Αριθμός 530/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Μιχαήλ Δαβάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2302/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 2.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021- ………../2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 5η.5.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως τα δύο πρώτα από αυτά τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23-7-2015) και ισχύουν από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου του ιδίου άνω νόμου, τα οποία εφαρμόζονται και στην κρινόμενη έφεση ως εκ του χρόνου άσκησης αυτής μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ, επί ερημοδικίας του εφεσίβλητου, ως προς την έφεση, όπου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (Α.Π. 548/2019, Εφ.Πατρ. 9/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, αναφορικά με την υπό κρίση από 2/6/2021 (με Γ.Α.Κ. 3886/2021 και ΕΑΚ 319/2021) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και (αυξ,. αριθ. Καταθ. …………/2021) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος ………….., δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή του στο ακροατήριο, ούτε κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια του εκκαλούντος για να παραστεί στη συζήτηση της άνω έφεσης κατά την δικάσιμο της 5.5.2022, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη δικάσιμο εκείνη (5.5.2022) ο εφεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του, …………, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε με αίτημα του εκκαλούντος για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Συνεπώς ο εφεσίβλητος θεωρείται ότι κλητεύθηκε νομίμως, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης για όλους τους διαδίκους, υπό την προϋπόθεση της νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης τους για την αρχική δικάσιμο, κατ΄ άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠΟΛΔ, χωρίς την υποχρέωση της εκ νέου κλήτευσης των διαδίκων για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την υπ’ αριθ. …………/7.6.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………). Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει, κατά τα ανωτέρω, σα να ήταν και αυτός παρών, χωρίς δηλαδή η ως άνω έγκυρη ερημοδικία του εφεσίβλητου ως προς την έφεση να σημαίνει ομολογία του βάσιμου των προβαλλόμενων λόγων της έφεσης (Εφ.Ναυπλ. 131/2020, Εφ.Πειρ. 417/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης, προσκομίστηκαν τα πρακτικά και οι προτάσεις του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. δ’ Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, η άνω έφεση του ηττηθέντος στην πρωτόδικη δίκη ανακόπτοντα κατά της με αριθ. 2302/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ. Κ.Πολ.Δ.) και απέρριψε την από 21.10.2019 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ………/2019 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. του εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της άνω έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου …………… παράβολο (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ, ερήμην του εφεσίβλητου, ως προς τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, η διαδικασία προχωρεί σα να ήταν και αυτός παρών.
Με την από 21.10.2019 και με Γ.Α.Κ. …. και ΕΑΚ ……../30.10.2019 ανακοπή που άσκησε εναντίον του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ανακόπτων ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό …../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή το ποσό των 41.341,19 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων και η από 10.10.2019 επιταγή προς πληρωμής που είχε τεθεί κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό ……/201919 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 και 933 Κ.Πολ.Δ, για τους αναλυτικά εκτιθέμενους σ’ αυτή λόγους. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 23.01.2020 αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 2303/2020 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την ανακοπή, κατά την εφαρμοζόμενη, αυτεπαγγέλτως, ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από πιστωτικούς τίτλους [άρθρα 591 παρ. 1 στοιχ. α΄, 2, 622 Β, 632 παρ. 2, όπως ίσχυε] έκρινε την ανακοπή τυπικά δεκτή, διότι δέχθηκε ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και την απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη καθ΄ ο μέρος στρέφονταν κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και καταδίκασε τον ανακόπτοντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης και περαιτέρω δέχθηκε την ως άνω ανακοπή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν καθ΄ ό μέρος στρέφονταν κατά της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή και ακύρωσε την από 10.10.2019 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …./2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως ο ανακόπτων και νυν εκκαλών της 2/6/2021 (με Γ.Α.Κ. ……/2021 και ΕΑΚ …../2021) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και (αυξ,. αριθ. Καταθ. ………./2021) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσής κατά το μέρος που είναι ηττηθείς διάδικος, παραπονείται με την ως άνω έφεσή του για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής με την αιτιολογία ότι και αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός περί ταυτότητας του προσώπου του εκδότη και του αποδέκτη των επίδικων συναλλαγματικών δεν συνιστά απόδειξη του ισχυρισμού του ανακόπτοντος περί έκδοσης των επίδικων συναλλαγματικών υπό καθεστώς απειλής, ούτε καθιστά άκυρες τις συναλλαγματικές εξ΄ αυτού του λόγου, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να κρίνει ότι επειδή ταυτίζεται το πρόσωπο του εκδότη και του αποδέκτη συναλλαγματικής που είναι ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών δεν υφίσταται νόμιμη αίτια έκδοσης των συναλλαγματικών άλλως ενισχύεται ο ισχυρισμός του περί τοκογλυφίας και συμπλήρωσης των επιταγών υπό καθεστώς απειλής. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι οι επίδικες συναλλαγματικές είναι άκυρες, διότι ελλείπει το όνομα του εκδότη, στοιχείο απαραίτητο για την εγκυρότητα της συναλλαγματικής κατά νόμο και εσφαλμένα έγινε δεκτό από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι φέρουν την υπογραφή του καθ΄ ου η ανακοπή ως εκδότη αυτών και συνεπώς είναι έγκυρες. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες συναλλαγματικές βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν ενσωματώνουν πραγματικές οφειλές αλλά τοκογλυφικούς τόκους κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε στο δικόγραφο της ανακοπής και ότι έχει υποβάλει την από 07.05.2019 μήνυση στο Αστυνομικό τμήμα Πειραιά Ότι οι επίδικες συναλλαγματικές βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπεγράφησαν από τον ανακόπτοντα υπό το καθεστώς απειλής σε βάρος της ζωής του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής. Ότι στις επίδικες συναλλαγματικές τόσο στη θέση του εκδότη όσο και στη θέση του αποδέκτη έχει τεθεί η δική του υπογραφή, γεγονός που ευχερώς μπορεί να διαπιστωθεί αφού οι υπογραφές είναι πανομοιότυπες και δεν φέρουν την υπογραφή του καθ΄ ου η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτου, όπως αυτός ισχυρίστηκε στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω του ότι ο καθ΄ ου η ανακοπή τον εξανάγκασε να υπογράψει τις επίδικες συναλλαγματικές. Όπως όμως προκύπτει από την επίδικη ανακοπή, δεν προβάλλεται λόγος σχετικός με την έλλειψη στις συν/κές των απαιτούμενων σύμφωνα με το άρθρο του 1 Ν. 5325/1932 στοιχείων και ειδικότερα λόγω μη αναγραφής στο σώμα εκάστης συναλλαγματικής του ονόματος του εκδότη και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης ως λόγος έφεσης. Σε κάθε περίπτωση η αναγραφή του ονόματος του εκδότη παραπλέυρως της υπογραφής του επί του σώματος της συναλλαγματικής δεν περιλαμβάνεται στα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την εγκυρότητα του αξιογράφου της συναλλαγματικής . Ειδικότερα, από το συνδυασμό των άρθ. 1 και 2 § 1 ν. 5325/1932 “Περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν”, προκύπτει ότι απόρροια της αρχής της αυστηρός τυπικότητας της συναλλαγματικής είναι η απόλυτη ακυρότητα της συναλλαγματικής, σε περίπτωση ελλείψεως των αναγραφομένων στο άρθ. 1 του νόμου τυπικών στοιχείων, πλην εκείνων που κατά το άρθ. 2 του ίδιου νόμου μπορεί να αναπληρωθούν. Η ακυρότητα αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από στοιχεία κείμενα εκτός του τίτλου, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και μπορεί να προταθεί από οιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον (Δελούκας Αξιόγραφα, έκδοση δεύτερη σελ. 111, Μάρκου Δίκαιο συναλλαγματικής, β` έκδοση σελ. 73-74). Μεταξύ των κατά το άρθ. 1 του ανωτέρω νόμου αναγκαίων τυπικών στοιχείων της συναλλαγματικής, είναι το όνομα εκείνου, που οφείλει να πληρώσει (πληρωτής) και η υπογραφή του εκδίδοντος την συναλλαγματική (εκδότης), σύμφωνα με τους υπό στοιχεία 3 και 8 αριθμούς της πιο πάνω διατάξεως. Η κατά το άρθ. 1 αρ. 8 του ν. 5325/1932 υπογραφή του εκδότη, ως αναγκαίο τυπικό στοιχείο για την εγκυρότητα της συναλλαγματικής, πρέπει να είναι ιδιόχειρη (άρθ. 160 § 1 ΑΚ) και να τίθεται κάτω από το υπό στενή έννοια κείμενο του τίτλου, ούτως ώστε να καλύπτει ολόκληρο το περιεχόμενο της συναλλαγματικής. Και ναι μεν συνήθως η υπογραφή του εκδότη τίθεται στο εμπρόσθιο κάτω δεξιό μέρος της συναλλαγματικής, κάτω από την προεκτυπωμένη ένδειξη “ο εκδότης”, πλην όμως δεν αποκλείεται η υπογραφή του εκδότη να τεθεί στη μέση ή στο αριστερό κάτω μέρος του τίτλου, αρκεί να καλύπτει το κείμενο αυτού και να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ως προς την ιδιότητα του υπογραφέως, ως εκδότη της συναλλαγματικής, από αυτό τούτο το περιεχόμενο του τίτλου. Τέτοια αμφιβολία δεν καταλείπεται, εάν κάτω από την υπογραφή του εκδότη αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του τελευταίου και η ιδιότητα αυτού ως εκδότη (Δελούκας σελ. 107-108, Μάρκου 67-69 , Εφ.ΑΘ. ΕφΑθ 3876/2007, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ]. Κατά τα λοιπά σκέλη του ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι νόμιμος κατ΄ άρθρο 150 Α.Κ και ν.5325/1932 και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 22.7.2019 αίτησης του καθ΄ου η ανακοπή και νυν εφεσιβλήτου εκδόθηκε η με αριθμό ……./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας ο ανακόπτων και νυν εκκαλών υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή ως κεφάλαιο το ποσό των 40.000,00 ευρώ για οκτώ συναλλαγματικές οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους και ειδικότερα τις από 18.10.2018 συναλλαγματικές εις διαταγή του καθ΄ου η ανακοπή με ημερομηνία λήξεως την 21.12.2018, 21.1.2019, 21.2.2019, 21.3.2019, 21.4.2019,21.5.2019, 21.6.2019 και 21.7.2019 ποσού 5.000,00 ευρώ η κάθε μία, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της προθεσμίας για την καταβολή κάθε συναλλαγματικής και το ποσό των 400 ευρώ ως δικαστικά έξοδα για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα περί του ότι οι επίδικες συναλλαγματικές υπογράφηκαν από τον ίδιο στην θέση του πληρωτή υπό καθεστώς απειλής για την ζωή του. Τούτο διότι μόνη η έκδοση και των οκτώ αξογράφων την ίδια ημέρα ήτοι την 18.10.2018 δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του ανακόπτοντα περί του ότι εκδόθηκαν υπό το κράτος της απειλής, εφόσον δεν προσκομίζεται άλλο αποδεικτικό στοιχείο περί τούτου, πέραν της μήνυσης που υπέβαλε ο ανακόπτων κατά του καθ’ ου η ανακοπή, για δε την πορεία της με αριθμό πρωτ. …….. δικογραφίας που έχει διαβιβαστεί με βάσει την ανωτέρω μήνυση από το έτος 2019 στην Εισαγγελία, όπως ισχυρίζεται ο ανακόπτων δεν προσκομίζεται κανένα στοιχείο. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ανακόπτοντα πρωτίστως περί ακυρότητας των επίδικων συναλλαγματικών, λόγω της ταύτισης του προσώπου του δανειστή και του οφειλέτη, ως εκδότη και πληρωτή των επίδικων συναλλαγματικών, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων έχει υπογράψει τις επίδικες συναλλαγματικές και ως εκδότης αφού πρωτίστως οι υπογραφές του εκδότη και του πληρωτή επί των συναλλαγματικών δεν είναι πανομοιότυπες, ούτε προσκομίστηκαν λοιπά συγκριτικά στοιχεία ήτοι άλλα έγγραφα επί των οποίων να έχει τεθεί η υπογραφή του ανακόπτοντα ή και μαρτυρική κατάθεση περί τούτου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του ανακόπτοντα–εκκαλούντα που διαλαμβάνονται στον σχετικό λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, απορρίπτοντας ως αόριστο τον πρώτο λόγο της ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε δυνάμει των προαναφερόμενων συναλλαγματικών που ενσωμάτωναν εξ ολοκλήρου παράνομους τοκογλυφικούς τόκους τους οποίους ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να συνομολογήσει. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το Μάρτιο του 2017 δανείστηκε το ποσό των 1.000,00 ευρώ από τον καθ΄ου η ανακοπή το οποίο συμφώνησε να εξοφλήσει εντός εξαμήνου με μηνιαία καταβολή τόκου ύψους 500 ευρώ. Ότι έλαβε παράταση πληρωμής μέχρι την 18.9.2017 για τη καταβολή της δόσης του Αυγούστου 2017 αποδεχόμενος την καταβολή τοκογλυφικών τόκων ποσού 1.000 ευρώ. Ότι το μήνα Νοέμβριο ο ανακόπτων κατέβαλε στον καθ΄ου ποσό των 2.400,00 ευρώ αντί του συνολικά οφειλόμενου των 3.000,00 ευρώ, απομένοντας οφειλόμενο ποσό 600 ευρώ. Ότι το από μήνα Νοέμβριο 2017 μέχρι το Νοέμβριο του 2018 ο ανακόπτων επιβάρυνε την εναπομείνουσα οφειλή με μηναίο τόκο 3.700,00 ευρώ ανά μήνα αιτούμενος την καταβολή του ποσού των 45.00,00 ευρώ. Ότι ο καθ΄ου αποδέχθηκε το χρέος υπογράφοντας τις συναλλαγματικές οι οποίες ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να κρίνει ότι οι επίδικες συναλλαγματική εκδόθηκαν παρά το νόμο και είναι άκυρες διότι ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους που είναι παράνομοι και δεν οφείλονται. Με το περιεχόμενο αυτό ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται ποιο είναι το ποσό των τόκων που επιβλήθηκαν πέρα τον νόμιμου τόκου υπερημερίας σε κάθε αξιόγραφο και γενικότερα ποιο είναι το ακριβές ποσό της οφειλής που ο ανακόπτων αμφισβητεί ως προϊόν τοκογλυφίας, το οποίο δεν οφείλεται και ποιο είναι το ποσό το οποίο ο ανακόπτων κατά την κρίση του οφείλει ως κεφάλαιο και νόμιμους τόκους υπερημερίας. (ΕΦ.ΑΘ. 4498/2021, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του ανακόπτοντος – εκκαλούντος που διαλαμβάνονται στον σχετικό λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολο της. Επίσης, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο απολειπόμενος εφεσίβλητος, ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που ο ανακόπτων – εκκαλών κατέθεσε κατά την άσκησή της, λόγω της ήττας του. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται ελλείψει περί τούτου αιτήματος (άρθρα 176, 183, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου την από 2/6/2021 (με Γ.Α.Κ. …../2021 και ΕΑΚ …./2021) ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και (αυξ,. αριθ. Καταθ. ………./2021) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή κατά της με αριθμ. 2302/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.
Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τον απολιπόμενο εφεσίβλητο στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που ο εκκαλών κατέθεσε κατά την άσκησή της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ