Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 396/2023

Αριθμός  396/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές  Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών,   Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:    1) Εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στον ……. Αττικής (οδός …….) (ΑΦΜΕ …….) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ………… κατοίκου ……. (οδός ……….) (ΑΦΜ ……….), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπεληγιάννη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………..» και με τον διακριτικό τίτλο «………..», η οποία εδρεύει στον ……. Αττικής (………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ελπίδα Καβαλλιεράτου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ)

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.3.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4427/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από  5.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………./2021- …………../2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 05.04.2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. ………./2021 και αρ. κατ. Εφετείου ………../2021) έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αριθμό 4427/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 30-3-2015 με αριθμό κατάθεσης …………./2015 αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευση της που έλαβε χώρα την 28.9.2018  (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ  και  άρθρο 49 του Ν.4963/2022 (ΦΕΚ Α 149/30.07.2022), σύμφωνα με το οποίο: “1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ)  ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου . Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ, όπως προκύπτει από την  ως άνω έκθεση  κατάθεσης ενδίκου μέσου  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες,  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου ……../2021 e παράβολο (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ισχύει μετά την τροποποίησή της -ως προς το ύψος των παραβόλων- με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016). Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠολΔ.

Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση (ΑΠ 1443/2017). Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση, βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης και συγκεκριμένα: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης και γ) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1599/2017, ΑΠ 1137/2006). Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών, που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννoμες συνέπειες (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 563/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 298/2004).Ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει, όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης, αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή, ενώ ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1198/1997). Η ταυτότητα, εξάλλου, των προσώπων ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου, είναι επακόλουθο του ισχύοντος στην πολιτική δίκη, κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ, συζητητικού συστήματος και σημαίνει ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων κατά τα άρθρα 325 – 329 ΚΠολΔ ισχύει, και, πάντως μόνον εφόσον αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας και όχι ομοδικίας (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 1025/1993). Το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα, που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα εν λόγω ζητήματα (ΑΠ 1831/2012, ΑΠ 249/2011, ΑΠ 1550/2010). Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, κατ` άρθρο 632 ΚΠολΔ, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 1058/2019, ΑΠ 977/2015). Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει, κατά τα αποτελέσματά της, με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε με αγωγή ή με ένσταση, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού από τότε αποκτά, κατά ρητή διάταξη του παραπάνω άρθρου (633 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ), ισχύ δεδικασμένου. Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων αλλά έννομη συνέπεια αυτών, που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 243/2018, ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 856/2014, ΑΠ 53/2004).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφ` ετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται άμεσα από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή από συνδυασμό τέτοιων εγγράφων (ΑΠ 448/2006, ΑΠ 665/2006). Κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι το κύρος της διαταγής πληρωμής, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας έχει διαταχθεί η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος (ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 1831/2012).  Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298 και 330 ΑΚ, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και 4) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914 και 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1516/1999), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο (ΑΠ 481/2012, (ΑΠ 916/2021, Α.Π  752/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 30-3-2015 με αριθμό κατάθεσης ………………/2015 αγωγή,  η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία εκθέτει ότι τυγχάνει εταιρεία με αντικείμενο την εμπορία-πώληση σιδήρου σκυροδέματος και χάλυβος και ότι στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητος, συνήψε διάφορες συμβάσεις πωλήσεως, επί πιστώσει του τιμήματος, διαφόρων εμπορευμάτων της με την πρώτη εναγόμενη, της οποίας πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος και υπό την ιδιότητα του αυτή προς εξόφληση, μέρους, των πωληθέντων εμπορευμάτων εξέδωσε (υπογράφοντας κάτω από την εταιρική επωνυμία) και της παρέδωσε εννέα (9) τραπεζικές επιταγές της τραπέζης «……», πληρωτέες στον Κορυδαλλό με ημερομηνία έκδοσης την 30 08-2010 η 1η, 30-09-2010 η 2η, 30-09-2010 η 3η, 30-09-2010 η 4η, 30-09-2010 η 5η. 30-09-2010 η 6η, 25-10-2010 η 7η, 30-10-2010 η 8η και 30-10-2010 η 9η, ποσού εκάστη 20.000, 78.000, 26.619,30, 16.333,36, 20.665,48, 35.000, 40.000, 35.000 και 40.000 ευρώ αντιστοίχως και συνολικού ποσού 311.618,14 ευρώ και με αριθμούς …………. η 1η, ………. η 2η, ………. η 3η, …….. η 4η, ………. η 5η, ……….. η 6η, ………….. η 7η ……….. η 8η, και ……….. η 9η τούτων αντιστοίχως και συρόμενες από τον υπ’ αριθμόν ………… αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης – στην ως άνω Τράπεζα, πληρωτέες η 1 η,   2 η , 3η, 4η και 5η τούτων εις διαταγήν της ενάγουσας και η οποία ως λήπτρια αυτών, τυγχάνει νόμιμη κομίστρια τούτων και  οι 6η, 7η, 8η και 9η τούτων ήταν πληρωτέες σε διαταγή του …………. και οι οποίες με οπισθογράφηση μεταβιβάσθηκαν στην ενάγουσα και έτσι κατέστη νόμιμη κομίστρια των επιταγών αυτών εξ  οπισθογραφήσεως και εκ των οποίων η ενάγουσα μεταβίβασε τις 2η, 3η, 4η, 6η, 7η, 8η και 9η των επιταγών με περαιτέρω οπισθογράφηση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….» νομίμως εκπροσωπούμενη, ενώ αυτή με την σειρά της μεταβίβασε τις επιταγές αυτές με περαιτέρω οπισθογράφηση στην εταιρεία με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπούμενη. Ότι οι ανωτέρω επιταγές εμφανισθείσες η 1η και 5η τούτων από την ενάγουσα, και η 2η, 3η, 4η, 6η, 7η, 8η και 9η τούτων από την εταιρεία με την επωνυμία «…………..», αντιστοίχως προς πληρωμή κατά στις 6-9-2010, 4-10-2010, 4-1.0-2010, 4-10-2010, 0-09-2010, 4-10-2010, 25-10-2010, 3-11-2010 και 3-11-2010 στις πληρώτριες τράπεζες, δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στον λογαριασμό της εκδότριας, της μη πληρωμής αυτών των επιταγών βεβαιωθείσης, δυνάμει των από 8-9-2010, 6-10-2010, 6-10-2010, 6-30-2010, 4-10-2010, 6-10-2010, 27-10-2010, 5-1 1-2010 και 5-11-2010 αντίστοιχων βεβαιώσεων των τραπεζών «……» για την 1η και 5η τούτων και της τραπέζας «………» για την 2η, 3η, 4η, 6η, 7η, 8η και 9η τούτων και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της τράπεζας «……..» και κατόπιν ρητών εξουσιοδοτήσεων της αυτής ως άνω εκδότριας Τραπέζης προς τις ως άνω πληρώτριες Τράπεζες και οι οποίες επιταγές εν τελεί ανελήφθησαν και πάλι από την ενάγουσα οι 2η, 3η, 4η, 6η, 7η, 8η και 9η τούτων από την εταιρία «……» με καταβολή του αντιτίμου τους σε αυτήν, αφού την εξόφλησαν ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτές στην εταιρεία «……………..», τελευταίους κομιστές των επιταγών τούτων – καθιστώντας και πάλι την ενάγουσα νόμιμη κομίστρια όλων των επιταγών αυτών εξ αναγωγής. Ότι με βάση τις ανωτέρω σφραγισθείσες επιταγές με τις από 20-12-2010, 29-12-2010 και 3-01-2011 αιτήσεις της ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πέτυχε την έκδοση των υπ΄  αριθμ. …/2011, …./2011 και …../2011 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της εκδότριας εταιρείας πρώτης εναγόμενης. Ότι εκ της ως άνω συνολικής οφειλής της, η πρώτη εναγόμενη της έχει καταβάλλει μέρος της οφειλής της εξ ευρώ 4,500 ευρώ (ήτοι την 23-1-2014 κατέβαλλε το ποσό των 1.500 ευρώ, την 27-6-2014 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 5-8-2014 το ποσό των 1.000 ευρώ και την 17-09-2014 το ποσό των 1.000 ευρώ) που αφορά μέρος του οφειλομένου ποσού της υπ (αριθμόν …….. επιταγής της Τράπεζας «………….» (ποσού ευρώ 20.000), παραμένοντος έκτοτε ανεξοφλήτου υπολοίπου της επιταγής αυτής εξ ευρώ 15.500 και έτσι απομένει υπόλοιπο της συνολικής της οφειλής προς την ενάγουσα έναντι της συνολικής αξίας των επιταγών το ποσό των τριακοσίων επτά χιλιάδων εκατόν δέκα οκτώ ευρώ και 0.14 λεπτά (307.118,14). Ότι από τις ποινικά κολάσιμες πράξεις των εναγομένων η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, καθώς προσβλήθηκε η αξιοπιστία της, η επαγγελματική και συναλλακτική της φήμη και προκλήθηκε ανεπανόρθωτη ζημία στην πιστοληπτική της ικανότητα, Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της όπως αυτή διορθώθηκε, ζητεί μετά από κατ΄  άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, καθ’ ολοκληρία περιορισμό των αιτημάτων της από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά με δήλωση που περιλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις της και αφού με τις προτάσεις της προβαίνει σε περιορισμό- μερική παραίτηση από την αγωγική αξίωση κατά το ποσό των 5.000 ευρώ, λόγω μερικής καταβολής από τους εναγόμενους επιγενόμενης της κατάθεσης της αγωγής και δη καταβολής την 19-6-2015 του ποσού των 1000 ευρώ, την 7-1-2016 του ποσού των 1000 ευρώ, την 10-2-2016 του ποσού των 1500 ευρώ και την 19-12-216 του ποσού των 1500 ευρώ, με αποτέλεσμα το αγωγικό αίτημα να περιορίζεται στο ποσό των 332.088,14 ευρώ αντί του αρχικώς αιτούμενου ποσού των 337.088,14 ευρώ και επικαλούμενη επιπροσθέτους ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών ότι δεν υπήρχαν στον ανωτέρω λογαριασμό τα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους και ότι υπέστη ζημία εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων, ήτοι από την έκδοση των εν λόγω ακάλυπτων επιταγών, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων αλληλέγγυος και εις ολόκληρον έκαστος να υποχρεωθούν να της καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 302.118,14 ευρώ που αφορά το συνολικό ποσό των επιδίκων τραπεζικών επιταγών, αφαιρουμένων των καταβολών  και μάλιστα νομιμοτόκως το ποσό κάθε μιας εξ αυτών από της επομένης ημέρας της εμφανίσεως τους προς πληρωμή, κατά την οποία έλαβε χώρα και πρώτη ρητή όχληση των εναγόμενων εκ μέρους της ενάγουσας. Ότι κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες εμφανίσεως και σφραγίσεως των επιδίκων ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών και ανεξαρτήτως του γεγονότος της εμφανίσεως τους εντονότατα όχλησε αμφοτέρους τους εναγόμενους να της καταβάλλουν το ποσό κάθε μιας εξ αυτών των επιταγών και ειδικότερα όχλησε αυτούς, στις 6-9-2010 να της καταβάλουν το ποσό των ευρώ; 20.000 (διότι τότε δεν είχε κάνει καμία καταβολή ακόμα), στις 4-10-2010 να της καταβάλει το ποσό των 78.000 ευρώ, στις 4-10-2010 να της καταβάλλουν το ποσό των 26.619.30 ευρώ, στις 4-10-2010 να της καταβάλλουν το ποσό των 16.333,36 ευρώ, στις 30-9-2010 να της καταβάλλουν το ποσό των 20.665,48 ευρώ, στις 4-10- 2010 να της καταβάλλουν το ποσό των 35. ευρώ, στις 25-10-2010 να της καταβάλλουν το ποσό των 40. ευρώ, στις 3-13-2010 να της καταβάλλει το ποσό των 35.000 ευρώ), και στις 3-11-2010 να της καταβάλλουν το ποσό των 40.000 ευρώ, ως τουλάχιστον ισόποση αποζημίωσή της για τις αδικοπραξίες που τέλεσαν και τις ζημίες που επέφεραν εις βάρος της με την έκδοση των παραπάνω επιταγών. Η ενάγουσα ζητεί λοιπόν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος να υποχρεωθούν να της καταβάλουν το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό της 1ης επιταγής 10.500 ευρώ νομιμοτόκως από 7-9-2010, το ποσό των 78.000 ευρώ της 2ης επιταγής νομιμοτόκως από 5-10-2010, το ποσό των 26.619,30 ευρώ της 3ης επιταγής νομιμοτόκως από 5-10-2010 το ποσό των 16333,36 ευρώ της 4ης επιταγής νομιμοτόκως από 5-10-2010, το ποσό 20.665,48 ευρώ της 5ης επιταγής νομιμοτόκως από 1-10-2010, το ποσό των 35.000 ευρώ, της 6ης επιταγής νομιμοτόκως από 5-10-2010 μέχρι εξοφλήσεως, το ποσό των 40.000 ευρώ της 7ης επιταγής νομιμοτόκως από 26-10-2010 μέχρι εξοφλήσεως, το ποσό των 35.000 ευρώ της 8ης επιταγής νομιμοτόκως από 4-11-2010 μέχρι εξοφλήσεως και το ποσό των 40.000 ευρώ της 9ης επιταγής νομιμοτόκως από 4-11-2010 μέχρι εξοφλήσεως, άλλως και όλως επικουρικός ολόκληρο το εξ ευρώ 302.118,14 οφειλόμενο ποσό νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως κατά την κύρια βάση της αγωγής ερειδάμενη στην αδικοπραξία και κατά την επικουρική σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν δύναται η ενάγουσα να ασκήσει την αξίωσή της βάσει των επιδίκων ακάλυπτων επιταγών κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίσης ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να της καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 29.970 ευρώ που αφορά τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει το ποσό των 30 ευρώ από την παράστασή της ως πολιτικός ενάγουσα σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την εκκαλούμενη με αριθμό 4427/2018 οριστική απόφασή του, απέρριψε ως μη νόμιμα τα παρεπόμενα αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απειλής προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, καθώς και την  επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά τα λοιπά την έκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν στην ενάγουσα αλληλεγγύως και σε και εις ολόκληρον έκαστος το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα έξι χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα τεσσάρων  ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (166,784,76), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εφεσίβλητοι  με την ως άνω έφεσή τους και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε να  απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της .

Οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι δυνάμει των από 20-12-2010, 29-12-2010 και 3-1-2011 αιτήσεων της ενάγουσας ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. …/2011, …/2011 και …./2011 διαταγές πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της πρώτης εναγόμενης και του ………….» με τις οποίες επιτάχθηκε να καταβάλει η πρώτη εναγόμενη το ποσά των 110.000 ευρώ, 161.618,14 ευρώ και 40.000 ευρώ αντίστοιχα, εκ των οποίων η υπ΄ αριθμ. …./2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τις υπ’αριθμ. ………., …….. και ……. επιταγές ποσού 35.000, 35.000 και 40,000 ευρώ αντίστοιχα, η υπ΄ αριθμ. ………/2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τις υπ΄ η αριθμ. ……….., ………., ………., ……… και ………… επιταγές ποσού 20.000, 78.000, 26.619,30, 16.333,36 και 20.665,48 ευρώ αντίστοιχα και η υπ΄ αριθμ. …./2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση την υπ΄  αριθμ. …….. επιταγή ποσού 40,000 ευρώ και συνεπώς η ενάγουσα εταιρεία και ήδη εφεσίβλητη για την εκ των επιταγών χρηματική απαίτησή της, ποσού 307.118,14 ευρώ έχει ήδη εξοπλιστεί με τελεσίδικους και εκτελεστούς τίτλους με ισχύ δεδικασμένου, καθώς οι ανωτέρω διαταγές πληρωμής έχουν επιδοθεί δυο φορές στην πρώτη εναγόμενη, και έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Ότι αν η εκκαλουμένη ορθά εφάρμοζε το νόμο θα απέρριπτε την ως άνω αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της επικαλούμενης τελεσθείσας αδικοπραξίας κατά την κατάρτιση της ως άνω αναφερόμενης σύμβασης πίστωσης  ως απαράδεκτη  ως προς την πρώτη εναγόμενη λόγω ύπαρξης δεσμευτικού δεδικασμένου που απορρέει από τις ανωτέρω διαταγές πληρωμής που καλύπτουν  τόσο την ύπαρξη της ανωτέρω απαίτησης της ενάγουσας από τις ακάλυπτες επιταγές που πλέον δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όσο και  το αξιούµενο δικαίωμα αποζημίωσης από την επικαλούμενη αδικοπραξία. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο που γεννάται από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας  άσκησης ανακοπών κατά των διαταγών πληρωμής, αφορά την αξίωση από τα αξιόγραφα, αφού αντικείμενο είναι η ύπαρξη και το μέγεθος  των απαιτήσεων για τις οποίες  εκδόθηκαν οι διαταγές  πληρωμής, ενώ αντικείμενο της παρούσας δίκης, που ανοίχθηκε με τη ένδικη αγωγή, είναι η αξίωση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης  για επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, προκληθείσα από αδικοπραξία η οποία  δεν ταυτίζεται ούτε κατά τη νομική ούτε κατά την ιστορική αιτία με τις διαταγές πληρωμής αφορώσα την ύπαρξη και το  μεγέθους της απαίτησης της ενάγουσας, ζητήματα για τα οποία δεν αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εκκαλούντων  που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. (ΑΠ 916/2021, Α.Π 462/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 81/1989 Δ 1990326).

Οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο διότι απέρριψε ως μη νόμιμη την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα την είχε κάνει δεκτή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η αξίωση της ενάγουσας για το ποσό των 307.118,146, για το οποίο έχει ήδη εξοπλιστεί με τίτλο τελεσίδικο, εκτελεστό και εκκαθαρισμένο, που παράγει δεδικασμένο, είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει σαφώς την καλή πίστη και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, διότι επιδιώκει την εκ νέου επιδίκαση ποσού το οποίο έχει ήδη επιδικαστεί τελεσιδίκως σε αυτήν. Ότι και ως προς το δεύτερο εναγόμενο η αγωγή ασκείται καταχρηστικώς, επιδιώκοντας με αυτήν την καταψήφιση του αιτουμένου ποσού και εις βάρος του δεύτερου εναγόμενου, παρά τη συνομολογη μένη αδυναμία πληρωμής και παρά την ύπαρξη εκτελεστών τίτλων κατά της πρώτης εναγόμενης, Ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός, εκφεύγει προφανέστατα της ικανοποίησης της οικονομικής της αξίωσης και ότι η άσκηση ως προς το δεύτερο εναγόμενο της αγωγής έχει αποκλειστικά και μόνο εκδικητικά και κακόπιστα κίνητρα, δια της εκβιαστικής προβολής αιτήματος προσωποκράτησης. Με το περιεχόμενο αυτό ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας, καθόσον η τελευταία άσκησε νόμιμο δικαίωμά της για τη διεκδίκηση της οφειλής της, εντός των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ 1742/2004 ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΛαρ 298/2008, ΤΝΠ – Νόμος, ΕφΛαρ 114/2007, Δικογραφία 2007, 241). Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της ενάγουσας επέφερε τυχόν βλάβη στους εναγόμενους, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν η ενάγουσα αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα, να εισπράξει την απαίτηση της. διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει. (ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ «Νόμος»).   Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εκκαλούντων  που διαλαμβάνεται στον δεύτερο  λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠοΛΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Στα πλαίσια της εμπορικής συνεργασίας της ενάγουσας εταιρείας, η οποία έχει ως αντικείμενο την εμπορία-πώληση σιδήρου-μπετόν και χάλυβα και την μεταπώληση αυτών και της πρώτης εναγόμενης που προμηθευόταν από την ενάγουσα εμπορεύματα για την άσκηση της εμπορικής της δραστηριότητας, (οι ως άνω εταιρείες) συνήψαν συμβάσεις πωλήσεως, επί πιστώσει του τιμήματος, διαφόρων εμπορευμάτων τους, Ο δεύτερος εναγόμενος και υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου προέδρου του Δ.Σ. της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας προς πληρωμή και εξόφληση, μέρους, των πωληθέντων εμπορευμάτων προς την ενάγουσα συνολικού ποσού άνω των 312.000 ευρώ, εξέδωσε υπογράφοντας κάτω από την εταιρική του επωνυμία και παρέδωσε στην ενάγουσα εννέα (9) τραπεζικές επιταγές της τραπέζης «…………..» κατάστημα Πειραιά, πληρωτέες στον Κορυδαλλό και συγκεκριμένα εξέδωσε: α) την υπ΄ αριθμ. ……… επιταγή ποσού 20,000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-8-2010, πληρωτέα σε διαταγή της ενάγουσας από τον υπ΄ αριθμ. ……… τηρούμενο στην «Τράπεζα ……» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια ως λήπτρια, η οποία αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή από την ενάγουσα στις 6-9-2010 στην τράπεζα «…………..» δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής με την από 8-9-2010 σχετική σημείωση της πληρώτριας τράπεζας στην πίσω  πλευρά του σώματος της επιταγής και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας, β) την υπ΄ αριθμ. ……….. επιταγή ποσού 78.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2010, πληρωτέα σε διαταγή της ενάγουσας από τον υπ΄  αριθμ. ………….. τηρούμενο στην τράπεζα «……» λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση στην ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «………» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 4-10-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής στην από 6-10-2010 σχετική σημείωση της τραπέζης «……………… » και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας και η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την εν άγουσα από την εταιρεία «………..» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία « …………», όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει, τις ανωτέρω επιταγές στην εταιρεία «………… » και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή, γ) την υπ΄ αριθμ. …………. επιταγή ποσού 26.619,30 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2010, πληρωτέα σε διαταγή της ενάγουσας από τον υπ΄ αριθμ. ……… τηρούμενο στην τράπεζα «……» λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «  …………..» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή  στις 4-10-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής με την από 6-10-2010 σχετική σημείωση τραπέζης «…………..» και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας τράπεζας και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδοτριας και. η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την ενάγουσα από την εταιρεία «……….» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία « ………..», όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει τις ανωτέρω επιταγές στην εταιρεία «………….. » και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή, δ) την υπ΄ αριθμ. ………… επιταγή ποσού 16.333,36 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-9- 2010, πληρωτέα σε διαταγή της ενάγουσας από τον υπ’ αριθμ. …………. τηρούμενο στην τράπεζα «…….» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» όπως νόμιμα εκπροσωπείται η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «……..» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….. .», η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή προς πληρωμή στις 4-10-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής στην από 6-10-2010 σχετική σημείωση τραπέζης «……….» και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας τράπεζας και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας και η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την ενάγουσα από την εταιρεία «………» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία «………..», όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει τις ανωτέρω επιταγές στην εταιρεία «………….. .» και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή, ε) την υπ’ αριθμ. ………. επιταγή ποσού 20,665,48 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2010. πληρωτέα σε διαταγή της ενάγουσας από τον υπ΄  αριθμ. ……… τηρούμενο στην τράπεζα «…………» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια ως λήπτρια, η οποία αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή από την ενάγουσα στις 30-9-2010 στην τράπεζα «……….» δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής στην από 4-30-2010 σχετική σημείωση της τραπέζης «………….» στην πίσω πλευρά του σώματος της επιταγής και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας, στ) την υπ΄ αριθμ. ……….. επιταγή ποσού 35,000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2010, πληρωτέα σε διαταγή του …….. από τον υπ 1 αριθμ. ……… τηρούμενο στην τράπεζα «….» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση ο …… στην ενάγουσα και η τελευταία στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή προς πληρωμή στις 4-10-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής στην από 6-10-2010 σχετική σημείωση τραπέζης «……….» και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας τραπέζης και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας και η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την ενάγουσα από την εταιρεία «……………» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία «…………….», όπως και αυτ00ή νωρίτερα είχε εξοφλήσει τις ανωτέρω επιταγές στην εταιρεία «……….. » και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή, στ) την υπ αριθμ. ………. επιταγή ποσού 40,000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 25-10-2010, πληρωτέα σε διαταγή του . ……. από τον υπ΄ αριθμ. ……… τηρούμενο στην τράπεζα «……..» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση ο ………. στην ενάγουσα και η τελευταία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….. », η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή προς πληρωμή στις 25-10-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής με την από 27-10-2010 σχετική σημείωση τραπέζης «………..» και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας τράπεζας και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας και η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την ενάγουσα από την εταιρεία «………..» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία «  ……….», όπως  και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει τις ανωτέρω επιταγές στην εταιρεία «………..» και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή, ζ) την υπ΄  αριθμ. …………. επιταγή ποσού 35.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-10-201.0, πληρωτέα σε διαταγή του ……….. από τον υπ΄ αριθμ. ………… τηρούμενο στην τράπεζα «……….» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση ο ……….. στην ενάγουσα και η τελευταία στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….,» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «……….» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή προς πληρωμή στις 3-11-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής στην από 5-11-2010 σχετική σημείωση τραπέζης «………» και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας τράπεζας και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας και η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την ενάγουσα από την εταιρεία «…………» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία «………..», όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει τις ανώτερο,) επιταγές στην εταιρεία «…………,» και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή, η) την υπ΄  αριθμ. …….. επιταγή ποσού 40.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-10-2010, πληρωτέα σε διαταγή του …….. από τον υπ΄ αριθμ. ……….. τηρούμενο στην τράπεζα «…….» λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, της οποίας τυγχάνει νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση και την οποία μεταβίβασε με περαιτέρω οπισθογράφηση ο …….. στην ενάγουσα και η τελευταία στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία μεταβίβασε με οπισθογράφηση την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία «………….» και αυτή με οπισθογράφηση μεταβίβασε περαιτέρω στην ανώνυμη εταιρεία με ην επωνυμία «………..», η οποία (επιταγή) αν και εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή προς πληρωμή στις 3-11-2010 δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής στην από 5-11-2010 σχετική σημείωση τραπέζης «……….» και κατόπιν ελέγχου του λογαριασμού της εκδότριας δια μέσου του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας τράπεζας και κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός της εκδότριας και η οποία επιταγή μη πληρωθείσα ανελήφθη από την ενάγουσα από την εταιρεία «………..» με την καταβολή του αντιτίμου της σε αυτήν, εξοφλώντας την ολοσχερώς, όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει αυτήν στην εταιρεία «……….», όπως και αυτή νωρίτερα είχε εξοφλήσει τις ανωτέρω επιταγές στην εταιρεία «………….. » και κατέστη η ενάγουσα νόμιμη κομίστρια ως εξ αναγωγής υπόχρεος που εξόφλησε την επιταγή. Ακολούθως δυνάμει των από 20-12-2010, 29-12-2010 και 3-1-2011 αιτήσεων της εν άγουσας ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. …/2011, …./2011 και …./2011 διαταγές πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της πρώτης εναγόμενης και του ……….» με τις οποίες επιτάχθηκε να καταβάλει η πρώτη εναγόμενη το ποσά των 110.000 ευρώ, 161.618,14 ευρώ και 40.000 ευρώ αντίστοιχα, εκ των οποίων η υπ΄ αριθμ. ……/2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τις υπ’αριθμ. ………, ……. και ……… επιταγές ποσού 35.000, 35.000 και 40,000 ευρώ αντίστοιχα, η υπ;  αριθμ. …../2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τις υπ η αριθμ. ………. επιταγές ποσού 20.000, 78.000, 26.619,30, 16.333,36 και 20.665,48 ευρώ αντίστοιχα και η υπ΄  αριθμ. …./2011 διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση την υπ’  αριθμ,. …………. επιταγή ποσού 40,000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι επί αιτήσεων της πρώτης εναγόμενης εταιρείας με τις οποίες ζητούσε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και να διαταχθούν προληπτικά μέτρα κατά το άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, εξεδόθη η με αριθμό 127/28-1-2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δυνάμει της οποίας, διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, ορίσθηκε μεσολαβητής ο …… και διατάχθηκαν προληπτικά μέτρα. Κατόπιν αυτού, και στα πλαίσια πλέον της διαδικασίας εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Νόμου 3588/2007, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 4013/201 1 και το Ν, 4072/2012, η πρώτη εναγόμενη, συνήψε συμφωνία με το νόμιμο ποσοστό των πιστωτών της και κατέθεσε την από 28-09-2012 και με αριθμό κατάθεσης …./2012 αίτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία ζητούσε να διαταχθεί το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης, να επικυρωθεί η συμφωνία εξυγίανσης με τους πιστωτές που εκπροσωπούν το 67,21 % των συνολικών υποχρεώσεων της και να διαταχθούν προληπτικά μέτρα κατά το άρθρο 99, 100, 103, 106 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε. Επί της αιτήσεως αυτής εξεδόθη η υπ΄ αριθμ. 5943/27.12.2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε την αίτηση και τις κύριες παρεμβάσεις, επικύρωσε τη συμφωνία εξυγίανσης που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της εκ του νόμου προβλεπόμενης πλειοψηφίας των πιστωτών της. Μεταξύ των πιστωτών που συμβλήθηκαν  ήταν και η ενάγουσα εταιρία. Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 28-6-2012 από την ενάγουσα ιδιωτικό συμφωνητικό-συμφωνία εξυγίανσης και από το αναφερόμενο στην ως άνω απόφαση από 3-9-2012 προσκομιζόμενο από τους εναγόμενους ιδιωτικό συμφωνητικό-συμφωνία εξυγίανσης, το περιεχόμενο των οποίων (συμφωνητικών) εκ της αντιπαραβολής τους ταυτίζεται απολύτως, με την επισημείωση ότι η σελίδα 7, στο από 3-9-2012 προσκομιζόμενο από τους εναγόμενους συμφωνητικό δεν έχει επισυναφθεί, αλλά συνάγεται ομολογία περί του περιεχομένου του άρθρου 3.6 που ολοκληρώνεται στη σελίδα αυτή (7), από την απάντηση των εναγομένων στον σχετικό ισχυρισμό της ενάγουσας, το οποίο εξάλλου άρθρο 3,6 περιλαμβάνεται ολόκληρο στο προσκομισθέν από τους εναγομένους από 28-6-2012 σχετικό συμφωνητικό εξυγίανσης, Καταρχάς στη συμφωνία εξυγίανσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και περιλαμβάνεται στα ανωτέρω συμφωνητικά και ειδικότερα στο άρθρο 3,3,2, αυτής, όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε η παράγραφος αυτή με συμφωνία των μερών ορίσθηκε ότι: «Ρητώς συμφωνείται ότι όλες οι απαιτήσεις που προέρχονται από την υπ΄ αριθμόν …./2011 διαταγή πληρωμής  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ποσού ευρώ 161.618,14 κατά το μέρος και ποσοστό τους που δεν εξοφλούνται με τον ανωτέρω τρόπο αποσβένονται και διαγράφονται από τις οφειλές της εταιρίας. Όσον αφορά τις υπ΄ αριθμούς …./2011 και …/2011 Διαταγές Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ποσού ευρώ 40,000,00 και 110.000,00 ευρώ αντιστοίχως, καθώς και για όποια άλλη απαίτηση προκόψει, ο συμβαλλόμενος πιστωτής με την επωνυμία «……….» επιφυλάσσεται των νομίμων δικαιωμάτων του» (βλ, άρθρο 3.3.2. και χειρόγραφη παραπομπή σε σελίδα 5 συμφωνητικού). Περαιτέρω ορίζεται στην ανωτέρω συμφωνία και δη στο άρθρο 3.6 (σελ. 6 και 7 ιδιωτικού συμφωνητικού) ότι «ρητώς συμφωνείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η πρώτη εναγόμενη δεν εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της προς τον συμβαλλόμενο πιστωτή (την ενάγουσα), ο τελευταίος θα δικαιούται να θεωρήσει ανατραπέντα ειδικώς ως προς αυτόν τον παρόντα συμβιβασμό και να αξιώσει το σύνολο της απαιτήσεώς του άνευ περιορισμού κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα της πρώτης εναγόμενης. Η ανατροπή θα επέρχεται από την παρέλευση ενός μηνός από την επίδοση της σχετικής εξωδίκου δηλώσεως που θα μπορεί να επιδοθεί εάν η πρώτη εναγόμενη καθυστερήσει την πληρωμή τριών διαδοχικών δόσεων, εφόσον μέσα στο διάστημα αυτό (του μηνός) η πρώτη εναγόμενη δεν εξοφλήσει την απαίτηση μαζί με τους τόκους υπερημερίας κατά τα ανωτέρω.  Περαιτέρω οι εναγόμενοι ως προς την απαίτηση ποσού 150.000,00 ευρώ (εκ της αδικοπραξίας για τις ακάλυπτες επιταγές με αριθμούς …….., ποσού 40.000,006, …….. ποσού 35.000,006, …….. ποσού 35,000,006, ……… ποσού 40.000,006) προβάλουν την ένσταση συναφθέντος εξώδικου συμβιβασμού και την ένσταση απόσβεσης και έλλειψης ληξιπρόθεσμης και απαιτητής αξίωσης της ενάγουσας. Ειδικότερα ότι η ενάγουσα ουδέποτε συμβλήθηκε με την πρώτη εναγόμενη προς ρύθμιση του ανωτέρω ποσού ούτε προέβη σε οποιαδήποτε καταγγελία του προβλεφθέντος συμβιβασμού, με την ιδιότητά της ως μη συμβαλλομένης πιστώτριας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 των συμφωνιών εξυγίανσης, το οποίο αναφέρεται στον τρόπο αποπληρωμής των μη συμβαλλόμενων ορίζεται ότι οι μη συμβαλλόμενοι πιστωτές θα λάβουν ποσοστό 20% του συνόλου της απαίτησής τους, το δε ποσό αυτό θα εισπράξουν τμηματικά σε δεκαοκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις της πρώτης αρχόμενης ένα έτος μετά την τελεσίδικη επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης από το αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο και οποία οποιαδήποτε άλλη απαίτηση πέραν του ποσού αυτού, όπως αυτό συμφωνείται, ότι περιορίζεται στο προαναφερόμενο ποσοστό, αποσβέννυται και διαγράφεται. Ότι συνεπώς μέρος της απαίτησης της ενάγουσας, για το οποίο δεν υπήρξε συμφωνία, δεν ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο αιτείται με την επίδικη αγωγή της, αλλά αυτό έχει περιοριστεί και αποσβεστεί, κατόπιν διαγραφής κατά ποσοστό 80% λόγω της μη συναίνεσης αυτής στη διενεργηθείσα διαδικασία εξυγίανσης της εταιρείας, η οποία εν προκειμένω, ουδέποτε καταγγέλθηκε και είναι ακόμα σε ισχύ. Ότι η ανωτέρω υπ΄ αριθμ.943/2012 απόφαση έχει τελεσιδικήσει από την 13-3-2013, οπότε και παρήλθε άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ΄ αυτής. Οι εναγόμενοι συνομολογούν ότι δεν έχουν εξοφλήσει στην ενάγουσα τις έως σήμερα οφειλόμενες δόσεις, ήτοι αυτή της 13/9/20.14, της 13/3/2015, της 13/9/2015, της 13/3/2016, της 13/9/2016, της 13/3/2017, της 13/9/2017 και ως εκ τούτου οφείλουν μέχρι και σήμερα το ποσό των (30.000:18=1.666,66 X 7 δόσεις) 11.666,66 ευρώ. Η  ενάγουσα τυγχάνει, ως προς το ποσό αυτό μη συμβαλλόμενη πιστώτρια και ουδέποτε κατήγγειλε, με την ιδιότητα αυτή την επιβληθείσα δια της με αριθμό 5943/2012 δικαστικής αποφάσεως ρύθμιση. Επομένως θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση σύμφωνη με τον προαναφερθέντα εξώδικο συμβιβασμό και να απορριφθεί η επίδικη αγωγή, ως προς το ποσό των 150.000 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω εκτιθέμενων, η ενάγουσα ως προς την αξίωση για τις επιταγές συνολικού ποσού 150.000 ευρώ τυγχάνει μη συμβαλλόμενη πιστώτρια, καθώς ουδέποτε συνεβλήθη με την πρώτη εναγόμενη προς ρύθμιση του ανωτέρω ποσού, αλλά απλώς επιφυλάχθηκε να ασκήσει νόμιμα δικαιώματά της. Επιπροσθέτως σύμφωνα με το άρθρο 106 ε παρ.1 η όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο της υπ’ αριθμ. 5943/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ορίζεται ότι «Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και παθητικού οφειλέτη και ιδίως: την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας. Η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους 3 μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας (όπως η προθεσμία των 6 μηνών τροποποιήθηκε σε 3 μήνες με το άρθρο 234 παρ.8 του νόμου 4072/2012), ενώ από την επισκόπηση της από 3-9-2012 συμφωνίας της ενάγουσας με την πρώτη εναγόμενη προκύπτει ότι στην παρ.5 της σελ.8 ορίζεται ότι η αναστολή των ατομικών διώξεων των μη συμβαλλόμενων πιστωτών έναντι της εταιρείας θα ισχύει για έξι μήνες από την τελεσίδικη επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης. Επομένως λόγω παρόδου προθεσμίας μεγαλύτερης των 3 μηνών (που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης και δημοσίευσης της απόφασης) από την τελεσίδικη επικύρωση της συμφωνίας έως το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής ως προς την αξίωση της ενάγουσας ως προς τις ανωτέρω επιταγές ποσού 150.000 ευρώ δεν υφίσταται αναστολή των ατομικών διώξεων ως προς την πρώτη εναγόμενη. Ωστόσο δεδομένου ότι δεν υφίσταται συμφωνία των ανώτερο) διαδίκων δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταγγελία από την ενάγουσα ως η συμβαλλόμενη πιστώτρια, ούτε ορίζεται τέτοια διαλυτική αίρεση ή καταγγελία στην ανωτέρω σύμβαση εξυγίανσης ως προς την ανώτεροι αξίωση εκ των επιταγών ποσού 150.000 ευρώ, η οποία πλέον ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ (αφαιρουμενου ποσοστού 80% το οποίο διαγράφεται λόγω της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης -120.000). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού για την ενάγουσα ως μη συμβαλλόμενη πιστώτρια θα έπρεπε να συντελεστεί σε 18 εξαμηνιαίες δόσεις, μετά το πέρας περιόδου χάριτος ενός έτους από την τελεσιδικία της αποφάσεως, Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω υπ΄ αριθμ. 5943/2012 απόφαση δημοσιεύθηκε την 27η™ 12- 2012, την 10η-01-2013, η πρώτη εναγόμενη προέβη στη δημοσίευση της απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, ενώ στις 5/2/2013 η πρώτη εναγόμενη προέβη κατά το διατακτικό και στην καταχώρηση αυτής στο ΓΕΜΗ, δημοσιεύθηκε δε νόμιμα και στο υπ, αριθμόν 1061/13-2-2013 φύλλο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ- ΕΠΕ). Οπότε, τελεσιδίκησε ένα μήνα μετά, στις 13-3-2013, οπότε και παρήλθε άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά αυτής (άσκηση τριτανακοπής κατά επικυρωτικής απόφασης άρθρο 106ζ παρ, 6 και 7 ΠτΚ .  Περαιτέρω έχει εξοφλήσει στην ενάγουσα τις έως τη συζήτηση της αγωγής οφειλόμενες δόσεις, ήτοι αυτή της 13/9/2014, της 13/3/2015, της 13/9/2015, της 13/3/2016, της 13/9/2016, της 13/3/2017, της 13/9/2017 και ως εκ τούτου οφείλει το συνολικό ποσό των (30.000,006/18 εξαμηνιαίες δόσεις 1.666,66 X 7 δόσεις – 11,666,62, ενώ το υπόλοιπο ποσό εισέτι δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.  Ωστόσο όλα τα ανωτέρω ισχύουν αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη και την ενάγουσα ως μη συμβαλλόμενη πιστώτρια, αλλά και αναφορικά με την αδικοπρακτική ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου έναντι της ενάγουσας, διότι σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 (σελ. 8 συμφωνίας) «τα αυτά ισχύουν και για τους αλληλεγγύως ευθυνόμενους και εις ολόκληρον υπόχρεους με την «επιχείρηση»….ακόμη και όσον αφορά την τυχούσα ευθύνη τους προς αποζημίωση από αδικοπραξία». Επίσης αναφορικά με την αξίωση της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγόμενης για τις λοιπές επιταγές υπ’ αριθμ. ………., συνολικού ποσού 161.618,14 που προέρχονται από την υπ΄ αριθμόν ………/2011 διαταγή Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  όπως αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα από 3-9-2012 ληξιπρόθεσμη στις 13-9-2014. Περαιτέρω της συμφωνία εξυγίανσης της πρώτης εναγόμενης με την ενάγουσα ως προς την οποία η ενάγουσα τύγχανε συμβαλλόμενη πιστώτρια με ερμηνεία της συμφωνίας κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ. κρίνεται ότι έχει τεθεί στην ανωτέρω συμφωνία διαλυτική αίρεση προβλεπόμενη από το άρθρο 106 ε παρ. 3 (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης που επικύρωνε τη συμφωνία) η μη τήρηση της συμφωνίας όπως ρητά προβλεπόταν αυτό στο άρθρο 3,6, η οποία διαλυτική αίρεση εν πρακειμένω έχει πληρωθεί, καθώς αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα μετά την καθυστέρηση από την πρώτη εναγόμενη οκτώ διαδοχικών μηνιαίων δόσεων συνολικού ποσού 107.745,44 ευρώ έχει επιδώσει στην πρώτη εναγόμενη; την από 22- 2-2017 προσκομισθείσα από την ενάγουσα εξώδικη όχληση που κοινοποιήθηκε στην πρώτη εναγόμενη την 3-3-2017 (βλ. την υπ’ αριθμ. …../3-3-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….) δηλώνοντας ότι παρερχόμενης απράκτου της ημερομηνίας του ενός μήνα από την επίδοση θεωρεί ανατραπέντα τον ανωτέρω συμβιβασμό και ότι θα στραφεί σε βάρος της διεκδικώντας το σύνολο της απαιτήσεως. Επομένως έως τη συζήτηση της ένδικης αγωγής και μετά την παρέλευση ενός μηνάς από την επίδοση της σχετικής εξωδίκου δηλώσεως χωρίς εξόφληση από την πρώτη εναγομένη της απαίτησης με τόκους γίνεται δεκτό ότι έχει πληρωθεί η τεθείσα διαλυτική αίρεση και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πλέον εν ισχύ συμφωνία εξυγίανσης μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης ως προς τις επιταγές, συνολικού ποσού 161.618,14 ευρώ. Επιπροσθέτως αποδείχθηκε ότι εκ της ανωτέρω συνολικής οφειλής της η πρώτη εναγομένη έχει καταβάλει καταρχάς το ποσό των 4.500 ευρώ, ήτοι την 23- 01-2014 κατέβαλλε το ποσό των 1.500 ευρώ, την 27-06-2014 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 5-08-2014 το ποσό των 1.000 ευρώ και την 17-09- 2014 το ποσό των 1.000 ευρώ και μετά την κατάθεση της αγωγής υπήρξε μερική εξόφληση προς την ενάγουσα κατά το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ, ήτοι την 19-6-2015 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 7-1-2016 το ποσό των 1,000 ευρώ, την 10-2-2016 το ποσό των 1.500 ευρώ και την 19-12-216 το ποσό των 1.500 ευρώ. Περαιτέρω  αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, γνώριζε την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κατά την έκδοση των επιταγών, από Αύγουστο 2010 έως Οκτώβριο 2010, αλλά και κατά την εμφάνιση προς πληρωμή των επιταγών όπως εξάλλου συνάγεται από τις προτάσεις των εναγόμενων  που αναφέρουν ότι πριν σφραγιστούν οι επίδικες επιταγές οι υποχρεώσεις της πρώτης εναγόμενης ανέρχονταν στο ποσό των 18,1 εκατομμυρίων ευρώ και το ταμειακό της διαθέσιμο στις 69,400 ευρώ. Εξάλλου ο δεύτερος εναγόμενος εκ της θέσης του (μέλος του ΔΣ και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής), εκδίδοντας τις επιταγές τελούσε σε γνώση της δυσμενούς και επισφαλούς οικονομικής κατάστασης της εκδότριας, καθώς και του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την κάλυψη των επιταγών και του ότι αυτές δεν θα πληρώνονταν κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμή. Συνακόλουθα, οι εναγόμενοι διέπραξαν σε βάρος της ενάγουσας και αδικοπραξία, κατά την έννοια της ΑΚ 914. Τη δε αδικοπρακτική του ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου δεν αποκλείει το γεγονός ότι υπέγραψε τις επίμαχες επιταγές ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εκδότριας εταιρίας και κατά την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων του, αφού επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, όπως εν προκειμένω, από το νόμιμο εκπρόσωπο ανώνυμης εταιρίας στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει, εκτός από το νομικό πρόσωπο, και τον νόμιμο εκπρόσωπο (άρθρο 71 ΑΚ), που υπέγραψε την επιταγή εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρύσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Από την παράνομη και υπαίτια πράξη του δεύτερου εναγομένου, εξάλλου, προξενήθηκε σε βάρος της ενάγουσας θετική περιουσιακή ζημία ισόποση με το συνολικό ποσό των επιταγών, τις οποίες αυτός, υπό την ως άνω ιδιότητά του και κατά τα προαναφερόμενα, εξέδωσε, δηλαδή ζημία ύψους (161.618,14+11.666,62-) 173.284,76 ευρώ, από το οποίο ποσό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 9.500 ευρώ που έχει ήδη καταβληθεί από τους εναγόμενους στην ενάγουσα, το οποίο έχει καταλογισθεί στην πρώτη επιταγή, ήτοι στην υπ΄  αριθμ. ……… επιταγή ως προς την οποία δεν υφίσταται πλέον συμφωνία εξυγίανσης για την πρώτη εναγόμενη και επομένως η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό των 163.784,76 ευρώ (173.284,76- 9.500), η οποία προήλθε από τις ως άνω επιταγές. Και τούτο, διότι η ενάγουσα είναι που, έχοντας καταστεί κομίστρια των επιταγών αυτών με δικαίωμα αναγωγής, υφίσταται τελικώς τη ζημία από τη μη πληρωμή τους, με την έννοια ότι η ζημία της είναι απότοκη της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Αντίστοιχη, δε, με την ως άνω ζημία που η ενάγουσα υπέστη είναι και η αποζημίωση που η τελευταία δικαιούται έναντι των  εναγόμενων προς αποκατάστασή της, ανερχόμενη, ως εκ τούτου, στο ίδιο αυτό ποσό των 163.784,76 ευρώ. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνεπεία του εις βάρος της διαπραχθέντος αδικήματος της ακάλυπτης επιταγής και της συνακόλουθης διατάραξης των συναλλαγών, της προσβολής της αξιοπιστίας της, της εμπορικής τους πίστης και υπόληψης και της ζημίας στην πιστοληπτική της ικανότητα υπέστη ηθική βλάβη. ΑΠ 15/2021, 1048/2020, 704/2017, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγομένων περί του η ενάγουσα ότι δεν υπέστη ηθική βλάβη, καθόσον αναγκάστηκε να καταβάλει το τίμημα των επιταγών,  προκειμένου να περιορίσει τις δυσμενείς για αυτήν συνέπειες στην αγορά από την  κυκλοφορία των ως άνω ακάλυπτων επιταγών. Επομένως, δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο, εύλογο κατά την κρίση του, ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του τον βαθμό του πταίσματος των εναγόμενων, για την τέλεση της αξιόποινης πράξεως της ακάλυπτης επιταγής και  ιδίως  των δυσμενών οικονομικών συγκυριών, της ανυπαίτιας ματαίωσης συμβάσεων, το είδος και την έκταση της περιουσιακής ζημίας που προκάλεσε στην ενάγουσα και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες  λόγω της ήττας τους  στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες  παραβόλου .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 05.04.2021 έφεση που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης πρωτ. ………../2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου με αρ. κατ. Εφετείου ………./2021  κατά της με αριθμό 4427/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00)  ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Ιουλίου 2023  και δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουλίου  2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ