ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 545/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….. μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….», η οποία προέκυψε κατόπιν απόσχισης κλάδου από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…..» και έδρα στο …….. Αττικής, με την οποία είχε συγχωνευθεί δι’ απορροφήσεώς της η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………» και ο οποίος (αποσχισθείς κλάδος) ακολούθως απορροφήθηκε από την εκκαλούσα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ευστάθιος Γραμμένος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αναστάσιο Κυριακίδη και Βασίλειο Καρναβά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε εναντίον της, οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, ως άνω ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» την από 31.7.2019 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./2.8.2019) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με τη με αριθμό 3665/2020 οριστική απόφασή του δέχθηκε αυτήν εν μέρει.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η οιονεί καθολική διάδοχος της αρχικώς εναγομένης και ήδη εκκαλούσα με την από 11.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../12.5.2021 έφεσή της και με τους από 18.5.2022 πρόσθετους λόγους έφεσης, το δικόγραφο των οποίων κατατέθηκε με αριθμό σχετικής εκθέσεως …. στις 18.5.2022, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε, μετά από διαδοχικές αναβολές, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ένδικη έφεση πλήττεται η με αριθμό 3665/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 31.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως αγωγή του εφεσίβλητου ………, που στράφηκε εναντίον της εδρεύουσας στον …. . Αττικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» και με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις από την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, που έληξε κατόπιν καταγγελίας της, η οποία προσβλήθηκε ως καταχρηστική και προσβλητική της προσωπικότητας του εργαζόμενου.
Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί, πρώτον, από νομιμοποιούμενο πρόσωπο και, συγκεκριμένα, την οιονεί καθολική δικαιοπάροχο της αρχικής εναγομένης, η οποία, κατά τους εκτιθέμενους στο εφετήριο και μη αμφισβητούμενους ισχυρισμούς, συγχωνεύθηκε, μαζί με την εδρεύουσα επίσης στον …….. ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», με την εδρεύουσα στο ……. Αττικής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……… Ανώνυμη Εταιρία», η οποία, αφού μετονομάστηκε σε «….», ακολούθως διασπάστηκε με απόσχιση ενός αυτοτελούς και ανεξάρτητου κλάδου της και, ειδικότερα, αυτού της εκμετάλλευσης των ψυχαγωγικών πάρκων «……..» και «……», ο οποίος απορροφήθηκε εν τέλει από την εκκαλούσα, δεύτερον, εμπρόθεσμα στις 12.5.2021 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./2021 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς), εντός δηλαδή της γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με την επίδοση της εκκαλουμένης στις 23.12.2020 στην οιονεί καθολική δικαιοπάροχο της εκκαλούσας «……» (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../2020 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), για να ανασταλεί αμέσως επειδή το μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας για την προστασία του πληθυσμού από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19, που προκάλεσε την πρόσφατη πανδημία, κατέλαβε και αυτήν, σύμφωνα με την γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022 και ουσιαστικά να αρχίσει να διαδράμει στις 17.4.2021, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 83 § 1 του Ν. 4790/2021 και 25 του Ν. 4792/2021, μετά την παρέλευση της (πρόσθετης) δεκαήμερης προθεσμίας από τη λήξη του μέτρου της αναστολής στις 6.4.2021, χωρίς, επομένως, να έχει συμπληρωθεί μέχρι την κατάθεσή της και, τρίτον, νομότυπα με υποβολή του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενη μάλιστα, ως εκ περισσού βέβαια, από το υπ’ αριθμ. ……. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, του οποίου η αξία καταβλήθηκε στις 11.5.2021, όπως προκύπτει από την επισυναφθείσα στο εφετήριο έγγραφη απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK AE» και του οποίου η προσκομιδή δεν ήταν απαραίτητη λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση έφεση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία. Παραδεκτοί κρίνονται και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που η εκκαλούσα άσκησε με το από 18.5.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.5.2022, οπότε και συντάχθηκε η σχετική με αριθμό …../2022 έκθεση, το οποίο ακολούθως κοινοποίησε στην αντίδικό της τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …../19.5.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, δεδομένου ότι με το δικόγραφό της προβάλλεται παραδεκτά τουλάχιστον ένας [1] ορισμένος και νόμιμος λόγος έφεσης. Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστούν δε με την έφεση προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξή της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκασή τους (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).
ΙΙ. Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων, ηλεκτρολόγος, αναφέρθηκε, πρώτον, στην απασχόλησή του από τις 25.11.2004 στην εναγόμενη, που διατηρούσε την εκμετάλλευση του πάρκου ψυχαγωγίας «…………», με την ειδικότητα του προϊσταμένου των συντηρητών μηχανημάτων και αντί μηνιαίου μισθού ύψους χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €), δεύτερον, στην επανειλημμένη εκ μέρους του από το έτος 2013 άσκηση δικαιώματος επισχέσεως της εργασίας του, εξαιτίας της διαρκούς υπερημερίας της εργοδότριάς του ως προς την καταβολή του μισθού του, της οποίας λάμβανε κάθε φορά γνώση η αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, τρίτον, στην καταγγελία της συμβάσεώς του στις 6.5.2019, που του γνωστοποιήθηκε μετά από νέα (τη δεύτερη εντός του έτους 2019) δήλωσή του περί επισχέσεως της εργασίας του για την ίδια αιτία και, τέταρτον, στην άρνηση της αντιδίκου του να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μετά την εκ μέρους της καταγγελία της συμβάσεώς του, για την οποία ο ενάγων υποστήριξε ότι είναι άκυρη ως καταχρηστική, κυρίως μεν, α] επειδή υπαγορεύθηκε από λόγους εκδικήσεώς του εξαιτίας της προηγούμενης επανειλημμένης νόμιμης διεκδίκησης των συμβατικών αξιώσεών του και β] λόγω του απολύτως αναιτιολόγητου της απολύσεώς του, η οποία έγινε χωρίς αναφορά οποιουδήποτε λόγου που θα μπορούσε βάσιμα να την δικαιολογήσει, κατά παράβαση του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το Ν. 4359/2016 και, επικουρικώς, για την περίπτωση επίκλησης εκ μέρους της αντιδίκου του οικονομοτεχνικών λόγων, που την επέβαλαν, τη συνδρομή των οποίων καθ’ υποφοράν αρνήθηκε, γ] επειδή η εναγόμενη δεν προσέφυγε σε άλλα, ηπιότερα, μέσα αντιμετωπίσεώς τους, πριν προσφύγει στο έσχατο μέσο της απολύσεώς του. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος προσθέτως ότι με τις ενέργειές της, υπό τις συνθήκες που εκδηλώθηκαν, η εναγόμενη προσέβαλε την επαγγελματική του αξία και υπόσταση και τον εξέθεσε στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περιβάλλον, ζήτησε ο ενάγων Α] να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας, Β] να υποχρεωθεί η εναγόμενη με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα άρνησής της να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, Γ] να υποχρεωθεί η ίδια να του καταβάλει ως υπερήμερη οφειλέτρια τις αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 6.5.2019 έως 31.12.2019, συνολικού ύψους δεκαπέντε χιλιάδων τριάντα ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (15.030,82 €), στους οποίους συμπεριέλαβε τους μηνιαίους μισθούς του και το επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019, νομιμοτόκως από τότε που κάθε ειδικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και Δ] να του επιδικαστεί εν μέρει αναγνωριστικώς και εν μέρει καταψηφιστικώς το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής του. Η εναγόμενη, πλην άλλων αυτοτελών ισχυρισμών που προέβαλε προς άμυνά της, αρνήθηκε αιτιολογημένα την αγωγή και υποστήριξε ότι ο ενάγων απολύθηκε επειδή ήταν ανεπαρκής στην εργασία του, εκτελούσε πλημμελώς τα συμβατικά του καθήκοντα και παραβίαζε συστηματικά τις εργασιακές του υποχρεώσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς και, αφού θεώρησε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και, πλην της δεύτερης κύριας θεμελίωσης της επικαλούμενης καταχρηστικότητας της επίμαχης καταγγελίας, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 648, 662 § 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/1920, 1, 5 Ν. 3198/1955, 1 §§ 1 – 3 Ν. 1082/1980 και 69 § 1, 946 ΚΠολΔ, αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα και, βάσει αυτών, διέγνωσε ότι η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως του ενάγοντος δεν οφειλόταν σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως άλλωστε ούτε η εναγόμενη είχε υποστηρίξει ούτε στην υπηρεσιακή ανεπάρκειά του αλλά υπήρξε, αφενός, απότοκος της προηγούμενης νόμιμης επιδίωξής του να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες δεδουλευμένες αποδοχές του και, αφετέρου, εκδήλωση εμπάθειας της εργοδότριας και της διάθεσής της να τον εκδικηθεί για την προηγηθείσα νόμιμη συμπεριφορά του. Με τις παραδοχές αυτές και την πρόσθετη περί του ότι ως προς την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος «…συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, λόγω της – ως πρόκριμα – καταχρηστικής καταγγελίας…», δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε την ακυρότητα της επίμαχης από 6.5.2019 καταγγελίας και, με διάταξή της που κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, υποχρέωσε την εναγόμενη, αφενός, να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος απειλώντας σε βάρος της χρηματική ποινή για την περίπτωση μη συμμορφώσεώς της και, αφετέρου, να καταβάλει στον αντίδικό της δεκατρείς χιλιάδες εννιακόσια σαράντα δύο ευρώ και ογδόντα δύο λεπτά (13.942,82 €) για αποδοχές υπερημερίας και χίλια ευρώ (1.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, εντόκως νομίμως κατά τις αναφερόμενες σ’ αυτήν διακρίσεις. Την απόφαση αυτή μέμφεται ήδη η εκκαλούσα για αναιτιολόγητες κρίσεις, για σφάλματα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και για πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής και τη συνολική απόρριψή της, ενώ παράλληλα υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 669 § 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1, 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής και αναιτιώδης δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν εξαρτάται, επομένως, από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα των μερών, εργοδότη και εργαζόμενου. Η άσκησή της, όμως, όπως κάθε δικαιώματος, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός, προς εξυπηρέτηση του οποίου το δικαίωμα αναγνωρίζεται από το νόμο, διότι στην περίπτωση της υπερβάσεως η καταγγελία καθίσταται καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ) και, επομένως, άκυρη, σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει διαπλαστική ενέργεια και να μην επιφέρει τη λύση της σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 78/2022, ΑΠ 359/2020, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 601/2013, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Καταχρηστικότητα καταφάσκεται όταν η καταγγελία από τον εργοδότη υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματός του, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που αυτή οφείλεται σε κακοβουλία του, δηλαδή κινείται από αισθήματα εμπάθειας, μίσους ή εκδικήσεως προς τον εργαζόμενο, εξαιτίας προηγούμενης νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του (ΑΠ 725/2020, ΑΠ 1584/2018, ΑΠ 1672/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 244/2017, Ε7 2017/714). Βέβαια, τα αισθήματα αποτελούν εκδήλωση συναισθηματικού κόσμου, τον οποίο διαθέτουν τα φυσικά μόνον πρόσωπα (άρθρο 62 ΑΚ). Τούτο σημαίνει ότι όταν εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, τα αίτια της καταγγελίας αναζητούνται στα κίνητρα των φυσικών προσώπων που ασκούν τη διοίκησή του και εκφράζουν τη βούλησή του (άρθρα 65 και 67 ΑΚ). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τη νομολογία, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας που έγινε από νομικό πρόσωπο για λόγους εμπάθειας προς τον εργαζόμενο, απαιτείται ο προσδιορισμός του φυσικού προσώπου – μέλους της διοικήσεώς του ή νομίμου εκπροσώπου του, το οποίο διακατείχαν τέτοια αισθήματα (ΑΠ 1474/2022, ΑΠ 505/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1070/2020, ΕΕΔ 2021/71, ΑΠ 179/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία που έγινε χωρίς να υπάρχει αιτία για τη λύση της σύμβασης εργασίας ούτε για την κατάφαση της ακυρότητάς της αρκεί η αναλήθεια των λόγων που επικαλέστηκε ο εργοδότης ή η ανυπαρξία εμφανούς δικαιολογητικής αιτίας (ΑΠ 1175/2022, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 769/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ακόμα και η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, καθόσον, η θέση, ως προϋποθέσεως του κύρους της καταγγελίας, της ύπαρξης βάσιμου λόγου γι’ αυτήν θα μετέτρεπε την καταγγελία από αναιτιώδη δικαιοπραξία σε αιτιώδη (ΑΠ 244/2022, ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 868/2018, ΑΠ 1000/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την αναγνώριση της ακυρότητάς της δεν ασκεί, επομένως, επιρροή η αιτία που προβάλει ο εργοδότης, αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή του εργαζόμενου αλλά πρέπει ο τελευταίος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του οφειλόταν σε συγκεκριμένους λόγους, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 521/2022, ΑΠ 711/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2918, ΝοΒ 2019/1047). Ομοίως, δεν είναι καταρχήν καταχρηστική η καταγγελία που έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή προς το σκοπό αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του απασχολούμενου προσωπικού (ΑΠ 1621/2006, ΝοΒ 2007/2424, ΑΠ 1324/2000, Δνη 2002/406 = ΧρΙΔ 2001/350), διότι η επιλογή του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στις οικονομικές δυσκολίες της επιχείρησής του δεν ελέγχεται δικαστικά (ΑΠ 485/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 606/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 31/2013, ΧρΙΔ 2013/448), ενόψει και του ότι η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας, με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται (ΑΠ 1387/2022, ΔΕΕ 2023/819, ΑΠ 1474/2022, ο.π., ΑΠ 485/2019, ο.π.). Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται, αφενός, στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιχειρηματικής αποφάσεως του εργοδότη και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως εσχάτου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης και, αφετέρου, στον αντικειμενικό ή μη χαρακτήρα της επιλογής του εργαζομένου που απολύεται, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται με βάση κριτήρια επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1162/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε τέτοιο έλεγχο προβαίνει το δικαστήριο εφόσον διατυπώνεται σχετικός ισχυρισμός από τον ενάγοντα και μόνον αφού διαπιστωθεί ότι συντρέχουν πράγματι, δηλαδή ότι είναι αληθείς και όχι προσχηματικοί, οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη, οικονομικής ή τεχνικής φύσεως, λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού της επιχείρησής του (ΑΠ 232/2021, ΑΠ 392/2021, ΑΠ 641/2021, ΑΠ 750/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ουδέποτε θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, διότι τότε αληθής αιτία της είναι η διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών που πρέπει να διέπει τη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 744/2020, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 114/2019, ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 1889/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, για μεν την απόδειξη, της …….., πρώην συναδέλφου του ενάγοντος, για δε την ανταπόδειξη του ………., τεχνικού διευθυντή της εναγόμενης και προϊστάμενου του ενάγοντος, οι οποίες ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αλλά και από την, το πρώτον στο δεύτερο βαθμό προσκομιζόμενη, ένορκη βεβαίωση του ……., που εργάζεται στην επιχείρηση …… ως τεχνολόγος – μηχανολόγος, η οποία (βεβαίωση), με την επιμέλεια του ενάγοντος, που κλήτευσε προς τούτο την αντίδικό του (βλ. τη με αριθμό …../12.2.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), δόθηκε στη δικηγόρο Αθηνών ……. και έλαβε την υπ’ αριθμ. ΔΣΑ – ΕΒ – …….– 2022 ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη (οιονεί καθολική δικαιοπάροχος της εκκαλούσας) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….» με έδρα στον …….. Αττικής και καταστατικό σκοπό την διαχείριση, λειτουργία και εκμετάλλευση ψυχαγωγικών θεματικών πάρκων διασκέδασης, μεταξύ των οποίων και το πάρκο με το διακριτικό σήμα …….., συνήψε στις 25.11.2004 με τον ενάγοντα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας απασχόλησε αυτόν με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου – υπεύθυνου μηχανημάτων, αντί μηνιαίου μισθού χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €) και με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίως και οκτάωρης ημερησίως πλήρους απασχόλησης. Στα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβάνονταν η επιστασία και επίβλεψη της σωστής λειτουργίας των μηχανημάτων στο ψυχαγωγικό πάρκο της εναγομένης, η άμεση επιδιόρθωση τυχόν δυσλειτουργιών τους, η επισκευή και συντήρησή τους, η αντικατάσταση αναλώσιμων ανταλλακτικών και η εγκατάσταση καινούργιων μηχανημάτων. Την ίδια εργασία παρείχαν άλλοι τρεις [3] ηλεκτρολόγοι, τους οποίους, μαζί με τον ενάγοντα, η εργοδότρια κατένειμε σε δύο [2] οκτάωρες βάρδιες ημερησίως, κατά τρόπο ώστε να απασχολείται πάντοτε ένα [1] τουλάχιστον ηλεκτρολόγος ανά βάρδια, ακόμα και αν κάποιος άλλος έπρεπε να λείψει λόγω υποχρεωτικής ανάπαυσης (ρεπό). Από τις αρχές του έτους 2005 ο ενάγων ορίστηκε από την εργοδότρια ως προϊστάμενος των απασχολούμενων ηλεκτρολόγων, δεδομένου ότι ήταν ο πλέον έμπειρος και αρχαιότερος από αυτούς. Από το έτος 2012 η εναγόμενη αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, τα οποία την ανάγκασαν να καθυστερεί την έγκαιρη καταβολή της μισθοδοσίας όλων των υπαλλήλων της, για χρονικό διάστημα έως τριών [3] μηνών από το ληξιπρόθεσμο κάθε μισθού. Για το λόγο αυτό ορισμένοι υπάλληλοί της προέβησαν επανειλημμένα σε επίσχεση της εργασίας τους, κοινοποιώντας παράλληλα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Νίκαιας τις αντίστοιχες δηλώσεις τους, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό την εξόφληση των δεδουλευμένων τους. Συγκεκριμένα, σε τέτοιες δηλώσεις προέβησαν 1] ο ενάγων στις 31.12.2013, την 1η.12.2017, στις 7.12.2018, στις 27.2.2019 και την 1η.4.2019, 2] η ………, υπάλληλος γραφείου, στις 23.9.2013, 3] ο ………, μηχανοτεχνίτης, στις 31.12.2013 και 4] η μάρτυρας αποδείξεως, δύο [2] φορές σε αδιευκρίνιστα χρονικά σημεία εντός του χρονικού διαστήματος από το έτος 2013 έως το έτος 2017, οπότε παραιτήθηκε από την εργασία της. Στις 6.5.2019 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, με έγγραφη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της ……….., προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου της. Στο σχετικό έντυπο δεν μνημονεύεται ο λόγος της καταγγελίας. Ο μεν ενάγων υποστηρίζει ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του υπήρξε ενέργεια εκδικητική λόγω της εξώδικης διεκδίκησης των εργασιακών του δικαιωμάτων, ενώ η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η εργασιακή του σχέση έληξε εξαιτίας της ανεπάρκειάς του ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του και επειδή με τις πράξεις και παραλείψεις του δημιουργούσε προβλήματα που επηρέαζαν την εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεώς της. Όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμοι για την παραδοχή της αγωγής είναι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος, ο οποίος υπέχει και το δικονομικό βάρος της αποδείξεώς τους (βλ. και Κ. Ρίζου, Το βάρος της αποδείξεως στη δίκη της καταχρηστικής απόλυσης, σε ΕΕΔ 2021/60 επομ.). Στο βάρος αυτό ο ενάγων δεν ανταποκρίνεται. Καταρχάς, δεν εξειδικεύει το φυσικό πρόσωπο – μέλος της διοίκησης της αντιδίκου του, που εμφορούμενο από αισθήματα εκδικήσεώς του αποφάσισε την καταγγελία της συμβάσεώς του. Μολονότι μάλιστα γνωρίζει ότι νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης στις 6.5.2019 ήταν ο ως άνω πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου αποφεύγει να τον κατονομάσει και στην αγωγή του περιορίζεται σε αόριστη αναφορά της «ενόχλησής του» για τις μέχρι τότε εξώδικες ενέργειές του και σε μνεία συνομιλίας του με τον γενικό διευθυντή της εργοδότριας ……., ο οποίος φέρεται να του επισήμανε ότι «δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό το πράγμα», εννοώντας, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, την κατ’ επανάληψη επίσχεση της εργασίας του. Ανεξαρτήτως του ότι ο ως άνω γενικός διευθυντής δεν (αποδεικνύεται ότι) εκπροσωπούσε τη διοίκηση της εναγόμενης, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν επιβεβαιώνεται η παραπάνω στιχομυθία, την οποία η εργοδότρια αρνείται, ενώ και η «ενόχληση» του νομίμου εκπροσώπου της ή η δυσαρέσκειά του δεν αρκεί μόνη αυτή, χωρίς άλλα περιστατικά, να τεκμηριώσει ως αυτόθροη συνέπεια ότι η επακολουθήσασα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος υπήρξε προϊόν εμπαθείας και εκδικητικότητας της εργοδότριας (ΑΠ 1070/2020, ο.π., ΑΠ 258/2019, ΠειρΝ 2019.350). Επιπλέον, ουδεμία εξήγηση παρέχεται για τους λόγους που η φερόμενη ως εκδικητική διάθεση της εναγομένης εκδηλώθηκε με τέτοια καθυστέρηση, δεδομένου ότι η πρώτη δήλωση επίσχεσης εργασίας του ενάγοντος της κοινοποιήθηκε στα τέλη του έτους 2013 και παρόμοια συμπεριφορά του, καθ’ όλα νόμιμη, επαναλήφθηκε τα έτη 2017 και 2018, χωρίς να επισύρει συνέπειες ως προς την εργασιακή του κατάσταση. Δεν εξηγείται, επίσης, ο λόγος για τον οποίο η επίσχεση εργασίας των λοιπών υπαλλήλων της που προαναφέρθηκαν δεν ώθησε την εναγόμενη να εκδικηθεί και αυτούς, απολύοντάς τους. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται εγγράφως ότι οι ……. και ……. παρέμεναν στο απασχολούμενο προσωπικό της μέχρι τουλάχιστον τις 21.10.2019, ενώ και η μάρτυρας αποδείξεως παραιτήθηκε αυτοβούλως χωρίς να λάβει αποζημίωση και χωρίς, όπως και η ίδια παραδέχεται, η επίσχεση της εργασίας της και η προσφυγή της στην Επιθεώρηση Εργασίας να οδηγήσει στην καταγγελία της συμβάσεώς της εκ μέρους της εργοδότριας. Εξάλλου, ο ενάγων δεν αμφισβητεί ούτε αντικρούει το κατατεθέν από το μάρτυρα ανταπόδειξης ότι ο ίδιος αποζητούσε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την εναγόμενη, προκειμένου να λάβει τα χρήματα της αποζημίωσης για την απόλυσή του και να παράσχει την εργασία του σε άλλον εργοδότη, όπως και συνέβη, δεδομένου ότι απασχολείται ήδη στην επιχείρηση του …….., συνεργάτη της εκκαλούσας. Αντίθετο συμπέρασμα δε μπορεί να συναχθεί ούτε από την ένορκη βεβαίωση του ………, που μαρτυρεί ότι και ο ίδιος απολύθηκε αφού προηγουμένως είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας για μισθολογικές του απαιτήσεις και ήδη παραμένει στην εργασία του με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, διότι η δική του απόλυση έλαβε χώρα από άλλον εργοδότη και, συγκεκριμένα, την οιονεί καθολική διάδοχο της εναγόμενης, στην οποία δεν αποδίδεται με την αγωγή εκδικητική πρόθεση, κακοβουλία και μένος κατά του ενάγοντος. Το ίδιο δε ισχύει και ως προς τους ………, που απολύθηκε, …… . και μάρτυρα ανταπόδειξης, που υποβιβάστηκαν, σε χρόνο και αυτοί μεταγενέστερο της ως άνω οιονεί καθολικής διαδοχής. Κατά συνέπεια, η ιστορική βάση της αγωγής παρέμεινε αναπόδεικτη και τούτο επέβαλε την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα και θεώρησε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ως αποτέλεσμα της προηγηθείσας επανειλημμένης νόμιμης επιδίωξης καταβολής των δεδουλευμένων του, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή των τριών [3] κύριων και του τέταρτου πρόσθετου λόγων της έφεσης, να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο αναγνωρίστηκε η λόγω καταχρηστικότητας ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και υποχρεώθηκε η εναγόμενη, αφενός, να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και, αφετέρου, να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας. Το σφάλμα της εκκαλουμένης καταδεικνύεται από το γεγονός ότι κατέφασκε (αυτόματα και αναιτιολόγητα) τον καταχρηστικό χαρακτήρα της καταγγελίας επειδή δεν διαπίστωσε τη βασιμότητα του προβληθέντος από την εναγόμενη λόγου που, κατά την γνώμη της, την δικαιολογούσε, δηλαδή την υπηρεσιακή ανεπάρκεια του ενάγοντος. Το ενδεχομένως αναληθές, όμως, της προβληθείσας αιτίας δεν καθιστά άνευ ετέρου καταχρηστική, ως από εκδικητικά αίτια εκπορευθείσα, την επίδικη καταγγελία, εφόσον δεν αποδείχθηκε ασφαλώς ούτε η εκδικητική πρόθεση της ενάγουσας ούτε το γεγονός ότι στην ενέργειά της ωθήθηκε από ταπεινά ελατήρια. Μετά ταύτα, εφόσον δεν διαπιστώνεται η βασιμότητα του λόγου για τον οποίο προσβλήθηκε ως άκυρη η επίδικη καταγγελία, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή κατά το ως άνω κεφάλαιό της, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθεί η επικουρική θεμελίωσή του, καθόσον δεν προέκυψε ούτε ότι η απόλυση του ενάγοντος έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους, των οποίων, άλλωστε, τη συνδρομή αμφότεροι οι αντίδικοι αρνήθηκαν πρωτοδίκως και εξακολουθούν και στο δεύτερο βαθμό να αρνούνται. Κατόπιν δε αυτών παρέλκει πλέον η έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας των πρώτου, δεύτερου, τρίτου και έκτου πρόσθετων λόγων έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα αποδίδει νομικά και ουσιαστικά σφάλματα στις κρίσεις της εκκαλουμένης σχετικά, αντιστοίχως, με την, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 946 ΚΠολΔ, απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της για κάθε περίπτωση μη αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος, με την επιδίκαση μισθών υπερημερίας και για το μεταγενέστερο της συζητήσεως της αγωγής χρονικό διάστημα και με την απόρριψη των ενστάσεων της δικαιοπαρόχου της περί συμψηφισμού της καταβληθείσας στον ενάγοντα αποζημίωσης για την απόλυσή του και περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής του.
V. Κατά το άρθρο 520 § 2 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι έφεσης μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά. Στην έννοια του «αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου» της εκκαλουμένης, που προβλέπεται και επί αντέφεσης (άρθρο 523 ΚΠολΔ), προκειμένου να διευρυνθούν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, υπάγονται όσα από τα κεφάλαιά της δεν προσβλήθηκαν με το εφετήριο, παρουσιάζουν όμως ως προς αυτά στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας με αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η δευτεροβάθμια κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 1409/2022, ΑΠ 747/2022, ΑΠ 322/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 505). Υπό την έννοια αυτή αναγκαία συνοχή καταφάσκεται μεταξύ περισσοτέρων κεφαλαίων της εκκαλουμένης που αποφαίνονται επί πλειόνων αξιώσεων του ενάγοντος εργαζομένου έναντι του εναγόμενου εργοδότη του, οι οποίες απορρέουν από την ίδια έννομη σχέση εργασίας (Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 164 – 165), όπως είναι οι αξιώσεις για μισθούς υπερημερίας λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον εναγόμενο από την προσβολή της προσωπικότητάς του συνεπεία της καταγγελίας αυτής.
Κατ’ ακολουθίαν, ο πέμπτος πρόσθετος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει, το μη προσβληθέν με το εφετήριο, κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η αξίωση του ενάγοντος να λάβει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την φερόμενη ως άκυρη καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, βάλλει κατά κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας απόφασης που τελεί σε σχέση αναγκαίας συνοχής προς το εκκληθέν κεφάλαιό της, το σχετικό με το κύρος της καταγγελίας αυτής και, συνεπώς, κρίνεται παραδεκτός, απορριπτομένων ως αβασίμων των συναφών αντίθετων ισχυρισμών του εφεσίβλητου.
VI. Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 330, 648, 669 § 2, 672, 914, 932 ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες προσβλητικές της προσωπικότητας του μισθωτού και προκάλεσε μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση ή υπό συνθήκες που συνιστούν αδικοπραξία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της καταχρηστικής καταγγελίας, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτού, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 487/2019, ΑΠ 1148/2017, ΑΠ 22/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, η ηθική βλάβη του ενάγοντος πρέπει να (αποδεικνύεται ότι) οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου (ΑΠ 366/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ μόνη η άκυρη απόλυση, έστω και για λόγους εκδίκησης, δεν επιφέρει τρώση της προσωπικότητας του μισθωτού, εάν δε συνοδεύεται από περιστατικά που θίγουν αυτόν στον επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο του (ΑΠ 671/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι από την εκδικητική ενέργεια της αντιδίκου του, που τον απέλυσε λόγω της εξώδικης διεκδίκησης των εργασιακών του δικαιωμάτων, υπέστη ηθική βλάβη, επειδή «οι συνέπειες της αιφνίδιας αποχής [τ]ου από την εργασία [τ]ου, κάτω από συνθήκες αμφισβήτησης της επαγγελματικής [τ]ου αξίας», του δημιούργησαν ψυχική φθορά, καθώς βασιζόμενος και στις μηνιαίες αποδοχές της εργασίας του ανέλαβε υποχρεώσεις, στις οποίες για να ανταποκριθεί αναγκάζεται να απευθυνθεί στον συγγενικό και κοινωνικό του περίγυρο, με αποτέλεσμα να θίγεται έτσι η υπόληψή του. Οι ισχυρισμοί του αυτοί αποδεικνύονται αβάσιμοι. Καταρχάς, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της ενάγουσας δεν ήταν, όπως προαναφέρθηκε, καταχρηστική, επομένως ούτε και παράνομη, ώστε να στοιχειοθετείται αδικοπραξία της. Επιπλέον, η εναγόμενη κατά το χρόνο της επίμαχης καταγγελίας (6.5.2019) δεν επικαλέστηκε ούτε υπηρεσιακή ανεπάρκεια του ενάγοντος, ώστε να θεωρηθεί ότι η ενέργειά της έλαβε χώρα υπό συνθήκες προσβλητικές της προσωπικότητάς του στο κοινωνικό και επαγγελματικό πεδίο, δεδομένου ότι τέτοιον ισχυρισμό προέβαλε μόνον ως άμυνα κατά της εναντίον της αγωγής του. Η δε επικαλούμενη ως συνέπεια της απώλειας της εργασίας του οικονομική αδυναμία του ενάγοντος δεν επιβεβαιώνεται από τους μάρτυρές του, ενώ αντικρούεται από το γεγονός της απασχόλησής του ήδη σε άλλον εργοδότη, μετά μάλιστα και τη λήψη της νόμιμης αποζημίωσής του από την εναγόμενη σε δόσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα και, με την παραδοχή ότι «συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, λόγω της διαπιστούμενης – ως πρόκριμα – καταχρηστικής καταγγελίας» της σύμβασής του, επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των χιλίων ευρώ (1.000 €), έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή της βασιμότητας του ερευνώμενου πρόσθετου λόγου έφεσης να εξαφανιστεί και ως προς το κεφάλαιό της αυτό και, αφού αναδικαστεί η υπόθεση, να απορριφθεί ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιό της αλλά και συνολικά πλέον η αγωγή ως αβάσιμη.
VIΙ. Τέλος, όπως, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει ο εκκαλών, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, με αίτηση υποβαλλόμενη είτε με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων (ΑΠ 225/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 464/2011, ΕΝαυτΔ 2012/8, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 11, αρ. 85, σελ. 254) είτε με τις προτάσεις, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της απόφασης που εξαφανίστηκε, η οποία πρέπει να προαποδεικνύεται. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, αφενός μεν, η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης κατ’ αποφάσεως του πρώτου βαθμού που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και η συνεπεία αυτής απόρριψη της αγωγής και αφετέρου, η εκτέλεση της προσβληθείσας με την έφεση αποφάσεως, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας συμμόρφωσης του εναγομένου προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, προς το σκοπό αποτροπής της εναντίον του εκτελέσεως με τα μέσα του ΚΠολΔ, εφόσον και αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης (ΑΠ 1118/2020, ΑΠ 1175/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η απόρριψη της αγωγής είναι μερική, ανάλογη είναι και η επαναφορά των πραγμάτων (ΑΠ 1392/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1206/1992, Δνη 1994/1314 = Δνη 1994/1321 = ΕΕΔ 1993/1056, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης, 67, σελ. 182). Για τη συζήτηση του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 188/2003, Δνη 2003/716, ΜονΕφΠειρ 97/2012, ΕΝαυτΔ 2012/97), αφού το αίτημα αυτό δεν έχει αυτοτέλεια και δεν εισάγει νέο αντικείμενο δίκης (Ν. Νίκας, ο.π., σελ. 255), όμως, η προηγηθείσα εκτέλεση πρέπει να προαποδεικνύεται, καθόσον η έλλειψη της προαπόδειξης απολήγει σε απαράδεκτο του αιτήματος που υποβάλλεται στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο (ΜονΕφΔωδ. 275/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5957/2009, Δνη 2001/1657, ΕφΑθ. 4395/1992, ΕΣυγκΔ 1993/375, Χ. Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση μετά την αναγκαστική εκτέλεση, 1994, σελ. 70 επομ. [81- 83], Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Ε, 1997, άρθρο 914, αρ. 10, σελ. 191). Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο, οι τόκοι του κεφαλαίου και οι επί του αθροίσματος αυτών (κεφαλαίου και τόκοι κεφαλαίου) νόμιμοι τόκοι, μετά από αίτημα του δικαιούχου – εκκαλούντος. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επιδόσεως στον υπόχρεο εφεσίβλητο της αποφάσεως του εφετείου που διατάσσει την απόδοσή τους, καθόσον ο εφεσίβλητος καθίσταται υπερήμερος από την γνώση της ανατροπής της αποφάσεως, ενόψει του ότι πριν από τη γνωστοποίηση της εξαφάνισης της εκκληθείσας αποφάσεως κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή ως νόμιμο τίτλο (ΟλΑΠ 5/2001, Δνη 2001/378 = Δ 2001/698 = ΕΔΚΑ 2001/596 = ΕΕΔ 2001/315, ΑΠ 51/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, η εκκαλούσα με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ισχυρίζεται ότι συμμορφούμενη με την εκκαλουμένη κατέβαλε στις 8.12.2020 στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), κατά το οποίο εκείνη κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της αποδώσει τα καταβληθέντα με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της καταβολής τους.
Η αίτηση αυτή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται, όπως εκτέθηκε, η καταβολή δικαστικού ενσήμου, είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ. Αποδεικνύεται δε και βάσιμη, καθώς από το εκ μέρους της εκκαλούσας προσκομιζόμενο αντίγραφο της από 8.12.2020 απόδειξης της Τράπεζας Πειραιώς προαποδεικνύεται ότι αυτή, εκουσίως και πριν την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, κατέβαλε στον …………….., πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, που τον εκπροσώπησε και στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος Δικαστηρίου και ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό του, το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), όπως, άλλωστε, δεν αμφισβητείται. Κατ’ ακολουθίαν, μετά την κατά παραδοχή της εφέσεως εξαφάνιση της εκκαλουμένης και τη συνολική απόρριψη της αγωγής, πρέπει το κρινόμενο αίτημα επαναφοράς να γίνει δεκτό και ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης που εξαφανίστηκε και, ακολούθως, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να αποδώσει στην εκκαλούσα το ως άνω χρηματικό ποσόν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.
VΙΙI. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Απορρίπτει αυτήν στο σύνολό της.
Δέχεται το κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ αίτημα της εκκαλούσας και διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της απόφασης που εξαφανίστηκε.
Υποχρεώνει τον ενάγοντα να αποδώσει στην εναγόμενη το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος μέρος τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ