Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 389/2023

Αριθμός   389/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών,  Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα T.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Σταφυλοπάτη.

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Σπυριδούλα Φωτοπούλου.

Η καλούσα-ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία, Αντικείμενο Ενοχικό) την από 27.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2016) αγωγή,  επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  438/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Στη συνέχεια η καλούσα-ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 30.3.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017) Δήλωση Παραίτησης από το Δικαίωμα Άσκησης  Έφεσης κατά της υπ΄ αριθμ 438/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Αθηνών και ακολούθως άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 27.3.2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2017) αίτηση αναιρέσεως κατά της προαναφερόμενης απόφασης. Επί της αίτησης αυτής το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 891/2018 απόφασή του (Α2 Πολιτικό Τμήμα), που αναίρεσε την υπ΄ αριθμ. 438/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  και παράπεμψε την εκδίκαση της υποθέσεως στο αυτό δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Με την από 29.8.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) κλήση της καλούσας-ενάγουσας η προκειμένη υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 880/2021 απόφαση αυτού, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο  καθ΄ύλην και παράπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο, καθ΄ύλην και κατά τόπον,  Τριμελές Εφετείο Πειραιώς.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 17.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021) κλήση της καλούσας-ενάγουσας η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξουσιος δικηγόρος της καλούσας-ενάγουσας και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του καθ΄ ου η κλήση-εναγομένου, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα φέρεται με την από 17-5-2021 και με αριθμό καταθ. …………/2021 κλήση της  ανώνυμης εταιρίας  με  την  επωνυμία «………..» η από 27-6-2016 και με αριθμό κατάθεσης ………./2016 αγωγή  της,  την οποία   είχε απευθύνει αρχικά    στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, επί της οποίας εξεδόθη  η υπ΄αριθμόν 438/2017 απόφαση με την οποία  απορρίφθηκε η αγωγή  για έλλειψη δικαιοδοσίας  καθώς  κρίθηκε ότι η ένδικη υπόθεση συνιστά διοικητική διαφορά  και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και  εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 891/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία   κρίθηκε ότι η ένδικη υπόθεση συνιστά ιδιωτικού δικαίου διαφορά και υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και παραπέμφθηκε για εκ νέου εκδίκαση αυτής  στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη συνέχεια, εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 880/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία κρίθηκε  καθ΄υλην και κατά τόπο αναρμόδιο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιου  Δικαστηρίου.

Α. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ 1,2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ.1) ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας ,όπως νόμος ορίζει (παρ 2) και ότι σε ειδικές περιπτώσεις  και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας  μπορεί ν΄ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά  δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ 1 του ν 1406/1983 που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ . 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πρίν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς  προθεσμίας, δυνάμενης  να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως  στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί  στα  δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία  των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές  διαφορές ουσίας, μεταξύ δε, των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές  που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας  των διοικητικών διαφορών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι διαφορές  που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής  ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως  επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος  έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες  προβλέπονται κανονιστικώς  και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται , προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές  και οι διαφορές αυτές  υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (Α.Ε.Δ 1/2016, 3/2012,29/2011). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές  ουσίας  είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές  από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται  σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου   με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ Α.Ε.Δ. 1/2016, 12, 11/2013, 3/2012). Εξάλλου, όταν   η συμφωνία είναι προφορική, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της ως συμφωνίας διεπομένης από το διοικητικό ή ιδιωτικό δίκαιο, δεν δύναται ν΄αναζητηθούν  στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο,  ούτε  είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το κανονιστικό καθεστώς που την διέπει, ώστε να διερευνηθεί αν η ένδικη σύμβαση διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του  Δημοσίου ή  νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς. Επομένως η διαφορά που απορρέει από μία τέτοια  συμφωνία μεταξύ των διαδίκων είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, ανεξαρτήτως αν η συμφωνία αυτή, η οποία φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου απέβλεπε στη εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ).

Β. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904 § 1 και 908 ΑΚ, κατά τα οποία “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη (904) και ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό”(908), σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση “ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και για τα ΝΠΔΔ και γενικότερα επι φορέων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, δεδομένου ότι δεν καθιερώνεται γι` αυτά εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη(ΟλΑΠ 4/2021, ΟλΑΠ 218/1977).  Οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού εξάλλου, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 361/2010, 1499/2009).

Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 του προϊσχύσαντος 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους, όπως ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση , οι διατάξεις του οποίου καταργήθηκαν με το άρθρο 177 του ν. 4270/2014 “Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής” και στο άρθρο 91 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι “Επιφυλασσόμενης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…”. Στις απαιτήσεις δε κατά του Δημοσίου, οι οποίες υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή βάσει των ανωτέρω διατάξεων, περιλαμβάνονται τόσο εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία όσο και εκείνες που πηγάζουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΣΤΕ2748/2017, ΑΠ 125/2001). Από της καταργήσεώς των ανωτέρω διατάξεων ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση  οι διατάξεις του ν. 4270/2014  και συγκεκριμένα τα  άρθρα 140 και 141 στα οποία αναφέρεται ότι « Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις  του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν 4174/2013 Α΄, 170) παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξε δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής»  και  «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης  κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη …». Ως εκ τούτου και υπό την ισχύ των διατάξεων του νόμου αυτού στις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου, οι οποίες υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και κείνες που πηγάζουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό ( σχετ . ΑΠ 709/2022, ΑΠ3/2020, ΑΠ 1264/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 95 εδαφ.  α΄ του νδ 321/1969 «περί Κωδικος Δημοσίου Λογιστικού» αρχικά, κατά το άρθρο 93 εδαφ. α΄του ν. 2362/1995 «περί Δημόσιου Λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους» στη συνέχεια  και ήδη κατά το άρθρο 143 του ν 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας – Δημόσιο Λογιστικό» «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων  κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο με την υποβολή της υποθέσεως  στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε αρχίζει και πάλι η παραγραφή από την τελευταία διαδικαστική  πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών». Κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών, στις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, επέρχεται  διακοπή της παραγραφής όχι μόνο  όταν εισαχθεί στο δικαστήριο η διαφορά  που αφορά την ικανοποίηση της αξίωσης, αλλά και όταν άλλο δικαστήριο, κρίνοντας  για διαφορετικό αντικείμενο επιλύει αρμοδίως  ζήτημα  που αποτελεί τη βάση ή προϋπόθεση της αξίωσης, ή η παρεμπίπτουσα  έρευνα του οποίου  θα ήταν αναγκαία για να επιλυθεί η διαφορά στην οποία  αναφέρεται η αξίωση. Εάν λοιπόν  η διαφορά  που υποβλήθηκε στα διοικητικά δικαστήρια  συνίσταται στην επίλυση  ζητήματος, το οποίο απαιτείται να επιλυθεί και από τα πολιτικά δικαστήρια στα οποία εισήχθη έτερη διαφορά, ώστε στις  διαφορές αυτές  να υφίσταται  κοινό ζήτημα προς επίλυση, τότε με την υποβολή της διαφοράς στα διοικητικά δικαστήρια διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης που εισήχθη στα πολιτικά δικαστήρια (σχετ ΟλΑΠ 1327/1986 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Τέλος, μεταξύ  των διαδικαστικών πράξεων περιλαμβάνονται, εκτός από την άσκηση της αγωγής, η συζήτηση της υπόθεσης, η κλήση για προσδιορισμό δικασίμου, η έκδοση, η δημοσίευση και η κοινοποίηση οριστικής απόφασης, αναβλητικής απόφασης  και η άσκηση ενδίκου μέσου  (ΑΠ 1241/2018, 1241/2018).

Ε. Επιπροσθέτως,  από τις διατάξεις των άρθρων 1,2 παρ 1,3 παρ 1,4,8 παρ 1,14 παρ 1, 16 παρ 1 και 2 ,19 παρ 1,21,35παρ 1 και 36 του ν 2859/2000 «κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», οι διατάξεις του οποίου υπερισχύουν των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου όπως είναι η διάταξη του άρθρου 425 ΑΚ στην οποία ορίζεται ότι τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση  δοθέντος ότι ως έξοδο νοείται και ο φόρος προστιθέμενης αξίας, σαφώς προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής,  για την οποία  είναι  υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος  σε αυτό φόρου προστιθέμενης αξίας (ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη ως ληπτη των παρεχομένων σε αυτόν  υπηρεσιών και υπόχρεο  συνεπεία τούτου στην καταβολή του) σε περίπτωση που κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής του εργολάβου ύστερα από επιταγή δημόσιας αρχής, όπως επί δικαστικής απόφασης, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών  Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία  (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά. Η απαίτηση αυτή μπορεί να επιδιωχθεί  βάσει των ανωτέρω διατάξεων και σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού  προκαταβολικά  κατά την διάταξη του άρθρου 69 παρ 1 περ ε΄ του ΚΠολΔ (σχετ ΑΠ 43/2021, ΑΠ535/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 22 του ν. 1642/1986, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 22 του ν 2589/2000, οι οποίες καθορίζουν τις απαλλαγές από το ΦΠΑ, δεν προβλέπεται απαλλαγή του Δημοσίου, ΟΤΑ και λοιπών ΝΠΔΔ, από το φόρο αυτό του Δημοσίου και ο εργοδότης επιβαρύνεται με ΦΠΑ έστω και αν η σύμβαση  στα πλαίσια της οποίας εκτελέστηκε το έργο ήταν άκυρη (ΑΠ 43/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με  την κρινόμενη  με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ………/2016 αγωγή   η ενάγουσα εταιρία εκθέτει  ότι  με την από 24-6-2004 έγγραφη σύμβαση που συνήψε με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από την Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων, Αθλητικών Ολυμπιακών Έργων και Εγκαταστάσεων (ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ) ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Σταδιο Ειρήνης και Φιλίας: Στεγανοποίηση και βελτίωση επιπέδων +6,00 και + 9,80»,  με κατεπείγοντα χαρακτήρα λόγω της έναρξης στις 13-8-2004  των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το έργο  περιελάμβανε τις απαραίτητες παρεμβάσεις  για την στεγανοποίηση και βελτίωση των επιπέδων +6,00 και +9,80 του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας με αποξηλώσεις και καθαιρέσεις, επισκευές και αποκαταστάσεις  των φθορών και ζημιών που είχε υποστεί το Στάδιο και την προσαρμογή αυτού στις αυξημένες ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων αντί εργολαβικού ανταλλάγματος  ύψους 2.683.964,98 ευρώ πλέον ΦΠΑ ενώ ο χρόνος παράδοσης του έργου ορίστηκε σε 30 ημέρες από της υπογραφής της σύμβασης. Κατά την διάρκεια εκτέλεσης του έργου  διαπιστώθηκε ότι απαιτούνταν επείγουσες πρόσθετες εργασίες κατά την έννοια των άρθρων 8 του ν 1418/1984 και 43,44 του πδ 609/1985,   οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά το χρόνο σύνταξης της μελέτης του έργου και κατέστησαν αναγκαίες  λόγω των απρόβλεπτων απαιτήσεων της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (Δ.Ο.Ε.) και της Διεθνούς αλλά και της Ελληνικής Ομοσπονδίας  Πετοσφαίρισης. Για την εκτέλεση των εργασιών αυτών  συντάχθηκαν εισηγητικά σημειώματα της Διευθύνουσας το έργο Υπηρεσίας (ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ) και ελήφθη η σύμφωνη γνώμη της ηγεσίας του Υπουργείου ενώ εκδόθηκαν και οι απαραίτητες  έγγραφες εντολές  προς την ανάδοχο εταιρεία. Τόσο οι συμβατικές όσο και οι πρόσθετες  εργασίες του έργου περαιώθηκαν εμπρόθεσμα και παραλήφθηκαν από την Προϊσταμένη Αρχή  (ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ) η οποία διαβίβασε στην ενάγουσα  βεβαίωση περάτωσης του έργου στις 30-7-2004 σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ακολούθως,  συντάχθηκαν και ελέγχθηκαν οι επιμετρήσεις  των συμβατικών και των πρόσθετων εργασιών από τον τεχνικό σύμβουλο της Διευθύνουσας  το έργο Υπηρεσίας  και από τους επιβλέποντες  το έργο μηχανικούς  και  συντάχθηκε ο  πρώτος  ανακεφαλαιωτικός πίνακας  εργασιών (Α.Π.Ε.) και το πρώτο Πρωτόκολλο Καθορισμού Τιμών Μονάδος Νέων Εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.), τα οποία  εγκρίθηκαν  από την Προϊσταμένη Αρχή (Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων ΄Εργων/Αθλητικών Ολυμπιακών Έργων – Εγκαταστάσεων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού του Υπουργείου Πολιτισμού), όπως και η σύναψη της πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης  για τις πρόσθετες εργασίες που απαιτήθηκαν ποσού 319.108,42 ευρώ εκ των οποίων 40.905,51 ευρώ για γενικά έξοδα και όφελος εργολάβου (ποσοστό 18%) και 50.950,08 ευρώ για ΦΠΑ λόγω υπέρβασης του ποσού της αρχικής σύμβασης. Οι εργασίες αυτές τιμολογήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ 3 του πδ 609/85 με τιμές μονάδος είτε από παρόμοια ή ανάλογα άρθρα εγκεκριμένων αναλυτικών τιμολογίων είτε – όπου δεν υπήρχαν – από παρακολούθηση  από την ορισθείσα Επιτροπή Καθορισμού Τιμών η οποία συνέταξε το από 10-8-2004 Πρακτικό παρακολούθησης, διαπίστωσης και καθορισμού συντελεστών κόστους νέων πρόσθετων εργασιών, ενώ οι τιμές των υλικών και των ημερομισθίων ελήφθησαν από το επίσημο Πρακτικό της Επιτροπής Διαπίστωσης Τιμών Δημοσίων Έργων του β΄τριμήνου του έτους 2004 και η δαπάνη για τις πρόσθετες εργασίες  προσαυξήθηκε κατά 18% για γενικά έξοδα και όφελος εργολάβου σύμφωνα με το άρθρο 10.1 της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων του  έργου και το άρθρο 5 παρ 4 του πδ 609/1985 πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ. Ωστόσο, το Ελεγκτικό Συνέδριο  στο οποίο υποβλήθηκε  προς έλεγχο η συνταχθείσα από την Διευθύνουσα Υπηρεσία πρώτη συμπληρωματική σύμβαση αρνήθηκε  την έγκριση αυτής με την αιτιολογία ότι ήταν αναρμόδιο κατά το χρόνο καθώς η συμπληρωματική σύμβαση αφορούσε πρόσθετες εργασίες οι οποίες είχαν ήδη εκτελεστεί με συνέπεια  η ενάγουσα να βρίσκεται σε αδυναμία να εισπράξει  την αμοιβή της για τις πρόσθετες εργασίες  που εκτέλεσε δυνάμει των εντολών της Προϊσταμένης Αρχής και της Διευθύνουσας Υπηρεσίας  ανερχομένης συνολικά στο ποσό των 268.158,32 ευρώ πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, ποσό κατά το οποίο  το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο  κατέστη πλουσιότερο καθόσον το ποσό αυτό θα κατέβαλε σε τρίτο εργολάβο  με τον οποίο θα  κατήρτιζε έγκυρη σύμβαση έργου για την εκτέλεση των εργασιών αυτών. Ζήτησε δε, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ΄αυτήν  βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς η σύμβαση για τις πρόσθετες εργασίες έγινε προφορικά και ως εκ τούτου είναι άκυρη, το ποσό των 268.158,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της αποπερατώσεως του έργου (30-7-2004), άλλως από της οριστικής παραλαβής του έργου (25-1-2008), άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, πλέον του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), καθώς επίσης και να καταδικαστεί  το εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα αυτής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων που δεν στερούνται δικαιοδοσίας  καθόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά αφού δεν είναι δυνατή η διάγνωση του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, ούτε  η διαπίστωση  της πρόβλεψης σε αυτή ρήτρας  που αποκλίνει από το κοινό δίκαιο καθώς, συνήφθη προφορικά  και συνακόλουθα η διαπίστωση της ύπαρξης σχέσης δημοσίου δικαίου που να συνδέει την ενάγουσα με το Δημόσιο  προϋπόθεση αναγκαία για την καθίδρυση δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α  μείζονα σκέψη δοθέντος ότι η αγωγή ασκήθηκε προ της  τροποποιήσεως του άρθρου 175 του ν 4412/2016  με το άρθρο 21 του ν 4491/2017. Περαιτέρω,  αρμοδια και παραδεκτά φέρεται  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα   (άρθρα 1παρ 1 έως 3 του ν 3669/2008, άρθρο 377 παρ 31 του ν 4412/2016, άρθρο 77 παρ 1και 2 του 3669/2008, άρθρο 64 παρ 4 ΕισΝΚΠολΔ και άρθρο 26 του ν 4491/2017}  και  κατά την διαδικασία του άρθρου 77 του ν 3669/2008 (και όχι του άρθρου 175 του  ν.  4412/2016  αφού η αγωγή   ασκήθηκε   προ της 1-11-2017  (άρθρο  28 του ν 4491/2017). Είναι  αρκούντως ορισμένη καθόσον στο δικόγραφο  περιέχονται με σαφήνεια τα περιστατικά που  θεμελιώνουν  την κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού  αγωγή καθώς  αναφέρονται  οι πρόσθετες εργασίες τις οποίες εκτέλεσε η ενάγουσα, η τιμή μονάδος εκάστης, ο τρόπος υπολογισμού αυτής  καθώς και η συνολική αμοιβή της ενάγουσας απορριπτομένου αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου ως αβάσιμου. Είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681,345, 346,361, 904, 7, 8, 11 του  ν.1418/1984  σε συνδυασμό με  34, 43 του πδ 609/1985, 1 του πδ 220/2000   και 69 παρ 1 περ ε΄και 176 ΚΠολΔ  πλην του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από της αποπερατώσεως του έργου (30-7-2004), άλλως από της οριστικής παραλαβής του έργου (25-1-2008) το οποίο είναι απορριπτέο ως  μη νόμιμο  καθόσον σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 45 παρ 2 του ν 4607/2019 επί οφειλής του Δημοσίου τόκος οφείλεται  μόνο από την επίδοση  του δικογράφου της αγωγής  στον Υπουργό Οικονομικών  ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από το νόμο σε ειδικές κατηγορίες  υποθέσεων. Συνεπώς,  πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν δοθέντος ότι έχει καταβληθεί  και το απαιτούμενο τέλος του δικαστικού ενσήμου με τις απαιτούμενες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων όπως προκύπτει από το υπ΄αριθμόν ……../4-11-2016 διπλότυπο είσπραξης  της Α ΔΟΥ Αθηνών.

Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι  η κρινόμενη αγωγή είναι απαράδεκτη για το λόγο ότι για την επίλυση της ένδικης διαφοράς  χωρεί μόνο η άσκηση προσφυγής στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο  κατά της παράλειψης της Διευθύνουσας  Υπηρεσίας  έκδοσης πράξης περί έγκρισης του τρίτου   λογαριασμού που αφορούσε στην  αμοιβή της για τις πρόσθετες εργασίες (επίδικη αμοιβή) σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν 1418/1984 όπως ίσχυε   πρό αλλά  και  μετά την τροποποίηση του με το ν 3481/2006. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος  ως  νόμω αβάσιμος  καθόσον η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού  δεν παρεμποδίζεται από την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 13 του ν 1418/1984 (όπως ίσχυε και ισχύει)  δυνατότητα άσκησης προσφυγής ή αγωγής για την επίλυση  διαφοράς  μεταξύ των συμβαλλομένων μερών  από την σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου.

Περαιτέρω,  το εναγόμενο  Ελληνικό  Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη για το λόγο ότι δεν τηρήθηκε η προδικασία  της ενδικοφανούς διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς που ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984 με υποβολή ενστάσεως κατά της παραλείψεως της Διευθύνουσας υπηρεσίας και ακολούθως κατάθεσης  αίτησης θεραπείας.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος  καθόσον η διαδικασία της ενδικοφανούς διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς ακολουθείται επί  εγκύρου συμβάσεως έργου και δεν απαιτείται  επί αγωγής  αποδόσεως της ωφέλειας λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Από την υπ΄αριθμόν …./18-10-2022 ένορκη βεβαίωση του . …..  που δόθηκε επιμελεία της ενάγουσας εταιρείας   κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου (βλ. υπ΄αριθμούς …/12-10-2022 και …/12-10-2022  εκθέσεις  επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……..)  και   όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 24 -6-2004 έγγραφη  σύμβαση  το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο βάσει σχετικής εξουσιοδοτήσεως  από τον Προϊστάμενο του Τμήματος ζ΄ Κατασκευών της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ της Γ.Γ.Α,  ………., ανέθεσε  στην ενάγουσα εργοληπτική εταιρεία κατόπιν της υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ/Φ230/382/4612/9-6-2004 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων Αθλητικών Ολυμπιακών ΄Εργων και Εγκαταστάσεων (ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ) της Γενικής  Γραμματείας  Αθλητισμού του Υπουργείου Πολτισμού, την εκτέλεση του έργου «ΣΤΑΔΙΟ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑΣ: ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΕΠΙΠΕΔΩΝ +6,00 ΚΑΙ 9,80» σύμφωνα με τις διατάξεις  του άρθρου 5 παραγρ. 1 του ν 1418/84 και του πδ 220/2000. Η ενάγουσα ανέλαβε την εκτέλεση  ολοκλήρου του  έργου, αντικείμενο του οποίου, με επείγοντα χαρακτήρα,  ήταν οι απαραίτητες παρεμβάσεις για την στεγανοποίηση και βελτίωση των επιπέδων +6,00 και 9,80 του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας με αποξηλώσεις και καθαιρέσεις  και οι  εν συνεχεία  επισκευές και αποκαταστάσεις των φθορών και ζημιών του Σταδίου   σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών αρχομένης  από της  υπογραφής  της σύμβασης  αυτής. Το εργολαβικό αντάλλαγμα ορίστηκε στο ποσό των 2.683.964,98 ευρώ  πλέον ΦΠΑ. Το αντικείμενο του έργου και οι υποχρεώσεις του αναδόχου  περιέχονται στα τεύχη και στα  σχέδια της μελέτης  της Διευθύνουσας  το έργο Υπηρεσίας που εγκρίθηκε με την υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ/Φ230/354/2821/31-3-2004 απόφαση και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ανωτέρω σύμβασης, ενώ ρητά ορίστηκε ότι η σύμβαση διέπεται  από το νόμο  1418/84 «Δημόσια Έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων»,  το πδ 609/85 «κατασκευή δημοσίων έργων» και  το πδ 220/00 «Σύσταση στη Γ.Γ.Α. Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων για τον προγραμματισμό, τη μελέτη και κατασκευή αθλητικών και λοιπών έργων που θα εξυπηρετούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004». Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η ενάγουσα προέβη στις συμφωνηθείσες εργασίες κατά την διάρκεια  των οποίων  διαπιστώθηκε η ανάγκη εκτέλεσης επειγουσών πρόσθετων, κατά την έννοια των άρθρων 8 του ν 1418/1984, 43 και 44 του πδ 609/1985, εργασιών οι οποίες  δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση αλλά κατέστησαν  αναγκαίες  λόγω των απρόβλεπτων απαιτήσεων της Διεθνούς  Ολυμπιακής Επιτροπής (Δ.Ο.Ε.),  της Διεθνούς αλλά  και της Ελληνικής Ομοσπονδίας  Πετοσφαίρισης  οι οποίες  γνωστοποιήθηκαν μετά την υπογραφή της σύμβασης από την Ο.Ε.Ο.Α. «Αθήνα 2004 Α.Ε.» στη Διευθύνουσα το έργο Υπηρεσία. Οι πρόσθετες αυτές εργασίες  δεν μπορούσαν  να διαχωριστούν  από την αρχική σύμβαση και ήταν απολύτως αναγκαίες  για την τελειοποίηση του τεχνικού αντικειμένου της σύμβασης και την ασφαλή τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο σύνταξης της μελέτης του έργου. Εξαιτίας  των πρόσθετων αυτών εργασιών  εγκρίθηκε  με την υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ Φ230/447/6733/14-7-2004 απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής (Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων) η παράταση της προθεσμίας περαίωσης  του ανωτέρω έργου για την εκτέλεση των συγκεκριμένων αυτών εργασιών κατά  εξ (6)  ημέρες  δηλαδή  μέχρι την 30-7-2004.  Συγκεκριμένα, με την υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ/Φ230/436/6991 εξαιρετικά επείγουσα  απόφαση της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων και Αθλητικών Ολυμπιακών έργων  δόθηκε εντολή για :  α) αύξηση του αριθμού των φωτιστικών σωμάτων επί των  σιδηρών ιστών για την ικανοποιητική κάλυψη των απαιτήσεων του φωτισμού ασφαλείας και ορατότητας  εκ μέρους  των εισερχομένων ή εξερχομένων από το επίπεδο +9,80 θεατών  για το λόγο ότι οι Προκριματικοί και οι ημιτελικοί Ολυμπιακοί Αγώνες  διαρκούσαν μέχρι την ενδεκάτη βραδινή και β)  (για) αύξηση  του μήκους των γαλβανισμένων σχαρών απορροής των ομβρίων υδάτων. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα τοποθέτησε  α) 50 τεμάχια  για την εκτέλεση της πρόσθετης  εργασίας  «Σιδηροϊστός κωνικός»  αντί αμοιβής 826,89 ευρώ ανά τεμάχιο που καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με το άρθρο 1ΠΝΤ/6 του 1ου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή του έργου και συνολικά αντί αμοιβης 41.344,50 ευρώ.  β) 50 τεμάχια για την εκτέλεση της πρόσθετης  εργασίας «Ακροκιβώτιο ιστού» αντι αμοιβής 31,46 ευρώ ανά τεμάχιο που καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με το άρθρο 1ΠΝΤ/6 του 1ου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή του έργου και συνολικά αντί αμοιβης  1573  ευρώ. γ) 50 τεμάχια για την εκτέλεση της πρόσθετης εργασίας «Φωτιστικό σώμα κορυφής» αντί αμοιβής 2.056,25 ευρώ ανά τεμάχιο που καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με το άρθρο 1ΠΝΤ/6 του 1ου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή του έργου και συνολικά αντί αμοιβης  102.812,50 ευρώ. δ) 260 τεμάχια για την εκτέλεση της πρόσθετης εργασίας «Φωτιστικό σώμα επίτοιχο» αντί αμοιβής 77,87 ευρώ ανά τεμάχιο που καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με το άρθρο 1ΠΝΤ/6 του 1ου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή του έργου και συνολικά αντί αμοιβης   20.246,20  ευρώ. ε) ένα  τεμάχιο  για την εκτέλεση της πρόσθετης εργασίας «Φωτιστικό σώμα προβολής με θαλαμίσκο» αντι αμοιβής 18.943,19 ευρώ που καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με το άρθρο 1ΠΝΤ/6 του 1ου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή του έργου.  Η συνολική αμοιβή της ενάγουσας για την εκτέλεση των ανωτέρω πρόσθετων εργασιών ανέρχεται στο ποσό των (41.344,50 + 1573 + 102.812,50 + 20.246,20 + 18.943,19 =) 184.919,39 ευρώ πλέον του ποσού των 33.285,49 ευρώ για γενικά έξοδα και  όφελος εργολάβου (ποσοστό 18%)  πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ (23%) ποσού 50.187,12 ευρώ. Για την εκτέλεση των ανωτέρω πρόσθετων εργασιών είχε προηγηθεί σχετική εισήγηση του Τμήματος Ζ΄κατασκευών της Ε.Υ.Δ.Ε./Α.Ο.Ε.Ε. ενώ  συμφώνησε και  το αρμόδιο Υπουργείο. Επιπρόσθετα, κατόπιν απαίτησης της Ομάδας Διαχείρισης του Σταδίου κατέστη αναγκαίος   α) ο  άμεσος καθαρισμός  των κρυστάλλων της εξωτερικής παράπλευρης επιφάνειας κεκλιμένου υαλοστασίου και  β)  η άμεση  προμήθεια και τοποθέτηση στομίων εξαερισμού 30΄Χ 50΄  των  Η/Μ χώρων για λόγους ασφαλείας. Για τις εργασίες αυτές λόγω του κατεπείγοντος  δεν κατέστη δυνατόν να εκδοθεί έγγραφη εντολή, αλλά ανεγράφησαν οι σχετικές εντολές  στο ημερολόγιο του έργου. Εκδόθηκε, ωστόσο, το από 16-12-2004 εισηγητικό σημείωμα του Προϊσταμένου της Διευθύνουσας  Υπηρεσίας  και τέθηκε επ΄αυτού η σύμφωνη γνώμη της αναπληρώτριας Υπουργού Πολιτισμού.  Για τον καθαρισμό κρυστάλλων επιφανείας 8857,56 τμ η αμοιβή της ενάγουσας καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία  με  το άρθρο 1ΠΝΤ/1 του πρώτου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή τιμή μονάδος 3,19 ευρώ ανα τ.μ, και ανήλθε  συνολικά σε  (8857,56 τμ Χ 3,10 ευρώ =)27.458,44 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι  για την προμήθεια και τοποθέτηση 100 τεμαχίων της πρόσθετης εργασίας «Στόμιο τοίχου 30΄Χ 50΄  η αμοιβή της ενάγουσας καθορίστηκε από την Διευθύνουσα Υπηρεσία  με το άρθρο 1ΠΝΤ/5 του πρώτου Π.Κ.Τ.Ν.Μ.Ε. και εγκρίθηκε από την Προϊσταμένη Αρχή   με  τιμή μονάδος 148,75 ευρώ  και συνολικά (100 Χ 148,75 ευρώ =) 14.875 ευρώ. Για την εκτέλεση των ανωτέρω πρόσθετων εργασιών η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται σε (27.458,44 + 14875 =) 42.333,44 ευρώ πλέον ποσού 7620 ευρώ για γενικά έξοδα  και όφελος εργολάβου (18%)  ήτοι 49.953,44 ευρώ πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ (23%) ποσού 11.489,29 ευρώ. Συνολικά, η αμοιβή της ενάγουσας για το σύνολο των πρόσθετων εργασιών που εκτέλεσε ανέρχεται σε (218.204,88 + 49.953,44 = ) 268.158,32 ευρώ. Το αρχικά  ανατεθέν έργο με εκτελεσθείσες και τις πρόσθετες εργασίες περαιώθηκε και οι επιβλέποντες  μηχανικοί   της  ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ  εξέδωσαν βεβαίωση περάτωσης των εργασιών, όπως και Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας. Αμφότερες δε,  οι βεβαιώσεις διαβιβάστηκαν  στην ενάγουσα με το υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ /Φ230 /491/9567/29-11-2004 έγγραφο της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ της Γενικής Γραμματεία Αθλητισμού. Ακολούθως, με την υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ/Φ230/532/2759/29-8-2006 απόφαση του Προϊσταμένου της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ  εγκρίθηκε το πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής του έργου και με την υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ Φ230/539/367/13-2-2007 αποφαση  του Προϊσταμένου  της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ εγκρίθηκε ο πρώτος Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας Εξόδων (ΑΠΕ)  και  το  πρώτο Πρωτόκολλο Καθορισμού Τιμών Μονάδος Νέων Εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.), όπως συντάχθηκαν από την Διευθύνουσα Υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 43 του πδ 609/1985 συνολικής δαπάνης 2.952.123,32 ευρώ. Με την αυτή απόφαση εγκρίθηκε, επίσης, η σύναψη της πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης για τις πρόσθετες εργασίες που είχε εκτελέσει η ενάγουσα  για ποσό 319.108,42 ευρώ εκ του οποίου 40.905,51 για γενικά έξοδα και 50.950,08 ευρώ για ΦΠΑ, ενώ εξουσιοδοτήθηκε και ο Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για την υπογραφή της συμπληρωματικής αυτής  σύμβασης. Οι τιμές βάσει των οποίων υπολογίστηκαν οι πρόσθετες εργασίες που περιλήφθηκαν στον πρώτο Α. Π.Ε. και στην πρώτη συμπληρωματική σύμβαση αντλήθηκαν λόγω του ότι  δεν υπήρχαν παρόμοιες ή ανάλογες συμβατικές τιμές, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 43 παρ 3 του πδ 609/85 είτε από παρόμοια ή ανάλογα άρθρα εγκεκριμένων αναλυτικών τιμολογίων (ΑΤΟΕ, ΑΤΕΟ, ΑΤΗΕ) είτε όπου δεν υπήρχαν από παρακολούθηση από την ορισθείσα δυνάμει της  υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ  Φ230/59Α/2940/19-8-2002 απόφασης της Προϊσταμένης Αρχής Επιτροπής Καθορισμού Τιμών που συνέταξε το συνημμένο στο πρώτο Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε. από 10-8-2004 Πρακτικό παρακολούθησης διαπίστωσης και καθορισμού συντελεστών κόστους νέων πρόσθετων εργασιών.  Υπολογίστηκαν δε, με έκπτωση 25% και με συντελεστή απομείωσης 0,85, ήτοι με συνολική έκπτωση 36,25%, ενώ οι τιμές των υλικών και των ημερομισθίων  ελήφθησαν από το επίσημο Πρακτικό της Επιτροπής  Διαπίστωσης Τιμών Δημοσίων ΄Εργων του β΄τριμήνου του έτους 2004.  Επιπλέον, η δαπάνη για τις πρόσθετες εργασίες προσαυξήθηκε όπως και η δαπάνη για τις συμβατικές εργασίες   κατά ποσοστό 18%  για τα γενικά έξοδα  και το όφελος του εργολάβου (Γ.Ε & Ο.Ε.) σύμφωνα με το άρθρο 10.1 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων του έργου και το άρθρο 5 παρ 4 του πδ 609/1985 πλέον του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας  (ΦΠΑ). Ωστόσο, η υπογραφή της συνταχθείσας από την Διευθύνουσα Υπηρεσία  πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης για τις πρόσθετες εργασίες συνολικού ποσού 227.252,83 ευρώ πλέον γενικών εξόδων και όφελος εργολάβου 18%  ύψους 40.905,51 ευρώ πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ  δεν κατέστη δυνατή καθόσον το Ελεγκτικό Συνέδριο στο οποίο είχε υποβληθεί προς έλεγχο  έκρινε   με την υπ΄αριθμόν  …./2007 Πράξη του Ε΄Κλιμακίου ότι  ήταν αναρμόδιο κατά χρόνο  για τον έλεγχο  για το  λόγο ότι η συμπληρωματική σύμβαση αφορούσε  πρόσθετες εργασίες οι οποίες είχαν ήδη εκτελεστεί και απείχε από τον έλεγχο αυτής. Ακολούθως, η ενάγουσα κατέθεσε την υπ΄αριθμόν πρωτ. ………./18-4-2007 αίτηση για ανάκληση της εκδοθείσας Πράξεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου  δίχως όμως αποτέλεσμα. Η θέση  αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν επέτρεψε στην  Διευθύνουσα Υπηρεσία ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ να εξοφλήσει την αμοιβή  για τις πρόσθετες αυτές εργασίες και το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα με το υπ΄αριθμόν πρωτ. ………/ 6-7-2007 έγγραφο του Προϊσταμένου της. Συνεπεία της εξέλιξης αυτής η ενάγουσα δεν εισέπραξε την ανωτέρω αμοιβή που δικαιούνταν.  Πρέπει δε, να  σημειωθεί ότι η Επιτροπή Οριστικής Παραλαβής της Ε.Υ.Δ.Ε./Α.Ο.Ε.Ε. (Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων)  αφού έλεγξε το σύνολο των εργασιών που εκτέλεσε η ενάγουσα  και διαπίστωσε καλή ποιοτική κατάσταση  παρέλαβε οριστικά  τόσο το έργο που εκτέλεσε η ενάγουσα βάσει της αρχικής σύμβασης όσο και τις ανωτέρω πρόσθετες εργασίες  που περιλήφθηκαν στον πρώτο ΑΠΕ και στην πρώτη συμπληρωματική σύμβαση και προς τούτο συνέταξε το με ημερομηνία 25-1-2008 Πρωτόκολλο Οριστικής Παραλαβής, ενώ με την υπ΄αριθμόν πρωτ. ΕΥΔΕ Φ 230/556/243/ 26-1-2009 απόφαση του Προϊσταμένου της   Ε.Υ.Δ.Ε./Α.Ο.Ε.Ε. ενεκρίθη και  η οριστική παραλαβή του έργου αυτού. Στη συνέχεια, η ενάγουσα άσκησε την από 1-8-2007 αγωγή της κατά του ήδη εναγόμενου (Ελληνικού Δημοσίου) ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά με την οποία ζήτησε μεταξύ αλλων και την πληρωμή του τρίτου λογαριασμού στον οποίο είχε περιληφθεί η αμοιβή της για τις πρόσθετες εργασίες. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 1541/2009 απόφαση με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς τον τρίτο λογαριασμό  με την αιτιολογία ότι  απαραδέκτως ασκήθηκε η αγωγή καθοσον η απαίτηση της ενάγουσας δεν ήταν εκκαθαρισμένη αφού δεν είχε εγκριθεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία η οποία με το (προαναφερόμενο) υπ΄αριθμόν πρωτ. ………/ 6-7-2007 έγγραφο του Προϊσταμένου αυτής είχε δηλώσει ρητώς την άρνηση της να προβεί στη πράξη αυτή. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα  άσκησε  ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας  την από 10-12-2010 αίτηση αναιρέσεως  επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄ αριθμόν 2420/17-6-2015 απόφαση του Στ΄Τμήματος με την οποία απερρίφθη η αναίρεση  με την αιτιολογία ότι εφόσον η Διευθύνουσα Υπηρεσία αρνήθηκε την έγκριση του τρίτου λογαριασμού η σχετική αξίωση δεν ήταν εκκαθαρισμένη και επομένως ορθώς το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Κρίνεται δε, απορριπτέα  η ένσταση παραγραφής  που προέβαλε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του ότι  η ενάγουσα δεν άσκησε το δικαίωμά της κατ΄άρθρο 75Α του ν 3669/2008  με σχετική αίτησή της προς την διευθύνουσα υπηρεσία μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού (10-4-2012) καθόσον η διάταξη αυτή (άρθρο 75Α του ν.3669/2008) εφαρμόζεται επί   δικαιωμάτων  από σύμβαση και δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις  αποδόσεως της ωφέλειας λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Περαιτέρω, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα της ενάγουσας για απόδοση της ωφέλειας λόγω αδικαιολογητου πλουτισμού έχει παραγραφεί κατ΄αρθρο 90 παρ 1 του ν 2362/1995  καθόσον από 30-7-2004 (ημερομηνία εκτέλεσης των πρόσθετων εργασιών), άλλως από  το τέλος 2004 (τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη κατ΄άρθρο 91 του ν 2362/1995), άλλως από το τέλος του έτους 2007 (εντός του οποίου η  διευθύνουσα το έργο υπηρεσία αρνήθηκε την έγκριση του τρίτου λογαριασμού για τις πρόσθετες εργασίες), άλλως από 25-1-2008 (ημερομηνία οριστικής παραλαβής  των πρόσθετων εργασιών)  μέχρις ασκήσεως της κρινόμενης αγωγής (5-7-2016) έχει συμπληρωθεί  πενταετία και επομένως, η αξίωση της ενάγουσας έχει αποσβεστεί.  Η ένσταση αυτή η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 94 του ν.2362/1995 και ήδη άρθρο 144 του ν 4270/2014)  είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 90 παρ 1 και 91 του ν 2362/1995 που ίσχυε στην κρινόμενη περίπτωση μέχρις καταργήσεώς τους από το ν. 4270/2014     και ήδη στις διατάξεις των άρθρων 140, 141 του ν 4270/2014 που εφαρμόζεται για το μετέπειτα χρονικό διάστημα   δοθέντος ότι στις απαιτήσεις κατά του Δημοσίου οι οποίες υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή βάσει των ανωτέρω διατάξεων  περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων  και κείνες  που πηγάζουν από αδικαιολόγητο πλουτισμό,  όπως αναφέρεται στην υπό στοιχείο Γ΄μείζονα σκέψη. Ωστόσο, πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν κατά παραδοχή  της αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής που προέβαλε νομότυπα  η ενάγουσα καθόσον οι επείγουσες  και αναγκαίες  λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων πρόσθετες εργασίες περατώθηκαν στις 30-7-2004 (βλ με ημερομηνία 2-8-2004 αναφορά περάτωσης εργασιών της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ της Γενικής Γραμματεία Αθλητισμού), η προσωρινή παραλαβή του έργου  έλαβε χώρα στις 21-7-2006 (βλ με ημερομηνία 21-7-2006 πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής  της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ και η οριστική παραλαβή έλαβε χώρα στις  25-1-2008 (βλ με ημερομηνία 28-1-2008 πρωτόκολλο οριστικής παραλαβής της ΕΥΔΕ/ΑΟΕΕ). Έκτοτε, το Ελληνικό Δημόσιο αποκόμισε ωφέλεια η οποία συνίσταται  στη χρηματική αποτίμηση των ανωτέρω επειγουσών και αναγκαίων  πρόσθετων εργασιών  αφού εξοικονόμησε τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν αν την εκτέλεση των ίδιων εργασιών ανέθετε με έγκυρη σύμβαση σε τρίτο πρόσωπο που διέθετε τα ίδια με την ενάγουσα επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις. Περαιτέρω, τον  Αύγουστο του 2007 η ενάγουσα άσκησε την από 1-8-2007 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς με την οποία ζητησε  μεταξύ άλλων την καταβολή του ανωτέρω ποσού για  την εκτέλεση πρόσθετων  εργασιών,  οι οποίες κατέστησαν κατά την εκτέλεση του αρχικά ανατεθέντος έργου αναγκαίες κατά την έννοια των άρθρων  8 παρ 1 του ν 1418/1984 και 43,44 του πδ 609/1985  λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων. Η απόφαση (υπ΄αριθμόν 1541/2009 ) επί της αγωγής αυτής  εξεδόθη την 15-9-2009.  Τον Ιουλιο του έτους 2010 η ενάγουσα άσκησε την από 15-7-2010 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η απόφαση (υπ΄αριθμόν 2420/2015) επί της αναιρέσεως   εξεδόθη την 17-6-2015. Η κρινόμενη αγωγή (υπ΄αριθμόν καταθ. ../…./2016)  επιδόθηκε   την 5-7-2016 (βλ. υπ΄αριθμούς … και …/2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………). Η συζήτηση αυτής έλαβε χώρα την 15-12-2016, η απόφαση (υπ΄αριθμόν 438/2017) εξεδόθη την 16-2-2017, η αναίρεση (υπ΄αριθμόν ……./2017)  κατατέθηκε την 31-3-2017  και επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού την 14-6-2017 (βλ υπ΄αριθμούς .. και …/14-6-2017 εκθέσεις επίδοσης  του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνων, … ….),  η συζήτηση της αναίρεσης  έγινε στις 15-1-2018,  η απόφαση επί της αναιρέσεως (υπ΄αριθμόν 891/2018)  εξεδόθη την 9-5-2018,  η κλήση για την μετ΄αναίρεση συζήτηση ( υπ΄αριθμόν  ……./30-8-2018 ) κατατέθηκε στις 30-8-2018 και επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού  στις 21-9-2018 (βλ. υπ΄αριθμούς .. και …. εκθέσεις επίδοσης  του δικαστικού επιμελητη …..),  η συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε για την 9-4-2020, οπότε ματαιώθηκε και ορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την 12-11-2020, η έκδοση της  απόφαση  επί της μετ΄αναίρεσης συζήτησης (υπ΄αριθμόν 880/2021 Πολυμελούς Αθηνων με την οποία κρίθηκε καθ΄υλην και κατά τόπο αναρμόδιο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνων) έγινε στις 29-3-2021, η κλήση για συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατατέθηκε την 19-5-2021 και επιδόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού την 21-5-2021  και η συζήτηση της υπόθεσης έλαβε χώρα κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Ως εκ τούτου μεταξύ των ανωτέρω διαδικαστικών πράξεων, καθεμία εκ των οποίων διέκοπτε την παραγραφή που άρχιζε από την προηγούμενη διαδικαστική πράξη,  δεν συμπληρώθηκε πενταετία και επομένως  η αξίωση της ενάγουσας  από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό  δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή   δοθέντος ότι κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων : α) του προϊσχύσαντος  άρθρου 95 εδαφ. α΄ του νδ 321/1969 «περί κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», β)  του μετέπειτα ισχύσαντος  άρθρου 93 παρ α΄ του ν. 2362/1995 και γ) του ήδη ισχύοντος άρθρου 143 παρ α΄ του ν.  4270/2014  στις οποίες ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων  η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται  μόνο με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών», στις χρηματικές  αξιώσεις κατά του Δημοσίου, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο Δ΄μείζονα σκέψη, επέρχεται διακοπή της παραγραφής όχι μόνο όταν εισαχθεί  στο δικαστήριο η διαφορά που αφορά την ικανοποίηση της αξίωσης, αλλά και όταν άλλο δικαστήριο, κρίνοντας για  διαφορετικό αντικείμενο  επιλύει αρμοδίως  ζήτημα  που αποτελεί βάση ή προϋπόθεση  της αξίωσης ή η παρεμπίπτουσα έρευνα του οποίου θα ήταν αναγκαία για να επιλυθεί η διαφορά  που αναφέρεται στην αξίωση (σχετ ΟλΑΠ 1327/1986 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον λοιπόν η διαφορά που υποβλήθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς   συνίσταται στην επίλυση του  ζητήματος  της εκτέλεσης ή μη των  πρόσθετων εργασιών κατά την έννοια των άρθρων  8 παρ 1 του ν 1418/1984  και  43, 44 του πδ 609/1985,  οι οποίες κατέστησαν κατά την εκτέλεση του αρχικά ανατεθέντος έργου αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και στη διεκδίκηση του ποσού  που απαιτήθηκε για την εκτέλεση των εργασιών αυτών και η κρινόμενη διαφορά ενώπιον του παρόντος πολιτικού δικαστηρίου αναφέρεται στην επίλυση του ζητήματος της ωφέλειας του Ελληνικού Δημοσίου από την εκτέλεση ή μη των πρόσθετων αυτών εργασιών και στη διεκδίκηση του ποσού που απαιτήθηκε για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, και  ως εκ τούτου  οι δύο διαφορές έχουν κοινό ζήτημα την εκτέλεση ή μη των πρόσθετων εργασιών κατά την έννοια των άρθρων  8 παρ 1 του ν 1418/1984  και  43, 44 του πδ 609/1985,  οι οποίες κατέστησαν κατά την εκτέλεση του αρχικά ανατεθέντος έργου αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων,  και την διεκδίκηση  του ποσού που απαιτήθηκε για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, η παραγραφή  της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό διεκόπη με την υποβολή της διαφοράς  του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στη συνέχεια με την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ακολούθως  με την έκδοση απόφασης, περαιτέρω  με την άσκηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την εκδίκαση αυτής  και τέλος,   με την έκδοση απόφαση. Διεκόπη, στη συνέχεια   με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, με την  συζήτηση αυτής, με την έκδοση απόφαση επ΄αυτής, με την άσκηση αναίρεσης, με την συζήτηση αυτής, με την έκδοση απόφαση επ΄αυτής, με την κληση για την μετ΄αναίρεση συζήτηση, με την μετ΄αναίρεση συζήτηση, με την έκδοση απόφαση επ΄αυτής,  με την κλήση  εκδίκαση της υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο  και, με την συζήτηση της υπόθεσης  κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο   δίχως να έχει συμπληρωθεί μέχρι σήμερα ο χρόνος της παραγραφής καθώς δεν μεσολάβησε μεταξύ των ανωτέρω  διαδικαστικών πράξεων πενταετία. Συνεπώς, η ένσταση παραγραφής (η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως) πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν  κατά παραδοχή της προβληθείσας  ενστάσεως διακοπής της παραγραφής (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά απαιτείται να προταθεί). Κατ΄ακολουθίαν, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο  υποχρεούται ν΄αποδώσει στην ενάγουσα  την ωφέλεια που αποκόμισε χωρίς νόμιμη αιτία και η οποία συνίσταται  στη χρηματική αποτίμηση  των προαναφερόμενων πρόσθετων εργασιών  αφού εξοικονόμησε  δαπάνη   ύψους 268.158,32 ευρώ, στην οποία θα υποβαλλόταν αν την εκτέλεση των ίδιων εργασιών ανέθετε με έγκυρη σύμβαση σε τρίτο πρόσωπο που διέθετε τα ίδια με την ενάγουσα επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες  και κάτω από τις ίδιες  περιστάσεις. Επομένως, πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό  πλέον του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας  δοθέντος ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής,  για την οποία  είναι  υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος  σε αυτό φόρου προστιθέμενης αξίας (ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη ως ληπτη των παρεχομένων σε αυτόν  υπηρεσιών και υπόχρεο  συνεπεία τούτου στην καταβολή του) σε περίπτωση που κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής του εργολάβου ύστερα από επιταγή δημόσιας αρχής, όπως επί δικαστικής απόφασης, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών  Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία  (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά ακόμη κι αν εργοδότης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ε΄μείζονα σκέψη. Τέλος, πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία το ποσό των  268.158,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο  που ορίζεται   στην διάταξη του άρθρου  21 του νδ της 26.6/10-7-1944  που διατηρήθηκε σε ισχύ με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 109 του ΕισΝΑΚ  για το χρονικό διάστημα από της επιδόσεως της αγωγής  στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 21 παρ 2  του νδ της 26.6/10-7-1944  και ήδη άρθρο 45 παρ 2 του ν 4607/2019)    μέχρι 30-4-2019   δοθέντος ότι η διάταξη αυτή  δεν είναι αντισυνταγματική, ούτε παραβιάζει τα άρθρα 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ και 2 παρ 3 περ α΄ και β΄ και 14 παρ 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαίωματα καθώς και το άρθρο 1  του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΕΔ 25/2012, ΟλΑΠ2114/2014) και για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα  από 1-5-2019  ( άρθρο 45 παρ 1, 2 και 3  του ν 4607/2019) μέχρις εξοφλήσεως   με το νόμιμο τόκο που ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 45 παρ 1 του ν 4607/2019. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ    την  αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο  να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία  το ποσό των διακοσίων εξήντα οκτώ χιλιάδων  εκατό πενήντα οκτώ ευρώ και τριαντά δύο λεπτών (268.158,32 ευρώ) με το νόμιμο τόκο που ορίζεται   στην διάταξη του άρθρου  21 του νδ της 26.6/10-7-1944  από της επιδόσεως της αγωγής στον Υπουργό Οικονομικών μέχρι 30-4-2019   και   από 1-5-2019 μέχρις εξοφλήσεως   με το νόμιμο τόκο που ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 45 παρ 1 του ν 4607/2019    πλέον του αναλογούντος φόρου προστιθεμένης αξίας .

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 25η Μαΐου 2023  και δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουλίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-ενάγουσας και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ  του καθ΄ ου η κλήση-εναγομένου.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ