Αριθμός 415/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………..σωματείου που έχει συσταθεί, εγκριθεί και αναγνωρισθεί με τις υπ΄ αριθμ. 3037/1994 και 7026/1996 αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθμ. βιβλίου ….), έχει έδρα επί της οδού ……. στην Αθήνα, με ΑΦΜ …… της ..΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών και εκπροσωπείται νομίμως, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Σιαβέλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Περιβαλλοντικού Συνδέσμου Δήμων Αθήνας-Πειραιά, που εδρεύει στο …. Αττικής (ΤΚ …) επί της ……….. με ΑΦΜ ……. της …..΄ Δ.Ο.Υ Πειραιά, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ειρήνη Μαρούπα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών Σύνδεσμος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 124/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγων και ήδη εκκαλών Σύνδεσμος με την από 25.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021- ………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 25.05.2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. ……/2021 και αρ. κατ. Εφ. ………./2021) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 124/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απέρριψε την από 10.10.2019 με αριθμό κατάθεσης ………/2019 αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου ………../2021 e παράβολο (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο 41 του ΝΔ 496/1974 (Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου), κάθε σύμβαση για λογαριασμό του νομικού προσώπου, που έχει αντικείμενο άνω των 10,1 δραχμών ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσό αυτό δύναται να αυξομειώνεται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα ιης Κυβερνήσεως. Η πρόταση κατάρτισης σύμβασης και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Η εκ της μη τήρησης του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότητα, αίρεται σε περίπτωση εκπλήρωσης της σύμβασης. Ηδη με την ΥΑοικ. 2/42053/0094 (ΦΕΚ Β 1033/7-8-2002), το οριζόμενο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 41 του ΝΔ 496/ 1974 χρηματικό ποσό αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 2.500 ευρώ. Κατά το νόημα δε της διάταξης αυτής, ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, και για το λόγο αυτό η έλλειψή του καθιστά, κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνο όταν για την σύναψή της προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 62/1984, ΑΠ327/2018, ΑΠ 1160/2013, ΑΠ 1057/2011, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε κάθε περίπτωση που δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες για την κατάρτιση της σύμβασης διατυπώσεις ή δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 41 του ΝΔ 496/1974 έγγραφος τύπος, η σύμβαση είναι άκυρη και ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει ευθεία αγωγή από τη σύμβαση, αλλά από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 12/2013-ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 209 του Ν. 3463/2006, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους από το άρθρο 377 παρ. 1 περ. 38 Ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α 147/08.08.2016), αφενός οι προμήθειες ίων Δήμων, των Κοινοτήτων, των πόσης φύσεως Συνδέσμων τους, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Ο.Τ.Α. (Ε.Κ.Π.Ο.Τ,Α), όπως ισχύει, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του ΠΔ 370/1995 (ΦΕΚ 199 Α, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί από ίο ΠΔ 105/2000 (ΦΕΚ 100 Α ), και των αντίστοιχων του ΠΔ 57/2000 (ΦΕΚ 45 Αή, αφετέρου η παροχή ίων κάθε είδους υπηρεσιών προς ιούς φορείς της προηγούμενης παραγράφου, πλην αυτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 ), ρυθμίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 273 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 2 του άρθρου 209 οι κάθε είδους υπηρεσίες, εκτός από τις υπηρεσίες που παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 Α, διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 28/1980 (ΦΕΚ 11 Α, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του ΠΔ 346/1998 (ΦΕΚ 230 Αή, ως ισχύει, από τις διατάξεις δε του ΠΔ 28/1980 προκύπτει όχι για την ανάθεση υπηρεσιών απαιτείται η διενέργεια δημόσιου ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση ίων οικονομικών συμφερόντων των Ο,Τ.Α. με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας για αυτούς προσφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 209 παρ. 9 του Ν. 3463/2006, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του από το άρθρο 377 παρ. 1 περ. 38 Ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α 147/08.08.2016), οι Δήμιοι και οι Κοινότητες, οι Σύνδεσμοι τους, τα νομικά τους πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα ιδρύματα τους δύνανται να αναθέτουν απευθείας ή με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) παροχή υπηρεσιών, που δεν υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3316/2005, σύμφωνα με τις ς προβλέψεις του άρθρου 83 του Ν. 2362/ 1995 (ΦΕΚ 247 Αή, ως προς τα επιτρεπτά χρηματικά όρια, όπως αυτά καθορίζονται με τις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Στις διατάξεις δε των άρθρων 82 παρ. 1 και 83 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, όπως ίσχυσαν μέχρι την αντικατάστασή τους μιε τις αντίστοιχες διατάξεις του Ν. 4270/2014, με έναρξη της ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου την 0-1-2015 (άρθρο 183 του Ν. 4270/2014), με τις οποίες ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις σύναψης από το Δημόσιο συμβάσεων με ανοικτό ή κλειστό διαγωνισμό ή με απευθείας ανάθεση, προ βλέπονται ία εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, για κάθε σύμβαση του Δημοσίου που συνεπάγεται έσοδο η δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η πρoβλεπόμενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Και 5 εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 83 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Από το ποσό αυτό και μέχρι τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) δρχ. απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που θα διενεργείται από τριμελή επιτροπή. Άνω του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δρχ., απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών τα ανωτέρω ποσά δύναται να αναπροσαρμόζονται. Με την ΥΑ 35130/739/9.8.2010 (ΦΕΚ ΒΊ291/11.8.2010), που εκδόθηκε δυνάμει της προβλεπόμενης από το προαναφερόμενο άρθρο εξουσιοδότησης, τα ανωτέρα ποσά αναπροσαρμόστηκαν και ορίστηκαν αντίστοιχος μέχρι το ποσό των 20.000 ευρώ ως προς τις συμβάσεις που μπορούν να καταρτισθούν με απευθείας ανάθεση, από το ποσό της προηγούμενης περίπτωσης μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ ως προς τις συμφάσεις για τις οποίες απαιτείται συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος διαγωνισμός) και άνω του ποσού των 60.000 ευρώ ως προς τις συμβάσεις για τις οποίες απαιτείται η διενέργεια τακτικού διαγωνισμού, ενώ ορίστηκε ότι οι περιορισμοί των ως άνω ποσών αναφέρονται σε σχέση με το ύψος της εγγεγραμμένης ετήσιας πίστωσης και Ειδικό Φορέα και Κ.Α.Ε. στον προϋπολογισμό κάθε φορέα κι ότι στα ποσά αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α, Σύμφωνα άλλωστε με το άρθρο 85 εδ, α’ του Ν. 2362/1995, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του εν λόγω νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης. Κατά το νόημα δε της διάταξης του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, επί των ως άνω συμβάσεων, εφόσον καθεμία έχει μικρή διάρκεια (κάτω του έτους), για να επιτρέπεται η σύναψή τους από το Δημόσιο και από τα νομικά πρόσωπα εν γένει, στα οποία η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται, με απευθείας ανάθεση, πρέπει η από τις συμβάσεις αυτές προκαλούμενη για το Δημόσιο ή τα υπαγόμενα στη ρύθμιση νομικά πρόσωπα ετήσια συνολική δαπάνη να ανέρχεται μέχρι του ποσού του 1.500.1 δραχμών (ήδη 20.000 ευρώ). Τούτο διότι, εάν στις ως άνω μικρής διάρκειας συμβάσεις, ληφθεί υπόψιν, ως κριτήριο για το επιτρεπτό ή μη της σύναψής τους με απευθείας ανάθεση, η για το Δημόσιο προκαλούμενη δαπάνη από εκάστη τούτων και όχι η συνολική εξ αυτών δαπάνη σε ετήσια βάση, τότε, προς καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 83 παρ. Ι του Ν, 2362/1995, θα ήταν δυνατόν να συναφθούν πολλές όμοιες και διαδοχικές συμβάσεις, με μικρή διάρκεια η καθεμία, ώστε να παρακάμπτεται νομίμως η διαδικασία του διαγωνισμού και να συνάπτεται η σχετική σύμβαση με απευθείας ανάθεση, αφού η για ίο Δημόσιο δαπάνη από καθεμία σύμβαση δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 1.500.1 δρχ. (ήδη 20.000 ευρώ), πράγμα που δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη που ήθελε να τηρείται η διαδικασία του διαγωνισμού, η οποία εξασφαλίζει πλείονες συμμετοχές και αντίστοιχες προσφορές, εντεύθεν δε συνθήκες διαφάνειας και υγιούς ανταγωνισμού, για τις συμβάσεις από τις οποίες προκαλείται ετήσια δαπάνη για το Δημόσιο άνω του ποσού του 1.500.000 δραχμών και ήδη 20.000 ευρώ (ΑΠ 327/2018-ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 904 του ΑΚ “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”, αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 ΑΚ και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών, που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, εάν η σύμβαση είναι άκυρη ή ανίσχυρη ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα για οποιαδήποτε λόγο. (ΑΠ 734/2011 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.61, ΑΠ 680/2011, ΑΠ 305/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1468/2010 ΕΦΑΔ 2011.100, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1664/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧΡΙΔ 2012. 733, ΜονΕφΛαρ 260/2019 ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 του ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω αγωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α’ έως δ’) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1450/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2019/2007, ΕΕργΔ 2009. 255). Ενόψει, όμως, των οριζόμενων στις διατάξεις των άρθρων 219 και 106 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη γενική δικονομική αρχή “juranovitcuria”, απ’ όπου προκύπτει ότι αρκεί στην αγωγή η πλήρης έκθεση των θεμελιούντων αυτήν πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και της νομικής βάσης του προβαλλομένου αιτήματος, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά από την αρχή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτήν, πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν, ούτε εκτίθενται στην αγωγή, τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, διότι ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή του, είτε με την έννοια της συμβατικής ενοχής είτε της εξ αδικοπραξίας, οπότε, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να μνημονεύονται όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι α) η περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη, β) η συγκεκριμένη αιτία της εν λόγω μετακίνησης και γ) η ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 449/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010 ΧρΙΔ 2011. 338, ΑΠ 2212/2009 ΕΠολΔ 2010. 295, ΑΠ 725/2004 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2004. 702, ΜονΕφΠατρ 334/2020 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, για τη θεμελίωση αξίωσης από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού απαιτείται η περιουσιακή μετακίνηση προς τον λήπτη της παροχής να γίνεται χωρίς νόμιμη αιτία. Τέτοια, δε, αιτία συνιστά, όχι μόνο, η σύμβαση αλλά και οι διατάξεις του νόμου. Περαιτέρω, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 895/2019 ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 554/2021 , Νομολογία Εφετείου Πειραιά).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει των υπ’ αριθ. 1759/13-12-2012 και 1912/15-11-2013 διακηρύξεων του εναγόμενου Ν.Π.Δ,Δ. προκηρύχθηκαν πρόχειροι διαγωνισμοί με αντικείμενο την παροχή κτηνιατρικών υπηρεσιών (στειρώσεων) για το διαδημοτικό κέντρο περίθαλψης αδέσποτων ζώων (ΔΙ.ΚΕ.Π.Α.Ζ.) για τα έτη, αντίστοιχα, 2013 και 2014, με ετήσια δαπάνη 60.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ. Όχι ανάδοχος αμφοτέρων των διαγωνισμών αναδείχθηκε το ενάγον, ακολούθως δε υπογράφτηκαν μεταξύ των διαδίκων οι από 31-1-2013 και 16-1-2014 συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Ότι περί τα τέλη του έτους 2013 – αρχές του έτους 2014 το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. ανέθεσε στο ενάγον, προφορικά, με απευθείας ανάθεση, την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών προς κάλυψη έκτακτων αναγκών και δη προς αντιμετώπιση της έξαρσης της λύσσας που παρατηρήθηκε. Ότι το ενάγον ανταποκρίθηκε άμεσα και διενήργησε κάθε απαραίτητη ιατρική πράξη, ήτοι εμβολιασμούς και επιπλέον στειρώσεις, εκδίδοντας για την αμοιβή του το υπ’ αριθ. …../27-3-2017 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 39.955,78 ευρώ, καθώς και ότι το εναγόμενο παρέλαβε ανεπιφύλακτα τις ως άνω πρόσθετες υπηρεσίες, εκδίδοντας το υπ’ αριθ. …../2017 χρηματικό ένταλμα πληρωμής για το ως άνω ποσό, το οποίο ωστόσο ουδόλως καταβλήθηκε στο ενάγον, διότι δεν θεωρήθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ότι πλέον του ως άνω ποσού οφείλεται στον ενάγοντα ως αμοιβή για τις πρόσθετες αυτές κτηνιατρικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν τμηματικά εντός των ετών 2013 και 2014 το ποσό των 48.851,04 ευρώ, το οποίο το εναγόμενο έχει αποδεχθεί εγγράφως ότι του οφείλει. Με αυτό το ιστορικό αυτό το ενάγον σωματείο ζητεί κυρίως με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, επικουρικώς με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών κι επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 88.806,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ, στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ), με την εκκαλούμενη με αριθμό 124/2021 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της που ερείδεται στις συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και την επικουρική βάση της που ερείδεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό . Ήδη κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την ως άνω έφεσή του και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου , ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της.
Ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της που ερείδεται στις συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα είχε δεχθεί ως νόμιμη την ως άνω αγωγική βάση, δεδομένου ότι η απευθείας ανάθεση έγινε για λόγους κατεπείγοντος ήτοι για την αντιμετώπιση της ασθένειας της λύσσας, γεγονός που το εναγόμενο συνομολόγησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά με τις έγγραφες προτάσεις του, που προσκομίστηκαν ως σχετικό στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα πρόσθετες άτυπες συμφάσεις παροχής κτηνιατρικών υπηρεσιών με το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. ήταν απόλυτα άκυρες, λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για την κατάρτισή τους συστατικού έγγραφου τύπου, ενόψει του ότι οι προδιαληφθείοες συμφάσεις είχαν αντικείμενο άνω των 2.500 ευρώ, το δε διότι καταρτίστηκαν με απευθείας ανάθεση, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού με συνοπτική διαδικασία, καίτοι η συνολική δαπάνη κάθε μίας εξ’ αυτών υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ. Εξάλλου, ο αγωγικός ισχυρισμός περί απευθείας ανάθεσης για λόγους κατεπείγοντος, ο οποίος επιχειρείται να στηριχθεί στη διάταξη ίου άρθρου 83 παρ. 3 περ. 6 του Ν. 2362/1995, είναι αόριστος κι ως εκ τούτου απορριπτέος, καθόσον δεν εκτίθενται στην αγωγή πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ήταν φανερά κατεπείγουσα ανάγκη να παρακαμφθεί η νόμιμη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού, η οποία εξασφαλίζει πλείονες συμμετοχές και αντίστοιχες προσφορές, εντεύθεν δε συνθήκες διαφάνειας και υγιούς ανταγωνισμού και να συναφθούν με απευθείας ανάθεση συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, από τις οποίες θα προκαλείτο ετήσια δαπάνη για το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ, άνω των 20.000 ευρώ και δη δαπάνη ύψους 88.806,82 ευρώ για δύο έτη. Δεν ασκεί επιρροή για το ορισμένο του ως άνω αγωγικού ισχυρισμού περί απευθείας ανάθεσης για λόγους κατεπείγοντος, το γεγονός ότι ο νυν εναγόμενος συνομολόγησε τους λόγους κατεπείγοντος που επικαλέστηκε ο ενάγων, διότι αυτό αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.
Ο εκκαλών με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της που ερείδεται στην αδικοπραξία, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα είχε δεχθεί ως νόμιμη την ως άνω αγωγική βάση. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η επικαλούμενη υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, δεν μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, αν η επικαλούμενη ζημιογόνος πράξη ήτοι η μη καταβολή του αντιτίμου των ιατρικών υπηρεσιών του, δεν είχε λάβει χώρα στα πλαίσια της επικαλούμενης συμβατικής σχέσης, δεν θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 895/2019 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.
Ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την επικουρική βάση της αγωγής που ερείδεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα είχε δεχθεί ως ορισμένη την ως άνω αγωγική βάση. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι η βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται στο υπό κρίση δικόγραφο, κατά δικονομική επικουρικότητα, ήτοι υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης (αυτής από τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών), τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης έπρεπε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να γίνεται στο δικόγραφο της αγωγής τουλάχιστον απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα αυτή. Τούτο διότι, μεταξύ των προϋποθέσεων της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι και η έλλειψη νόμιμης αιτίας βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 ΑΚ και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Στην προκειμένη περίπτωση όμως τέτοια επίκληση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών δεν εμπεριέχεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εκκαλούντων που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. (ΑΠ 916/2021, Α.Π 462/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 81/1989 Δ 1990326). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη Επίσης, πρέπει ο εκκαλών λόγω της ήττας του στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατόπιν σχετικού προς τούτο αιτήματος του εφεσιβλήτου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 25.05.2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. …../2021 και αρ. κατ. Εφ. ………./2021) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 124/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό .
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ