ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 449/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …….., κατοίκου ……. Πειραιώς, επί της οδού ………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ιωάννα Χατζηκυριάκου – Ιωσηφέλλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: νομίμως εκπροσωπούμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ – ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΡΕΝΤΗ» (Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης [ΟΤΑ]), το οποίο στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Καραφέρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.6.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./11.6.2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 667/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 13.5.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../7.6.2022 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η ένδικη από 13.5.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../7.6.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/7.6.2022) έφεση πλήττει την με αριθμό 667/3.3.2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 § 3 εδαφ. α΄ και 621 επομ. ΚΠολΔ) και δέχθηκε επ’ ελάχιστο μέρος της την από 3.6.2020 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../11.6.2020) του ήδη εκκαλούντος, με την οποία ζητήθηκε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω εργατικού ατυχήματος. Η έφεση αυτή, συνοδευόμενη, ως εκ περισσού βέβαια, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, από το με αριθμό …………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, του οποίου η αξία καταβλήθηκε στις 6.6.2022, όπως προκύπτει από την επισυναφθείσα στο εφετήριο έγγραφη απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από κάθε επίδοση και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση έφεση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.
ΙΙ. Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων, εργάτης καθαριότητας, απασχολούμενος αντί μηνιαίου μισθού ύψους εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (631,29 €) και δυνάμει σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (οκτάμηνης διάρκειας) στην υπηρεσία του εναγόμενου ΟΤΑ, επικαλέστηκε ότι συνεπεία εργατικού ατυχήματος (πτώσης) που υπό τις περιγραφόμενες στο δικόγραφό της συνθήκες υπέστη στις 13.9.2018 στην περιοχή της Νεαπόλεως, ευρισκόμενος στην καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου του Δήμου, στο οποίο επέβαινε κατά τη διάρκεια της εργασίας που του είχε ανατεθεί (περισυλλογή κλαδιών από δένδρα και ογκωδών αντικειμένων) και το οποίο αποδίδει σε υπαιτιότητα προστηθέντων του εναγομένου που παραβίασαν συγκεκριμένες διατάξεις του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) και, ειδικότερα, του κατονομαζόμενου οδηγού του ως άνω αυτοκινήτου, που έθεσε αυτό σε κίνηση χωρίς να βεβαιωθεί ότι ο παθών είχε λάβει ασφαλή θέση στην καρότσα και του επίσης κατονομαζόμενου υπευθύνου καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου, ο οποίος, αφενός, επέβαλε την παρουσία του ενάγοντος στην καρότσα του επίμαχου φορτηγού, το οποίο, επιπλέον, αν και είχε πλήρωμα τριών [3] ατόμων, διέθετε όμως μόνον δύο [2] θέσεις καθήμενων στην καμπίνα του και, αφετέρου, παρέλειψε την κατάλληλη εκπαίδευση και κατάρτιση των υπαλλήλων του που ενεπλάκησαν στο ένδικο συμβάν, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής πρωτοδίκως τροπής του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός του να του επιδικαστεί αναγνωριστικώς το συνολικό χρηματικό ποσόν των πενήντα έξι χιλιάδων εκατόν ογδόντα ενός ευρώ (56.181 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής του, στο οποίο περιέλαβε κονδύλια ανορθωτικά της ηθικής του βλάβης, την οποία αποτίμησε σε πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000 €), αποζημιωτικά της μείωσης της περιουσίας του [πλασματική αμοιβή αποκλειστικής νοσοκόμας ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (3.600 €) και δαπάνες για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής ύψους χιλίων τριακοσίων πενήντα ευρώ (1.350 €)] και αποκαταστατικά της απώλειας των εισοδημάτων από την εργασία του, την οποία ήταν ανίκανος να προσφέρει για χρονικό διάστημα τριάντα εννέα [39] εργάσιμων ημερών, ύψους χιλίων διακοσίων τριάντα ενός ευρώ (1.231 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του θεώρησε ότι η αγωγή επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί μόνο στις διατάξεις του κοινού δικαίου και όχι στις ειδικότερες του Ν. 551/1915 και, ακολούθως, έκρινε αυτήν, πρώτον, ως νομικά αβάσιμη ως προς τα κονδύλια αποκατάστασης της υλικής ζημίας του ενάγοντος (πλασματική αμοιβή υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας και δαπάνες βελτιωμένης διατροφής του), επειδή, όπως απεφάνθη, αφενός, ο επικληθείς ΚΟΚ δεν προβλέπει ειδικούς όρους ασφάλειας των εργαζομένων που κάνουν χρήση μεταφορικού οχήματος αλλά ρυθμίζει τη συμπεριφορά όλων όσοι χρησιμοποιούν μηχανοκίνητο όχημα για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων στην Επικράτεια (άρθρα 1 και 2 ΚΟΚ) και, αφετέρου, ότι το ΠΔ 395/1994 περί των ελάχιστων προδιαγραφών ασφάλειας των εργαζομένων κατά τη χρήση εξοπλισμού εργασίας, του οποίου το ενδεχόμενο εφαρμογής έλεγξε αυτεπαγγέλτως, δεν ήταν εν τέλει εφαρμοστέο στο ένδικο ατύχημα για τους αναφερόμενους στην εκκαλουμένη λόγους, δεύτερον, ως εν μέρει μόνον βάσιμη ως προς το κονδύλιο των απωλεσθέντων εισοδημάτων του ενάγοντος από την εργασία του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 657 ΑΚ και, τρίτον, ως νομικά μεν βάσιμη κατά το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, ανεπέρειστη όμως κατά την ουσία, επειδή, μετ’ εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων που προσκομίστηκαν, διαπίστωσε ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος υπήρξε απότοκος αποκλειστικά δικής του αμελούς συμπεριφοράς και δεν οφειλόταν σε παραβίαση εκ μέρους του εναγομένου όρων επιβαλλόμενων για την προστασία και την ασφάλειά του από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη και την απαιτούμενη από όλους τους κοινωνούς του δικαίου συναλλακτική επιμέλεια. Με τις παραδοχές αυτές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εν τέλει την αγωγή μόνο ως προς το αίτημα καταβολής των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα του ανυπαίτιου κωλύματός του προς εργασία, κατά το μέρος του που στηριζόταν στο νόμο και του επιδίκασε αναγνωριστικώς το χρηματικό ποσόν των τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (315,64 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων και επικαλούμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί την εξαφάνισή της, την αναδίκαση της αγωγής του και την παραδοχή της στο σύνολό της, χωρίς να πλήττει όμως με λόγο έφεσης τη μερική απόρριψη του κονδυλίου των απωλεσθέντων εισοδημάτων από την εργασία του.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών», που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 «Περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 38 εδαφ. α΄ του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πιο πάνω Ν. 551/1915 επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά ή με αφορμή την εκτέλεσή της. Σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος οφείλεται, κατ’ αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του ως άνω Νόμου (περιορισμένη κατ’ αποκοπή) αποζημίωση, για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, ανεξάρτητη δηλαδή από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η δε υποχρέωσή του αυτή μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 § 4 εδαφ. α΄, β΄ και γ΄ του ΚΝ 551/1915, να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέχρι το μισό μόνον της οφειλόμενης αποζημιώσεως, αν θεωρηθεί ότι ο παθών επέδειξε ειδική αμέλεια, συνιστάμενη στην εκ μέρους του αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών, που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση κυρώθηκαν από την αρχή. Πλήρη αποζημίωση κατά το κοινό δίκαιο έχουν το δικαίωμα κατά το άρθρο 16 § 1 του ΚΝ 551/1915 να ζητήσουν ο παθών από εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου του οι προσδιοριζόμενοι στο άρθρο 6 του ΚΝ 551/1915 συγγενείς του μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις για τους όρους ασφαλείας και τελεί σε αιτιώδη μ’ αυτές συνάφεια. Τέτοιες διατάξεις είναι ειδικότερα μόνον εκείνες που προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζόμενων (όχι δε και τρίτων), δηλαδή δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την παράβαση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνον από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς κατά τα λοιπά να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑρχΝ 1996/263 = Δνη 1996/38 = ΕΕΔ 1996/459, ΑΠ 11/2012, ΑΠ 1858/2011, ΕφΠειρ. 155/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια αυτή η παραβίαση του ΚΟΚ δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιδίκαση αποζημιώσεως για υλικές ζημίες προκληθείσες από εργατικό ατύχημα, επειδή οι διατάξεις του δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφάλειας και προστασίας αποκλειστικά των εργαζομένων αλλά παντός χρήστη των οδών και χώρων, στους οποίους επιτρέπεται η δημόσια κυκλοφορία πεζών και οχημάτων (ΑΠ 1687/2000, ΕΕΔ 2002/1307 = Δνη 2001/1315, ΑΠ 70/1991, ΕΕΝ 1992/51 = ΕΕΔ 1991/1026 = ΝοΒ 1992/1013). Τέτοια αποζημίωση δεν οφείλεται ούτε συνεπεία βλάβης του σώματος ή της υγείας του εργαζόμενου λόγω ατυχήματος οφειλόμενου σε πταίσμα του εργοδότη που δεν τήρησε τη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι «ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου», καθόσον η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της προστασίας και της ασφάλειας του εργαζόμενου αλλά θέτει το γενικό κανονιστικό πλαίσιο, που αποσκοπεί, δια της εφαρμογής του με περαιτέρω λαμβανόμενα εξειδικευμένα μέτρα, στην πρόληψη εργατικών ατυχημάτων (ΑΠ 333/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιας γενικότητας διατάξεις περιλαμβάνει και ο Ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ Α 84/2.6.2010), που κωδικοποίησε τις προβλέψεις του Ν. 1568/1985 και του ΠΔ 17/1996 και εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 2 § 1 αυτού, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, με την εξαίρεση των αναφερόμενων στις επόμενες παραγράφους του ιδίου άρθρου περιπτώσεων, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται, καθώς στις κατ’ ιδίαν (και από τον εκκαλούντα επικαλούμενες) διατάξεις των υπό τους τίτλους «γενικές υποχρεώσεις εργοδοτών», «ενημέρωση εργαζομένων» και «εκπαίδευση εργαζομένων» άρθρων 42, 47 και 48 ορίζει, αντιστοίχως, ότι «Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων (§ 1 του άρθρου 42) … Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων (§ 5 του ιδίου άρθρου) … Ο εργοδότης υποχρεούται: α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων, β) να εφαρμόζει τις υποδείξεις των επιθεωρητών υγείας και ασφάλειας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους, γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, ε) να καταρτίζει πρόγραμμα προληπτικής δράσης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως, την οργάνωση της εργασίας, τις κοινωνικές σχέσεις, περιβαλλοντικούς και τεχνολογικούς παράγοντες, αλλά και ψυχοκοινωνικούς κινδύνους, στ) να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, ζ) να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση και εκπαίδευση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 48, η) να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων (§ 6 του ιδίου άρθρου) … Ο εργοδότης εφαρμόζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5, βάσει των ακόλουθων γενικών αρχών πρόληψης: α) αποφυγή των κινδύνων, β) εκτίμηση των κινδύνων που δεν μπορούν να αποφευχθούν, γ) προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο, ειδικότερα όσον αφορά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας, καθώς και την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας και των μεθόδων εργασίας και παραγωγής, προκειμένου ιδίως να μετριασθεί η μονότονη και ρυθμικά επαναλαμβανόμενη εργασία και να μειωθούν οι επιπτώσεις της στην υγεία, δ) αντικατάσταση του επικινδύνου από το μη επικίνδυνο ή το λιγότερο επικίνδυνο, ε) προγραμματισμός της πρόληψης με στόχο ένα συνεκτικό σύνολο που να ενσωματώνει στην πρόληψη την τεχνική, την οργάνωση της εργασίας, τις συνθήκες εργασίας, τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και την επίδραση των παραγόντων του περιβάλλοντος στην εργασία, στ) καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους, ζ) προτεραιότητα στη λήψη μέτρων ομαδικής προστασίας σε σχέση με τα μέτρα ατομικής προστασίας, η) προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις και θ) παροχή των κατάλληλων οδηγιών στους εργαζομένους (§ 7 του ιδίου άρθρου) … Ο εργοδότης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους στην επιχείρηση να λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες όσον αφορά: α) στη νομοθεσία που ισχύει, σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και τον τρόπο εφαρμογής της από την επιχείρηση, β) στους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία, καθώς και τα μέτρα και τις δραστηριότητες προστασίας και πρόληψης που αφορούν είτε στην επιχείρηση εν γένει, είτε σε κάθε είδους θέση εργασίας και καθηκόντων …, και γ) στα μέτρα που λαμβάνονται κατ` εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 45 (άρθρο 47 § 1) … Ο εργοδότης εξασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών επ` ευκαιρία: α) της πρόσληψης του, β) τυχόν μετάθεσης ή αλλαγής καθηκόντων, γ) εισαγωγής ή αλλαγής εξοπλισμού εργασίας και δ) εισαγωγής νέας τεχνολογίας που αφορά ειδικά τη θέση εργασίας ή τα καθήκοντα του (§ 1 του άρθρου 48) … Η εκπαίδευση αυτή πρέπει: α) να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνων και β) αν χρειάζεται, να επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (§ 2 του ιδίου άρθρου) … Ο εργοδότης εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι σε εξωτερικές επιχειρήσεις, που εκτελούν εργασίες στην επιχείρηση του, έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες, όσον αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία κατά τις δραστηριότητες τους σ’ αυτή (§ 3 του ιδίου άρθρου) … Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δικαιούνται να λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση (§ 4 του αυτού άρθρου) … Η εκπαίδευση που προβλέπεται στις παραγράφους 1, 2 και 4 δεν βαρύνει τους εργαζομένους ή τους εκπροσώπους τους. Η εκπαίδευση που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 πρέπει να παρέχεται κατά την ώρα εργασίας (§ 5 του εν λόγω άρθρου)». Πράγματι, με τις διατάξεις αυτές προσδιορίζονται κατά τρόπο γενικό τα πλαίσια της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, χωρίς να γίνεται εξειδίκευση των επιμέρους μέτρων ασφάλειας και υγιεινής, που πρέπει να λαμβάνει ούτε να καθορίζονται συγκεκριμένες πρακτικές ενέργειας ανά τομέα και είδος εργασίας. Επομένως, η παραβίαση των διατάξεων αυτών δεν είναι ικανή να θεμελιώσει την ειδική αμέλεια του εργοδότη ή των προστηθέντων του, που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 16 § 1 του Ν. 551/1915 για την ίδρυση ευθύνης προς αποζημίωση υλικών (περιουσιακής φύσεως) ζημιών, η οποία προϋποθέτει την παράβαση εξειδικευμένων κανόνων που επιβάλλουν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων προβλεπόμενων από ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (ΑΠ 425/2018, ΜονΕφΑνΚρητ. 113/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η παραβίαση των ίδιων διατάξεων δύναται να στοιχειοθετήσει πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του κατά το κοινό δίκαιο και, συνεπώς, είναι ικανή να θεμελιώσει αξίωση του παθόντος από εργατικό ατύχημα προς ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης από αυτό, για την οποία αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια και όχι μόνον η ειδική τοιαύτη από την μη τήρηση των όρων ασφαλείας, που προβλέπονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 408/2021, ΑΠ 220/2021, ΑΠ 531/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η ειδική νομοθεσία (Ν. 551/1915) δεν περιείχε πρόβλεψη περί της αποκαταστάσεως της ηθικής του βλάβης (ΑΠ 246/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ούτε θα μπορούσε να περιέχει, καθώς κατά το χρόνο της εισαγωγής της στην έννομη τάξη ήταν άγνωστος ο θεσμός της ικανοποιήσεως μη περιουσιακής ζημίας (ΜονΕφΠειρ. 230/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλείται σφάλμα ως προς την εφαρμογή του νόμου που οδήγησε στην απόρριψη των περιουσιακής φύσεως αποζημιωτικών αξιώσεών του (για πλασματική αμοιβή αποκλειστικής νοσοκόμας και για δαπάνες βελτιωμένης διατροφής), υποστηρίζοντας συγκεκριμένα ότι εν προκειμένω είχαν ισχύ οι διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων του Ν. 3850/2010, που θεσπίζουν ειδικές υποχρεώσεις του εργοδότη για την εκπαίδευση και την ενημέρωση των απασχολούμενων από αυτόν μισθωτών ως προς τους κινδύνους της εργασίας τους και τις οποίες όφειλε να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως η εκκαλουμένη, κρίνεται απορριπτέος, δεδομένου ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον οι επικαλούμενες διατάξεις δεν θεσπίζουν στην πραγματικότητα ειδικές υποχρεώσεις πρόνοιας του εργοδότη και, συνεπώς, δεν θεμελιώνουν την επικαλούμενη ευθύνη του.
IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ……….., αδελφού του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, η οποία εκτιμάται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, γεννηθείς στις 7.7.1963 και ηλικίας κατά τον κρίσιμο χρόνο πενήντα πέντε [55] ετών, προσλήφθηκε στις 2.4.2018 από τον εναγόμενο ΟΤΑ, προκειμένου να απασχοληθεί σε βοηθητικές εργασίες καθαριότητας για χρονικό διάστημα οκτώ [8] μηνών, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (ως συμβασιούχος ΙΔΟΧ), που συνήφθη κατόπιν δημόσιας πρόσκλησης του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) για την προώθηση της απασχόλησης μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα και προέβλεπε ότι θα τελούσε υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας, διάρκειας τριάντα δύο [32] ωρών σε εβδομαδιαία βάση και θα λάμβανε μηνιαίο μισθό ύψους εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (631,29 €). Στις 13.9.2018 εκτελούσε υπηρεσία περισυλλογής και αποκομιδής κλάδων δένδρων και ογκωδών αντικειμένων από τις δημοτικές οδούς επιβαίνοντας, όπως είχε παραγγελθεί από τον προϊστάμενό του ………….., υπεύθυνο, όπως δεν αμφισβητείται, του τομέα καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου, σε ΔΧ φορτηγό αυτοκίνητο ανοικτού τύπου (με ακάλυπτη καρότσα), όντας μέλος συνεργείου απαρτιζόμενου από τους (ομοίως συμβασιούχους ΙΔΟΧ) δημοτικούς υπαλλήλους και συναδέλφους του ………….., οδηγό του οχήματος και ………….. Στις 14:20 περίπου της ημέρας εκείνης και ενώ το ως άνω όχημα βρισκόταν στη συμβολή των οδών ……. και …… στη Νίκαια, προκειμένου να περισυλλέξει παλαιά έπιπλα, αφημένα από τους δημότες, ο ενάγων υπέστη ατύχημα, καθώς τραυματίστηκε στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ, όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις, οι οποίες, όπως βεβαιώνεται στην εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται, κατέδειξαν «αιμορραγικά στοιχεία στον υπαραχνοειδή χώρο στην άνω και μέση μετωπιαία έλικα ΔΕ, αμφικροταφικά, σύστοιχα με τη σχισμή του Sylvius ΔΕ καθώς και σύστοιχα με τη νήσο του Reif ΔΕ. Παρουσία αιμορραγικών στοιχείων στο δρέπανο μετωπιαία ως επί υποσκληριδίου αιματώματος … Λοξό κάταγμα στο λιθοειδές οστό ΔΕ, που επεκτείνεται στο πρόσθιο τοίχωμα του έξω ακουστικού πόρου και το έξω τοίχωμα της τυμπανικής κοιλότητας. Συνυπάρχει μερική κατάληψη των μαστοειδών κυψελών και του μέσου ωτός». Την επομένη (14.9.2018), στο πλαίσιο επανελέγχου για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, υπεβλήθη εκ νέου σε ΥΤ εγκεφάλου στο Β΄ Ακτινολογικό Εργαστήριο του ιδίου νοσηλευτηρίου και διαπιστώθηκε ότι «…ελέγχεται υπόπυκνη απεικόνιση του κροταφικού πόλου ΔΕ. Ελέγχεται επίσης αύξηση των υπαραχνοειδών αιμορραγικών στοιχείων δεξιά κροταφικά επιχωρίως της αναφερόμενης βλάβης. Νέο εύρημα αποτελεί η παρουσία ισόπυκνου υποσκληρίδιου αιματώματος δεξιά μετωπιαία, μέγιστης διαμέτρου 6 χιλ.». Ο εναγων έλαβε εξιτήριο στις 20.9.2018 και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια, αρχικώς τριάντα [30] ημερών, δηλαδή μέχρι τις 21.10.2018, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε για άλλες δεκαπέντε [15] ημέρες, αρχής γενομένης από τις 22.10.2018. Η σωματική βλάβη του ενάγοντος (κρανιοεγκεφαλική κάκωση), η οποία επιβεβαιώνεται και από το υπ’ αριθμό πρωτοκόλλου ………/9.5.2019 πιστοποιητικό εξέτασης του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», προήλθε αναμφίβολα από βίαιο συμβάν (πρόσκρουσή του με τη δεξιά πλευρά της κεφαλής του σε ανένδοτη επιφάνεια) και ορθώς θεωρήθηκε συνέπεια εργατικού ατυχήματος, τόσον από τον οργανισμό της κοινωνικής του ασφάλισης (βλ. την υπ’ αριθμ. 4.715/21.5.2019 απόφαση του ΕΦΚΑ, όπου γίνεται λόγος για «κάταγμα λιθοειδούς [ΔΕ] έως έξω τυμπανικής κοιλότητας»), όσον και από τον εναγόμενο που αναγνώρισε ότι η απουσία του από την εργασία του επί τριάντα εννέα [39] ημέρες οφειλόταν σε ανυπαίτιο κώλυμά του (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../10.1.2019 βεβαίωση του Τμήματος ΙΔΑΧ – Έκτακτου Προσωπικού της Διεύθυνσης Διοίκησης του εναγομένου Δήμου), αφού έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Όμως, οι ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το ένδικο ατύχημα παρέμειναν αδιευκρίνιστες. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι ο τραυματισμός του οφείλεται σε πτώση του στο δάπεδο της καρότσας του φορτηγού που συνέβη επειδή, ενώ εκείνος τακτοποιούσε ακόμα εκεί τα κλαδιά δένδρων που είχαν περισυλλεχθεί από τη συμβολή των οδών …… και ……, ο οδηγός του εν λόγω οχήματος ……….. έθεσε αυτό αιφνιδίως σε κίνηση, μολονότι είχε ειδοποιηθεί από τον ενάγοντα μέσω του τρίτου συναδέλφου τους …………. να μην το πράξει προτού ενημερωθεί για την ολοκλήρωση της εργασίας του παθόντος, καθώς και ότι ο ίδιος (ενάγων) είχε παραγγελθεί από τον προαναφερθέντα …………., μολονότι εκεί δεν υπήρχε ασφαλής διάταξη συγκρατήσεως του επιβαίνοντος, να παραμένει στην καρότσα, προκειμένου να αποτραπεί ατύχημα στο δρόμο λόγω πτώσεως των μεταφερόμενων αντικειμένων στο οδόστρωμα, ακόμα και κατά την κίνηση του φορτηγού, το οποίο επιπλέον δεν διέθετε περισσότερες από δύο [2] θέσεις στην καμπίνα του και του οποίου είχε ανατεθεί η οδήγηση σε υπάλληλο που δεν είχε λάβει εκπαίδευση κατάλληλη για την προστασία των επιβατών του. Προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του αυτών ο, έχων κατά το άρθρο 338 1 ΚΠολΔ το βάρος της αποδείξεώς τους, ενάγων επικαλέστηκε πρωτοδίκως τη μαρτυρία του αδελφού του, ο οποίος, όμως, όπως παραδέχθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν υπήρξε αυτόπτης του συμβάντος αλλά μετέφερε όσα πληροφορήθηκε από τον οδηγό του εν λόγω φορτηγού …………… Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ότι ο παθών «…στην αρχή έπεσε στο φορτηγό και με το που ξεκίνησε χτύπησε το κεφάλι του και έπεσε κάτω στο πάτωμα…», απέδωσε δε την πτώση στο γεγονός ότι λόγω του όγκου των αντικειμένων που είχαν ήδη περισυλλεχθεί και φορτωθεί στην καρότσα του εν λόγω οχήματος δεν υπήρχε χώρος να τοποθετήσει με ασφάλεια το σώμα του (καθισμένος) ο παθών. Τα λεγόμενά του δεν επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων ……… και ……….., οι οποίες περιέχονται σε δηλώσεις τους περιβληθείσες μεν τον τύπο του άρθρου 8 § 4 του Ν. 1599/1986, λαμβανόμενες όμως υπόψη από το Δικαστήριο, όπως και πρωτοδίκως συνέβη, επειδή κρίνεται, ως εκ του χρόνου εκάστης δηλώσεως (17.10.2018), ότι δεν έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη και ότι, επομένως, η μη τήρηση των διατάξεων για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ή για την κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο δεν τις καθιστά ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/1987, ΝοΒ 1988/75 = Δ 1987/530, ΑΠ 125/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πράγματι, οι συνάδελφοι του ενάγοντος αναφέρουν στις πανομοιότυπες δηλώσεις τους μόνον ότι «Στις 13.9.2018 και ώρα 14:00 περίπου κατά την ώρα της εργασίας μας ο … [ενάγων] … στην προσπάθειά του για τη συγκομιδή παλαιών επίπλων που είχαμε κληθεί να μαζέψουμε έπεσε, με αποτέλεσμα να χτυπήσει. Καλέσαμε το ασθενοφόρο …», χωρίς να διευκρινίζουν ούτε αν η πτώση του παθόντος έλαβε χώρα ενόσω το φορτηγό στο οποίο επέβαιναν είχε τεθεί ήδη σε κίνηση ούτε γιατί αυτός δεν βρισκόταν στην καμπίνα του. Στη δε αχρονολόγητη δήλωση εργατικού ατυχήματος προς το ΙΚΑ, που υπογράφεται και από τον ενάγοντα, αναφέρεται με την ίδια αοριστία απλώς ότι «Ο παθών κατά την ώρα που απασχολούταν στην αποκομιδή ογκωδών αντικειμένων έπεσε και χτύπησε. Εκλήθη το ΕΚΑΒ και διεκομίσθη στο νοσοκομείο». Από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ως προς τη βασιμότητα των αγωγικών ισχυρισμών, που, αν αλήθευαν, θα μπορούσαν καταρχήν να θεμελιώσουν υπαιτιότητα τρίτων για την πρόκληση του τραυματισμού του ενάγοντος και, ειδικότερα, προεχόντως, του οδηγού του φορτηγού …………, που έθεσε αυτό σε κίνηση αιφνιδίως, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι ο παθών είχε λάβει ασφαλή θέση στην καρότσα του οχήματος, του συνοδηγού …………, που δεν απέτρεψε την εκκίνηση του φορτηγού πριν την ολοκλήρωση των ενεργειών του παθόντος και την ασφαλή παραμονή του στην καρότσα, οι οποίοι εν προκειμένω τυγχάνουν αμφότεροι προστηθέντες του εναγομένου. Όλα αυτά αξιολογώντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη του και τον ισχυρισμό του εναγόμενου ΟΤΑ περί του ότι η πτώση του ενάγοντος οφειλόταν σε αποκλειστικά δική του αμέλεια, επειδή δεν επιβιβάστηκε στην καμπίνα του φορτηγού που διέθετε τρεις [3] θέσεις καθήμενων επιβατών αλλά παρέμεινε στην καρότσα του, μολονότι είχε λάβει αντίθετες εντολές, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε υπαιτιότητα του οδηγού του ως άνω οχήματος για την επέλευση του ένδικου εργατικού ατυχήματος και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το αγωγικό κονδύλιο της ηθικής βλάβης ως αβάσιμο, δεχόμενο αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος. Το αποδεικτικό του πόρισμα στήριξε, αφενός, στην κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, κατά την οποία ο ενάγων έχασε την ισορροπία του, έπεσε στην καρότσα του φορτηγού και τραυματίστηκε στο κεφάλι πριν αυτό τεθεί σε κίνηση και, αφετέρου, στις λοιπές αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε ότι το όχημα επί του οποίου συνέβη το ατύχημα ήταν το υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. (πρώην υπό στοιχεία ……..) φορτηγό αυτοκίνητο ανοικτού τύπου, το οποίο, σύμφωνα με την προσκομισθείσα άδεια κυκλοφορίας του διέθετε τρεις [3] θέσεις καθισμάτων στην καμπίνα του, ενώ περαιτέρω έκρινε αναπόδεικτο και τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι είχε προειδοποιήσει τους συναδέλφους του να αναμείνουν την τακτοποίησή του στην καρότσα πριν εκκινήσει το φορτηγό, δεδομένου ότι και ο μάρτυρας αποδείξεως, την κατάθεση του οποίου έκρινε σε κάθε περίπτωση ως «συγκεχυμένη και αντιφατική», ανέφερε προς αιτιολόγηση της αιφνίδιας εκκίνησης του οχήματος την περιορισμένη ορατότητα του οδηγού του λόγω της υπερπληρότητας της καρότσας του. Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε διαπίστωση αδυναμίας σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης ως προς τη βασιμότητα των ισχυρισμών του ενάγοντος και ορθώς μετά ταύτα ήχθη σε απορριπτική του συγκεκριμένου αγωγικού κονδυλίου κρίση. Ελλείψει δε προσκομιδής άλλων ασφαλέστερων αποδεικτικών στοιχείων και στην έκκλητη δίκη αβάσιμοι παρίστανται οι πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη για κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αναιτιολόγητη απόρριψη της αξιώσεώς του να λάβει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Ο δε πρώτος από αυτούς είναι και αλυσιτελής, δεδομένου ότι και αν ακόμα δε ληφθεί υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ως προς τα περιστατικά τα οποία δεν γνωρίζει εκ ιδίων, όπως ο εκκαλών υποστηρίζει, μολονότι τη μαρτυρία του ανεπιφύλακτα επικαλέστηκε με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του, η αγωγή θα παραμείνει οπωσδήποτε αναπόδεικτη, αφού άλλο αποδεικτικό μέσο ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος δεν υφίσταται. Εξάλλου, με δεδομένο ότι ο αγωγικός ισχυρισμός περί πτώσεως του ενάγοντος στη καρότσα του φορτηγού εξαιτίας της αιφνίδιας εκκίνησής του παρέμεινε αναπόδεικτος και στη δευτεροβάθμια δίκη, δεν ασκεί πλέον έννομη επιρροή ο προβαλλόμενος με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η υπαιτιότητα του εναγόμενου Δήμου συνίσταται στο ότι, δια των προεστημένων οργάνων του, που θα έπρεπε να δώσουν σαφείς σχετικές εντολές στους προστηθέντες του εργάτες καθαριότητας, δεν τήρησε, αν και όφειλε, μια συγκεκριμένη αλληλουχία ενεργειών, υποδεικνύουσα την εκκίνηση του φορτηγού μετά τη διαβεβαίωση από το συνοδηγό ότι ο επιβαίνων στην καρότσα εργάτης έχει λάβει ασφαλή θέση, η οποία θα έπρεπε να έπεται της διαβεβαίωσης του τελευταίου προς το συνοδηγό έστω και με νεύματα. Αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος και για το λόγο αυτό απορριπτέος κρίνεται ο ίδιος (δεύτερος) λόγος της ένδικης έφεσης και κατά το τρίτο (και τελευταίο) σκέλος του, με το οποίο ο εκκαλών διαμαρτύρεται επικαλούμενος ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το ως άνω υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………. (τριθέσιο) φορτηγό ήταν αυτό το οποίο πράγματι εκτέλεσε με τη συμμετοχή του παθόντος το δρομολόγιο κατά το οποίο επισυνέβη το ένδικο ατύχημα, επειδή δεν προσκομίστηκε το αντίστοιχο δελτίο κίνησης της ημέρας εκείνης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απρόσφορος να βελτιώσει τη θέση του εκκαλούντος, επειδή ακόμα και αν υποτεθεί αληθές ότι το όχημα στο οποίο επέβαινε διέθετε διθέσια καμπίνα, η έλλειψη θέσης καθήμενου γι’ αυτόν δεν απετέλεσε ζημιογόνο αίτιο εν προκειμένω, όχι μόνον επειδή, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, υπάκουσε σε παραγγελία να παραμείνει στην καρότσα σε κάθε περίπτωση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η σωματική βλάβη του δεν θα είχε αποτραπεί και ότι η επέλευσή της δεν οφείλεται στην έλλειψη θέσεως για τον ίδιο στην καμπίνα αλλά και, προεχόντως, διότι η πτώση του δεν (αποδεικνύεται ότι) επήλθε κατά την κίνηση του οχήματος, οπότε, τότε και μόνον, η είσοδός του στην καμπίνα θα την είχε αποτρέψει. Να σημειωθεί εδώ, παρεμπιπτόντως, ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιγή το αίτημα του εναγόμενου περί αναβολής της συζητήσεως της αγωγής μέχρι το αμετάκλητο πέρας της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε τότε ενώπιον του διενεργούντος προκαταρκτική εξέταση Πταισματοδίκη Πειραιώς. Και τούτο διότι, αν και η έκβαση της ποινικής δίκης θα μπορούσε να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στη διάγνωση της παρούσας αστικής διαφοράς, αφού τα περιστατικά του τραυματισμού του ενάγοντος που θεμελιώνουν το αίτημα της χρηματικής ικανοποίησής του στοιχειοθετούν ενδεχομένως και το ποινικό αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 ΠΚ), εντούτοις δεν συνέτρεχε η βασική προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 250 ΚΠολΔ, στην οποία επιχειρήθηκε το αίτημα αυτό να θεμελιωθεί, δηλαδή η άσκηση ήδη κατά το χρόνο της αναβολής ποινικής δίωξης για τα περιστατικά που συνιστούν το υπόβαθρο και της αστικής αξίωσης (ΑΠ 1479/1984, Δνη 1985/646, ΜονΕφΠειρ. 194/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί ακόμα ότι ούτε και στη δευτεροβάθμια δίκη έχει υποβληθεί αίτημα εφαρμογής του άρθρου 250 ΚΠολΔ ούτε έχει επιβεβαιωθεί η άσκηση ποινικής δίωξης για το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα, γεγονός, που αν είχε συμβεί, θα επέτρεπε στο Δικαστήριο αυτό να επιδιώξει τη συμπλήρωση των ελλιπών αποδείξεων δια της αναβολής της συζήτησης της έφεσης μέχρι να προσκομιστεί η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με τα πρακτικά της ενώπιόν του δίκης, στα οποία, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, θα γινόταν αναφορά από μάρτυρες και κατηγορουμένους στα πραγματικά περιστατικά τα οποία στην αστική αντιδικία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ο παθών – ενάγων.
V. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Σημειώνεται ότι το κατατεθέν παράβολο δεν θα αποδοθεί, παρά το αχρεώστητο της πληρωμής της αξίας του, ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά την έφεση
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε διακόσια ευρώ (200 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ