Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 413/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

τμήμα 2ο

Περίληψη

Έφεση προσθέτως παρεμβαίνουσας. Κύρια   αγωγή καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως ….. με αίτημα την αλλαγή δικαιούχου παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας λόγω μεταβίβασης φωτοβολταϊκών πάρκων. Κατάσχεση εις χείρας τρίτου μελλοντικής απαίτησης πωλήτριας ηλεκτρικού ρεύματος επανεκχώρησης αξίωσης αυτής λόγω ενεχύρασης σε Τράπεζα. Αποδοχή απόφασης από  κυρίους διαδίκους. Απαράδεκτη η έφεση, καθώς η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής

Αριθμός  απόφασης :  413/ 2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τμήμα 2ο)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές  Σταυρούλα Λιακέα Προεδρεύοντα Εφέτη, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών,    Ελευθέριο Γεωργίλη Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή,  και τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………,  για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Της  ανώνυμης εταιρείας  με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………», η οποία εδρεύει στον … Αττικής (θέση ………), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο, από την πληρεξούσια της Δικηγόρο Μαίρη Λαμπροπούλου.     

 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο Δήμο …… Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο της Δικηγόρο Εμμανουήλ  Βελεγράκη, του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου (με δήλωση κατ’ άρθρο  παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΩΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ : 1) της  ανώνυμης εταιρίας  με την επωνυμία «………….»   και   τον   διακριτικό τίτλο ……….», όπως μετονομάστηκε η εταιρεία με την επωνυμία ………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Νικόλαο Βερβεσό (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). 2) Της  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…… ………», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.3) Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην …. Κύπρου, με προηγούμενη έδρα το Ηράκλειο, Κρήτης, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη η εταιρία «………..» άσκησε  στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την  από 21.02.2019 με Γ.Α.Κ/ΕΑΚ : …../2019 αγωγή της. Η  εναγόμενη με την από 4.10.2018 και με αρ. καταθ………./2018 ανακοίνωση δίκης ανακοίνωσε την άνω ανοιγείσα δίκη  στην «…..», στην …… και την εταιρία «………». Η ………. άσκησε την ……… άσκησε την από 22.11.2018 και με αρ.καταθ. ……../2018   κύρια παρέμβασή της, η «…….», άσκησε την από 20.11.2018 και με αρ.καταθ. ……../2018  πρόσθετη παρέμβασή της  υπέρ της εναγόμενης και η εταιρία «……….» άσκησε  την από 11.7.2018 και με αρ. καταθ. ………./2018 πρόσθετη  παρέμβασή της Επί των υποθέσεων αυτών αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η με αρ. 4075/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε δεκτή την αγωγή.

Κατά της απόφασης αυτής η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 27-1-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020  έφεσή της,  η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο,  η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, οι δε λοιποί πληρεξούσιοι Δικηγόροι ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 ΚΠολΔ δικαίωμα να ασκήσουν έφεση έχουν, εκτός από τον διάδικο που νικήθηκε ολική ή μερικά στην πρωτόδικη δίκη, και εκείνοι που άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση. Για την άσκηση εφέσεως και ειδικότερα για καθένα από τους λόγους της απαιτείται η διαδικαστική προϋπόθεση του έννομου συμφέροντος, έτσι ώστε να διαμορφωθεί η δικαστική κρίση προς όφελος του εκκαλούντος. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως θα πρέπει να γίνει σύγκριση των αιτημάτων που προβλήθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη και του δεδικασμένου ως κύριας συνέπειας της αποφάσεως. Ηττηθείς είναι ο διάδικος και ο απλώς προσθέτως παρεμβάς, αν απορρίφθηκαν εν όλω ή εν μέρει οι αιτήσεις του ή έγιναν δεκτές εν όλω ή εν μέρει οι αιτήσεις του αντιδίκου. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως απλή είτε ως αυτοτελής ανάλογα με τον αν ,σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικο του, οπότε και θα πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και θα εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικο του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος αποφάσεως. Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενομένη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπερού η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κύριου διαδίκου (ΑΠ 864/2022, ΑΠ  727/2017, AΠ 177/2017, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Eξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ορίζει, χωρίς διάκριση, ότι έχουν δικαίωμα έφεσης, εφόσον νικήθηκαν, και αυτοί που άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 και 83 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι αυτός που άσκησε στον πρώτο βαθμό απλή πρόσθετη παρέμβαση έχει δικαίωμα έφεσης ο ίδιος, αλλά για το συμφέρον του ηττηθέντος διαδίκου, υπέρ του οποίου είχε παρέμβει πρωτοδίκως (ΑΠ 1248/1989 Δ 21. 731). Σε άσκηση έφεσης δικαιούται ο προσθέτως παρεμβάς και αν ο διάδικος, υπέρ του οποίου άσκησε παρέμβαση, έχει ασκήσει αυτοτελή έφεση. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή δικαιούται να προτείνει και άλλους λόγους εφέσεως, εκτός από εκείνους που προβάλλει ο κύριος διάδικος (Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. 2003, παρ. 303, 317-320, ΑΠ 1248/1989 Δ 21. 731, ΕφΑθ 9560/1991 ΝοΒ 1991. 1407, ΕφΑθ 4533/1987 ΝοΒ 1987. 1413). Ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων,  ως βοηθός διάδικος, ασκεί «ετερόφωτα ένδικα μέσα», καθώς νομιμοποιείται να ασκήσει ένδικα μέσα στο όνομά του, όμως η άσκηση αυτή λαμβάνει χώρα για χάρη του κυρίου διαδίκου, στο πρόσωπο οποίου κρίνεται και   το έννομο συμφέρον του, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν στρέφεται κατά της διάταξης της απόφασης της απορρίπτουσας την παρέμβαση. Τα ένδικα μέσα του παρεμβαίνοντος, μόλις ασκηθούν, λογίζονται ως ένδικα μέσα του κυρίου διαδίκου, ενώ το παραδεκτό τους κρίνεται από το πρόσωπο του κυρίου διαδίκου, δηλαδή λ.χ. δεν υπόκεινται σε ξεχωριστή προθεσμία, αλλά η προθεσμία προς άσκησή τους εκκινεί από την επίδοση αποκλειστικά προς τον κύριο διάδικο, ενώ η επίδοση προς τον παρεμβαίνοντα δεν εκκινεί καμία προθεσμία. Ο παρεμβαίνων φέρεται τυπικά μόνο ως ασκών το ένδικο μέσο, διάδικος όμως στη δίκη του ενδίκου μέσου καθίσταται εξ αρχής ο κύριος διάδικος. Αν ο υπερ’ ού η παρέμβαση αντιτίθεται στην άσκηση έφεσης από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, αυτή καθίσταται απαράδεκτη, όπως το ίδιο συμβαίνει και όταν ο κύριος διάδικος παραιτήθηκε από το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή αποδέχθηκε την απόφαση ή συμβιβάστηκε με τον αντίδικό του. ¨Έτσι, αν ο υπερού η παρέμβαση  αποδεχτεί την  εκκαλούμενη απόφαση, η έφεση που  ασκεί ή έχει ήδη ασκήσει ο  προσθέτως παρεμβάς είναι ή  καθίσταται, αντίστοιχα, απαράδεκτη, εφόσον  δεν υφίσταται  πλέον έννομο συμφέρον γι’ αυτήν, αφού το έννομο αυτό  συμφέρον, που εξαντλείται στην αποτροπή της ήττας του  υπερ’ ού η     παρέμβαση, μετά την αποδοχή από τον τελευταίο  της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έχει πλέον εκλείψει, ενώ η  άσκηση εκ μέρους του προσθέτως  παρεμβάντος έφεσης  κατά της αποφάσεως αυτής ή η παραμονή, για    οποιοδήποτε  λόγο, σε εκκρεμότητα του ένδικου αυτού μέσου έρχεται σε αντίθεση με την πράξη του υπερού η παρέμβαση. Εξάλλου,  κατά το άρθρο 299 Κ.Πολ.Δ., σε  συνδυασμό με το άρθρο 298 ίδιου Κώδικα, η αποδοχή  δικαστικής αποφάσεως γίνεται είτε ρητώς κατά το άρθρο 297  του Κώδικα αυτού είτε σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες  συνάγεται σαφώς (ΑΠ 776/2001  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάς ασκεί αυτοτελώς έφεση ακόμα κι αν αντιτίθεται σ΄αυτό ο διάδικος, υπέρ ού παρενέβη, ή αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα έφεσης (Πανταζόπουλος στον ΚΠολΔ Κονδύλης/Κεραμέας/Νίκας, άρθρο 516, αρ.11 και 12). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ επί  υποχρεώσεως του οφειλέτη σε νομική πράξη (δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως) εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται μία ενοχικής φύσεως αγωγή που καθιερώνει ένα  ιδιότυπο μέσο εκτέλεσης και εξαναγκασμού του οφειλέτη για την εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση της οφειλόμενης νομικής πράξης, η οποία και θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου ότι έγινε από της τελεσιδικίας της αποφάσεως που τον καταδικάζει στη σχετική δήλωση βουλήσεως (ΑΠ 1511/2013, ΧρΙΔ 2014/211 = ΕπισκΕΔ 2013/967, ΑΠ 76/2004, ΧρΙΔ 2004/431 = Δ 2004/1043, ΑΠ 732/1993, Δνη 1995/105, ΤριμΕφΑθ. 328/2019, ΤριμΕφΑθ224/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 715 παρ. 4 αν έγινε κατάσχεση απαίτησης στα χέρια τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η εξόφληση από τον τρίτο της απαίτησης που έχει κατασχεθεί ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση. Αν έγινε κατάσχεση κινητών στα χέρια τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η απόδοση ή η διάθεση των κατασχεμένων. Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923″περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, και ακολούθως με το άρθρο 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, με  αυτές  εισήχθη ως προς την ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό ή προγενέστερων απαιτήσεών τους, εξαιρετικό δίκαιο και συνακόλουθα  οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικά  για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής, εξασφαλιστικής εκχώρησης, με αποτέλεσμα μετά την επίδοση αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης αποκόπτεται κάθε δεσμός του τρίτου (οφειλέτη) με τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμιχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας, νομέας και όχι οιονεί νομέας είναι ο εκδοχέας, συνήθως Τράπεζα, δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση (ΑΠ 121/2023, ΑΠ 615/2022, ΑΠ 1394/2021, ΑΠ 151/2020, ΑΠ 4/2020, ΑΠ 1028/2018, ΑΠ 1616/2018, ΑΠ 422/2018, ΑΠ 1168/2015). Ο  ενεχυραστής έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ., η δε μελλοντική του αυτή  αξίωση αποτελεί αντικείμενο κατάσχεσης εις χείρας τρίτου  (ΑΠ 1447/2018, ΕφΑθ 736/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής :  Η   εφεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από  23.7.2018  και  με αρ. καταθ.. ………../2018  αγωγή της, με την οποία ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των από 12.03.2018 συμβάσεων αγοράς που κατάρτισε με την  ομόρρυθμη εταιρεία «………….», με τα προσδιοριζόμενα  συμβολαιογραφικά έγγραφα, που μεταγράφηκαν νόμιμα, είχε   καταστεί κυρία  των αναφερόμενων στην αγωγή  τριών αγροτεμαχίων στις θέσεις …………   του Δ.Δ. …….. του Δήμου Ανδανίας, μετά των επ’ αυτών εγκατεστημένων και λειτουργούντων, ήδη από το έτος 2010, φωτοβολταϊκών σταθμών, δυναμικότητας για την αγορά των οποίων κατάρτισε και χωριστά ιδιωτικά συμφωνητικά.  Ότι η άνω εταιρία είχε καταρτίσει με την ανώνυμη εταιρεία με την τότε επωνυμία …….. κατόπιν ……. και ήδη  εναγόμενη τις από. 2.6.2010 (κωδ. ΕΔΡΕΘ .., .. και …) συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων η τελευταία αγόραζε, από τη ……., την παραγόμενη στους ως άνω φωτοβολταϊκούς σταθμούς ηλεκτρική ενέργεια, ώστε, με την πώληση και μεταβίβαση στην ενάγουσα των ως άνω φωτοβολταϊκών σταθμών, η τελευταία υποκαταστάθηκε αυτοδίκαια, από 12.03.2018,  άλλως από 15.03.2018, στη θέση της δικαιοπαρόχου της – ομόρρυθμης εταιρείας «…………, ως παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας  και πωλήτριας αυτής. Ότι επιπλέον η ενάγουσα υπεισήλθε ως πρωτοφειλέτρια στις  δανειακές συμβάσεις, που είχε καταρτίσει  για κάθε φωτοβολταϊκό σταθμό η προαναφερόμενη εταιρία  με την ….  Τράπεζα,   αποδεχόμενη την προϋφιστάμενη εκχώρηση των εσόδων από την πώληση ενέργειας, από τη ……….. υπέρ της …… Τράπεζας. Ότι η εναγόμενη κωλυσιεργεί να προβεί στην κατάρτιση των συμβάσεων πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας  την ενάγουσα, επικαλούμενη την επίδοση σ΄αυτή του από 47.2018 κατασχετήριου τρίτης εταιρίας (της προσθέτως παρεμβαίνουσας «…….») με το οποίο αυτή κατάσχεσε συντηρητικά εις χείρας της εναγόμενης των απαιτήσεων του τιμήματος της «……….» από τις συμβάσεις πώλησης  ηλεκτρικής ενέργειας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να καταδικασθεί η εναγόμενη σε δήλωση βουλήσεως με την οποία   :   α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ως αγοράστρια της ηλεκτρικής ενέργειας, να υπογράψει με την ενάγουσα, ως πωλήτρια – παραγωγό αυτής, τα από 12.03.2018 τροποποιητικά – συμπληρώματα των από 02.06.2010 συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που είχε καταρτίσει η «……..». με το «………» και το διακριτικό τίτλο «……….», ως εκ του νόμου, τότε, Διαχειριστή του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος υποκαταστάθηκε ήδη νομίμως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από την εναγόμενη β) να αναγνωρισθεί η  ενάγουσα ως παραγωγός – δικαιούχος τιμολόγησης του συνόλου της εγχεόμενης ηλεκτρικής ενέργειας γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται στην εξόφληση των τιμολογίων που θα εκδοθούν από την ενάγουσα για την παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια από τους άνω φωτοβολταϊκούς σταθμούς. Η τότε εναγόμενη με την από 4.10.2018 και με αρ. καταθ……/2018 ανακοίνωση δίκης ανακοίνωσε την άνω ανοιγείσα δίκη στην ήδη εκκαλούσα «……..», στην ……. και την εταιρία «………..». Η  ……..  άσκησε την από 22.11.2018 και με αρ.καταθ. ………/2018  κύρια παρέμβασή της, αναφέροντας ότι η ίδια είναι δικαιούχος του παραγόμενου από τους επίδικους φωτοβολταϊκούς σταθμούς ηλεκτρικού ρεύματος και ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη των καθ’ ών εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το τίμημα της από 12.3.2018 και στο εξής παραγώμενης ηλεκτρικής ενέργειας, πλέον τόκων από την 20η ημέρα κάθε τιμολογίου.   H ήδη εκκαλούσα  άσκησε την από 20.11.2018 και με αρ.καταθ. ………../2018  πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ της εναγόμενης,   στην οποία ισχυρίστηκε ότι  διατηρεί απαίτηση κατά της (μη κυρίας διαδίκου) «………..» ποσού 415.000 €, η οποία έχει επιδικασθεί  σε πρώτο βαθμό με την με αρ. 124/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Ότι δυνάμει του από 2.7.2018 κατασχετηρίου συντηρητικής κατάσχεσης επέβαλλε συντηρητική κατάσχεση για ποσό 616.039,12 €,  εις χείρας της εναγόμενης «…………»  κατά της άνω οφειλέτριας, επί των απαιτήσεων που διατηρεί η τελευταία σε βάρος της εναγόμενης  από 4 συμβάσεις πώλησης (τις  επίδικες και μία επιπλέον) ηλεκτρικής ενέργειας που αφορά τα επίδικα φωτοβολταϊκά πάρκα (και 1 επιπλέον). Με βάση το ιστορικό αυτό παρενέβη προσθέτως υπέρ της εναγόμενης και ζήτησε την απόρριψη της αγωγής. Τέλος  η εταιρία «………» άσκησε  την από 11.7.2018 και με αρ. καταθ. ………/2018 πρόσθετη  παρέμβασή της υπέρ της  ενάγουσας.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού συνεκδίκασε τα άνω δικόγραφα,  απέρριψε την κύρια παρέμβαση και  έκανε δεκτή την αγωγή  ως προς το (α) αίτημά της υποχρεώνοντας την εναγόμενη να υπογράψει συμφωνητικά τροποποίησης των από 6.6.2010 συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παραγόταν από τους επίδικους φωτοβολταϊκούς σταθμούς, ώστε να υπεισέλθει στη θέση η ενάγουσα ως πωλήτρια παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας στη θέση της …………» με αναδρομική ενέργεια από τις 25.4.2018. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη εκκαλούσα, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη  ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων. H έφεσή της έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, είναι εμπρόθεσμη (άρθρο 518  παρ.1 ΚΠολΔ) κι έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αρ. . . … e- παράβολο). Πρέπει όμως να ερευνηθεί από την άποψη του εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας.   Περαιτέρω από τα ίδια έγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η εναγόμενη μετά την επίδοση σ’ αυτή  του από 4.7.2018  κατασχετήριου της προσθέτως παρεμβαίνουσας – εκκαλούσας «…….» προέβη στην από 11.7.2018 δήλωση τρίτου (αρ. …../2018 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) επικαλούμενη ότι η οφειλέτρια της προσθέτως παρεμβαίνουσας  «……….»  με την με αρ. …../ 22.11.2011 σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης  είχε εκχωρήσει/ενεχυράσει  κάθε  απαίτησή  της, υφιστάμενη ή μελλοντική από τις με αρ. κωδ.  ΕΔΡΕΘ … και τις επίδικες  (.., … και …) συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας έναντι της εναγόμενης στην …. τράπεζα, η οποία είχε αναγγελθεί στην εναγόμενη στις 3.3.2011, ώστε οι άνω απαιτήσεις, ως ήδη εκχωρημένες δεν μπορούσαν να δεσμευτούν υπέρ της κατασχούσας «…….».  Ταυτόχρονα όμως αρνήθηκε  την υπογραφή τροποποίησης των από 06.06.2010 συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, με το επιχείρημα ότι κωλύεται να προβεί στην ως άνω τροποποίηση  για το λόγο  ότι με την  επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση επήλθε απαγόρευση διάθεσης των κατασχεμένων απαιτήσεων, η οποία θα παραβιαζόταν με την υπεισέλευση της ενάγουσας στη θέση της πωλήτριας ηλεκτρικής ενέργειας.   Ωστόσο,  μετά την έκδοση της   απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι κύριοι διάδικοι κατάρτισαν το με αριθ. πρωτ. …/28.01.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης της δικαστικής διαφοράς, με το οποίο η ενάγουσα δήλωσε ότι παραιτείται  του όποιου  δικαιώματος της αγωγής  και την εκτέλεση της απόφασης  και η εναγόμενη δήλωσε ότι  συμμορφούμενη με την απόφαση θα προβεί στην υπογραφή τροποποιητικών συμπληρωμάτων των επίδικων συμβάσεων μεταξύ της εταιρίας με την επωνυμία «…………» και της «………..» προκειμένου να υπεισέλθει στις συμβάσεις αυτές από τις 25.4.2018 η εφεσίβλητη εταιρία ως παραγωγός. Ήδη δε σε πλήρη συμμόρφωση της εναγόμενης στην  απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχουν καταρτισθεί στις  11.03.2020 μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης, όπως νομίμως εκπροσωπούντο, τροποποιητικές συμβάσεις (συμπληρώματα) των  επιδίκων υπ’ αριθ. …, … και …./2010 συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται ότι οι κύριοι διάδικοι επέλυσαν εξωδικαστικά τη μεταξύ τους διαφορά, η δε εναγόμενη συμμορφώθηκε πλήρως με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δηλαδή αποδέχθηκε την απόφαση (άρθρο 298 ΚΠολΔ). Συνεπώς με την άσκηση της παρούσας έφεσης η προσθέτως παρεμβαίνουσα έρχεται σε αντίθεση με την ανωτέρω  πράξη της  υπερ’ ού η παρέμβαση και έχει εκλείψει το  έννομο πλέον συμφέρον της για τη συνέχιση της δίκης. Επισημαίνεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε η ανωτέρω είναι απλή και όχι αυτοτελής. Και αυτό γιατί επικαλέσθηκε ως έννομο συμφέρον ότι είχε απαίτηση σε βάρος της «……..» και με το από 4.7.2018 κατασχετήριο προέβη στην συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της εναγόμενης ως τρίτης της (μελλοντικής απαίτησης) της «…..» από το τίμημα  αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που θα κατέβαλε η εναγόμενη. Αυτοτελής θα ήταν η επίδικη πρόσθετη παρέμβαση,  αν η  προσθέτως παρεμβαίνουσα αντιδικούσε με την αντίδικο της υπερ ‘ού  η παρέμβαση (ενάγουσα),  για την ήδη εκκρεμή  έννομη σχέση, που είχε εισαχθεί με την αγωγή της,  ώστε να καταλαμβάνεται από την   εμβέλεια της απόφασης  (ΑΠ 727/2017, ΑΠ 776/2001 ο.π., Ελένη – Ιωάννα Δερμιτζάκη, η νομιμοποίηση (ενεργητική και παθητική) προς άσκηση ενδίκων μέσων στις υποκειμενικά σύνθετες δίκες (ομοδικίες – παρεμβάσεις 2020). Εν προκειμένω αντικείμενο της κύριας δίκης είναι το δικαίωμα της ενάγουσας για  την κατάρτιση σύμβασης παραγωγού ηλεκτρικού ρεύματος με τον ….. (με την ενοχική αγωγή του άρθρου 949 ΚΠολΔ) και όχι  η απαίτηση της προσθέτως παρεμβαίνουσας, σε σχέση με την δικαιοπάροχο της ενάγουσας, που πρόκειται για μία τελείως  διάφορη έννομη σχέση, καθώς η ενάγουσα δεν συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με την προσθέτως παρεμβαίνουσα (η απαγόρευση διαθέσεως της διάταξης του άρθρου 715 παρ.4 – 984 ΚΠολΔ αφορά την καθ’ ής η εκτέλεση  – οφειλέτρια και την εναγόμενη ως τρίτη και όχι την ενάγουσα). Η παρεμβαίνουσα επηρεάζεται από την έκβασή της της κύριας δίκης, καθώς σε περίπτωση παραδοχής αυτής, αν υπεισέλθει ως παραγωγός – πωλήτρια ηλεκτρικής ενέργειας η ενάγουσα – αγοράστρια των επιδίκων φωτοβολταϊκών πάρκων,  δεν  θα υπάρχει η  μελλοντική  αξίωση επανεκχώρησης της απαίτησης της οφειλέτριάς της ………….. πωλήτριας αυτών, μετά την ικανοποίηση της ενεχυρούχου …. Τράπεζας, που έχει  κατάσχει η προσθέτως παρεμβαίνουσα, εις χείρας της εναγόμενης (βλ. ΑΠ 1447/2018, ΕφΑθ 736/2018, ο.π.). Πρόκειται όμως  για έμμεσες αντανακλαστικές συνέπειες και όχι τις άμεσες συνέπειες που αναδίδει η απόφαση, με την έννοια του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της  διαπλαστικής ενέργειας. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία συμμετείχε στην παρούσα δίκη κατόπιν ανακοίνωσης δίκης (και όχι προσεπίκλησης) δεν κωλύεται να προβάλει την ακυρότητα  διάθεσης της απαίτησης της  ………….. (μελλοντικής απαίτησης αυτής επανεκχώρησης) σε άλλη δίκη.   Κατόπιν αυτών η έφεση της εκκαλούσας – προσθέτως παρεμβαίνουσας θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος (άρθρο 516 παρ.1 ΚΠολΔ). Σε βάρος της εκκαλούσας πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  και της παριστάμενης αρχικά  εναγόμενης, μειωμένα όμως καθώς κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως διαμορφώθηκε ως άνω  δυνάμει  των  άρθρων 8 και 120 Ν.4842/2021), όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε η  εκκαλούσα, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την  έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εκκαλούσας  τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και της παριστάμενης αρχικά  εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400)  € για την κάθε μία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από την εκκαλούσα, παράβολο, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε  στον Πειραιά, στις 18.5.2023  και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 31.7.2023,  με σύνθεση αποτελούμενη από τους δικαστές : Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ιωάννα Μάμαλη και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες και τη Κ.Σ., λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Ελευθέριου Γεωργίλη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

        Η  ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ