Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 391/2023

Αριθμός    391/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Λεωνίδα Μαραβέλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελένη Κοσσένα.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή του, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2590/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 21.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2021- ……/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 21.4.2021 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2021 και αρ. εκθ. κατ΄ Εφ. ………../2021) έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος προσβάλλεται η με αριθμό 2590/2020 οριστική απόφαση του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 19.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/2019 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, με την οποία ο ενάγων, επικαλούμενος ότι με το από 11-1-2011 Ιδιωτικό συμφωνητικό, οι διάδικοι συμφώνησαν να περιορισθούν οι έναντι του εναγόμενου ληξιπρόθεσμες και δικαστικώς αναγνωρισμένες αμετακλήτως απαιτήσεις του ενάγοντος με την με αριθμό 344/2009 απόφασης του Αρείου Πάγου στο ποσό των 60.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο ο εναγόμενος αναγνώρισε ότι του οφείλει και υποσχέθηκε να του καταβάλει. Ότι με βάση την ανωτέρω συμφωνία, ο εναγόμενος κατέβαλε στον ενάγοντα, μέχρι και το έτος 2014 το ποσό των 45.000.000 δολαρίων ΗΠΑ.  Ότι δυνάμει διαδοχικώς συμφωνητικών τροποποίησης του ως άνω συμφωνητικού συμφωνήθηκαν τα ειδικώς αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι ο εναγόμενος, μη καταβάλλοντας τα οφειλόμενα ποσά κατά τις δήλες ημέρες καταβολής, κατέστη υπερήμερος και οφείλει να του καταβάλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 3.136.000 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στην ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μέχρι την 30-6-2019 οφειλή του εναγόμενου, καθώς επίσης δέον όπως υποχρεωθεί να του καταβάλει και τις δόσεις που θα καταστούν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές από 30-9-2019 έως και 31-12-2021, ενόψει του ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή προληπτικής έννομης προστασίας κατ΄ άρθρο 69 ΚΠολΔ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά τον παραδεκτό με τις προτάσεις αρχικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό και ακολούθως με δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά πριν από την έναρξη της συζητήσεως, περαιτέρω περιορισμό αυτού στο ποσό των 820.000 δολαρίων ΗΠΑ (άρθρα 223 εδ. α, σε συνδ. με τα άρθρα 295 περ. 1, 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το ως άνω ποσό σε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα, άλλως στο ισάξιο του άνω ποσού σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα ισοτιμία των δύο νομισμάτων, ήτοι του δολαρίου ΗΠΑ έναντι του ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής της οφειλής, άλλως στο ισάξιο του ως άνω ποσού σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημερομηνία εκάστης συμφωνημένης δήλης ημέρας καταβολής, το οποίο ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 703.616,48 ευρώ, νομιμοτόκως από όταν κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επομένη της επίδοσης της από 23~5~ 2018 εξωδίκου οχλήσεως του προς τον εναγόμενο, η οποία επιδόθηκε στις 25-5-2018, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, με βάση την επικαλούμενη σύμβαση συμβιβασμού, διαφορετικά με τις διατάξεις περί αναγνώρισης χρέους, άλλως σε περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η μεταξύ τους σύμβαση, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι ο εναγόμενος κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος σε βάρος του ενάγοντος κατά το προαναφερόμενο ποσό. Με την με αριθμό 2590/2020 οριστική απόφαση του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 820.000,00 δολαρίων ΗΠΑ σε ευρώ με βάση την ισχύουσα ισοτιμία των δυο νομισμάτων, ήτοι του δολαρίου έναντι του ευρώ, κατά την ημερομηνία πληρωμής της οφειλής και καταδίκασε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των 25.330,00 ευρώ.

Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Η διάταξη αυτή τέθηκε για την εξασφάλιση, μεταξύ άλλων και, του εφεσίβλητου ως προς την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, παρά τις θεωρητικές επιφυλάξεις (βλ. σχετ. Ι. Καράκωστα, Το άρθρο 169 ΚΠολΔ και η ανάγκη αναθεώρησής του, σε ΕφΑΔ 2009/1318 και Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 169, αρ. 2), ως προς τη συνταγματικότητά της και την προσαρμογή της προς το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή Σύμβασης της Ρώμης της 4ης.11.1950, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και προς τα άρθρα 21 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C– 364/18.12.2000), ο οποίος κατά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, που έχει κυρωθεί με το Ν. 3671/2008, έχει καταστεί νομικά δεσμευτικός, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με αυτή των Συνθηκών, έχει νομολογιακώς κριθεί ότι αποσκοπεί όχι μόνο στη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα αλλά και στην περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό είναι συμβατή και με το άρθρο 20 του ισχύοντος Συντάγματος και με το κοινοτικό δίκαιο, αφού η εφαρμογή της δεν προσβάλει το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια (ΑΠ 990/2008, Δνη 2008/739, ΤριμΕφΠειρ. 56/2016, 709/2015, 461/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Από δε το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνες των άρθρων 162, 171 και 172 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται όλες και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η αίτηση για την παροχή εγγυοδοσίας αποτελεί διακωλυτική (αναβλητική) της δίκης ένσταση, η οποία, προκειμένου για τη συζήτηση ενδίκου μέσου, προβάλλεται με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 περ. γ ΚΠολΔ (ΑΠ 167/2015, Ε7 2015/715, ΤριμΕφΠειρ. 163/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1849/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εξετάζεται πριν από οποιαδήποτε έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας, νομικής και ουσιαστικής, της εφέσεως, δεδομένου ότι, αν το δικαστήριο διατάξει εγγυοδοσία, δεν προχωρεί στη συζήτησή της, ώσπου να κατατεθεί το ποσό αυτής, αν δε η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία παρέλθει άπρακτη, το ίδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η έφεση (ΑΠ 1709/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σχετική με την εγγυοδοσία κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου σχηματίζεται προαποδεικτικώς με ελεύθερη εκτίμηση των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του (άρθρο 162 ΚΠολΔ) και το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 169 ΚΠολΔ, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εφεσίβλητος (ΑΠ 1875/2014, ΧρΙΔ 2015/283), ενώ η ένσταση κρίνεται βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1269/2019, ΧριΔ 2020/211 = ΝοΒ 2020/257, ΑΠ 304/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009/1536 = ΕπισκΕΔ 2010/91 = ΕΕμπΔ 2010/395 = ΕπΙΔικΙΑ 2010/75). Κριτήριο δε της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας, η οποία δεν εξαρτάται από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου από τους αντιδίκους, είναι η οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διάδικου (ΑΠ 167/2015, ο.π.), η οποία συνεπάγεται προφανή κίνδυνο μη εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ’ αυτά του τελευταίου. Επομένως, μόνος ο ισχυρισμός περί έλλειψης περιουσίας στην Ελλάδα του υπόχρεου διαδίκου, χωρίς ταυτόχρονη επίκληση εν γένει αφερεγγυότητάς του, δεν αρκεί για την καταδίκη σε εγγυοδοσία, ενώ η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται ούτε όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 567/1983, Αρμ. 1984/474, Π. Κοντογεωργακόπουλος – Β. Α. Χατζηϊωάννου, Σκοπός και προϋποθέσεις εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα [169 ΚΠολΔ], παρατηρήσεις κάτω από την ΠΠΠειρ. 3805/2014, σε ΝοΒ 2015/750 επομ. [753]). Αντιθέτως, προφανής κίνδυνος υπάρχει όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, τυγχάνει άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ιδίου του αντιδίκου του (και αιτούντος) και εν γένει αφερέγγυος (ΑΠ 1876/2009, ΕφΑΔ 2010/338, ΑΠ 308/2009, ο.π., ΤριμΕφΑθ. 936/2018, ΤριμΕφΠειρ. 416/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 682/2005, ΠειρΝομ. 2005/526, ΕφΑθ. 132/1999, Δνη 1999/1125). Επί εμπορικής εταιρίας γενικά ένδειξη αφερεγγυότητάς της αποτελεί η παύση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, συνεπεία λύσεως της και θέσεώς της υπό καθεστώς εκκαθάρισης, εφόσον δεν διατηρεί περιουσιακά στοιχεία, στα οποία συμπεριλαμβάνονται μεν και οι απαιτήσεις της έναντι τρίτων, όχι όμως και οι εκάστοτε επίδικες που στρέφονται κατά του αντιδίκου της, ενώ, ειδικότερα, επί ναυτικής εταιρίας πλοίων αναψυχής του Ν. 3182/2003, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4256/2014 και οι διατάξεις του πρώτου μέρους του ήδη καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από το Ν. 4926/2022,  οικονομική αδυναμία μπορεί να καταφαθεί όταν έχει τεθεί σε εκκαθάριση με διοικητική πράξη για το λόγο ότι  έπαυσε η ισχύς της άδειας του μοναδικού της πλοίου, το οποίο εκμεταλλευόταν ως επαγγελματικό σκάφος αναψυχής ή όταν έχει απωλέσει την κυριότητά του, αφού τα γεγονότα αυτά συνεπάγονται έλλειψη περιουσίας και αδυναμία προσπορισμού εισοδήματος από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 176, 183, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως ο ηττώμενος εκκαλών καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του, εφόσον ο εφεσίβλητος υποβάλει σχετικό αίτημα, ακόμα και αν δεν συνυποβάλει κατάλογο εξόδων. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 63 § 1 περ. i, 64 § 1, 68 §§ 1, 2, 69 και 75 § 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως ισχύει, συνάγεται ότι επί απορρίψεως της εφέσεως η αμοιβή του δικηγόρου του εφεσίβλητου για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι διπλάσια από την αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται αναλογικά σε ποσοστό της αξίας του αντικειμένου της δίκης και, συγκεκριμένα, σε ποσοστό α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €), β) 1,5 % όταν η ίδια αξία ανέρχεται από το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ενός ευρώ (200.001 €) μέχρι τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (750.000 €), γ) 1% όταν ανέρχεται μέχρι του ποσού του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (1.500.000 €), δ) 0,5% όταν ανέρχεται μέχρι τα τρία εκατομμύρια ευρώ (3.000.000 €), ε) 0,3% όταν ανέρχεται μέχρι τα έξι εκατομμύρια ευρώ (6.000.000 €) και στ) 0,2% όταν ανέρχεται από το ποσόν των έξι εκατομμυρίων ενός ευρώ (6.000.001 €) μέχρι τα δώδεκα εκατομμύρια ευρώ (12.000.000 €), υποκλιμακούμενη περαιτέρω μέχρι ποσοστού 0,05% για τις διαφορές με μεγαλύτερης αξίας περιουσιακό αντικείμενο, ενώ σε περίπτωση περισσότερων εφεσίβλητων, η αμοιβή του δικηγόρου τους αυξάνεται κατά ποσοστό 5% για καθέναν των πέραν του ενός από αυτούς, χωρίς να μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το διπλάσιο.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση και προ παντός άλλου ισχυρισμού του επικαλείται ότι υφίσταται έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα του εκκαλούντος, που δεν διαθέτει εμφανή περιουσία στην Ελλάδα στερούμενος παντελώς περιουσιακών στοιχείων ή εισοδημάτων και υποβάλλει αίτημα να υποχρεωθεί ο τελευταίος να παράσχει εγγυοδοσία ποσού σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,000 €) για τα δικαστικά έξοδα της έκκλητης, όπως εκτιμάται, δίκης. Το αίτημα αυτό, το οποίο έχει χαρακτήρα δικονομικής, αναβλητικής της δίκης, ένστασης, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 263 περ. γ ΚΠολΔ με τις έγγραφες προτάσεις του εφεσίβλητου και είναι νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμο και από ουσιαστική άποψη.

Από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων και των εγγράφων που προς απόδειξή τους νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι κατήρτισαν στην Αθήνα, το από 11-1-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο, συμφώνησαν να περιορισθούν οι έναντι του εναγόμενου ληξιπρόθεσμες και δικαστικώς αναγνωρισμένες αμετακλήτως με την με την με αριθμό 344/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου απαιτήσεις του ενάγοντος στο ποσό των 60.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο ο εναγόμενος αναγνώρισε ότι του οφείλει και υποσχέθηκε να του καταβάλει, σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείκνυε ο εν άγων, κατά το ήμισυ του ποσού (30.000.000 δολάρια ΗΠΑ) εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υπογραφής του συμφωνητικού, ήτοι έως 18-1-2011 και το υπόλοιπο ποσό (30.000.000 δολάρια ΗΠΑ) σε έξι ισόποσες ετήσιες άτοκες δόσεις ύφους 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ έκαστη, με την πρώτη δόση καταβλητέα την 3-1-2012 και τις επόμενες δόσεις ανά έτος, αντίστοιχα, υπό τους ειδικότερους όρους του ως άνω συμφωνητικού. Με βάση την ανωτέρω συμφωνία, ο εναγόμενος κατέβαλε στον ενάγοντα, εμπροθέσμως την 11-1-2011, το ποσό των 30.000.000 δολαρίων ΗΠΑ και αντιστοίχως την 20-12-2011, την 17-12- 2012 και την 23- 12-2013, τις τρεις πρώτες δόσεις, ποσού 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ έκαστη, ήτοι συνολικού ποσού 15.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, τηρώντας μέχρι και το έτος 2014 επακριβώς τους όρους του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού και έχοντας καταβάλλει μέχρι τότε το ποσό ύψους 45.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Περί τα τέλη του έτους 2014 λόγω επικαλούμενης προσωρινής αδυναμίας καταβολής των οφειλόμενων υπογράφηκε το από 19-12-2014 συμφωνητικό τροποποίησης του από 11-1-2011 συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου επιμηκύνθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του ανεξόφλητου ποσού. Ότι αρχές Ιανουάριου 2016 ο εναγόμενος επικαλούμενος και πάλι οικονομική δυσχέρεια ζήτησε εκ νέου την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ανεξόφλητου ποσού, αίτημα που έγινε αποδεκτό εκ νέου από τον ενάγοντα και υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων το από 12-1-2016 συμφωνητικό τροποποίησης του από 11-1-2011 συμφωνητικού. Ο εναγόμενος, χωρίς να αμφισβητήσει την προς τον ενάγοντα οφειλή, αθέτησε τους όρους της ως άνω τροποποίησης, και ουδέν ποσό κατέβαλε στον ενάγοντα. Ότι ακολούθως, κατόπιν νέου αιτήματος του εναγομένου, υπεγράφη μεταξύ τους το από 3-10-2016 συμφωνητικό τροποποίησης του από 11-1- 2011 συμφωνητικού. Ο εναγόμενος, χωρίς ουδέποτε να αμφισβητήσει την προς τον ενάγοντα οφειλή του, αθέτησε τους όρους και του ως άνω συμφωνητικού, καταβάλλοντας μόλις 323.000 δολάρια ΗΠΑ την 28-12-2016, 73.000 δολάρια ΗΠΑ την 5-10-2017 και 40.000 δολάρια ΗΠΑ την 3-1-2018, αντίστοιχα. Σε γενόμενη διαμαρτυρία του ενάγοντος ο εναγόμενος ζήτησε εκ νέου προθεσμία εξόφλησης των οφειλομένων διαβεβαιώνοντας τον ότι θα προβεί σε εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να εξοφλήσει την οφειλή του. Οι διάδικοι συνήψαν το από 21-3-2018 συμφωνητικό τροποποίησης του από 11-1-2011 συμφωνητικού, το οποίο προέβλεπε την εξόφληση του κατά το χρόνο εκείνο υπολοίπου κεφαλαίου ύψους 9.820.000 δολαρίων ΗΠΑ, σε  είκοσι δόσεις με καταληκτική ημερομηνία πληρωμής της 1ης δόσης την 30-3-2018 και της 20 ης δόσης αντίστοιχα την 31-12-2021, με συμφωνημένο ετήσιο επιτόκιο 5%, διατηρούμενων των λοιπών όρων του από 11-1-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού ως είχαν. Ότι παρά την καλόπιστη στάση του, ο εναγόμενος δεν τήρησε στο ελάχιστο τις συμβατικές του υποχρεώσεις, επικαλούμενος οικονομική αδυναμία και κατέβαλε μόνον και με καθυστέρηση την 4-4-2018 ποσό 110.000 δολαρίων ΗΠΑ, προς εξόφληση της πρώτης, λήγουσας την 30-3-2018, δόσης. Την 23-5-2018 απέστειλε στον εναγόμενο νέα εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, η οποία επιδόθηκε σ΄ αυτόν στις 25-2-2018, καλώντας τον να καταβάλει το αργότερο μέχρι την 30-5-2018 το ποσό των 220.000 δολαρίων ΗΠΑ και να τηρήσει στο ακέραιο τις λοιπές συμβατικές υποχρεώσεις του, πλην όμως ο εναγόμενος παρά τις προφορικές και έγγραφες οχλήσεις του, αδιαφόρησε και, με εξαίρεση μια τελευταία μερική καταβολή ποσού 60.000 δολαρίων ΗΠΑ την 1-6-2018, σε ουδεμία άλλη καταβολή προέβη έκτοτε και μέχρι τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, παρότι ουδέποτε είχε αρνηθεί ή αμφισβητήσει την ένδικη αξίωση. Ο εναγόμενος, μη καταβάλλοντας τα οφειλόμενα ποσά κατά τις δήλες ημέρες καταβολής, κατέστη υπερήμερος και οφείλει να του καταβάλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 3.136.000 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στην ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μέχρι την 30-6-2019 οφειλή του εναγόμενου και ως προς τις δόσεις που θα καταστούν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές από 30-9-2019 έως και 31-12-2021.

Ο εκκαλών ο οποίος έχει την ιδιότητα του επιτιθέμενου διάδικου, ισχυρίζεται με το σημείωμα των προτάσεων του ότι έχει καταστραφεί οικονομικά και ότι η οικονομική του καταστροφή οφείλεται στην προσπάθεια του να καταβάλλει τα οφειλόμενα στον ενάγοντα και συνεπώς συνομολογεί ότι υφίσταται προφανής αδυναμία του για την αντιμετώπιση των οικονομικών υποχρεώσεών του και, συνακόλουθα, σοβαρός κίνδυνος να μην εκτελεστεί η διάταξη της απόφασης, με την οποία, αν απορριφθεί η έφεσή.

Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν πείθεται το Δικαστήριο ότι ο εκκαλών είναι αφερέγγυος και ότι υφίσταται προφανής αδυναμία του για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως οικονομικών υποχρεώσεών του και, συνακόλουθα, σοβαρός κίνδυνος να μην εκτελεστεί η διάταξη της απόφασης, με την οποία, αν απορριφθεί η έφεσή του, θα του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκων του. Τα έξοδα αυτά, καθοριζόμενα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4194/2013 που προαναφέρθηκαν, ανέρχονται σε τριάντα χιλιάδες ευρώ, στα οποία, σε περίπτωση νίκης του, θα έχει , κατ’ ελάχιστον δικαίωμα ο εφεσίβλητος.

Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η περί εγγυοδοσίας αίτηση (ένσταση) του εφεσίβλητου και να υποχρεωθεί ο εκκαλών εντός δύο [2] μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας παροχή εγγυοδοσίας ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000 €) και να ανασταλεί η συζήτηση της εφέσεως μέχρι την κατάθεση της ως άνω εγγυοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 162, 163 και 171 ΚΠολΔ και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αίτηση του εφεσίβλητου .

Υποχρεώνει τον εκκαλούντα στην υπέρ αυτού παροχή εγγυοδοσίας ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000 €), προς εξασφάλιση της πληρωμής των δικαστικών του εξόδων για το δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό, που πρέπει να καταβληθεί εντός προθεσμίας δύο [2] μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση προς αυτήν της παρούσας με κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και προσκομιδή του σχετικού γραμματίου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου εντός της ίδιας προθεσμίας.

Αναστέλλει τη συζήτηση της εφέσεως μέχρι την κατάθεση της εγγυοδοσίας εκ μέρους του εκκαλούντος.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 25 Μαΐου 2023 και δημοσιεύθηκε στο  ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 20 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ