Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 425/2023

Αριθμός     425/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….» (διακριτικός τίτλος ………..), η οποία τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εδρεύει στον ……  και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Έβελυν Αθανασοπούλου.

ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:   1) Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στις ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Λεωνίδα Δούκα.

Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  23.4.2013  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η  855/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  οι εναγόμενοι και ήδη καθ΄ ων η κλήση-εκκαλούντες με την από 31.8.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018-……../2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.11.2019, μετά δε από αναβολή η 19η.3.2020 και δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η δικάσιμος 9ης.7.2020, οπότε, συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 531/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση της προαναφερόμενης εφέσεως.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 16.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2022) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων,  αφου έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 04.09.2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. ……../2018 και αρ. κατ. Εφ. ………/2018) έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αριθμό 855/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την από 23.4.2013 με αριθμό κατάθεσης ……../15.5.2013 αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.). Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου  ……………/2018 e παράβολο (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.

Με την από 24.3.2013 με αριθμό κατάθεσης …../15.5.2013 αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμά με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, κατ΄ άρθρο 223 ΚΠΟΛΔ, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον σύμφωνα με τους όρους της από 26.9.2007 σύμβασης πρακτόρευσης και με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού το ποσό των ευρώ 56.152,11 ευρώ ως χρεωστικό υπόλοιπο από ασφάλιστρα νομιμοτόκως από την 31.12.2009, ημερομηνία συμπλήρωσης της τρίμηνης προθεσμίας για την απόδοση στην ενάγουσα των ασφαλίστρων, άλλως από την επόμενη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση, λόγω της διαπραχθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η ήδη εκκαλουμένη απόφαση με την οποία, απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς τα παρεπόμενα αιτήματα περί κηρύξεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπικής κράτησης. Κατά τα λοιπά έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 287 297, 298, 299, 340, 345, 346, 361,713 επ. 822 επ. 914 Α.Κ ,375 Π.Κ 1-4 και 21 του ν. 1569/1985 περί διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης 1-5 και 10 του π.δ 298/1986, 176 , 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον το ποσό των ευρώ 56.152,11 ευρώ, νομιμοτόκως από την 31.12.2009. Ήδη κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι  εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την ως άνω έφεσή τους και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε να απορριφθεί ως άνω αγωγή στο σύνολό της.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία, που ορίζονται στα άρθρα 116 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα. Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι συνιστά έλλειψη προδικασίας, η οποία ανάγεται στη δημόσια τάξη και δεν μπορεί να θεραπευτεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται επίσης αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας  κατά του ασφαλιστικού συμβούλου για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, πρέπει να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό προμήθειας του ασφαλιστικού συμβούλου, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού συμβούλου, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν (ΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3785/2009 ΔΕΕ 2010. 201, ΜονΕφΠειρ 412/2020 ΝΟΜΟΣ).

Οι εκκαλούντες με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο διότι έκρινε την ως άνω αγωγή ως ορισμένη , ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα την είχε απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τούτο διότι δεν αναφέρεται στην αγωγή αν η ενάγουσα παρέδωσε στους εναγομένους τα συγκεκριμένα ασφαλιστήρια συμβόλαια που επισυνάπτει στην αγωγή της ή αν εκτυπώθηκαν μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος και περαιτέρω ουδόλως αναφέρει ότι οι εναγόμενοι εισέπραξαν τα ασφάλιστρα . Περαιτέρω στον τιτλοφορούμενη κατάσταση <<ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ………….. ΑΠΟ 1/2009 >> που δεν αποτελεί αντίγραφο των λογιστικών καταστάσεων που τηρεί η εναγομένη, ουδέν αναφέρεται για το προγενέστερο χρονικό διάστημα, ως χρέωση ή πίστωση της εναγομένης εταιρείας, αν και η συμβατική σχέση της ενάγουσας με την πρώτη εναγομένη είχε ξεκινήσει από την 26.7.2009, με αποτέλεσμα να καθίσταται εντελώς αόριστη η εν λόγω κατάσταση, καθώς δεν αποδεικνύει χρεωπιστώσεις, κατά το διάστημα από την 26.9.2007 έως την 31.12.2008. Εξάλλου στον πίνακα που τιτλοφορείται <<ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ>>, δεν καθίστανται ορισμένα τα ποσά που αναφέρονται. Ειδικά για τα ασφαλιστήρια του μηνός Φεβρουαρίου 2009 δεν υπάρχει αποδεικτικό παραλαβή τους. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η αγωγή είναι αόριστη, διότι η ενάγουσα αν και ενσωματώνει στην αγωγή της πινάκια ασφαλιστηρίων από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 συνολικού ποσού 99.644,05 ευρώ, εν τέλει αιτείται το ποσό των 56.152,11 ευρώ για μη αποδοθέντα ασφάλιστρα, χωρίς να αναφέρει σε ποια συγκεκριμένα συμβόλαια αναφέρεται και σε ποια ανανεωτήρια ασφαλστηρίων συμβολαίων ανταποκρίνεται η απαίτηση της. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο προκύπτει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού διαλαμβάνονται με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα στοιχεία της ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων και ειδικότερα μνημονεύονται σ’ αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου, οι ειδικότεροι όροι της σύμβασης αυτής και η παραγωγή της πρώτης εναγόμενης κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από την 01.03.2009 έως 21.9.2009, και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή της, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και τα συμφωνηθέντα – εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ασφαλίστρων, μικτά και καθαρά, τα ποσοστά προμήθειας του εναγόμενου ανά κλάδο ασφάλισης και τα ποσά προμήθειας αυτού ανά ασφαλιστήριο, που ρητά συμφωνήθηκε να υπολογίζονται επί των καθαρών ασφαλίστρων, καθώς και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, με την ενσωμάτωση δε στην αγωγή καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται, όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομείναν χρεωστικό υπόλοιπο, που συνιστά και την δια της αγωγής απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας κατά των εναγομένων οι οποίες αποτελούν τμήμα του περιεχόμενου της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό των εκκαλούντων – εναγόμενων, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης. (ΕΦ.Αθ 1114/2014, δεε 2014/608, Εφ.Αθ. 691/2011 Αρμ. 2011, 1354).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την χωρίς όρκο εξέταση του δεύτερου εναγομένου και όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 156/16.09.2009 και 21.09.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), νομίμως δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. φύλλου 11292/21.09.2009 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ  ΕΠΕ, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “……………. ”, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 7 έως 9, 10, 12α, 13γ, 17α έως 17γ του ν.δ. 400/1970, ως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 1 του Ν. 4364/2016. Συνεπώς, την 21.09.2009 διακόπηκε η παραγωγική δραστηριότητα της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, αυτή έπαυσε να δραστηριοποιείται στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών και εισήλθε στο στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με σκοπό την είσπραξη όλων των οφειλόμενων προς το υπό εκκαθάριση νομικό πρόσωπο ποσών και τη ρευστοποίηση των σε ασφαλιστική τοποθέτηση δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων του μετά από σχετική έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Επιπλέον δεσμεύτηκαν και χαρακτηρίστηκαν ως ασφαλιστική τοποθέτηση όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της ενάγουσας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κάθε είδους απαιτήσεις της κατά τρίτων. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι την 26.9.2007, η ενάγουσα συνήψε με την πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία <<…………. >>, της οποίας ομόρρυθμός εταίρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Με βάση την ως άνω σύμβαση, η πρώτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη από το δεύτερο εναγόμενο ανέλαβε να μεσολαβεί για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους στους ασφαλιστικούς κλάδους που αυτή δραστηριοποιείτο. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να προπαρασκευάζει ασφαλιστικές συμβάσεις, να δέχεται αιτήσεις –  προτάσεις όσων επιθυμούσαν να ασφαλισθούν σε οποιονδήποτε κλάδο κάλυπτε η ενάγουσα, έχοντας υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τους εκάστοτε καθοριζόμενους από την ενάγουσα όρους, περιορισμούς και τις εν γένει οδηγίες γενικές και ειδικές εντολές και οδηγίες αυτής (αρ. 1), έχοντας το δικαίωμα να προσυπογράψει ο ίδιος αποδείξεις ασφαλίστρων που θα εκδίδονταν από την ενάγουσα και να φροντίζει για την επίδοση τους στους ασφαλισμένους  (αρ. 2) πράκτορας, ακολούθως, όφειλε, να υποβάλει στην ενάγουσα για έγκριση και έκδοση ασφαλιστήριου, να παραδίδει τα ασφαλιστήρια στους ασφαλισμένους, καθώς και να εισπράττει τα ασφάλιστρα, τα οποία έπρεπε, στη συνέχεια, να αποδίδει στην ενάγουσα (αρ. 6). Επιπλέον ο εναγόμενος είχε υποχρέωση να μεριμνά για την έγκυρη είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία επιτυγχάνονταν με τη μεσολάβησή του και τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθυνόταν γι’ αυτά, έναντι της ενάγουσας, ως θεματοφύλακας. Η αμοιβή του εναγόμενου για την εκτέλεση όλων, γενικά, των εργασιών που του είχαν ανατεθεί με την ως άνω σύμβαση, ορίσθηκε σε προμήθεια επί των ασφαλιστικών εργασιών που θα αναλάμβανε η ενάγουσα με την αποκλειστική του μεσολάβηση. Η εν λόγω προμήθεια συμφωνήθηκε να υπολογίζεται σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισπράττονται πραγματικά ή θα λογίζονται εισπραγμένα, το οποίο (ποσοστό) είχε συμφωνηθεί διαφορετικό για κάθε είδους ασφαλιστικό κίνδυνο που αναλαμβανόταν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 της σύμβασης. Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στην ενάγουσα, το πρώτο δεκαήμερο κάθε μηνός, τα ασφάλιστρα που αντιστοιχούσαν στην παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας για τον λόγο αυτό προσωπικές επιταγές του, εμφάνισης εκάστης το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του (μικτά ασφάλιστρα), του αντίστοιχου εκάστου τελευταίου μηνός, αφαιρουμένων των αναλογουσών προμηθειών. Εάν δε ο εναγόμενος παρέλειπε να αποδώσει λογαριασμό για την διαχείρισή του, η ενάγουσα από τα στοιχεία που τηρούσε, θα εξήγαγε το χρέος που θα προέκυπτε σε βάρος του και θα το γνωστοποιούσε σ’ αυτόν με συστημένη επιστολή ή με άλλο τρόπο, και εφόσον ο εναγόμενος δεν αμφισβητούσε τον λογαριασμό εγγράφως μέσα σε δέκα ημέρες από την ημέρα γνωστοποίησης, θα τεκμαιρόταν ότι ομολογούσε το προκύπτον χρέος. Εάν η πρώτη εναγομένη δεν απέδιδε τα ασφάλιστρα όπως καθορίζεται ανωτέρω, τότε οι απαιτήσεις της εταιρείας θεωρούνταν μετά την παρέλευση τριών μηνών ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Συναφώς έγιναν ειδικές ρυθμίσεις για την ακύρωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων σύμφωνα με τον όγδοο και ένατο όρο της σύμβασης και συγκεκριμένα &lt;&lt; Ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστείλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση μέσα σε δυο μήνες από το μήνα ενάρξεως της ισχύος τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν έχουν παραλειφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του πράκτορα με την οποία θα βεβαιώνεται ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων ως και τη μη ύπαρξης αναγγελίας ζημίας. Η ακύρωση γίνεται από την εταιρεία που θα ειδοποιεί σχετικά τον πράκτορα. Ειδικότερα η ακύρωση συμβολαίου στους κλάδους Μεταφορών, Προσωπικών ατυχημάτων, ταξιδιωτών και αποσκευών δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση διότι τα ασφάλιστρα εισπράττονται από την ημέρα έκδοσης των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα σχετικά ασφαλιστήρια έγγραφα, μέσα στην προθεσμία αυτή, αυτός υποχρεούται στην απόδοση των ασφαλιστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 7. Η ισχύς της σύμβασης ορίσθηκε αορίστου χρόνου, δυνάμενη να λυθεί οποτεδήποτε ελευθέρως και αζημίως για τα συμβαλλόμενα μέρη με έγγραφη καταγγελία, τα αποτελέσματα της οποίας θα επέρχονταν μετά την παρέλευση δύο μηνών από την κοινοποίησή της στον αντισυμβαλλόμενο, εκτός εάν υπήρχε σπουδαίος λόγος, και ιδίως εάν ο εναγόμενος καθυστερούσε την απόδοση των ασφαλίστρων στην ενάγουσα, οπότε τα αποτελέσματα της καταγγελίας θα επέρχονταν με την κοινοποίησή της στον αντισυμβαλλόμενο. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας και τη θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση την 21.09.2009, η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση λύθηκε αυτοδικαίως. Κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης ο εκκαθαριστής της ενάγουσας προέβη σε έλεγχο των συμβάσεων που είχε συνάψει με την πρώτη εναγομένη και διαπίστωσε χρεωστικό υπόλοιπο για εισπραχθέντα ασφάλιστρα που αφορούσαν σε ασφαλιστήρια συμβόλαια καταρτίστηκαν κατά τη χρονική περίοδο από την 01.02.2009 μέχρι και την 21.09.2009, συνολικού ύψους 56.1532,11 ευρώ, μετά την αφαίρεση της προμήθειας, του παρακρατηθένρος φόρου και των ακυρωθέντων συμβολαίων. Το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο αντιστοιχεί, στα εισπραχθέντα από την πρώτη εναγόμενη, για λογαριασμό της ενάγουσας, ασφάλιστρα, τα οποία αφορούσαν σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καταρτίσθηκαν κατόπιν διαμεσολάβησής της, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, και τα οποία οι ως άνω εναγόμενοι δεν απέδωσαν στην ενάγουσα, όπως όφειλαν, κατά παράβαση των ανωτέρω συμβατικών όρων, ενώ το χρεωστικό υπόλοιπο προέκυψε μετά την άθροιση των επιμέρους ποσών ασφαλίστρων και την αφαίρεση των προμηθειών που αποτελούσαν την αμοιβή αυτού, καθώς επίσης και των ποσών των ακυρωθέντων συμβολαίων, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενα από την ενάγουσα πινάκια εγγραφής εκκαθάρισης λογαριασμού της πρώτης εναγομένης, στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία ασφαλισμένων, οι ημερομηνίες έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, η έναρξη ισχύος των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα καθαρά και ολικά ασφάλιστρα, οι προμήθειες του εναγόμενου αλλά και τα ποσά των τυχόν ακυρωθέντων συμβολαίων. Το ποσό αυτό προέκυψε διότι οι εναγόμενοι, παρόλο που το είχαν εισπράξει, δεν τα έχει αποδώσει, ως όφειλαν, στην ενάγουσα εταιρία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω μεταξύ τους σύμβαση, παρακρατώντας το αντισυμβατικά αλλά και παράνομα, προκαλώντας έτσι σε αυτήν (ενάγουσα) αντίστοιχη περιουσιακή ζημία. Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί ανυπαρξίας οφειλής τους είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν αμφισβητούν ρητά επιμέρους κονδύλια των χρεώσεων και πιστώσεων των ως άνω πινακίων και δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων περί του ότι δεν είχαν παραδοθεί τα επίδικα συμβόλαια. Ειδικότερα η πρώτη  εναγομένη σύμφωνα με τη σύμβαση είναι υποχρεωμένη ως πράκτορας να τηρεί, εκτός από τα βιβλία που προβλέπει ο νόμος και βιβλίο καταχωρήσεως των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της παραγωγής της και σε ιδιαίτερη στήλη του βιβλίου αυτού να αναγράφει τη χρονολογία εισπράξεως των αντίστοιχων ασφαλίστρων (όρος 12). Για τη λογιστική παρακολούθηση των μεταξύ τους δοσοληψιών η ενάγουσα τηρούσε απλό δοσοληπτικό λογαριασμό με τον τίτλο μεριδολόγιο παραγωγής πράκτορα και εκκαθάριση λογαριασμού ανά μήνα τον οποίο χρέωνε με τα ασφάλιστρα παραγωγής της πρώτης εναγομένης και πίστωνε με τις προμήθειες της και τις εκάστοτε καταβολές έναντι των ασφαλίστρων. Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα  πινάκια παραγωγής πράκτορα  περιόδου 1.3.2009 έως 21.9.2009 που αποτελούν επίσημα αποσπάσματα από τα νομίμως τηρούμενα επαγγελματικά βιβλία της ενάγουσας αποδεικνύεται ότι με τη μεσολάβηση της πρώτης εναγομένης καταρτίστηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή ασφαλιστήρια συμβόλαια Εξάλλου από τον επικάλουμενο από την ενάγουσα όρο 12 της σύμβασης δεν θεσπίζεται υποχρέωση της ενάγουσας να εκδίδει αποδείξεις παράδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και οι εναγόμενοι δεν προσκομίζουν αποσπάσματα από τα τηρούμενα δικά τους επαγγελματικά βιβλία που κατά την σύμβαση έπρεπε να τηρούν. Εξάλλου, οι εναγόμενοι ουδέποτε δεν διαμαρτυρήθηκαν, τουλάχιστον εγγράφως, για το ύψος του οφειλόμενου από αυτόν ποσού. Το Δικαστήριο τούτο δε, όπως και το πρωτοβάθμιο, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, όπως ζητούσαν οι εναγόμενοι πρωτοδίκως, αίτημα που επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεσής  του, καθώς, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία επαρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα για το οποίο αιτoύνται την πραγματογνωμοσύνη οι εναγόμενοι, και ειδικότερα να διερευνηθούν οι επικαλούμενες καταβολές από αυτούς, εκτός του ότι τίθεται ασαφώς, αφού δεν αναφέρουν ποιες συγκριμένα εγγραφές αμφισβητούν  δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης. Τέλος οι εναγόμενοι  – εκκαλούντες παραπονούνται ότι, η εκκαλουμένη απέρριψε την προβληθείσα από αυτούς, ένσταση συμψηφισμού συνιστάμενη στον ισχυρισμό ότι διατηρούν απαίτηση εναντίον της ενάγουσας καθώς είχαν προβεί σε εξώδικη συμφωνία με τον Παύλο Ψωμιάδη για συμψηφισμό μέχρι του ποσού των 100,000 ευρώ καθώς και για το ποσό των 26.520,00 ευρώ που αντιστοιχούν σε μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα. Τούτο διότι η ως άνω ένσταση ως προς το πρώτο σκέλος της τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη και ως προς το δεύτερο τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη διότι οι απαιτήσεις που διεκδικούν τα όργανα της εκκαθάρισης είναι ακατάσχετες και ως τέτοιες δεν επιδέχονται συμψηφισμό Α.Π 769/2004. Για οποιαδήποτε απαίτηση έχουν κατά της ενάγουσας πρέπει να αναγγελθούν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατά το ν.δ 400/1970. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων που διαλαμβάνεται στους σχετικούς λόγους της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως νομικά αβάσιμοι. (ΑΠ 916/2021, Α.Π 462/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 81/1989 Δ 1990326). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει γενομένης τυπικά δεκτής της ένδικης έφεσης να απορριφθεί αυτή στην ουσία της. Περαιτέρω, πρέπει το ανωτέρω καταβληθέν υπό τους εκκαλούντες παράβολο άσκησης της ένδικης έφεσης, λόγω της ήττας τους να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3Γ εδάφιο προτελευταίο ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων την από 04.09.2018 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. ………./2018 και αρ. κατ. Εφ. ………./2018) έφεση κατά της με αριθμό 855/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει την ένδικη έφεση στην ουσία της.

Διατάσσει την εισαγωγή του αναφερομένου στο σκεπτικό κατατεθέντος από τους εκκαλούντες ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης της ένδικης έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 31 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ