Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 626/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    626/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 579 § 1, 580 § 3 και 581 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται,  μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Σε περίπτωση που η απόφαση αναιρεθεί για λόγο άλλο εκτός από υπέρβαση δικαιοδοσίας και αναρμοδιότητα, ο Άρειος Πάγος παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν εξαφανίστηκε εν όλω η αναιρεθείσα απόφαση, το δικαστήριο της παραπομπής εξετάζει και πάλι τις διαδικαστικές προϋποθέσεις. Το εφετείο της παραπομπής ερευνά, έτσι, πρώτα το παραδεκτό της εφέσεως, και αν ακόμη η απόφαση δεν είχε προσβληθεί ως προς τούτο. Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι δεσμευτική για το επιλαμβανόμενο μετά την παραπομπή δικαστήριο ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσε με την παραδοχή ή απόρριψη των λόγων αναιρέσεως. Ως νομικό ζήτημα θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση (ΑΠ 1997 Δ. 1997.857).

Με την κρινόμενη αγωγή του,  την οποία άσκησε ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, εναντίον της εναγομένης πρώην συζύγου του, ήδη εκκαλούσας,, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφού εξέθετε ότι η περιουσία της τελευταίας, με την οποία είχε τελέσει κατά το έτος 1996 νόμιμο γάμο, που λύθηκε αμετάκλητα στις 27-7-2007, αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου  με τη συμβολή του και συγκεκριμένα με δωρεά του προς αυτήν, πλην άλλων, αφενός της ψιλής κυριότητας του περιγραφόμενου σε αυτήν ακινήτου (αγροτεμαχίου), δυνάμει του υπ’ αρ. …… νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και αφετέρου των λεπτομερώς αναφερόμενων κοσμημάτων, συνολικής αξίας, κατά το χρόνο της δωρεάς, 5.869,41 ευρώ και, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 11.151,88 ευρώ, ζήτησε, μετά το νόμιμο μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, 1) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει αυτούσια την ψιλή κυριότητα του προαναφερόμενου ακινήτου και να καταδικαστεί αυτή σε δήλωση βουλήσεως περί μεταβιβάσεως  της ψιλής κυριότητας του ακινήτου στον ίδιο, άλλως να υποχρεωθεί να του καταβάλει την αξία της ανερχόμενη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής σε 55.000 ευρώ,  και 2) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό της αξίας των ανωτέρω κινητών πραγμάτων. Επί της αγωγής αυτής το ανωτέρω  δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αρ. 2817/2010 απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή νόμω βάσιμη ως προς τα ανωτέρω αιτήματά της,  τη δέχτηκε εν μέρει στην ουσία της και υποχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει αυτούσια στον ενάγοντα την ψιλή κυριότητα του επίδικου ακινήτου, καταδικάζοντάς την σε δήλωση βουλήσεως περί μεταβιβάσεως της ψιλής κυριότητας στον ενάγοντα, επιπλέον δε αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.080 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής  η εναγομένη άσκησε την  από 21-6-2010 και με αρ. κατάθ. ……. έφεσή της, παραπονούμενη   για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία (έφεση) απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με την υπ’ αρ. 494/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας την αγωγή ως νόμιμη. Στη συνέχεια, η εναγομένη άσκησε  κατά της εφετειακής απόφασης αίτηση αναίρεσης, το δε δικαστήριο του Αρείου Πάγου  με την υπ’ αρ. 114/2016 απόφασή του αναίρεσε εν όλω την προσβληθείσα απόφαση, δεχόμενο ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, και παρέπεμψε την υπόθεση να δικαστεί στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Ήδη με τις  από 24-6-2016 (ειδ. αρ. κατάθ. …..) και από 12-7-2016 (ειδ. αρ. κατάθ. …….) κλήσεις της εκκαλούσας και του εφεσίβλητου  αντίστοιχα νόμιμα εισάγεται προς νέα συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής η ανωτέρω από 21-6-2010 και με αριθ. καταθ.  ……έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης. Επομένως, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 § 2 ΚΠολΔ, η υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής συζητείται μέσα στα όρια, που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 579 § 1 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν την απόφαση που αναιρέθηκε, πρέπει να ερευνηθεί, καταρχήν, το παραδεκτό της κρινόμενης έφεσης κατά της υπ’ αριθμ.  2817/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 25-6-2010, ήτοι εντός τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 7-5-2010,  καθόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρα 495, 498, 499, 511, 512, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 580 § 2, 581 ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ενόψει του χρόνου κατάθεσής της. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522, 533 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 54 § 1 αυτού (Ν. 1329/1983), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 Ν. 1649/1986, έχει εφαρμογή και επί γάμων που τελέστηκαν, καθώς και περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 1329/1983, «αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά. Από την αδιάστικτη διατύπωση της τελευταίας διάταξης συνάγεται ότι δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ό,τι αυτός απέκτησε από δωρεά του άλλου και δεν αποδίδεται η αύξηση αυτή, ως αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Ότι η έννοια της διατάξεως είναι αυτή, προκύπτει και από το γεγονός ότι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου από δωρεά τρίτου δεν οφείλεται σε συμβολή του άλλου συζύγου και ως εκ τούτου, εξαρχής, δεν περιλαμβάνεται στο πραγματικό του άρθρου 1400 § 1 ΑΚ (ΑΠ 114/2016, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 932/2009). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ με σαφήνεια προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση κατά τα όρια που διαγράφονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της διαφοράς και εξετάζει την ορθή εφαρμογή του νόμου. Έτσι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, που έχει και το πρωτοβάθμιο, και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή, και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο, αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου και την αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 § 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτόδικα κατ’ ουσία κατά ένα μέρος ή ολικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή. Στην περίπτωση αυτή απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΕΠειρ 467/2014, ΕΔωδ 178/2009 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, υπό τα εκτιθέμενα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά,  η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη (κατά τα γενόμενα δεκτά με την υπ’ αρ. 114/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την υπ’ αρ. 494/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση), η περιουσιακή αύξηση του συζύγου, που οφείλεται σε δωρεές  από τον άλλο σύζυγο, δεν αποδίδεται ως αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Συνεπώς, η αγωγή κατά τα ανωτέρω αιτήματά της είναι απορριπτέα, και αυτεπάγγελτα ερευνώμενη από το παρόν Δικαστήριο, ως μη νόμιμη. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή κατά τα άνω αιτήματα της ως νόμω βάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή  κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει η ένδικη αγωγή (κατά το μέρος που μεταβιβάστηκε στο παρόν δικαστήριο) να κρατηθεί και να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό και να απορριφθεί. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει λόγω της νίκης της να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος- εφεσίβλητου, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

            ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αρ.2817/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή).

ΚΡΑΤΕΙ την αγωγή (κατά το μεταβιβαζόμενο με την έφεση μέρος).

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΛΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια εξακόσια (1.600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στις 4-10-2018, στον Πειραιά, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 17-10-2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ