Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 418/2023

Αριθμός     418/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………», πρώην με την επωνυμία «……………» (…………….) και διακριτικό τίτλο «…………..» (………….), η οποία εδρεύει στο …… Αττικής (οδός … αριθμ. .. και ….) (ΑΦΜ …, ΓΕΜΗ …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (……….), που εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………..», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003. Μεταγενέστερα η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται κατέστη καθολική διάδοχος της παραπάνω πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………….» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Γεωργία Παπαευθυμίου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Ηλία Γρατσία (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) ανακοπή και τους από  9.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020) πρόσθετους λόγους ανακοπής, επί των οποίων (ανακοπής και προσθέτων αυτής λόγων) εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2885/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η καθ΄ ης η ανακοπή-καθ΄ ης οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής και ήδη εκκαλούσα με την από 19.8.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2021- ……./2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 19-8-2021 (αριθμ. κατάθ. …../2021) έφεση της καθής η ανακοπή – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 2885/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ), ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα που φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην εκκαλούσα ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται το αντίθετο και δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ διετής προθεσμία από της δημοσιεύσεώς της (7-9-2020), άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 517, 518 παρ.  2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 ΚΠολΔ.  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 Α ΚΠολΔ απαιτούμενο παράβολο με αριθμό …………./2021.  Επομένως, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου καταβαλλόμενο σε δόσεις, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές.  Με την καταγγελία επομένως η σύμβαση του δανείου  ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στον δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τόκους υπερημερίας από της καταγγελίας.  Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων.  Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις αλλά ολόκληρο το τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 1185/2019, ΑΠ 637/1997 ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, η καταγγελία, επιδιδόμενη με εξώδικη δήλωση, περιέχει δήλωση βουλήσεως (διαπλαστικού χαρακτήρα μονομερή δικαιοπραξία έχουσα ορισμένο λήπτη), όταν προβλέπεται δικαίωμα καταγγελίας εκ του νόμου ή από τη σύμβαση, πρέπει δε αυτή να απευθύνεται προς τον αντισυμβαλλόμενο, έχει δε ως σκοπό τη λύση μιας διαρκούς ενοχικής σχέσεως για κάποιο νόμιμο λόγο.  Περαιτέρω, η καταγγελία ενεργεί ex nunc (για το μέλλον) και όσα υφίσταται και λειτουργεί μια σύμβαση, παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι να καταγγελθεί.  Επομένως το εν λόγω δικαίωμα προς καταγγελία είναι διαπλαστικό αφού χορηγείται η εξουσία, με μονομερή δήλωση, η οποία αποκτά νομική ενέργεια μόλις περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο (ΑΚ 167), να προκαλέσει την άρση (λύση) της συμβάσεως για το μέλλον, δηλαδή την κατάργησή της, δημιουργεί δε εφεξής μια νέα έννομη κατάσταση.  Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, είναι αφενός, η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και, αφετέρου, η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο.  Εάν η απαίτηση ή το ποσόν της δεν αποδεικνύεται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο  628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής  προϋποθέσεως εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά το άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ.  Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΜονΕφΘεσ 1317/2020, ΕφΘεσ 110/2008 ΝΟΜΟΣ).

Η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένα πρόσωπα, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.  Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρει ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη.  Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις.  Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση.  Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεώς του (ΑΠ 139/2016 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω δε σκέψεις συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία.  Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. Φ. Δωρή σε Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικό Κώδικα τόμο I υπό το άρθρο 226, αριθμ, 8, σελ. 396, ΑΠ 139/2016, ό.π., ΕφΑθ 2768/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 14-11-2019 (αριθμ. κατάθ. ………../2019) ανακοπή του και τους από 9-3-2020 (αριθμ. κατάθ.  ……/2020) πρόσθετους λόγους του ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, απευθυνόμενα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ζήτησε, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 29-10-2019 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθής το ποσό των 63.413,85 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων ως οφειλή του απορρέουσα από σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, καθώς και να καταδικαστεί η καθής στην δικαστική του δαπάνη.

Επί της ανακοπής αυτής και των προσθέτων αυτής λόγων εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλούμενη με αριθμό 2885/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο ανακοπής, έκανε δεκτή την ανακοπή – πρόσθετους αυτής λόγους του άρθρου 632 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ, ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (……/2019) και την από 29-10-2019 επιταγή προς πληρωμή και καταδίκασε την καθής να πληρώσει την δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, την οποία όρισε στο ποσό των 2.500 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – καθής η ανακοπή με την κρινόμενη έφεση, για τους λόγους που διαλαμβάνονται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η από 14-11-2019 ανακοπή και οι από 9-3-2020 πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στα δικαστικά τους έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η επιδοθείσα σε αυτόν καταγγελία της επίδικης σύμβασης πίστωσης εκ μέρους της καθής είναι άκυρη, αφενός διότι οι υπογράφοντες αυτήν,…….. και ………….., δεν προκύπτει ότι λειτούργησαν ως εκπρόσωποι της καθής, είτε ως υποκατάστατο όργανο της διοίκησής της, είτε ως απλοί πληρεξούσιοι εντολοδόχοι της, αφετέρου διότι δεν προκύπτει η παροχή σε αυτούς εξουσιοδότησης  – πληρεξουσιότητας από τα αρμόδια καταστατικά όργανα βάσει της οποίας δύναται να προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων.  Ο λόγος αυτός, με τον οποίο ο ανακόπτων δεν βάλλει κατά της τυπικής εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής, αλλά κατά της ουσιαστικής της εγκυρότητας, αμφισβητώντας την ύπαρξη του εκκαθαρισμένου της οφειλής του, καθώς ισχυρίζεται ότι δεν έχει λυθεί έγκυρα η δανειακή σύμβαση, με συνέπεια να μην είναι ληξιπρόθεσμη η οφειλή του, είναι νόμω βάσιμος, στηρίζεται στις διατάξεις που προαναφέρονται στις νομικές σκέψεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, .. ….., που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμελεία του ανακόπτοντος και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα :  Μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………” και του ανακόπτοντος καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. ………/10-11-2005 σύμβαση πίστωσης, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε σε αυτόν (ανακόπτοντα) έντοκη πίστωση μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.  Στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης πίστωσης (δανειακής) τηρήθηκε από την άνω πιστώτρια Τράπεζα ο υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμός. Ακολούθως, στις 17-1-2017 μεταξύ της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο “………….” και του ανακόπτοντος καταρτίστηκε ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης της οφειλής με το οποίο ο τελευταίος (ανακόπτων) αναγνώρισε και αποδέχτηκε ότι η ανεξόφλητη οφειλή του (κεφάλαιο και τόκοι) ανέρχεται σε 59.717,07 ευρώ, η εξόφληση της οποίας συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί κατά τους όρους του ως άνω συμφωνητικού ρύθμισης.  Στα πλαίσια τήρησης της ως άνω από 17-1-2017 συμφωνίας,  α) για το Α΄ τμήμα της συνολικής οφειλής, ποσού 17.915,07 ευρώ (4.1 όρος) ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. ……… λογαριασμός, και  β) για το Β΄ Τμήμα της συνολικής οφειλής, ποσού 41.802 ευρώ (4.2 όρος) ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμός.  Η άνω συνολική οφειλή του Β΄ Τμήματος (41.802 πλέον τόκων από 2-01 έως 09-01 ποσού 3.127,78) ποσού 44.929,78 ευρώ μεταφέρθηκε από τον παραπάνω λογαριασμό σε οριστική καθυστέρηση στις 9-1-2019 στον υπ’ αριθμ. ……………… λογαριασμό.  Ακολούθως, λόγω υπερημερίας του οφειλέτη – ανακόπτοντος στην εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου και των τόκων καταγγέλθηκε η υπ’ αριθμ. ………./10-11-2015 σύμβαση πίστωσης καθώς και το από 17-1-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης, με την από 9-1-2019 εξώδικη πρόσκληση– καταγγελία της Τράπεζας “………..”, την οποία υπογράφουν, οι …….. και …….. ……, η οποία κοινοποιήθηκε  στον ανακόπτοντα την 22-3-2019 με την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή περιφέρειας Εφετείου Αθηνών …….. και με την οποία (πρόσκληση– καταγγελία) κλήθηκε αυτός (ανακόπτων) στην εξόφληση του συνολικά οφειλόμενου ποσού των 63.413,85 ευρώ.  Στη συνέχεια, δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 18-6-2019 στα  δημόσια βιβλία του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αριθμ. πρωτ. …/18-6-2019 στον τόμο …., με αυξ. αριθμ. …., μεταβιβάστηκαν απαιτήσεις από καταναλωτικά και άλλα δάνεια της Τράπεζας “……….” στην εδρεύουσα στο ….. Ιρλανδίας εταιρεία “………..”, η οποία ανέθεσε την διαχείριση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………….”, δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκαν νόμιμα την 18-6-2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αριθμ. πρωτ. …/18-6-2019 στον τόμο …., με αυξ. αριθμ. …..  Η αμέσως ανωτέρω εταιρεία διαχειρίσεως, λόγω μη εξόφλησης του ως άνω συνολικά οφειλόμενου ποσού (63.413,85 ευρώ), με την από 20-9-2019 αίτησή της προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζήτησε και εξεδόθη σε βάρος του ανακόπτοντος η υπ’ αριθμ. …../2019 διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος (ανακόπτων) να καταβάλλει στην καθής το ποσό των 63.413,85 ευρώ μετά των νομίμων τόκων.  Κατά της διαταγής αυτής πληρωμής και της κάτωθι αυτής από 29-10-2019 επιταγής προς πληρωμή ασκήθηκε η ένδικη ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.  Ο ανακόπτων από την 22-3-2019, οπότε επιδόθηκε σε αυτόν η ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση, μέχρι την 1-11-2019, οπότε του επιδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η από 29-10-2019 επιταγή προς πληρωμή, δεν εναντιώθηκε προς την καθής, για το κύρος της καταγγελίας λόγω της αμφισβήτησης του ως προς την ύπαρξη της πληρεξουσιότητας των …….. και ………, που υπέγραψαν την εξώδικη πρόσκληση, αλλά αντιθέτως προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό για πρώτη φορά με την κρινόμενη από 19-11-2019 ανακοπή του.  Η υπαίτια αυτή βραδύτητα που επέδειξε ο ανακόπτων στο να  αποκρούσει για το λόγο αυτό την επιδοθείσα σε αυτόν εξώδικη δήλωση, έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη νομική σκέψη ότι αυτή  (καταγγελία) δεν είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη (ανεξάρτητα δηλαδή από το αν υφίσταται πράγματι η σχετική πληρεξουσιότητα ή όχι) αλλά ότι πρέπει να ερευνηθεί αν υπάρχει το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο ή αν έχει εγκρίνει η καθής τις εν λόγω ενέργειες των υπαλλήλων της. Ωστόσο η καθής, που φέρει και  το σχετικό βάρος απόδειξης του κύρους της καταγγελίας, δεν προσκομίζει έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία των ανωτέρω υπαλλήλων της συμβαλλόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας “……………”,  ήτοι εάν έδρασαν ως υποκατάστατοι του Διοικητικού Συμβουλίου ή ως εντολοδόχοι τρίτοι δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης αυτής (Τράπεζας ………….”, επήλθε μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της (Τράπεζας), λαμβανομένων υπόψη ότι τέτοια έγκριση δεν συνιστά  η εντολή που δόθηκε για την επίδοση της ως άνω καταγγελίας, καθώς όπως προκύπτει η εντολή αυτή δόθηκε από τους ίδιους ως άνω υπαλλήλους της, των οποίων και αμφισβητείται η αντιπροσωπευτική εξουσία, αφετέρου δε, δεν προβλέπεται νόμιμο είτε συμβατικό, βάσει των διατάξεων των άρθρων του Ν.  4354/2015 (άρθρο 2 παρ. 2) δικαίωμα άσκησης του διαπλαστικού δικαιώματος της καταγγελίας της διαρκούς συμβατικής σχέσεως της πίστωσης, έτσι ώστε να δύναται να παρασταθεί ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθής στο Δικαστήριο προκειμένου να εγκρίνει, με δήλωσή του καταχωριζομένη στα πρακτικά της εκκαλουμένης, την καταγγελία της καταρτισθείσης το 2005 σύμβασης πιστώσεως με συμβαλλόμενα μέρη τον ανακόπτοντα και την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία “…………….”.  Σημειώνεται ότι η καθής  – εκκαλούσα πρώτη φορά με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης ισχυρίζεται ότι, κατά την 22-3-2019 οι δύο ως άνω υπογράφοντες την από 9-1-2019 καταγγελία της σύμβασης πίστωσης είχαν πληρεξουσιότητα βάσει, των επικαλουμένων και προσκομιζομένων για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τούτο, υπ’ αριθμ.   α) …../10-7-2018 και  β) …./29-1-2019 πληρεξουσίων εγγράφων της συμβολαιογράφου Αθηνών ………  Όμως, από την επισκόπηση των ως άνω πληρεξουσίων, δεν προκύπτει πληρεξουσιότητα της αντισυμβαλλομένης του ανακόπτοντος ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας “………” προς τους ως άνω υπαλλήλους της (……. και ………..) να προβαίνουν σε καταγγελία ή έγκριση της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης πίστωσης, αφού πρόκειται για γενικό πληρεξούσιο μεταξύ άλλων και προς τους τελευταίους.  Πέραν όμως τον ανωτέρω αναφερομένου, ο εν λόγω πραγματικός ισχυρισμός, περί ύπαρξης έγκυρης πληρεξουσιότητας προς τους ως άνω υπαλλήλους να προβούν σε καταγγελία ή έγκριση αυτής (καταγγελίας) σχετικά με την επίδικη σύμβαση πίστωσης που στηρίζεται στα προαναφερθέντα συμβολαιογραφικά έγγραφα, στηρίζει αυτοτελή έννομη συνέπεια που οδηγεί σε απόρριψη  του λόγου της ανακοπής και όχι σε άρνηση της ιστορικής βάσης αυτού (λόγου ανακοπής), και, του οποίου (πραγματικού ισχυρισμού) τα περιστατικά είχαν ήδη δημιουργηθεί και υπήρχε αντικειμενικά η δυνατότητα ασκήσεως αυτού μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και ως εκ τούτου είναι προεχόντως απαράδεκτος, ως μη επιστηριζόμενος στις εξαιρέσεις των διατάξεων των άρθρων 527, 529 ΚΠολΔ.  Συνακόλουθα, με την από 9-1-2019 εξώδικη δήλωση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας “…………” δεν υπήρξε έγκυρη καταγγελία της ένδικης σύμβασης πίστωσης.  Επομένως, αφού δεν υπάρχει έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως, δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή (καταγγελία), ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός 7.01 συμβατικός όρος που παρείχε στη ανωτέρω αναφερόμενη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον ανακόπτοντα ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων και δεν κατέστη το σύνολο της ανεξόφλητης πίστωσης ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έναντι του οφειλέτη – δανειολήπτη.  Ως εκ τούτου, αφού η καταγγελία της σύμβασης πίστωσης είναι άκυρη, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν υφίσταντο οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή της και κατ’ επέκταση η αξίωση της καθής η ανακοπή για την καταβολή εκ μέρους του ανακόπτοντος ολόκληρου του ανεξόφλητου κεφαλαίου και των  τόκων της επίδικης πίστωσης δεν ήταν νόμιμη.  Συνεπώς, εφόσον ο εξεταζόμενος λόγος της ανακοπής κρίνεται βάσιμος, οδηγεί στην εν όλω ακύρωση της διαταγής πληρωμής και συνακόλουθα της από 29-10-2019 επιταγής προς πληρωμής, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, λόγω της ανυπαρξίας ληξιπρόθεσμης απαίτησης της τράπεζας σε βάρος του ανακόπτοντος, παρέλκουσας της έρευνας των λοιπών λόγων ανακοπής και των πρόσθετων αυτής λόγων, πλην του ανωτέρω που εξετάστηκε από το Δικαστήριο, καθώς όταν υπάρχουν περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, τότε το δικαστήριο αν κάνει δεκτό ένα λόγο και ικανοποιώντας το αίτημα της ανακοπής ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, δεν πρέπει να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, καθώς μετά την ακύρωση της διαταγής θεωρείται ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στην ίδια κρίση και δέχθηκε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, ως ουσία βάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις που προσήχθησαν ενώπιον του, γι’ αυτό και οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν.  Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 19-8-2021 (αριθμ. κατάθ. ………/2021) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2885/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του e-παραβόλου …………… ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    31 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ