Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 412/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    412/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος ενάγοντος: …………………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάρκο Δάρα.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός ………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» [όπως μετέβαλε την επωνυμία της η εταιρεία «………», πρώην «…………..», σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 62265/3.6.2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Α.Ε., της Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (καταχώριση Γ.Ε.ΜΗ. στις 3.6.2021 με κωδικό αριθμ. καταχώρισης ….)], μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2558925ΑΠ/30.12.2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Α.Ε. της Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με την οποία εγκρίθηκε α) η συγχώνευση των ανωνύμων εταιρειών «………….» («απορροφώσα εταιρεία») και «……………» με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη και β) η τροποποίηση του άρθρου 1 (επωνυμία) του καταστατικού της απορροφώσας εταιρείας λόγω της ως άνω συγχώνευσης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Άννα Παπακωνσταντίνου.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.9.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./25.9.2017) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 356/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 20.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

Ο  εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 2.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../3.5.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/6.5.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε αρχικά προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 21ης.5.2019, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5ης.3.2020, οπότε και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος αυτής, που τον βλάπτει.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς εκδίκαση με την από 8.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../9.1.2020) κλήση του εκκαλούντος, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 7η.5.2020, κατά την οποία όμως η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο της 22ης.10.2020, όταν και αναβλήθηκε για τις 18.3.2021, οπότε δεν εκφωνήθηκε για τον ίδιο λόγο και επαναπροσδιορίσθηκε προς συζήτηση αυτεπάγγελτα για τη δικάσιμο της 25ης.11.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε στη συνέχεια προς συζήτηση με την από 2.12.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./3.12.2021) κλήση του εκκαλούντος, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 2.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../3.5.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και  με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./6.5.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της νυν εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας από 22.9.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………/25.9.2017) αγωγής, διώκουσας την επιδίκαση στον ενάγοντα του ασφαλίσματος λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης στο ασφαλισμένο στην εναγόμενη σκάφος αναψυχής, πλοιοκτησίας του, σε βάρος της εκδοθείσας επί της αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’αριθμ. 356/2019 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και, κατόπιν παραδεκτής τροπής του συνόλου του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 20.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 3.5.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/3.5.2019), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 29.1.2019, ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία παραδεκτά επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993) με την από 2.12.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../3.12.2021) κλήση του εκκαλούντος, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά την προηγούμενη δικάσιμο της 25ης.11.2021,  να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, οι οποίοι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτής, που θίγει τον εκκαλούντα, κατά την ίδια διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρα 532, 533 § 1 του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου παραστάθηκε η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….», ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», όπως μετέβαλε την επωνυμία της η αρχική διάδικος εναγόμενη – εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………………..».

Ο ενάγων με την από 22.9.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/25.9.2017) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι στις 24.2.2016 καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ του ιδίου, πλοιοκτήτη του υπό αγγλική σημαία μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής με την ονομασία «C», νηολογίου Λονδίνου και της εναγομένης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω εταιρεία ανέλαβε, αντί συμφωνηθέντος ασφαλίστρου, την υποχρέωση ασφαλιστικής κάλυψης, αφενός μεν της απώλειας ή της ζημίας του εν λόγω σκάφους, των δύο (2) εσωλέμβιων μηχανών του, της βοηθητικής λέμβου του μετά της εξωλέμβιας μηχανής της και του εξοπλισμού του από θαλάσσιους και άλλους κινδύνους, μέχρι του ποσού των 120.000 ευρώ, αφετέρου δε της αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων, σύμφωνα με τις ειδικότερα προβλεπόμενες στη σύμβαση διακρίσεις, για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους και συγκεκριμένα από τη μεσημβρία της 24ης.2.2016 έως και τη μεσημβρία της 24ης.2.2017, συνταχθέντος σχετικώς του υπ’αριθμ. ……… ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο τροποποιήθηκε στη συνέχεια στις 10.6.2016 με την υπ’αριθμ…….. πρόσθετη πράξη, προκειμένου να περιληφθεί στην ασφάλιση και πρόσθετος εξοπλισμός του σκάφους, που αγοράσθηκε μετά την κατάρτιση της σύμβασης, ήτοι μία μικρή προπέλα στην πρύμνη του και μία ανοξείδωτη τέντα προστασίας αυτού και των επιβατών του από τον ήλιο, της ως άνω σύμβασης διεπομένης από τους αναφερόμενους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο επιμέρους όρους, για τινές εκ των οποίων, που επίσης εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω. Ότι ρητά συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο και πρακτική κατά το μέρος της σύμβασης, που αφορά στην κάλυψη των ίδιων ζημιών του σκάφους και ειδικά οι ενσωματωμένες στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο Ρήτρες του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής (Institute Yacht Clauses, 1.11.1985,  στο εξής ΙYC), καθώς και οι επίσης προσαρτημένοι σ’αυτό Γενικοί Όροι (General Terms) και κατά περίπτωση οι Ειδικοί Όροι (Special Terms), ως προς τους οποίους (ανωτέρω Ρήτρες και Όρους) ορίσθηκε ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ασφαλιστικής σύμβασης. Ότι ειδικότερα στους γενικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που αφορούν στην ασφάλιση της αστικής ευθύνης του σκάφους και δη στις υποχρεώσεις του ασφαλισμένου, ρητά προβλέφθηκε στον υπ’αριθμ.16.2 όρο ότι αυτός οφείλει σε περίπτωση επέλευσης της ζημίας «…να προβεί σε κάθε ενέργεια, που θα έκανε για το συμφέρον του, με σκοπό τη διάσωση ή τον περιορισμό της ζημίας, καθώς και σε κάθε πράξη σύμφωνα με την καλή πίστη και τις συναλλακτικές συνήθειες ενός επιμελούς προσώπου, ως να μην ήταν ασφαλισμένος. Τα σχετικά έξοδα, εφόσον δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, βαρύνουν την εταιρεία, χωρίς να δύνανται σε καμία περίπτωση να υπερβούν το αναγραφόμενο στο ασφαλιστήριο ασφαλιστικό ποσό». Ότι στις 19.7.2016 και περί ώρα 18.30 το ανωτέρω σκάφος αναψυχής, με κυβερνήτη τον ίδιο και επιβαίνοντες τη σύζυγο και τον υιό του, προσάραξε, λόγω επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών, σε αμμώδη και πετρώδη ανά σημεία βυθό, σε απόσταση πέντε (5) μέτρων από την ακτή της νησίδας Βαρδιάνοι, η οποία βρίσκεται νοτιοδυτικά της νήσου Κεφαλονιάς, καθώς και ότι οι επακολουθήσασες προσπάθειες αποκόλλησής του με ίδια μέσα, αλλά και με τη συνδρομή του προστρέξαντος στη συνέχεια στο σημείο ταχύπλοου φουσκωτού σκάφους με την ονομασία «Α», πλοιοκτησίας του ……….., με κυβερνήτη τον τελευταίο, απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα να ζητηθεί η αρωγή του ρυμουλκού σκάφους με την ονομασία «Μ», συμπλοιοκτησίας των ………… και …………., εκάστου εξ αυτών κατά ποσοστό 50%. Ότι το ανωτέρω ρυμουλκό, το οποίο απέπλευσε από το λιμένα του Αργοστολίου της Κεφαλονιάς, όπου ναυλοχούσε, περί ώρα 20.20 της 19ης.7.2016, κατέπλευσε στο σημείο του συμβάντος περί ώρα 21.00 της ίδιας ημέρας, με κυβερνήτη το ………, που επιθεώρησε πάραυτα το σκάφος αναψυχής και διεπίστωσε ότι δεν είχε υποστεί ρήγματα, ούτε είχαν δημιουργηθεί οπές στον πυθμένα του, καθώς και ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις εισροής υδάτων σ’αυτό ή πρόκλησης ρύπανσης στο θαλάσσιο χώρο. Ότι περί ώρα 23.00 της ίδιας ημέρας και ενώ οι πνέοντες άνεμοι και τα κύματα ωθούσαν το σκάφος αναψυχής προς την ακτή, με κίνδυνο να υποστεί ζημίες, αλλά και να προκληθεί θαλάσσια ρύπανση στην περιοχή από τη διαρροή της εντός αυτού υπάρχουσας ποσότητας πετρελαίου κίνησης, άρχισε η διαδικασία πρόσδεσής του στο ρυμουλκό με τη χρήση αυτοσχέδιου ρυμούλκιου και με τη συνδρομή του φουσκωτού σκάφους «Α» του ……………, που είχε προηγουμένως μεταφέρει με ασφάλεια στην Κεφαλονιά τη σύζυγο και τον υιό του (του ενάγοντος), η οποία ολοκληρώθηκε επιτυχώς περί ώρα 2.00 της επόμενης ημέρας (20ης.7.2016). Ότι μετά την πρόσδεση του σκάφους αναψυχής στο ρυμουλκό, το τελευταίο, με τη χρήση του βιντσιού της πρύμνης του, επέτυχε, περί ώρα 5.00 της ίδιας ημέρας, να αποκολλήσει από τα αβαθή το σκάφος αναψυχής, το οποίο στη συνέχεια, κατόπιν εντολής του Λιμενάρχη Κεφαλονιάς, ρυμουλκήθηκε με ασφάλεια στο λιμένα του Αργοστολίου, όπου αμφότερα τα σκάφη κατέπλευσαν περί ώρα 7.00. Ότι μεταξύ της 5ης και της 6ης πρωϊνής της 20ης.7.2016 συνήφθη μεταξύ του ιδίου (του ενάγοντος) και του ……………, που ενεργούσε για λογαριασμό και του έτερου συμπλοιοκτήτη του ρυμουλκού, σύμβαση παροχής από το τελευταίο προς το σκάφος αναψυχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και υπογράφηκε από τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη σχετικό στερεότυπο συμφωνητικό Ανοικτού Τύπου των Λλοϋδ’ς (Lloyd’s Open Form), στο οποίο – μεταξύ άλλων – προβλεπόταν ότι η υποχρέωση των αρωγών θα θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί με την επαναπαράδοση σ’αυτόν του σκάφους αναψυχής του σε ασφαλή κατάσταση στο λιμένα του Αργοστολίου, καθώς και ότι η αμοιβή τους για τις σωστικές υπηρεσίες που θα παρείχαν θα καθοριζόταν από ορισθησόμενο διαιτητή στο Λονδίνο, σύμφωνα με τις Στερεότυπες Ρήτρες Επιθαλάσσιας Αρωγής και Διαιτησίας των Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Standard Salvage and Arbitration Clauses) και τους Διαδικαστικούς Κανόνες των  Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Procedural Rules), όπως ίσχυαν κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης. Ότι περί ώρα 8.00 της 20ης.7.2016, κατόπιν της πλαγιοδέτησης αμφοτέρων ρυμουλκού και σκάφους αναψυχής στον κεντρικό προβλήτα του λιμένα του Αργοστολίου, η εν λόγω σύμβαση θεωρήθηκε λήξασα και  οι σωστικές υπηρεσίες περατωθείσες διά της επαναπαράδοσης στον ίδιο (τον ενάγοντα) του σκάφους του και υπογράφηκε από τα αυτά ως άνω πρόσωπα σχετικό περί τούτου πιστοποιητικό. Ότι ακολούθως επιθεωρήθηκε το σκάφος αναψυχής από προσληφθέντα από τον ίδιο (τον ενάγοντα) επιθεωρητή και διαπιστώθηκε ότι δεν είχε υποστεί ζημίες και ότι ήταν, επομένως, αξιόπλοο, καθώς και ότι ο ……………. προέβη στη συνέχεια, κατ’εντολήν του, σε καθαρισμό των θαλάσσιων ψυγείων του σκάφους από την άμμο που είχε εισχωρήσει σ’αυτά λόγω της προσάραξής του. Ότι χωρίς υπαίτια καθυστέρηση γνωστοποίησε το συμβάν στην εναγόμενη, η οποία, όμως, παρά την εκ μέρους του εκπλήρωση όλων των απορρεουσών από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης του σκάφους του υποχρεώσεων, ενεργώντας αντισυμβατικά, δεν κάλυψε τελικά την προκληθείσα περιουσιακή ζημία του διά της καταβολής στον ίδιο των ποσών, που απαιτήθηκε να δαπανήσει προς αποκατάσταση της ζημίας του αυτής. Ότι ειδικότερα, παρά τις έκτοτε επανειλημμένες τηλεφωνικές και διά ηλεκτρονικών μηνυμάτων επαφές και επικοινωνίες, αλλά και τις διά ζώσης συναντήσεις και συζητήσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων του ιδίου, των αρωγών και της εναγομένης, η τελευταία επέδειξε πλήρη αδιαφορία όσον αφορά τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς επί της αμοιβής των αρωγών για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους πριν την προσφυγή των τελευταίων σε διαιτησία στο Λονδίνο, όπως εδικαιούντο με βάση σχετικό όρο της μεταξύ τους σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής, καθώς και ότι η αδιαφορία της συνεχίσθηκε και μετά την εν τέλει προσφυγή των αρωγών στην προβλεπόμενη στο συμφωνητικό διαιτητική διαδικασία, στην οποία ουδόλως παρενέβη, το διορισμό διαιτητή για την υπόθεση και την εκ μέρους των ανωτέρω συμπλοιοκτητών του ρυμουλκού επίμονη προβολή αξίωσής τους προς καταβολή ποσού 100.000 ευρώ για την εξασφάλιση της απαίτησής τους από την αιτία αυτή. Ότι πριν την ολοκλήρωση της ορισθείσας με εντολή της επιληφθείσας διαιτήτριας επίδειξης από τα διάδικα μέρη των εγγράφων τους και των καταθέσεων των μαρτύρων τους αναφορικά με τη διαφορά, την παράθεση των ισχυρισμών τους και του ορισμού δικασίμου για τη συζήτηση της υπόθεσης, επετεύχθη τελικά, κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, όσον αφορά τον ίδιο των διορισμένων νομικών του παραστατών στην Ελλάδα και το Λονδίνο, συμβιβασμός του με τους αρωγούς στο ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο περιελάμβανε την αμοιβή τους για τις παρασχεθείσες στο σκάφος του σωστικές υπηρεσίες, τους τόκους της απαίτησής τους, την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και όλων εν γένει των έως τότε νομικών εξόδων τους και το οποίο κατέβαλε στους ανωτέρω συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού σκάφους εξ ημισείας και δη από 10.000 ευρώ στον καθέναν εξ αυτών. Ότι πέραν του προαναφερθέντος ποσού κατέβαλε στο ……….. το συνολικό ποσό των 3.600 ευρώ, του αναλογούντος Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, εκ των οποίων το ποσό των 1.600 ευρώ αφορούσε στην αμοιβή του για τον καθαρισμό από την άμμο των ψυγείων θαλάσσης του σκάφους αναψυχής του, το ποσό των 1.800 ευρώ στην αμοιβή του για τις υπηρεσίες, που παρείχε με το φουσκωτό του σκάφος με την ονομασία «Α» στο δικό του σκάφος αναψυχής, κατόπιν της προσάραξης του τελευταίου στα αβαθή της νησίδας Βαρδιάνοι (συνδρομή στις προσπάθειες αποκόλλησης του σκάφους αυτού και ακολούθως στη διαδικασία πρόσδεσής του στο ρυμουλκό, επιφυλακή κατά τη ρυμούλκησή του για μέρος της πλου προς το λιμένα του Αργοστολίου) και το ποσό των 200 ευρώ στην αξία των αναλωθέντων κατά το χρονικό διάστημα της παροχής των υπηρεσιών αυτών καυσίμων, πλέον του πλου από το σημείο της προσάραξης στην περιοχή «Μηνιές» της Κεφαλονιάς, όπου μεταφέρθηκαν με το φουσκωτό η σύζυγος και ο υιός του (του ενάγοντος). Ότι για τις παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες τους καθόλο το χρονικό διάστημα των συζητήσεων, επαφών και διαπραγματεύσεων μέχρι την επίτευξη συμβιβασμού με τους αρωγούς επί της αμοιβής τους για τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, που προσέφεραν με το ρυμουλκό τους, κατέβαλε στους πληρεξουσίους δικηγόρους του στην Ελλάδα και στην Αγγλία τα κάτωθι αναφερόμενα χρηματικά ποσά: 1) Στο δικηγορικό γραφείο «……….» στο Λονδίνο, στο οποίο ανέθεσε την εκπροσώπησή του στη διαιτητική διαδικασία, όπου προσέφυγαν οι αρωγοί για τον καθορισμό της αμοιβής τους, τμηματικά κατά τις εκτιθέμενες στην αγωγή ημερομηνίες, το συνολικό ποσό των 10.525,50 λιρών Αγγλίας, εκδοθέντων σχετικώς των επίσης αναφερομένων στο αγωγικό δικόγραφο τριών (3) τιμολογίων, εις έκαστον των οποίων παρατίθενται αναλυτικά οι ενέργειες των δικηγόρων του συγκεκριμένου γραφείου για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης και η αμοιβή τους για καθεμία εξ αυτών, 2) στο δικηγόρο του …….. το συνολικό ποσό των 3.224 ευρώ, του αναλογούντος Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, ως αμοιβή του για 32,50 ώρες συνολικής απασχόλησής του με την ανατεθείσα υπόθεση, αντί του ποσού των 80 ευρώ ανά ώρα, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα επί των ενεργειών, στις οποίες προέβη ο ανωτέρω νομικός του παραστάτης στο πλαίσιο της εντολής του, της διάρκειας εκάστης ενέργειάς του και της αντίστοιχης αμοιβής, εκδοθεισών από τον τελευταίο των επίσης αναφερομένων στην αγωγή δύο (2) αποδείξεών του για το συνολικά εισπραχθέν απ’αυτόν ποσό και 3) στο δικηγόρο του ………. το συνολικό ποσό των 2.182,40 ευρώ, του αναλογούντος Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, ως αμοιβή του για 22 ώρες συνολικής  ενασχόλησής του με την υπόθεση, αντί του ποσού των 80 ευρώ ανά ώρα, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα επί των ενεργειών, στις οποίες προέβη ο ανωτέρω νομικός του παραστάτης στο πλαίσιο της εντολής του, της διάρκειας εκάστης ενέργειάς του και της αντίστοιχης αμοιβής, εκδοθεισών από τον τελευταίο των επίσης αναφερομένων στην αγωγή δύο (2) αποδείξεών του για το συνολικά εισπραχθέν απ’αυτόν ποσό. Ότι, επιπροσθέτως, κατέβαλε στις 14.8.2018 ως αμοιβή της διαιτήτριας  για τις ειδικότερα εκτιθέμενες στο δικόγραφο ενέργειές της το συνολικό ποσό των 1.700 λιρών Αγγλίας, καθώς και στις 18.9.2017 το ποσό των 405 λιρών Αγγλίας στους Λλόϋδ’ς του Λονδίνου ως έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα. Ότι η εναγόμενη, ως ασφαλιστική του εταιρεία, οφείλει, με βάση τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση ασφάλισης, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να του καταβάλει τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που δαπάνησε και συγκεκριμένα: 1) Το ποσό των 20.000 ευρώ, που κατέβαλε στους αρωγούς ως αμοιβή τους για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους θαλάσσιας αρωγής και το ποσό των 1.800 ευρώ (200 ευρώ + 1600 ευρώ), που κατέβαλε στο …….., ως αξία των αναλωθέντων καυσίμων από το φουσκωτό του σκάφος και ως αμοιβή για τις υπηρεσίες, που παρείχε με το σκάφος του αυτό κατά το επίμαχο συμβάν της προσάραξης του σκάφους αναψυχής του αντίστοιχα, με βάση το άρθρο 15 παρ.1 των ΙYC, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ασφαλιστικής σύμβασης και τις διατάξεις του άρθρου 78 παρ.1 και 4 του Αγγλικού Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης (Marine Insurance Act) του 1906 (στο εξής Μ.Ι.Α.), που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, αφού ρητά ορίσθηκε στην εν λόγω σύμβαση εφαρμοστέο το Αγγλικό δίκαιο και πρακτική, άλλως επικουρικώς με βάση το άρθρο 14 των IYC, το άρθρο 3 παρ.1 και 2 και το άρθρο 65 του Μ.Ι.Α., 2) τα ποσά των 3.224 ευρώ, των 2.182,40 ευρώ και το σε ευρώ ισόποσο των 10.525,50 λιρών Αγγλίας, με βάση την ισοτιμία κατά τους χρόνους που θα αναφερθούν κατωτέρω, ως αμοιβές των δικηγόρων του σε Ελλάδα και Αγγλία για τις νομικές υπηρεσίες, που του παρείχαν στη διαφορά του με τους αρωγούς επί της αμοιβής τους, με βάση το άρθρο 15 παρ.1 των ΙYC και τις διατάξεις του άρθρου 78 παρ.1 και 4 του Μ.Ι.Α., διότι υποχρεώθηκε να τα καταβάλει προκειμένου να αποτραπεί ή ελαχιστοποιηθεί η ζημία του από την απαίτηση των αρωγών, καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, το ποσό που θα επιδικαζόταν σε βάρος του από τη διαιτήτρια ως αμοιβή τους και ως έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας, πλέον του ποσού των δικών του εξόδων για την εκπροσώπησή του στη διαδικασία αυτή, θα ήταν υπερπολλαπλάσιο, σύμφωνα με την ενσωματωθείσα στο δικόγραφο γνωμοδότηση της δικηγόρου ……… του γραφείου «……….» στο Λονδίνο, άλλως επικουρικώς με βάση τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που έχει ήδη αναφερθεί και επικουρικότερα με βάση τη διάταξη του άρθρου 11.2 των ΙΥC και 3) το ποσό των 1.800 ευρώ, που κατέβαλε στο ….. …. ως αμοιβή του για τον καθαρισμό από την άμμο των ψυγείων του σκάφους αναψυχής του, με βάση το άρθρο 9 των ΙΥC, άλλως με βάση τα άρθρα 3 παρ.1 και 2, 55 παρ.1, 56 παρ.1 και 69 του Μ.Ι.Α. Με την επίκληση αυτού του ιστορικού ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.006,40 ευρώ και το σε ευρώ ισόποσο των 12.630,50 λιρών Αγγλίας με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της εξόφλησης, άλλως το ποσό των 24.559,91 ευρώ, που αποτελεί το σε ευρώ ισόποσο του ανωτέρω ποσού λιρών Αγγλίας με βάση την ισοτιμία της λίρας Αγγλίας με το ευρώ κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο ημερομηνίες των εκ μέρους του σχετικών καταβολών των αντίστοιχων ποσών, άλλως με βάση την ισοτιμία του χρόνου συζήτησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από τις 9.6.2017 (επόμενη ημέρα της όχλησης της εναγομένης με το από 8.6.2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του προς καταβολή των αιτουμένων ποσών), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 356/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 20.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ συμψηφίσθηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, με την αιτιολογία της ιδιαίτερης δυσχέρειας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη  όσον αφορά τα αγωγικά κονδύλια της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων του ενάγοντος στην Ελλάδα και στην Αγγλία, της αμοιβής της διορισθείσας διαιτήτριας και των εξόδων της διαιτητικής διαδικασίας ως προς όλες τις επικαλούμενες για τη θεμελίωσή τους βάσεις, ενώ όσον αφορά τα ποσά των 200 ευρώ και των 1.800 ευρώ, που ζητήθηκαν ως δαπάνη καυσίμων του φουσκωτού σκάφους του ….. …. και ως αμοιβή του τελευταίου για τις παρασχεθείσες με το σκάφος του αυτό υπηρεσίες κατά το συμβάν της προσάραξης του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος στο βυθό της νησίδας Βαρδιάνοι αντίστοιχα κρίθηκε ότι είναι νόμιμα ως αμοιβή αρωγής προς αποτροπή της απώλειας του ασφαλισμένου σκάφους, ερειδόμενη στα άρθρα 15.1 των IYC και στο άρθρο 78 του Μ.Ι.Α. και υπολογιζόμενη ανεξάρτητα για κάθε αρωγό, δεδομένου ότι επί πλειόνων αρωγών λαμβάνει χώρα επιμερισμός, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια της κάθε αμοιβής κατά το άρθρο 15 της Σύμβασης του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, ανάλογα με τη συμβολή εκάστου στη διάσωση του κινδυνεύοντος σκάφους, ακολούθως κρίθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη,  με βάση το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν  α) ως προς το κονδύλιο των 20.000 ευρώ ως καταβληθείσα στους αρωγούς αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους επιθαλάσσιας αρωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 15.1 των IYC και στο άρθρο 78 του Μ.Ι.Α., με τις επισημάνσεις ότι ερευνητέο τυγχάνει αν και σε ποιο βαθμό οφείλεται στον ενάγοντα ολόκληρο το ανωτέρω ποσό, καθώς στο ίδιο το αγωγικό δικόγραφο αναφέρεται ότι το ποσό αυτό, στο οποίο συμβιβάσθηκε με τους αρωγούς, αφορά, όχι μόνο σε κεφάλαιο και σε τόκους της απαίτησής τους, αλλά και σε νομικά έξοδα, χωρίς να διευκρινίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή της αρωγής, καθώς και ότι η εναγόμενη συνομολογεί την ευθύνη της για δαπάνη αρωγής, αμφισβητώντας όμως το ύψος του ποσού αυτής και β) ως προς το κονδύλιο των 1.600 ευρώ, που φέρεται καταβληθέν στο …… . ως αμοιβή του για τον καθαρισμό των ψυγείων του σκάφους του ενάγοντος, ερειδόμενη στο άρθρο 9 των IYC. Τέλος, η αγωγή, επίσης με βάση το αγγλικό δίκαιο, κρίθηκε ως μη νόμιμη όσον αφορά το αίτημα καταβολής τόκων από τις 9.6.2017, επομένη της φερομένης όχλησης της εναγομένης με την απο 8.6.2017 ηλεκτρονική επιστολή του δικηγόρου του ενάγοντος, αλλά νόμιμη κατά το επικουρικά προβαλλόμενο αίτημα της τοκοφορίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, των τόκων υπολογιζομένων με βάση το ελληνικό δίκαιο. Ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή και κατ’ουσίαν και, αφού έγινε δεκτό από την εκτίμηση των αποδείξεων, ότι ο ενάγων πράγματι κατέβαλε στους αρωγούς, συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού σκάφους “Μ”, κατόπιν συμβιβαστικής επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς προ της ολοκλήρωσης της διαιτητικής διαδικασίας στο Λονδίνο, τμηματικά το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ ως αμοιβή τους για τις παρασχεθείσες στο σκάφος αναψυχής του υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, όταν αυτό αντιμετώπισε θαλάσσιο κίνδυνο λόγω της προσάραξής του σε αβαθή, κατά κεφάλαιο και τόκους, πλέον των νομικών τους εξόδων, ακολούθως κρίθηκε ότι, με βάση τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη κριτήρια, η αμοιβή των πλειόνων αρωγών, ήτοι των συμπλοιοκτητών του ρυμουλκού σκάφους “Μ”, αλλά και του πλοιοκτήτη του φουσκωτού σκάφους “Α”  ανέρχεται συνολικά στο ανωτέρω ποσό των 20.000 ευρώ, εκ των οποίου, όμως, κατόπιν επιμερισμού της μεταξύ τους, τα 9/10 αναλογούν στους συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού σκάφους “Μ” και δη κατά 50% στον καθέναν εξ αυτών και το 1/10 στον πλοιοκτήτη του φουσκωτού σκάφους “Α”, καθώς και ότι ο ενάγων δαπάνησε για τον καθαρισμό των ψυγείων του σκάφους του από το ……….. το ποσό των 800 ευρώ, ενώ κατά το επιπλέον το σχετικό αγωγικό κονδύλιο των 1.600 ευρώ κρίθηκε υπερβολικό, με αποτέλεσμα η σε βάρος της εναγομένης απαίτησή του  από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης να ανέλθει στο συνολικό ποσό των 20.800 ευρώ, το οποίο και με την  ίδια απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται η ανωτέρω να του καταβάλει, πλέον τόκων, κατά τα προεκτεθέντα. Σε βάρος της ως άνω απόφασης ο ενάγων, κατά το μέρος αυτής, που τον βλάπτει, άσκησε την κρινόμενη έφεσή του, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της, ζητώντας, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την απορριπτική κρίση του επί της νομιμότητας των επιμέρους αγωγικών κονδυλίων, που αφορούν στις αμοιβές των πληρεξουσίων δικηγόρων του στην Ελλάδα και την Αγγλία για τις νομικές υπηρεσίες, που του παρείχαν στη διαφορά του με τους αρωγούς, στην αμοιβή της διορισθείσας επί της υπόθεσης διαιτήτριας στο Λονδίνο και στα έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας, καθώς και στην αμοιβή για τις παρασχεθείσες από το ……… με το δικό του φουσκωτό σκάφος υπηρεσίες κατά το συμβάν της προσάραξης του σκάφους του (του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος) στον αμμώδη βυθό πλησίον της νησίδας Βαρδιάνοι και στην αξία των αναλωθέντων καθόλο το χρονικό διάστημα της παροχής των υπηρεσιών αυτών καυσίμων του ανωτέρω φουσκωτού σκάφους, αλλά και στους τόκους της ένδικης απαίτησης, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κονδύλιο της αμοιβής των αρωγών …… και ……….., καθώς και το κονδύλιο της αμοιβής του ιδίου ως άνω …….. για τον καθαρισμό από άμμο των ψυγείων του σκάφους αναψυχής, ως προς τα οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του κατά τα πληττόμενα κεφάλαια και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, προκειμένου, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η αγωγή του ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδαφ.α΄του ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζο­νται, καταρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλ­λόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΑΠΟλ 46/1987 ΕΕΝ 1987, 864, ΑΠ 1459/2014 ΤΝΠ Νόμος,) ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βούλησής τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διά­ταξη (25 εδαφ.α΄του ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιό στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονι­σμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως, ρητά αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά, επιπροσθέτως, αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο σε νόμιμη μετάφραση από την αγ­γλική στην ελληνική γλώσσα ένδικό ασφαλιστήριο συμ­βόλαιο, υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, κατά το μέρος, που αφορά στην κάλυψη των ίδιων ζημιών του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος, στις διατάξεις και ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου. Το σχετικό με τη θα­λάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλι­κή Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου, και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλα­κτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακό­μη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων, των κα­τωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφα­λισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτι­κής ασφάλισης – άρθρο 1. Μ.Ι.Α. 1906), 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο, έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί, σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται, σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906), 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποια­δήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκου­σα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906), 4) Το ασφαλι­στήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορί­ζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης ή προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγμα­τος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906), 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια πού έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο (ΜονΕφΠειρ 519/2016 ΕΕμπΔ 2017.597). Περαιτέρω, στο άρθρο 78 παρ. 4  των Μ.Ι.Α ορίζεται ότι: « Είναι καθήκον του ασφαλισμένου και των πρακτόρων του, σε όλες τις περιπτώσεις, να λάβουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία μπορεί να είναι εύλογα προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μίας ζημίας». Ειδικότερα, παρατηρείται ήδη σε ορισμένους κλάδους εμπορικών συναλλαγών και δη των μεταφορών, των ασφαλίσεων κλπ. η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται και με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξάρτητα από την πολιτεία ή την κατοικία των συμβαλλομένων ή τον τόπο σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης. Στους ως άνω κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, στους οποίους οι γενικά χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη. Ειδικότερα, όπως, έχει ήδη αναφερθεί, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη Θαλάσσια Ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων και τους άλλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλάσσιων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, εκτός από τις διατάξεις του ως άνω νόμου, και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, εκπονημένους κατά κανόνα από το συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, δηλαδή το Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) που εδρεύει στο Λονδίνο. Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου για τη ναυτική ασφάλιση, το κοινό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε έντυπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται με βάση τους όρους των Ρητρών Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1.11.1985 (ΕφΠειρ 566/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2008.56). Ειδικότερα, στις περιπτώσεις ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών συνήθως χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις Ρήτρες περί ασφάλισης θαλαμηγών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yachts Clauses). Oι ασφαλιστές μπορούν εντούτοις να χρησιμοποιούν δικά τους έντυπα ασφαλιστήρια ή να προσθέτουν ή να αφαιρούν όρους από το τυποποιημένο ασφαλιστήριο του Ινστιτούτου Ασφαλιστών. Ο Marine Insurance Act του 1906 έχει εφαρμογή στις ασφαλίσεις σκαφών αναψυχής κάθε τύπου. Προσαρμογή στις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης γίνεται συνήθως με την προσθήκη ή απάλειψη όρων στα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του Μ.Ι.Α. επί συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης είναι ότι το ασφαλισμένο συμφέρον εκτίθεται σε θαλασσίους κινδύνους, προϋποτίθεται δηλαδή η ύπαρξη θαλασσίου κινδύνου, προς αντιμετώπιση του οποίου συνομολογείται η ασφαλιστική κάλυψη. Κύριος σκοπός της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης είναι η παροχή αποζημίωσης εκ μέρους του ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο, για ζημίες που προήλθαν από θαλάσσιους κινδύνους, δηλαδή των απωλειών που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση, εναντίων των οποίων έχει γίνει η ασφάλιση, κατά τον τρόπο και την έκταση που έχει συμφωνηθεί. Το περιεχόμενο δε κάθε συμβάσεως ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματα του. Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 21 του Νόμου Μ.Ι.Α. 1906, σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι η σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και κατά την έκταση που συμφωνείται σ’αυτήν εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή κινδύνων που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση. Η κατάρτιση της σύμβασης ασφαλίσεως πλοίων αναψυχής δε διαφέρει κυρίως από τις λοιπές συμβάσεις ασφαλίσεως άλλων πλοίων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων όμως, η σύμβαση ασφάλισης πλοίου αναψυχής καταρτίζεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (time policy) και όχι για ένα συγκεκριμένο πλου, όπως συμβαίνει συνήθως με τις συμβάσεις ασφάλισης εμπορικών πλοίων (ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 2005.72, ΕΕμπΔ 2005.573, Αρμ 2005.1761, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2005.409). Περαιτέρω, στην ρήτρα 15.1 των Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, έχουν καταστεί περιεχόμενο της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος, ορίζεται ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε απώλειας ή ατυχήματος είναι καθήκον του ασφαλισμένου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του να λάβουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία μπορεί να είναι εύλογα προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης (περιορισμού) μίας απώλειας, η οποία θα ήταν αποζημιωτέα σύμφωνα με την ασφάλιση αυτή, ενώ στην ρήτρα 15.2 των IYC ότι, υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων και της ρήτρας 12, οι ασφαλιστές θα συνεισφέρουν στις εύλογες και κατάλληλες δαπάνες που υποβλήθηκε ο ασφαλισμένος, οι προστηθέντες του και οι αντιπρόσωποί τους. Δαπάνες γενικής αβαρίας, επιθαλάσσιας αρωγής, έξοδα άμυνας ή επίθεσης σε υποθέσεις σύγκρουσης, καθώς και δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο ασφαλισμένος για την αμφισβήτηση καλυπτόμενης ευθύνης του με βάση τη ρήτρα 11.2 δεν είναι αποζημιωτέες με βάση τη ρήτρα 15.Τέλος, στη Ρήτρα 9 των ΙΥC προβλέπονται τα κάτωθι:…9.1.1. Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από: 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας… Εξάλλου, δυνάμει ενός ασφαλιστηρίου σκάφους και μηχανής, ο ασφαλιστής συνήθως αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο για απώλεια ή ζημία του πλοίου εξαιτίας συγκεκριμένων ασφαλισμένων κινδύνων. Στην περίπτωση των ΥΙC, ο όρος, που περιλαμβάνει την ανωτέρω υποχρέωση είναι η ρήτρα 9 με τον τίτλο «Κίνδυνοι». Είναι, επίσης, σύνηθες να επιβάλει το ασφαλιστήριο στον ασφαλισμένο  την  υποχρέωση να λάβει εύλογα μέτρα για την αποτροπή ή τον περιορισμό ασφαλισμένης ζημίας, το οποίο είναι κοινώς γνωστό ως ρήτρα «εναγωγής και μόχθου» («sue and labour») και στους ασφαλιστές αντίστοιχη υποχρέωση να αποζημιώσουν τον ασφαλισμένο τους για τις εύλογες και κατάλληλες δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε εξ αυτού του λόγου (ολικώς ή μερικώς). Περί της ρήτρας αυτής διαλαμβάνει το άρθρο 78 του εν προκειμένω εφαρμοστέου Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης  1906 (Marine Insurance Act), το περιεχόμενο του οποίου αναφέρθηκε ανωτέρω και εκ του οποίου συνάγεται ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν είναι γενικώς αποζημιωτέες από τον ασφαλιστή εκτός εάν το ασφαλιστήριο το προβλέπει ρητώς, καθώς και ότι, είναι απαραίτητο προκειμένου μία δαπάνη να είναι αποζημιωτέα ως δαπάνη «εναγωγής και μόχθου», να έχει πραγματοποιηθεί με σκοπό την αποτροπή ή τον περιορισμό ζημίας, η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο. Στην περίπτωση των Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, επίσης αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος, η ρήτρα «εναγωγής και μόχθου» περιλαμβάνεται στο άρθρο 15, το οποίο επίσης αναφέρθηκε ανωτέρω. Όπως συνηθίζεται στις σύγχρονες ρήτρες «sue and labour», η δομή μίας τέτοιας ρήτρας είναι η εξής: Επιβάλλει στον ασφαλισμένο να λάβει «όλα εκείνα τα εύλογα μέτρα» για να αποτρέψει ή περιορίσει «ζημία που θα ήταν αποζημιωτέα με την ασφαλιστική σύμβαση» (ρήτρα 15.1) και στη συνέχεια προβλέπει ότι οι ασφαλιστές θα συνεισφέρουν στις εύλογες και δικαιολογημένες δαπάνες, που πραγματοποιήθηκαν για τέτοια μέτρα, εξαιρουμένων ορισμένων ειδών και χρεώσεων (ρήτρα 15.2.).  Συνεπώς, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, α) ο ασφαλισμένος έχει καθήκον να λαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό της απώλειας  και δύναται να επανεισπράξει έξοδα, στα οποία «υποβλήθηκε εύλογα» (άρθρο 78 του Μ.Ι.Α. και Ρήτρα 15 των IYC), β) ο ασφαλισμένος μπορεί να επανεισπράξει από την ασφαλιστική εταιρεία τέτοια έξοδα, αρκεί να έχει υποβληθεί σε αυτά «ευλόγως» (Ρήτρα 15 των IYC) και γ) ο ασφαλισμένος δε μπορεί να επανεισπράξει έξοδα που προβλέπονται στη ρήτρα 15 αν και στο βαθμό, που υπάγονται στην έννοια των εξόδων της ρήτρας 11.2 των Ρητρών του Ινστιτούτου για Σκάφη Αναψυχής. Επισημαίνεται ότι είναι απαραίτητο τα έξοδα αυτά να τα έχει καταβάλει ο ασφαλισμένος για την αποτροπή ή τον περιορισμό μίας ασφαλισμένης απώλειας, οπότε, εάν (για οποιοδήποτε λόγο, για παράδειγμα εξαιτίας ουσιώδους μη αποκάλυψης) η ασφαλισμένη απώλεια δεν είναι επανεισπράξιμη, τότε και τα αντίστοιχα έξοδα αποτροπής ή περιορισμού της ζημίας επίσης δεν θα είναι επανεισπράξιμα από την ασφαλιστική εταιρεία, καθώς και ότι η επανείσπραξη των εξόδων αποτροπής η περιορισμού της ζημίας είναι επιπρόσθετη της καταβολής της αποζημίωσης για τον ασφαλισμένο κίνδυνο. Εξάλλου όταν οι σωστικές υπηρεσίες παρέχονται επί τη βάσει του ότι η αμοιβή γι’αυτές θα καθορισθεί μεταγενέστερα, όπως στην κρινόμενη περίπτωση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, το κόστος καθορισμού της αποτελεί μέρος των εξόδων των υπηρεσιών αυτών (βλ.σχετ. Arnould, Δίκαιο της Θαλάσσιας Ασφάλισης και Αβαρίας, 18η έκδοση, Κεφάλαιο 25, Έξοδα εναγωγής και μόχθου, ποιες κατηγορίες εξόδων μπορούν να εισπραχθούν, παρ.25-18). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, πέραν της αμοιβής των αρωγών, και τα νομικά έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε ο πλοιοκτήτης σε αρξάμενη δικαστική ή διαιτητική διαδικασία, προς την κατεύθυνση απόκρουσης της ευθύνης του αναφορικά με το ποσό της αξιούμενης από τους αρωγούς αμοιβής για τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής στο ασφαλισμένο σκάφος αναψυχής του, που αντιμετώπισε ασφαλισμένο θαλάσσιο κίνδυνο, οι οποίες παρασχέθηκαν σε εκτέλεση καταρτισθείσας μεταξύ τους σχετικής σύμβασης [εν προκειμένω Ανοικτού Τύπου των Λλόϋδς («Lloyd’s Open Form» σύμβαση L.O.F.), που προβλέπει μεταγενέστερο καθορισμό της αμοιβής των αρωγών από διαιτησία στο Λονδίνο, διαδικασία η οποία εξ ορισμού και αναπόφευκτα συνεπάγεται νομική δαπάνη], καλύπτονται  ασφαλιστικά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της ρήτρας «εναγωγής και μόχθου» («sue and labour»), όπως αυτή προβλέπεται στο  άρθρο 78 του εν προκειμένω εφαρμοστέου Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης 1906 (Marine Insurance Act 1906), καθώς και στη διάταξη της ρήτρας 15 των επίσης εφαρμοστέων στην κρινόμενη περίπτωση Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), ως εύλογες και δικαιολογημένες δαπάνες, που καταβλήθηκαν από τον εναγόμενο λόγω της λήψης των αναγκαίων μέτρων προς αποτροπή ή περιορισμό αποζημιωτέας από την ασφαλιστική σύμβαση ζημίας. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του του ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πληρωμής (ΑΠ 477/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, εν προκειμένω τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούν στην αμοιβή των εντολοδόχων δικηγόρων του ενάγοντος στην Ελλάδα και στην Αγγλία (υπό στοιχεία Β.4 και Β.6 του αγωγικού δικογράφου) για τις παρασχεθείσες προς αυτόν νομικές υπηρεσίες επί της διαφοράς του με τους αρωγούς συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού σκάφους «Μ» σχετικά με την αμοιβή τους για τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, που παρείχαν στο κινδυνεύσαν σκάφος αναψυχής του, για τον καθορισμό της οποίας οι ανωτέρω, όπως εδικαιούντο με βάση το μεταξύ τους στερεότυπο συμφωνητικό διάσωσης των Λλόϋδ’ς, προσέφυγαν σε διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, που δεν ολοκληρώθηκε, διότι επιτεύχθηκε συμβιβασμός των μερών στο μικρότερο ποσό των 20.000 ευρώ, στην αμοιβή της διορισθείσας διαιτήτριας και στα έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας (υπό στοιχεία Β.2 και Β.3 του δικογράφου της αγωγής) είναι αποζημιωτέα από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία και επομένως τυγχάνουν νόμιμα, ως αιτούμενες εύλογες και δικαιολογημένες δαπάνες, λόγω της λήψης από τον ενάγοντα των επιβαλλομένων εύλογων και αναγκαίων μέτρων προς αποτροπή ή περιορισμό της με βάση την ασφαλιστική σύμβαση αποζημιωτέας ζημίας του, που περιλαμβάνει και την αμοιβή των αρωγών, σύμφωνα με την περιεχόμενη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρήτρα «εναγωγής και μόχθου» («sue and labour»), όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 78 του εν προκειμένω εφαρμοστέου στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης 1906 (Marine Insurance Act 1906), καθώς και στη διάταξη της ρήτρας 15 των επίσης εφαρμοστέων στην κρινόμενη περίπτωση Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), που επίσης αποτελούν περιεχόμενο της ως άνω σύμβασης. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι θα ήταν οξύμωρο, ενώ επιπροσθέτως αντίκειται και σε κάθε νομική λογική, να υποχρεούται ουσιαστικά ο πλοιοκτήτης, με βάση την ανωτέρω ρήτρα της σύμβασης ασφάλισης, η οποία έχει προφανώς τεθεί υπέρ των ασφαλιστών, προκειμένου, σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να καταβάλουν το μικρότερο δυνατό ασφάλισμα, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποτροπή ή περιορισμό της απώλειας ή βλάβης του ασφαλισμένου σκάφους του αναψυχής, όταν αυτό, σημαντικής αξίας περιουσιακό στοιχείο ον, αντιμετωπίζει θαλάσσιο κίνδυνο και συγκεκριμένα να προσλαμβάνει αρωγούς και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, όπερ εξ ορισμού συνεπάγεται την καταβολή σ’αυτούς ακολούθως της αναλογούσας αμοιβής, η οποία, εφόσον οι εν λόγω υπηρεσίες παρασχέθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης Ανοικτού Τύπου των Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Open Form – LOF) δυνάμει στερεότυπου έντυπου συμφωνητικού, συμφωνείται ότι θα καθορισθεί στο μέλλον και είναι αδιαμφισβήτητα αποζημιωτέα από τις ασφαλιστικές εταιρείες με βάση την αυτή ως άνω ρήτρα, πλην όμως τα νομικά έξοδα, στα οποία εκ των πραγμάτων θα υποβαλλόταν (ο πλοιοκτήτης), εφόσον αμφισβητούσε στο μέλλον τη σχετική σε βάρος του απαίτηση των αρωγών ενώπιον δικαστηρίου ή διαιτητή, προς όφελος της ασφαλιστικής του εταιρείας, να μην καλύπτονται ασφαλιστικά, ελλείψει ρητής πρόβλεψης στο ασφαλιστήριο, ούτε με νομικό θεμέλιο την ίδια ρήτρα, διότι τοιουτοτρόπως ο ασφαλισμένος θα αποτρέπετο από το να αποκρούσει με τον προσήκοντα και ενδεδειγμένο τρόπο τη σε βάρος του αξίωση, αφού δε θα μπορούσε να επανεισπράξει ακολούθως την καταβληθείσα νομική δαπάνη από την ασφαλιστική του εταιρεία, γεγονός, που μετά βεβαιότητας θα απέληγε σε ζημία της τελευταίας, την οποία ακριβώς η καθιέρωση της συγκεκριμένης ρήτρας αποσκοπούσε στο να αποτρέψει ή έστω να περιορίσει, καθώς θα υποχρεούτο να καταβάλει στον πλοιοκτήτη οποιοδήποτε ποσό αξίωναν απ’αυτόν οι αρωγοί και τους επιδίκαζε το δικαστήριο ή ο διαιτητής, χωρίς να έχει προηγουμένως επιχειρηθεί έστω, δικαστικά ή εξώδικα, να μειωθεί το ύψος της απαίτησής τους. Ούτε βέβαια είναι αντιφατικό από τη μία πλευρά να υποχρεούται ο ασφαλισμένος με βάση την ασφαλιστική σύμβαση να υποβληθεί στη σωστική δαπάνη, λαμβάνοντας τα αναγκαία και εύλογα μέτρα προς αποτροπή ή περιορισμό της απώλειας ή της βλάβης του σκάφους του, όταν αντιμετωπίζει ασφαλισμένο κίνδυνο και από την άλλη να λαμβάνει και τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή ή τον περιορισμό της ευθύνης του έναντι των αρωγών, αξιώνοντας να αποζημιωθεί στη συνέχεια από την ασφαλιστική του εταιρεία, για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε σε αμφότερες τις περιπτώσεις, διότι το επιβαλλόμενο σ’αυτόν από την ασφαλιστική σύμβαση καθήκον να συνάψει σύμβαση επιθαλάσσιας αρωγής για το κινδυνεύον σκάφος του, ουδόλως συνεπάγεται ότι δεν θα πρέπει στη συνέχεια να μεριμνήσει και για τον περιορισμό της σε βάρος του απαίτησης των αρωγών, εφόσον την κρίνει υπέρογκη, επ’ωφελεία της ασφαλιστικής του εταιρείας, η οποία και είναι αυτή που θα κληθεί ακολούθως να του αποδώσει το καταβληθέν ποσό της σωστικής αμοιβής. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά τα συγκεκριμένα κονδύλια ως μη νόμιμη, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε,  όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχήν του λόγου αυτού, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση εξαρχής, να γίνει δεκτή η αγωγή ως νόμω βάσιμη και κατά τα κονδύλια αυτά, στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, που τυγχάνουν εφαρμοστέες στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, όπως ζητήθηκε από τον ενάγοντα με την προβαλλόμενη κύρια βάση της αγωγής του για την κατά νόμο θεμελίωση των συγκεκριμένων αιτημάτων, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών προβαλλομένων κατά δικονομική επικουρικότητα βάσεων και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι εκ της νομικής δαπάνης, ως προς τα επιμέρους αγωγικά κονδύλια, που αφορούν στην αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων του ενάγοντος στην Αγγλία, στην αμοιβή της διορισθείσας διαιτήτριας και στα έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας στους Λλόϋδ’ς του Λονδίνου, τα οποία καταβλήθηκαν από τον ενάγοντα σε αλλοδαπό νόμισμα (λίρες Αγγλίας), νομίμως ζητείται, εφόσον πρόκειται περί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να αποδώσει στον ενάγοντα το σε ευρώ ισόποσο αυτών με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού με το αλλοδαπό νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής τους από την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 6, 8, 12, 13 του ν.2391/21.3.1996 «Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή 1989» συνάγεται ότι για τη γένεση του δικαιώματος αμοιβής από θαλάσσια αρωγή απαιτείται καταρχήν η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: 1. Επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής, όπως αυτή ορίζεται εννοιολογικά στο άρθρο 1 περ.α΄ της δηλαδή «κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο». Ως «πράξη ή δραστηριότητα» σε σχέση με ην παροχή βοήθειας νοείται κάθε ενέργεια που αναλήφθηκε και εκτελέστηκε, είχε δε ή συντέλεσε σε ωφέλιμο αποτέλεσμα, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες, από έναν ή περισσότερους αρωγούς (Κοροτζή Ι., Η αρωγή στο ελληνικό δίκαιο μετά την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989, σελ. 141, σημ. 4) 2. Το δεχόμενο την αρωγή πλοίο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο, περιλαμβανομένου του φορτίου, να διατρέχει κίνδυνο απώλειας ή βλάβης. Ο κίνδυνος συνίσταται στο ενδεχόμενο επέλευσης φυσικής ζημίας, απώλειας ή βλάβης (“risk of physical damage”) και απαιτείται να είναι υπαρκτός, κατ’αντικειμενική εκτίμηση των πραγμάτων, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι άμεσος ή επικείμενος αλλά αρκεί ότι αναμένεται με πιθανότητα, ότι το ενδεχόμενο αυτό υφίσταται πριν παρασχεθούν οι σωστικές υπηρεσίες, ότι δεν έχει παρέλθει όταν αυτές παρασχέθηκαν, και ότι δεν προκλήθηκε από αυτές (Κοροτζή Ι., ό.π., σελ 76 – 78). Πρέπει, εξάλλου ο κίνδυνος να υφίσταται κατά την έναρξη των σωστικών υπηρεσιών, χωρίς να απαιτείται αδυναμία ελικτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του κινδυνεύοντος πλοίου. Η ύπαρξη και ο βαθμός του σοβαρού αυτού κινδύνου πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, είναι αρκετό το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενό της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος είναι απαραίτητο δομικό στοιχείο της θαλάσσιας αρωγής, γιατί την προσδιορίζει και την διαφοροποιεί από την ρυμούλκηση. Πρέπει, ακόμη, να είναι σοβαρός, μη φανταστικός, μη εικαζόμενος, όχι αόριστος, παρών, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1. Η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2. η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια, εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3. ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης, με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4. η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων, 5. η εγκατάλειψη ή η προετοιμασία εγκατάλειψης του πλοίου, 6. η άμεση απαίτηση για παροχή βοήθειας, 7. η εισροή υδάτων στο πλοίο λόγω ζημίας κ.α. (Ι. Κοροτζή, Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, 1988, σ. 46-48, 52-53, 57-58). Προϋπόθεση της ύπαρξης του κινδύνου δεν αποτελεί μόνο η κατάσταση που δρομολογεί την απώλεια του πλοίου, πραγματική ή τεκμαρτή, αλλ’αρκεί να υπάρχει κίνδυνος βλάβης και μάλιστα υπολογίσιμης, ώστε να δικαιολογεί το κόστος της επέμβασης, όχι, όμως, και επουσιώδους βλάβης του πλοίου ή του φορτίου (ΕΠ 913/2009 ΕΝΔ 2010.63). Επιθαλάσσια αρωγή θεωρείται και η απλή παραμονή κοντά στο πλοίο που κινδυνεύει ή η συνοδεία για παροχή αναγκαίας ασφάλειας (ΕφΠειρ 831/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2010.71).  Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το στοιχείο αυτό υφίσταται, όταν συντρέχει εύλογος φόβος κινδύνου, ώστε προκειμένου να αποφευχθεί κανείς φρόνιμος και επιτήδειος της ναυτικής αποστολής την ώρα του κινδύνου δεν θα απέκρουε την προσφερόμενη βοήθεια του αρωγού, υπό την προϋπόθεση της πληρωμής αμοιβής για τη διάσωση (ΕΠ 831/2009 ΕΝΔ 2010.71). Η πράξη αρωγής να είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες που παρασχέθηκαν από άλλους αρωγούς (…”). Δεν είναι απαραίτητο να υπόκειται το αντικείμενο της αρωγής σε κίνδυνο ολικής απώλειας. Αρκεί ο κίνδυνος σοβαρών βλαβών. Οι σωστικές υπηρεσίες μπορούν να υπάρξουν, μολονότι ο κίνδυνος μπορεί εύκολα να επανορθωθεί (βλ. σχετ. Ι.Κοροτζή, ό.π., σελ. 121). Ως ωφέλιμο αποτέλεσμα νοείται η διατήρηση του πράγματος με την αντιμετώπιση του κινδύνου απώλειας ή βλάβης, με την οποία αυτό απειλείται, είτε ολικώς είτε κατά ένα μέρος (ΕΠ 6/2009 ΕΝΔ 2009.42, ΕΠ 1172/2005 ΕΝΔ 34.187). Παράλληλα, είναι δυνατό να υπάρξει και μερική συμβολή στη διατήρηση του πράγματος, όταν οι σωστικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν από περισσότερους από έναν αρωγούς και συνέβαλαν στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, έστω και αν καθεμία από αυτές μόνη δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σ’αυτό (Κοροτζή Ι., Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Γ, εκδ. 2007, σελ. 385-386). Αμοιβή αρωγής είναι το εκ του νόμου οφειλόμενο και υπό του δικαστηρίου καθοριζόμενο αντάλλαγμα, το καταβλητέο στον ή τους αρωγούς από τους κυρίους των διασωθέντων περιουσιακών στοιχείων (άρθρα 13, 15 παρ. 1). Ο καθορισμός του ύψους της αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 παρ. 1, ανεξάρτητα από τη σειρά με την οποία αναφέρονται. Τα κριτήρια αυτά είτε (i) εκτιμώνται από τους ενδιαφερόμενους σε σύμβαση, συναπομένη μετά την αρωγή και μη υποκείμενη σε δικαστική ακύρωση ή τροποποίηση, επειδή δεν συνήφθη υπό την επήρεια του κινδύνου, είτε (ii) εκτιμώνται από τα μέρη σε συμφωνία προγενέστερη της αρωγής, οπότε, εφόσον υπήρχε ο κίνδυνος, η συμφωνία επιδέχεται δικαστική ακύρωση ή τροποποίηση, ή (iii) εκτιμώνται από το δικαστήριο. Τα κριτήρια αναφέρονται από το νόμο εξαντλητικά (περιοριστικά) και όχι ενδεικτικά και υπόκεινται στον κανόνα ότι αποβλέπουν στην ενθάρρυνση του αρωγού (προθυμία, ικανότητα, εξοπλισμό του) (ΕΠ 207/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕΠ 893/2013 ΕΝΔ 2013.311, ΕΠ 1013/2006 ΕΝΔ 2007.131). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 15 παρ.1 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, αν η αρωγή παρασχέθηκε από περισσότερους αρωγούς, ο επιμερισμός της αμοιβής μεταξύ των αρωγών γίνεται με βάση τα ως άνω κριτήρια του άρθρου 13 αυτής, κατανεμόμενη μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή καθενός από αυτούς στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου, η συμφωνία όμως των μερών επικρατεί των πιο πάνω κριτηρίων (ΕΠ 893/2013 ό.π.). Περαιτέρω, ρυμούλκηση είναι η ενέργεια που καταβάλλεται με αμοιβή από το πλοίο, που είναι εφοδιασμένο με κινητήρια δύναμη και έχει ως σκοπό του την μεταφορά, από τόπο σε τόπο, είτε πλοίου που στερείται γενικά ή κατά ένα μέρος δικής του κινητήριας δύναμης, είτε γενικά οποιουδήποτε επιπλέοντος κατασκευάσματος, με την βοήθεια ρυμουλκίου (σχοινιού), το οποίο ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο. Η ρυμούλκηση έχει το χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου, όταν το ρυμουλκούμενο έχει δικό του επαρκές πλήρωμα και είναι κύριο των δικών του κινήσεων, στο πλαίσιο της περιορισμένης δραστηριότητάς του και δεν ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα. Στις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ρυμουλκούμενο δεν έχει δικό του πλήρωμα και δεν είναι κύριο των δικών του κινήσεων, αλλά βρίσκεται στην παραφυλακή του ρυμουλκέα, υπό την εξουσία του πλοιάρχου του ρυμουλκούντος πλοίου, και ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα, η ρυμούλκηση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναύλωσης. Εξάλλου, η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη προϋποθέτει την συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στην δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δύναμης) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (ΕΠ 24/2011 ΕΕμπΔ 2011.654). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την αγωγή του ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 1.800 ευρώ ως αμοιβή του για τις παρασχεθείσες στο σκάφος αναψυχής του (του ενάγοντος) και αναφερόμενες στο δικόγραφο υπηρεσίες κατά το συμβάν της προσάραξής του στο βυθό της νησίδας Βαρδιάνοι με το φουσκωτό σκάφος του «Α» και το ποσό των 200 ευρώ ως αξία των καυσίμων, που κατανάλωσε το σκάφος αυτό καθόλη τη διάρκεια του συμβάντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή ως προς τα κονδύλια αυτά είναι νόμιμη, ως αμοιβή για παρασχεθείσες υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, που καταβλήθηκε προς αποτροπή απώλειας ή ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους αναψυχής του ενάγοντος και, επομένως, καλύπτεται ασφαλιστικά με βάση τη διάταξη του άρθρου 78 του Μ.Ι.Α και της Ρήτρας 15.1 και 15.2 των IYC, καθώς και ότι πρέπει το ποσό, που θα γίνει δεκτό ότι οφείλεται ως αμοιβή του ιδίου, αλλά και των έτερων αρωγών, συμπλοιοκτητών του ρυμουλκού σκάφους «Μ», για τις παρασχεθείσες στο σκάφος αναψυχής του ενάγοντος σωστικές υπηρεσίες τους, να κατανεμηθεί μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή του καθενός στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης. Κατόπιν των παραδοχών αυτών, κατά τη διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι η οφειλόμενη αμοιβή των αρωγών, υπολογιζόμενη με βάση τα κριτήρια του άρθρου 13 της αυτής ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, ανέρχεται στο ποσό των 20.000 ευρώ, εκ των οποίων τα 9/10 αναλογούν στους δύο (2) συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού σκάφους «Μ», ήτοι το ποσό των 18.000 ευρώ (κατά 50% στον καθέναν τους) και το υπόλοιπο 1/10 στο ………, ήτοι το ποσό των 2.000 ευρώ. Σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ο …………., πλοιοκτήτης του φουστωτού σκάφους «Α», κληθείς από τον ίδιο τον ενάγοντα, μετά την προσάραξη του σκάφους αναψυχής του τελευταίου στο βυθό της νησίδας Βαρδιάνοι, μετέβη με το σκάφος του στο σημείο του συμβάντος από την Αγία Πελαγία της Κεφαλονιάς, όπου και ναυλοχούσε το φουσκωτό του και αρχικά επιχείρησε να αποκολλήσει το σκάφος του ενάγοντος με το δικό του σκάφος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, ενώ, ακολούθως, αφού μετέφερε με ασφάλεια στην περιοχή «Μηνιές» της Κεφαλονιάς τη σύζυγο και τον υιό του ενάγοντος, που επίσης επέβαιναν στο σκάφος του και ενόσω οι άνεμοι και τα κύματα ωθούσαν περαιτέρω το εν λόγω σκάφος προς την ακτή, με κίνδυνο να υποστεί ζημίες στον πυθμένα του, να εισρεύσει θαλάσσιο ύδωρ και να προκληθεί ρύπανση στην περιοχή από τα καύσιμά του, συνέδραμε στη διαδικασία πρόσδεσης της πλώρης του με ρυμούλκιο στο ρυμουλκό, το οποίο τελικά επέτυχε να το αποκολλήσει από τα αβαθή, προκειμένου να το ρυμουλκήσει μέχρι το λιμένα του Αργοστολίου και στη συνέχεια συνόδευσε με το φουσκωτό του σκάφος το σκάφος του ενάγοντος, προσδεδεμένο στην πρύμνη αυτού, για μέρος του πλου μέχρι τον ανωτέρω λιμένα, για επιπρόσθετη ασφάλεια, τελώντας τοιουτοτρόπως πλησίον του σε κατάσταση επιφυλακής. Οι ανωτέρω υπηρεσίες, που προσέφερε ο ……… με το φουσκωτό του σκάφος στον ενάγοντα, όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, συνιστούν αδιαμφισβήτητα υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής και όχι απλής ρυμούλκησης, διότι το σκάφος αναψυχής του ενάγοντος, κατόπιν της προσάραξής του στα αβαθή φέρεται ότι αντιμετώπισε  πραγματικό κίνδυνο, που προϋπήρξε των σωστικών ενεργειών, σοβαρό και υπαρκτό, κατ’αντικειμενική εκτίμηση των πραγμάτων, αν και όχι άμεσο, πλην όμως ενδεχόμενο και πιθανό, να υποστεί βλάβες και ζημίες και είχαν επιπροσθέτως ωφέλιμο αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες, που παρασχέθηκαν από το ρυμουλκό σκάφος, αφού κατέστη τελικά δυνατό, με τη συμβολή αμφοτέρων των σκαφών αυτών, το κινδυνεύσαν σκάφος να αποκολληθεί από το βυθό και να ρυμουλκηθεί σε ασφαλή λιμένα, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω να δικαιούται αμοιβής για τις εν λόγω υπηρεσίες του, που προφανώς παρασχέθηκαν σε εκτέλεση άτυπης μεταξύ τους σύμβασης, η οποία (αμοιβή) ως τέτοια καλύπτεται ασφαλιστικά με βάση τη διάταξη του άρθρου 78 του Μ.Ι.Α και της Ρήτρας 15.1 και 15.2 των IYC, ως δαπάνη εύλογη και δέουσα, που προκλήθηκε κατόπιν της λήψης από τον ενάγοντα των αναγκαίων μέτρων προς αποτροπή ή ελαχιστοποίηση της απώλειας ή της ζημίας του σκάφους του, όπως ουσιαστικά, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το αντίστοιχο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πλην όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατόπιν της παραδοχής αυτής, έκρινε ότι θα πρέπει το ποσό, που θα γίνει δεκτό ότι οφείλεται ως αμοιβή για τις παρασχεθείσες στο σκάφος του ενάγοντος υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, να επιμερισθεί μεταξύ των πλειόνων αρωγών, ανάλογα με τη συμβολή εκάστου στη διάσωση του ανωτέρω σκάφους, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, διότι τέτοια αναλογική κατανομή πράγματι θα ελάμβανε χώρα εφόσον όμως είχε ασκηθεί από τους αρωγούς σε βάρος του πλοιοκτήτη αγωγή για την καταβολή της αμοιβής τους, υπολογιζομένης, ελλείψει συμφωνίας τους, με βάση τα αναφερόμενα στη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου κριτήρια, ενώ στην κρινόμενη περίπτωση προφανώς δεν πρόκειται περί μίας τέτοιας αγωγής, καθώς, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφό της εκτιθέμενα, ζητείται από τον ασφαλισμένο να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ασφαλιστικής του εταιρείας, σε βάρος της οποίας στρέφεται αναγωγικά, να του καταβάλει τα ανωτέρω ποσά, που συνιστούν βέβαια σωστική αμοιβή αρωγού, πλην όμως φέρονται ότι του οφείλονται ως εύλογες και δικαιολογημένες δαπάνες «εναγωγής και μόχθου», στις οποίες υποβλήθηκε, προκειμένου να αποτρέψει ή να περιορίσει την απώλεια ή τη ζημία του ασφαλισμένου σκάφους του, που αντιμετώπισε θαλάσσιο κίνδυνο, όπως υποχρεούτο από την ασφαλιστική σύμβαση και τις οποίες, εφόσον κριθούν εύλογες και δικαιολογημένες, δικαιούται να αξιώσει από την ασφαλιστική του εταιρεία, με βάση τους όρους της ίδιας σύμβασης, αλλά αυτοτελώς και ανεξάρτητα για κάθε αρωγό όσον αφορά τα επιμέρους κονδύλια που τον αφορούν,  χωρίς επιμερισμό μεταξύ τους, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσής του κατά το σχετικό σκέλος του, όπως εκτιμάται το περιεχόμενο του εφετηρίου κατά το σκέλος αυτό από το παρόν Δικαστήριο. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να διερευνηθεί η αγωγή αυτοτελώς κατά τα συγκεκριμένα κονδύλια, που αφορούν στις παρασχεθείσες σωστικές υπηρεσίες του ……… και από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 35Α του Νόμου «Supreme Court Act 1981», το δικαστήριο, αν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης μέχρι της έκδοσης της απόφασης. Το σύνηθες στην πρακτική των Αγγλικών δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία τα χρήματα θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί. Επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανειστεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές αποφάσεις από την έκδοσή τους. Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο άσκησης της αγωγής έως την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) και στην προκείμενη περίπτωση κατά το Ελληνικό τοιούτο (άρθρο 346 του ΑΚ). Το ίδιο, εντούτοις, πρέπει να ισχύσει (εφαρμογή της lex fori) και στην περίπτωση τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, διότι ναι μεν στην περίπτωση αυτή δεν οφείλονται πλέον τόκοι επιδικίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, και διατηρούνται οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 του ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994 Α΄δημοσίευση στην ΤΝΠ Νόμος, ΕλλΔνη 35.1259), πλην όμως η συνέπεια αυτή συνιστά άμεσο αποτέλεσμα του δικονομικού χαρακτήρα του περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, δηλαδή αποτελεί δικονομικό και όχι ουσιαστικό ζήτημα και, ως εκ τούτου, διέπεται από τη lex fori, ήτοι το ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 1584/2011 Α΄δημοσίευση στην ΤΝΠ Νόμος, ΕΝΑΥΤΔ 2012.45, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.106, ΕφΠειρ 841/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 342/2007 ΕΝαυτΔ 2007.201). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αγωγικού αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο, κυρίως μεν από τις 9.6.2017, επομένη της από 8.6.2017 σχετικής όχλησης της εναγομένης διά της αποστολής στην τελευταία ηλεκτρονικής επιστολής του πληρεξουσίου δικηγόρου του, άλλως επικουρικώς από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Το αίτημα περί επιδίκασης τόκων επί της αγωγικής απαίτησης με βάση το εν προκειμένω εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο από την επομένη της φερομένης όχλησης της εναγομένης περί καταβολής του αιτουμένου ποσού δεν είναι νόμιμο, διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν προβλέπεται κατά το ανωτέρω αλλοδαπό δίκαιο έναρξη της τοκοφορίας  μίας τέτοιας απαίτησης από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ενώ είναι νόμιμο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, όπως ζητήθηκε επικουρικά, κρινόμενο με βάση το ελληνικό δίκαιο, που εφαρμόζεται επί των τόκων επιδικίας, κατά τα επίσης στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναλυτικά εκτιθέμενα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθμ. ……../4.7.2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ενάγοντος ……., που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αργοστολίου ……….. κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (άρθρο 422 του ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’αριθμ………./29.6.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 § 1 του ΚΠολΔ), αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, με την επισήμανση ότι οι πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμοί της εναγομένης/εφεσίβλητης νομίμως επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προτάσεις τους με βάση τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του ενάγοντος/εκκαλούντος απορριπτομένων ως αβασίμων: Ο ενάγων είναι πλοιοκτήτης του υπό βρετανική σημαία μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής με την ονομασία «C», νηολογίου Λονδίνου, με αριθμό …….., με αριθμό ΙΜΟ …………….., ολικής χωρητικότητας 17,89 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 17,89 κόρων, μήκους 11,99 μέτρων, πλάτους 4,02 μέτρων, βάθους 2,32 μέτρων, κατασκευασμένου από την ……………… το έτος 2000 και κινούμενου με δύο (2) εσωλέμβιες μηχανές, εργοστασίου κατασκευής CATERPILLAR, μοντέλο 3126-350 DITA, συνολικής ισχύος 522,20 KW (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα σε νόμιμη μετάφραση στα ελληνικά από το αγγλικό πρωτότυπο πιστοποιητικό του Βρετανικού Νηολογίου). Αποδείχθηκε επίσης ότι  δυνάμει σύμβασης ασφάλισης, που καταρτίσθηκε εγγράφως στις 24.2.2016 μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία στη συνέχεια μετέβαλε την επωνυμία της σε «………………», που απορροφήθηκε ακολούθως λόγω συγχώνευσής τους από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………….», η οποία, ως καθολική διάδοχος της απορροφηθείσης εταιρείας και αρχικής διαδίκου, παραστάθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, υπεισελθούσα στη δικονομική της θέση και συνεχίζοντας την εκκρεμή δίκη, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας απόφασης αναφερόμενα, η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση, αντί του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου, ασφαλιστικής κάλυψης, για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, ήτοι από 24.2.2016 έως 24.2.2017, του συγκεκριμένου σκάφους αναψυχής μετά των μηχανών του, της βοηθητικής λέμβου του με την εξωλέμβια μηχανή της και του εξοπλισμού του, για απώλεια ή ζημία του, προκαλούμενη και από – μεταξύ άλλων – θαλάσσιους κινδύνους, απότοκους ή συνακόλουθους της ναυσιπλοΐας, μέχρι του ποσού των 120.000 ευρώ, καθώς και την αστική του ευθύνη για σωματικές βλάβες τρίτων ή επιβατών, υλικές ζημίες τρίτων και θαλάσσια ρύπανση, συνταχθέντος σχετικώς του υπ’αριθμ…….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Στο ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρητά ορίσθηκε ότι εν λόγω σύμβαση, κατά το μέρος που αφορά στην ασφαλιστική κάλυψη του ίδιου του σκάφους και του εξοπλισμού του, διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, καθώς και ότι οι προσαρτημένες σ’αυτό Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985) συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα του. Στη συνέχεια με τη με αριθμ…… πρόσθετη πράξη στο ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων μερών στις 10.6.2016 συμφωνήθηκε ότι στην ασφαλιστική κάλυψη του εν λόγω σκάφους αναψυχής θα περιληφθεί και πρόσθετος εξοπλισμός του, αγορασθείς από τον ενάγοντα μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και συγκεκριμένα μία μικρή προπέλα στην πρύμνη του και μία ανοξείδωτη τέντα προστασίας σκάφους και επιβατών από τον ήλιο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι προ της λήξης της ισχύος και ασφαλιστικής σύμβασης και συγκεκριμένα στις 19.7.2016 και περί ώρα 15:30 το ανωτέρω σκάφος, με κυβερνήτη τον ενάγοντα, στο οποίο επίσης επέβαιναν η σύζυγος και ο υιός του, αγκυροβόλησε σε απόσταση εκατό (100) μέτρων από τη νησίδα Βαρδιάνοι, που βρίσκεται νοτιοδυτικά της νήσου της Κεφαλονιάς. Περί ώρα 18:30 της ίδιας ημέρας λόγω απότομης επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών το σκάφος προσάραξε σε αμμώδη – πετρώδη βυθό σε απόσταση πέντε (5) μέτρων από την ακτή της ανωτέρω νησίδας. O ενάγων επιχείρησε να αποκολλήσει το σκάφος με ίδια μέσα (με το βίντσι της άγκυρας), πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, οπότε και  κατέστη αναγκαίο να ζητηθεί η συνδρομή του μηχανικού σκαφών ……….., πλοιοκτήτη του φουσκωτού σκάφους «Α», το οποίο φέρει μία (1) μηχανή, εργοστασίου κατασκευής Yamaha, ιπποδύναμης 100 ΒΗP και ναυλοχούσε στην περιοχή της Αγίας Πελαγίας στην Κεφαλονιά. Ο τελευταίος πράγματι μετέβη στο σημείο του συμβάντος με το ανωτέρω φουσκωτό σκάφος του, με το οποίο προσπάθησε και αυτός να αποκολλήσει το σκάφος αναψυχής του ενάγοντος, χωρίς όμως να το επιτύχει. Κατόπιν τούτου, ο ανωτέρω ………….., ενεργώντας για λογαριασμό του ενάγοντος, επικοινώνησε τηλεφωνικά περί ώρα 20:05 της ίδιας ημέρας με το ………., συμπλοιοκτήτη κατά ποσοστό 50% του ρυμουλκού σκάφους με την ονομασία «Μ» (ο έτερος συμπλοιοκτήτης είναι ο ……….) και τον ενημέρωσε για το συμβάν, ζητώντας τη συνδρομή του. Το ανωτέρω ρυμουλκό σκάφος, νηολογίου Αργοστολίου, με αριθμό ….., ΙΜΟ …., κ.ο.χ. 153,99, κ.κ.χ. 46,68, μήκους 28,30 μέτρων, το οποίο έχει ναυπηγηθεί το έτος 1952, είναι κατασκευασμένο από χάλυβα, φέρει μία μηχανή, εργοστασίου κατασκευής CATERPILLAR, μοντέλο 3512 DITA, ντίζελ, ιπποδύναμης 900 BHP, έτους κατασκευής 1993, με ελκτική ικανότητα 18 τόνων, είναι εξοπλισμένο με ένα κανόνι ρίψης αφρού, 3 αντλίες και 1 φορητή αντλία, διαθέτει δε επιπροσθέτως καταδυτικό εξοπλισμό, κάβους και σύρματα ρυμούλκησης, συγκολλητικό εξοπλισμό, υλικά στεγανοποίησης και κλεισίματος οπών, καθώς και εξοπλισμό αντιρρυπαντικής προστασίας, έχει βύθισμα 3,05 μέτρων και ικανότητα ανάπτυξης ταχύτητας 11 κόμβων την ώρα, ναυλοχεί στο λιμένα του Αργοστολίου και το πλήρωμά του αποτελείται από 3 άτομα, κυβερνήτη, μηχανικό και ναύτη.  Το εν λόγω ρυμουλκό σκάφος, το οποίο απείχε από την περιοχή του συμβάντος 6 μίλια αναχώρησε από τον ανωτέρω λιμένα, με κυβερνήτη το …………, διπλωματούχο και έμπειρο Πλοίαρχο, με προϋπηρεσία σε ποντοπόρα φορτηγά πλοία, δεξαμενόπλοια, επιβατηγά πλοία και ρυμουλκά, έχοντας συμμετάσχει στο παρελθόν με το σκάφος του αυτό σε περιστατικά, κατά τα οποία απαιτήθηκε η παροχή σωστικών υπηρεσιών, περί ώρα 20:20 της ίδιας ημέρας και πλέοντας, πρόσω ολοταχώς, με ταχύτητα 11 κόμβων την ώρα, με πνέοντες ανέμους βορειοδυτικούς, έντασης 4 μποφόρ, με ριπές ενίοτε έντασης 5 μποφόρ και με θάλασσα ταραγμένη έως πολύ ταραγμένη, κατέφθασε στο σημείο της προσάραξης περί ώρα 21:00, ενώ οι καιρικές συνθήκες παρέμεναν αμετάβλητες. Με το ανωτέρω ρυμουλκό, κατόπιν της άφιξής του στην περιοχή, ο ……….., ο οποίος είχε προηγουμένως περί ώρα 20:40 ενημερώσει περί του συμβάντος το Λιμεναρχείο Κεφαλονιάς, επιχείρησε να προσεγγίσει το σκάφος αναψυχής του ενάγοντος όσο το δυνατόν περισσότερο, πλην όμως το βάθος της θάλασσας στο σημείο της προσάραξης δεν το επέτρεψε, με αποτέλεσμα το ρυμουλκό να αναγκασθεί να παραμείνει σε απόσταση 300-350 μέτρων απ’αυτό. Ακολούθως διαπιστώθηκε από τον ανωτέρω κυβερνήτη του ρυμουλκού ότι το σκάφος αναψυχής είχε προσαράξει σε πολύ ρηχά ύδατα με αμμώδη και ανά σημεία πετρώδη βυθό, σε βάθος 60 εκατοστών από τη δεξιά πλευρά του και 80 εκατοστών από τη αριστερή πλευρά του αντίστοιχα, με ελαφριά κλίση προς τα αριστερά, καθώς και ότι ήταν κολλημένο στο βυθό με τα πηδάλια και τις προπέλες του παγιδευμένα στην άμμο και στα μικρά βράχια, απολύτως ακινητοποιημένο και αδυνατώντας να αποκολληθεί με ίδια μέσα. Λόγω δε της έντασης των πνεόντων ανέμων στην περιοχή και συνακόλουθα του κυματισμού, το ανωτέρω σκάφος ωθείτο προς την ακτή, με σοβαρό κίνδυνο να δημιουργηθούν βλάβες στο ίδιο και στον εξοπλισμό του και συγκεκριμένα ρήγματα στον πυθμένα και στα ύφαλά του και να υποστούν ζημίες οι προπέλες και τα πηδάλιά του, καθώς και να προκληθεί ρύπανση στην περιοχή λόγω της διαρροής στη θάλασσα των λιπαντικών και των καυσίμων του. Ακολούθως, αφού αποφασίσθηκε από την κυβερνήτη του ρυμουλκού σκάφους η έλξη του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος με το βίντσι της πρύμνης του ρυμουλκού και όχι με τη μηχανή του, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση ζημίας στο προσαράξαν σκάφος, καθώς το βίντσι παρείχε τη δυνατότητα άσκησης σταθερής και ελεγχόμενης δύναμης, ούτως ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν ομαλότερη και ασφαλέστερη αποκόλληση του ως άνω σκάφους από τα αβαθή, περί ώρα 23:00 άρχισε η διαδικασία πρόσδεσης αυτού με τρείς (3) κάβους λόγω της  μεγάλης απόστασης μεταξύ των δύο σκαφών, οι οποίοι (κάβοι) ενώθηκαν με τη χρήση ανοξείδωτων χαλύβδινων κλειδιών, σχηματίζοντας ένα ρυμούλκιο. Το ένα άκρο του ρυμούλκιου προσδέθηκε στο κεντρικό πρυμναίο βίντσι του ρυμουλκού, ενώ το άλλο άκρο μεταφέρθηκε με το φουσκωτό σκάφος  «Α» του …….., που λόγω του μικρού βυθίσματός του μπορούσε να προσεγγίσει το σκάφος του ενάγοντος χωρίς να κινδυνεύσει να προσκρούσουν τα ύφαλά του στο βυθό και να υποστεί ζημίες και προσδέθηκε τελικά στην πλώρη του προσαράξαντος σκάφους, ολοκληρωθέντος επιτυχώς του πρώτου σταδίου (της πρόσδεσης) της διαδικασίας αποκόλλησης περί ώρα 2:00 της επόμενης ημέρας (20.7.2016) και αφού προηγουμένως ο . ….. είχε μεταφέρει με ασφάλεια τη σύζυγο και τον υιό του ενάγοντος από το σημείο του συμβάντος στην περιοχή «Μηνιές» της Κεφαλονιάς. Περί ώρα 2:30 της ίδιας ημέρας άρχισε η εργώδης διαδικασία αποκόλλησης του σκάφους του ενάγοντος από τα αβαθή με τη χρήση του πρυμναίου βιντσίου του ρυμουλκού, η οποία ολοκληρώθηκε, κατόπιν των επίπονων προσπαθειών του πληρώματος του ρυμουλκού, με επιτυχία μετά την πάροδο 2,5 ωρών, ήτοι περί ώρα 5:00 και ακολούθως διατάχθηκε από τον  Λιμενάρχη Κεφαλονιάς, ο οποίος ενημερώθηκε περί της ομαλούς έκβασης του εγχειρήματος, καθώς σκάφος του Λιμενικού Σώματος είχε στο μεσοδιάστημα μεταβεί στο σημείο και παρακολουθούσε συνεχώς εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα, η ρυμούλκηση του σκάφους αναψυχής προς το λιμένα του Αργοστολίου και η εκεί παραμονή του μετά τον κατάπλου του, έως ότου επιθεωρηθεί από επιθεωρητή και διαπιστωθεί και πιστοποιηθεί εγγράφως η αξιοπλοΐα του.  Ακολούθως περί ώρα 5:50 άρχισε η ρυμούλκηση από το ρυμουλκό «Μ» του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος (με το φουσκωτό σκάφος «Α» προσδεδεμένο στην πρύμνη του για επιπρόσθετη ασφάλεια, εν είδει επιφυλακής) από το σημείο της προσάραξης στη νησίδα Βαρδιάνοι με κατεύθυνση το λιμένα του Αργοστολίου, όπου αμφότερα κατέπλευσαν με ασφάλεια και πλαγιοδέτησαν στον κεντρικό προβλήτα περί ώρα 7.00 της ίδιας ημέρας και αφού προηγουμένως περί ώρα 6:15 το φουσκωτό σκάφος «Α» αποσυνδέθηκε από το σκάφος του ενάγοντος για να καταπλεύσει μετά την παρέλευση 20 λεπτών στην Αγία Πελαγία της Κεφαλονιάς. Επισημαίνεται ότι στο μεσοδιάστημα προ της έναρξης της διαδικασίας αποκόλλησης του σκάφους αναψυχής του ενάγοντος από τα αβαθή και ρυμούλκησής του στη συνέχεια σε ασφαλή λιμένα, καταρτίσθηκε στη θάλασσα, στις 19.6.2017, περί ώρα 22:00, μεταξύ του ανωτέρω, όπως άλλωστε αυτός υποχρεούτο από την ασφαλιστική σύμβαση, ήτοι να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή ή τον περιορισμό της απώλειας ή της βλάβης του ασφαλισμένου περιουσιακού του στοιχείου, που αντιμετώπιζε θαλάσσιο κίνδυνο και του εκ των συμπλοιοκτητών του ρυμουλκού σκάφους «Μ» … …, ο οποίος ενεργούσε ατομικά, αλλά και για λογαριασμό και του έτερου συμπλοιοκτήτη, σύμβαση παροχής υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής Ανοικτού Τύπου των Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Open Form – LOF) υπό τον όρο «ΝO CURE –  NO PAY» («ουδεμία αμοιβή εν μη διασώσει»), διά της υπογραφής από τα συμβαλλόμενα μέρη Στερεότυπου Εντύπου Συμφωνίας Διάσωσης των Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Stantard Form of Salvage Agreement) για τη διάσωση του ανωτέρω σκάφους αναψυχής, στο οποίο – μεταξύ άλλων – προβλεπόταν ότι η συμβατική υποχρέωση των αρωγών θα θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί με την επαναπαράδοση στον ενάγοντα του σκάφους αναψυχής του σε ασφαλή κατάσταση στο συμφωνηθέντα λιμένα του Αργοστολίου, καθώς και ότι η αμοιβή τους για τις σωστικές υπηρεσίες που θα παρείχαν θα καθοριζόταν από ορισθησόμενο διαιτητή στο Λονδίνο, σύμφωνα με τις Στερεότυπες Ρήτρες Επιθαλάσσιας Αρωγής και Διαιτησίας των Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Standard Salvage and Arbitration Clauses) και τους Διαδικαστικούς Κανόνες των  Λλόϋδ’ς (Lloyd’s Procedural Rules), όπως ίσχυαν κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, οι διατάξεις των οποίων θεωρήθηκαν ενσωματωμένες στη σύμβαση ως αναπόσπαστο μέρος της. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω σκάφος αναψυχής, μετά τον κατάπλου του σε ασφαλή κατάσταση στο λιμένα του Αργοστολίου, ρυμουλκηθέν από το ρυμουλκό σκάφος, επαναπαραδόθηκε στον ενάγοντα στις 20.7.2016 και ώρα 8:00, οπότε και με βάση τους όρους της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής που καταρτίσθηκε με τους αρωγούς, η εκ της σύμβασης αυτής υποχρέωσή τους διάσωσης του σκάφους λογίζεται προσηκόντως εκπληρωθείσα, υπογραφέντος από τον ενάγοντα και το ……… του σχετικού πιστοποιητικού.  Μάλιστα το εν λόγω σκάφος εξετάσθηκε αυθημερόν στο λιμένα του Αργοστολίου από προσληφθέντα από τον ενάγοντα επιθεωρητή και διαπιστώθηκε ότι ουδεμία ζημία είχε υποστεί λόγω της προσάραξής του στα αβαθή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι επακολούθησαν επανειλημμένες τηλεφωνικές και διά της ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας επικοινωνίες και επαφές, αλλά και προγραμματισμένες συναντήσεις και συζητήσεις διά ζώσης μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων του ενάγοντος ………. και ………… και των πληρεξουσίων δικηγόρων των αρωγών ….. και …………. και της εναγομένης προς την κατεύθυνση επίτευξης συμφωνίας όσον αφορά το ποσό της αμοιβής των ανωτέρω αρωγών για τις παρασχεθείσες στο σκάφος αναψυχής του ενάγοντος υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, οι οποίες όμως δεν τελεσφόρησαν, καθώς δεν εξευρέθη συμβιβιαστική λύση, με αποτέλεσμα η πλευρά ….., όπως άλλωστε εδικαιούτο από τη μεταξύ αυτών και του ενάγοντος σύμβαση, να προσφύγει για τον καθορισμό της αμοιβής της σε διαιτητική διαδικασία στους Λλόϋδ’ς του Λονδίνου. Ακολούθως και αφού ο ενάγων είχε στο μεσοδιάστημα διορίσει το δικηγόρο ………. και τους λοιπούς δικηγόρους του δικηγορικού γραφείου στο Λονδίνο «……….» ως πληρεξουσίους δικηγόρους του για να τον εκπροσωπήσουν στην αρξάμενη επί του καθορισμού της αμοιβής των προαναφερομένων αρωγών διαιτητική διαδικασία στους Λλόϋδ’ς του Λονδίνου, είχε ορισθεί διαιτήτρια επί της υπόθεσης η ………….. και είχαν προηγηθεί επί μακρόν διαπραγματεύσεις επί του θέματος αυτού και συγκεκριμένα πλείστες όσες συναντήσεις στην Ελλάδα των πληρεξουσίων δικηγόρων του ενάγοντος …. και …… με τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αρωγών …. και …….. και συνεχείς τηλεφωνικές μεταξύ τους συνομιλίες, αλλά και ανταλλαγή εκατέρωθεν μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, καθώς και μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων του ενάγοντος στην Ελλάδα και στο Λονδίνο, που επίσης επικοινωνούσαν τηλεφωνικώς ή με ηλεκτρονικά μηνύματα, αφού οι ανωτέρω αρωγοί είχαν αξιώσει την παροχή εκ μέρους του ενάγοντος εγγύησης ποσού 100.000 ευρώ προς εξασφάλιση της ικανοποίησης της αιτούμενης ισόποσης απαίτησής τους σε βάρος του για τις παρασχεθείσες στο σκάφος του σωστικές υπηρεσίες, αφού είχε προηγηθεί πρόταση του ενάγοντος διαβιβασθείσα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του στο Λονδίνο ……. προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των ως άνω αρωγών για την καταβολή του ποσού των 15.000 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής τους, των τόκων και των εξόδων τους συμπεριλαμβανομένων στο ποσό αυτό και αφού η διαιτητική διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά βρισκόταν στο στάδιο της αποκάλυψης (disclosure) από τα μέρη, διά της αμοιβαίας ανταλλαγής, των εγγράφων και των καταθέσεων των μαρτύρων τους, επιτεύχθηκε τελικά μεταξύ του ενάγοντος και των ανωτέρω αρωγών συμβιβασμός επί του καταβλητέου ποσού της αμοιβής των τελευταίων στο ποσό των 20.000 ευρώ στις 19.6.2017 και υπογράφηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς σχετικό συμφωνητικό από τον ίδιο και τους ……. και ……… Ειδικότερα στο ανωτέρω συμφωνητικό προβλεπόταν «προς αποφυγήν περαιτέρω χρονοβόρων και δαπανηρών δικαστικών αγώνων» η καταβολή στους ανωτέρω του ποσού των 20.000 ευρώ σε «πλήρη και ολοσχερή, κατά συμβιβασμό, εξόφληση της διαλαμβανομένης στην προηγούμενη παράγραφο απαίτησης αυτών, κατά κεφάλαιο, τόκους και δαπάνη αμοιβής των δικηγόρων των αφενός συμβαλλομένων» (πρόκειται για τους ….. και . ……) από λογαριασμούς δολαρίων Η.Π.Α. του ενάγοντος στις τράπεζες ….. και …….. σε λογαριασμό των ανωτέρω αρωγών στην τράπεζα ………. σε δύο δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη ποσού ισάξιου σε ευρώ των 16.500 δολαρίων Η.Π.Α. ή περισσότερου έως τις 23/6 και η δεύτερη του υπόλοιπου ποσού έως τις 30/6, κατόπιν μετατροπής του δολαρίου Η.Π.Α. σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τις ημέρες των καταβολών. Ακολούθως ο ενάγων σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ στους συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού «Μ», στο οποίο συμβιβάσθηκε η μεταξύ τους διαφορά, με καταβολή του ποσού των 7.500 δολαρίων ΗΠΑ στις 21.6.2017, του ποσού των 9.000 δολαρίων ΗΠΑ την ίδια ημέρα και του ποσού των 6.425 δολαρίων ΗΠΑ στις 28.6.2017, διά μεταφοράς από τους τηρούμενους στις ανωτέρω τράπεζες λογαριασμούς του στον λογαριασμό αυτών στην τράπεζα ……. των προαναφερομένων χρηματικών ποσών, τα οποία προηγουμένως μετατράπηκαν σε ευρώ, ήτοι σε 6.726 ευρώ,  σε 8.072 ευρώ και σε 5.669 ευρώ αντίστοιχα, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τις ως άνω ημερομηνίες των καταβολών. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατέβαλε στο …….. το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ. Εξ αυτού το ποσό των 1.800 ευρώ αφορούσε σε αμοιβή του ανωτέρω για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες στο σκάφος αναψυχής του ενάγοντος, που όντως αντιμετώπισε ενδεχόμενο κίνδυνο απώλειας ή βλάβης, εφόσον, έχοντας προσαράξει στα αβαθή της νησίδας Βαρδιάνοι, με τα πηδάλια και τις προπέλες του παγιδευμένα στην άμμο και αδυνατώντας να αποκολληθεί με ίδια μέσα, ωθείτο από τους ανέμους και τα κύματα προς την ακτή της νησίδας, με κίνδυνο, εάν παρέμενε αβοήθητο, να δημιουργηθούν ρήγματα στον πυθμένα και στα ύφαλά του και ζημίες στις προπέλες του και στα πηδάλια, αλλά και να προκληθεί ρύπανση από τη διαρροή στη θάλασσσα των καυσίμων και των λιπαντικών του. Οι υπηρεσίες αυτές φέρουν αδιαμφισβήτητα το χαρακτήρα υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και όχι απλής ρυμούλκησης, διότι ο ανωτέρω μετέβη στο σημείο του συμβάντος με το ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος του από την Αγία Πελαγία της Κεφαλονιάς, όπου αυτό ναυλοχούσε, επιχείρησε να έλξει το προσαράξαν και κινδυνεύσαν σκάφος με ίδια μέσα χωρίς επιτυχία και στη συνέχεια συνέδραμε καθοριστικά στην άλλως πως ανέφικτη λόγω της απόστασης πρόσδεση του ρυμουλκού, διά του ρυμούλκιου, στην πλώρη του σκάφους του ενάγοντος, στο οποίο και μετά την επιτευχθείσα αποκόλλησή του από τα αβαθή και προσέδεσε το φουσκωτό του, που παρέμεινε προσδεδεμένο σ’αυτό για μέρος του πλου της ρυμούλκησής του μέχρι το λιμένα του Αργοστολίου σε επιφυλακή για λόγους ασφαλείας και είχαν πράγματι ωφέλιμο αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τις υπηρεσίες, που παρασχέθηκαν από το ρυμουλκό σκάφος, αφού κατέστη τελικά δυνατό, με τη συμβολή αμφοτέρων των σκαφών αυτών, το κινδυνεύσαν σκάφος να αποκολληθεί από το βυθό και να ρυμουλκηθεί σε ασφαλή λιμένα. Το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ αφορούσε στην αξία της αναλωθείσας από το φουσκωτό σκάφος του …………. ποσότητας καυσίμου/πετρελαίου (160 λίτρα προς 1,259 ευρώ το λίτρο) κατά το χρονικό διάστημα από τον απόπλου του από την Αγία Πελαγία μέχρι τον κατάπλου του εκεί μετά το πέρας των παρασχεθεισών στον ενάγοντα σωστικών υπηρεσιών. Αμφότερα τα ποσά αυτά, ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ, στο οποίο ο ενάγων συμβιβάσθηκε με τους αρωγούς ………. και …………. για την αμοιβή τους, και το ποσό των 2.000 ευρώ, που κατέβαλε στο ……….. ως αμοιβή και έξοδά του για τις παρασχεθείσες σωστικές υπηρεσίες του, υπάγονται στην ασφαλιστική κάλυψη της εναγομένης (όπερ η τελευταία δεν αρνείται, πλην όμως εσφαλμένα διατείνεται ότι όσον αφορά τους …….. και …………….. η εύλογη σωστική δαπάνη δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και ότι η αξίωση του . …….. για τη συμβολή του στην επιχείρηση σωστικής αρωγής του κινδυνεύσαντος σκάφους αναψυχής του ενάγοντος συμπεριλαμβάνεται στο ανωτέρω ποσό) και θα πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του το καταβάλει, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της ρήτρας «εναγωγής και μόχθου» («sue and labour»), με βάση το άρθρο 78 του εφαρμοστέου στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης αγγλικού δικαίου και συγκεκριμένα του Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης 1906 (Marine Insurance Act 1906), καθώς και στη διάταξη της ρήτρας 15 των επίσης εφαρμοστέων στην κρινόμενη περίπτωση Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), ως εύλογες, αναγκαίες και απολύτως δικαιολογημένες δαπάνες, που καταβλήθηκαν από τον εναγόμενο λόγω της λήψης των αναγκαίων μέτρων, που είχε καθήκον να λάβει ως ασφαλισμένος, προς αποτροπή ή περιορισμό της αποζημιωτέας με βάση την ασφαλιστική σύμβαση ζημίας στο σκάφος αναψυχής του. Το εύλογο των ποσών αυτών δι’έκαστον των αρωγών κρίνεται και αξιολογείται με βάση το σύνολο των συνθηκών της κρινόμενης περίπτωσης και ιδίως την αξία του σκάφους του ενάγοντος, ανερχόμενη στο ποσό των 180.000 δολαρίων Η.Π.Α, με την επισήμανση ότι η ασφαλιζόμενη αξία του καθορίσθηκε στο ασφαλιστήριο στο ποσό των 120.000 ευρώ, την επιτηδειότητα και την κοπιώδη και επίπονη προσπάθεια που κατέβαλαν επί μακρόν το πλήρωμα του σκάφους «Μ», αλλά και ο ……….. για να αποτρέψουν την απώλεια ή τη ζημία του σκάφους του ενάγοντος κατόπιν της προσάραξής του στα αβαθή, το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τους αρωγούς, τη φύση και η έκταση του κινδύνου, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, ο οποίος συνέτρεχε κατά την παροχή της αρωγής ως προς αμφότερους τους πλοιοκτήτες που συνέδραμαν, ο χρόνος που διατέθηκε (12 ώρες) για τη διάσωση του σκάφους του ενάγοντος, καθώς το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν και  ο βαθμός ετοιμότητας και η επάρκεια του εξοπλισμού κυρίως όσον αφορά στους αρωγούς του ρυμουλκού «Μ». Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η υποχρέωση της εναγομένης από τις ανωτέρω αιτίες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ, εκ των οποίων τα 9/10, ήτοι ποσό αφορούν στην αμοιβή των συμπλοιοκτητών του ρυμουλκού σκάφους με την ονομασία «Μ» και το υπόλοιπο 1/10 του πλοιοκτήτη του φουσκωτού σκάφους  με την ονομασία «Α» εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τα σχετικά σκέλη των δεύτερου και τρίτου λόγων της κρινόμενης έφεσής του. Περαιτέρω, το ασφαλισμένο για ίδιες ζημίες σκάφος του ενάγοντος εκ της προσάραξης στο βυθό υπέστη ζημία στα ψυγεία του, καθώς αυτά γέμισαν με άμμο, για τον καθαρισμό των οποίων από το ……..   ο ενάγων δαπάνησε το ποσό των 800 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο για την εκτελεσθείσα εργασία και το οποίο δικαιούται ο ενάγων να αξιώσει από την εναγόμενη ασφαλιστική του εταιρεία ως καλυπτόμενο από την ασφαλιστική σύμβαση, όπερ η τελευταία δεν αρνείται, αμφισβητώντας απλώς το ύψος του, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου κατά το επιπλέον ως ουσιαστικά αβάσιμου, με την επισήμανση ότι στην προσκομιζόμενη απόδειξη του ……… προς τον ενάγοντα για τις παρασχεθείσες προς τον τελευταίο υπηρεσίες (συνολικού ποσού 4.464 ευρώ, ήτοι μεγαλύτερου του αιτουμένου ποσού των 1.600 ευρώ και με ημερομηνία 30.4.2018) δεν προσδιορίζεται ειδικότερα το ποσό, που εισέπραξε αυτός για τη συγκεκριμένη εργασία, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων για τις παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες τους καθόλο το χρονικό διάστημα των συζητήσεων, επαφών και διαπραγματεύσεων μέχρι την επίτευξη συμβιβασμού με τους ….. και …… επί της αμοιβής τους για τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, που προσέφεραν με το ρυμουλκό τους, κατέβαλε στους πληρεξουσίους δικηγόρους του στην Ελλάδα και στην Αγγλία τα κάτωθι αναφερόμενα χρηματικά ποσά: 1) Στο δικηγορικό γραφείο «………» στο Λονδίνο, στο οποίο ανέθεσε την εκπροσώπησή του στη διαιτητική διαδικασία, όπου προσέφυγαν οι ανωτέρω αρωγοί για τον καθορισμό της αμοιβής τους, το συνολικό ποσό των 10.525,50 λιρών Αγγλίας, ως αμοιβή των Δικηγόρων ………. και ……….., εκδοθέντων σχετικώς των αντίστοιχων  τριών (3) τιμολογίων και συγκεκριμένα του υπ’αριθμ………./1.2.2017 τιμολογίου, ποσού 1.000 λιρών Αγγλίας, σε εξόφληση του οποίου ο ενάγων κατέβαλε την 1η.2.2017 το ποσό των 972,92 λιρών Αγγλίας και στις 7.2.2017 το υπόλοιπο ποσό των 27,08 λιρών Αγγλίας, του υπ’αριθμ. …../7.3.2017 τιμολογίου, ποσού 5.651,30 λιρών Αγγλίας, σε εξόφληση του οποίου ο ενάγων κατέβαλε στις 7.3.2017 το ποσό των 4.854,38 λιρών Αγγλίας και στις 7.4.2017 το υπόλοιπο ποσό των 796,92 λιρών Αγγλίας και του υπ’αριθμ……/7.4.2017 τιμολογίου, που εξοφλήθηκε αυθημερόν, τα οποία προσκομίζονται από τον ενάγοντα σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και στο πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα (βλ. επίσης περί των επιμέρους καταβολών του ενάγοντος το επίσης προσκομιζόμενο από τον τελευταίο με αριθμ.σχετ.105 από 20.9.2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του ……..), εις έκαστον των οποίων παρατίθενται αναλυτικά οι χρεωθείσες ενέργειες των δικηγόρων του συγκεκριμένου γραφείου για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης, που τους ανατέθηκε και η αμοιβή τους συγκεκριμένα για την καθεμία εξ αυτών, με βάση τον επίσης αναφερόμενο χρόνο απασχόλησης ανά ενέργεια, με την αντίστοιχη ημερομηνία, οι οποίες ειδικότερα συνίστανται στη μελέτη εγγράφων και ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που απεστάλησαν στο ανωτέρω Αγγλικό δικηγορικό γραφείο από τους Έλληνες δικηγόρους του ενάγοντος, στη σύνταξη εγγράφων και ηλεκτρονικών μηνυμάτων, σε τηλεφωνικές κλήσεις του ενάγοντος και των πληρεξουσίων δικηγόρων του στην Ελλάδα προς το ως άνω δικηγορικό γραφείο στο Λονδίνο και αντίστροφα και σε έρευνα βιβλιογραφίας και νομολογίας, με την επισήμανση ότι σύμφωνα με τα εν λόγω τιμολόγια η χρέωση του ενάγοντος ανά ώρα ανερχόταν κατά βάση στο ποσό των 250 λιρών. 2) Στο δικηγόρο του ….. το συνολικό ποσό των 3.224 ευρώ, του αναλογούντος Φ.Π.Α. σε ποσοστό 24% συμπεριλαμβανομένου, ως αμοιβή του για 32,50 ώρες συνολικής απασχόλησής του με την ανατεθείσα υπόθεση, αντί του ποσού των 80 ευρώ ανά ώρα, εκδοθεισών από τον τελευταίο επί της συνολικά εισπραχθείσας αμοιβής του της υπ’αριθμ…../7.3.2017 απόδειξης λιανικών συναλλαγών, ποσού 2.182,40 ευρώ και της υπ’αριθμ. …/5.10.2017 απόδειξης, ποσού 1.041,60 ευρώ, μετά των επισυναφθέντων σε κάθε μία εγγράφων, στα οποία λεπτομερώς αναλύεται ο χρόνος απασχόλησης του ανωτέρω νομικού παραστάτη του ενάγοντος για την εκτέλεση κάθε μίας εκ των επίσης ειδικότερα αναφερομένων ενεργειών και η αντίστοιχη ημερομηνία, που έκαστη ενέργεια έλαβε χώρα. 3) Στο δικηγόρο του …… το συνολικό ποσό των 2.182,40 ευρώ, του αναλογούντος Φ.Π.Α. συμπεριλαμβανομένου, ως αμοιβή του για 22 ώρες συνολικής  ενασχόλησής του με την υπόθεση, αντί του ποσού των 80 ευρώ ανά ώρα, εκδοθεισών από τον τελευταίο επί της συνολικά εισπραχθείσας αμοιβής του της υπ’αριθμ. ../10.2.2017 απόδειξης παροχής υπηρεσιών, ποσού 1.240 ευρώ και της υπ’αριθμ. …/8.8.2017  απόδειξης, ποσού 942,40 ευρώ, μετά των επισυναφθέντων σε κάθε μία εγγράφων, στα οποία λεπτομερώς αναλύεται ο χρόνος απασχόλησης του ανωτέρω νομικού παραστάτη του ενάγοντος για την εκτέλεση κάθε μίας εκ των επίσης ειδικότερα αναφερομένων ενεργειών και η αντίστοιχη ημερομηνία, που έκαστη ενέργεια έλαβε χώρα. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατέβαλε στις 14.8.2017 ως αμοιβή της διορισθείσας διαιτήτριας το ποσό των 1.700 λιρών Αγγλίας, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ.σχετ.100Α αποδεικτικό μεταφοράς του ποσού των 2.277 δολαρίων Η.Π.Α. της τράπεζας ……, από λογαριασμό του τηρούμενο στην Τράπεζα αυτή, προς λογαριασμό τηρούμενο στην τράπεζα …… στο όνομα της διαιτήτριας …….., ισόποσου των 1700 λιρών Αγγλίας, με βάση την κατά την ανωτέρω ημερομηνία ισχύσασα ισοτιμία των δύο νομισμάτων, σύμφωνα με το επίσης προσκομιζόμενο σχετικό έγγραφο. Τέλος, ο ενάγων κατέβαλε στις 18.9.2017 ως έξοδα των Λλόϋδ’ς του Λονδίνου για την αρξάμενη αλλά μη ολοκληρωθείσα διαιτητική διαδικασία, το ποσό των 405 λιρών Αγγλίας, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ.σχετ.101 αποδεικτικό μεταφοράς του ποσού των 570 δολαρίων Η.Π.Α. της τράπεζας ………, από λογαριασμό του τηρούμενο στην Τράπεζα αυτή, προς λογαριασμό τηρούμενο στην τράπεζα ……. στο όνομα της ανωτέρω διαιτήτριας, ισόποσου των 405 λιρών Αγγλίας, με βάση την κατά την ανωτέρω ημερομηνία ισχύσασα ισοτιμία των δύο νομισμάτων, σύμφωνα με το επίσης προσκομιζόμενο σχετικό έγγραφο. Επισημαίνεται ότι τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τον ενάγοντα ανωτέρω ξενόγλωσσα τραπεζικά έγγραφα, χωρίς να συνυποβάλλεται και επικυρωμένη επίσημη μετάφρασή τους, σύμφωνα με τα άρθρα 454 του ΚΠολΔ και 36 παρ. 2 γ΄ του ν. 4194/2013, λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 340 παρ.1 του ΚΠολΔ, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα τα οποία, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα του όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (σχετ. ΑΠ 1757/2011, ΕφΑθ 403/2023, ΕφΠειρ 336/2020 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ποσά, που αφορούν στην αμοιβή των εντολοδόχων δικηγόρων του ενάγοντος στην Ελλάδα και στην Αγγλία για τις παρασχεθείσες προς αυτόν νομικές υπηρεσίες επί της διαφοράς του με τους αρωγούς συμπλοιοκτήτες του ρυμουλκού σκάφους «Μ» σχετικά με την αμοιβή τους για τις υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, που παρείχαν στο κινδυνεύσαν σκάφος αναψυχής του, για τον καθορισμό της οποίας οι ανωτέρω, όπως εδικαιούντο με βάση το μεταξύ τους στερεότυπο συμφωνητικό διάσωσης των Λλόϋδ’ς, προσέφυγαν σε διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, που δεν ολοκληρώθηκε, διότι επιτεύχθηκε συμβιβασμός των μερών στο μικρότερο ποσό των 20.000 ευρώ, στην αμοιβή της διορισθείσας διαιτήτριας και στα έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας, είναι αποζημιωτέα από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία και, συνεπώς, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του τα καταβάλει (όσον αφορά τα καταβληθέντα στο αλλοδαπό νόμισμα θα πρέπει να καταβληθεί το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής τους), ως εύλογες και δικαιολογημένες δαπάνες, λόγω της οφειλόμενης λήψης από τον ενάγοντα των επιβαλλομένων εύλογων και αναγκαίων μέτρων προς αποτροπή ή περιορισμό της με βάση την ασφαλιστική σύμβαση αποζημιωτέας ζημίας του, που περιλαμβάνει και την αμοιβή των αρωγών, σύμφωνα με την περιεχόμενη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρήτρα «εναγωγής και μόχθου» («sue and labour»), όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 78 του εν προκειμένω εφαρμοστέου στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης 1906 (Marine Insurance Act 1906), καθώς και στη διάταξη της ρήτρας 15 των επίσης εφαρμοστέων στην κρινόμενη περίπτωση Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), που επίσης αποτελούν περιεχόμενο της ως άνω σύμβασης, με την επισήμανση ότι ο επιτευχθείς συμβιβασμός με τους ανωτέρω αρωγούς υπήρξε ιδιαίτερα επωφελής για τον ενάγοντα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον τελευταίο με αριθμ. σχετ. 90 γνωμοδότηση της δικηγόρου …….. του δικηγορικού γραφείου «………» στο Λονδίνο, σύμφωνα με την οποία το ποσό που θα υποχρεούτο ο ενάγων να τους καταβάλει σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή τελικά εκδίδετο απόφαση στη διαδικασία της διαιτησίας, πλέον δικηγορικών αμοιβών, αμοιβής της διαιτήτριας και εξόδων της διαιτητικής διαδικασίας εν γένει, το οποίο ακολούθως θα καλείτο να αποζημιώσει η ασφαλιστική του εταιρεία, θα ήταν σημαντικά υψηλότερο. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, κατά παραδοχή της κρινόμενης έφεσης και κατ’ουσίαν, να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι και κατά τα μη εκκληθέντα κεφάλαια για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης και ήδη της καθολικής της διαδόχου ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……» να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.206,4 ευρώ (20.000 ευρώ + 2.000 ευρώ + 800 ευρώ + 3.224 ευρώ + 2.182,40 ευρώ) καθώς και το σε ευρώ ισόποσο του συνολικού ποσού των 12.630,50 λιρών Αγγλίας (10.525,50 λίρες + 1.700 λίρες  + 405 λίρες), με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της  επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Περαιτέρω, λόγω της νίκης του εκκαλούντος/ενάγοντος θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτόν του παραβόλου του ένδικου μέσου (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθεί ολικώς μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 2.5.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ……/3.5.2019 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../6.5.2019 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 356/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 22.9.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……./25.9.2017) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης και πλέον της καθολικής της διαδόχου ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων έξι ευρώ και τεσσάρων λεπτών του ευρώ (28.206,4 ευρώ), καθώς και το σε ευρώ ισόποσο του συνολικού ποσού των δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων τριάντα λιρών Αγγλίας και πενήντα πενών (12.630,50 λίρες Αγγλίας), με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ ολικά μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31.7.2023.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ