Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 621/2018

Αριθμός   621/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Με την από 13.12.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. ……….., ειδ. αριθμ. καταθ. ……) κλήση των εκκαλουσών νόμιμα φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 02.02.2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………) έφεσή τους, μετά την ολοκλήρωση, με την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως,  της ποινικής διαδικασίας από την οποία εξήρτησε η υπ΄ αριθμ. 14/2010 μη οριστική απόφαση του  Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου την πρόοδο της διαδικασίας επί της ανωτέρω εφέσεως.
  2. Στην από 24.11.2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγή τους, που απηύθηναν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, οι ενάγουσες αλλοδαπές εταιρείες [«……..» και «…..»] ισχυρίστηκαν ότι δραστηριοποιούνται, μέσω της μητρικής τους εταιρείας («………») στον τομέα των επενδύσεων κεφαλαίων. Ότι ο πρώτος των εναγομένων (……) παρουσιάστηκε σ΄ αυτές ως επιτυχημένος, αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας, με μεγάλες διασυνδέσεις στον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο της Ελλάδος, με κύριο αντικείμενο δραστηριότητας το εμπόριο δημητριακών από χώρες της Μαύρης Θάλασσας, τα οποία μεταφέρει με τα αναφερόμενα εννιά πλοία αποκλειστικής κυριότητας εταιρειών, των οποίων είναι αποκλειστικός μέτοχος. Ότι τόσο αυτός προσωπικά όσο και οι πλοιοκτήτριες των πλοίων εταιρείες του δεν είχαν οφειλές σε τρίτους όπως και η εταιρεία («………»), μέσω της οποίας δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο των δημητριακών, η οποία (εταιρεία) διέθετε σημαντική υποδομή, υπαλληλικό προσωπικό και υποκαταστήματα στις πόλεις …. της Ρωσίας, στην …. της Ρουμανίας, στην …. της Βουλγαρίας και σε πόλεις της Ουκρανίας. Ότι οι εκπρόσωποί τους πείστηκαν στις παραστάσεις αυτές του πρώτου εναγόμενου, οι οποίες ήσαν ψευδείς όπως προέκυψε, με συνέπεια καθεμία από αυτές (ενάγουσες) να προβεί στην σύναψη δανειακών συμβάσεων με εταιρείες συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου. Ότι, ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα με την από 26.03.2002 σύμβαση δανείου και με τις επακολουθήσασες τρεις προσθήκες σ΄ αυτή δάνεισε στην εταιρεία («………»), συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου το συνολικό ποσό των 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας, που με βάση τις επίσημες ισοτιμίες κατά τον χρόνο της καταβολής ισοδυναμούσε με ποσό 1.483.080,73€, ενώ η δεύτερη ενάγουσα με την από 30.10.2003 σύμβαση δανείου και την προσθήκη αυτής δάνεισε στην εταιρεία («………..»), συμφερόντων του αυτού προσώπου, το συνολικό ποσό των 450.000.000 γιέν Ιαπωνίας, που με βάση τις επίσημες ισοτιμίες κατά τον χρόνο της καταβολής ισοδυναμούσε με ποσό 3.469.978,52€. Ότι, για τις ένδικες δανειακές συμβάσεις μετά  των προσθηκών αυτών και για την εξασφάλιση της αποπληρωμής των ποσών τους, γράφτηκαν πρώτες υποθήκες υπέρ αυτών (δανειστριών εταιρειών) στα κατονομαζόμενα πλοία των δανειοληπτριών  και των εγγυητριών εταιρειών συμφερόντων (όλων) του πρώτου εναγόμενου. Ότι, όπως προέκυψε μεταγενέστερα, τα περιστατικά που εξέθεσε στους νόμιμους εκπρόσωπους αυτών (εναγουσών εταιρειών) ο πρώτος εναγόμενος ότι, δηλαδή, η εταιρεία του («………..») διατηρούσε υποκαταστήματα σε χώρες εκτός της Ελλάδος, ότι αυτός (πρώτος εναγόμενος) δεν επιθυμούσε να λάβει δάνεια από Ελληνικές τράπεζες, γιατί αυτές (τράπεζες) αύξαναν μονομερώς το επιτόκιο και, επιπλέον, δεν τηρούσαν το καθήκον εμπιστευτικότητας, ότι τα πλοία («ES» και «EH»), επί των οποίων η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία είχε εγγράψει πρώτη προτιμώμενη υποθήκη προς εξασφάλιση του ανωτέρω αναφερόμενου δανείου, ήσαν σε άριστη κατάσταση, διέθεταν πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, δεν βαρύνονταν με απαιτήσεις τρίτων οι πλοιοκτήτριες αυτών εταιρείες και δεν εκκρεμούσαν κατ΄ αυτών δικαστικές ενέργειες, ότι τα πλοία («ES», «EM», «EP» και «A.»), πλοιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου, εκτελούσαν κανονικά θαλάσσιους επικερδείς πλόες και ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε την πρόθεση να κατασκευάσει εργοστάσιο για την παραγωγή βιολογικών καυσίμων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήσαν εν γνώσει του ψευδή και αποσκοπούσαν στο να πειστούν οι ανωτέρω εκπρόσωποι να προβούν στην σύναψη των ένδικων δανειακών συμβάσεων. Ότι η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου συνιστά αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., και αυτός (πρώτος εναγόμενος) είναι υπόχρεος να τις αποζημιώσει για την ζημία που υπέστησαν, η οποία συνίσταται στα χρηματικά ποσά που δανείστηκαν μετά των μη καταβληθέντων τόκων, τα οποία (χρηματικά ποσά) δεν επεστράφησαν. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες («……..» και «……..»), πλοιοκτήτριες των πλοίων «EB» και «ES» αντιστοίχως, όπως και λοιπές εταιρείες οι οποίες εγγυήθηκαν την αποπληρωμή των δανείων, ανήκουν πλήρως στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος είναι ο μοναδικός τους μέτοχος και ο οποίος τις ελέγχει όχι μόνο μετοχικά αλλά και διοικητικά, λαμβάνοντας μόνος όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για την λειτουργία τους, εξαρτάται δε η ύπαρξή τους αποκλειστικά από το πρώτο εναγόμενο, με τον οποίο ταυτίζονται σε τέτοιο σημείο ώστε να υπάρχει σύγχυση των περιουσιών τους με την περιουσία αυτού, αφού τα περιουσιακά τους στοιχεία θεωρούνταν πάντοτε ως περιουσία του πρώτου εναγόμενου. Ότι αυτός (πρώτος εναγόμενος) συνέστησε τα εν λόγω νομικά πρόσωπα για να συγκαλύπτει πίσω από αυτά την αυτοτελή επιχειρηματική του δραστηριότητα και για να αποφεύγει την εκπλήρωση των προσωπικών του υποχρεώσεων και ευθυνών και, συνεπώς, υπέχει προσωπική ευθύνη για τις ανωτέρω οφειλές, πέραν της αδικοπρακτικής, η οποία είναι αποκλειστικά προσωπική. Ότι, σε κάθε περίπτωση είναι καταχρηστική η επίκληση της νομικής προσωπικότητας και της χωριστής περιουσίας των ανωτέρω δανειοληπτριών και εγγυητριών εταιρειών του πρώτου εναγόμενου και, επομένως, αυτός (πρώτος εναγόμενος) ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτές (δανειολήπτριες και εγγυήτριες εταιρείες) ως προς την καταβολή των οφειλόμενων χρηματικών ποσών. Ακόμη, ισχυρίστηκαν ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία («………»), με καταστατική έδρα στην αλλοδαπή, αλλά πραγματική στον .. ….., για την ίδρυση της οποίας δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στον νόμο διατυπώσεις δημοσιότητας, λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία, με συνέπεια η περιουσία της να ανήκει στον μοναδικό μέτοχό της, πρώτο εναγόμενο. Ότι, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω εταιρεία, όπως και οι λοιπές για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω, ανήκουν στον όμιλο εταιρειών του πρώτου εναγόμενου και συντρέχουν και γιαυτήν όσα ήδη σημειώθηκαν για τις προαναφερθείσες εταιρείες. Ζήτησαν δε οι ενάγουσες, μετά από, παραδεκτά γενόμενο, περιορισμό του όλου αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, ποσό εκατό χιλιάδων ευρώ (100.00,00€) σε καθεμία από αυτές (ενάγουσες) και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν ομοιοτρόπως ποσό ενός εκατομμυρίου τριακοσίων ογδόντα τριών χιλιάδων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών του ευρώ (1.483.080,73€ – 100.00,00€ = 1.383080,73€) στην πρώτη ενάγουσα και ποσό τριών εκατομμυρίων τριακοσίων εξήντα εννιά χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και πενήντα δύο λεπτών του ευρώ (3.469.978,52€ – 100.000,00€ = 3.369.978,52€) στην δεύτερη ενάγουσα νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και έως την εξόφληση, άλλως να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ομοιοτρόπως, να καταβάλουν σε καθεμία από αυτές (ενάγουσες) ποσό γιέν Ιαπωνίας που θα ισούται, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία κατά το χρονικό σημείο της καταβολής, σε ποσό εκατό χιλιάδων ευρώ (100.00,00€) και να αναγνωριστεί ότι οι αυτοί διάδικοι (εναγόμενοι) οφείλουν να καταβάλουν, ομοιοτρόπως, στην πρώτη ενάγουσα, το σε ευρώ ισάξιο, κατά το χρονικό σημείο της καταβολής, ποσού εκατόν ογδόντα εκατομμυρίων (180.000.000) γιέν Ιαπωνίας, αφαιρούμενου του καταψηφιστικώς ζητούμενου χρηματικού ποσού, νομιμοτόκως από τις 25.04.2006, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και έως την εξόφληση, και στην δεύτερη ενάγουσα, ομοιοτρόπως, το σε ευρώ ισάξιο, κατά το χρονικό σημείο της καταβολής, ποσού τετρακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ευρώ (450.000.000), αφαιρούμενου του καταψηφιστικώς ζητούμενου χρηματικού ποσού, νομιμοτόκως από τις 28.10.2005, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής έως την εξόφληση. Ζήτησαν, περαιτέρω, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του πρώτου εναγόμενου, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, διάρκειας ενός (1) έτους για κάθε ενάγουσα, τόσο λόγω της εμπορικότητας της οφειλής όσο και λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς αυτού, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκληθείσα υπ΄ αριθμ. 5240/2008 οριστική απόφασή του αφενός μεν και ως προς την ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης νομική βάση της αγωγής αποφάνθηκε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να δικάσει αυτή (αγωγή) ως προς αμφότερους τους εναγόμενους αφετέρου έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, τοπική και υλική αρμοδιότητα να επιληφθεί της αγωγής ως προς την νομική της βάση την ερειδόμενη στις περί αδικοπρακτικής ευθύνης διατάξεις του Ελληνικού δικαίου. Περαιτέρω, απέρριψε την ως άνω έχουσα αγωγή ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προς την δεύτερη εναγόμενη, έκρινε την αγωγή, κατά τα λοιπά, νόμιμη ως προς τα αιτήματά της (πλην ενός παρεπόμενου), χώρησε στον ουσιαστικό έλεγχο αυτής (αγωγής), απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των εναγουσών.
  4. Την ως άνω πρωτόδικη απόφαση εξεκάλεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγουσες με την από 02.02.2009 έφεσή τους. Με την έφεσή τους αυτή, που διαρθρώνεται σε δύο λόγους εφέσεως, οι ενάγουσες – εκκαλούσες παραπονούνται τόσο για την απόρριψη της αγωγής τους κατά την νομική της βάση την ερειδόμενη στην ενδοσυμβατική ευθύνη λόγω, δήθεν, ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και για την απόρριψη της αγωγής τους κατά την έτερη αυτής νομική βάση ως, δήθεν, ουσιαστικά αβάσιμης. Ζήτησαν δε την παραδοχή της εφέσεώς τους τυπικά και κατ΄ ουσίαν, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την παραδοχή της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος των αντιδίκων τους.
  5. Επί της ασκηθείσης, κατά τα ανωτέρω, εφέσεως εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 14/2010 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με σύνθεση αποτελούμενη από Δικαστές που δεν υπηρετούν στο Δικαστήριο τούτο, με την οποία κρίθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αγωγή κατά την νομική της βάση, την ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης. Ακολούθως, εξαφάνισε εν μέρει την εκκαλούμενη απόφαση, διακράτησε την υπόθεση, έκρινε την αγωγή κατά το απορριφθέν, για τον ανωτέρω λόγο, μέρος της, αποφάνθηκε ότι είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς τον επικαλούμενο νόμιμο λόγο ευθύνης αναφορικά με τον πρώτο εναγόμενο και απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη αναφορικά με την δεύτερη εναγόμενη εταιρεία συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο τούτο ανέβαλε την έκδοση οριστικής (τελεσίδικης) αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως ως προς αμφότερους τους λόγους ευθύνης του πρώτου εναγόμενου, κατ΄ εφαρμογή της προβλέψεως του άρθρου 250 Κ.Πολ.Δ., εωσότου ολοκληρωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία κατά του πρώτου εναγόμενου, η οποία είχε εκκινήσει με έγκληση των εναγουσών και ήταν εκκρεμής ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.
  6. Κατά την διάταξη του άρθρου 34 Α.Κ., ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 Α.Κ. να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά την διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από τον νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία από αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στον χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως, προπάντων, είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ΄ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι, συνεπώς, το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοικήσεως του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 §2 κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 Α.Κ., δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στην διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της καταχρήσεως δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996 α΄ δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος = ΕλλΔνη 1996.1046 = ΔΕΕ 1996.934, 1105 = ΕΕμπΔ 1996.758 = ΕΕΝ 1996.25 = ΕΤΡΑΞΧΡΔ 1997.172 = ΝοΒ 1997.103 =  ΠΧρ 1996.1397), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρο 1§3 κ. ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3  ν. 3604/2007, 41§2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2  π. δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά, επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση, μέσω αυτής, επιχειρηματικής δραστηριότητας από ένα ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού τον σκοπό ακριβώς αυτό προορίστηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερομένους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γιαυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί, σε τελική ανάλυση, τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσεως. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά την λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ΄ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού,  εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία εις βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς, καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή, κατ΄ άλλη έκφραση, η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στην συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ΄ αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για την συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον (άρθρο 481 Α.Κ.) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 Α.Κ.) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλειστεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον από αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι΄ αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεστούν την μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στον βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από τον μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς την συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερόμενου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχειρίσεώς τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στην διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου για λογαριασμό του. Αντιθέτως, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105  Κ.Ι.Ν.Δ., αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί, συνεπώς, στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε, εκτός από την απολαβή των κερδών, πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013 α΄ δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος = ΕφΑΔ 2013.228 = Πειρ.Νομ. 2013.78 = ΕΕμπΔ 2013.78 = ΔΕΕ 2013.321 =ΝοΒ 2013.363 = ΕΝαυτΔ 2013.1 = ΧρΙΔ 2013.258 = Ε7 2013.747 = ΕπισκΕμπΔ 2013.573 και παρατηρήσεις Σ. Μανουσάκη Πειρ.Νομ. 2013.56. Κλ. Ρούσσου ΕφΑΔ 2013.317, σημείωση Ν. Ελευθεριάδη ΔΕΕ 2013.324 και εισαγωγικό σημείωμα Παμπούκη ΕπισκΕμπΔ 2013.574). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 309 Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν, μετά την δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, ενώ όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στην διάρκεια της συζητήσεως της υποθέσεως και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 513 και 553 Κ.Πολ.Δ., που χαρακτηρίζουν ως οριστικές αποφάσεις αυτές που περατώνουν όλη την δίκη ή μόνο την δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή, συνάγεται, ότι οριστική είναι η απόφαση του εφετείου ως προς την διάταξη αυτή με την οποία κατ΄ αποδοχή λόγου εφέσεως, γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται κύριο ή παρεμπίπτον αίτημα της αγωγής ή ανταγωγής καθόλες ή μερικές από τις βάσεις του και απογυμνώνεται το δικαστήριο από οποιαδήποτε στην συνέχεια εξουσία ως προς το αίτημα αυτό της αγωγής ή της ανταγωγής για τις αντίστοιχες βάσεις. Αντίθετα δεν είναι οριστική και, επομένως, μπορεί να ανακληθεί από το ίδιο δικαστήριο η απόφασή του με την οποία έκρινε παραδεκτή την έφεση και ερευνώντας την ουσία δέχθηκε ως αποδειχθέντα ορισμένα στοιχεία της αγωγής, ακολούθως δε, αναβάλλοντας την οριστική κρίση του επί της ουσίας, διέταξε πραγματογνωμοσύνη, αφού από την κρίση αυτή δεν κωλύεται η επανεξέταση, σε άλλη στάση της δίκης, των όσων έχουν κριθεί ακόμη δε και του παραδεκτού της εφέσεως, ως προς ένα ή όλους τους διαδίκους. Εξάλλου, έχει νομολογηθεί (ΟλΑΠ 12/1989 ΑρχΝ 1989.252 = ΕλλΔνη 1989.1313 = Δ 1990.949 = ΕΕΝ 1989.709 = ΕΕργΔ 1990.252 = τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος), ότι η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζητήσει την δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικονομικής αξιώσεως για την παροχή της προστασίας αυτής με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια κρίση. Η οριστικότητα της αποφάσεως του εφετείου κρίνεται αναφορικά με την δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετήριου εγγράφου για παραδοχή της εφέσεως (ΑΠ 755/2012 α΄ δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος = ΕΠΟΛΔ    567, 603/2008 α΄ δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, ΕΔωδ 157/2013 α΄ δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος).
  7. Στην ένδικη περίπτωση, όπως ήδη σημειώθηκε, το Δικαστήριο τούτο με την υπ΄ αριθμ. 14/2010 μη οριστική απόφασή του, αφού εξαφάνισε εν μέρει την υπ΄ αριθμ. 5240/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποφάνθηκε ότι υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής κατά την νομική της βάση, την ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης σε σχέση με τον πρώτο εναγόμενο, ακολούθως δε έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, επιφυλαχθέν για την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Ωστόσο, η κρίση περί του ορισμένου της αγωγής αναφορικά με την ενδοσυμβατική ευθύνη του πρώτου εναγόμενου λόγω της ταυτίσεως αυτού με τις δανειολήπτριες και εγγυήτριες εταιρείες, κατά παραμερισμό των νομικών προσωπικοτήτων αυτών, δεν είναι ορθή και τούτο γιατί στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής οι ενάγουσες δεν αναφέρουν με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216§1 στοιχ. α΄ και β΄ Κ.Πολ.Δ. στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Ειδικότερα, οι ενάγουσες περιορίζονται να αναφέρουν ότι οι δανειολήπτριες εταιρείες έχουν αποκλειστικό μέτοχο τον πρώτο εναγόμενο, ότι, συνεπώς, τις ελέγχει τόσο μετοχικά όσο και διοικητικά, ότι υπάρχει σύγχυση των περιουσιών τους και ότι είναι παρένθετα νομικά πρόσωπα για να συγκαλύπτεται η επιχειρηματική δραστηριότητα αυτού (πρώτου εναγόμενου) με σκοπό την αποφυγή των προσωπικών του υποχρεώσεων χωρίς να παραθέτουν πραγματικά περιστατικά από αυτά που αναφέρονται ανωτέρω, υπό αριθμ. 6, όπως ελλιπής χρηματοδότηση των εταιρειών παρά την προηγούμενη πρακτική του μόνου μετόχου αυτών, σκοπός καταστρατηγήσεως συγκεκριμένων, προστατευτικών για τους τρίτους προβλέψεων του νόμου, αποφυγή παροχής εγγυήσεως υπέρ των εταιρειών παρά την προηγούμενη πρακτική του μόνου μετόχου αυτών, σύγχυση των περιουσιών τους προκύπτουσα από συγκεκριμένα περιστατικά και «ποδηγέτηση» αυτών (δανειστριών εταιρειών) να προβούν στις ένδικες συναλλαγές, στις οποίες δεν θα προέβαιναν εάν γνώριζαν όλα τα προαναφερόμενα γεγονότα (ΑΠ 618/2015 Ε7 2015.1276 = δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Συνεπώς,  πρέπει η υπ΄ αριθμ. 14/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου να ανακληθεί κατά το μέρος της με το οποίο έκρινε ορισμένη την από 24.11.2006 αγωγή ως προς την προαναφερόμενη νομική της βάση και να απορριφθεί αυτή (αγωγή) για τον ανωτέρω αναφερόμενο λόγο.
  8. Από τις διατάξεις των άρθρων 111§2, 118 αριθμ. 4 και 216§1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικείμενου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για την θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτό, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει την νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Ετέρωθεν, από την διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωση, είναι: 1) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει την συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 Π.Κ., προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για την γενόμενη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 709/2017, 932/2014 α΄ δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο.
  9. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως ……, που περιέχεται στην έκθεση απομαγνητοφωνήσεως των πρακτικών της συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικού Τμήματος της 15.04.2008, κατά την οποία συζητήθηκε η από 24.11.2006 αγωγή, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως …………, που εξετάστηκαν, μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας (βλ. την προσκομιζόμενη με νόμιμη επίκληση με στοιχεία …. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …..), ενώπιον της διευθύνουσας το Ελληνικό Προξενείο στο Τόκυο της Ιαπωνίας και εκτελούσας συμβολαιογραφικά καθήκοντα ……, συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. .. και … ένορκων βεβαιώσεων, και από το σύνολο, όλως, ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση είτε για να χρησιμεύσουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Η … εταιρεία «……» έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την επένδυση κεφαλαίων και είναι η μοναδική μέτοχος των εναγουσών εταιρειών [ …….και ……..], οι οποίες έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας, εδρεύουν καταστατικά στον ….. και αποτελούν «οχήματα» για την χρηματοδότηση εκ μέρους της μητρικής εταιρείας πλοίων μη φερόντων σημαία Ιαπωνίας γιατί η Ιαπωνική νομοθεσία απαγορεύει την χρηματοδότηση πλοίων μη φερόντων την σημαία της χώρας. Με θυγατρικές εταιρείες της ανωτέρω μητρικής ο πρώτος εναγόμενος είχε συναλλαγές με αντικείμενο την λήψη δανείων κατά την τετραετία 1998 – 2002, με κύκλο συναλλαγών ποσού 273.000.000 γιέν, που αφορά κεφάλαια και τόκους, και το οποίο (ποσό) είχε εξοφληθεί πλήρως. Στους εκπροσώπους των ανωτέρω εταιρειών ο πρώτος ενάγων ήταν γνωστός ως έμπορος δημητριακών προερχόμενων από χώρες της Μαύρης Θάλασσας, που μεταφέρονταν προς πώληση στην Ελλάδα και, γενικότερα, σε χώρες της Μεσογείου με πλοία μονοβάπορων (one – ship companies) εταιρειών συμφερόντων του ανωτέρω (πρώτου εναγόμενου). Ήταν, επίσης, γνωστό ότι ο εν λόγω διάδικος εμπορευόταν μέσω της εταιρείας «…….», που είχε ιδρύσει σύμφωνα με τους κανόνες της Πολιτείας …… των Η.Π.Α. και ανήκε πλήρως σ΄ αυτόν. Έτσι, στο πλαίσιο αυτής της επιχειρηματικής γνωριμίας που είχε στεφθεί με επιτυχία, στις αρχές του έτους 2002, ο πρώτος εναγόμενος ζήτησε από την ανωτέρω μητρική εταιρεία να λάβει δάνειο, ποσού 150.000.000 γιέν Ιαπωνίας, για να το χρησιμοποιήσει ως κεφάλαιο κινήσεως των εταιρειών του. Οι διαπραγματεύσεις τελεσφόρησαν και, στις 26.03.2002, καταρτίστηκε εγγράφως σύμβαση έντοκου δανείου μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, ως δανείστριας, της εταιρείας «……..», ως δανειολήπτριας, της εταιρείας «……..», ως ενυπόθηκης εγγυήτριας, και της εταιρείας «…..», ως εγγυήτριας. Το προϊόν του δανείου συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί για να αναχρηματοδοτηθεί δάνειο των πλοίων «EB» και «EF», επί των οποίων πρώτες προτιμώμενες υποθήκες. Στις 30.04.2003, με συμπληρωματική σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ της ήδη δανείστριας εταιρείας, της δανειολήπτριας, της ενυπόθηκης εγγυήτριας και της εταιρείας «… (…) ..», ως εγγυήτριας, συμφωνήθηκε η χορήγηση εκ μέρους της δανείστριας ποσού 30.000.000 γιέν Ιαπωνίας, με τους αυτούς όρους δανεισμού, έτσι ώστε το δανειζόμενο κεφάλαιο να ανέλθει στο ποσό των 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας, με ημερομηνία εξοφλήσεως την 29.04.2004. Στο μεταξύ, θα χωρούσαν οι εξής καταβολές: Στις 30.07.2003, στις 30.10.2003, στις 30.01.2004 θα καταβάλλονταν ποσό 4.600.000 γιέν Ιαπωνίας κάθε φορά που θα αφορούσε τόκους και στις 29.04.2004 θα αποπληρωνόταν το δάνειο με την καταβολή ποσού 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας και ποσού 4.450.000 γιέν Ιαπωνίας, αφορώντων κεφάλαιο και τόκους. Ακολούθως, στις 30.04.2004, η δανείστρια, η δανειολήπτρια και η εγγυήτρια εταιρείες συμφώνησαν την παράταση αποπληρωμής του δανείου έως τις 29.04.2005, το οποίο απομειώθηκε σε 140.000.000 γιέν Ιαπωνίας, με την επιστροφή ποσού 40.000.000 γιέν Ιαπωνίας εκ μέρους της δανειολήπτριας. Το οφειλόμενο ποσό συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί ως εξής: Στις 30.07.2004, στις 30.10.2004, στις 30.01.2005 θα καταβαλλόταν ποσό 3.577.778 γιέν Ιαπωνίας κάθε φορά που θα αφορούσε τόκους και στις 29.04.2005 θα καταβάλλονταν ποσά 140.000.000 γιέν Ιαπωνίας και 3.461.111 γιέν Ιαπωνίας, αφορώντα κεφάλαιο και τόκους. Τέλος, στις 26.03.2005, οι ανωτέρω εταιρείες συμφώνησαν την επαύξηση του ποσού του δανείου κατά ποσό 40.000.000 γιέν Ιαπωνίας, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό να ανέλθει σε 180.000.000 γιέν Ιαπωνίας, και την παράταση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου έως τις 25.04.2005. Το οφειλόμενο ποσό συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί ως εξής: Στις 25.07.2005, στις 25.10.2005, στις 25.01.2006 θα καταβάλλονταν ποσά 4.550.000, 4.600.000, 4.600.000 γιέν Ιαπωνίας αντιστοίχως αφορώντα τόκους και στις 25.04.2006 θα καταβάλλονταν ποσά 180.000.000 και 4.500 γιέν Ιαπωνίας, αφορώντα κεφάλαιο και τόκους. Περαιτέρω, στις 30.10.2003, συμφωνήθηκε μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας, ως δανείστριας, της εταιρείας «…….», ως δανειολήπτριας, της εταιρείας «……..», ως ενυπόθηκης εγγυήτριας, και της εταιρείας «……..», ως εγγυήτριας, η χορήγηση δανείου, ποσού 200.000.000 γιέν Ιαπωνίας, προς τον σκοπό της αναχρηματοδοτήσεως του δανείου των πλοίων «ES» και «EH». Το δάνειο, για την εξασφάλιση του οποίου παρασχέθηκε από την ενυπόθηκη δανείστρια πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου της «ES», συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί ως εξής: Στις 27.01.2004, στις 27.04.2004, στις 27.07.2004 θα καταβάλλονταν ποσά 5.111.111, 5.055.555, 5.055.555 γιέν Ιαπωνίας αντιστοίχως αφορώντα τόκους και στις 27.10.2004 θα καταβάλλονταν ποσά 200.000.000 και 5.111.111 γιέν Ιαπωνίας αφορώντα κεφάλαια και τόκους. Ακολούθως, στις 29.10.2004, μεταξύ των αυτών εταιρειών συμφωνήθηκε η επαύξηση του ποσού του δανείου κατά ποσό 250.000.000 γιέν Ιαπωνίας προς τον σκοπό κατασκευής από την δανειολήπτρια πιλοτικού εργοστασίου παραγωγής καυσίμων βιοντήζελ και υποπροϊόντων στην Ελλάδα ενώ προβλέφτηκε η παροχή δικαιώματος υποθήκης εκ μέρους της δανειολήπτριας υπέρ της δανείστριας επί του αναγερθησόμενου εργοστασίου. Το εν λόγω δάνειο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί ως εξής: Στις 28.01.2005, στις 28.04.2005, στις 28.07.2005 θα καταβάλλονταν ποσά 11.500.00, 11.250.000, 11.375.000 γιέν Ιαπωνίας αντιστοίχως αφορώντα τόκους και στις 28.10.2005 θα καταβάλλονταν ποσά 450.000.000 και 11.500.000 γιέν Ιαπωνίας αφορώντα κεφάλαιο και τόκους. Αποδεικνύεται, εξάλλου, ότι οι δανείστριες εταιρείες παρακρατούσαν από τα εκταμιευόμενα χρηματικά ποσά τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις δαπάνες διαχειρίσεως κάθε δανείου που προσδιορίζονταν σε ποσοστό 3% – 7% επί του εκάστοτε  εκταμιευόμενου ποσού όπως και τα έξοδα εγγραφής υποθηκών. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι το μη εξυπηρετηθέν ποσό δανείου και τόκων ανήλθε την 01.08.2006 στο συνολικό ποσό των 710.567.726 (193.385.758 + 517.181.968) γιέν Ιαπωνίας, ωστόσο παραμένει απορίας άξιο γιατί αυτές (ενάγουσες) περιορίζονται στην αναζήτηση με την ένδικη αγωγή ποσού 630.000.000 (180.000.000 + 450.000.000) γιέν Ιαπωνίας, το γεγονός δε αυτό οδηγεί το Δικαστήριο να δεχτεί ότι το πραγματικά οφειλόμενο χρηματικό ποσό είναι το αγωγικά αξιούμενο. Αναφορικά τώρα με τους ισχυρισμούς των εναγουσών περί του ότι για να προβούν στην κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων δανείου (αρχικών και πρόσθετων) παρωθήθηκαν από απατηλούς ισχυρισμούς του πρώτου εναγόμενου και συγκεκριμένα από τις απατηλές παραστάσεις του ότι η εταιρεία του «……..» διατηρούσε υποκαταστήματα με υπαλλήλους και σοβαρή υποδομή στις χώρες από τις οποίες αγόραζε τα εμπορευόμενα δημητριακά, ότι οι Ελληνικές τράπεζες δεν είχαν αρνηθεί να συνάψουν με τις εταιρείες του δανειακές συμβάσεις πλην όμως αυτός (πρώτος εναγόμενος) δεν επιθυμούσε την σύναψη συμβάσεων με αυτές γιατί συνήθιζαν να επαυξάνουν το επιτόκιο των δανείων και, επιπλέον, δεν τηρούσαν τους κανόνες εμπιστευτικότητας, ότι τα πλοία «ES» και «ΕH» επί των οποίων θα γράφονταν πρώτες προτιμώμενες υποθήκες ήσαν ελεύθερα βαρών, σε άριστη κατάσταση και παρακολουθούνταν από τον Γερμανικό Νηογνώμονα ενώ αυτά είχαν διαγραφεί από τον νηογνώμονα αυτόν, ότι τα ανωτέρω πλοία (οι πλοιοκτήτριες εταιρείες τους) δεν βαρύνονταν με χρέη ενώ στο πρώτο από τα εν λόγω πλοία είχαν επιβληθεί κατασχέσεις στο λιμάνι … της Γκάνας στις 09.01.2004 και στις 19.01.2004 καθώς και ότι το εν λόγω πλοίο απέπλευσε χωρίς άδεια από το εν λόγω λιμάνι στις αρχές του μήνα Μαρτίου του έτους 2004, ότι το αυτό πλοίο νηολογήθηκε στο νηολόγιο της Σλοβακίας με άλλο όνομα στις 23.03.2004, από άλλη πλοιοκτήτρια εταιρεία, ότι το αυτό πλοίο κατασχέθηκε αναγκαστικά στην Σρι Λάνκα στις 06.09.2004 και πωλήθηκε σε πλειστηριασμό στις 30.05.2005, ότι το αυτό πλοίο εκτελούσε επικερδείς πλόες ενώ αυτό ήταν κατασχεμένο, ότι άλλα πλοία εταιρειών συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου («EM», «EH», «AT») συνέχιζαν να ανήκουν στις πλοιοκτήτριες εταιρείες του, ενώ αυτά είχαν πωληθεί, καθώς και ότι επρόκειτο να κατασκευάσει το ανωτέρω αναφερόμενο εργοστάσιο, στο οποίο θα παραχωρούσε στην δανείστρια εταιρεία δικαίωμα υποθήκης, ενώ δεν επρόκειτο να κατασκευαστεί το εργοστάσιο αυτό, αποδεικνύονται (σε σχέση με την ακρίβεια αυτών) τα ακόλουθα: Η ενασχόληση του πρώτου εναγόμενου με το εμπόριο δημητριακών παραγόμενων στην Ρωσία, την Ουκρανία, την Ρουμανία και την Βουλγαρία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όπως και η ύπαρξη αντίστοιχης υποδομής ενώ δεν προκύπτει με σαφήνεια η έκταση της υποδομής αυτής. Ομοίως δεν αποδεικνύεται ότι Ελληνικές τράπεζες αρνήθηκαν να δανειοδοτήσουν τον πρώτο εναγόμενο και τις εταιρείες του, αν και η αναφορά του ισχυρισμού του, του σχετικού με τις Ελληνικές τράπεζες, προς τους νόμιμους εκπρόσωπους των εναγουσών, μάλλον δεν πρέπει να θεωρηθεί παραπλανητικός ισχυρισμός, αλλά εξήγηση του κίνητρου αυτού (πρώτου εναγόμενου) να απευθυνθεί στις ενάγουσες. Περαιτέρω, από τα προμνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι πράγματι, στις 30.09.2003, τα πλοία «ES» ΚΑΙ «EH» έπαψαν να παρακολουθούνται από τον Γερμανικό Νηογνώμονα πλην όμως άρχισαν να παρακολουθούνται, για μη διαπιστωθέν χρονικό διάστημα, από επίσης αξιόπιστο νηογνώμονα, τον Ρωσικό, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Νηογνωμόνων (International Association of Classification Societies), γεγονός που αποδεικνύει ότι τα εν λόγω πλοία δεν ήσαν σε άθλια κατάσταση, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Σε σχέση τώρα με τις κατασχέσεις του πλοίου «ES» στο λιμάνι της Γκάνας και στην «απόδρασή του από αυτό, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω πλοίο απέπλευσε από το προαναφερόμενο λιμάνι μετά από άδεια των τοπικών αρχών (βλ. επιστολή του εκπροσώπου της εταιρείας ναυτικών πρακτορεύσεων «……»). Το εν λόγω πλοίο πράγματι μετονομάστηκε σε «DT» και, μετά από ολιγόχρονη εγγραφή του στο νηολόγιο της Σλοβακίας, επέστρεψε στο νηολόγιο του Παναμά,  κατασχέθηκε δε και πλειστηριάστηκε στην Σρι Λάνκα πλην όμως παραμένει άδηλο, γιατί η δεύτερη ενάγουσα δεν ικανοποιήθηκε, έστω για μέρος της απαιτήσεώς της, από το πλειστηρίασμα, αφού άσκησε σχετικό ένδικο μέσο ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου της Δημοκρατικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα (βλ. την από 29.05.2006 αίτηση που υπογράφεται από την εταιρεία δικηγόρων «…..»). Τέλος και σε σχέση με το πιλοτικό εργοστάσιο παραγωγής βιοντήζελ που επρόκειτο να ανεγερθεί με πρωτοβουλία του πρώτου εναγόμενου αποδείχτηκε ότι διενεργήθηκε μέρος των γραφειοκρατικών διαδικασιών, αλλά η ανέγερσή του τελικά ματαιώθηκε. Επιπροσθέτως, αποδεικνύεται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως ενώπιον της Ανακρίτριας του Β΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διερευνούσε το ποινικό σκέλος της υποθέσεως, ότι, πριν από την κατάρτιση κάθε δανειακής συμβάσεως, ο πρώτος εναγόμενος προσκόμιζε αρμοδίως και γίνονταν αποδεκτά τα έγγραφα που προβλέπονταν και ζητούνταν από τις δανείστριες, ήτοι: Έγγραφο εθνικότητας του μέλλοντος να υποθηκευτεί πλοίου, άδεια ασυρμάτου, έγγραφα κλάσεως του πλοίου, το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του, έγγραφο εκχωρήσεως της ασφαλιστικής αποζημιώσεως και έγγραφη εγγύηση της διαχειρίστριας εταιρείας ότι αναλάμβανε να ενέχεται και η ίδια στην πληρωμή του δανείου, συνοδευόμενο από οικονομικές καταστάσεις αυτής. Επιπλέον, σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν από τους εν λόγω μάρτυρες, οι εταιρείες του πρώτου εναγόμενου έως και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2005 είχαν στην πλοιοκτησία τους πλοία, αξίας 10.000.000,00$, ποσό που υπερκάλυπτε τις απαιτήσεις των δανειστριών που ανέρχονταν σε 6.300.000,00$, ενώ η αφερεγγυότητα αυτού προέκυψε σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του ανωτέρω αναφερόμενου. Ενόψει των περιστατικών αυτών το ποινικό δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς), που επιλήφθηκε της σχηματισθείσης ποινικής δικογραφίας εις βάρος του πρώτου κατηγορούμενου για το έγκλημα της απάτης κατ΄ εξακολούθηση από την οποία το επιδιωχθέν και επιτευχθέν όφελος καθώς και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, κήρυξε αυτόν, με την, καταστάσα αμετάκλητη, υπ΄ αριθμ. 557, 576, 578/2016 απόφασή του αθώο αυτόν του αποδιδόμενου σ΄ αυτόν εγκλήματος. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, το ασφαλές αποδεικτικά συμπέρασμα ότι οι ένδικες δανειακές συμβάσεις δεν υπήρξαν αποτέλεσμα της επιδέξιας συμπεριφοράς ενός προσώπου που μετερχόταν επιτυχώς απατηλές συμπεριφορές συμπεριφερόμενος τοιουτοτρόπως σε άμοιρα των γνώσεων της λειτουργίας της τραπεζικής ναυτιλιακής αγοράς ευκολόπιστα πρόσωπα, τα οποία ήσαν έτοιμα να πιστέψουν κάθε ισχυρισμό που θα διατυπωνόταν από τον καθένα, υπερβολικά εκφραζόμενο, συναλλασσόμενο, αλλά προϊόντα μιας μακράς συνεργασίας που, κάθε φορά, δοκιμάζονταν με την τήρηση των προαπαιτούμενων που καθόριζαν οι εκπροσωπούντες τις ενάγουσες. Η ατυχής εξέλιξη των ένδικων συναλλαγών για τις ενάγουσες προφανώς επήλθε από την μη επιμελή παρακολούθηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πρώτου εναγόμενου και την καθυστερημένη επιδίωξη των απαιτήσεών τους εις βάρος της περιουσίας του. Συνεπώς, η βάση της ένδικης αγωγής που επιχειρήθηκε να βρει νομικό έρεισμα στην διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. δεν είναι βάσιμη και, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο κατέληξε στην αυτή κρίση δεν έσφαλε. Μετά από αυτά η έφεση των εναγουσών – εκκαλουσών, κατά το μέρος που παρέμεινε εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσίαν.
  10. Τα δικαστικά έξοδα κατά ένα μέρος τους πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ενώ κατά το λοιπό μέρος τους, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εκκαλουσών, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 179 περ. γ΄, 189§1 και 191§2 Κ.Πολ.Δ., κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Ανακαλεί την υπ΄ αριθμ. 14/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατά το μέρος της με το οποίο κρίθηκε ορισμένη η ερειδόμενη στους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης νομική βάση της από 24.11.2006 αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή κατά το εκκρεμές ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μέρος της.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 5240/2008 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα. Και

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του πρώτου εφεσίβλητου, ορίζει το ποσό αυτών σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500,00€), συμψηφίζει δε το λοιπό ποσό των δικαστικών εξόδων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Σεπτεμβρίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους  αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ