Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 543/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

 Αριθμός    543/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Χαράλαμπος Ξενίδης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κουκουράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.3.2018 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./7.3.2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3052/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 31.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../1.9.2021 έφεσή της και ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 4.3.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/12.8.2021 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Οι ένδικες, από 4.3.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./12.8.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/15.4.2022 [Α΄ έφεση]) του πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου και από 31.8.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/1.9.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/15.4.2022 [Β΄ έφεση]), της πρωτοδίκως εν μέρει νικήτριας ενάγουσας, εφέσεις πλήττουν την με αριθμό 3052/2.9.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ επί της από  7.3.2018 αγωγής (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/7.3.2018) της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις της ενάγουσας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και από την προσβολή της προσωπικότητάς της συνεπεία εις βάρος της αδικοπραξίας του εναγόμενου εργοδότη της και με την οποία (εκκαλουμένη) έγινε δεκτή η αγωγή εν μέρει κατά το σχετικό με την αδικοπρακτική απαίτηση της ενάγουσας κεφάλαιό της. Οι εφέσεις αυτές αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχουν ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου εκάστης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, με την εξαίρεση της Α΄ έφεσης, η οποία συνοδεύτηκε, ως εκ περισσού βέβαια και επειδή, προδήλως, θεωρήθηκε ότι αφορά σε άλλης φύσεως διαφορά, από το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, του οποίου η αξία καταβλήθηκε την 1η.9.2021, όπως προκύπτει από την επισυναφθείσα στο εφετήριο έγγραφη απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ» και εμπροθέσμως, εντός δηλαδή της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 2.9.2019, δεδομένου ότι ουδείς διάδικος επικαλείται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοσή της. Συνεπώς, οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει, αφού κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, συνεκδικαστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων, να γίνουν τυπικά δεκτές, ώστε να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή της η ενάγουσα αναφέρθηκε, πρώτον, στη σύναψη το έτος 2013 συναισθηματικού δεσμού της με τον εναγόμενο, ο οποίος δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον τομέα της εκμετάλλευσης οχημάτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΧΙ) και της διαφήμισης τρίτων επί τέτοιων οχημάτων, διατηρώντας προς τούτο ατομική επιχείρηση στον Πειραιά, δεύτερον, στην πρόσληψή της στην επιχείρηση αυτή το μήνα Μάιο του επομένου έτους (2014), προκειμένου να ασκεί καθήκοντα γραμματειακής υποστήριξης επί οκτάωρο ημερησίως σε εξαήμερη εβδομαδιαίως βάση, αντί του προβλεπόμενου στην εκάστοτε ισχύουσα κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας των υπαλλήλων γραφείου μηνιαίου μισθού και, τρίτον, στην αποχώρησή της από την εργασία της, στην οποία εξαναγκάστηκε στις 11.9.2017, από τη συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος χειροδίκησε σε βάρος της και της προκάλεσε τις αναφερόμενες σωματικές βλάβες, όταν εκείνη απαίτησε την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της και την ασφάλισή της στον οικείο ασφαλιστικό φορές. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά από παραδεκτή μερική τροπή του αρχικώς συνολικά καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό ζήτησε η ενάγουσα α] να υποχρεωθεί ο αντίδικός της να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ευρώ (40.890 €) για δεδουλευμένες αποδοχές της περιόδου από 2.6.2014 έως 11.9.2017, για αποδοχές και επιδόματα αδείας και εορτών και για αποζημίωση απολύσεως, επικαλούμενη προς τούτο, κυρίως, την εργασιακή της σύμβαση και, επικουρικώς, τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ και β] να της επιδικαστεί αναγνωριστικώς το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), στο οποίο, με απλή αναφορά στην οικονομική ευρωστία του και στο βαθμό της βλάβης της, αποτίμησε την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική και προσβλητική της προσωπικότητάς της συμπεριφορά του εναγομένου, όλα δε τα ανωτέρω κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και προχώρησε στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, με βάση τα οποία διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, επειδή κατά την παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, που γινόταν αυτοβούλως, απουσίαζε το στοιχείο της εξαρτήσεώς της από τον φερόμενο ως εργοδότη της εναγόμενο και για το λόγο αυτό και ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαιά της την απέρριψε κατ’ ουσία κατ’ αμφότερες τις βάσεις της, ενώ κατά το αδικοπρακτικό της κεφάλαιο τη δέχθηκε ως βάσιμη, για να επιδικάσει με την εκκαλούμενη απόφασή του στην ενάγουσα εντόκως το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες και, με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει συνολικά δεκτή ή να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή.

ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 932 ΑΚ και 216 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει στο δικόγραφό της να εκτίθεται με ακρίβεια, αφενός, η τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης, με μνεία του είδους της προσβολής, της παράνομης πράξης που την προκάλεσε, του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην τελευταία και στο ζημιογόνο αποτέλεσμα και της υπαιτιότητα του εναγομένου και, αφετέρου, η πρόκληση της ηθικής βλάβης στο πρόσωπο του ενάγοντος, καθώς και να διατυπώνεται από αυτόν συγκεκριμένο αίτημα με την αναφορά ορισμένου χρηματικού ποσού, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά την οποία το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης, επιδικάζεται κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου δεν άγει σε απαλλαγή του ενάγοντος από τη συγκεκριμένη δικονομική του υποχρέωση. Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο τα προσδιοριστικά εκείνα στοιχεία, βάσει των οποίων θα καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, όπως, προκειμένου περί ηθικής βλάβης, μεταξύ άλλων, ο βαθμός του πταίσματος του υπαιτίου ή η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, καθόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις (ΑΠ 511/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 265/2015, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/2009, ΧρΙΔ 2010/453, ΑΠ 1445/2003, Δνη 2005/822).

Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της Α΄ έφεσης προσάπτεται στην εκκαλουμένη η αιτίαση της (σιωπηρής και) εσφαλμένης απόρριψης του αμυντικού ισχυρισμού του εναγομένου που προβλήθηκε πρωτοδίκως με τις προτάσεις του, ο οποίος είχε επικαλεστεί το απαράδεκτο της αγωγής λόγω της αοριστίας που παρήγαγε η έλλειψη στο δικόγραφό της, αφενός, εξειδίκευσης της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, της αιτιώδους συνάφειάς της με τη βλάβη της ενάγουσας και  της ζημίας της τελευταίας και, αφετέρου, αναφοράς της περιουσιακής κατάστασης των μερών, ως προσδιοριστικών στοιχείων του εύλογου χαρακτήρα της αξιούμενης χρηματικής ικανοποίησης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος στο σύνολο του νομικά μεν κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδει μομφή για έλλειψη καθορισμού των ως άνω προσδιοριστικών στοιχείων του ύψους της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης, αφού κατά τα προαναφερθέντα η επίκλησή τους δεν ήταν αναγκαία, με αποτέλεσμα η απουσία τους να μη συνεπάγεται αοριστία της αγωγής (ανεξαρτήτως του ότι η ενάγουσα επικαλέστηκε, έστω επιγραμματικά την οικονομική ευρωστία του αντιδίκου της) και κατ’ ουσίαν κατά τις λοιπές αιτιάσεις του, αφού στο αγωγικό δικόγραφο έγινε σαφής και εξειδικευμένη αναφορά των σωματικών βλαβών που η ενάγουσα φέρεται να υπέστη συνεπεία του ξυλοδαρμού της από τον εναγόμενο στις 11.9.2017.

IV. Κατά το άρθρο 218 ΚΠολΔ είναι δυνατή η ένωση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής περισσότερων απαιτήσεων του ιδίου ενάγοντος κατά του αυτού εναγομένου, που πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, εφόσον, μεταξύ άλλων, υπάγονται, αφενός, στο σύνολό τους λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται και, αφετέρου, στο ίδιο είδος διαδικασίας, ενώ αν οι όροι αυτοί δεν συντρέχουν διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός τους και, σε περίπτωση υλικής ή τοπικής αναρμοδιότητας, εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 614 § 3 του ιδίου Κώδικα στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών υπάγεται κάθε διαφορά από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ή από απλή σχέση εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα της διαφοράς, ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας. Στην ίδια ειδική διαδικασία υπάγονται και οι αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη συνεπεία αδικοπραξίας συνδεόμενης με την εργασιακή σχέση, ανεξάρτητα αν πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις κοινές αδικοπρακτικές διατάξεις (ΟλΑΠ 433/1968, ΑΠ 182/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1530/2004, Δνη 2005/788, ΜονΕφΠατρ. 161/2021, ΜονΕφΠατρ. 306/2018, ΜονΕφΘεσ. 1137/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 6944/2006, ΔΕΕ 2007/480, ΕφΚρ. 473/2007, Δνη 2008/1474, ΕφΘεσ. 3555/1996, Δνη 1998/615, Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Α/Ι, 1999, § 121, σελ. 210 επομ.).

Επομένως, η επανακρινόμενη αγωγή στο δικόγραφο της οποίας σωρεύθηκε και αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που η ενάγουσα φέρεται να υπέστη από τις σωματικές βλάβες που ο εναγόμενος της προκάλεσε όταν, υπό τα εκτιθέμενα, του ζήτησε την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της και την ασφάλισή της, δηλαδή από αδικοπραξία αυτού συνδεόμενη με την επικληθείσα εργασιακή σχέση τους, ορθά εκδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και δεν παραπέμφθηκε ούτε στην τακτική διαδικασία ούτε στο καθ’ ύλην αρμόδιο (λόγω της αξίας του αντικειμένου του εν λόγω κονδυλίου) Ειρηνοδικείο Πειραιώς, όπως με τον δεύτερο λόγο της Α΄ έφεσης υποστηρίζει ο εκκαλών – εναγόμενος, ο οποίος θεωρεί αβασίμως ότι αιτία της συγκεκριμένης απαίτησης της αντιδίκου του δεν ήταν η σχέση εξαρτημένης εργασίας αλλά η σχέση συμβίωσης των διαδίκων που διατηρούσαν συναισθηματικό δεσμό και επρόκειτο να νυμφευθούν.

V. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 § 1 ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, ο οποίος κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες, αντιστοίχως, «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτό να καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό» και «Δια του όρου “μισθωτός” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσιν εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγούμενη εις τον μισθωτόν … ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης …», συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν ο μεν εργοδότης στην παροχή της συμφωνημένης εργασίας, ο δε εργαζόμενος στη λήψη του συμφωνημένου μισθού και εφόσον ο δεύτερος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον πρώτο (ΑΠ 725/2022, Ε7 2022/1422, ΑΠ 163/2021, Ε7 2021/567), η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες και εντολές ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές (ΑΠ 171/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 542/2008, ΕΕΔ 2009/116), χωρίς περαιτέρω ευθύνη του εργαζόμενου προς επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος (ΑΠ 10/2008, ΕΕΔ 2008/464). Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΑΠ 522/2022, ΑΠ 44/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 465/2013, Ε7 2014/126 = ΕΕμπΔ 2013/831 = ΕπισκΕΔ 2013/374). Εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την εργασία που παρέχεται δυνάμει σύμβασης άλλης μορφής δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες τέτοιες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία που του παρέχει η εργατική νομοθεσία (ΟλΑΠ 3/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, Δνη 2005/721 = ΕΔΚΑ 2005/610, ΑΠ 1205/2020, ΑΠ 573/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο πλαίσιο αυτό η παροχή των υπηρεσιών του ενός συμβαλλομένου σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, καθώς και η συμμόρφωση προς από κοινού συμφωνούμενους όρους, δεν αποτελούν, χωρίς άλλο, κριτήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας, αν δικαιολογούνται από τη φύση και τις συνθήκες παροχής της (ΑΠ 608/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 704/2002, ΕΕΔ 2003/1297). Πάντως, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και μεταξύ συζύγων, συντρόφων σε ελεύθερη ένωση, συγγενών ή φίλων, εφόσον, όμως, διαπιστώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της συμβάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων, οπωσδήποτε, η νομική και προσωπική εξάρτηση του μισθωτού από τον εργοδότη (ΑΠ 2123/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 180/2000, Δνη 2000/1005 = ΔΕΝ 2001/1099 = ΕΕΔ 2001/411). Από δε την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως είναι δυνατόν να αποκλειστεί η ύπαρξη εξαρτήσεως και να κριθεί ότι η εργασία παρέχεται από ελευθεριότητα, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις παροχής εθελοντικών υπηρεσιών χωρίς αντάλλαγμα χάριν φιλίας ή γνωριμίας (ΑΠ 693/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή με την προσδοκία (ως απώτερο κίνητρο) μιας (άτυπης) αντιπαροχής, όπως σύναψης μνηστείας ή γάμου και μελλοντικής οικονομικής εξασφάλισης (ΑΠ 13/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 418/1995, Δνη 1997/91 = ΔΕΝ 1995/850 = ΕΕΝ 1996/348 = ΕΕΔ 1995/1113, ΑΠ 1356/1992, Δνη 1995/349 = ΔΕΝ 1992/1296 = ΕΕΔ 2993/776). Αν δεν διαπιστώνεται το στοιχείο της εξαρτήσεως, κατά την παραπάνω έννοια, τότε θα πρόκειται είτε για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 32/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε για άλλη σύμβαση, όπως η εταιρική (άρθρα 741 επομ. ΑΚ), δυνάμει της οποίας οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν στην επίτευξη ενός κοινού σκοπού μέσω κοινών εισφορών, που μπορεί να συνίστανται στην παροχή προσωπικής εργασίας, με δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά κέρδη (ΑΠ 156/1998, Δνη 1998/1303 = ΕΕΔ 1999/276 = ΝοΒ 1999/596, ΤριμΕφΛαρ. 163/2013, Δικογραφία 2013/522) και όχι στην εκατέρωθεν ανταλλαγή παροχών (εργασία αντί μισθού, βλ. σχετ. ΜονΕφΘεσ. 1759/2018, Αρμ. 2018/1670, ΕφΛαρ. 679/2003, Δικογραφία 2004/143, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 1999, σελ. 76, Αλ. Πούλλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 648, αρ. 19 – 20, σελ. 424). Παρέπεται ότι όταν διαπιστώνεται κοινός σκοπός των συμβαλλομένων, καθένας από τους οποίους αποβλέπει σ’ αυτόν και όχι στην παροχή του έτερου, δεν υφίσταται καταρχήν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.

VI. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, για μεν την απόδειξη, της ……., ιδιωτικής υπαλλήλου, κατοίκου …… Αττικής, που διατηρεί φιλική σχέση με την ενάγουσα, για δε την ανταπόδειξη του ………, αυτοκινητιστή, κατοίκου …… Αττικής, που διατηρεί φιλική και εργασιακή σχέση με τον εναγόμενο, οι οποίες ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και των υπ’ αριθμ. ../4.6.2018, ../4.6.2018 και …/4.6.2018 τριών [3] ενόρκων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων των ………., πρώην συναδέλφου της ενάγουσας, κατοίκου … Αττικής, ……….., εξαδέλφης του εναγομένου, κατοίκου . ….. Αττικής και ………, μητέρας του εναγομένου, κατοίκου ….. Σαλαμίνας, που ελήφθησαν με την επιμέλεια της ενάγουσας η πρώτη και του εναγόμενου της οι λοιπές κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου εκάστου επισπεύσαντος τη λήψη τους (βλ. τις υπ’ αριθμ. …./29.5.2018 και ……./29.5.2018 επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. και στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., αντίστοιχα), οι οποίες άπασες (καταθέσεις και βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2013 η ενάγουσα, η οποία εργαζόταν τότε ως γραμματέας στην επιχείρηση του …….. στο …… Αττικής με την επωνυμία «…», ήλθε σε γνωριμία με τον εναγόμενο, συνεργάτη του εργοδότη της, που διατηρούσε ατομική επιχείρηση με το διακριτικό τίτλο «…..» επί της ……….. στον Πειραιά με αντικείμενο τη διαφήμιση επί οχημάτων ΤΑΧΙ και την εκμετάλλευση ΤΑΧΙ, με τον οποίο στη συνέχεια σύναψε συναισθηματικό δεσμό, στο πλαίσιο του οποίου αμφότεροι οι διάδικοι έλαβαν κοινή την απόφαση να συμβιώσουν σε ελεύθερη ένωση, αποφασίζοντας ομοίως από κοινού τη συστέγασή τους αρχικά, το μήνα Μάιο του έτους 2014, στην ιδιόκτητη κατοικία του εναγομένου στη Νήσο Σαλαμίνα, στην περιοχή …, επί της οδού ……. και, εν συνέχεια, από τον μήνα Σεπτέμβριο του επομένου έτους [2015], στο διαμέρισμα, όπου στεγαζόταν και η επιχείρησή του, στον Πειραιά, στην ως άνω διεύθυνση. Ήδη από την έναρξη της συμβίωσής τους η ενάγουσα αποχώρησε από την εργασία της στην επιχείρηση με την επωνυμία «……..», όπου είχε προσληφθεί προ διμήνου (το μήνα Μάρτιο του έτους 2014), μετά τον θάνατο του προηγούμενου εργοδότη της ………, προκειμένου να απασχοληθεί στην επιχείρηση του συντρόφου της, όπως και έπραξε, με τη σύμφωνη γνώμη και του εναγομένου. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα παρευρισκόταν καθημερινά στην επιχείρηση του τελευταίου, δηλαδή στον εργασιακό χώρο, που μετά την μετακόμιση των διαδίκων στον Πειραιά αποτελούσε και τον τόπο της μόνιμης κατοικίας της και υποστήριζε γραμματειακά την επιχείρηση αυτή, τις ώρες (10:00 – 18:00, όπως δεν αμφισβητείται), που κατά την κρίση της και κατά την κρίση του συντρόφου της απαιτείτο. Η εργασία της συνίστατο στην διαχείριση των τεσσάρων (4) οχημάτων (ΤΑΧΙ), που ανήκαν ή περιήλθαν, όπως συνομολογείται, στην ιδιοκτησία του συντρόφου της και περιελάμβανε την ευθύνη του διαφημιστικού αντικειμένου της επιχείρησης, με την οποία ήταν εξοικειωμένη λόγω της προϋπηρεσίας της, την επικοινωνία με τους πελάτες, τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με αυτούς, τη δημιουργία διαφημιστικών προτύπων (μακέτες) και την εκπροσώπηση της επιχείρησης σε διάφορες εκθέσεις. Κατά τις δραστηριότητες αυτές η ενάγουσα είχε πλήρη ελευθερία ανάπτυξης πρωτοβουλίας, χωρίς να καθοδηγείται, ως προς τον τρόπο άσκησής τους από τον εναγόμενο, δεδομένου ότι, όπως και η ίδια με την ένδικη έφεσή της παραδέχεται, εκείνος δεν είχε γνώση του διαφημιστικού αντικειμένου, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ασκήσει αντίστοιχο διευθυντικό δικαίωμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο καθορισμός του τρόπου παροχής της εργασίας της ενάγουσας δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο εντολής που έλαβε από τον εναγόμενο, πολύ δε περισσότερο δεσμευτικής. Αποδεικνύεται ακόμα ότι ούτε ο τόπος παροχής των υπηρεσιών της καθορίστηκε μονομερώς από το σύντροφό της στο πλαίσιο εργασιακής εξάρτησής της από αυτόν αλλά ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής της και της επιλογής της να συμβιώσει με αυτόν στην κατοικία του στον Πειραιά, που συνέπιπτε και με την έδρα της ατομικής του επιχείρησης. Το δε ωράριο της εργασίας της αποδεικνύεται ότι ουδέποτε της επιβλήθηκε από τον εναγόμενο, ο οποίος ούτε εποπτεία ασκούσε για να διαπιστώνει κάθε φορά την τήρησή του, δεδομένου ότι, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μάρτυρας αποδείξεως, «δεν υπήρχε ωράριο» και, όπως βεβαίωσε ο . ……, ο εναγόμενος «…σπάνια εμφανιζόταν στο χώρο εργασίας και τα άφηνε όλα στην κα …, λόγω της εξειδίκευσης που είχε στο αντικείμενο εργασίας και λόγω της εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους, από την ερωτική σχέση τους…». Από αυτά συνάγεται ανενδοίαστα ότι η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της στην επιχείρηση του συντρόφου της, ο οποίος καρπούτο το οικονομικό αποτέλεσμα της δραστηριότητάς της, χωρίς να τελεί υπό καθεστώς νομικής και προσωπικής εξαρτήσεως από αυτόν. Αντιθέτως, την παροχή των υπηρεσιών αυτών υπαγόρευε η επιθυμία της να συνεισφέρει αυτοβούλως στην ευόδωση των σκοπών της επιχείρησης του συντρόφου της, που θα είχε ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση της (οικονομικής) ευημερίας αυτού αλλά και της ίδιας, αφού από το σύνολο των αποδείξεων επιβεβαιώνεται ότι οι διάδικοι αποσκοπούσαν στη σύναψη έγγαμης σχέσης. Παρέπεται ότι η ενάγουσα δεν παρείχε υπηρεσίες στον εναγόμενο ως υπάλληλός του αλλά ως συμβία του αποκλειστικά με τη βούλησή της και χωρίς να αποβλέπει τουλάχιστον από την αρχή σε αντάλλαγμα (μισθό) για την παροχή της εργασίας της. Τούτο επιβεβαιώνεται από την κατάθεση της ως άνω μάρτυρα αποδείξεως, που αποδίδει όσα γνωρίζει από συζητήσεις της με την ενάγουσα, η οποία μαρτυρεί ότι ο εναγόμενος «…το 2014 της πρότεινε να κάνουν μαζί μια εταιρία, εφόσον είναι γνώστης του αντικειμένου διαφημιστική…», ότι η ενάγουσα αποχώρησε από την προηγούμενη εργοδότριά της εταιρία της επειδή «… θα φτιάχνανε δική τους…» και ότι ενήργησε όπως ενήργησε επειδή ο εναγόμενος «…της πρότεινε ένα καλύτερο μέλλον…». Παρόμοια ισχυρισμό προέβαλε η ενάγουσα, δια της τότε πληρεξούσιας δικηγόρου της και ενώπιον του ……., Κοινωνικού Επιθεωρητή του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Πειραιώς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, στις 7.3.2018 κατά την απόπειρα επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων, όπου υποστήριξε ότι στην επιχείρηση του εναγομένου «…δε βοηθούσε απλά αλλά τη συνέστησε και την οργάνωσε…». Βέβαια, διαφημιστική επιχείρηση ο εναγόμενος διατηρούσε ήδη ατομικά από το έτος 2013 και σε κάθε περίπτωση σε σύσταση εταιρίας με τη σύντροφό του δεν προχώρησε ποτέ. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα ήδη από το μήνα Μάιο του έτους 2015 του ζήτησε να συμφωνήσει να της καταβάλει μισθό και να την ασφαλίσει στο ΙΚΑ, όμως, ο εναγόμενος όχι μόνον αρνήθηκε αλλά αντέδρασε βίαια και χειροδίκησε εναντίον της, καταφέροντάς της ραπίσματα στο πρόσωπο. Παρά ταύτα, η ενάγουσα, μολονότι δεν διέθετε άλλο εισόδημα και της οποίας τα προσωπικά έξοδα, όπως και τα κοινά των διαδίκων, κάλυπτε ο εναγόμενος, ο οποίος της παρείχε στέγαση και δαπανούσε εξ ιδίων όσα ήταν αναγκαία για τη διαβίωσή της, τη σίτιση, την ένδυση, τη μετακίνηση και την ψυχαγωγία της, συνέχισε και μετά το περιστατικό της πρώτης βιαιοπραγίας του συντρόφου της να διαμένει στην οικία του και να παρέχει οικειοθελώς τις υπηρεσίες της στην επιχείρηση του, αν και πλέον τελούσε σε γνώση του ότι ο τελευταίος δεν συμφωνεί να την προσλάβει ως εργαζόμενη. Από όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως του οικειοθελούς, ενόψει της προσωπικής σχέσης των διαδίκων ή του συμβατικού, ενόψει της προοπτικής σύστασης εταιρίας μεταξύ τους, χαρακτήρα της εργασίας της ενάγουσας, η παροχή της εργασίας αυτής δεν έλαβε χώρα δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, αφού δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε εξάρτησή της από τον εναγόμενο κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και τις διατάξεις αυτές εφάρμοσε και ο πρώτος, όπως εκτιμάται, λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε και ότι η εξακολούθηση του κοινού βίου των διαδίκων, παρά την αναμφισβήτητη οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια που την διακατείχε, αποτέλεσε επιλογή της ενάγουσας στο πλαίσιο του συναισθηματικού δεσμού, ο οποίος δεν είχε ακόμη διαρραγεί. Τούτο επισυνέβη στις 11.9.2017, όταν η ενάγουσα ζήτησε εκ νέου από τον εναγόμενο την καταβολή χρημάτων ως αμοιβή της εργασίας της και την ασφάλισή της. Το αίτημά της όχι μόνο δεν έγινε δεκτό αλλά εξόργισε τον εναγόμενο, ο οποίος αντέδρασε ανεξέλεγκτα και βιαιοπράγησε κατ’ αυτής, την οποία κτύπησε βίαια με τα χέρια του στο πρόσωπο και το σώμα της. Εξαιτίας των χτυπημάτων αυτών η ενάγουσα υπέστη αυχεναλγία, μικροαιματουρία, άλγος αυχένα, μώλωπες στον δεξιό οφθαλμό, στη δεξιά γωνία του χείλους της, στην έσω επιφάνεια του δεξιού βραχίονα, στην οπίσθια επιφάνεια του αριστερού βραχίονα και στην αριστερή γλουτιαία χώρα, όπως και άλγος στο υπογάστριο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμό πρωτοκόλλου ……../21.9.2017 ιατρική βεβαίωση του ορθοπεδικού χειρουργού του Λαϊκού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών ……., από την με αριθμό πρωτοκόλλου ……../13.10.2017 ιατρική βεβαίωση του αναπληρωτή καθηγητή ουρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιατρού του Λαϊκού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών …….. και το με αριθμό πρωτοκόλλου ……./12.1.2018 πιστοποιητικό του Ιατρού της Β’ Χειρουργικής Κλινικής του Αρεταίειου Νοσοκομείου ………. Η με πρόθεση πρόκληση σωματικών βλαβών στην ενάγουσα με τον τρόπο που προαναφέρθηκε συνιστά αναμφίβολα παράνομη και υπαίτια, ως προσβάλλουσα απόλυτο δικαίωμά της, πράξη του εναγομένου εις βάρος της. Από δε την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά του η πρώτη υπέστη ηθική βλάβη, προς ικανοποίηση της οποίας ο δεύτερος πρέπει να της καταβάλει το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), το οποίο, μετά από αξιολόγηση όλων των περιστάσεων, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής και λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της επίμαχης αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, του σωματικού και ψυχικού άλγους που δοκίμασε η ενάγουσα, του βαθμού της υπαιτιότητας (δόλος) του εναγόμενου, της προϋφιστάμενης προσωπικής σχέσης των διαδίκων, της (οικονομικής) αιτίας που προκάλεσε τη χειροδικία του δράστη και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των αντιδίκων (η ενάγουσα παραμένει μισθοσυντήρητη και ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης τεσσάρων [4] οχημάτων ΤΑΧΙ, τα οποία εκμεταλλεύεται και αποκομίζει εισόδημα), κρίνεται εύλογο και συνάδει προς την απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος αλλά και των άρθρων 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ αρχή της αναλογικότητας, η οποία, χωρίς να εφαρμόζεται ευθέως στην προκειμένη περίπτωση, εξειδικεύεται πάντως με την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως από το δικαστήριο, που λαμβάνει χώρα με βάση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς υπαγωγή του αποδεικτικού πορίσματος σε νομική έννοια (ΟλΑΠ 9/2015, ΧρΙΔ 2015/575 = Ε7 2015/1575, ΟλΑΠ 1/2015, ΧρΙΔ 2015/578, ΟλΑΠ 6/2009, Αρμ. 2009/1162 = ΝοΒ 2009/568 = ΑρχΝ 2009/420, ΑΠ 263/2022, ΑΠ 34/2022, ΑΠ 309/2015, ΑΠ 2258/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς το δεκτό γενόμενο αίτημα της αγωγής δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ούτε και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου, που προβάλλονται με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της Α΄ έφεσής του, με τους οποίους αρνείται την τέλεση αδικοπραξίας και αμφισβητεί τον εύλογο χαρακτήρα του χρηματικού ποσού που επιδικάστηκε στην ενάγουσα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

VII. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 § 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο πλουτισμός αυτού που υποχρεούται σε απόδοσή του μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική επαύξηση της περιουσίας του είτε σε αποφυγή ελαττώσεώς της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της εξοικονόμησης δαπάνης από το λήπτη εξαιτίας της χρησιμοποίησης ξένης εργασίας χωρίς αμοιβή και, εφόσον, βέβαια, δε συντρέχει κατ’ εξαίρεση νόμιμη αιτία (λ.χ ελευθεριότητα του δότη, βλ. ΑΠ 351/1993, ΝοΒ 1994/998 = ΕΕΝ 1994/255). Παρέπεται ότι όταν στον λήπτη παρέχονται χωρίς αντάλλαγμα υπηρεσίες από πρόσωπο (δότη) με το οποίο ο πρώτος συνδέεται με προσωπική σχέση (έγγαμη ή απλώς συμβιωτική), η ωφέλειά του μπορεί να συνίσταται είτε στη δαπάνη που εξοικονόμησε από την παροχή της εργασίας του δότη, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση της ίδιας εργασίας ανέθετε σε τρίτο πρόσωπο με τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 72/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε στη θετική βελτίωση της περιουσίας του ενός από τους συζύγους ή από τα πρόσωπα του συζούν σε ελεύθερη ένωση από την παροχή της εργασίας του άλλου, δηλαδή από την  περιουσία του τελευταίου. Στην δεύτερη περίπτωση, ο πλουτισμός του λήπτη (της εργασίας) επήλθε είτε εξαιτίας της προοπτικής μελλοντικού γάμου είτε στο πλαίσιο της «κοινωνίας βίου», με αποτέλεσμα, επί διασπάσεως της ελεύθερης ένωσης και του συνδέσμου εμπιστοσύνης που αυτός είχε δημιουργήσει, να ανακύπτει είτε λήξη της αιτίας για την οποία οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητα της συμβίωσης) είτε ματαίωση της αιτίας (όταν οι παρασχεθείσες υπηρεσίες δόθηκαν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος, που δεν επακολούθησε, όπως η υπόσχεση οικονομικής εξασφάλισης για το μέλλον ή μελλοντικού γάμου), εφόσον, επιπλέον, εκτίθεται και διαπιστώνεται ότι η παροχή του δότη προς το λήπτη σύντροφό του έγινε σε ανταποδοτική βάση, αφού αν έγινε από ελευθεριότητα ή από χαριστική αιτία τόσον ο πλουτισμός του λήπτη όσον και η μείωση της περιουσίας του δότη (που δεν του καταβλήθηκε αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του) δεν είναι αδικαιολόγητοι, αφού υφίσταται νόμιμη αιτία τους (ΑΠ 2/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1751/2014, ΧρΙΔ 2015/270, βλ. και ΑΠ 1356/1992, Δνη 1995/349 = ΔΕΝ 1992/1296 = ΕΕΔ 1993/776). Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ότι η αξίωση από το άρθρο 904 ΑΚ είναι μία και ενιαία (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος IV, 1982, εισαγ, παρατηρήσεις στα άρθρα 904 – 913, αρ. 8, σελ. 570), η αναζήτηση από τον δότη με αγωγή είτε των δαπανών που ο λήπτης εξοικονόμησε, επειδή δεν κατέβαλε μισθό σε άλλον εργαζόμενο είτε της θετικής αύξησης της περιουσίας του, επειδή καρπώθηκε το προϊόν της εργασίας του συντρόφου του διαφοροποιεί το βιοτικό συμβάν που εισάγεται προς κρίση. Και τούτο ασκεί έννομη επιρροή στο αντικείμενο της δίκης, που οριοθετείται από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση ως ισοδύναμα στοιχεία (ΟλΑΠ 12/1989, Δνη 1989/1313), δηλαδή στη δικονομική αξίωση που υποβάλλεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής έννομης προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, η οποία δεν μπορεί να μεταβληθεί μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας ούτε στον πρώτο βαθμό (άρθρο 224 ΚΠολΔ) ούτε στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 526 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), με κύρωση το απαράδεκτο, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 526 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ), λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής του αιτήματος και της βάσης της αγωγής, ως τέτοιας νοούμενης της, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, μεταβολής (προσθήκης ή αντικατάστασης) ουσιώδους πραγματικού περιστατικού της αγωγής, το οποίο μόνο του ή από κοινού με άλλα στηρίζει το αγωγικό αίτημα (ΟλΑΠ 2/1994, Δνη 1994/352 = ΑρχΝ 1994/300 = ΕΕΝ 1994/379, ΑΠ 472/2022, ΑΠ 962/2012, ΕΠολΔ 2013/424 = ΧρηΔικ 2012/454,  ΑΠ 389/2010, ΕΠολΔ 2010/426 = ΕΕμπΔ 2010/918 = ΝοΒ 2011/337 = Αρμ. 2011/1171, Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 98 επομ., βλ. και Δ. Μπαμπινιώτη, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 242). Και ναι μεν δεν εμπίπτει στην παραπάνω απαγόρευση, λόγω της αυτεπάγγελτης εφαρμογής του δικαίου από το δικαστή, η διαφορετική από την εκτιθέμενη στην αγωγή νομική υπαγωγή  των συγκροτούντων την ιστορική της βάση περιστατικών, τούτο, όμως, ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν εκφράζει με το δικόγραφό της βούληση όπως θεμελιώσει την αγωγή του σε ορισμένη μόνο, ρητώς επικαλούμενη, νομική και ιστορική βάση, αφού η επιλογή αυτή, ως προσδιοριστική της με την αγωγή ασκουμένης αξιώσεως, δεν μπορεί να γίνει από το επιλαμβανόμενο δικαστήριο παρά τη βούληση του ενάγοντος, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΕφΠειρ. 345/2002, ΕΝαυτΔ 2002/6 = ΠειρΝομ 2002/199, ΕφΠειρ. 1015/2000, ΔΕΕ 2001/637, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 16, σελ. 302 επομ., Στ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, σε. 9).

Με τον, όπως εκτιμάται, δεύτερο και τελευταίο λόγο της ένδικης Β΄ έφεσής της η ενάγουσα αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη της επικουρικής βάσης του πρώτου αιτήματος της αγωγής της, με το οποίο και με την επίκληση των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων ζητούσε να της επιδικαστεί το χρηματικό ποσόν των σαράντα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ευρώ (40.890 €), που αντιστοιχούσε στις δεδουλευμένες αποδοχές της και στα λοιπά επιδόματα και αποζημιώσεις της εργατικής νομοθεσίας, κατά το οποίο ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος, επειδή εξοικονόμησε τη σχετική δαπάνη, την οποία «…θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τις ίδιες συνθήκες αμοιβής και εργασίας με τις δικές μου…» και την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδίκασε κατ’ ουσίαν με την παραδοχή ότι για τον πλουτισμό αυτόν του εναγομένου υπήρχε νόμιμη αιτία και συνίστατο στο ότι «…η παροχή των υπηρεσιών της δεν ήταν αδικαιολόγητη, καθ’ ότι προερχόμενη από την ελεύθερη προαίρεσή της ως συμβία του εναγομένου προκειμένου να προσφέρει στην κοινή τους οικιακή οικονομία…». Ήδη με την έφεσή της η εκκαλούσα επικαλείται τη διάψευση της υπόσχεσης γάμου που είχε λάβει από τον εναγόμενο και την θετική επαύξηση της περιουσίας του κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσής τους κατά, τουλάχιστον, ένα [1] όχημα ΤΑΧΙ, που αποκτήθηκε με τη δική της εργασία και υποστηρίζει ότι η λήξη ή η ματαίωση της αιτίας παροχής της εργασίας της ιδρύει την επικουρική αξίωσή της. Ο ισχυρισμός αυτός πάσχει πολλαπλώς. Καταρχάς δεν καθίσταται σαφές αν η εκκαλούσα εννοεί πλέον ως αποδοτέο πλουτισμό την αξία του υλικού αντικειμένου κατά την οποία προσαυξήθηκε η περιουσία του εναγομένου ή αν εμμένει στην αναζήτηση της δαπάνης που εκείνος εξοικονόμησε, επειδή δεν κατέβαλε τη μισθοδοσία άλλου εργαζομένου που θα απασχολούσε στην επιχείρησή του. Αν υιοθετηθεί η πρώτη εκδοχή ο ισχυρισμός της είναι, αφενός, αόριστος, αφού δεν προσδιορίζει την αξία του ΤΑΧΙ που αποκτήθηκε με τη δική της εργασία και, αφετέρου, απαράδεκτος, αφού μεταβάλει το αίτημα της αγωγής της ανεπίτρεπτα στο δεύτερο βαθμό, δεδομένου ότι η απόδοση περιουσιακής επαύξησης [εν είδει συμμετοχής σε αποκτήματα εντός γάμου] δεν ταυτίζεται ούτε λογικά ούτε νομικά με την απόδοση δαπάνης που εξοικονομήθηκε. Το ίδιο απαράδεκτο παράγεται ακόμα και αν γίνει δεκτή η δεύτερη εκδοχή, καθώς και αυτή τείνει σε μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, δεδομένου ότι σαφώς με το δικόγραφό της αναζητήθηκαν οι δαπάνες που εξοικονόμησε ο εναγόμενος λόγω της παροχής της εργασίας της ενάγουσας χωρίς αντάλλαγμα και όχι ο πλουτισμός του που επήλθε εξαιτίας του συνδέσμου εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε μεταξύ των διαδίκων λόγω της συναισθηματικής σχέσης τους. Και ναι μεν τα περιστατικά της ύπαρξης του κοινού βίου τους, όπως και της προοπτικής μελλοντικού γάμου τους είχαν εκτεθεί στην αγωγή, όμως, η ενάγουσα επικαλούμενη για τη θεμελίωση της επικουρικής βάσης της αγωγής της αποκλειστικά την αποτροπή μειώσεως της περιουσίας του συντρόφου της κατά το ποσό της μισθοδοσίας άλλου υπαλλήλου, που θα απασχολούταν στην επιχείρησή του αντ’ αυτής, προσδιόρισε σαφώς και κατά τρόπο δεσμευτικό, ενόψει της αρχής της διαθέσεως, για το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το αντικείμενο της έρευνάς του, το οποίο επιχειρεί να μεταβάλλει στην έκκλητη δίκη, απαραδέκτως κατά τα ανωτέρω. Τούτο δε ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι η προεκτεθείσα αιτιολογία της εκκαλουμένης επαρκώς επιστηρίζει το απορριπτικό διατακτικό της ακόμα και γίνει δεκτή η επικαλούμενη στο δεύτερο βαθμό νομική και πραγματική θεμελίωση του επικουρικού αιτήματος της αγωγής της, δεδομένου ότι η κατ’ ελεύθερη προαίρεση προσφορά υπηρεσιών χωρίς αμοιβή, συνιστά σε κάθε περίπτωση νόμιμη αιτία πλουτισμού του εναγομένου, αφού η πρόθεση ελευθεριότητας του δότη αποκλείει την ανταποδοτική βάση της παροχής του και, δεύτερον, του ότι, όπως από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει, ο εναγόμενος ούτε πριν την έναρξη της συμβίωσής του με την ενάγουσα απασχολούσε ούτε μετά από τη διάσπασή της απασχόλησε στην επιχείρησή του υπάλληλο με καθήκοντα γραμματειακής υποστήριξης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για εξοικονόμηση εκ μέρους του δαπάνης κατά τη διάρκεια της συμβιώσεώς του με την ενάγουσα.

VΙII. Μετά ταύτα και επειδή έτερος λόγος προς έρευνα δεν προβάλλεται, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι κρίση εφέσεις ως αβάσιμες και να συμψηφιστούν εν όλω τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, λόγω της ήττας καθενός ως προς την έφεσή του και της νίκης του ως προς την έφεση του αντιδίκου του (άρθρα 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι το κατατεθέν παράβολο δεν θα αποδοθεί, παρά το αχρεώστητο της πληρωμής της αξίας του, ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται τυπικά αυτές και τις απορρίπτει κατ’ ουσίαν.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ