Αριθμός 622/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 21.6.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου …… …… κατά της υπ’ αριθ. 2299/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 15.6.2015 αγωγή του ενάγοντος …… ……, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στον εναγόμενο την 6.6.2017 (βλ. την υπ’ αριθ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 4.7.2017, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 4.7.2017 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ως άνω έφεση.
ΙΙ. Με την από 15.6.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……..) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων ……… (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος …… …… (ήδη εκκαλών) την 26.2.2015 κατέθεσε την με αριθμό ……. έγκλησή του στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία κατήγγειλε: α) ότι την 26.1.2015 και περί ώρα 00.10, επιστρέφοντας στην οικία του επί της οδού . .. στο Πέραμα, δέχθηκε επίθεση από άγνωστο άνδρα, ο οποίος, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τον χτύπησε στο κεφάλι με μια σιδερένια ράβδο, προκαλώντας του πολλαπλά θλαστικά τραύματα στο κεφάλι και κάκωση δεξιάς άκρας χείρας, β) ότι σκοπός της επίθεσης αυτής δεν ήταν η ληστεία, καθόσον ο δράστης ουδέν αφαίρεσε εκ των προσωπικών αντικειμένων που έφερε μαζί του, γ) ότι ο άγνωστος δράστης με πρόθεση προσπάθησε να τον σκοτώσει, άλλως να του προξενήσει επικίνδυνη σωματική βλάβη, παρακινούμενος, όπως έχει υπόνοιες, από τους .. …… (υιό της αδελφής του) και τον πατέρα του, .. …… (ήδη ενάγοντα), ως ηθικούς αυτουργούς, καθόσον ήταν οι μοναδικοί που αφενός είχαν επιδείξει επιθετικότητα σε βάρος του κατά το παρελθόν και αφετέρου είχαν αντιδικία μαζί του και δ) ότι, ειδικότερα, με τον .. …… βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη αναφορικά με την συγκυριότητά τους σε οικόπεδο στο Πέραμα και μάλιστα λίγες ημέρες πριν την εν λόγω επίθεση είχε επιδοθεί στον … …… η σε βάρος του από 4-12-2014 και με αριθμό κατάθεσης …. αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς, επίσης, ότι οι προαναφερόμενοι έχουν επιδείξει επιθετική και βίαιη συμπεριφορά εναντίον του στο παρελθόν και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 2012 ο . …… τον απείλησε στο χώρο της οικοδομής (επί του οικοπέδου όπου ο εγκαλών και ο . ……. είναι συγκύριοι) και ενώπιον εργατών με σφυρί, ενώ και τον Ιούνιο 2013 πάλι ο . ……. κινήθηκε εναντίον του απειλητικά µε ένα τσεκούρι, ενώ και άλλες φορές οι ως άνω εγκαλούμενοι είχαν απειλήσει αυτόν και την οικογένειά του με χυδαίες φράσεις, προβαίνοντας και σε χειρονομίες ασέμνου περιεχομένου. Ότι αυτός (ενάγων) υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, που προκλήθηκε από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του εναγομένου, ο οποίος υπέβαλε σε βάρος του έγκληση με το ανωτέρω ψευδές και συκοφαντικό γι’ αυτόν περιεχόμενο, το οποίο και ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του ιδίου (ενάγοντος) για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη, για την οποία και απολογήθηκε ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου του Α.Τ. Περάματος, ενώ, επίσης, ο εναγόμενος, με την ως άνω έγκλησή του, ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων, εν γνώσει του, τα προαναφερόμενα ψευδή και προσβλητικά για την τιμή και την υπόληψή του γεγονότα, όπως αυτά αναφέρονται στην έγκληση, το περιεχόμενο της οποίας έχει συμπεριληφθεί αυτούσιο στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος, με την υποβολή της εν λόγω έγκλησής του, διέπραξε σε βάρος του τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου, προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (επιφυλαχθείς για ποσό 44 ευρώ που πρόκειται να αξιώσει για την αιτία αυτή στο αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού διαγνώσθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932 ΑΚ και 229, 363-362 ΠΚ, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.
III. Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1735/2009 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σ` ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε με αυτήν, την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος. Σημειώνεται ότι δεν είναι απαραίτητο ο καταμηνυόμενος να κατονομάζεται επακριβώς ως ο δράστης μίας αξιόποινης πράξης, αλλά αρκεί το ότι, με τα παρεχόμενα στη διώκουσα αρχή στοιχεία, δίνεται σ’ αυτήν η δυνατότητα να στραφεί κατ’ εκείνου (βλ. Α. Κονταξή, ΕρμΠΚ, έκδ. 2000, τόμ. Α΄, άρθρο 229, σελ. 1992). Επίσης, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α – δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας .. ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Ως δικαιολογημένο ενδιαφέρον νοείται η επιδίωξη σκοπού (δημόσιου ή ιδιωτικού, ηθικής ή υλικής φύσεως), ο οποίος αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως άξιος προστασίας. Βασική περίπτωση της παρούσας δικαιολογητικής περίπτωσης αποτελεί το ότι η προσβλητική της τιμής εξωτερίκευση να ήταν εύλογη και αναγκαία για την προστασία του συμφέροντος του δράστη, δηλαδή ότι αποτελεί, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικούς αναγκαίο μέτρο προς διαφύλαξη του δικαιώματος, χωρίς το οποίο η διαφύλαξή του δεν ήταν δυνατή (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, 2014, άρθρο 367 παρ.4, σελ. 663 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό (ένσταση) καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος, λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1436/2017, ΕφΑθ 174/2014, ΕφΠατρ 335/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- IV. Η ανωτέρω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, απορριπτόμενων ως αβασίμων όσων υποστηρίζει ο εκκαλών (εναγόμενος) και δη ότι η αγωγή είναι αόριστη. Και τούτο, γιατί η αγωγή περιλαμβάνει αναλυτικά τις φερόμενες ως ψευδείς καταγγελίες που υπέβαλε ο εναγόμενος, με την έγκλησή του, σε βάρος του ενάγοντος ενώπιον των εισαγγελικών αρχών Πειραιώς με σκοπό την ποινική του δίωξη και οι οποίες ταυτόχρονα συνιστούν, κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν (αγωγή), και συκοφαντικές δηλώσεις, αφού έγιναν γνωστές σε τρίτους και έθιξαν την τιμή και υπόληψή του. Εξάλλου, παραδεκτώς ο ενάγων, με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, περιόρισε το μοναδικό αίτημα της αγωγής του περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, από το ποσό των 35.000 ευρώ στο ποσό των 25.000 ευρώ, χωρίς ο περιορισμός αυτός να επιφέρει αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του εκκαλούντος-εναγομένου, δεδομένου ότι αφενός μεν, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 165/2018, ΑΠ 886/2017, ΑΠ 32/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, αφετέρου δε το αίτημα της ως άνω αγωγής δεν συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ώστε να απαιτείται να διευκρινισθεί σε ποια κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 223, αρ. 4-5, σελ. 416-417). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (πρώτου) λόγου της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, υφίσταται ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος για την άσκηση της αγωγής αυτής περί χρηματικής ικανοποίησης, καθόσον, κατά το περιεχόμενο του δικογράφου της, ο εναγόμενος, με την έγκλησή του, έστω και αν δεν κατονομάζει, με κατηγορηματικό τρόπο, αυτόν (ενάγοντα) ως τον ηθικό αυτουργό της σε βάρος του επίθεσης, παρέχει στην εισαγγελική αρχή στοιχεία πρόσφορα να προκαλέσουν την ποινική δίωξή του για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης δεν είναι απαραίτητο ο καταμηνυόμενος να κατονομάζεται επακριβώς ως ο δράστης μίας αξιόποινης πράξης, αλλά αρκεί το ότι με τα παρεχόμενα στη διώκουσα αρχή στοιχεία δίνεται σ’ αυτήν η δυνατότητα να στραφεί κατ’ εκείνου. Συνεπώς, ο ενάγων, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής του, νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκησή της ως δικαιούχος της επίδικης αξίωσης. Επομένως, ορθώς κατ` αποτέλεσμα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και ο σχετικός (δεύτερος) λόγος της έφεσης του εναγομένου, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
- V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……. και ……, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος με επιμέλεια του ενάγοντος και η δεύτερη με επιμέλεια του εναγομένου, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 26.1.2015 και περί ώρα 00.10, ο εναγόμενος ……. ……. (ήδη εκκαλών), επιστρέφοντας στην οικία του επί της οδού . .. στο Πέραμα, δέχθηκε επίθεση από άγνωστο άνδρα, ο οποίος, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του με κουκούλα, τον χτύπησε στο κεφάλι και στο δεξί χέρι του με μια σιδερένια ράβδο, με αποτέλεσμα να του προξενήσει πολλαπλά θλαστικά τραύματα στο κεφάλι και κάκωση δεξιάς άκρας χείρας, όπως προκύπτει από τις νομίμως προσκομιζόμενες από 4.2.2015 και από 5.2.2015 σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας ΘΡΙΑΣΙΟ, στο οποίο προσήλθε ο ίδιος (εναγόμενος) αμέσως μετά το συμβάν και, αφού έλαβε τις πρώτες βοήθειες και έγινε συρραφή στα τραύματά του και αφού του εδόθησαν σχετικές ιατρικές οδηγίες και φαρμακευτική αγωγή, αποχώρησε. Κίνητρο της ανωτέρω επίθεσης δεν ήταν η ληστεία, καθόσον ο δράστης ουδέν προσωπικό αντικείμενο του εναγομένου αφαίρεσε, αν και μπορούσε να το πράξει. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 26.2.2015 ο εναγόμενος κατέθεσε την από 19.2.2015 και με αριθμό ……….. έγκλησή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία κατήγγειλε ότι πιθανοί ηθικοί αυτουργοί της ανωτέρω σωματικής επίθεσης που υπέστη είναι ο . ……. (ήδη ενάγων-εφεσίβλητος) και ο υιός του . ……., γιατί ήταν οι μόνοι που είχαν επιδείξει επιθετικότητα σε βάρος του κατά το παρελθόν και, επίσης, είχαν αντιδικία μαζί του. Ακολούθως, αφού διενεργήθηκε σχετική προκαταρκτική εξέταση, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ……….. Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία, κατ’ άρθρο 47 παρ. 2 ΚΠΔ, απορρίφθηκε η ανωτέρω έγκληση του εναγομένου …… …… ως ουσία αβάσιμη, γιατί δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των εγκαλουμένων (ήτοι του ενάγοντος και του υιού του … ……) για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από άγνωστο δράστη, το οποίο φέρεται ότι τελέσθηκε στο Πέραμα την 26.1.2015 κατά του εναγομένου. Ο τελευταίος άσκησε κατά της Διάταξης αυτής την από 15.10.2015 προσφυγή του ενώπιον του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και, αφού διενεργήθηκε συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση, εκδόθηκε τελικά η υπ’ αριθ. ……. Διάταξη του ως άνω Αντεισαγγελέα Εφετών, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσία η ανωτέρω προσφυγή του εναγομένου, γιατί κρίθηκε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις προς στοιχειοθέτηση της ποινικά κολάσιμης πράξης (της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη) που αποδίδεται στους εγκαλούμενους με την από 19.2.2015 έγκληση του εναγομένου. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: Ο ενάγων . ……. είναι αδελφός της συζύγου του εναγομένου …… ……. Ο . …… (υιός του ενάγοντος και ανιψιός του εναγομένου) και ο εναγόμενος είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, έκαστος σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου κείμενου στο Πέραμα, επί της οδού ….., επί του οποίου αποφάσισαν να ανεγείρουν πολυώροφη οικοδομή. Όμως, επειδή ανέκυψαν διαφωνίες μεταξύ αυτών σχετικά με τεχνικά και οικονομικά θέματα που αφορούσαν την ανέγερση της εν λόγω οικοδομής, ο εναγόμενος στράφηκε δικαστικά κατά του υιού του ενάγοντος και κατέθεσε την από 2.5.2011 (με αριθμό κατάθεσης ……..) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5228/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διορίστηκε προσωρινός διαχειριστής της οικοδομής αυτής ο πολιτικός μηχανικός ……, προκειμένου να ολοκληρώσει συγκεκριμένες εργασίες στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής. Ακολούθως, ο εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.9.2014 (με αριθμό κατάθεσης ……..) αγωγή του εναντίον του . …… (υιού του ενάγοντος), η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 29.1.2015 και με την οποία αυτός ζητούσε την καταβολή ποσού 32.792,17 ευρώ, ως μέρος των εξόδων που πραγματοποίησε για εργασίες στα κοινόχρηστα μέρη της εν λόγω οικοδομής, επικαλούμενος ότι τα έξοδα αυτά όφειλε να τα καταβάλει ο . ……, ως συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της οικοδομής. Επίσης, στη συνέχεια, ο εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την από 4.12.2014 (με αριθμό κατάθεσης …..) αγωγή του εναντίον ομοίως του . ……, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 18.5.2016 και με την οποία ζητούσε το ποσό των 78.420 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του .. …… που επέφερε καθυστέρηση στην εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών και, συνακόλουθα, του προκάλεσε οικονομική ζημία. Αποδείχθηκε, όμως, ότι ο ενάγων .. ……. δεν είχε έως τότε οιαδήποτε άμεση δικαστική διαμάχη µε τον εναγόμενο, αλλά απλώς ορισμένες φορές συνομιλούσε µε αυτόν, επειδή ο υιός του . ……. απουσίαζε συχνά λόγω του επαγγέλματος του ως αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο πλαίσιο της προαναφερόμενης αστικής αντιδικίας μεταξύ του εναγομένου και του … …… (υιού του ενάγοντος), ο πρώτος έχει επιδώσει στον τελευταίο ικανό αριθμό δικογράφων και εξώδικων δηλώσεων, χωρίς να έχει επακολουθήσει κάποιο περιστατικό σωματικής επίθεσης σε βάρος του. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι πριν την 26.1.2015 είχαν προηγηθεί περιστατικά επιθετικής συμπεριφοράς από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενο, όπως ο τελευταίος διατείνεται, πλην ορισμένων λεκτικών αντιπαραθέσεων. Σημειώνεται, ότι από το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο υπ’ αριθ. πρωτ …….. αντίγραφο βιβλίου συμβάντων του Α.Τ. Περάματος προκύπτει ότι η εκδηλωθείσα την 12.8.2013 διαφωνία των διαδίκων είχε χαρακτήρα αστικής φύσεως. Κατόπιν αυτών, δεν αποδείχθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο η συμμετοχή του ενάγοντος στη σωματική επίθεση που έλαβε χώρα την 26.1.2015 σε βάρος του εναγομένου. Συνεπώς, η ανωτέρω από 19.2.2015 έγκληση του εναγομένου ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς είναι ψευδής, και, επιπροσθέτως υποβλήθηκε απ’ αυτόν, εν γνώσει της αναληθείας των σ’ αυτήν καταγγελλομένων, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του ενάγοντος για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη. Επιπροσθέτως, τα προαναφερθέντα ψευδή γεγονότα, τα οποία περιλήφθηκαν στις ανωτέρω έγκληση, εν γνώσει του εναγομένου περί της αναληθείας τους, και περιήλθαν σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων, τα οποία ενεπλάκησαν με το χειρισμό της έγκλησης αυτής (εισαγγελέων, προανακριτικών υπαλλήλων και δικαστικών υπαλλήλων), είναι και αντικειμενικά πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αφού εμπεριέχουν αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής υπόστασης του τελευταίου και αφορούν στην ηθική ακεραιότητά του. Ειδικότερα, διά των ανωτέρω ψευδών ισχυρισμών του εναγομένου, εμφανίζεται ο ενάγων ως ένα άτομο χωρίς ηθικές αναστολές και φραγμούς, που δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του, μετέρχεται παντός μέσου για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του και δεν διστάζει προς τούτο να παρακινήσει άγνωστο δράστη να επιτεθεί σε βάρος του εναγομένου και να του προκαλέσει επικίνδυνη σωματική βλάβη. Επομένως, ο εναγόμενος προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, του παρανόμου της προσβολής ειδικότερα συνισταμένου στην τέλεση εκ μέρους του των αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, των οποίων (πράξεων) στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας. Περαιτέρω, η προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση του εναγομένου, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ΄ ΠΚ, σύμφωνα με την οποία αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του, καθόσον οι περί τον ενάγοντα ισχυρισμοί του περιλήφθηκαν στην επίμαχη έγκληση αυτού για τη διαφύλαξη (προστασία) των δικαιωμάτων του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, γιατί η εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει, στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 α΄ ΠΚ, αφού η συγκεκριμένη εκδήλωση του εναγομένου πληροί τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως προεκτέθηκε. Δεν ασκεί δε επιρροή, για την στοιχειοθέτηση της πράξης αυτής, το γεγονός ότι ο εναγόμενος, με την έγκλησή του, δεν κατονόμασε, με κατηγορηματικό τρόπο, τον ενάγοντα ως τον ηθικό αυτουργό της σε βάρος του επίθεσης, καθόσον τον εμφάνισε ως τον πιθανότερο ηθικό αυτουργό της πράξης αυτής, παρέχοντας στην εισαγγελική αρχή στοιχεία πρόσφορα να προκαλέσουν την ποινική δίωξή του για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης δεν είναι απαραίτητο ο καταμηνυόμενος να κατονομάζεται επακριβώς ως ο δράστης μίας αξιόποινης πράξης, αλλά αρκεί το ότι με τα παρεχόμενα στη διώκουσα αρχή στοιχεία δίνεται σ’ αυτήν η δυνατότητα να στραφεί κατ’ εκείνου. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι, συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη (μη περιουσιακή ζημία), καθώς δοκίμασε στενοχώρια από τους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, που περιλήφθηκαν στην κατατεθείσα σε βάρος της έγκληση του εναγομένου (όπως αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εν λόγω έγκληση απορρίφθηκε τελικά κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ΚΠΔ με εισαγγελική διάταξη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί η υποβολή της και μόνο δημιούργησε δικαιολογημένο άγχος και ψυχική αναστάτωση στον ενάγοντα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, που εκκρεμούσε η επί της έγκλησης δικαστική κρίση, ενόψει του ενδεχόμενου άσκησης σε βάρος του ποινικής δίωξης και παραπομπής του σε δίκη για την ψευδώς καταγγελλόμενη από τον εναγόμενο αξιόποινη πράξη), για την οποία (ηθική βλάβη) δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, προς ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφισή της, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το ύψος της οποίας, μετά τη στάθμιση του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου (αφού δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε συνυπαιτιότητα του ενάγοντος), του βαθμού δημοσιότητας των ισχυρισμών του εναγομένου, αλλά και της κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών και των εν γένει συνθηκών, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 5.000 ευρώ, που κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ως δίκαιο και εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ) καθώς και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015.575) και οφείλεται να καταβληθεί στον ενάγοντα. Τέλος, η άσκηση της ένδικης αγωγής δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, της καλής πίστης, των χρηστών ηθών καθώς και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του ενάγοντος, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου που προβλήθηκε πρωτοδίκως, καθόσον δεν οδηγεί, κατ’ αντικειμενικά κριτήρια, σε αποτελέσματα, που έρχονται σε αντίθεση με το αίσθημα περί δικαίου και την ηθική τάξη, ούτε προκαλεί την έντονη εντύπωση της αδικίας σε βάρος του εναγομένου, ώστε να καθίσταται μη ανεκτή, ενόψει και της υποβολής ψευδούς, όπως αποδείχθηκε, σε βάρος του ενάγοντος έγκλησης του εναγομένου, με σκοπό την καταδίωξή του για αξιόποινη πράξη, που ουδέποτε τέλεσε. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι ο ενάγων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητά του από τις αξιόποινες πράξεις, που τέλεσε σε βάρος του ο εναγόμενος (της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης), καθώς και ότι, εξ αυτού του λόγου, υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας προσδιόρισε στο ποσό των 5.000 ευρώ, και, αφού απέρριψε τις ενστάσεις του εναγομένου α) περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης (με εσφαλμένη αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ) και β) περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ΄ ΠΚ, αλλά και τους λοιπούς αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς του, στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό, για την προαναφερθείσα αιτία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του εναγομένου με τους σχετικούς (τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο) λόγους της κρινόμενης έφεσής του, απορριπτομένων ως αβασίμων.
VΙ. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, κατά την οποία κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος δικαιολογητικός της μη επίδειξης αυτών, συνδυαζόμενη προς τις διατάξεις των άρθρων 68, 451 παρ. 1 ΚΠολΔ και 902 ΑΚ, η αίτηση διαδίκου με την οποία ζητείται, από το δικάζον δικαστήριο, να διατάξει την, εκ μέρους αντιδίκου του αιτούντος, επίδειξη εγγράφου, προϋποθέτει, για το σύννομο της διατυπώσεως και το παραδεκτό της, την επίκληση ότι το έγγραφο ευρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου και τον σαφή προσδιορισμό περιεχομένου του εγγράφου που να είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη αναφερόμενη σε τέτοιον ισχυρισμό αντιδίκου του. Σε περίπτωση που δεν γίνεται επίκληση της συνδρομής των ως άνω προϋποθέσεων, το σχετικό αίτημα απορρίπτεται, λόγω αοριστίας, ως απαράδεκτο (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 1888/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 451, αρ. 7, σελ. 784).
Στην προκείμενη περίπτωση, το προβαλλόμενο, με τις προτάσεις της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αίτημα του εναγομένου (ήδη εκκαλούντος) για επίδειξη από τον ενάγοντα (ήδη εφεσίβλητο) της αναλυτικής κατάστασης των τηλεφωνικών κλήσεων του τελευταίου και του υιού του κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2014 έως 1.1.2015 από τους αριθμούς των τηλεφωνικών συσκευών τους, είναι αόριστο πρωτίστως γιατί ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ότι ο ενάγων κατέχει τα ανωτέρω έγγραφα, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, ορθώς κατ` αποτέλεσμα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και ο σχετικός (τρίτος) λόγος της έφεσης του εναγομένου, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία, η δε αναβολή της συζήτησης αυτής μπορεί να διαταχθεί και στην κατ` έφεση δίκη (ΕφΘεσ. 457/2011 Αρμ. 2011.1022, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 250, αρ. 4, σελ. 462). Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋπόθεση είναι η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόσταση της πράξης που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά (ΕφΛαρ 40/2003 ΝοΒ 2004.1218).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προτάσεις του, ο εκκαλών (εναγόμενος) υποβάλλει το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αίτημα αναβολής της δίκης, κατ` άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι πέρατος της σχετικής ποινικής δίκης για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, που εκκρεμεί σε βάρος του ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατόπιν της από 20.7.2016 έγκλησης του αντιδίκου του (εφεσίβλητου-ενάγοντος). Το αίτημα αυτό του εκκαλούντος παραδεκτώς μεν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, υποβάλλεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Τούτο δε, γιατί το παρόν Δικαστήριο από τα ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία, για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω, σχημάτισε εδραία δικανική πεποίθηση για την ουσία της διαφοράς, χωρίς να είναι απαραίτητη η περάτωση της ποινικής διαδικασίας ως προς τα ανωτέρω αδικήματα, για τα οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος. Εξάλλου, η προκείμενη δίκη επηρεάζεται όχι από την ανωτέρω ποινική διαδικασία σε βάρος του εκκαλούντος, αλλά από την ποινική διαδικασία σε βάρος του εφεσίβλητου για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη κατόπιν της επίμαχης από 19.2.2015 έγκλησης του εκκαλούντος, η οποία (διαδικασία) περατώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την απόρριψη της έγκλησης αυτής κατ’ άρθρο 47 παρ. 2 ΚΠΔ με την υπ’ αριθ. 448/2015 έγκληση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς.
VΙΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού …….. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 4.7.2017 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας ALPHA BANK (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδί…….
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 21.6.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………) έφεση του …… …… κατά της υπ’ αριθ. 2299/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ