Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 448/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός  448/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: Α] ……………και Β] ………… κατοίκων αμφοτέρων …….., επί της οδού …………., τους οποίους αμφοτέρους στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Αναστάσιος Παναγιώτου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Α] …….. κατοίκου ……. Αττικής, επί της οδού ……….., Β] ………., Γ] …………, κατοίκων αμφοτέρων ….. Αττικής, επί της οδού ………. και Δ] …………, κατοίκου ……… Αττικής, επί της οδού ……….., οι οποίοι άπαντες στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Στυλιανή Γεωργιάδου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.7.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./27.7.2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 890/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι  ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 30.5.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./23.6.2022 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 30.5.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./23.6.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./23.6.2022) έφεση πλήττει την με αριθμό 890/21.3.2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που προέρχονται από οριζόντια ιδιοκτησία (άρθρο 614 § 2 ΚΠολΔ) και απέρριψε στο σύνολό της την από 27.7.2021 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./27.7.2021) των ήδη εκκαλούντων. Η έφεση αυτή, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …………… ηλεκτρονικό παράβολο και το από 22.6.2022 ηλεκτρονικό, περί ολοκληρώσεως της συναλλαγής, μήνυμα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από κάθε επίδοση και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης και παραδεκτώς στρέφεται [και] εναντίον της πρώτης εφεσίβλητης, ………….., που, μολονότι μη εναχθείσα, διετέλεσε πρωτοδίκως αντίδικος των εκκαλούντων (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759), επειδή κατά τη συζήτηση της αγωγής γνωστοποίησε νομότυπα τον, μετά την εκκρεμοδικία επελθόντα, θάνατο του εκ των αρχικώς εναγομένων …………., πατρός της, του οποίου επικαλέστηκε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί, ότι υπήρξε μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος και προέβη σε εκούσια επανάληψη της κατ’ αυτού δίκης, η οποία συνεχίστηκε χωρίς διακοπή. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή τους οι εκκαλούντες, κατ’ ίσο αδιαίρετο ποσοστό συγκύριοι από το έτος 2003 της περιγραφόμενης σ’ αυτήν οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) πολυκατοικίας, κειμένης στη …… Αττικής, που ανεγερθείσα με το σύστημα της αντιπαροχής έχει υπαχθεί στις διατάξεις της οροφοκτησίας και διέπεται από τον μνημονευόμενο νομίμως μεταγεγραμμένο κανονισμό της, στην οποία (ιδιοκτησία τους) ανήκει η αποκλειστική χρήση της αναφερόμενης θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου που, σύμφωνα με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει, βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο της πυλωτής της και συνορεύει προς βορρά με ακάλυπτο κοινόχρηστο χώρο και πέραν αυτού με ισόγειο διαμέρισμα της οικοδομής, επικαλέστηκαν, αφενός, παράνομη επέκταση του διαμερίσματος αυτού προς νότο, που κατάστησε ανέφικτη την εκ μέρους τους χρήση τμήματος του χώρου στάθμευσης αλλά και τμήματος του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου που έπρεπε να είχε δημιουργηθεί μεταξύ της θέσης στάθμευσης και του ισόγειου διαμερίσματος και, αφετέρου, αυθαίρετη κατάληψη του κοινόχρηστου χώρου έμπροσθεν της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, σε άλλο σημείο του οικοπέδου, που χρησιμοποιείται και αυτός, κατά παράβαση του κανονισμού, ως χώρος στάθμευσης οχημάτων και απόθεσης κινητών πραγμάτων και ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, συνιδιοκτήτες του ισόγειου διαμερίσματος, Α] να αποκαταστήσουν το χώρο στάθμευσης της αποκλειστικής τους χρήσης στην κατάσταση που απεικονίζεται στα σχέδια της οικοδομής και στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, δια της κατεδαφίσεως του νότιου τοίχου του ισογείου διαμερίσματος που το διαχωρίζει από την επίμαχη θέση στάθμευσης άλλως να επιτραπεί η ενέργεια αυτή στους ίδιους (ενάγοντες) με δαπάνες των αντιδίκων τους, των οποίων ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση να καταβάλουν προς τούτο το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (7.500 €), με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησής τους για την περίπτωση αρνήσεώς τους, Β] να απαγορευθεί η στάθμευση συγκεκριμένων οχημάτων και η εναπόθεση κινητών πραγμάτων στον ως άνω καταληφθέντα κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής της οικοδομής και Γ] να υποχρεωθεί καθένας εναγόμενος στην καταβολή χρηματικού ποσού δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) σε καθέναν από τους ενάγοντες προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τις παραπάνω ενέργειες των αντιδίκων τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους οι ενάγοντες υποστήριξαν ειδικότερα: α] ως προς την προσβολή του δικαιώματός τους στη σύγχρηση του κοινόχρηστου χώρου έμπροσθεν της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας ότι αυτή προκλήθηκε από τη στάθμευση εκεί των υπό στοιχεία κυκλοφορίας ……. ΙΧΕ αυτοκινήτου και ……….. μοτοσυκλέτας, που ανήκαν στην ιδιοκτησία του πρώτου των αρχικώς εναγομένων ……………, που έχει ήδη αποβιώσει και κληρονομηθεί από τη θυγατέρα του ………., που υπεισήλθε νόμιμα κατά τα προαναφερθέντα στην έννομη σχέση της δίκης και β] ως προς την προσβολή του δικαιώματος τους στην χρήση της ως άνω θέσης στάθμευσης (με στοιχεία Σ – 3), που τους είχε παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και το μεταβιβαστικό συμβόλαιο του διαμερίσματός τους, έχει κατά τον τίτλο κτήσης των εναγόντων επιφάνεια δέκα τετραγωνικά μέτρα και δώδεκα τετραγωνικά εκατοστά (10,12 τ.μ.) και εντοπίζεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικοπέδου, πρώτον, ότι το ζήτημα ανέκυψε κατά το τελευταίο πριν την έγερση της αγωγής τους έτος, όταν η ιδιοκτήτρια του Δ-1 διαμερίσματος (τρίτη – μη διάδικος), στην οποία είχε παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Σ – 4 θέσης στάθμευσης στα βορειοανατολικά της επίμαχης (Σ -3), χωρίς όμως να τη χρησιμοποιεί, άρχισε πλέον να σταθμεύσει εκεί μόνιμα όχημα της ιδιοκτησίας του συγγενικού της περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να προκληθεί δυσχέρεια στη στάθμευση τριών [3] οχημάτων, δεδομένου ότι ανατολικότερα της Σ – 4 θέσης υφίσταται και η με στοιχεία Σ – 5 έτερη θέση, η αποκλειστική χρήση της οποίας είχε παραχωρηθεί στον (ομοίως τρίτο – μη διάδικο) ιδιοκτήτη του διαμερίσματος Ε – 1, δεύτερον, ότι έκτοτε παρατηρήθηκαν αντεγκλήσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων συνιδιοκτητών, που κατέφυγαν στη δικαστική προστασία και ζήτησαν την επέμβαση της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και, τρίτον, ότι αυτοψία της τελευταίας κατέδειξε ότι το ισόγειο διαμέρισμα, που βρίσκεται στην πυλωτή της οικοδομής και κατά τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη έχει επιφάνεια είκοσι τετραγωνικών μέτρων (20 τ.μ.), είχε ήδη από την ανέγερση της πολυκατοικίας επεκταθεί καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας και κατά παράβαση της πράξης σύστασης της οροφοκτησίας (σε επιπλέον εμβαδόν διαστάσεων 3,80 μ. κατά πλάτος Χ 2,49 μ. κατά μήκος και, επομένως) κατά εννέα τετραγωνικά μέτρα και σαράντα έξι τετραγωνικά εκατοστά (9,46 τ.μ.), με αποτέλεσμα να καταλάβει ολόκληρη της ακάλυπτη κοινόχρηστη επιφάνεια που παρεμβαλλόταν κατά την οικοδομική άδεια μεταξύ της νότιας πλευράς του και μέρος της επίμαχης θέσης στάθμευσης, καθιστώντας ανέφικτη την εκ μέρους των δικαιούχων εναγόντων χρήση τμήματος της τελευταίας, που αναγκάζονται έτσι να καταλαμβάνουν, για τη στάθμευση του δικού τους οχήματος, τμήμα του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, που εκτείνεται στα νότια αυτής και μέχρι το νότιο άκρο του οικοπέδου και να δυσχεραίνουν έτσι τη στάθμευση των οχημάτων στις λοιπές θέσεις στάθμευσης (Σ – 4 και Σ – 5). Περαιτέρω, όσον αφορά τη νομιμοποίηση και το νόμιμο λόγο ευθύνης καθενός από τους αντιδίκους τους για την αιτία αυτή, οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι ο ……….. υπήρξε ειδικός διάδοχος της εκ των αρχικών οικοπεδούχων μητρός του …………, στην οποία είχε κατά τη σύσταση της οροφοκτησίας περιέλθει το υπό στοιχεία Γ – 1 διαμέρισμα της οικοδομής, το οποίο ακολούθως το έτος 2004 του μεταβίβασε με γονική παροχή, ότι η τρίτη εναγόμενη …….. τυγχάνει κυρία του υπό στοιχεία Β – 1 διαμερίσματος της οικοδομής, το οποίο περιήλθε σ’ αυτήν ως αρχική οικοπεδούχο κατά τη σύσταση της οροφοκτησίας και ότι άπαντες οι (αρχικοί) εναγόμενοι είναι καθολικοί εξ αδιαθέτου διάδοχοι του θανόντος το έτος 2015 θείου τους . ……., την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν νόμιμα και στον οποία είχε περιέλθει εν ζωή το ισόγειο διαμέρισμα της οικοδομής, σύμφωνα με την συστατική της οροφοκτησίας πράξη και το αναφερόμενο προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο, στην κατάρτιση του οποίου είχε από κοινού με τις …….. και ………… συμπράξει και εκείνος ως οικοπεδούχος του οικοπέδου στο οποίο οικοδομήθηκε η πολυκατοικία και με το οποίο ανατέθηκε το έτος 2002 η ανέγερσή της με το σύστημα της αντιπαροχής στην εργολήπτρια ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……..». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την κρίση του οποίου μέμφονται ήδη οι ενάγοντες με την ένδικη έφεσή τους, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της θεωρώντας, ως προς τα αιτήματά της, που σχετίζονται με την προσβολή του δικαιώματος των εναγόντων στην αποκλειστική χρήση της υπό στοιχεία Σ – 3 θέσης στάθμευσης, ότι αυτά δεν είχαν νόμιμο έρεισμα, δεδομένου ότι «από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει, για την περίπτωση της ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, κατά την οποία ο κύριος του εδάφους (“οικοπεδούχος”) συμφωνεί με έναν επιχειρηματία κατασκευαστή οικοδομών (“εργολάβος”) την ανέγερση στο οικόπεδο του πρώτου πολυώροφης οικοδομής, χωρισμένης σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, ευθύνη του οικοπεδούχου ή/και του καθολικού ή ειδικού διαδόχου του για τυχόν υπέρβαση της άδειας οικοδομής και παράβαση της συστατικής της οροφοκτησίας πράξης» και ως προς τα λοιπά αιτήματά της, που σχετίζονται με την προσβολή του δικαιώματός τους στη σύγχρηση του κοινοχρήστου χώρου στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας ότι αυτά είχαν προβληθεί αορίστως.

ΙΙΙ. Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής που επανακρίνεται συνάγεται ότι τα αιτήματα απαγόρευσης εναπόθεσης κινητών πραγμάτων στον κοινόχρηστο χώρο της κεντρικής εισόδου της οικοδομής και της χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων για την ηθική βλάβη που υποστήριξαν ότι υπέστησαν για την αιτία αυτή, λόγω της προσβολής του δικαιώματός της στη σύγχρηση του χώρου εκείνου, τα οποία στράφηκαν καθ’ απάντων των εναγομένων, ήσαν πράγματι αόριστα και ορθώς με την εκκαλουμένη απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα, δεδομένου ότι δεν διευκρινίστηκε το είδος, το μέγεθος, ο όγκος και η κατά προορισμό χρήση των εν λόγω κινητών, ώστε να διαπιστωθεί αν η εναπόθεσή τους στον επίμαχο χώρο μετέβαλε ή αλλοίωνε το συνήθη προορισμό του τελευταίου ούτε και η συχνότητα της εναποθέσεως ή ο μόνιμος ή προσωρινός χαρακτήρας της, ώστε να ερευνηθεί αν αυτή εμπόδιζε ή δυσχέραινε την εκ μέρους τους χρήση του ιδίου χώρου ή αν αποτελούσε έκφανση του δικαιώματος και των λοιπών συνιδιοκτητών και, εν προκειμένω, των εναγομένων, να κάνουν απόλυτη χρήση του συγκεκριμένου κοινόκτητου και κοινόχρηστου μέρους της οικοδομής ή αν υπερέβαινε την εξουσία τους αυτή. Συνεπώς, ο πρώτος (υπό στοιχείο 3.2 στο εφετήριο κατά το σχετικό σκέλος του) λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η (κατά το χρόνο άσκησής της) προσβολή του δικαιώματός τους στη σύγχρηση του ίδιου χώρου αιτία είχε την στάθμευση σ’ αυτόν των αναφερομένων οχημάτων, που ανήκαν όμως στην ιδιοκτησία του αποβιώσαντος αντιδίκου τους ……….. και μόνον. Συνεπώς, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους η αγωγή δεν περιέλαβε περιστατικά ιδρυτικά ευθύνης τους, ικανά να επιστηρίξουν αιτήματα απαγόρευσης στάθμευσης των συγκεκριμένων (και όχι άλλων) οχημάτων στο επίμαχο κοινόχρηστο χώρο και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης των εναγόντων για την αιτία αυτή, με αποτέλεσμα ως προς τους εναγομένους αυτούς να παρίσταται παθητικώς ανομιμοποίητη και απορριπτέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως προς αυτούς την αγωγή ως απαράδεκτη, έστω και για άλλη αιτία, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Άλλωστε, οι ήδη εκκαλούντες δεν επικαλούνται ο,τιδήποτε αντίθετο. Όσον δε αφορά τον πρώτο εναγόμενο …………., για τον οποίο εκτέθηκε στην αγωγή ότι «…κατά τα τελευταία έτη… » στάθμευε και ότι «… εξακολουθεί…» να σταθμεύει στον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο τα προαναφερόμενα οχήματα της ιδιοκτησίας του και ως προς τις υποχρεώσεις του οποίου ενέχεται ήδη κατά τα προαναφερθέντα η πρώτη εφεσίβλητη θυγατέρα του (περί του κληρονομητού της υποχρέωσης αποκαταστάσεως προκληθείσας ηθικής βλάβης από το θανόντα υπαίτιο βλ. Απ. Γεωργιάδη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, 1982, άρθρο 933, αρ. 6, σελ. 822), πρέπει να σημειωθεί ότι η ευθύνη του επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί, αφενός, στη διάταξη του άρθρου 3 του νομίμως μεταγεγραμμένου κανονισμού της ένδικης οικοδομής, που περιελήφθη στην υπ’ αριθμ. ……../21.10.2002 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς . ….., στο οποίο ορίστηκε, όπως εκτέθηκε στην αγωγή, ότι «1. Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα που ο νόμος ορίζει για τους συνιδιοκτήτες ανάλογα με το είδος και τον προορισμό τους με τον όρο να μην εμποδίζει τη χρήση τους από τους άλλους δικαιούχους συνιδιοκτήτες. 2. Οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα και εγκαταστάσεις πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθεροι και να μη γίνεται κατάχρηση χρόνου χρήσης τους από τους συνδικαιούχους συνιδιοκτήτες. Απαγορεύεται σε κάθε δικαιούχο συνιδιοκτήτη να αφήνει στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα, έπιπλα, κιβώτια και άλλα κινητά πράγματα … που εμποδίζουν άλλους συνιδιοκτήτες…» και, αφετέρου, στην προσβολή της  δυνατότητας «αισθητικής απόλαυσης της αδιατάρακτης και αρμονικής αρχιτεκτονικής εμφάνισης της πολυκατοικίας μας», που απορρέει από το δικαίωμα της προσωπικότητάς τους και αποτελεί έκφανσή του. Όμως, η παρακώλυση της δυνατότητας αισθητικής απόλαυσης της αρχιτεκτονικής εικόνας της ένδικης οικοδομής (της ανέγερσης της οποίας, σημειωτέον, δεν εκτίθεται ότι προηγήθηκε αρχιτεκτονική μελέτη) θα αρκούσε για τη θεμελίωση των αξιώσεων των εναγόντων, εφόσον ο επικαλούμενος κανονισμός της οροφοκτησίας δεν επέτρεπε ρητά τον περιορισμό της σύγχρησης της εισόδου της πολυκατοικίας (και των λοιπών κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της) εκ μέρους κάποιου από αυτούς για περιορισμένο χρόνο και υπό τον όρο της μη παρεμποδίσεως δια των ενεργειών του της χρήσης του ιδίου χώρου από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες. Τούτο, όμως, εν προκειμένω δεν συμβαίνει, αφού ρητά, υπό τα εκτιθέμενα, ο κανονισμός της οροφοκτησίας επέτρεψε [και] τη στάθμευση οχημάτων ενός συνιδιοκτήτη στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, υπό τον όρο να μην εμποδίζεται με τον τρόπο αυτό η χρήση της από τους άλλους δικαιούχους συνιδιοκτήτες, όπως θα συνέβαινε αν η στάθμευση αυτή συνιστούσε «κατάχρηση χρόνου χρήσης» της από τον ιδιοκτήτη του σταθμεύοντος οχήματος. Επομένως, για τη θεμελίωση των αξιώσεων των εναγόντων έναντι της πρώτης εφεσίβλητης θα έπρεπε να εκτίθεται στην αγωγή ότι ο καθολικός δικαιοπάροχος πατέρας της στάθμευε μόνιμα τα υπό στοιχεία κυκλοφορίας …. (ΙΧΕ αυτοκίνητο) και …….. (μοτοσυκλέτα), που ανήκαν στην ιδιοκτησία του, στον επίμαχο κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο της εν λόγω οικοδομής, επειδή μόνον τότε η ενέργειά του αυτή να μπορούσε να θεωρηθεί απαγορευμένη κατά τον επικαλούμενο κανονισμό και, μάλιστα, ανεξαρτήτως αν μετέβαλε το συνήθη προορισμό της κεντρικής εισόδου ή αν παράβλαπτε τη χρήση των λοιπών συνιδιοκτητών ή αν έθιγε τα δικαιώματά τους, όπως το δικαίωμα αισθητικής απόλαυσης της αρχιτεκτονικής εμφάνισης της πολυκατοικίας ως οικοδομήματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τους ίδιους ισχυρισμούς των εναγόντων ως απαράδεκτους λόγω της αοριστίας τους, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες πάντως αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετες αιτιάσεις των εκκαλούντων, που περιλαμβάνονται στο ως άνω πρώτο λόγο της έφεσής τους κατά το συναφές σκέλος του. Δεν παραβλέπει, άλλωστε, το Δικαστήριο τούτο, αφενός, ότι ήδη με την προσθήκη στις προτάσεις τους οι ενάγοντες είχαν πρωτοδίκως συνομολογήσει ότι το ως άνω ΙΧΕ αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί από τον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής της εν λόγω πολυκατοικίας και, αφετέρου, ότι από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προέκυπτε ότι το ίδιο είχε συμβεί και όσον αφορά την προαναφερόμενη δίκυκλη μοτοσυκλέτα, χωρίς τα γεγονότα αυτά να αμφισβητούνται στην έκκλητη δίκη, με αποτέλεσμα να ελλείπει πλέον το έννομο συμφέρον των εκκαλούντων στην προβολή του ήδη απορριφθέντος λόγου της έφεσής τους, όπως και το αντικείμενο της αιτούμενης απαγόρευσης, δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην αγωγή αίτημα περί απαγορεύσεως παρόμοιων προσβολών της σύγχρησης του συγκεκριμένου κοινόχρηστου χώρου εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης στο μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 583/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).

IV. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2 1, 3, 4 § 1, 5 και 13 §§ 1 – 3 Ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, με τη σύσταση οροφοκτησίας δημιουργείται κυρίως μεν χωριστή (διηρημένη) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος αυτού, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως και κατ’ ανάλογη μερίδα, στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική του νόμου απαρίθμηση, το έδαφος και οι αυλές (ΟλΑΠ 8/2002, ΕΔΠ 2002/6 = ΝοΒ 2003/649 = Δνη 2002/629, ΟλΑΠ 7/1992, Δνη 1992/751). Το δικαίωμα συμμετοχής καθενός οροφοκτήτη στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα της κοινής οικοδομής απορρέει από την αναγκαστική συγκυριότητά του επ’ αυτών αλλά μπορεί να περιοριστεί με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, που θα πρέπει να καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί (ΑΠ 505/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), θα ορίζει ότι κοινόκτητο πράγμα θα ανήκει στην αποκλειστική χρήση ενός ή ορισμένων από αυτούς και θα έχει ως έννομο αποτέλεσμα την αναίρεση όχι της αναγκαστικής συγκυριότητάς τους αλλά της δυνατότητας της από κοινού χρήσης του πράγματος (ΑΠ 1096/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), του οποίου αποκλείεται εφεξής ο κοινόχρηστος χαρακτήρας (ΑΠ 746/2018, ΧρΙΔ 2019/113, ΑΠ 166/2020, ΑΠ 92/2017, ΑΠ 1250/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κοινόχρηστο πράγμα ανήκον καταρχήν στη συγκυριότητα των συνιδιοκτητών, δεκτικό όμως συστάσεως επ’ αυτού δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης υπό τους όρους του νόμου, αποτελεί και ο μη δομημένος χώρος οικοδομής που ανεγείρεται επί υποστηλωμάτων (pilotis) με κρατική άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισόγειου χώρου (πλήρως ή εν μέρει) ακάλυπτου, προκειμένου να χρησιμεύσει για τη στάθμευση αυτοκινήτων ενός συνιδιοκτήτη (της ιδίας όμως οικοδομής, στην οποία ανήκει ο χώρος στάθμευσης), όπως επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 1 § 5 εδαφ. γ΄ του Ν. 960/1979 (ΑΠ 547/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1821/2011, ΕπισκΕΔ 2012/355, ΑΠ 1222/2001, Δνη 2002/152, ΑΠ 31/2001, Δνη 2001/938 = ΕΔΠ 2002/102). Η συμφωνία των συνιδιοκτητών, με την οποία απονέμεται σε κάποιον από αυτούς δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης επί θέσης στάθμευσης στην πυλωτή της οικοδομής, μπορεί να συμπεριληφθεί στην αρχική πράξη σύστασης της οριζόντιας ιδιοκτησίας (ΑΠ 551/2003, Δνη 2003/981 = ΝοΒ 2004/22) ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο (ΑΠ 1305/2002, ΝοΒ 2003/1025 = ΕΔΠ 2003/223), με το οποίο θεσπίζεται ή τροποποιείται ο κανονισμός της οροφοκτησίας και δημιουργεί περιορισμό της αναγκαστικής συγκυριότητας όσων αποκλείονται από την κοινή χρήση (ΑΠ 70/2019, ΑΠ 881/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) της συγκεκριμένης θέσης στάθμευσης. Το ίδιο δικαίωμα είναι, κατά τη νομική του φύση, καταρχήν ενοχικό (ΑΠ 298/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 353/1996, ΕΔΠ 1998/210 = ΕΕΝ 1997/597), εμπραγματοποιείται, όμως, αφού σαφώς εμπεριέχεται στο δικαίωμα της αποκλειστικής κυριότητας του υπέρ ου απονέμεται συνιδιοκτήτη (ΑΠ 744/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αποτελεί παρακολούθημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας του (ΑΠ 547/2021, ο.π., ΑΠ 454/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έχει δε κατά το νόμο το χαρακτήρα πραγματικής δουλείας (ΑΠ 1252/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την έννοια και μόνον ότι δεσμεύει τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των συνιδιοκτητών που το συνομολόγησαν και αντιτάσσεται κατά τρίτων (ΑΠ 1143/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εφόσον, βέβαια, η περί αυτού συμφωνία περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβληθεί σε μεταγραφή (ΑΠ 1655/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το εν λόγω δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, σε περίπτωση προσβολής του από συνιδιοκτήτη, απολαμβάνει της ίδιας δικαστικής προστασίας, της οποίας τυγχάνει το δικαίωμα της κοινής χρήσης των κοινών πραγμάτων όταν παραβλάπτεται από άλλον συνδικαιούχο. Τούτο σημαίνει ότι η προσβολή του δικαιολογεί την άσκηση αγωγής με αίτημα την άρση αυτής και την παράλειψή της στο μέλλον, όπως και την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δικαίωμα που στην περίπτωση αυτή ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 (ΑΠ 932/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 151/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 357/2006, ΕΔΠ 2006/20, ΑΠ 1830/2005, Δνη 2006/504 = ΕΔΠ 2006/215). Βέβαια, η έννομη προστασία ενός δικαιώματος προϋποθέτει την προηγούμενη γέννησή του. Ειδικά, το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης χώρου στάθμευσης στην πυλωτή πολυώροφης οικοδομής, που έχει υπαχθεί στις διατάξεις της οροφοκτησίας, το οποίο παρακολουθεί το δικαίωμα της χωριστής κυριότητας επί ορόφου ή διαμερίσματος αυτής, συστήνεται με την πράξη της οροφοκτησίας, δηλαδή με δικαιοπραξία των (συνήθως περισσοτέρων) συγκυρίων του οικοπέδου, (άρθρα 1002 ΑΚ, 14 Ν. 3741/1929, βλ. και ΑΠ 1296/2006, Δνη 2006/1080, ΑΠ 502/2001, ΝοΒ 2002/525), της οποίας η μεταγραφή επάγεται την αυτοδίκαιη από καθέναν τους κτήση της αντίστοιχης διηρημένης ιδιοκτησίας και της αναγκαίας κατ’ ανάλογη μερίδα συγκυριότητας επί των κοινών τμημάτων του οικοπέδου. Όμως, η ύπαρξη οικοδομήματος επί του οικοπέδου αυτού δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη νόμιμη σύσταση της οροφοκτησίας (Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, § 263, σελ. 952), δεδομένου ότι το κύρος της συστατικής πράξης δεν εξαρτάται κατά το νόμο από την ύπαρξη ή μη, κατά το χρόνο της καταρτίσεως της συστατικής της συμφωνίας, διαιρεμένων ιδιοκτησιών (ΑΠ 121/2003, Δνη 2003/967 = ΝοΒ 2003/1632). Συνεπώς, οροφοκτησία δύναται να συσταθεί και επί μέλλουσας να ανεγερθεί οικοδομής, οπότε η κτήση τόσον της αποκλειστικής κυριότητας επί ορόφου ή διαμερίσματος αυτής όσον, κατά νομική αναγκαιότητα, και του δικαιώματος της αποκλειστικής χρήσης της θέσης στάθμευσης στην πυλωτή της, που την παρακολουθεί, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (ΟλΑΠ 23/2000, Δνη 2001/58 = ΕΔΠ 2000/292 = ΝοΒ 2001/604, ΑΠ 25/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 21/1997, Δνη 1997/1840 = ΕΔΠ 1998/8 = ΕΕΝ 1998/375), που αποτελεί γεγονός μέλλον και αβέβαιο κατά την έννοια του άρθρου 201 ΑΚ. Επομένως, μέχρι την αποπεράτωση της οικοδομής το τμήμα εκείνο του εδάφους στην πυλωτή, που έχει μεν προβλεφθεί ως χώρος αποκλειστικής χρήσης εκ μέρους συγκεκριμένου οροφοκτήτη, προοριζόμενο για τη στάθμευση του οχήματός του αλλά δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί σύμφωνα με τον προορισμό του, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του ιδιαίτερου δικαιώματος της αποκλειστικής χρήσης αλλά είτε ανήκει ακόμα στη συγκυριότητα (και, επομένως, στην κοινή χρήση) όλων των συνιδιοκτητών (ΑΠ 1139/1996, Δνη 1997/621 = ΕΕΝ 1998/266, ΕφΑθ. 2845, Δνη 2004/1506), αν παραμένει μεν ακάλυπτο αλλά δεν έχει διαμορφωθεί ως θέση στάθμευσης αλλά για άλλη χρήση (λ.χ πρασιά ή κηπάριο) είτε έχει ήδη περιέλθει στη χωριστή ιδιοκτησία κάποιου από τους συνιδιοκτήτες αν έχει ήδη οικοδομηθεί, έστω και καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας ή των οικείων πολεοδομικών διατάξεων. Περίπτωση σύστασης οροφοκτησίας πριν την ανοικοδόμηση του οικοπέδου επί του οποίου θα κατασκευαστούν οι χωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες ανακύπτει, συνήθως, επί συμφωνίας ανεγέρσεως πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής, δυνάμει της οποίας εργολάβος αναλαμβάνει την ανέγερση οικοδομής σε οικόπεδο ξένης ιδιοκτησίας έναντι αντιπαροχής συνιστάμενης στην ανάληψη από τον οικοπεδούχο της υποχρέωσης μεταβιβάσεως στον εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτός θα υποδείξει ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου με τις αντίστοιχες οριζόντιες ιδιοκτησίες, στις οποίες ενδέχεται να αντιστοιχούν συγκεκριμένες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, παραμένοντας κύριος των υπολοίπων ποσοστών εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, μετά των αντίστοιχων οριζόντιων ιδιοκτησιών (ΑΠ 509/2022, ΑΠ 281/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Βαλτούδης, Η σύμβαση έργου κατά τον ΑΚ, 2010, § 14, σελ. 224 επομ.). Στην περίπτωση αυτή σε πρώτη φάση καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς το λεγόμενο «προσύμφωνο και εργολαβικό», δηλαδή η ενοχική σύμβαση με την οποία ο μεν εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να κατασκευάσει την οικοδομή, ο δε οικοπεδούχος να του μεταβιβάσει, ως αμοιβή σε είδος, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας αδιαίρετο ποσοστό του οικοπέδου και να συμπράξει στη μεταβίβαση αυτών σε τρίτους, τους οποίους θα υποδείξει ο εργολάβος, ενώ, στη συνέχεια, μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, καταρτίζονται (και πάλι συμβολαιογραφικώς) και μεταγράφονται η πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και ο κανονισμός της πολυκατοικίας, ώστε, αφενός, να περιέλθουν στη χωριστή ιδιοκτησία κάθε οροφοκτήτη οι όροφοι ή τα διαμερίσματα, που συμφωνήθηκε να αποκτήσει και, αφετέρου, να καταστεί δυνατή η πώληση και μεταβίβαση σε τρίτους των αδιαίρετων ποσοστών του οικοπέδου, που αναλογούν στον εργολάβο ως αμοιβή του και αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες διηρημένες ιδιοκτησίες (Απ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση ανέγερσης πολυώροφης οικοδομής με αντιπαροχή, σε Δνη 2000/585 – 600 [587]), τις οποίες ενδεχομένως (ανάλογα με τις προβλέψεις της πράξης σύστασης της οροφοκτησίας) παρακολουθεί αντίστοιχο δικαίωμα αποκλειστικής θέσης στάθμευσης στην πυλωτή. Παρέπεται ότι, όταν η θέση στάθμευσης αντιστοιχεί κατά τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τον κανονισμό της μέλλουσας να ανεγερθεί πολυκατοικίας σε χωριστή ιδιοκτησία που αναλογεί στο εργολαβικό αντάλλαγμα και πρόκειται να μεταβιβαστεί από τον εργολάβο σε τρίτον αγοραστή, το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης της έχει μεν συσταθεί με τη μεταγραφή της συστατικής της οροφοκτησίας πράξης αλλά δεν αποκτάται από το φορέα του (μέλλοντα ιδιοκτήτη του διαμερίσματος) πριν από τη μεταγραφή του μεταβιβαστικού προς αυτόν συμβολαίου, που, αν καταρτιστεί πριν την αποπεράτωση της ανοικοδόμησης, θα αφορά σε πώληση και μεταβίβαση μέλλοντος πράγματος, όσον αφορά την κυριότητα του διαμερίσματος και μέλλοντος δικαιώματος, όσον αφορά τη συγκυριότητα στα κοινόκτητα μέρη και την αποκλειστική χρήση της θέσης στάθμευσης (Α. Καρδαράς, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεια, τόμος ΙΙΙ, 1997, εισαγ. παρατηρήσεις στα άρθρα 681 – 702, αρ. 29, σελ. 591 επομ.) και, κατά τα προαναφερθέντα, θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής των αντίστοιχων χώρων. Όταν η αίρεση πληρωθεί, η μεταβιβαστική του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ενεργός και επέρχονται τα αποτελέσματά της (άρθρο 201 ΑΚ), οπότε ο δικαιούχος μπορεί να αποκρούσει οποιαδήποτε προσβολή του και να ζητήσει την προστασία του με τις αγωγές περί των οποίων έγινε ήδη λόγος. Αν, όμως, η πλήρωση της αιρέσεως ματαιωθεί, επειδή λ.χ. η θέση στάθμευσης δεν κατασκευάστηκε και ο προοριζόμενος για αυτήν κοινόχρηστος χώρος της πυλωτής καλύφθηκε με κτίσμα, η ενέργεια της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας ματαιώνεται οριστικά (ΑΠ 878/1991, Δνη 1993/568) και αίρεται το δικαίωμα προσδοκίας του αγοραστή (ΑΠ 1070/2009, ΧρΙΔ 2010/256 = ΝοΒ 2010/950), ο οποίος, αν έχει προκαταβάλει το μέρος του τιμήματος που αντιστοιχούσε στο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, διατηρεί μεν αξιώσεις (περί των οποίων βλ. ΑΠ 345/2004, Δνη 2005/1475, Γ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 201, αρ. 47, σελ. 932), όχι όμως τις από το Ν. 3741/1929 προβλεπόμενες και η αγωγή, με την οποία τις επιδιώκει είναι νομικά αβάσιμη και κατά τούτο απορριπτέα.

V. Εν προκειμένω, ως προς την εκ μέρους τους κτήση και την τύχη του ενδίκου δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης στην επίμαχη θέση στάθμευσης, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν, κατά τη χρονολογική σειρά των γεγονότων που παρέθεσαν στο δικόγραφο της αγωγής τους, ότι στις 11.10.2002 οι οικοπεδούχοι του ακινήτου, στο οποίο ανηγέρθη η πολυκατοικία επί της οδού …….. στη Νίκαια Αττικής, …………., ……. και ………. συμβλήθηκαν με την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και της ανέθεσαν την ανέγερση επί του ενιαίου οικοπέδου τους πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής, παρακρατώντας τριακόσια πενήντα οκτώ χιλιοστά 358/1000 εξ αδιαιρέτου της επιφανείας του και παραχωρώντας στην εργολήπτρια ως αντάλλαγμα τα υπόλοιπα εξακόσια σαράντα δύο χιλιοστά (642/1000). Για τη συμφωνία αυτή καταρτίστηκε το με αριθμό ………/11.10.2002 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. Ότι, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. ……./21.10.2002 πράξη της ιδίας Συμβολαιογράφου περί σύστασης ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών και κανονισμού της μέλλουσας τότε να ανεγερθεί πολυκατοικίας, οι ίδιοι συμβαλλόμενοι καθόρισαν ότι στην υπό στοιχεία ΣΤ – 1 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του έκτου πάνω από την πυλωτή ορόφου της οικοδομής θα περιερχόταν κατ’ αποκλειστική χρήση του μέλλοντος ιδιοκτήτη της και η υπό στοιχεία Σ – 3 θέση στάθμευσης στην πυλωτή της πολυκατοικίας, όπως αυτή απεικονιζόταν στο από μηνός Φεβρουαρίου 2002 ενιαίο σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου – πυλωτής του πολιτικού μηχανικού ……………, όπου η ίδια θέση, επιφανείας δέκα τετραγωνικών μέτρων και δώδεκα τετραγωνικών εκατοστών (10,12 τ.μ.), φερόταν να συνορεύει βόρεια με ελεύθερο χώρο πυλωτής και πέραν αυτού με υπό στοιχεία Ι – 1 διαμέρισμα της πυλωτής, νότια με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο πυλωτής και δυτικά με δυτικό όριο οικοπέδου. Με τη συμβολαιογραφική αυτή πράξη, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …… των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας υπ’ αύξοντα αριθμό εγγραφής …. τόσον ως σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών όσον και ως κανονισμός πολυκατοικίας, περιήλθαν στους οικοπεδούχους τρεις [3] οριζόντιες ιδιοκτησίες (υπό στοιχεία Ι – 1, Β – 1 και Γ – 1), που αντιστοιχούσαν στα χιλιοστά του οικοπέδου που παρακράτησαν, με αποτέλεσμα η υπό στοιχεία ΣΤ – 1 οριζόντια ιδιοκτησία και η αντίστοιχη υπό στοιχεία Σ – 3 θέση στάθμευσης να περιλαμβάνονται στο εργολαβικό αντάλλαγμα και να προορίζονται προς πώληση σε τρίτον αγοραστή εκ μέρους της εργολήπτριας, εφόσον η ανοικοδόμηση της πολυκατοικίας ολοκληρωνόταν. Ότι, στη συνέχεια, η εν λόγω υπό στοιχεία ΣΤ – 1 οριζόντια ιδιοκτησία περιήλθε στην αδιαίρετη συγκυριότητα των εναγόντων συζύγων, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./25.11.2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 27.11.2003 στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας υπ’ αύξοντα αριθμό εγγραφής …., μαζί με μια [1] αποθήκη του υπογείου της οικοδομής και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της επίμαχης θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου, που μνημονεύθηκε στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ότι βρισκόταν στην πυλωτή. Και, τέλος, ότι στις 18.5.2021 διενεργήθηκε στην οικοδομή της οδού ………… αυτοψία από την πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής, η οποία κατέδειξε ότι το ισόγεια διαμέρισμα στην πυλωτή της πολυκατοικίας είχε εκ κατασκευής επεκταθεί προς νότο κατά εννέα τετραγωνικά μέτρα και σαράντα έξι τετραγωνικά εκατοστά (9,46 τ.μ.), με αποτέλεσμα να καταλάβει [και] μέρος της επίμαχης θέσης στάθμευσης, η οποία έτσι ουδέποτε είχε την αναφερόμενη στον τίτλο κτήσης των εναγόντων συνολική επιφάνεια. Από το ιστορικό αυτό συνάγεται ότι, υπό τα εκτιθέμενα, οι ενάγοντες ουδέποτε απέκτησαν το επικαλούμενο δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε όλη την έκταση της θέσης στάθμευσης που περιήλθε σ’ αυτούς με το αγοραπωλητήριο της ιδιοκτησίας τους συμβόλαιο, δεδομένου ότι κατά το χρόνο της μεταγραφής του δεν υφίστατο ακάλυπτη επιφάνεια στο χώρο της πυλωτής της πολυκατοικίας, εμβαδού ίσου προς τα προβλεπόμενα στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και στον κανονισμό της οικοδομής, καθώς κατά τον ίδιο χρόνο είχε ματαιωθεί οριστικά η πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως υπό την οποία τελούσε. Επομένως, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, οι ενάγοντες δεν έχουν τις αξιώσεις που επικαλούνται προς προστασία του εν λόγω δικαιώματος και η αγωγή τους, ως προς τις αξιώσεις αυτές, ήταν πράγματι νομικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με ελλιπείς και συνοπτικές αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’ αποτέλεσμα το νόμο εφάρμοσε και οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες σχετικοί λόγοι της ένδικης έφεσης (υπό στοιχεία 3.3. και 3.4 στο εφετήριο) είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως και η ίδια στο σύνολό της, αφού δι’ αυτής δεν προβάλλεται άλλος λόγος προς έρευνα.

VI. Μετά ταύτα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ