Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 625/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 625/2018                     

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 4.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ….) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 954/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 20.10.2014 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ. ……..) αγωγής της ανωτέρω, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτήν του αναφερομένου στο αγωγικό δικόγραφο χρηματικού ποσού, πλέον τόκων, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της, και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, από την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτης των εναγομένων, υπαλλήλων και προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, εδρεύουσας στην …., και με την οποία (εκκαλούμενη απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προαναφερθέντος Δικαστηρίου προς εκδίκασή της, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 4.10.2016  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά την 1η.1.2016, και, επομένως, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ενώ και η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 6.4.2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 6.4.2016, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την από 20.10.2014 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ. ………) αγωγή, η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, τύποις εδρεύουσα στις .. …, αλλά στην πραγματικότητα στη … Αττικής, πλοιοκτήτρια του με σημαία νήσων Μάρσαλ πλοίου με την ονομασία «Μ/VA», ισχυριζόμενη ότι από την επικαλούμενη παράνομη (αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη) και υπαίτια συμπεριφορά των εκ των εναγομένων φυσικών προσώπων, δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτης εξ αυτών, υπαλλήλων – προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, εδρεύουσας στην … και διατηρούσας υποκατάστημα στην …, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, οι οποίοι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δε συμφώνησαν στη σύναψη μεταξύ της ιδίας (της ενάγουσας) και της εν λόγω τράπεζας νέας έγγραφης σύμβασης, συμπληρωματικής – τροποποιητικής της ωσαύτως μεταξύ τους προγενεστέρως καταρτισθείσας δανειακής σύμβασης, ποσού 24.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., που θα προέβλεπε ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής του ληφθέντος δανείου, καθώς, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης, συνεπεία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της στον κλάδο της ναυτιλίας με τη σημαντική μείωση των ναύλων, αδυνατούσε να εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της, αλλά αντίθετα, καταχρηστικά ασκώντας τα δικαιώματα της πρώτης εναγομένης εκ της σύμβασης αυτής, ενέμειναν στην απαρέγκλιτη εφαρμογή των αρχικά συνομολογηθέντων όρων του δανείου, και, αφού αρνήθηκαν την υποβληθείσα πρότασή της (της ενάγουσας) περί αναδιάρθωσής του, αποφάσισαν, στη συνέχεια, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος σε βάρος της από την εν λόγω σύμβαση, έχοντας προηγουμένως καταστήσει το μέχρι τότε ανεξόφλητο ποσό του δανείου στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και περιάγει αυτήν σε κατάσταση υπερημερίας, την κατάσχεση του πλοίου της, στο οποίο είχε παραχωρήσει υπέρ της τράπεζας πρώτη προτιμώμενη υποθήκη, και την διά πλειστηριασμού εκποίησή του, ενώ αυτό, όντας ναυλωμένο και έμφορτο χάλυβα, ναυλοχούσε στο λιμένα της Σιγκαπούρης, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, υπέστη θετική περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 968.048,51 δολαρίων Η.Π.Α., κατά το οποίο επίσης ζημιώθηκε η εταιρία του ιδίου ομίλου συμφερόντων με την επωνυμία «……..» λόγω της δέσμευσης και απαγόρευσης απόπλου, που επιβλήθηκε στο δικό της πλοίο με την ονομασία «SP», ενώ βρισκόταν στο λιμένα του Durban της Νοτίου Αφρικής, από τη ναυλώτρια και την κυρία του φορτίου του ανωτέρω κατασχεθέντος πλοίου (Μ/VA), για εγερθείσες σε βάρος της ιδίας (της ενάγουσας) αξιώσεις τους αποζημίωσης, όπερ επιτρέπει το δίκαιο της χώρας αυτής, και το οποίο (ποσό) η προαναφερθείσα εταιρία διεκδικεί ακολούθως να της καταβληθεί απ’αυτήν (την ενάγουσα), όπως τα επιμέρους κονδύλια, που συνθέτουν το αιτούμενο ποσό, παρατίθενται στο δικόγραφο, αλλά και ηθική βλάβη, διότι η εμπορική της δραστηριότητα δυσφημίσθηκε εντόνως στη ναυτιλιακή κοινότητα και επλήγη το κύρος και η επαγγελματική της υπόληψη, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εκ των οποίων οι μεν δεύτερος και τρίτος, επικεφαλής και στέλεχος αντίστοιχα του ναυτιλιακού τμήματος της πρώτης εναγομένης, εφέροντο στην αγωγή ως κάτοικοι Αθηνών, και ως αυτοί που διεξήγαγαν για λογαριασμό της τράπεζας στην Αθήνα τις διαπραγματεύσεις και τις συνομιλίες με τους δικούς της εκπροσώπους (της ενάγουσας), τόσο κατά την κατάρτιση, όσο και κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της δανειακής σύμβασης, οι δε τέταρτος και πέμπτη ως κάτοικοι …. Ελβετίας, στελέχη της τράπεζας στην έδρα της κεντρικής της διοίκησης στην αλλοδαπή, να της καταβάλουν, ο καθένας εξ αυτών εις ολόκληρον, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το σε ευρώ ισάξιο του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α., που αιτείται να λάβει ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσας περιουσιακής ζημίας της, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής του, άλλως της άσκησης της αγωγής, άλλως της επέλευσης της ζημίας της, άλλως της συζήτησης της αγωγής, καθώς και το ποσό των 200.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.954/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων, απορρίφθηκε η αγωγή ελλείψει συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκασή της, κατά παραδοχήν ως βασίμου σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό με την ανωτέρω απόφαση αποδείχθηκε ότι, όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη, στην από 31.3.2009 συμπληρωματική σύμβαση της αρχικής σύμβασης δανείου, που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, έγκυρα περιλήφθηκε ρήτρα περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της Αγγλίας για την εκδίκαση κάθε απαίτησης της τελευταίας σε βάρος της από την εν λόγω σύμβαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 α΄ της από 30.10.2007 Σύμβασης του Λουγκάνο «για τη διεθνή δικαιοδοσία  και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που κρίθηκε εφαρμοστέα εν προκειμένω, η οποία (ρήτρα) καταλαμβάνει και την αδικοπρακτικής φύσης αξίωση, που ασκείται με την ένδικη αγωγή, και έχει ως αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο τη σύμβαση αυτή, ενώ, όσον αφορά τους λοιπούς εναγομένους – φυσικά πρόσωπα,  (αποδείχθηκε ότι) άπαντες αυτοί, δηλαδή ακόμη και ο δεύτερος και ο τρίτος, οι οποίοι στο αγωγικό δικόγραφο εφέροντο ως κάτοικοι Ελλάδας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά και της συζήτησής της, ήταν πλέον κάτοικοι Ελβετίας, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης με βάση τη γενική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, που καθιερώνει η ανωτέρω Σύμβαση, ήτοι αυτήν του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας του εναγομένου. Τέλος, με την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς τους εναγομένους – φυσικά πρόσωπα κρίθηκε ότι διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκαση της υπόθεσης δε μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στην ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ.3 της εν λόγω Σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο «οι αγωγές, που αφορούν ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία ασκούνται και ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη, ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός», του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ειδικότερα θεωρουμένου κατά τη νομολογία του ΔΕΚ στην ταυτόσημη ρύθμιση του άρθρου 5 παρ.3 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, τόσο ως του τόπου όπου επήλθε αρχικά το επιζήμιο αποτέλεσμα, όσο και ως του τόπου, όπου έλαβε χώρα το γεγονός, που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, διότι, όπως επίσης έγινε δεκτό, στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι, αφενός μεν η φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των ως άνω φυσικών προσώπων, που αποτέλεσε την αιτία της πρόκλησης της επικαλούμενης, περιουσιακής και μη, ζημίας της ενάγουσας, έλαβε χώρα στην Ελβετία, όπου εδρεύει η πρώτη εναγόμενη και ασκείται η κεντρική της διοίκηση, και, συνακόλουθα, όπου λήφθηκε η απόφαση περί του επίμαχου δανείου, ενόψει και του ότι η ανωτέρω τράπεζα κατά τον κρίσιμο χρόνο δε διατηρούσε υποκατάστημα στην Ελλάδα, αλλά γραφείο αντιπροσωπείας, το οποίο απαγορευόταν να ασκεί τραπεζικές εργασίες οποιασδήποτε μορφής, αφετέρου δε το αποτέλεσμα της επικαλούμενης αδικοπραξίας, δηλαδή η πρωταρχική ζημία της ενάγουσας, επήλθε στη Σιγκαπούρη, όπου κατασχέθηκε και εκποιήθηκε αναγκαστικά το πλοίο της. Κατά της ανωτέρω απόφασης η ενάγουσα, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται α) σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκαση της αγωγής, με αποτέλεσμα την απόρριψή της ως απαράδεκτης, με την παραδοχή ότι η επικαλούμενη στην αγωγή της ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων –  φυσικών προσώπων, προστηθέντων –  υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, σε βάρος της, έλαβε χώρα στην Ελβετία, όπου εδρεύει η εν λόγω τράπεζα, ασκείται η κεντρική της διοίκηση, και ελήφθη η φερόμενη ως παράνομη, αντικείμενη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, απόφαση για τη μεταξύ τους δανειακή σύμβαση, ενώ, όπως ειδικότερα ισχυρίζεται στο εφετήριο, θα έπρεπε θα γίνει δεκτό ότι θεμελιώνεται διεθνή δικαιοδοσία αυτού του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης, σύμφωνα με την ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του τόπου της αδικοπραξίας, που προβλέπεται στη Σύμβαση του Λουγκάνο, διότι το γεγονός, που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας της συνέβη εντός της ελληνικής επικράτειας, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, όπου αποφασίσθηκε από τους εκ των εναγομένων δεύτερο και τρίτο …. και …, υπεύθυνο ναυτιλιακών χρηματοδοτήσεων της πρώτης εναγομένης και επικεφαλής αυτής στην Ελλάδα αντίστοιχα, με τους οποίους, ως γνώστες του θέματος, διεξήχθησαν, επίσης στην Αθήνα, όλες οι σχετικές συζητήσεις, συνομιλίες και διαπραγματεύσεις, σε κατ’ιδίαν συναντήσεις τους με τους δικούς της εκπροσώπους, για την επίλυση της διαφοράς τους, να μη γίνει αποδεκτή από την τράπεζα η υποβληθείσα πρότασή της για την αναδιάρθωση του δανείου της, που θα υλοποιείτο με την κατάρτιση μεταξύ τους νέας, τροποποιητικής της αρχικής, σύμβασης, προβλέπουσας ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής του, αλλά αντίθετα να επιβληθεί κατάσχεση στο πλοίο της και να εκπλειστηριασθεί αυτό, όπου, δηλαδή, οι φερόμενοι ως υπαίτιοι της ζημίας της ενήργησαν παράνομα, και β) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς  το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος της λόγω της ήττας της, και προσδιορίσθηκε στο ποσό των 12.500 ευρώ, ενώ, όπως ισχυρίζεται, θα έπρεπε να συμψηφισθεί ολικά μεταξύ τους λόγω της εύλογης αμφιβολίας της για την έκβαση της δίκης, ζητώντας να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της. Λεκτέον πως τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης απόφασης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί της ένδικης διαφοράς με βάση την κριθείσα ως εφαρμοστέα εν προκειμένω Σύμβαση του Λουγκάνο, α) ως προς μεν την πρώτη εναγόμενη – νομικό πρόσωπο, λόγω της έγγραφης συνομολόγησης μεταξύ αυτής και της ενάγουσας σε μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση, συμπληρωματική της αρχικής δανειακής, ρήτρας περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της Αγγλίας για την εκδίκαση κάθε αξίωσης της ενάγουσας σε βάρος της τράπεζας από τη σύμβαση αυτή, που καταλαμβάνει και την ένδικη αδικοπρακτική αξίωση,  η οποία έχει ως αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο την εν λόγω σύμβαση, β) ως προς δε τους λοιπούς εναγομένους – φυσικά πρόσωπα, φερομένους ως υπαιτίους της ζημίας της ενάγουσας, διότι άπαντες αυτοί, κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής ήταν κάτοικοι αλλοδαπής, και δη Ελβετίας, και όχι Ελλάδας, όπως αναφέρονται στην αγωγή οι εξ αυτών δεύτερος και τρίτος …. και ….., και, επιπροσθέτως, διότι ο τόπος επέλευσης της άμεσης ζημίας της ενάγουσας, όπου, δηλαδή, εκδηλώθηκε το πρώτον το ζημιογόνο αποτέλεσμα της αναφερομένης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, είναι η Σιγκαπούρη, αφού εκεί κατασχέθηκε και εκποιήθηκε αναγκαστικά το πλοίο της, και εμφανίσθηκε η πρώτη σοβαρή υλική εκδήλωση της ζημίας της, και, συνεπώς, η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκαση της αγωγής δε μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στη γενική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου της κατοικίας των εναγομένων αυτών, αλλά ούτε και στην ειδική βάση δωσιδικίας του τόπου της επικαλουμένης αδικοπραξίας τους, υπό την έννοια του τόπου επέλευσης της πρωταρχικής ζημίας της ενάγουσας, που προβλέπονται από την ανωτέρω Σύμβαση, δεν πλήττονται με την ένδικη έφεση, διά της προβολής ειδικού λόγου, που να αφορά συγκεκριμένα τις παραδοχές αυτές, και, συνακόλουθα, δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να επανακριθούν.

Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του συμβαλλομένου κράτους, στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του, αποτελεί την γενική αρχή (άρθρο 2) της Σύμβασης του Λουγκάνο (που κυρώθηκε με το ν. 2460/1997 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού κατά το χρόνο άσκησης, και συζήτησης της αγωγής, άπαντες οι εναγόμενοι – φυσικά πρόσωπα ήταν κάτοικοι Ελβετίας, όπως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς η παραδοχή αυτή να προσβάλλεται από την ενάγουσα με ειδικό λόγο της ένδικης έφεσής της), μόνο δε κατά παρέκκλιση προβλέπει η Σύμβαση αυτή περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο εναγόμενος, κατά περίπτωση, δύναται (στις ειδικές δικαιοδοσίες) ή οφείλει (στις αποκλειστικές δικαιοδοσίες ή στην περίπτωση παρέκτασης της δικαιοδοσίας) να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου Κράτους. Το άρθρο 5 της ίδιας σύμβασης προβλέπει περιπτώσεις ειδικής δωσιδικίας, κατά τις οποίες ο ενάγων δύναται να επιλέξει να εναγάγει τον εναγόμενο σε τόπο άλλον απ’αυτόν της κατοικίας του τελευταίου, για τον λόγο ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου, το οποίο δύναται να κληθεί να επιληφθεί αυτής, προς το σκοπό της αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης και της οικονομίας της δίκης. Μία από τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει και ως προς τις ενοχές από αδικοπραξία, ή οιονεί αδικοπραξία, για τις οποίες καθιερώνεται η ειδική δωσιδικία “του δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός” (αρθρ. 5 σημ. 3). Η έννοια της ενοχής από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, καθορίζεται με αυτόνομα (κοινοτικά) κριτήρια και περιλαμβάνει κάθε απαίτηση, με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά “διαφορές από σύμβαση” κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ.1 της Σύμβασης. Η έννοια της έκφρασης “τόπος, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”, καλύπτει τόσο τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός όσο και τον τόπο όπου επήλθε η ζημία με αποτέλεσμα να μπορεί ο εναγόμενος να εναχθεί κατ’επιλογή του ενάγοντος είτε του ενός είτε του άλλου τόπου (ΑΠ 711/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, ο τόπος, όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός (τόπος του ζημιογόνου ή αιτιώδους γεγονότος ή της αιτιώδους συμπεριφοράς) είναι εκείνος, όπου ο ζημιώσας ενήργησε παράνομα, ή παρέλειψε να ενεργήσει, ως όφειλε. Πρόκειται για τον τόπο, όπου έλαβε χώρα η πράξη ή η παράλειψη, που προκαλεί τη ζημία (βλ. σχετ. σε Νικόλαο Νίκα – Ευγενία Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012) για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, σελ. 174, υπ’αριθμ.159, καθώς στον ανωτέρω Κανονισμό του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και στον προγενέστερο Κανονισμό 44/2001, η ρύθμιση της ειδικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου της αδικοπραξίας είναι ακριβώς η ίδια με την αντίστοιχη ρύθμιση της εφαρμοζομένης εν προκειμένω Σύμβασης του Λουγκάνο).

To παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας ………, και την άνευ όρκου εξέταση του εκ των εναγομένων ……., που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχονται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής τους, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, β) την προσκομιζόμενη κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία των εναγομένων, εξετασθέντος μάρτυρος ….. …., του ….. …, η οποία λήφθηκε στην αλλοδαπή, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …. έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 εδαφ. γ΄του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω με βάση το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, προ της κατάργησής του με το άρθρο δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015,  περιέχεται δε στην υπ’αριθμ. ……. ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε ενώπιον του Συμβολαιογραφούντος Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Λονδίνο ……., Γραμματέα Πρεσβείας Α΄, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του  ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η επικαλούμενη από την ενάγουσα στην επίδικη αγωγή της και φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των εκ των εναγομένων – φυσικών προσώπων, απάντων υπαλλήλων κατά τον επίδικο χρόνο της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, συνιστάμενη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, στη λήψη απ’αυτούς, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, επί του χορηγηθέντος από την εν λόγω τράπεζα δανείου της ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του επίσης μνημονευομένου στην αγωγή πλοίου, απόφασης, η οποία αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, και αφορούσε συγκεκριμένα, α) την απόρριψη της υποβληθείσας πρότασης της ανωτέρω δανειολήπτριας για την κατάρτιση με την τράπεζα νέας σύμβασης, συμπληρωματικής – τροποποιητικής της αρχικής δανειακής, προβλέπουσας ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής  του ποσού του δανείου της, παρά την ρητά δηλωθείσα σ’αυτούς, εγγράφως και προφορικώς, ανυπαίτια αδυναμία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, λόγω επιδείνωσης στο μεσοδιάστημα της οικονομικής της κατάστασης, ως επακόλουθο της απρόβλεπτης παγκόσμιας ναυτιλιακής κρίσης και της μείωσης των ναύλων, και περαιτέρω β) τις υπέρμετρα επαχθείς για την ενάγουσα κατάσχεση και αναγκαστική πώληση στη Σιγκαπούρη του πλοίου της, ενώ είχε ναυλωθεί και ήταν έμφορτο, για την ικανοποίηση σε βάρος της χρηματικής απαίτησης του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος, απορρέουσας από τη δανειακή σύμβαση, κατά καταχρηστική ενάσκηση των δικαιωμάτων του, και κατά παράβαση των υποχρεώσεών του, ως χρηματοδοτικού οργανισμού, πρόνοιας, πίστης, μέριμνας, και προστασίας και  των δικών της συμφερόντων, με αποτέλεσμα την πρόκληση σ’αυτήν περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, δεν έλαβε χώρα εντός της ελληνικής επικράτειας, αλλά εκδηλώθηκε στην Ελβετία, όπου εδρεύει η πρώτη εναγόμενη, και ασκείται η κεντρική της διοίκηση, και όπου, κατά συνέπεια, λήφθηκε η ζημιογόνος για την ενάγουσα απόφαση, από το προς τούτο καθ’ύλην αρμόδιο όργανο της τράπεζας, και δη από την ειδικά συσταθείσα Επιτροπή Πιστωτικού Κινδύνου, που είναι επιφορτισμένη ακριβώς με την αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η πρώτη εναγόμενη, ως αλλοδαπή τράπεζα, κατά τον επίδικο χρόνο (το έτος 2011) διατηρούσε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα (επί της οδού … . αυτής) γραφείο αντιπροσωπείας, η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του οποίου ανακλήθηκε στη συνέχεια το έτος 2013 (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από τους εναγομένους υπ’αριθμ.πρωτ……. έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος), και, επομένως δεν υφίστατο πλέον κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής, με επικεφαλής αυτού  το έτος 2011 τον τρίτο εναγόμενο ….., και με αρμοδιότητες, οι οποίες αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο α) στη συλλογή και παροχή οικονομικών και εμπορικών πληροφοριών για λογαριασμό του Κεντρικού καταστήματος, των υποκαταστημάτων, των θυγατρικών, και των πελατών της αλλοδαπής τράπεζας, β) στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ της αλλοδαπής τράπεζας και των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων σε τομείς χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, καθώς και σύνταξης μελετών για την ανάληψη και υποστήριξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από ελληνικούς και αλλοδαπούς οίκους, και γ) την εκπροσώπηση των συμφερόντων της τράπεζας στην Ελλάδα, και δεν περιελάμβαναν την άσκηση τραπεζικών εργασιών οποιασδήποτε μορφής, η οποία μάλιστα ρητά απαγορευόταν, όπως προκύπτει από την από 17.11.1998 εγκριτική της εγκατάστασης του εν λόγω Γραφείου στην Ελλάδα απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύθηκε στο επίσης προσκομιζόμενο από τους εναγομένους Φ.Ε.Κ. (υπ’αριθμ. 260/20.11.1998, τεύχος Α΄), και όχι υποκαταστήματος, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την αγωγή της, προκειμένου να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της αγωγής της ως προς την ανωτέρω εναγόμενη, ούτε εκ του ότι στην Αθήνα αδιαμφισβήτητα έλαβαν χώρα, προ της λήψης της φερόμενης ως καταχρηστικής και ζημιογόνου απόφασης επί του δανείου της ενάγουσας, συζητήσεις και συνομιλίες μεταξύ των δικών της εκπροσώπων και των ανωτέρω …… και δευτέρου εναγομένου ……….., συνεπικεφαλής του Τμήματος Ναυτιλιακών Χρηματοδοτήσεων της πρώτης εναγομένης, για λογαριασμό της τελευταίας, με διαμεσολαβητικό ρόλο, σε κατ’ιδίαν και διά ζώσης συναντήσεις τους, που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα της ενάγουσας (με τον …… δύο φορές) στη …. Αττικής, επί της υποβληθείσας προς την τράπεζα πρότασης της ενάγουσας, που αφορούσε τη σύναψη νέας συμφωνίας μεταξύ τους, προβλέπουσας ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής του δανείου της. Μάλιστα, όσον αφορά τον εκ των εναγομένων ….., ακόμη και ο ίδιος ο μάρτυρας της ενάγουσας, και τότε διευθύνων σύμβουλος αυτής, ο οποίος παρίστατο για λογαριασμό της στις συνομιλίες με τους … και …. επί της αναδιάρθρωσης του δανείου της, κατέθεσε ρητά ότι ο …, κάτοικος τότε Αθήνας, δεν είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες, ενώ όσον αφορά τον …., αποδείχθηκε ότι αυτός, από το έτος 2011, όταν προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη, είναι μόνιμος κάτοικος  …. Ελβετίας (σημειωτέον ότι έχει εγγραφεί στο μητρώο φορολογουμένων της Δ.Ο.Υ. κατοίκων εξωτερικού), και στην Ελλάδα μετέβη μόνο για να συμμετάσχει, για λογαριασμό της τράπεζας, δύο φορές σε προγραμματισμένες συναντήσεις με τους εκπροσώπους της ενάγουσας, που έλαβαν χώρα στα γραφεία της τελευταίας, για τη διευθέτηση της διαφοράς τους, μετά το πέρας των οποίων επέστρεψε στην Ελβετία, όπου και εργάζεται ως στέλεχος της πρώτης εναγομένης, και ενημέρωσε, ως όφειλε εκ των καθηκόντων του, την αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων επί των εν λόγω ζητημάτων προαναφερθείσα Επιτροπή της τράπεζας σχετικά με το περιεχόμενο των διεξαχθεισών διαπραγματεύσεών του με την δανειολήπτρια εταιρία, προκειμένου να καθορισθεί η θέση του πιστωτικού ιδρύματος επί της υπόθεσης. Aντίθετα ουδόλως αποδείχθηκε, και δη από την ενάγουσα, η οποία, άλλωστε, φέρει και το δικονομικό βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου, στο οποίο απηύθυνε την αγωγή της, προς εκδίκαση αυτής, ότι η ζημιογόνος απόφαση πράγματι λήφθηκε στη ελληνική επικράτεια, και μάλιστα στην Αθήνα, από κάποιον εκ των εναγομένων συγκεκριμένα, δηλαδή ότι εκδηλώθηκε απ’αυτούς στην Ελλάδα συμπεριφορά, που να εκπληρώνει τη νομοτυπική μορφή της επικαλούμενης στο αγωγικό δικόγραφο αδικοπραξίας, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του ότι οι τέταρτος και πέμπτη εναγόμενοι, επίσης υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης, ακόμη και στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται ως κάτοικοι Ελβετίας, ενώ από την Ελβετία αποστέλλονταν, για λογαριασμό της τράπεζας, από τα εκεί στελέχη της, τηλεομοιοτυπικώς στην ενάγουσα και τα έγγραφα, που αφορούσαν στο δάνειό της, κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων επί της προταθείσας απ’αυτήν αναδιάρθωσής του, που περιελάμβαναν, πέραν των διά ζώσης συζητήσεων σε προσωπικές συναντήσεις των εκπροσώπων τους, που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, και την ανταλλαγή μεταξύ τους επιστολών με τις θέσεις επί του ζητήματος της κάθε πλευράς, και στην Ελβετία με τον ίδιο τρόπο αποστέλλονταν από την ενάγουσα και τα δικά της έγγραφα, προκειμένου να τεθούν υπόψη των αρμοδίων υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, όπερ καταδεικνύει πως και η ίδια η ενάγουσα γνώριζε ότι στην Ελβετία, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση της τράπεζας, πρόκειται να ληφθούν οι αποφάσεις, που την αφορούν, και για το λόγο αυτό στα εκεί στελέχη της τράπεζας γνωστοποιούσε τις απόψεις της επί της διαφοράς τους, ώστε να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν. Μάλιστα, το ότι, τόσο η αρχική δανειακή σύμβαση, όσο και η επακολουθήσασα τροποποιητική αυτής, καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα, όπου επίσης πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια οι συναντήσεις μεταξύ των εκπροσώπων της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης για τη διευθέτηση του ζητήματος, που ανέκυψε, όταν η ενάγουσα, επικαλούμενη οικονομική δυσχέρεια προς εκπλήρωση των συνομολογηθέντων όρων αποπληρωμής του ποσού του δανείου της, πρότεινε την αναδιάρθωσή του, ώστε να συμφωνηθούν με την τράπεζα ευνοϊκότεροι για την ίδια όροι, κατά τα προεκτεθέντα, όπερ, άλλωστε, ουδόλως αμφισβητείται από τους εναγομένους, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της αγωγής, διότι με αυτήν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ασκείται αδικοπρακτικής φύσης αξίωση της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, ως προς την οποία τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 5 σημ.3 της Σύμβασης του Λουγκάνο, που καθιερώνει την ειδική δωσιδικία “του δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”, με αποτέλεσμα αντικείμενο διερεύνησης από το παρόν Δικαστήριο, με βάση τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις, κατά το μέρος, κατά το οποίο η υπόθεση μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την άσκηση της ένδικης έφεσης, ν’αποτελεί ο τόπος, όπου εκδηλώθηκε η φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, και δη, όπου λήφθηκε η απόφαση της πρώτης εναγομένης επί του δανείου της ενάγουσας,  η οποία, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, ως καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά χρηστά ήθη, προκάλεσε αιτιωδώς την περιουσιακή και μη ζημία της τελευταίας, και όχι αξίωση από παράβαση συμβατικής υποχρέωσης, πολλώ δε μάλλον, που, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, ο τόπος της κατάρτισης της σύμβασης, ή ο τόπος διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, που προηγούνται αυτής, δεν προβλέπονται στην ανωτέρω Σύμβαση ως ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας για τις ενοχές από σύμβαση. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι στην Ελλάδα έλαβαν χώρα οι πράξεις, που προκάλεσαν τη ζημία της ενάγουσας, ήτοι ότι εδώ λήφθηκε η επίμαχη απόφαση περί του δανείου της από τους εκ των εναγομένων …. και ….., όπως ισχυρίζεται η ανωτέρω στο εφετήριο, και ουδόλως αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, δε θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της διαφοράς αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη, αλλοδαπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία, λόγω της έγκυρης και ισχυρής ρήτρας παρέκτασης, η οποία περιλήφθηκε σε σύμβασή της με την ενάγουσα (συμπληρωματική της αρχικής δανειακής), και με την οποία καθιερώνεται αποκλειστική διεθνή δικαιοσοσία των δικαστηρίων της Αγγλίας προς εκδίκαση κάθε απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος της από τη σύμβαση αυτή, της επίδικης αξίωσης, παρά την αδικοπρακτική της φύση, συμπεριλαμβανομένης, όπερ έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η συγκεκριμένη παραδοχή της να πλήττεται με την κρινόμενη έφεση, αλλά ούτε και ως προς τους τέταρτο και πέμπτη εναγομένους, οι οποίοι είναι κάτοικοι αλλοδαπής, όπως επίσης δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η κρίση του αυτή δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση, ακόμη και με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 στοιχ.1 της Σύμβασης του Λουγκάνο, σύμφωνα με την οποία «πρόσωπο, που έχει την κατοικία του στο έδαφος δεσμευόμενου από την παρούσα σύμβαση κράτους μπορεί επίσης να εναχθεί: 1.αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη χωριστή εκδίκασή τους», διότι εν προκειμένω ουδείς εκ των λοιπών συνεναγομένων τους κατοικεί (όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη εδρεύει) στην ελληνική επικράτεια, όπως απαιτείται, προκειμένου να ισχύσει η ανωτέρω διάταξη. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, με βάση την ειδική δωσιδικία του τόπου της αδικοπραξίας, που προβλέπει η εν προκειμένω εφαρμοστέα Σύμβαση του Λουγκάνο, διότι η φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων – φυσικών προσώπων, υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, δηλαδή οι πράξεις τους, που προκάλεσαν τη ζημία της ενάγουσας, περιουσιακή και μη, δεν έλαβαν χώρα στην ελληνική επικράτεια, αφού δε λήφθηκε εντός αυτής η επίμαχη απόφαση επί του δανείου της, αλλά στην Ελβετία, όπου εδρεύει η ανωτέρω τράπεζα και ασκείται η κεντρική της διοίκηση, όπως επίσης έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις, αλλά και εκτιμώντας τις αποδείξεις, απέρριψε την αγωγή, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του να επιληφθεί αυτής, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

O δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης της ενάγουσας, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με την εκκαλουμένη απόφασή του καταδίκασε αυτήν, λόγω της ήττας της, εφόσον η αγωγή της απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν, στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, προσδιορίζοντας το ύψος της στο ποσό των 12.500 ευρώ, ενώ, όπως ισχυρίζεται, θα έπρεπε να την συμψηφίσει ολικά μεταξύ τους λόγω της εύλογης αμφιβολίας της (της ενάγουσας) ως προς την έκβαση της δίκης, πρέπει ν’απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ,  η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, με βάση το χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.2 του ν.2915/2001, που, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 15 του ν.2943/2001, ισχύει από την 1η.1.2002, η εύλογη αμφιβολία των διαδίκων ως προς την έκβαση της δίκης δε συνιστά πλέον λόγο συμψηφισμού, εν όλω ή εν μέρει, των δικαστικών εξόδων, ο οποίος (συμψηφισμός) σε κάθε περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικός για το δικαστήριο, αλλά δυνητικός, και απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει περίπωση υποχρεωτικού συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, καθώς η ενάγουσα ηττήθηκε ολικά, ενώ, τέλος, η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσό της επιβληθείσας σε βάρος της ενάγουσας δικαστικής δαπάνης των εναγομένων δεν πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεσή της.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει, αφενός μεν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 4.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. . ……) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 954/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20 Σεπτεμβρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ   

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  16 Οκτωβρίου 2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ