Όμως, η συμφωνία αυτή δεν αποτυπώθηκε σε έγγραφο και προς απόδειξή της ο εναγόμενος επικαλείται πρωτίστως τη μαρτυρία της (τότε και ήδη πρώην) συζύγου του …….., η οποία βεβαιώνει ενόρκως ότι «… από τον Δεκέμβριο του 2007 οι κ.κ. ….. και ….. είχαν συμφωνήσει την λύση της μίσθωσης. Συγκεκριμένα, το μαγαζί δεν πήγαινε καλά και ο κ. ….. … του είπε ότι σκοπεύει να κλείσει το μαγαζί, γιατί … αδυνατούσε πλέον να του καταβάλει ακόμη και το ενοίκιο. Ο κ. ………. του απάντησε ότι δέχεται να αποχωρήσει οποτεδήποτε, του ζήτησε όμως να παραμείνει για 2 ακόμη μήνες, προκειμένου να μην χρειαστεί να του επιστρέψει την εγγύηση. Μάλιστα, λόγω του ότι ήξερε και ο ίδιος ότι δεν υπήρχε δουλειά και προκειμένου να τον πείσει του είπε να το δουλέψει μέχρι τέλος Μαρτίου, δηλαδή τρεις μήνες, ενώ η εγγύηση ήταν δύο μήνες, δίνοντάς του έτσι ένα κίνητρο. Συμφώνησαν δηλαδή να παραμείνει ο κ. ……. στο μαγαζί μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2008. Πράγματι, ο κ. …… δούλεψε το μαγαζί μέχρι τότε. Ακολούθως, ζήτησε από τον κ. ….. λίγο χρόνο για να μπορέσει να το αδειάσει και να πουλήσει τον εξοπλισμό. Λόγω των πολύ καλών σχέσεων που είχαν ο κ. ….. του είπε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα, καθώς εκείνο τον καιρό έψαχνε να το πουλήσει και δεν τον ενδιέφερε η παραμονή του εξοπλισμού για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Όταν ο κ. ….. άδειασε το μαγαζί περί τα μέσα Μαΐου του 2008 συνεννοήθηκαν και για την διακοπή των παροχών … Πράγματι, το μεσημέρι της 23.5.2008, αφού προηγουμένως είχα προβεί στην διακοπή, συναντήθηκα με τον κ. …… … και του παρέδωσα το έγγραφο (ενν. της ΔΕΗ) και τα κλειδιά του μαγαζιού. Η στάση του ήταν καθόλα άψογη και δεν προέβαλε καμία αντίρρηση στην παραλαβή των κλειδιών του μαγαζιού…». Τα παραπάνω αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. …./2009 ένορκη βεβαίωσή της, την οποία η μάρτυρας διευκρίνισε στις 21.7.2022, με τη (νέα) υπ’ αριθμ. ………./2022 ένορκη βεβαίωσή της στην Ειρηνοδίκη Πειραιώς, στην οποία εξήγησε ότι στις 23.5.2008 είχε παραδώσει στον πρώτο ενάγοντα ένα [1] μόνο κλειδί, εκείνο που ασφάλιζε το χώρο της αποθήκης του μισθίου, όπου βρισκόταν «το ρολόι της ΔΕΗ». Οι εναγόμενοι αμφισβητούν τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, όπως και τους επικαλούμενους από τον αντίδικό τους ειδικότερους όρους της. Πρωτοδίκως (βλ. σελ. 5 των προτάσεών του) ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι η μίσθωση συμφωνήθηκε να λυθεί στο τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008, να συμψηφιστούν τα οφειλόμενα για το πρώτο δίμηνο του έτους εκείνου μισθώματα με το ποσό της εγγυοδοσίας που είχε καταβάλει κατά την σύναψη του αρχικού συμφωνητικού (22.2.1993), όπως αυτό είχε έκτοτε αναπροσαρμοστεί και να του παραχωρηθεί δωρεάν η χρήση του μισθίου για το μήνα Μάρτιο του έτους 2008 αλλά και για εύλογο περαιτέρω χρονικό διάστημα μέχρι την απομάκρυνση του επαγγελματικού εξοπλισμού της επιχείρησής του από το μίσθιο. Επικαλέστηκε μάλιστα ότι ο συμψηφισμός των ως άνω μισθωμάτων και η δωρεάν παραχώρηση της χρήσης του μισθίου αποτέλεσαν προτάσεις του πρώτου ενάγοντος, που, αφενός, αποσκοπούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποδόσεως της καταβληθείσας εγγυοδοσίας, την οποία υπείχε συμβατικά και, αφετέρου, επιθυμούσε όχι τη νέα εκμίσθωση του μισθίου αλλά την πώλησή του σε τρίτον. Αντιθέτως, οι ενάγοντες κατηγορηματικά αρνήθηκαν πρωτοδίκως τη σύναψη της εν λόγω αντισυμφωνίας, ενώ ήδη στην κατ’ έφεση δίκη, χωρίς να εγκαταλείπουν ρητώς τον ισχυρισμό τους αυτό, συνομολογούν μόνον ότι ο πρώτος εξ αυτών παρέλαβε τα κλειδιά του μίσθιου στις 23.5.2008 (όπως και ο εναγόμενος είχε πρωτοδίκως υποστηρίξει), οπότε και λύθηκε η μίσθωση. Ουσιαστικά δηλαδή υποστηρίζουν, όπως εκτιμά το Δικαστήριο, ότι η νεότερη συμφωνία ως προς τη διάρκεια της ένδικης μίσθωσης καταρτίστηκε το μήνα Μάιο του έτους 2008, ενώ εξακολουθούν να αρνούνται, όπως εξ αρχής έπραξαν, οποιαδήποτε ειδικότερη συμφωνία περί συμψηφισμού της εγγυοδοσίας και περί δωρεάν παραχώρησης οποτεδήποτε της χρήσης του μισθίου μέχρι την απομάκρυνση από αυτό του εξοπλισμού της επιχείρησης του εναγομένου. Ο δε τελευταίος ήδη με τον πρώτο λόγο της έφεσής του υποστηρίζει (αιτιολογώντας και πάλι την εκ μέρους του άρνηση της αγωγής, χωρίς λόγω της φύσης του ισχυρισμού του που δεν είναι αυτοτελής να παράγεται απαράδεκτο κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ) ότι τα κλειδιά του μισθίου παραδόθηκαν όλα στον πρώτο ενάγοντα στα τέλη του μηνός Μαρτίου του έτους 2008, πλην ενός [1] που ασφάλιζε το χώρο όπου βρισκόταν ο μετρητής της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι την τελευταία καταμέτρησή της, που καθυστέρησε χωρίς υπαιτιότητά του και πραγματοποιήθηκε στις 23.5.2008, οπότε και διακόπηκε η ηλεκτροδότηση του μισθίου, καθώς και ότι η συμφωνία συμψηφισμού αφορούσε τα τρία [3] τελευταία μισθώματα, δηλαδή αυτά που αντιστοιχούσαν μέχρι τις 31.3.2008, οπότε και παραδόθηκε το μίσθιο. Ανεξαρτήτως των αντιφάσεων του καθενός, οι ισχυρισμοί αυτοί των διαδίκων δεν επιβεβαιώνονται ευθέως από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι οι πράξεις και οι συμφωνίες των διαδίκων δεν αποτυπώθηκαν σε έγγραφο. Επομένως, δεν αποδεικνύεται με την τήρηση του νόμιμα διαγραφόμενου αποδεικτικού τύπου ο ρητός ορισμός συγκεκριμένου χρονικού σημείου, μετά το οποίο οι εκμισθωτές συμφώνησαν την απαλλαγή του μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής μισθώματος και τη γέννηση της εκ μέρους του υποχρέωσης απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Πάντως, από τα υφιστάμενα αποδεικτικά μέσα συνάγεται, κατά τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, ότι ο εναγόμενος στις 22.3.2008 υπέβαλε αίτηση καταργήσεως της τηλεφωνικής συνδέσεως με αριθμό κλήσεως ……….., που λειτουργούσε στο μίσθιο στο όνομά του, η οποία και διακόπηκε στις 31.3.2008 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………../6.4.2009 έγγραφη βεβαίωση της Διεύθυνσης Δικτύου Καταστημάτων της ΟΤΕ ΑΕ), στις 27.3.2008 εξουσιοδότησε την τότε υπάλληλο του και νυν σύζυγό του ………. να προβεί στη διακοπή της ηλεκτροδοτήσεως του μισθίου (βλ. τη σχετική έγγραφη εξουσιοδότηση που φέρει βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του από αρμόδια υπάλληλο του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) Ακρωτηρίου Χανίων Κρήτης), στις 30.3.2008 εξέδωσε την τελευταία ημερήσια αναφορά δεδομένων φορολογικής μνήμης «Ζ» από την ταμειακή μηχανή του (βλ. την από 23.3.2009 έγγραφη βεβαίωση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», που εκδόθηκε μετά από ανάγνωση της μνήμης της, πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στην αρμόδια Δ΄ ΔΟΥ Πειραιώς) και στις 23.5.2008 έγινε διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στο μίσθιο (βλ. την υπ’ αριθμ. …./26.3.2009 βεβαίωση του Καταστήματος Πειραιώς της Διεύθυνσης Πωλήσεων της ΔΕΗ ΑΕ). Από τα παραπάνω συνάγεται μόνο ότι ο εναγόμενος είχε διακόψει πράγματι τη λειτουργία της επιχείρησής του από τις 30.3.2008, όχι όμως και ότι είχε παραδώσει ελεύθερη τη χρήση του μισθίου στους συνεκμισθωτές, αφού δεν τους είχε ακόμα παραδώσει τα κλειδιά των μισθωμένων χώρων ούτε αυτούς κενούς από πράγματα της ιδιοκτησίας του. Άλλωστε, ο ………., αγοραστής μέρους του επαγγελματικού εξοπλισμού του καταστήματος που λειτουργούσε στο μίσθιο μαρτυρεί στην υπ’ αριθμ. ……./2009 ένορκη βεβαίωσή του ότι παρέλαβε τα πωληθέντα στις 10.4.2008. Όσον αφορά τα υπόλοιπα κινητά της ιδιοκτησίας του εναγομένου δεν προκύπτει ο ακριβής χρόνος απομάκρυνσής τους από το μίσθιο. Προσκομίζει, βέβαια, αυτός το πρωτότυπο του υπ’ αριθμ. ……../28.3.2008 έγγραφου ειδικού στοιχείου αυτοπαράδοσης αγαθών του άρθρου 7 §§ 1, 2 του Ν. 1642/1986, όπως και αντίγραφό του, από τα οποία, όμως, δεν μπορεί το δικαστήριο να συναγάγει ασφαλές συμπέρασμα, όχι μόνο επειδή η χρονολογία εκδόσεώς τους είναι εμφανώς αλλοιωμένη (με μετατροπή του έτους εκδόσεώς τους από «09» σε «08») σε αμφότερα, των οποίων, πάντως, δεν αμφισβητείται η γνησιότητα αλλά προεχόντως διότι πρωτότυπο και αντίγραφο είναι ανυπόγραφα, δεν προκύπτει ότι έχουν παραδοθεί στη φορολογική αρχή και διαφέρουν ως προς τα είδη που φέρονται αυτοπαραδιδόμενα, τη συνολική αξία τους και τον αναλογούντα και μη εκπιπτόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Για το λόγο αυτό και ενόψει της, ήδη συνομολογούμενης και εμμαρτύρως αποδεικνυόμενης, αδιαμαρτύρητης παραλαβής του μισθίου από τον πρώτο ενάγοντα, το Δικαστήριο δέχεται ότι το σύνολο του επαγγελματικού εξοπλισμού της επιχείρησης του εναγομένου απομακρύνθηκε από το μίσθιο κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.2008 έως 23.5.2008, όπως, άλλωστε και ο ίδιος είχε υποστηρίξει πρωτοδίκως. Συνακόλουθα, δέχεται το Δικαστήριο ότι, ο εναγόμενος είχε μέχρι τις 23.5.2008 την κατοχή του μισθίου, χωρίς να κάνει χρήση του, καθόσον αποδεδειγμένα βρισκόταν ήδη στα Χανιά της Κρήτης, από όπου παρείχε την ως άνω έγγραφη εξουσιοδότηση. Η μη χρήση του μισθίου, όμως, αναγόταν σε λόγο που αφορούσε τον ίδιο και όχι τους αντιδίκους του ούτε ήταν ανυπαίτιος, δεδομένου ότι, ακόμα και αν αλήθευε ο ισχυρισμός του ότι το μίσθιο είχε εκκενωθεί από τις 30.3.2008 ή από τις 10.4.2008 και, πάντως, πριν τις 23.5.2008 και απέμενε μόνο η μέτρηση της τελευταίας κατανάλωσης ρεύματος από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΕΗ, που καθυστέρησαν την καταμέτρηση, η κοινή πείρα και η λογική (κυρίως, όμως, η έλλειψη έγγραφης αντισυμφωνίας) θα υπαγόρευε την παράδοση των κλειδιών του μισθίου στους συνεκμισθωτές κατά τον επικαλούμενο χρόνο εκκενώσεως του μισθίου προς αποφυγή παράτασης της υποχρέωσης καταβολής μισθώματος, πράγμα που δεν έγινε, μολονότι ο εναγόμενος επικαλείται τις φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με τον πρώτο από τους ενάγοντες ……….., που θα δικαιολογούσαν και την εμπιστοσύνη του ως προς την ελεγχόμενη από εκείνον ακρίβεια της εν τη απουσία του τελευταίας καταμέτρησης, την οποία, άλλωστε, θα μπορούσε να ελέγξει και ο ίδιος εκ των υστέρων. Ούτε όμως και ο (όψιμος) ισχυρισμός του ότι η παράλειψη παράδοσης ενός [1] μόνον από τα (τέσσερα [4] συνολικά) κλειδιά του μισθίου στον πρώτο ενάγοντα, εκείνου δηλαδή που διευκόλυνε την πρόσβαση στο χώρο εγκατάστασης του καταμετρητή της ΔΕΗ και για τον οποίο (ομοίως οψίμως) υποστηρίζει ότι ήταν «ανεξάρτητος» χώρος από το υπόλοιπο μίσθιο, κρίνεται βάσιμος. Και τούτο διότι αντιτίθεται στο ρητό όρο του από 30.4.1998 τροποποιητικού της αρχικής μίσθωσης ιδιωτικού συμφωνητικού, που προαναφέρθηκε, κατά τον οποίο οι με αυτό εκμισθούμενοι πρόσθετοι χώροι συνιστούν με τους αρχικώς παραχωρηθέντες «ενιαίο χώρο», με αποτέλεσμα η αποδεικνυόμενη μη παράδοση μέχρι τις 23.5.2008 της χρήσης τμήματος του ενιαίου μισθίου να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης του εναγομένου για συνολική παράδοση του μισθίου με τη λύση της μίσθωσης κατά την έννοια του άρθρου 599 § 1 ΑΚ, έστω και αν αυτή είχε αναληφθεί προφορικά. Για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου το αίτημα του εκκαλούντος περί εξετάσεως στο ακροατήριο των αντιδίκων του και περί αυτοψίας του χώρου όπου βρισκόταν η εγκατάσταση του μετρητή της ΔΕΗ στο μίσθιο, προκειμένου να διαπιστωθεί το χωροταξικά ανεξάρτητο του χώρου αυτού από τη λοιπή μισθωμένη επιφάνεια, το οποίο υποβάλλεται με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της έφεσης, προς απόδειξη των δύο πρώτων λόγων της. Ενόψει δε των όσων προαναφέρθηκαν αβάσιμος κατά το νόμο κρίνεται και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι μετά την παρέλευση διμήνου από την άτυπη συμφωνία πρόωρης λύσης της μίσθωσης αυτή κατ’ ουσίαν μετατράπηκε σε δωρεάν παραχώρηση του μισθίου για εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιτευχθεί εντός αυτού η απομάκρυνση του επαγγελματικού εξοπλισμού του. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν πρέπει να γίνει δεκτό, πρώτον, ότι η ένδικη μίσθωση λύθηκε στις 23.5.2008 (με την απόδοση του μισθίου από την αντιπρόσωπο του εναγομένου στον εκ των συνεκμισθωτών αντιπρόσωπο και των λοιπών πρώτο εναγόμενο και την παραλαβή του από αυτόν ανεπιφύλακτα με σκοπό λύσης της) και όχι σε προγενέστερο χρονικό σημείο, καθώς έως τότε ο εναγόμενος διατηρούσε την κατοχή του μισθίου και, δεύτερον, ότι η λύση αυτή επήλθε δυνάμει νεότερης συμφωνίας των διαδίκων, καταρτισθείσας τότε (23.5.2008), η οποία δεν ήταν αναγκαίο να περιβληθεί τον (αποδεικτικό) τύπο του εγγράφου βέβαιης χρονολογίας. Εφόσον, επομένως, η ένδικη μίσθωση διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι τις 23.5.2008 ο εναγόμενος όφειλε να καταβάλει αλλά δεν κατέβαλε, από δυστροπία του, το συμφωνημένο μίσθωμα κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Ιανουαρίου έως και Μαΐου του έτους 2008, που ήταν καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου των μηνών αυτών και το οποίο ανήλθε στο συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα μιας χιλιάδων εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και εξήντα λεπτών (41.188,60 €), συμπεριλαμβανομένων του τέλους χαρτοσήμου και του συμπληρωματικού φόρου, κατά τους μη αμφισβητούμενης ορθότητας και ακρίβειας υπολογισμούς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πλέον του χρηματικού ποσού των χιλίων ογδόντα ευρώ (1.080 €), που αντιστοιχεί στην αναπροσαρμογή της εγγυοδοσίας, που έπρεπε να καταβληθεί την 1η.5.2008, οπότε άρχισε νέο μισθωτικό έτος, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε. Η εκκαλούμενη απόφαση που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και με την παραδοχή ότι η ένδικη μίσθωση λύθηκε στις 23.5.2008, αφενός, απέρριψε το αγωγικό αίτημα απόδοσης του μισθίου, που προϋπέθετε ενεργή μίσθωση, ως και το κονδύλιο των μισθωμάτων που αντιστοιχούσε σε χρόνο μεταγενέστερο της λύσης της μίσθωσης, για να δεχθεί ακολούθως ότι ανέκυψε οφειλή του εναγομένου ως προς τα μισθώματα των παραπάνω μηνών και το ποσό της αναπροσαρμογής της εγγυοδοσίας ορθώς έκρινε και οι δύο πρώτοι λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών της αποδίδει εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν παραβλέπει ούτε ότι ο πρώτος ενάγων παρέλαβε το μίσθιο στις 23.5.2008 χωρίς να διατυπώσει επιφύλαξη ως προς τα μέχρι τότε οφειλόμενα ως άνω μισθώματα ούτε ότι ο εναγόμενος παρέδωσε το μίσθιο χωρίς να λάβει έγγραφη απόδειξη περί ανυπαρξίας του οφειλών του έως τότε. Όμως, από τα γεγονότα αυτά δε δύναται κατά νόμο να συναγάγει αποδεικτικό πόρισμα (επί τη βάσει ενδείξεων, δηλαδή δικαστικών τεκμηρίων) περί του ότι η ένδικη μίσθωση λύθηκε σε χρόνο προγενέστερο της παραδόσεως της χρήσης του μισθίου. Επομένως ούτε το πρώτο γεγονός, που επιτρέπει την εκδοχή ότι οι συνεκμισθωτές είχαν ήδη συμφωνήσει ατύπως την απαλλαγή του αντιδίκου τους από την υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων για το έτος 2008 ούτε το δεύτερο, που δεν αποκλείει τη γνώση του εναγομένου περί του ότι εξακολουθούσε να οφείλει μισθώματα, παρά την διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής του στο μίσθιο ήδη από την 30.3.2008, είναι ικανά να οδηγήσουν σε αντίθετο συμπέρασμα από αυτό της παρούσας, μιας και κατά το νόμο η πρόωρη λύση της εμπορικής μίσθωσης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο άτυπων ρυθμίσεων των συμβαλλομένων, επειδή αυτό θα προκαλούσε αφόρητη ανασφάλεια δικαίου, προς αποφυγή της οποίας ο νομοθέτης επέβαλε τον αποδεικτικό έγγραφο τύπο, ο οποίος εν προκειμένω δεν τηρήθηκε με δυσμενείς συνέπειες για τον εναγόμενο μισθωτή, υπέρ του οποίου θεσπίστηκε και ο οποίος είχε το (δικονομικό) βάρος (αλλά και το αντίστοιχο δικαίωμα) να απαιτήσει την τήρησή του.

VI. Εξάλλου, το χρηματικό ποσό που καταβάλει ο μισθωτής στον εκμισθωτή κατά την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης ως «εγγύηση», που αποτελεί στην πραγματικότητα εγγυοδοσία, διέπεται ως προς τη λειτουργία του και, ιδίως, την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων στα πλαίσια της αρχής της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ, βλ. και ΑΠ 496/2003, Δνη 2003/1339), είναι δε δυνατό να δοθεί για εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημίας από μη εκπλήρωση της σύμβασης κλπ), είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία (ΑΠ 394/2007, Δνη 2008/1059). Μετά τη λήξη της μίσθωσης η δοθείσα εγγύηση επιστρέφεται, εφόσον ο εκμισθωτής δεν έχει κάποια από τις αναφερθείσες απαιτήσεις κατά του μισθωτή (ΑΠ 836/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή δεν συντρέχει λόγος καταπτώσεώς της, όπως συμβαίνει όταν αυτή λειτουργεί ως ποινική ρήτρα. Πάντως, συνήθως το εν λόγω χρηματικό ποσόν δίδεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί, ειδικότερα, προκαταβολή του (ενδεχόμενου) οφειλέτη – μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σ΄ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας (ΑΠ 161/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 236/2010, ο.π., ΑΠ 1473/2004, Δνη 2005/813), ακόμα και αν οι απαιτήσεις του εκμισθωτή αντιστοιχούν σε οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα μισθώματα (ΕφΑθ. 2199/2011, Δνη 2012/833, ΕφΑθ. 6017/2000, Δνη 2001/221, Στ. Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 463/1994, σε Δνη 1995/825). Περαιτέρω για τη νομιμότητα και το ορισμένο του αιτήματος απόδοσης της εγγυοδοσίας που καταβλήθηκε κατά τη σύναψη της μισθωτικής σύμβασης και το οποίο προβάλλεται είτε με αγωγή ή ανταγωγή είτε με αποσβεστική ένσταση του μισθωτή επί αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων, πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 216 και 262 ΚΠολΔ, να αναφέρεται, αφενός, η ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων ως προς την λειτουργία και την τύχη του ποσού της εγγυοδοσίας, ώστε με βάση τα συμφωνηθέντα να κριθεί το ληξιπρόθεσμο της σχετικής αξιώσεως του μισθωτή και, αφετέρου, η λήξη της μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης (ΑΠ 2058/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο).

Εν προκειμένω, από τον υπ’ αριθμ. 5.1 όρο της αρχικής (από 22.2.1993) μισθωτικής σύμβασης αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος κατέβαλε κατά τη σύναψή της το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων χιλιάδων δραχμών (800.000 δρχ.) ως εγγύηση της πιστής και ακριβούς τήρησης των όρων της μίσθωσης, ενώ συμφωνήθηκε ότι το ποσό της εγγύησης θα αναπροσαρμόζεται κάθε μισθωτικό έτος, ώστε να ισούται πάντοτε με δύο [2] μηνιαία μισθώματα. Συνομολογείται δε ότι κατόπιν διαδοχικών αναπροσαρμογών του, τις οποίες κατέβαλλε ο εναγόμενος κάθε φορά που αυξανόταν το μίσθωμα, το ποσόν αυτό κατά την κατά την κατά τα ανωτέρω λύση της ένδικης μίσθωσης είχε ανέλθει σε δεκαπέντε χιλιάδες τετρακόσια εξήντα ευρώ (15.460 €), ενώ από τις υπ’ αριθμ. 5.2 και 5.3 ρήτρες της αρχικής σύμβασης, των οποίων η ισχύς διατηρήθηκε κατά τις διαδοχικές τροποποιήσεις της με ρητούς όρους εκάστου τροποποιητικού συμφωνητικού, όπως προαναφέρθηκε, συνάγεται σαφώς ότι το εν λόγω ποσόν καταβλήθηκε ως εγγυοδοσία και όχι ως ποινική ρήτρα δυνάμενη να καταπέσει σε περίπτωση παράβασης κάποιου όρου της μίσθωσης. Ειδικότερα, καταβλήθηκε ως προκαταβολή του εναγομένου  έναντι οποιουδήποτε χρέους του θα μπορούσε ενδεχομένως να προκύψει κατά τη λύση της μίσθωσης και συμφωνήθηκε είτε να αποδοθεί τότε σ’ αυτόν άτοκα είτε να συμψηφιστεί κατά τον ίδιο χρόνο με απαιτήσεις των συνεκμισθωτών από ανεξόφλητα μισθώματα ή από φθορές στο μίσθιο. Συνεπώς, μετά τη λύση της ένδικης μίσθωσης και δεδομένου ότι δεν υφίσταται άλλη απαίτησή τους κατά του εναγομένου εκτός από τα ως άνω επιδικαζόμενα μισθώματα, οι ενάγοντες δεν έχουν νόμιμο λόγο παρακράτησης της καταβληθείσας εγγυοδοσίας, το ποσό της οποίας πρέπει σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν να καταλογιστεί στις εν λόγω οφειλές του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο συναφής τρίτος (και τελευταίος του εφετηρίου) λόγος της ένδικης έφεσης και, αφού μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, κατά το σχετικό κεφάλαιό της, να γίνει δεκτό ότι το ποσό της καταβληθείσας εγγυοδοσίας (15.460 €), επιμεριζόμενο κατά την αναλογία στο μίσθιο εκάστου των συνεκμισθωτών που μετέχουν στην έκκλητη δίκη, θα καταλογιστεί στις απαιτήσεις καθενός σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 422 ΑΚ και θα αποσβέσει πλήρως μεν την αξίωσή του στο μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2008 και εν μέρει την αξίωσή του στο μίσθωμα του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2008. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει Α] στον πρώτο ενάγοντα …………. το χρηματικό ποσόν των δεκαεπτά χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και σαράντα έξι λεπτών [28.179,12 € η συνολική απαίτησή του – (15.460 € Χ 4/6 =) 10.306,66 € = 17.872,46 €] και Β] στην τρίτη εναγόμενη ……… το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και δώδεκα λεπτών [7.044,78 € η συνολική απαίτησή της – [15.460 € Χ 1/6 =) 2.576,66 € = 4.468,12 €] και, ειδικότερα, στον πρώτο ενάγοντα α] για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Φεβρουαρίου 2008 πεντακόσια είκοσι πέντε ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά [5.416,15 € η αναλογία του στο μηνιαίο μίσθωμα – (10.306,66 € το σύνολο του καταλογιζόμενου ποσού – 5.416,15 € το αποσβεσθέν μίσθωμα του Ιανουαρίου 2008 =) 4.890,51 € = 525,64 €], β] για οφειλόμενα μισθώματα μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2008 πέντε χιλιάδες τετρακόσια δεκαέξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (5.416,15 €) μηνιαίως, γ] για οφειλόμενο μίσθωμα μηνός Μαΐου 2008 πέντε χιλιάδες επτακόσια ενενήντα τέσσερα ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (5.794,51 €), άπαντα δε με το νόμιμο τόκο από την έκτη [6η] ημέρα εκάστου μισθωτικού μηνός και δ] για αναπροσαρμογή εγγύησης επτακόσια είκοσι ευρώ (720 €) με το νόμιμο τόκο από 2.5.2008 και στην τρίτη εναγόμενη α] για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Φεβρουαρίου 2008 ογδόντα ένα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά [1.354,04 € η αναλογία της στο μηνιαίο μίσθωμα – (2.576,66 € το σύνολο του καταλογιζόμενου ποσού – 1.354,04 € το αποσβεσθέν μίσθωμα του Ιανουαρίου 2008 =) 1.222,62 € = 81,42 €], β] για οφειλόμενα μισθώματα μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2008 χίλια τριακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και τέσσερα λεπτά (1.354,04 €) μηνιαίως, γ] για οφειλόμενο μίσθωμα μηνός Μαΐου 2008 χίλια τετρακόσια σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (1.448,63 €), άπαντα δε με το νόμιμο τόκο από την έκτη [6η] ημέρα εκάστου μισθωτικού μηνός και δ] για αναπροσαρμογή εγγύησης εκατόν ογδόντα ευρώ (180 €) με το νόμιμο τόκο από 2.5.2008.

VII. Περαιτέρω, με τις προτάσεις του ο εκκαλών επικαλείται για πρώτη φορά τις διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 16 και 261 ΑΚ και υποστηρίζει ότι οι ένδικες αξιώσεις των αντιδίκων του αλλά και του εκδοχέα τους Ελληνικού Δημοσίου έχουν υποκύψει σε παραγραφή εν επιδικία, επειδή από την τελευταία διαδικαστική πράξη του, δηλαδή την κατάθεση της ένδικης έφεσης (29.4.2010) και έξι [6] μήνες μετά από αυτήν (29.10.2010) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε [5] ετών, με αποτέλεσμα να έχει επέλθει η παραγραφή ήδη από την 1η.1.2016, πριν δηλαδή τον εκ μέρους του προσδιορισμό της συζητήσεως της έφεσής του.

Ο ισχυρισμός αυτός, που αναφέρεται στα κεφάλαια της εκκαλούμενης που έχει προσβληθεί και μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό, συνιστά πρόσθετο λόγο έφεσης και παραδεκτώς προβάλλεται με τις προτάσεις του εκκαλούντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 654 § 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 25 § 1 ΕισΝΚΠολΔ, βλ. και ΜονΕφΑιγ. 63/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι όμως νομικά αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι ο εκκαλών στις ίδιες προτάσεις του επικαλείται ταυτόχρονα άλλες ενέργειες του ειδικού διαδόχου των εφεσιβλήτων και αληθούς δικαιούχου των ενδίκων απαιτήσεων Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο οι συνεκμισθωτές εκχώρησαν αυτές το έτος 2009, οι οποίες έχουν διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 § 4 και 138 του Ν. 4270/2014 και οι οποίες δεν απέχουν μεταξύ τους κατά χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας, όπως η ταμειακή βεβαίωση του χρέους, πριν από την οποία δεν εκκινεί καμία προθεσμία παραγραφής σε βάρος του Δημοσίου, που έγινε στις 13.7.2010, η επιβολή εκ μέρους του Δημοσίου αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτων (πιστωτικών ιδρυμάτων) και σε βάρος του εκκαλούντος το έτος 2015 και η νέα ταμειακή βεβαίωση των ιδίων χρεών στις 16.10.2020.

VIII. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τον ευδοκιμήσαντα λόγο της και σύμφωνα με όσα παραπάνω στο σκεπτικό της παρούσας αναφέρθηκαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων γι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση

Μεταρρυθμίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 722/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων το σύνολο των δικαστικών τους εξόδων για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16 Μαΐου 2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ