Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 450/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός   450/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: Α] ………. και Β] …………, ., οι οποίοι στο ακροατήριο παραστάθηκαν μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Σισμανίδου και

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Α] εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού ……. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και Β] ………….., κατοίκου …. Αττικής, επί της λεωφόρου ………., τους οποίους αμφοτέρους στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Τριαντάφυλλος Σπάχος.

Οι καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.2.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./11.2.2020) ανακοπή και τους από 26.2.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../26.2.2020) πρόσθετους αυτής λόγους, επί των οποίων, μετά από συνεκδίκασή τους, εκδόθηκε η με αριθμό 3299/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εκκαλούντες με την από 18.1.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../27.1.2021) έφεσή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 8/2022 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής απόφασης. Ήδη, η έφεση αυτή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 2.2.2022 κλήση των καλούντων – εκκαλούντων (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../3.2.2022), δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε, μετ’ αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Δικαστή και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 2.2.2022 κλήση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/3.2.2022) των εκκαλούντων νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 18.1.2021 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/27.1.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../29.1.2021), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 3299/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που προέρχονται από μίσθωση πράγματος (άρθρο 614 § 1 ΚΠολΔ) και, μετά από συνεκδίκαση της από 11.2.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./11.2.2020) ανακοπής και των από 26.2.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …./26.2.2020) πρόσθετων αυτής λόγων, δέχθηκε την ανακοπή των ήδη εφεσίβλητων και ακύρωσε, για τυπικό λόγο, την υπ’ αριθμ. …./2020 Διαταγή απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση της με αριθμό 8/2022 μη οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που δέχθηκε τυπικά την έφεση και ανέβαλε την οριστική του απόφαση, προκειμένου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 245 ΚΠολΔ, να εμφανιστούν αυτοπροσώπως στο ακροατήριο τα φυσικά πρόσωπα των διαδίκων, για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να παράσχουν διασαφήσεις και διευκρινίσεις επί των ζητημάτων που αναφέρθηκαν στο διατακτικό της. Να σημειωθεί εδώ ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 254 § 3 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, που ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση εφαρμογής του  άρθρου 245 του ιδίου Κώδικα, μιας και η δεύτερη αποτελεί στην ουσία ειδικότερη εκδήλωση της πρώτης (ΟλΑΠ 30/1997, Δνη 1997/1522 = ΝοΒ 1998/188, ΑΠ 1589/2009, ΔΕΕ 2010/731), νομίμως η συζήτηση της έφεσης χωρεί από το Δικαστήριο αυτό μη συγκροτούμενο από τη Δικαστή (την Εφέτη Πειραιώς Μαρία Παπαδογρηγοράκου) που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, μολονότι αυτό θα επέβαλε καταρχήν η ανάγκη διαφύλαξης της αρχής της αμεσότητας της διαδικασίας (ΑΠ 2006/2012, ΑΠ 871/2011, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), επειδή η συμμετοχή της είναι πλέον αδύνατη για φυσικούς λόγους και, συγκεκριμένα, εξαιτίας μεταβολής που στο μεταξύ επήλθε στην υπηρεσιακή της κατάσταση (ΑΠ 712/2021, ΑΠ 1126/2019, ΑΠ 1190/2017, ΑΠ 661/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ειδικότερα δε επειδή δεν μετέχει πλέον στην σύνθεση του 3ου Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς, στη λειτουργική αρμοδιότητα του οποίου εξακολουθεί να υπάγεται η εκδίκαση της ένδικης έφεσης.

ΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 245 ΚΠολΔ η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, που αποβλέπει στη διευκρίνιση των ισχυρισμών τους και του εν γένει πραγματικού υλικού της υποθέσεως, δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο και, συνακόλουθα, δε μπορεί μόνη της να στηρίξει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια των αμφισβητούμενων πραγματικών ισχυρισμών που προβάλλονται στο δικαστήριο (ΑΠ 1088/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 44/2010, Δνη 2010/703, ΑΠ 380/2009, ΝοΒ 2009/1395). Κατά δε τη νομική της φύση η απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του ως άνω άρθρου είναι μη οριστική κατά την έννοια του άρθρου 309 εδαφ. β΄ του ιδίου Κώδικα (ΕφΑθ. 6529/1990, Δνη 1992/857, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 9, αρ. 5, σελ. 144), δυνάμενη να ανακληθεί και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο που την εξέδωσε σε κάθε μεταγενέστερη στάση της δίκης και μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης. Η ανάκληση δικαιολογείται όταν οι σκοπούμενες διασαφήσεις αφορούν σε πραγματικούς ισχυρισμούς εξαρχής σαφείς ή ανάγονται σε ζήτημα που κείται εκτός του αποδεικτέου θέματος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 520, 522, 526, 623, 624, 629, 632, 637, 639 και 642 ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως που κατά παραδοχή ανακοπής ακύρωσε διαταγή πληρωμής χρηματικής απαίτησης (όπως οφειλομένων μισθωμάτων) και απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου για τυπικό λόγο, όπως για έλλειψη έγγραφης απόδειξης της μίσθωσης ή του ποσού της οφειλής, το αντικείμενο της έκκλητης δίκης περιορίζεται στον έλεγχο του κύρους της διαταγής που εκδόθηκε και στην αποδεικτική δύναμη των εγγράφων που προσκομίστηκαν στο δικαστή που την εξέδωσε, χωρίς να μπορεί να επεκταθεί στο ζήτημα της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως με δικαστικά τεκμήρια ή με άλλα έγγραφα εκτός εκείνων των οποίων έγινε επίκληση και προσκομιδή κατά τα άρθρα 626 και 639 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι επί ακυρώσεως της διαταγής εξαιτίας διαδικαστικού απαραδέκτου το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής συνίσταται αποκλειστικά στην έρευνα της συνδρομής των όρων του, δηλαδή της δυνατότητας ή μη απόδειξης της απαίτησης από την έννομη σχέση που εκτέθηκε στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής με βάση τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, οπότε στη μεν πρώτη περίπτωση η ανακοπή απορρίπτεται, στη δε δεύτερη γίνεται δεκτή άνευ ετέρου (ΟλΑΠ 10/1997, Δνη 1997/768 = Δ 2997/179 = ΕΕμπΔ 1997/406 = ΝοΒ 1998/326, ΑΠ 712/2022, ΑΠ 694/2022, ΑΠ 43/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μη οριστική απόφαση του εφετείου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της δίκης, προκειμένου να παρασχεθούν από τους διαδίκους, αυτοπροσώπως εμφανιζόμενους, διευκρινίσεις επί θεμάτων σχετιζομένων με τις περιστάσεις της κατάρτισης και τη μεταγενέστερη αυτής χρήση των αποδεικτικών εγγράφων της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η διαταγή που ακυρώθηκε με την εκκαλουμένη και όχι με το κύρος και την αποδεικτική δύναμη καθαυτή των εγγράφων αυτών, δεν αποβλέπει στη διασάφηση αμφισβητούμενων ισχυρισμών αλλά στην έρευνα της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα μέσα και για το λόγο αυτό είναι ανακλητέα κατ’ άρθρο 309 ΚΠολΔ.

Εν προκειμένω, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος λόγος προταθείς από τους εφεσίβλητους και τότε ανακόπτοντες, συνιστάμενος στην έλλειψη έγγραφης απόδειξης και ακυρώθηκε η υπ’ αριθμ. …../2020 Διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 6.12.2019 αίτηση των ήδη εκκαλούντων και υποχρεώθηκε η μεν τότε καθ’ ης και ήδη πρώτη εφεσίβλητη εταιρία να τους αποδώσει τη χρήση του εκεί αναφερόμενου μισθίου, αμφότεροι δε οι εφεσίβλητοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον και νομιμοτόκως το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ (14.748 €) για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουνίου έως και Δεκεμβρίου του έτους 2019. Ο λόγος της παραδοχής της ανακοπής συνίστατο ειδικότερα στο ότι για την απόδειξη της μίσθωσης είχαν προσκομισθεί το από 27.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης και οι υπ’ αριθμ. …../20.7.2017 και …/20.7.2017 αποδείξεις περί υποβολής εκ μέρους των καθ’ ων η ανακοπή – συνεκμισθωτών δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας στο διαδικτυακό τόπο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), από τα οποία, όμως, το μεν πρώτο δεν έφερε ιδιόχειρη υπογραφή του δεύτερου ανακόπτοντος και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, ενεργούντος με τις ιδιότητες τόσον του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης από αυτούς όσον και του εγγυητή των συμβατικών υποχρεώσεών της, τα δε λοιπά δεν συνοδεύονταν από ηλεκτρονική δήλωση της μισθώτριας και του εγγυητή της περί αποδοχής των παραπάνω ηλεκτρονικών δηλώσεων των συνεκμισθωτών. Με την ένδικη έφεση δεν αμφισβητήθηκε ότι τέτοια αποδοχή πράγματι ουδέποτε δηλώθηκε. Αμφισβητήθηκε μόνον η ορθότητα της παραδοχής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί ανυπαρξίας αποδεικτικής δύναμης του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, για το οποίο έγινε επίκληση ότι έφερε «σκαναρισμένη» την υπογραφή του δεύτερου εφεσίβλητου τόσο στη θέση της υπογραφής της μισθώτριας όσο και στη θέση του εγγυητή, ενώ περαιτέρω υποστηρίχθηκε ότι του ιδίου συμφωνητικού οι εφεσίβλητοι έκαναν χρήση ενώπιον τρίτου, προκειμένου να ηλετροδοτηθεί το μίσθιο. Το Δικαστήριο τούτο με την υπ’ αριθμ. 8/2022 μη οριστική του απόφαση έκρινε σκόπιμο, για τη δημιουργία ασφαλέστερης δικανικής πεποίθησης, να αναβάλει την οριστική του απόφαση και να διατάξει, κατ’ άρθρο 245 ΚΠολΔ, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των εκκαλούντων και του δεύτερου εφεσίβλητου (ή του νόμιμου αναπληρωτή του) προκειμένου να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να παρασχεθούν από αυτούς διευκρινίσεις ως προς α] το «αν  η σκαναρισμένη υπογραφή του δευτέρου εφεσιβλήτου εκπροσώπου της πρώτης εφεσίβλητης, τόσο στη θέση της υπογραφής της μισθώτριας όσο και στη θέση του εγγυητή που εμφαίνονται στο από 27.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως που φέρεται να καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων μερών και να προσκομίστηκε για την έκδοση της με αριθμό ……/2020 διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων … τέθηκαν κατ’ εντολή του δευτέρου εφεσίβλητου νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εφεσίβλητης και σύμφωνα με την πρακτική αυτής, και β) αν το αμέσως προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως προσκομίστηκε από αυτούς σε οποιαδήποτε εταιρία παροχής ρεύματος προκειμένου να ηλεκτροδοτηθεί το μίσθιο που περιγράφεται στο από 27.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως». Η απόφαση αυτή πρέπει να ανακληθεί, επειδή διέταξε ένα μέτρο αλυσιτελές, καθώς τα σημεία επί των οποίων ζητήθηκαν και παρασχέθηκαν οι διευκρινίσεις των ως άνω διαδίκων δεν ενέπιπταν στο αποδεικτέο θέμα, το οποίο περιοριζόταν, κατά τα ανωτέρω, αποκλειστικά στο (μη αμφισβητούμενο άλλωστε) ζήτημα της έλλειψης ιδιόγραφης υπογραφής στο επίμαχο μισθωτήριο, στο οποίο αντ’ αυτής είχε τεθεί «σκαναρισμένη» η ιδιόγραφη υπογραφή του δεύτερου εφεσίβλητου. Επομένως, ερευνητέος απέβαινε μόνον ο νομικός ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι, η κατά τις παραδοχές τους υφιστάμενη «σκαναρισμένη», αναπλήρωνε την ελλείπουσα ιδιόγραφη υπογραφή στο μισθωτήριο και όχι αν για την τεθείσα υπήρχε ή όχι εντολή του δεύτερου εφεσίβλητου ή αν η θέση της απηχούσε «πρακτική» της πρώτης εφεσίβλητης, καθόσον μάλιστα τέτοιοι ισχυρισμοί δεν (εκτίθεται στην έφεση ότι) είχαν προβληθεί ούτε ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε την ακυρωθείσα Διαταγή ούτε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επιπλέον, η χρήση του ιδίου μισθωτηρίου ενώπιον τρίτου, της οποίας έγινε επίκληση με την έφεση αλλά και πρωτοδίκως, ακόμα και αν  αποδεικνυόταν με άλλα μέσα (όχι όμως με βάση μόνες τις διασαφήσεις των διαδίκων), θα οδηγούσε ενδεχομένως στο συμπέρασμα ότι η ένδικη σύμβαση μίσθωσης είχε πράγματι καταρτιστεί (έστω ατύπως), δεν θα προσέδιδε όμως την αποδεικτική ισχύ στο επίμαχο μισθωτήριο, της οποίας την έλλειψη διαπίστωσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

ΙΙΙ. Κατά τα άρθρα 623 και 637 ΚΠολΔ αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου και πληρωμής οφειλομένων μισθωμάτων είναι η ύπαρξη (και η προσκομιδή) εγγράφου από το οποίο, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με άλλα έγγραφα (ΑΠ 1342/2017, Ε7 2018/1133), να αποδεικνύεται η μισθωτική σύμβαση και το οφειλόμενο μίσθωμα. Στην έννοια του αποδεικτικού εγγράφου περιλαμβάνονται τόσον τα δημόσια (συμβολαιογραφικά) όσον και τα ιδιωτικά, εκείνα δηλαδή με τα οποία ο ιδιώτης που συμβάλλεται για τη σύναψη μισθωτικής σύμβασης αποκτά τη χρήση του μισθίου και αναλαμβάνει τις εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις (ΑΠ 1305/2009, ΧρΙΔ 2010/465) και τα οποία συνιστούν έγγραφα διαθέσεως (δικαιοπρακτικά), χωρίς να αποκλείεται η απόδειξη των ανωτέρω γεγονότων και από έγγραφα μαρτυρίας (περιλαμβάνοντα όχι ανάληψη υποχρεώσεως αλλά βεβαίωση του εκδότη τους ως προς το πραγματικό περιστατικό της παραχώρησης της χρήσης του μισθίου και ως προς το ύψος του μισθώματος, βλ. σχετ. ΕφΑθ. 805/1987, Δνη 1988/307). Όσον αφορά τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου κατεξοχήν δικαιοπρακτικό έγγραφο, περιέχον τη δήλωση βούλησης του μισθωτή είναι το μισθωτήριο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 160 ΑΚ και 443 ΚΠολΔ, έχει αποδεικτική δύναμη όταν φέρει ιδιόγραφη υπογραφή του εκδότη του (ΕφΑθ. 1503/2010, Αρμ. 2010/1197), δηλαδή σημείωση του ονοματεπωνύμου του με δική του γραφική ενέργεια, που αποδίδει τον ατομικό του χαρακτήρα και είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η αναγνωρισιμότητα της ταυτότητας του δηλούντος στις συναλλαγές (Ρ. Παντελίδου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 160, αρ. 1, σελ. 439). Η απαίτηση ιδιόχειρης υπογραφής αποκλείει τη δυνατότητα υποκαταστάσεώς της από μηχανικό μέσο και θέσεώς της λ.χ. με σφραγίδα (Γ. Ράμμος, ΕρμΑΚ, άρθρο 160, αρ. 5, Σ. Βρέλλης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος I, 1982, άρθρο 160, αρ. 12, σελ. 252), καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται βεβαιότητα ότι η δήλωση προέρχεται πράγματι από τον εκδότη του εγγράφου (ΣτΕ 3279/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου μάλιστα και ότι  ο νόμος εξομοιώνει την ιδιόχειρη υπογραφή με αυτήν που αποτυπώνεται με μηχανικό μέσο μόνον στην περίπτωση των ανωνύμων τίτλων που εκδίδονται σε μεγάλο αριθμό (ΑΠ 336/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ποινική απόφαση), οπότε είναι επιτρεπτή η αναπαραγωγή της άπαξ τεθείσας ιδιοχείρως υπογραφής του εκδότη τους με μηχανικό μέσο, δηλαδή ο μηχανικός πολλαπλασιασμός της (Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 54, σελ.157). Εκτός από την περίπτωση αυτή (και όσων ορίζονται στο άρθρο 443 ΚΠολΔ περί της δυνατότητας να τεθεί «αντί της υπογραφής» άλλο σημάδι από τον εκδότη εγγράφου που δεν μπορεί να υπογράψει), αναπλήρωση της ιδιόχειρης υπογραφής επιτρέπεται μόνον από ηλεκτρονική υπογραφή, απλή ή προηγμένη κατά την έννοια του ΠΔ 150/2001, που ίσχυε κατά το χρόνο της φερόμενης σύναψης της επίμαχης και αμφισβητούμενης μισθωτικής σύμβασης και ήδη εγκεκριμένη κατά το Ν. 4727/2020 (ΦΕΚ Α 184/23.9.2020) για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση, όπως αυτή που συνάγεται από την αναγραφή με τη χρήση ατομικού (και μοναδικού) κωδικού στο ηλεκτρονικό έντυπο του διαδικτυακού τόπου της ΑΑΔΕ, αφενός, της δήλωσης εκ μέρους του εκμισθωτή των ουσιωδών στοιχείων της σύμβασης μίσθωσης και, αφετέρου, της αποδοχής εκ μέρους του μισθωτή των όρων αυτών με όμοιο τρόπο, περί των οποίων, όμως, εδώ δεν πρόκειται, αφού δεν αμφισβητείται ότι οι από 20.7.2017 ηλεκτρονικές δηλώσεις των εκκαλούντων δεν έγιναν αποδεκτές από τους εφεσίβλητους, γεγονός που, αν είχε συμβεί, θα συγκροτούσε το πραγματικό σύναψης σύμβασης, δια της σύμπτωσης των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων, νομίμως αποδεικνυόμενης με ηλεκτρονικά έγγραφα, δεδομένου ότι κατά το νόμο η ηλεκτρονική υπογραφή εξομοιώνεται με την ιδιόχειρη υπογραφή και το (ηλεκτρονικό) έγγραφο στο οποίο τίθεται έχει την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με το ιδιοχείρως υπογεγραμμένο. Σε κάθε περίπτωση η απουσία υπογραφής τεθείσας με το νόμιμο τύπο έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της δήλωσης του εκδότη και την ανυπαρξία αποδεικτικής δύναμης του εγγράφου (ΕφΑθ. 2174/2004, Δνη 2006/919). Με απουσία υπογραφής ισοδυναμεί η θέση αντί της ιδιόχειρης, της φυσικής μεν υπογραφής του εκδότη, που αναπαρήχθη όμως με τη χρήση φωτοσαρωτή (σκάνερ) από άλλο έγγραφο στο οποίο είχε τεθεί ιδιοχείρως και μάλιστα ανεξαρτήτως αν η φωτοσάρωση (σκανάρισμα) έγινε σε πρωτότυπο έγγραφο ή μη, αφού σε κάθε περίπτωση η ψηφιοποίηση της φυσικής υπογραφής του προσώπου με τη μέθοδο της φωτοσάρωσης συνιστά αναπαράσταση αυτής, που δεν έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την ιδιόχειρη, αφού δεν παρέχει ισοδύναμα εχέγγυα γνησιότητας, με αποτέλεσμα και το έτσι υπογεγραμμένο συμβατικό κείμενο να συνιστά στην πραγματικότητα ανυπόγραφο έγγραφο. Το ίδιο δε έγγραφο δεν αποκτά ισχύ πρωτοτύπου ακόμα και αν επικυρωθεί νομίμως (άρθρο 449 ΚΠολΔ) ως αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, αφού κατ’ ουσίαν συνιστά, ως προς την υπογραφή του, αντίγραφο (φωτοτυπία) του ανυπόγραφου εγγράφου. Άλλωστε, το αν το έγγραφο του οποίου προσκομίζεται στο δικαστήριο φωτοτυπικό αντίγραφο έχει ή όχι το χαρακτήρα πρωτοτύπου εγγράφου κρίνεται κυριαρχικά από το δικαστήριο και όχι από τον βεβαιώνοντα τη γνησιότητα του αντιγράφου (ΑΠ 1094/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, από το συνολικό περιεχόμενο της ένδικης έφεσης και, ειδικότερα, από τα αναφερόμενα στο ιστορικό της υποθέσεως (σελ. 2 – 3 του εφετηρίου) περιστατικά και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στα πλαίσια του πρώτου (σελ. 12) και του τέταρτου (σελ. 18) λόγου της, συνάγεται ότι οι εκκαλούντες επικαλούνται σαφώς ότι το επίμαχο από 27.6.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μισθώσεως, υπογεγραμμένο από τον δεύτερο εφεσίβλητο, το οποίο ονομάζουν «τελικό πρωτότυπο», τους παραδόθηκε στο μίσθιο ακίνητο από τους υπαλλήλους της πρώτης εφεσίβλητης με εντολή του εξ αυτών ………….., με τον οποίο είχαν συνεννοηθεί για την κατάρτιση της μίσθωσης, ότι στο συμφωνητικό αυτό η πρώτη εφεσίβλητη είχε θέσει «σκαναρισμένη υπογραφή – σφραγίδα στη θέση ΜΙΣΘΩΤΗ και την σκαναρισμένη υπογραφή του ………… στη θέση ΕΓΓΥΗΤΗ …, αφού αυτή ήταν η πρακτική της και πρόκειται για περίπτωση νόμιμης εκπροσώπησής της, χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική και αυτοπρόσωπη διαδικασία υπογραφής από το νόμιμο εκπρόσωπό της…» και ότι το πρωτότυπο αυτό προσκομίστηκε στο Δικαστή που εξέδωσε την ακυρωθείσα Διαταγή. Με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς απέδωσαν στη συνέχεια στην εκκαλουμένη σφάλμα ως προς την εφαρμογή του νόμου, υποστηρίζοντας ότι το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν «νόμιμα καταρτισμένο» και μπορούσε να αποδείξει τη σύναψη της αμφισβητούμενης μίσθωσης. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν οι εκκαλούντες επικαλούνται ως αποδεικτικό των απαιτήσεών τους ένα κατ’ ουσίαν ανυπόγραφο έγγραφο, αφού η συνομολογούμενη θέση επ’ αυτού φωτοσαρωμένης της υπογραφής του δεύτερου εφεσίβλητου δεν προσδίδει αποδεικτική ισχύ στο επίμαχο μισθωτήριο. Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι της ένδικης έφεσης δεν είναι νομικά βάσιμοι και πρέπει, χωρίς άλλη έρευνα, να απορριφθούν.

IV. Εξάλλου, οι λόγοι της έφεσης πρέπει να εκθέτουν σαφώς τις πλημμέλειες που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (ΑΠ 1168/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 305/2001, Δνη 2001/1318 = ΔΕΝ 2001/1232 = ΕΕΔ 2002/1108, ΑΠ 1129/1995, Δνη 1997/591, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Περαιτέρω, από το άρθρο 520 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν αντιστοιχεί σε νομική ή πραγματική παραδοχή της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη (ανύπαρκτη) παραδοχή δεν άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση του δυσμενούς για τον εκκαλούντα διατακτικού της εκκαλουμένης. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216).

Ενόψει αυτών πρέπει εν προκειμένω να απορριφθούν ως απαράδεκτοι και, συγκεκριμένα, Α[ ως επί εσφαλμένων προϋποθέσεων ερειδόμενοι α] ο τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι έσφαλε η εκκαλουμένη ακυρώνοντας την επίδικη Διαταγή, επειδή το ίδιο ως άνω από 27.6.2017 είχε βέβαιη χρονολογία «τουλάχιστον από την 20.7.2017», οπότε και υποβλήθηκε ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ, αφού, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, η υστέρηση της αποδεικτικής δύναμής του δεν οφειλόταν στην έλλειψη βέβαιης χρονολογίας του αλλά στην ανυπαρξία ιδιόχειρης υπογραφής του δεύτερου εφεσίβλητου, ενώ, παράλληλα, υπό τα εκτιθέμενα περί ανυπαρξίας ηλεκτρονικής αποδοχής της μίσθωσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, βέβαιη χρονολογία έλαβε μόνον η δήλωση των εκκαλούντων περί εκμισθώσεως του ακινήτου του και όχι η σύμβαση της μίσθωσης, η οποία ουδέποτε καταρτίστηκε και β] ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες μέμφονται την εκκαλουμένη, επειδή δεν θεώρησε αναπόδεικτο τον ισχυρισμό των αντιδίκων τους ότι η υπογραφή του δεύτερου από αυτούς είχε πλαστογραφηθεί, αφού στην παραδοχή της ανακοπής πρωτοδίκως οδήγησε μόνον η διαπίστωση της ανυπαρξίας υπογραφής επί του επίμαχου μισθωτηρίου και όχι η πλαστογράφηση αυτής και Β] ως αλυσιτελείς γ] ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστήριξαν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο οποίο προσκομίστηκε ακριβές αντίγραφο του προαναφερθέντος «τελικού πρωτοτύπου» της μισθωτικής σύμβασης, έπρεπε, αν έκρινε σκόπιμη την προσκομιδή του τελευταίου, να διατάξει επανάληψη της δίκης και να διορίσει πραγματογνώμονα προκειμένου «να γνωμοδοτήσει αναλόγως» και ο οποίος (ερευνώμενος λόγος) και αν ήθελε υποτεθεί νομικά και ουσιαστικά βάσιμος, δεν θα βελτίωνε τη νομική τους θέση, δεδομένου ότι ακόμα και το «τελικό πρωτότυπο», που βρίσκεται εις χείρας των εκκαλούντων δεν έχει, κατά τα προαναφερόμενα, αποδεικτική δύναμη, αφού είναι στην ουσία ανυπόγραφο, όπως και δ] ο τρίτος λόγος και, συναφώς, ε] ο έκτος λόγος της έφεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια ότι δεν αξιολόγησε ούτε το γεγονός ότι η γνησιότητα του επίμαχου ιδιωτικού συμφωνητικού δεν αμφισβητήθηκε εξωδίκως από τους εφεσίβλητους, που δεν αρνήθηκαν την ύπαρξή του, μολονότι οχλήθηκαν βάσει αυτού για την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων ούτε το γεγονός ότι τα μισθώματα αυτά, των οποίων οι αντίδικοί τους επικαλέστηκαν εξόφληση με την έκδοση της αναφερόμενης επιταγής της Τράπεζας Πειραιώς, ουδέποτε στην πραγματικότητα εξοφλήθηκαν, μιας και η εν λόγω επιταγή ήταν ακάλυπτη και παραμένει εις χείρας τους, αφού, ακόμα και αν οι ισχυρισμοί τους αλήθευαν, δε θα μπορούσε να παραλλάξει το διατακτικό της εκκαλουμένης, το οποίο στηρίχθηκε σε διαδικαστικό απαράδεκτο της προσβληθείσας με την ανακοπή Διαταγής και όχι στην ανυπαρξία της απαιτήσεως των εκκαλούντων, οι οποίοι δεν εμποδίζονται να επιδιώξουν την ικανοποίησή της με αγωγή ή με την υποβολή νέας αίτησης, νομίμως αποδεικνυόμενης (άρθρα 628 § 3 και 641 § 3 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι η παραδοχή έγκυρης κατάρτισης της ένδικης μίσθωσης με βάση τα περιστατικά αυτά θα συνιστούσε συναγωγή συμπεράσματος από δικαστικά τεκμήρια κατά την έννοια του άρθρου 336 § 3 ΚΠολΔ και, ταυτόχρονα, παραβίαση των προαναφερθεισών διατάξεων, κατά τις οποίες στη δίκη της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής οφειλομένων μισθωμάτων ή απόδοσης της χρήσης μισθίου δεν ερευνάται ούτε παρεμπιπτόντως είτε η ύπαρξη εκάστης απαιτήσεως είτε η δυνατότητα αποδείξεώς της ή με άλλα (πλην εγγράφων) μέσα ή με άλλα αποδεικτικά έγγραφα, εκτός από εκείνα που τέθηκαν υπόψη του δικαστή που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή.

V. Τέλος, με τον έβδομο (και έσχατο) λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες προσβάλλουν τη διάταξη της εκκαλουμένης τη σχετική με την επιβολή της δικαστικής δαπάνης, παραπονούμενοι για τον σε βάρος τους καταλογισμό των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούσαν στο αντικείμενο της ανακοπής που έγινε δεκτή. Ο λόγος αυτός, ο οποίος, αφενός, προβάλλεται παραδεκτώς κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068) και, αφετέρου, κρίνεται αυτοτελώς, ανεξαρτήτως δηλαδή του ότι απορρίφθηκαν οι λόγοι που αφορούσαν την ουσία της υποθέσεως (πρβλ ΕφΑθ. 1289/2002, Δνη 2002/1714), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, όπως στη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ ορίζεται, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 476/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, το χρηματικό αντικείμενο της ανακοπής (14.748 €) δικαιολογεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων που νίκησαν στο χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων ογδόντα έξι ευρώ (986 €).

VI. Μετά ταύτα και επειδή άλλος λόγος δεν προβάλλεται προς έρευνα, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη έφεση, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Ανακαλεί την υπ’ αριθμ. 8/2022 προηγούμενη απόφασή του κατά το αναβλητικό μέρος της

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Αυγούστου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ